ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΥΣΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟ ΔΟΥΛΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Εισαγωγή
Αν επρόκειτο να επιβραβεύουμε με χρήματα εκείνους που διακρίνονται στην αρετή, θα ήταν μικρός, όπως λέγει ό Σολομών, όλος ο κόσμος των χρημάτων για να εξισωθεί με την άρετή σου· διότι η χρωστούμενη χάρις στη σεμνότητα σου δεν μπορεί να εκτιμηθεί με χρήματα. Το άγιο Πάσχα όμως απαιτεί τη συνηθισμένη δωροφορία της αγάπης, την οποία προσφέρουμε, ω άνθρωπε του Θεού, στη μεγαλοφροσύνη σου· είναι δώρο μικρότερο βέβαια από ό,τι αξίζει να σου προσφερθεί, άλλα όχι ενδεέστερο της δυνάμεώς μας. Και είναι το δώρο ένας λόγος σαν ένα πενιχρό ιμάτιο που υφάνθηκε με κόπο από την πτωχή μας διάνοια.
Η υπόθεσις του λόγου θα μπορούσε να φανεί στους πολλούς ότι είναι τολμηρή, ενομίσαμε όμως ότι δεν είναι έξω από το πρέπον. Διότι ο μόνος που κατενόησε αξίως την κτίσι του Θεού είναι ο Βασίλειος, που πράγματι εκτίσθηκε κατά Θεόν κι’ εμορφώθηκε ψυχικά κατά την εικόνα του κτίστη, ο κοινός μας πατήρ και διδάσκαλος που την υψηλή διακόσμησιν του σύμπαντος έκαμε διά της θεωρίας του εύληπτη στους πολλούς και τον κόσμο που συστάθηκε με την αληθινή σοφία από τον Θεόν έκαμε γνώριμο σ’ εκείνους που προσάγονται στη θεωρία δια της συνέσεώς του.
Εμείς πάντως, αν και δεν είμαστε σε θέση ούτε να τον θαυμάζουμε επαρκώς, σκεφθήκαμε να προσθέσουμε ό,τι λείπει από τις θεωρίες του μεγάλου· όχι με σκοπό να νοθεύσουμε το πόνημα εκείνου δι’ υποβολής (διότι δεν είναι θεμιτό να καθυβρίζεται το υψηλό εκείνο στόμα, εκπροσωπούμενο από δικά μας λόγια), αλλά για να μη φαίνεται ελλιπής η δόξα του διδασκάλου ανάμεσα στους μαθητές του. Πράγματι, παρατηρούμε ότι η περί ανθρώπου θεωρία λείπει από την Εξαήμερο του Βασιλείου. Αν λοιπόν κανένας μαθητής του δεν φρόντιζε ν’ αναπληρώσει την έλλειψη, ευλόγως θα είχε λαβή η κατηγορία κατά της μεγάλης δόξας του, ότι δεν θέλησε να ενσταλάξει στους ακροατές του κάποια κατανοητική έξη. Τώρα όμως εμείς τολμήσαμε να επιδοθούμε στην εξήγηση του ελλείποντος κατά τη δύναμή μας. Αν κάτι από τα λόγια μας ευρεθεί να είναι αντάξιο προς τη διδασκαλία εκείνου, πρέπει ν’ αποδοθεί οπωσδήποτε στο διδάσκαλο· αν όμως ο λόγος μας δεν φθάνει στη μεγαλοφυή του θεωρία, αυτός θα είναι έξω από κάθε κατηγορία, ότι τάχα δεν ήθελε να αποκτήσουν κάτι αξιόλογο οι μαθητές, και θα διαφύγει τη μομφή, ενώ εμείς ευλόγως θα φανούμε στους φιλοκατήγορους υπεύθυνοι που στην μικροφυή καρδιά μας δεν χωρέσαμε τη σοφία του καθηγητού.
Δεν είναι δε μικρός ο αντικειμενικός σκοπός της θεωρίας ούτε έρχεται δεύτερος απέναντι σε οποιοδήποτε από τα θαύματα του κόσμου· ίσως μάλιστα είναι μεγαλύτερος από κάθε γνωστικό αντικείμενο, διότι κανένα άλλο από τα όντα δεν έχει ομοιωθεί με τον Θεό, εκτός από την κτίση του ανθρώπου. Έτσι οι συνετοί ακροατές προθύμως θα μας συγχωρήσουν, και αν ακόμη ο λόγος μας πέσει πολύ παρακάτω από την αξία του αντικειμένου. Πρέπει, νομίζω, να μη αφήσει τίποτε ανεξέταστο από όλα τα σχετικά με τον άνθρωπο, τόσο τα πιστευόμενα ότι έγιναν πρωτύτερα, όσο και τα αναμενόμενα να συμβούν αργότερα, καθώς και τα παρατηρούμενα τώρα. Διότι πράγματι η σπουδή θα αποδεικνυόταν κατώτερη της υποσχέσεως, αν στην περίπτωση που η θεωρία αναφέρεται στον άνθρωπο παραλειφθεί κάτι από τα συμβάλλοντα στην υπόθεση. Αλλά και όσα από τα σχετικά με τον άνθρωπο φαίνονται να είναι ενάντια μεταξύ τους, για το λόγο ότι τα τώρα παρατηρούμενα γύρω από τη φύση του δεν παρουσιάζονται τα ίδια με τα γενόμενα στην αρχή, πρέπει να τα συναρτήσει σε κάποια αναγκαία λογική ακολουθία με βάση τόσο τη γραφική διήγηση όσο και τα πορίσματα που ευρίσκονται από τους συλλογισμούς· έτσι όλη η διαπραγμάτευση θα διεξαχθεί με ειρμό και τάξη, καθώς οι φαινομενικές αντιθέσεις θα οδηγούνται προς ένα και το ίδιο τέλος· έτσι η θεία δύναμις εφευρίσκει ελπίδα των πέρα από ελπίδα και διέξοδο στα αδιέξοδα.
Για χάριν σαφήνειας θεώρησα καλό να σου παρουσιάσω τον λόγο με κεφάλαια στην αρχή, ώστε να μπόρεσης να γνωρίσεις την υπόθεση όλης της διαπραγματεύσεως με τη σύντομη περίληψη των επιμέρους επιχειρημάτων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
Μερική φυσιολογία περί του κόσμου και αβροτέρα διήγησις περί των γεγονότων που προηγήθηκαν της γενέσεως του ανθρώπου
Αυτή είναι η βίβλος γενέσεως ουρανού και γης, λέγει η Γραφή. Τότε που ολοκληρώθηκαν όλα τα φαινόμενα πράγματα και κάθε όν, αφού ξεχωρίσθηκε, ανεχώρησε προς τη θέσιν του· τότε που το ουράνιο σώμα περιέβαλε τα πάντα από γύρω, ενώ τη μέση του παντός κατέλαβαν τα βαρέα και κατωφερή σώματα, η γη και το ύδωρ δηλαδή, συγκροτούμενα το ένα με το άλλο. Σαν σύνδεσμος και βεβαιότης των γενομένων αποτέθηκε στη φύση των όντων η θεία τέχνη και δύναμις, καθοδηγώντας τα πάντα με διπλές ενέργειες. Εμηχάνευσε τη γένεσιν των μη όvτων και την διατήρηση των όντων με στάση και κίνηση περιστρέφοντας την οξύτατη κυκλική κίνηση του πόλου (του ουράνιου θόλου) σαν τροχού γύρω από τον βαθύ και αμετάθετο όγκο της ακίνητης φύσεως, σαν γύρω από ένα πάγιο άξονα, και συντηρώντας με αυτά το αδιάλυτο και των δυό· δηλαδή η κυκλοφορουμένη ουσία δια της οξείας κινήσεως περισφίγγει κυκλικώς το πυκνό της γης, ενώ το στερεό και ανένδοτο δια της αμετάθετης παγιότητος επιτείνει αδιάκοπα την δίνηση των κινουμένων γύρω απ’ αυτήν.
Στο κάθε μέρος από τα αντίθετα κατά τις ενέργειες εδόθηκε ίση ένταση, τόσο στην στάσιμη φύση όσο και στην άστατη περιφορά. Ούτε δηλαδή η γη δεν μετατίθεται από την βάση της ούτε ο ουρανός δεν χάνει ποτέ τη σφοδρότητα και δεν χαλαρώνει την κίνηση. Αυτά μάλιστα τα δύο κατασκευάσθηκαν πρώτα πριν από τα άλλα κτίσματα κατά την σοφία του ποιητού, σαν αρχή όλου του μηχανισμού. Νομίζω ότι ο μέγας Μωϋσης, λέγοντας ότι ο ουρανός και η γη έγιναν από τον θεό στην αρχή, ήθελε να δείξει ότι προϊόντα της κινήσεως και της στάσεως είναι τα φαινόμενα στην κτίση, που κατά το θειο θέλημα ήλθαν στη γένεσιν.
Αφού λοιπόν ο ουρανός και η γη είναι εκ διαμέτρου αντίθετα μεταξύ τους κατά την αντίθεση της ενεργείας, η ανάμεσα στα αντίθετα ευρισκομένη κτίσις, που μερικώς μετέχει των παρακειμένων, μεσιτεύει ανάμεσα στα άκρα η ίδια, ώστε να συντελεσθεί καταλλήλως η μεταξύ των συνάφεια των εναντίων δια του μέσου. Πράγματι ο αέρας μιμείται κάπως το αεικίνητο και λεπτό της πυρώδους ουσίας, με την ελαφρά του φύσιν και την ικανότητα του προς κίνησιν· δεν είναι όμως τέτοιος ώστε ν’ αποξενώνεται της συγγενείας προς τα στερεά, διότι ούτε πάντοτε ακίνητος μένει ούτε διαπαντός ρέει και σκορπίζεται, αλλά με την οικειότητα προς το καθένα τους γίνεται σαν είδος μεθορίου της εναντιότητος των ενεργειών, αναμιγνύοντας και συγχρόνως διαιρώντας τα διεστώτα μέσα στη φύση. Κατά τον ίδιο λόγο και η υγρά ουσία προσαρμόζεται προς το καθένα από τα εναντία με διπλές ποιότητες. Διότι με το ότι είναι βαρειά και κατωφερής, έχει πολλή συγγένεια προς το γήϊνο· με το ότι μετέχει κάποιος ρευστής και πορευτικής ενεργείας, δεν είναι τελείως αποξενωμένη από την κινουμένη φύσιν αλλά υπάρχει και δι’ αυτού του μέσου κάποια μίξις και συνδρομή των εναντίων, καθώς η βαρύτης μετατέθηκε σε κίνηση και η κίνησις δεν δέθηκε από το βάρος. Έτσι τα άκρως χωρισμένα κατά τη φύση συνέρχονται μεταξύ τους δια των μεσιτευόντων.
Μάλλον για να ακριβολογήσουμε, ούτε η ίδια η φύσις των αντιτιθέμενων πραγμάτων δεν είναι εντελώς άμικτη η μία με την άλλη κατά τα ιδιώματα· έτσι νομίζω ότι όλα τα φαινόμενα στον κόσμο κλίνουν προς άλληλα και συγκλίνει προς τον εαυτό της η κτίσις ευρισκόμενη μέσα στα ιδιώματα των αντιτιθεμένων. Πράγματι, ενώ η κίνησις δεν νοείται μόνο κατά την τοπική μετάσταση αλλά παρατηρείται και σε τροπή και αλλοίωση, καθώς επίσης ενώ η αμετάθετη φύσις δεν δέχεται κίνησιν κατά την αλλοίωση, η σοφία του Θεού αλλάσσοντας τις ιδιότητες ενέβαλε στο μεν αεικίνητο το άτρεπτο, στο δε ακίνητο την τροπή, οικονομώντας αύτη την ενέργεια με κάποια πρόνοια, ώστε η ιδιότης της φύσεως, που είναι το άτρεπτο και αμετάθετο, σ’ ένα από τα βλεπόμενα στην κτίσιν, να μην επιτρέψει να νομίζεται το κτίσμα Θεός. Διότι δεν θα μπορούσε να αποκτήσει υπόληψη θεότητος ό,τι τύχει να κινείται και να αλλοιώνεται. Γι’ αυτό η μεν γη είναι στάσιμη και όχι άτρεπτη, ο δε ουρανός αντιθέτως μη έχοντας το τρεπτό δεν έχει ούτε το στάσιμο· έτσι η θεία δύναμις, συμπλέκοντας με τη στάσιμη φύση την τροπή και με την τρεπόμενη φύση την κίνηση, δια της εναλλαγής των ιδιωμάτων θα εξοικειώσει και τις δυο μεταξύ τους και θα τις αλλοτριώσει από την υπόληψη της θεότητος· διότι κανένα από αυτά τα δυό, όπως λέγεται, δεν μπορεί να νομισθεί ότι είναι ιδιότης της θείας φύσεως, ούτε το άστατο ούτε το αλλοιούμενο.
Τώρα λοιπόν έφθασαν όλα και προς το τέλος τους. Διότι, όπως λέγει ο Μωυσής, ολοκληρώθηκε ο ουρανός και η γη και όλα τα ενδιάμεσα και τα καθέκαστον διακοσμήθηκαν με το κατάλληλο κάλλος· ο ουρανός με τις λάμψεις των φωστήρων, η θάλασσα και ο αέρας με τα κολυμβητικά και τα εναέρια ζώα, η γη με τις πολυάριθμες ποικιλίες των φυτών και των ζώων, τα οποία εγέννησε όλα μαζεμένα συγχρόνως, αφού δυναμώθηκε από το θείο βούλημα. Γεμάτη από τα ωραία ήταν η γη, αφού μαζί με τα άνθη εβλάστησε και τους καρπούς· οι λειμώνες ήσαν γεμάτοι από τα φυτά που ταιριάζουν σ’ αυτούς. Όλες οι ράχες κι οι κορυφές, οι πλαγιές και οι πεδιάδες, καθώς και οι κοιλάδες, ήσαν στεφανωμένες με τη νεοφυτρωμένη χλόη και με την ποικίλη ομορφιά των δένδρων, που μόλις είχαν φυτρώσει από τη γη κι’ ευθύς αμέσως έφθασαν προς το τέλειο κάλλος τους. Όλα τα ζώα που ζωογονήθηκαν με το πρόσταγμα του Θεού ήσαν χαρούμενα, φυσικά, και χοροπηδούσαν, τρέχοντας στις λόχμες κατά αγέλες και κατά γένη. Οι ρεματιές και τα σύσκια όλα αντηχούσαν παντού από τις μελωδίες των ωδικών πτηνών. Παρόμοια ήταν βέβαια η θέα της θάλασσας, που στις συγκεντρώσεις των εσοχών είχε ησυχία και γαλήνη, όπου με τη θεία βούληση διαμορφώθηκαν στις ακτές αυτομάτως όρμοι και λιμένες που συμφιλίωναν τη θάλασσα με την ξηρά. Οι ήρεμες κινήσεις των κυμάτων παραλληλίζονταν με την ομορφιά των λειμώνων, καθώς κυμάτιζαν στην επιφάνειά τους από τις λεπτές και ήρεμες αύρες.
Και όλος ο πλούτος της κτίσεως, στη γη και στη θάλασσα, ήταν έτοιμος, αλλά δεν υπήρχε ο μέτοχός του.
(Συνεχίζεται)
ΣΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΝΑΥΑΓΕΙ ΚΑΙ ΑΠΟΤΥΓΧΑΝΕΙ ΚΑΙ Η ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΕΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΠΟΥ ΕΠΑΝΕΦΕΡΕ Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου