Συνέχεια από: Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024
Το πατερικό ομοούσιο, αποδίδοντάς μας στην πληρότητά του το πραγματικό σχήμα της πατερικής τριαδολογίας και υπομνηματίζοντας απαράμιλλα την ανθρωπολογία (ως πληρωμα της νέας περί φύσεως πατερικής θεολογίας που θέλει την φύση ζωτική και δια-λογική υπαρξιακή αρχή και όχι απλή αφαίρεση) αποτελεί, στην πραγματικότητα, αναγκαίο ζητούμενο όχι μόνον της νεώτερης θεολογίας αλλά και μεγάλου μέρους της σύγχρονης φιλοσοφίας. Ελπίζω να μην παρανοηθεί τόσο πολύ η παρούσα εργασία, ώστε να θεωρηθεί ότι παραμερίζει το πρόσωπο για χάρη της προκρίσεως ή «προηγήσεως» της ουσίας. Εγχείρημά μου είναι η προσπάθεια αναδείξεως του ενουσίου εαυτού με την καθολική, ενούσια πλην εκστατική, διάνοιξή του προς την διά του ομοουσίου ομοίωσή του προς τον Θεό. Προτιμώ επεξηγηματικά τον όρο εαυτός, κατά καιρούς, όχι για να υποκαταστήσω τον πατερικό;;; όρο πρόσωπο, αλλά για να αντιδιαστείλω την τρέχουσα οντολογικοποιημένη έννοια του προσώπου από την έννοια του ενουσίου υποστατικού Είναι, όπου η φύσις είναι ήδη υπαρξιακή οδός και όχι απλώς «κατεχόμενο» ή «συγκεφαλαιούμενο» αφηρημένο άθυρμα. Με τον τρόπο αυτό σοφιζόμαστε προς το ομοούσιο, αντί να εξιστάμεθα αν-ουσίως και ατελεσφόρως. Βεβαίως ο όρος εαυτός είναι επίσης φορτισμένος με αρνητικό «ουσιοκρατικό» (φιλοσοφικό και ψυχολογικό) περιεχόμενο. Τον χρησιμοποιούμε μόνο για να εκφράσουμε την προτίμησή μας προς το απολύτως συγκεκριμένο και κατά φύση ακέραιο και όλον υποστατικό ον, ερμηνεύοντας έτσι την πατερική περί προσώπου παράδοση. Για την οποία έχει δίκιο, νομίζω, ο Lossky, όταν λέγει πως εντός της δεν υπάρχει, όσο κι αν ψάξει κανείς, μια expressis verbis διδασκαλία περί ανθρωπίνου πλέον προσώπου, όμοια με την σήμερα αυτονοήτως περιγραφόμενη· αυτό δεν σημαίνει όμως, όπως διάφοροι φονταμενταλιστές ίσως νομίζουν, πως δεν συνάγεται από το σύνολό της μια σαφής περί ενουσίου υποστατικού εαυτού ή προσώπου θεολογία. Μόνο που πρέπει να την δούμε κατ' αρχήν στο δικό της ιδιαίτερο πλαίσιο, και κυρίως να ελέγξουμε απροκατάληπτα τις πηγές των κριτηρίων μας. Διότι η απλή έμπνευσή μας από τις φιλοσοφικές και λοιπές αναζητήσεις της εποχής, όσο αναγκαία κι αν είναι, είναι καλό να συμπορευθεί και με μία διόρθωση των ίδιων των αιτημάτων της, ώστε να μην οδηγηθούμε σε μια εν μέρει συμμόρφωση προς τα κριτήριά της.
Πράγματι, πίσω από το συγκλονιστικό σύγχρονο αίτημα περί αυτόνομης οντολογίας της υπάρξεως, ως προσδιορισμού του κόσμου στον εαυτό, κρύβεται και η τραγική αλήθεια, όπως φάνηκε ήδη, της αδυναμίας συναγωγής και εν ταυτώ πραγματικής προσλήψεως του όλου του Είναι (είτε στον Kierkegaard, είτε στον Berdiaeff, είτε στον Levinas, είτε στον Sartre - ο Heidegger είναι ο μόνος που το κατάλαβε αυτό, και τούτο προκάλεσε την περίφημη, μετά το «Είναι και Χρόνος», Στροφή (Kehre) της σκέψεώς του προς την σκέψη του Είναι· είναι αυτός ο λόγος άλλωστε για τον οποίο αρνιόταν την Ενταξή του στον υπαρξισμό). Είναι νομίζω ιδιαιτέρως αξιοσημείωτο το γεγονός πως η ορθόδοξη θεολογία διαθέτει τον πλούτο και την δυνατότητα όχι μόνο να δικαιώσει αλλά και διορθώσει ό,τι, εντός του ευρύτερου χώρου του δυτικού υποκειμενισμού, αποτελεί μονομέρεια και πόλωση. Μια σειρά θετικών βημάτων μεγάλης σημασίας έχει γίνει ήδη στο θέμα αυτό. Το ίδιο κατ' αρχήν το γεγονός της αναδύσεως αυτών των προβληματισμών περί προσώπου σε σχέση με τον σύγχρονο στοχασμό είναι ανυπολόγιστης σημασίας για την θεολογία και τον κόσμο. Το άλλο πολύ σημαντικό βήμα είναι η εκκλησιολογική θεμελίωσή του, τόσον όσον αφορά την «προσωπική» δομή της Εκκλησίας υπό τον επίσκοπο, όσο και την σύνδεσή του με την θεολογία των μυστηρίων αλλά και την ορθόδοξη ασκητική, ως οντολογικό της έρεισμα ταυτόχρονα και έργο. Η τριαδολογική και ιδίως η χριστολογική διερεύνηση του προσώπου απέδωσε ήδη σημαντικούς καρπούς. Η πατερική θεολογική θέση περί αιτιότητος στην Αγία Τριάδα, ως μοναρχία του Πατρός, είναι μια πολυσήμαντη διδασκαλία και μας οδηγεί εκτός της παραδόσεως του φιλοσοφικού περσοναλισμού μόνον εφ' όσον συνδεθεί με την θεολογία του ομοουσίου στο σημείο αυτό βεβαίως νομίζω πως πρέπει να ξανασκεφθούμε την διαφορά μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού τριαδολογικού «περσοναλισμού» ως διαφορά επίσης κατανοήσεως και ερμηνείας του ομοουσίου. Μια βουλησιοκρατική, αυγουστίνεια πρόσληψή του έχει ως συνέπεια την έμμεση συρρίκνωση των προσώπων, όπως τουλάχιστον έδειξε η δική μας έρευνα σ' αυτό το βιβλίο, ενώ μια «κενωτική», «χωρητική» αντίληψη του ομοουσίου, όμοια μ' αυτή των Καππαδοκών και του Μαξίμου Ομολογητή αποτελεί πραγματικό θεμέλιο (όχι μιάς οντολογικοποιήσεως αλλά) μιάς πραγματικής και όλως διάφορης οντολογίας του προσωπικού ενούσιου Είναι. Οι χριστολογικές επισημάνσεις άλλωστε ομοίως συνθέτουν μιάν υπερβαίνουσα τον υπαρξισμό και τον υποκειμενισμό ανθρωπολογία, εφ' όσον μάλιστα συνδεθούν με την νέα περί θελήσεως θεολογία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή. Σε κάθε περίπτωση μια νέα περί ουσίας αντίληψη υποστηρίζει την πατερική περί προσώπου διδασκαλία και είναι θεμελιωδώς έτσι που εξερχόμαστε ριζικά από την οιαδήποτε φιλοσοφία της υπάρξεως, διορθώνοντάς την.
Ο πειρασμός επίσης του ιστορικισμού, δεμένος, όπως έδειξε ο Popper, μ' αυτόν του ολοκληρωτισμού, χρειάζεται ιδιαζόντως λεπτή αντιμετώπιση. Και πάλι, όπως δείξαμε, η πατερική περί ομοουσίου προσώπου διδασκαλία (όπως και η περί θελήσεως) μπορούν να ανοίξουν νέους δρόμους. Οφείλουμε πολλές χάριτες στον Σ. Ράμφο για την τόσο έντονη ανάδειξη του προβλήματος της ιστορικής παρουσίας του νέου ελληνισμού. Το θέμα πάντως είναι μεγάλο και θα πρέπει να αφιερωθεί σ' αυτό, στον πιθανό δηλαδή τρόπο χρήσεως του ομοουσίου σε μια ορθόδοξη φιλοσοφία ή θεολογία της ιστορίας, ξεχωριστή ειδική πραγματεία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου