Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Για να μεγαλώσεις ένα παιδί χρειάζεσαι ένα «χωριό» και 233.000 ευρώ

Τα στοιχεία δείχνουν ότι η μέση ελληνική οικογένεια θα διαθέσει περίπου 13.000 ευρώ τον χρόνο για τα βασικά έξοδα, τα φροντιστήρια και τις εξωσχολικές δραστηριότητες. Αυτό ίσως εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό, γιατί σήμερα οι Ελληνες αποκτούν λιγότερα παιδιά από ποτέ

Χρειάζεται ένα χωριό για να μεγαλώσεις ένα παιδί, σύμφωνα με ένα παλιό αφρικανικό ρητό. Τι γίνεται, όμως, όταν πρέπει να προσλάβεις –και φυσικά να πληρώσεις– αυτό το χωριό; Για να μεγαλώσει κάποιος ένα παιδί στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι χρειάζεται σήμερα περίπου 13.000 ευρώ τον χρόνο.

Πρακτικά, ένα παιδί σε μια μέση ελληνική οικογένεια θα κοστίσει 233.000 ευρώ μέχρι να κλείσει τα 18 του χρόνια. Και αυτό εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, το γεγονός ότι οι Eλληνες κάνουν σήμερα λιγότερα παιδιά από ποτέ. Το 2022, στη χώρα μας γεννήθηκαν 76.095 παιδιά, δηλαδή κατά 10,8% λιγότερα σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, αλλά και τα λιγότερα από το 1932, από όταν και υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία γεννήσεων. Το 2023 εκτιμάται ότι έκλεισε σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα. 


Στα χαμηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί ποτέ οι γεννήσεις στην Ελλάδα το 2022 














Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι μεγαλώνουν αυτή τη στιγμή σχεδόν 2 εκατομμύρια παιδιά, σε περισσότερα από 1 εκατομμύριο νοικοκυριά. Αναλύοντας τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, προκύπτει ότι ενώ οι μηνιαίες δαπάνες ενός μέσου ζευγαριού ανέρχονταν το 2022 σε περίπου 1.340 ευρώ, ένα μέσο νοικοκυριό με ένα παιδί ξόδευε 2.385 ευρώ τον μήνα.

Εάν συνεκτιμηθεί και ο πληθωρισμός του 2023, υπολογίζεται ότι η ύπαρξη ενός παιδιού επιβαρύνει κατά μέσο όρο τον προϋπολογισμό ενός νοικοκυριού κατά 12.941 ευρώ τον χρόνο. Συνεπώς, μια μέση ελληνική οικογένεια θα έχει ξοδέψει –σε σημερινά χρήματα– περίπου 233.000 ευρώ μέχρι το παιδί της να ενηλικιωθεί. Πρόκειται μάλιστα για μια μάλλον συντηρητική εκτίμηση του κόστους, καθώς τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ μετρούν τις δαπάνες των νοικοκυριών που έχουν παιδιά έως 16 ετών, χωρίς δηλαδή να αποτυπώνεται στα στοιχεία αυτά το υψηλό κόστος των φροντιστηρίων που παραδοσιακά επιβαρύνει τις οικογένειες όταν τα παιδιά τους φοιτούν στις τελευταίες τάξεις του λυκείου. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, πάντως, μελέτη που έκανε η γερμανική neobank N26 υπολογίζει ότι χρειάζονται 240.000 ευρώ για να καλύψει κανείς τα έξοδα ενός παιδιού από τα 5 έως τα 18 του χρόνια. 

Κοιτάζοντας διαχρονικά τα στοιχεία, βλέπει κανείς ότι το κόστος της ανατροφής ενός παιδιού στην Ελλάδα δεν παρουσιάζει κάποια αξιοσημείωτη μεταβολή σε σχέση με πριν από 15 χρόνια.

Ωστόσο, εάν συνεκτιμηθεί η σημαντική μείωση των εισοδημάτων την περίοδο αυτή, γίνεται σαφές ότι η επιβάρυνση των οικογενειακών προϋπολογισμών είναι σήμερα αισθητά μεγαλύτερη. 

Και όμως, σε αυτή την εποχή της μεγάλης ακρίβειας και της πληθωριστικής κρίσης, το κόστος του σούπερ μάρκετ δεν είναι αυτό που κυρίως απασχολεί τις οικογένειες.

«Το μεγαλύτερο έξοδο για τους γονείς είναι σίγουρα η εκπαίδευση», εξηγεί η Μαρκέλλα Δήμου, εκδότρια του περιοδικού για γονείς Taλκ. «Είτε μιλάμε για την ιδιωτική εκπαίδευση, όπου πρέπει να αντεπεξέλθουν στα δίδακτρα ενός σχολείου, είτε για τη δημόσια εκπαίδευση, όπου τα έξοδα για φροντιστήρια και εξωσχολικές δραστηριότητες είναι πάρα πολύ μεγάλα. Το άγχος των γονιών είναι το πότε θα μεγαλώσει το παιδί τους, καθώς τότε αρχίζουν τα φροντιστήρια, οι γλώσσες κ.τ.λ.».

Πού πηγαίνουν τα χρήματα των γονιών 

Πραγματικά, η ανατροφή ενός παιδιού κοστίζει περισσότερα όσο αυτό μεγαλώνει. Τον πρώτο χρόνο της ζωής του, τα έξοδα ξεπερνούν τα 3.000-4.000 ευρώ, καθώς οι νέοι γονείς καλούνται να πληρώσουν τον εξοπλισμό του σπιτιού και της βόλτας, τις συχνές επισκέψεις στον παιδίατρο, τα ρούχα, τις πάνες και το γάλα.

Στην Ελλάδα, άλλωστε, οι τιμές του βρεφικού γάλακτος είναι ακόμα και τρεις φορές υψηλότερες σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Συνεπώς, η πρόσφατη απόφαση που ανεβάζει το επίδομα γέννησης από τα 2.000 ευρώ στα 2.400 ευρώ για το πρώτο παιδί είναι σίγουρα ευπρόσδεκτη, αλλά και πάλι δεν καλύπτει όλα τα έξοδα, ακόμα και εάν δεν συνυπολογιστεί το κόστος του τοκετού.

Σχεδόν μία στις 2 οικογένειες στην Ελλάδα έχει μόνο ένα παιδί...


Στις περισσότερες ελληνικές οικογένειες, πάντως, η βοήθεια από τους παππούδες θεωρείται ακόμα εκ των ουκ άνευ, καθώς ο κανόνας θέλει τις γιαγιάδες να επιστρατεύονται από τη στιγμή που η μητέρα θα επιστρέψει στη δουλειά της.

Ομως, η συμβολή της προηγούμενης γενιάς στο μεγάλωμα των παιδιών δεν σταματά εδώ. «Τα τελευταία χρόνια το κόστος της σίτισης των παιδιών είναι ένα ζήτημα που βρίσκεται στο προσκήνιο, αλλά δεν βλέπω να απασχολεί πολύ τις οικογένειες. Πιστεύω αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει μεγάλη στήριξη από τους παππούδες. Τις περισσότερες οικογένειες τις απασχολεί περισσότερο το κόστος των φροντιστηρίων, γιατί ο παππούς ή η γιαγιά καλύπτει το σούπερ μάρκετ και τη λαϊκή», εξηγεί η κ. Δήμου, επικαλούμενη τις συζητήσεις που κάνει με αναγνώστες του Τaλκ, αλλά και στον ευρύτερο κοινωνικό της κύκλο.

«Η ακρίβεια απασχολεί τις μαμάδες σε επίπεδο ιδεολογικού χρέους.Ολοι νιώθουν ότι αυτό είναι κάτι για το οποίο πρέπει να μιλούν. Ομως τα έξοδα τα μεγάλα είναι άλλα και οι παππούδες βοηθούν πολύ. Αυτό που συμβαίνει με τις γιαγιάδες στην “Αγία Ελληνική Οικογένεια” δεν συμβαίνει σε πολλές άλλες χώρες και σίγουρα όχι στη Β. Ευρώπη», τονίζει.

Η αλήθεια είναι ότι κοιτάζοντας την πρωτοφανή κρίση που αντιμετωπίζουν σήμερα οι γονείς στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού στην προσπάθειά τους να μεγαλώσουν ένα παιδί, διαπιστώνει κανείς πόσο μακριά βρίσκεται –ευτυχώς– η ελληνική πραγματικότητα.

Οι boomer παππούδες αλλάζουν τα πάντα 

Το Business Insider υπολογίζει ότι η ανατροφή ενός παιδιού κοστίζει αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ 25.714 δολάρια τον χρόνο. Μάλιστα, το σχετικό κόστος έχει αυξηθεί κατά 41,5% από το 2016 και εκτιμάται ότι θα κινηθεί ακόμα υψηλότερα φέτος. Και αυτό γιατί μια σοβαρή κρίση στον τομέα του childcare (φροντίδα των παιδιών) τινάζει στον αέρα τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Το μέσο κόστος ενός βρεφονηπιακού σταθμού ανά τις ΗΠΑ ανέρχεται στα 9.000-9.600 δολάρια τον χρόνο, αλλά σε 28 από τις αμερικανικές πολιτείες υπολογίζεται ότι είναι όσο και τα δίδακτρα του πανεπιστημίου.

Η Amy Deveau, από τη Βοστώνη, θα ξοδέψει 21.000 δολάρια φέτος, δηλαδή το ένα τρίτο των ετήσιων απολαβών της, για να στείλει τη 2χρονη κόρη της στον παιδικό σταθμό. Εάν η κόρη της φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, θα πλήρωνε λιγότερα, έχει υπολογίσει. «Αυτό που είναι τρελό είναι ότι έχεις 18 χρόνια για να προγραμματίσεις τις σπουδές του παιδιού σου, για να βάλεις στην άκρη χρήματα και να κανονίσεις ένα φοιτητικό δάνειο. Αλλά όταν μιλάμε για τον παιδικό σταθμό, δεν έχεις την πολυτέλεια του να έχεις 18 χρόνια στη διάθεσή σου», λέει στο περιοδικό Time. 

Η κατάσταση γίνεται ακόμα χειρότερη γιατί η γενιά των boomers (δηλαδή όσοι γεννήθηκαν από το 1946 έως το 1964) φαίνεται να έχει αλλάξει άποψη για τον ρόλο του παππού και της γιαγιάς μέσα στην οικογένεια. Οι σημερινοί Αμερικανοί παππούδες περνούν τη λεγόμενη κρίση των τριών τετάρτων, αισθάνονται δηλαδή ότι η ζωή τους οδεύει προς το τέλος της και θέλουν να ζήσουν στο έπακρο όσο χρόνο τους απομένει.

Η Αρτεμη έχει έναν γιο 12 ετών και πληρώνει γύρω στα 270 ευρώ τον μήνα για ιδιαίτερα μαθήματα, φροντιστήριο αγγλικών και αθλητικές δραστηριότητες. Τα έξοδα του σούπερ μάρκετ για την οικογένεια φτάνουν γύρω στα 500 ευρώ τον μήνα και η ακρίβεια σίγουρα αποτελεί ένα ζήτημα για εκείνη, αφού όποιος έχει αγόρια σε αυτήν την ηλικία ξέρει ότι το ψυγείο του σπιτιού αδειάζει πριν καν προλάβεις να το γεμίσεις.

Το οικονομικό κόστος ήταν ένας σοβαρός παράγοντας στην απόφαση του ζευγαριού να μην κάνει δεύτερο παιδί, όπως και το γεγονός ότι δεν είχαν βοήθεια από τις γιαγιάδες, καθώς αυτές ζουν στην επαρχία, λέει η Αρτεμη. 

Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος της γιαγιάς αλλάζει πλέον και στην ελληνική οικογένεια. «Η γενιά των boomers σίγουρα έφερε μεγάλες αλλαγές διεθνώς και σαφώς επηρέασε και την Ελλάδα. Ας μη ξεχνάμε ότι η Ελληνίδα γιαγιά, είναι συχνά και εργαζόμενη γιαγιά, ο μέσος όρος συνταξιοδότησης δεν αφήνει πολλά περιθώρια στη γιαγιά να συμμετέχει ενεργά στη φροντίδα των εγγονιών της», τονίζει η Λέλα Δρίτσα, managing partner και συνιδρύτρια της Nannuka, μιας online υπηρεσίας μέσω της οποίας οι γονείς μπορούν να βρουν επαγγελματίες για τη φύλαξη του παιδιού, για ιδιαίτερα μαθήματα, για τη φροντίδα του σπιτιού και άλλα. Στα 10 χρόνια λειτουργίας της, η Nannuka μετρά 400.000 μέλη και καλύπτει πάνω από 18.000 ανάγκες οικογενειών τον χρόνο, όμως όπως λέει η κ. Δρίτσα, η δημοφιλέστερη υπηρεσία της είναι το babysitting.

Ετσι, αυτή η οικονομικά άνετη γενιά –διαθέτει περιουσιακά στοιχεία 78 τρισ. δολαρίων– ξοδεύει πολύ περισσότερα σε ταξίδια και εστιατόρια από ό,τι η αμέσως προηγούμενη. Οι boomer παππούδες δεν έχουν χρόνο να κρατήσουν τα εγγόνια τους, γιατί ζουν τη ζωή τους. 

Εάν συνυπολογίσει κανείς ότι το κόστος της φύλαξης των μικρών παιδιών έχει τριπλασιαστεί από το 1991, καταλαβαίνει γιατί πολλές οικογένειες βρίσκονται μπροστά σε ένα αδιέξοδο, με αποτέλεσμα οι μητέρες να παίρνουν την απόφαση να εγκαταλείψουν την αγορά εργασίας. Το κόστος για την αμερικανική οικονομία, από τη χαμένη παραγωγικότητα, υπολογίζεται ότι αγγίζει τα 57 δισ. δολάρια τον χρόνο. 

«Στην Ελλάδα οι γιαγιάδες και οι παππούδες νιώθουν ακόμα πολύ ενοχικά. Δεν τολμούν να πουν ότι θα πάνε ένα ταξίδι όταν για παράδειγμα πρέπει να πληρωθεί το φροντιστήριο, ο χορός ή όποια άλλη δραστηριότητα του παιδιού», λέει η Μαρκέλλα Δήμου, εξηγώντας ότι η προηγούμενη γενιά είναι το «μαξιλάρι» που προστατεύει τις οικογένειες από την ακρίβεια.

Η Αρτεμη έχει έναν γιο 12 ετών και πληρώνει γύρω στα 270 ευρώ τον μήνα για ιδιαίτερα μαθήματα, φροντιστήριο αγγλικών και αθλητικές δραστηριότητες. Τα έξοδα του σούπερ μάρκετ για την οικογένεια φτάνουν γύρω στα 500 ευρώ τον μήνα και η ακρίβεια σίγουρα αποτελεί ένα ζήτημα για εκείνη, αφού όποιος έχει αγόρια σε αυτήν την ηλικία ξέρει ότι το ψυγείο του σπιτιού αδειάζει πριν καν προλάβεις να το γεμίσεις.

Το οικονομικό κόστος ήταν ένας σοβαρός παράγοντας στην απόφαση του ζευγαριού να μην κάνει δεύτερο παιδί, όπως και το γεγονός ότι δεν είχαν βοήθεια από τις γιαγιάδες, καθώς αυτές ζουν στην επαρχία, λέει η Αρτεμη. 

Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος της γιαγιάς αλλάζει πλέον και στην ελληνική οικογένεια. «Η γενιά των boomers σίγουρα έφερε μεγάλες αλλαγές διεθνώς και σαφώς επηρέασε και την Ελλάδα. Ας μη ξεχνάμε ότι η Ελληνίδα γιαγιά, είναι συχνά και εργαζόμενη γιαγιά, ο μέσος όρος συνταξιοδότησης δεν αφήνει πολλά περιθώρια στη γιαγιά να συμμετέχει ενεργά στη φροντίδα των εγγονιών της», τονίζει η Λέλα Δρίτσα, managing partner και συνιδρύτρια της Nannuka, μιας online υπηρεσίας μέσω της οποίας οι γονείς μπορούν να βρουν επαγγελματίες για τη φύλαξη του παιδιού, για ιδιαίτερα μαθήματα, για τη φροντίδα του σπιτιού και άλλα. Στα 10 χρόνια λειτουργίας της, η Nannuka μετρά 400.000 μέλη και καλύπτει πάνω από 18.000 ανάγκες οικογενειών τον χρόνο, όμως όπως λέει η κ. Δρίτσα, η δημοφιλέστερη υπηρεσία της είναι το babysitting.

Εχοντας παρακολουθήσει στενά την αγορά αυτή τα τελευταία δέκα χρόνια, η συνιδρύτρια της Nannuka αναγνωρίζει ότι το κόστος φροντίδας και φύλαξης των μικρών παιδιών έχει αυξηθεί και στη χώρα μας. «Υπάρχουν ποικίλοι λόγοι που έχουν οδηγήσει στην αύξηση αυτή. Αρχικά, βλέπουμε και μέσα από την πλατφόρμα μας, επαγγελματίες με πτυχία παιδαγωγικών και εξειδικεύσεις να ασχολούνται με τη φροντίδα παιδιών, επομένως σίγουρα το κόστος επηρεάζεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Η γενικότερη ακρίβεια και το υψηλό κόστος διαβίωσης έχουν οδηγήσει τους επαγγελματίες φροντίδας να μεταβάλουν τις τιμές τους, καθώς το επιβάλλει ο σύγχρονος τρόπος ζωής». 

Ομως μαζί με το κόστος, αλλάζουν και οι καιροί. «Παρατηρούμε σε ορισμένες περιπτώσεις οι γονείς να θέλουν να ακολουθήσουν έναν τρόπο διαπαιδαγώγησης και ανατροφής που δεν ταιριάζει τόσο με τα δεδομένα που έχουν συνηθίσει οι γιαγιάδες να μεγαλώνουν τα παιδιά. Υπάρχουν άλλωστε, συγκρούσεις σχετικά με τα όρια και τη σχέση γιαγιάδων – παιδιών», σημειώνει η κ. Δρίτσα. Ετσι, αν και η Ελληνίδα γιαγιά διατηρεί ακόμα μέσα της την αγάπη να φροντίζει και να είναι ενεργή στη ζωή των εγγονιών της, σίγουρα, ο ρόλος της μεταβάλλεται ανά δεκαετία. «Για παράδειγμα, τα Σαββατοκύριακα ή τα καλοκαίρια των παιδιών τη δεκαετία των ’90s ή και ’00s ήταν συνδεδεμένα με τις επισκέψεις στον παππού και τη γιαγιά και τη διαμονή τους εκεί φυσικά. Σήμερα, δεν το βλέπουμε τόσο συχνά. Ακόμη και η περίοδος του Covid ανέτρεψε τις σχέσεις με τις γιαγιάδες μας. Η απομάκρυνση και ο φόβος κυριάρχησαν», εξηγεί.

Πηγή: https://www.kathimerini.gr/society/562857379/gia-na-megaloseis-ena-paidi-chreiazesai-ena-chorio-kai-233-000-eyro/


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Το κακό δεν είναι πάντα κακό...Εξαρτάται ποιός το κάνει. Όταν το έκανε η ναζιστική Γερμανία ήταν κακό.Τώρα που το κάνει η προοδευτική δύση είναι καλό...
https://www-liveaction-org.translate.goog/news/poll-dutch-majority-assisted-suicide-life-complete/?_x_tr_sl=en&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=wapp