Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

H Φαντασία (Ιερομόναχος π. Ευσέβιος Βίττης)

 ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ(ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ)



Τί εἶναι ἡ φαντασία;

Στὴ διαδικασία ἡδονῆς-ὀδύνης σπουδαῖο ρόλο παίζει καὶ ἡ φαντασία. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἡ φαντασία εἶναι “νοῦ καὶ αἰσθήσεως μεθόριον”Ἡ φαντασία εἶναι ψυχικὴ λειτουργία ποὺ βρίσκεται ἀνάμεσα στὸ νοῦ καὶ στὴν αἴσθηση. Οἱ αἰσθήσεις δημιουργοῦν στὸν ἄνθρωπο “μορφώσεις”, ἐντυπώσεις, μέσα του. Οἱ ἐντυπώσεις αὐτὲς ὀφείλονται μὲν σὲ ὑλικὰ πράγματα καὶ σώματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ οἱ αἰσθήσεις, ἀλλὰ δὲν εἶναι σώματα οἱ ἴδιες (οἱ ἐντυπώσεις), ἂν καὶ εἶναι σωματικές.

Οἱ ἐντυπώσεις προέρχονται οὐσιαστικὰ ὄχι ἀπὸ τὰ σώματα ἁπλῶς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ μορφὴ (τὸ “εἶδος”) ποὺ ἔχουν τὰ σώματα. Οἱ ἐντυπώσεις ὅμως αὐτὲς τῶν αἰσθήσεων στὴν ψυχὴ δὲν εἶναι οἱ μορφὲς τῶν σωμάτων καθʼ ἑαυτές, ἀλλὰ “ἐκτυπώματα αὐτῶν” καὶ “ἐκμαγεῖα”. Εἶναι, ἂν μποροῦμε νὰ ἐκφραστοῦμε ἔτσι, μορφὲς μορφῶν ἢ εἰκόνες μορφῶν, “οἶὸν τινες εἰκόνες ἀχωρίστως χωριζόμεναι τῶν κατὰ τὰ σώματα εἰδῶν”.

Οἱ εἰκόνες τῆς μορφῆς τῶν σωμάτων ὑπάρχουν μὲν καθʼ ἐαυτὲς μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι ἀδιάσπαστα καὶ ἀχώριστα ἑνωμένες μὲ τὶς μορφὲς ποὺ ἐξεικονίζουν γιατί ἀναφέρονται πάντα σʼ αὐτές. Γιὰ τὴν κατανόηση αὐτοῦ τοῦ φαινομένου μᾶς βοηθάει τὸ πῶς βλέπουμε καὶ μάλιστα οἱ εἰκόνες ποὺ βλέπουμε στὸν καθρέφτη. Ἐκεῖ ἔχουμε μία κατʼ ἀντιστοιχία αἰσθητοποίηση αὐτῶν ποὺ συμβαίνουν στὴ διαδικασία ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ ἐδῶ, γιατί ἔχουμε τὸ ἴδιο περίπου φαινόμενο.

Οἱ εἰκόνες ποὺ προσφέρονται στὴν ψυχὴ μέσω τῶν αἰσθήσεων εἶναι ἀνεξάρτητες πιὰ ἀπὸ τὰ σώματα ποὺ ἐξεικονίζουν καὶ καθʼ ἑαυτὲς ἀσώματες, παρὰ τὴν ἐσωτερικὴ σχέση μὲ τὰ εἰκονιζόμενα, ὅπως ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω. Ὁ νοῦς τώρα μὲ τὴ φαντασία ἐπεξεργάζεται τὶς εἰκόνες αὐτὲς μὲ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐπεξεργασίας εἶναι οἱ λογισμοί, οἱ διαλογισμοὶ (=ἐπεξεργασία τῶν λογισμῶν) καὶ οἱ συλλογισμοὶ (=συστηματοποίηση τῶν λογισμῶν-διαλογισμῶν), ἀνεξάρτητα βέβαια ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε ἀξιολόγηση τοῦ περιεχομένου τους, γιατί αὐτὸ εἶναι ἄλλο θέμα. Αὐτὸ ποὺ γίνεται εἶναι διαδικασία ἐπεξεργασίας τοῦ ὑλικοῦ ποὺ παραλαμβάνεται.

Ἡ ποιότητά του εἶναι κάτι ποὺ θὰ ἀξιολογηθεῖ ἀργότερα. Ὁ καρπός, τῆς διεργασίας αὐτῆς μπορεῖ νὰ εἶναι ἀρετές, κακίες, σωστὲς ἢ μὴ σωστὲς ἀπόψεις. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει ἀξιολογικὰ μία ἐπιφύλαξη, δὲν ἀποτελεῖ ὅμως ὁ πλοῦτος τῶν ἐντυπώσεων τῶν αἰσθήσεων τὴ μόνη πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλεῖ ὁ νοῦς τὸ ὑλικὸ ποὺ θὰ ἐπεξεργασθεῖ. Ὑπάρχουν πράγματα ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποπέσουν στὴν ἀντιληπτικὴ διαδικασία τῶν αἰσθήσεων γιατί τὶς ξεπερνοῦν. Ἑπομένως δὲν μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε στὴ φαντασία μας τὴν ἀρχὴ κάθε ἀλήθειας ἢ πλάνης, κάθε ἀρετῆς ἢ κακίας.

Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ καὶ δημιουργεῖ κατάπληξη στὸν παρατηρητὴ εἶναι ἐτοῦτο· πῶς ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ καὶ παροδικά, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ συνεχῶς ἀλλοιούμενα καὶ μεταμορφωνόμενα πράγματα δημιουργεῖται στὴν ψυχὴ πλῆθος μόνιμων στοιχείων, ὅπως εἶναι τὸ κάλλος, τὸ αἶσχος, ὁ πλοῦτος, ἡ πτωχεία, ἡ δόξα, ἡ ἀδοξία καὶ γενικὰ τὸ “νοητὸν φῶς”, πρόξενο ζωῆς αἰωνίου ἢ τὸ νοητὸ σκοτάδι, πρόξενο κολασμῶν.

Ἡ φαντασία ἀποτελεῖ, πάντα κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, ὄχημα τοῦ νοῦ πρὸς τὶς αἰσθήσεις καὶ ἡ ἐπαφὴ τοῦ νοῦ μὲ τὶς αἰσθήσεις γεννάει τὴν “σύμμεικτον γνῶσιν”. Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ ἀντιληπτό, μᾶς βοηθάει ἡ παρακολούθηση ἑνὸς φυσικοῦ φαινομένου, ἡ δύση τοῦ ἡλίου καὶ ἡ ταυτόχρονη παρουσία τῆς σελήνης. Κάθε μέρα ποὺ περνάει, ἡ σελήνη παρουσιάζεται περισσότερο φωτεινή, ἕως ὅτου φτάση ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπʼ τὸν ἥλιο, ὅποτε φωτίζεται ὁλόκληρη. Ὅσο ὅμως ἀρχίζει νὰ κάνη τὴν ἀντίθετη κίνηση, ἀπομακρυνόμενη ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτό, τόσο μειώνεται ὁ φωτισμός της. Οἱ εἰκόνες ἐντούτοις τῶν προηγούμενων ἡμερῶν ὑπάρχουν ἐναποτεθειμένες στὸ νοῦ. Ἔχοντας ὁ νοῦς κάθε φορά ζωντανὴ τὴν ἄμεση ἐντύπωση ἀπὸ τὴν παρατήρηση ποὺ ἔκανε σὲ δεδομένη στιγμή, κατανοεῖ καὶ τὶς προηγούμενες ἐντυπώσεις ποὺ εἶναι ἤδη κατατεθειμένες μέσα του. Ἡ γνώση αὐτή, ὅπως καὶ ὅποια ἄλλη ἀντίστοιχή τους, εἶναι προϊὸν ἐπὶ μέρους ἐντυπώσεων καὶ κατανοήσεων ποὺ ἔχουν συγκεντρωθεῖ ἀπὸ συνεργασία αἰσθήσεων-φαντασίας-νοῦ.

II. Φαντασία καὶ νόηση – μέρη τῆς φαντασίας

Οἱ ὅσιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι ὑπογραμμίζουν τὴ διαφορὰ φαντασίας καὶ νοήσεως. Ὁ χαρακτήρας τους διαφέρει θεμελιωδῶς. Ἡ νόηση εἶναι ἐνέργεια θετικὴ καὶ δημιουργικὴ (“ποίησις”). Ἡ φαντασία ἀντίθετα εἶναι παθητικὴ λειτουργία καὶ “τύπωσις ἀναγγελτικὴ αἰσθητοῦ τινὸς ἢ ὡς αἰσθητοῦ τινός”. Ἡ φαντασία ἐντούτοις ὑπάγεται στὸ ἀντιληπτικό τῆς ψυχῆς. Στὴ φαντασία μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὰ ἑξῆς μέρη (“μοίρας”).

α) “Τὴν τῶν ἀντιλήψεων εἰκονιστικὴν (μοίραν) πρὸς τὰ ποιοῦντα αἰσθητὴν τὴν ἀντίληψιν”. Τὸ τμῆμα αὐτὸ τῆς φαντασίας μετατρέπει σὲ εἰκόνες ὅ,τι ὁδηγεῖται σʼ αὐτὸ διὰ μέσου τῶν αἰσθήσεων.

β) “Τὴν ἐκ τῶν μενόντων ἐγκαταλειμμάτων ἀπὸ τούτων ἀποτυπωτικὴν (μοίραν) τὴν μὴ ἔχουσαν ἐπηρεισμένας ἐπὶ τί τὰς εἰκόνας, ἥν καὶ ἰδίως φανταστικὴν καλοῦσι”. Τὸ τμῆμα αὐτὸ τῆς φαντασίας ἔχει ὡς ἔργο τὴν ἀναπαράσταση (“ἀνατύπωσιν”) καὶ παρουσίαση τῶν εἰκόνων μὲ βάση τὸ ἤδη κατατεθειμένο στὴ φαντασία ὑλικὸ καὶ δὲν στηρίζεται πιὰ σὲ νέες ἐντυπώσεις. Τὸ μέρος αὐτὸ τῆς φαντασίας εἶναι ἱκανὸ νὰ δημιουργεῖ καινούργιες εἰκόνες ἀπὸ ἤδη προϋπάρχουσες.

γ) Τὸ τρίτο μέρος τῆς φαντασίας εἶναι ἐκεῖνο, στὸ ὁποῖο κάθε ἡδονὴ καὶ εἰκόνα ἡδονῆς (λογισμὸς = φαντασία ἐν τῷ νῷ αἰσθητοῦ τινὸς πράγματος) ἑδράζεται γιὰ ὅ,τι θεωρεῖται εὐχάριστο καὶ καλό, καὶ λύπης γιὰ ὅ,τι θεωρεῖται δυσάρεστο καὶ κακό. Κατὰ τοὺς ἁγίους αὐτοὺς Πατέρες ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ λύπη ἔχουν ἰδιαίτερη περιοχὴ στὴ φαντασία, ὅπου παίζουν τὸν πρωτεύοντα ρόλο τους, γιατί εἶναι γεγονὸς πὼς τόσο ἡ ἡδονὴ ὅσο καὶ ἡ ὀδύνη ἐπηρεάζονται ἀμεσώτατα ἀπὸ τὴ φαντασία, ἀλλὰ καὶ ἐπηρεάζουν τὸ ἴδιο ἄμεσα τὴ φαντασία.

III. Φαντασία καὶ αἰσθήσεις

Γιὰ τὴ σχέση αἰσθήσεων καὶ φαντασίας καθὼς καὶ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους σὲ ἀντιπαράθεση μεταξύ τους μᾶς μιλάει κατὰ τὴν πατερικὴ ἀντίληψη ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ “Συμβουλευτικὸν ἐγχειρίδιόν” του. Περίληψη αὐτῆς τῆς περιγραφῆς παραθέτουμε ἀμέσως στὴ συνέχεια.

α) Οἱ αἰσθήσεις ἐνεργοῦν μόνο ὅταν εἶναι παρόντα τὰ αἰσθητὰ πράγματα. Ἡ φαντασία λειτουργεῖ καὶ χωρὶς τὴν παρουσία αἰσθητῶν πραγμάτων καὶ ὅταν παύει κάθε αἰσθητηριακὴ ἀντίληψη.

β) Ἡ φαντασία μπορεῖ νὰ ἐρεθίσει καὶ νὰ ὠθήσει τὶς αἰσθήσεις γιὰ νὰ πραγματοποιήσουν μία ἐνέργεια π.χ. πού θὰ προκαλέσει ἡδονή, ὥστε νὰ τὴν ἀπολαύσει καὶ πρακτικά.

γ) Ἡ φαντασία κινεῖται πολὺ πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις καὶ μπορεῖ νὰ κινητοποιήσει τὴν καρδιά, ὥστε νὰ πραγματοποιήσει συνδυασμοὺς ποὺ αὐτὴ (ἡ φαντασία) κάνει.

δ) Ἡ φαντασία κατὰ κάποιο τρόπο “ὑποστατικοποιεῖ” καὶ προβαίνει σὲ “ἐξεικονισμὸν” τῶν διαφόρων αἰσθημάτων, δηλαδὴ τῶν ἐντυπώσεων ποὺ δέχεται διὰ μέσου τῶν αἰσθήσεων. Γιʼ αὐτὸ καὶ ἡ ἐνέργεια τῆς φαντασίας ἀποτελεῖ δυνατὴ ὤθηση γιὰ τὴν πραγμάτωση αὐτοῦ ποὺ μέσα της ἐξεικονίζει. Καὶ ὅσο πιὸ πολὺ ἐπιθυμεῖ κανένας κάτι, τόσο καὶ πιὸ πολὺ ἐναργὴς καὶ ζωηρὴ γίνεται ἡ εἰκόνα του μέσα στὴ φαντασία καὶ ἀντίστροφα.

ε) Οἱ αἰσθήσεις διαβιβάζουν ἁπλῶς ὅ,τι δέχονται γιὰ διαβίβαση. Ἡ φαντασία ἐπεξεργάζεται τὸ ὑλικὸ ποὺ τῆς ἀποστέλλεται διὰ μέσου τῶν αἰσθήσεων.

στ) Ἡ φαντασία δύσκολα ἐξαλείφει εἰκόνες ποὺ ἀποτυπώνονται σʼ αὐτὴν διὰ μέσου τῶν αἰσθήσεων.

ζ) Ἡ φαντασία, τέλος, δημιουργεῖ μέσα της εἰκόνες ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ἀπὸ τὸ τίποτε, μὲ ἐπεξεργασία αἰσθημάτων καὶ ἐντυπώσεων ποὺ τῆς ἔστειλαν οἱ αἰσθήσεις, εἴτε μὲ προσθῆκες εἴτε μὲ ἀφαιρέσεις, εἴτε μὲ συνδυασμοὺς τῶν στοιχείων ποὺ διαθέτει καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ ἐγρήγορση καὶ ὅταν κοιμᾶται καὶ ὀνειρεύεται. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου ἡ φαντασία συνεχίζει τὴ δραστηριότητά της καὶ δημιουργεῖ τὰ γνωστά μας ὄνειρα, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ εἰκόνες συνήθως μεταπλασμένες καὶ μεταμορφωμένες, ἀνάξιες προσοχῆς.

IV. Φαντασία καὶ ἡδονὴ

Ὁ ρόλος τῆς φαντασίας στὸ ζήτημα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ ἐδῶ εἶναι κεντρικός. Ἡ φαντασία εἶναι ἐκείνη, πού, ὅπως ἀναφέρθηκε, ὠθεῖ στὴν ἀπόλαυση τῆς ἡδονῆς καὶ διὰ μέσου της στὴν ἁμαρτία. Γιʼ αὐτὸ καὶ τονίζεται μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες ἡ σημασία της ὡς πρὸς τὸ θέμα μας.

Οἱ ὅσιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι χαρακτηρίζουν τὴ φαντασία ὡς “ποικιλόμορφον” σὰν τὸ μυθικὸ Δαίδαλο καὶ “πολυκέφαλον” σὰν τὴ μυθικὴ Ὕδρα καὶ “οἶὸν τι γέφυραν τῶν δαιμόνων”, γιατί διὰ μέσου της ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καθιστοῦν, ἂν τοὺς ἀποδεχθεῖ, “σίμβλον κηφήνων” (κυψέλη κηφήνων) καὶ “ἐννοιῶν ἀκάρπων καὶ ἐμπαθῶν οἰκητήριον”.

Μὲ τὴ φαντασία εἶναι πολὺ εὔκολη ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία πρῶτα ὡς συγκατάθεση καὶ ἔπειτα ὡς πράξη. Γιʼ αὐτὸ παρατηρεῖ σχετικὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος:

“Ὅπως τὸ σῶμα ἔχει γιὰ κόσμο του τὰ πράγματα, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ἔχει γιὰ κόσμο του τὰ νοήματα, δηλαδὴ τὶς εἰκόνες ποὺ σχηματίζει μέσα του. Καὶ ὅπως τὸ σῶμα πραγματοποιεῖ τὴν πορνεία μὲ τὸ σῶμα τῆς γυναίκας, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς πραγματοποιεῖ τὴν πορνεία μὲ τὴν ἔννοια τῆς γυναίκας, δηλαδὴ μὲ εἰκονική της παράσταση μέσα του. Βλέπει δηλαδὴ τὴν εἰκόνα τοῦ δικοῦ του σώματος νὰ προβαίνει σὲ μείξη μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ γυναικείου σώματος κατὰ διάνοιαν. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀποκρούει μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ σώματός του κατὰ διάνοιαν τὴ μορφὴ ἐκείνου ποὺ τὸν λύπησε. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ἀλλὰ ἁμαρτήματα. Αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ διαπράττει ἐνεργῶς τὸ σῶμα στὸν κόσμο τῶν πραγμάτων, αὐτὸ κάνει καὶ ὁ νοῦς στὸν κόσμο τῶν νοημάτων, δηλαδὴ μὲ τὴ φαντασία του”.

Καὶ ἀλλοῦ ὑπογραμμίζει ὁ ἴδιος· “ὁ νοῦς διὰ τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων ἁμαρτάνει” καὶ ἐννοεῖ τὶς εἰκόνες ποὺ σχηματίζονται στὴ φαντασία.

Θεωρεῖται τόσο σημαντικὴ ἡ κυριαρχία τοῦ νοῦ πάνω στὴ φαντασία καὶ ἡ τέλεια χειραγώγησή της ἀπὸ τὴν πατερικὴ διδαχή, ὥστε μᾶς λέει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὴ οὔτε ἡ καθαρὰ προσευχὴ οὔτε ἡ ἀπάθεια χωρὶς αὐτὴν τὴν κυριαρχία. Μὲ τὴν ἀπάθεια ἐννοεῖται, ὅπως καὶ ὁ ὅρος δηλώνει πρωταρχικά, ἡ ἐλευθερία τοῦ νοῦ ἀπὸ κάθε πάθος. Πραγματικὴ προσευχὴ εἶναι ἡ προσευχὴ ἐκείνη ποὺ γίνεται “ἀφαντάστως, ἀσχηματίστως, ἀδιατυπώτως, ὅλως ὅλῳ νοΐ καθαρῷ καὶ ψυχὴ καθαρά”. Καὶ τέλεια ἀπάθεια εἶναι ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία πετυχαίνεται “καὶ αὐτῆς τῆς ψιλῆς φαντασίας παντελὴς κάθαρσις”. Ἀμόλυντος νοῦς εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἀπαλλαγμένος καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἁπλὴ εἰκόνα μέσα στὴ φαντασία κάποιου πάθους ἢ κάποιας ἁμαρτίας. Τότε ἰσχύει “ἡ κατὰ διάνοιαν πάντων τῶν παθῶν τελεία ἀπόθεσις” “οὐκ ἔχουσα τὰς φαντασίας τῶν αἰσθητῶν εἰδοποιοῦσας αὐτὴ τῶν παθῶν τὰς εἰκόνας” (ἡ τέλεια ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴ διάνοια ὅλων τῶν ἐντυπώσεων τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων ποὺ δίνουν μορφὴ στὰ πάθη καὶ τὰ αἰσθητοποιοῦν, αὐτὸ σημαίνει τέλεια ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν κατάσταση κυριαρχίας παθῶν μέσα στὴν ψυχή). Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δὲν ἔχει πιὰ θέση ἡ ἡδονὴ στὴ διάνοια καὶ εἰδικώτερα στὴ φαντασία καὶ ἑπομένως καμιὰ δύναμη γιὰ νὰ σπρώξει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία μέσω τῆς φαντασίας.


Ο ΓΚΡΕΜΟΣ ΣΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΜΑΣ ΟΔΗΓΗΣΕ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΚΕΦΑΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΕΛΗΞΕ ΣΤΗΝ ΓΝΩΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ.

Bishopoque
(…και εκ του Υιού … και εκ του Επισκόπου!)

Ο κ. Ζηζιούλας εμβάθυνε όσο μπορούσε περισσότερο, στις έσχατες συνέπειές του, το πρωτόλειο Filioque και βρήκε το αληθινό Δόγμα της νέας πίστεως! Το Bishopoque!

«1. Η επισκοπική προεδρεία της Θείας Ευχαριστίας είναι το κύριο και κατ’ εξοχήν έργο του Επισκόπου. Από την ιδιότητα του αυτή «πηγάζει όλη η εξουσία του Επισκόπου, όχι μόνον η αγιαστική αλλά και η λεγόμενη διοικητική». Έτσι ο Επίσκοπος «έχει ως κύριον έργον του πρωταρχικόν να ηγείται της Θείας Ευχαριστίας, όλα τα άλλα έργα του είναι δευτερεύοντα» (σ. 5).

2. Ο Επίσκοπος, συνεπώς, «όταν διοικεί, δεν ασκεί διοίκησιν, αλλά προεκτείνει σε όλους τους τομείς της ζωής της Εκκλησίας τη χάρη και την ευλογία της Θείας Ευχαριστίας, της οποίας προΐσταται». «Όλα στην Εκκλησία γίνονται με την ευλογία του Επισκόπου», εφ’ όσον ο Επίσκοπος «είναι προεστώς της Θείας Ευχαριστίας» (σ. 6).

3. Ο Επίσκοπος εικονίζει, ως προεστώς της Εκκλησίας, «τον Βασιλέα Χριστόν όπως θα έλθει στη Βασιλεία του», με λαμπρότητα και ακτινοβολία!

4. Η Θεία Λειτουργία είναι εντελώς αδιανόητος χωρίς την έννοια του εικονισμού. Αλλά όταν λέμε ότι ο Επίσκοπος στη Θεία Ευχαριστία είναι εικών του Χριστού, «δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε αυτό, διότι χάσαμε πλέον τη γλώσσα της εικόνος της εκκλησιαστικής ζωής» (σ. 7).

5. Πάντως, εφ’ όσον «ο Επίσκοπος είναι εικών του Χριστού, δεν μπορούμε να παρακάμψουμε την εικόνα του και να πάμε απευθείας στο πρωτότυπο … Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να προσευχόμαστε στον Χριστό (σημείωση: απ’ ευθείας), αλλά πρέπει να παρεμβάλλεται η εικόνα του Επισκόπου» (σ. 7). «Υπάρχουν βέβαια ακόμη πολλοί που βλέπουν στο πρόσωπο του Επισκόπου τον ίδιο τον Χριστό, αλλά ο αριθμός τους μειώνεται διαρκώς και χάνεται η εικονολογική αντίληψη των δρωμένων της Θείας Ευχαριστίας» (σ. 8).

6. «Εάν η επικοινωνία μας με τον Θεό παρακάμπτει τον άνθρωπο (Επίσκοπο), τότε η επικοινωνία αυτή πραγματοποιείται μέσω της φαντασίας» (σ. 9).[ΔΙΟΤΙ ΟΚΥΡΙΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΧΕΙ ΑΝΑΛΗΦΘΕΙ]

7. «Το μνημόσυνο του Επισκόπου κατά τη Θεία Λειτουργία αποτελεί το πλέον καίριο στοιχείο, που αναδεικνύει τη Θεία Ευχαριστία επισκοποκεντρικό γεγονός στην ζωή της Εκκλησίας» (σ. 10).

8. «Το γεγονός ότι ο ιερεύς, όταν πρόκειται να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία, λαμβάνει καιρόν … και από τον θρόνο του Επισκόπου, έστω και αν είναι κενός, δείχνει ότι και όταν ακόμη δεν λειτουργεί ο Επίσκοπος, αυτός είναι το κέντρο της Θείας Ευχαριστίας» (σ. 10).»

Δεν υπάρχουν σχόλια: