Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Το οντολογικό πρόβλημα στην πατερική παράδοση - Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου (8)

 Συνέχεια από: Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

Το οντολογικό πρόβλημα στην πατερική παράδοση

Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου


5. Ὀντολογία τοῦ ἀνθρώπου

β. Ὀντολογία τῆς ψυχῆς 

Ἀναφερόμενοι εἰδικώτερα στὴν ὀντολογία τῆς ψυχῆς, πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ ψυχὴ γιὰ τοὺς Πατέρες εἶναι ἄυλη καὶ ἀσώματη οὐσία, δημιουργημένη ταυτόχρονα μὲ τὸ σῶμα καὶ ἑπομένως κτιστὴ κατὰ τὴ φύση της. Ἂν τὸ σῶμα ὡς ὑλικὸ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ θρεπτικὴ καὶ αὐξητικὴ δύναμη, ἡ ψυχὴ ὡς ἄυλη καὶ ἀσώματη χαρακτηρίζεται ἀπὸ ζωτικὴ καὶ κινητικὴ δύναμη, ποὺ ἐκδηλώνεται τόσο μὲ τὴ ζωοποίηση καὶ τὴν κινητοποίηση τοῦ σώματος, ὅσο καὶ μὲ τὴν αἰσθητικὴ καὶ λογικὴ δύναμη ποὺ διαθέτει ἡ ἴδια, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ ἀντιλαμβάνεται διὰ τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ νοῦ του τὸν κόσμο ποὺ τὸν περιβάλλει14. 

Στρεφόμενοι κυρίως κατὰ τοῦ Ἀπολιναρίου, ὁ ὁποῖος, ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς νεοπλατωνικῆς ἀνθρωπολογίας, γιὰ νὰ θεμελιώσει τὴ χριστολογικὴ κακοδοξία του διασποῦσε τὴν ψυχὴ σὲ λογικὸ μέρος (νοῦς-πνεῦμα) καὶ ἄλογο μέρος (ψυχή), οἱ Πατέρες τονίζουν, ὅπως εἴδαμε, ἐμφατικὰ τὴν ἑνότητα τῆς ψυχῆς. Ὡστόσο, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν πλατωνικὴ ψυχολογία, ποὺ ἦταν εὐρύτατα διαδεδομένη στὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τῆς ἐποχῆς τους, κάνουν λόγο γιὰ τὴν τριμερῆ διαίρεση τῆς ψυχῆς σὲ λογι(στι)κό, θυμοειδὲς καὶ ἐπιθυμητικὸ15 ἢ γιὰ λογικὸ μέρος, ποὺ εἶναι ἡγεμονικὸ καὶ αὐτεξούσιο, καθὼς καὶ γιὰ ἄλογο ἢ παθητικὸ μέρος, στὸ ὁποῖο ἀνήκουν τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ ἐπιθυμητικό, χωρὶς ὡστόσο νὰ θίγεται οὔτε στὸ ἐλάχιστο ἡ ἑνότητά της16. 

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ διευκρινίσουμε ὅτι, καίτοι οἱ Πατέρες εἶναι ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν πλατωνικὴ ψυχολογία ὅσον ἀφορᾶ τὴν τριμερῆ διαίρεση τῆς ψυχῆς, ὡστόσο διαφοροποιοῦνται ριζικὰ ἀπὸ τὸν Πλάτωνα ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ γι’ αὐτοὺς εἶναι ἀθάνατη ὄχι «φύσει», ὅπως δέχεται ὁ Πλάτων, ἀλλά «κατὰ χάριν». Κατὰ φύσιν ἡ ψυχὴ γι’ αὐτοὺς εἶναι θνητή, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ κτιστὰ ὄντα. Ἂν παραμένει στὸ εἶναι μετὰ θάνατον, αὐτὸ δὲν τὸ ὀφείλει σὲ κάποια δική της ἀνεξάρτητη φυσικὴ ἱκανότητα, ἀλλὰ στὴ βούληση καὶ τὴ χάρη τοῦ δημιουργοῦ της17. Ἂν ἤθελε ὁ Θεός, θὰ μποροῦσε καὶ αὐτὴ νὰ παύσει νὰ ὑπάρχει18. Ἄλλωστε ὁ Θεὸς εἶναι κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ὁ «μόνος ἔχων ἀθανασίαν»19. Ὁτιδήποτε λοιπὸν κτιστὸ εἶναι γιὰ τοὺς Πατέρες κατὰ φύση θνητό. Ὅπως πολὺ χαρακτηριστικὰ τονίζει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «Τῶν μὲν γὰρ γενητῶν ἡ φύσις, ἅτε δὴ ἐξ οὐκ ὄντων ὑποστᾶσα, ῥευστή τις καὶ ἀσθενὴς καὶ θνητὴ καθ’ ἑαυτὴν συγκρινομένη τυγχάνει»20. Κατὰ συνέπεια τὸ θέμα τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς στὴν ὀρθόδοξη παράδοση δὲν πρέπει νὰ νοεῖται μὲ τὴν πλατωνικὴ σημασία ἀλλὰ μὲ τὴ βιβλικὴ καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τῶν συνεπειῶν τῆς ὀντολογικῆς διακρίσεως κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. 

Καίτοι ὅμως οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν τριμερῆ διαίρεση τῆς ψυχῆς, ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει γι’ αὐτούς, ὅπως εἶναι φυσικό, τὸ λογικὸ καὶ αὐτεξούσιο μέρος ποὺ συνιστᾶ ὄχι μόνο τὴν εἰδοποιὸ διαφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα, ἀλλὰ κυρίως καὶ κατ’ ἐξοχὴν τό «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.

«Τὸ μὲν γὰρ κατ’ εἰκόνα τὸ νοερὸν δηλοῖ καὶ αὐτεξούσιον», τονίζει ἐπιγραμματικὰ ὁ Ἰω. Δαμασκηνός21, συνοψίζοντας ἐν προκειμένῳ τὴν προγενέστερη πατερικὴ παράδοση. Τό «νοερόν», δηλαδὴ ὁ νοῦς, ἀποτελεῖ τὸ ὄργανο μὲ τὸ ὁποῖο προίκισε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ σκέπτεται καὶ νὰ ἀποφασίζει, προτοῦ προβεῖ σὲ ὁποιαδήποτε πράξη22, ἐνῶ τό «αὐτεξούσιον», ποὺ ὡς ὅρος προέρχεται ἀπὸ τὴ στωικὴ καὶ τὴ νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία23, εἶναι ἡ φυσικὴ ἐκείνη κίνηση τοῦ νοῦ, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζει τὸ θέλημά του λογικὰ καὶ ἐλεύθερα24. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι γιὰ τοὺς Πατέρες ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου δὲν νοεῖται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ λογικὴ ἰδιότητα ποὺ χαρακτηρίζει τὴ βούλησή του, γιατὶ χωρὶς λογικὴ δὲν ὑπάρχει ἐλευθερία. «Ἐλεύθερον γάρ τι καὶ αὐτεξούσιον τὸ λογικόν», σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Νεμέσιος Ἐμέσης25. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὄχι μόνο ὁ νοῦς θεωρεῖται γι’ αὐτοὺς ἄρρηκτα συνδεδεμένος μὲ τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐλεύθερη βούληση δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν νοῦ. Μόνον ὡς λογικὴ ἔφεση μπορεῖ νὰ ἔχει ὑπόσταση. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτοὺς νοῦς ἄβουλος καὶ βούληση ἄλογη. Ὁ νοῦς εἶναι βουλητικὸς καὶ ἡ βούληση λογική. Μεταξύ τους ὑπάρχει μία ἀδιάσπαστη ὀντολογικὴ ἑνότητα ποὺ ἀνταποκρίνεται στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου26. 

Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ ὀντολογικὴ αὐτὴ ἑνότητα νοῦ καὶ βουλήσεως, λογικοῦ καὶ αὐτεξουσίου, δὲν ἀποτελεῖ ἐπινόηση τῶν Πατέρων, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Καὶ γιὰ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη, καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴ στωική, τὸ λογικὸ δὲν ἐπιτελεῖ μόνο μία ἐσωτερικὴ νοητικὴ λειτουργία, ὡς ἐνδιάθετος λόγος, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ τὴ βουλητικὴ προσδιοριστικὴ αἰτία τῶν γινομένων, ὅταν ἐκδηλώνεται πρὸς τὰ ἔξω ὡς πράξη, ὡς πρακτικὸς ἢ ποιητικὸς λόγος27. Καὶ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ δηλαδὴ φιλοσοφία τὸ λογικὸ εἶναι πάντοτε βουλητικὸ καὶ ἡ βούληση λογική. Ὅπως πολὺ χαρακτηριστικὰ ὑπογραμμίζει ὁ νεοπλατωνικὸς φιλόσοφος Πλωτῖνος, ἐπὶ τῇ βάσει ἀσφαλῶς τῶν δικῶν του φιλοσοφικῶν προϋποθέσεων, «ἐν νῷ μόνῳ νοοῦντι τὸ αὐτεξούσιον»28. 

Ἐξάλλου τὴν ὀντολογικὴ αὐτὴν ἑνότητα μεταξὺ νοῦ καὶ βουλήσεως μποροῦμε νὰ τὴν ἐντοπίσουμε καὶ μέσα στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ποὺ εἶναι, ὡς γνωστόν, ἐντονώτατα ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι τόσο τὸ ρῆμα «βουλεύεσθαι», ποὺ δηλώνει τὴν ἐσωτερικὴ θεωρητικὴ λειτουργία τοῦ νοῦ, ὅσο καὶ τὸ ρῆμα «βούλεσθαι», ποὺ δηλώνει τὴν ἐξωτερικὴ πρακτικὴ λειτουργία του, ἔχουν κοινὴ ἐτυμολογικὴ ρίζα (βούλ-). Μάλιστα ἡ ὀντολογική, ἀλλὰ καὶ σημασιολογικὴ αὐτὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ρημάτων φαίνεται κυρίως ἀπὸ τὸ παράγωγό τους οὐσιαστικό «βουλή», ποὺ σημαίνει τόσο τὴ λογικὴ σκέψη ὅσο καὶ τὴ βουλητικὴ ἀπόφαση. Ἀκόμη καὶ σήμερα ὁ ὅρος αὐτὸς ἔχει τὴν ἴδια ἀκριβῶς σημασία. Ὅταν λέμε λ.χ. «Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων», ἐννοοῦμε ἕνα σῶμα ἀντιπροσώπων τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ποὺ δὲν συσκέπτεται μόνο, ἀλλὰ καὶ ἀποφασίζει. Μὲ βάση λοιπὸν τὰ δεδομένα αὐτὰ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ γλώσσας, οἱ Πατέρες ὑπογραμμίζουν μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση τὴν ὀντολογικὴ ἑνότητα μεταξὺ νοῦ καὶ βούλησης ἢ κατὰ τὴ συνήθη ὁρολογία τους μεταξὺ λογικοῦ καὶ αὐτεξουσίου. Τὸ λογικὸ συνυφαίνεται κατ’ αὐτοὺς ἄρρηκτα μὲ τὸ αὐτεξούσιο καὶ δὲν νοεῖται ἀνεξάρτητα ἀπ’ αὐτό. Ἰδιαίτερα ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ποὺ συνοψίζει –ὡς γνωστόν– γόνιμα καὶ δημιουργικὰ τὴν προγενέστερη πατερικὴ παράδοση, ἐπανειλημμένα ἀναφέρεται στὴν ἑνότητα λογικοῦ καὶ αὐτεξουσίου, ὑπογραμμίζοντας τὸν ἀδιαμφισβήτητο ὀντολογικὸ χαρακτῆρα της. Ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικά, ἀντιγράφοντας μάλιστα στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸν Νεμέσιο Ἐμέσης σχεδὸν αὐτολεξεί, «Ἐξ ἀνάγκης παρυφίσταται τῷ λογικῷ τὸ αὐτεξούσιον· ἢ γὰρ οὐκ ἔσται λογικόν, ἢ λογικὸν ὂν κύριον ἔσται πράξεων καὶ αὐτεξούσιον»29. 

Μάλιστα ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι διάχυτη στοὺς Πατέρες ἡ ὀντολογικὴ ἑνότητα λογικοῦ καὶ αὐτεξουσίου, γι’ αὐτὸ μερικὲς φορὲς οἱ ἴδιοι ἔχουν τὴ δυνατότητα καὶ τὴν ἄνεση νὰ ἀποδίδουν τό «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο χωρὶς δισταγμοὺς καὶ ἐπιφυλάξεις ἄλλοτε μόνο στὸ λογικό30, ἄλλοτε μόνο στὴ βούληση καὶ τὸ αὐτεξούσιο31 καὶ ἄλλοτε στὸ λογικὸ καὶ στὸ αὐτεξούσιο32. Ἂν δὲν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ὅτι αἰτία αὐτῆς τῆς διαφοροποίησης εἶναι ἡ αὐτονόητη ἑνότητα λογικοῦ καὶ αὐτεξουσίου ποὺ ὑπάρχει στὴ σκέψη τους, τότε θὰ νομίσει κανεὶς ὅτι ὑπάρχουν ἀντιθέσεις καὶ ἀντιφάσεις ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτὸ στὴν ὀρθόδοξη παράδοση.

Σημειώσεις
14. Βλ. Μ. Βασιλείου, ὅ.π., PG 31, 216ΑΒ· Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου 8, PG 44, 145C-148B· 14, PG 44, 176AB· 29, PG 44, 233D· 236B· Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 29AB· 48C· Προκοπίου Γαζαίου, Εἰς τὴν Γένεσιν Ἑρμηνεία, PG 87, 117D· Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 2, 12, PG 94, 924Β: «Ψυχὴ τοίνυν ἐστὶν οὐσία ζῶσα, ἁπλῆ, ἀσώματος, σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς κατ᾿ οἰκείαν φύσιν ἀόρατος, λογική τε καὶ νοερά, ἀσχημάτιστος, ὀργανικῷ κεχρημένη σώματι καὶ τούτῳ ζωῆς, αὐξήσεώς τε καὶ αἰσθήσεως καὶ γεννήσεως παρεκτική, οὐχ ἕτερον ἔχουσα παρ᾿ ἑαυτὴν τὸν νοῦν, ἀλλὰ μέρος αὐτῆς τὸ καθαρώτατον· ὥσπερ γὰρ ὀφθαλμὸς ἐν σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς· αὐτεξούσιος, θελητική τε καὶ ἐνεργητική, τρεπτὴ, ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καὶ κτιστή». 
15. Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς Μαρκελλῖνον, Εἰς τὴν ἑρμηνείαν τῶν ψαλμῶν, 27, PG 40Α· Μ. Βασιλείου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν Προφήτην Ἠσαΐαν 26, PG 168C-169A· Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου 29, PG 44, 237Β· Περὶ τοῦ βίου Μωυσέως, PG 44, 353C· 361D· Ἐπιστολὴ Κανονική, Πρὸς τὸν ἐν ἁγίοις Λητόϊον, ἐπίσκοπον Μελιτινῆς, PG 45, 224ΑBC· Ἀντιῤῥητικὸς πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου 7, PG 45, 1137Β· Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 48C-49B· 53A· Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης 3, 3, PG 90, 1017C.
16. Βλ. ἐνδεικτικὰ Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τό “Εἰς τὸ Πρόσεχε σεαυτῷ” 7, PG 31, 213C· Γρηγορίου Νύσσης, Ἀντιῤῥρητικὸς πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου 45, PG 45, 1233B· Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 53Α. 
17. Βλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 2, 12, PG 94, 924Β-925Α: «Πάντα ταῦτα κατὰ φύσιν ἐκ τῆς τοῦ δημιουργήσαντος αὐτήν [ἐνν. τὴν ψυχή] χάριτος εἰληφυῖα, ἐξ ἧς καὶ τὸ εἶναι καὶ τὸ φύσει οὕτως εἶναι εἴληφεν». 
18. Πρβλ. Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν 1, 20, PG 26, 53Α: «Τὰ μὲν γὰρ ἄλλα οἶά ἐστι τὰ γενητὰ οὐδὲν ὅμοιον κατ’ οὐσίαν ἔχει πρὸς τὸν πεποιηκότα· ἀλλ’ ἔξωθεν αὐτοῦ ἐστι χάριτι καὶ βουλήσει αὐτοῦ τῷ Λόγῳ γινόμενα, ὥστε πάλιν δύνασθαι καὶ παύεσθαί ποτε, εἰ θελήσειεν ὁ ποιήσας· ταύτης γάρ ἐστι φύσεως τὰ γενητά». 
19. Α΄ Τιμ. 6, 16. 
20. Κατὰ Ἑλλήνων 41, PG 25, 81C.
21. Βλ. Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 2, 12, PG 94, 920B. 
22. Βλ. Νεμεσίου Ἐμέσης, Περὶ φύσεως ἀνθρώπου 39, PG 40, 764BC· Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὅ.π., PG 94, 920B· 25, PG 94, 957C. 
23. Βλ. I. Ab Arnim, Stoicorum veterum fragmenta, Vol. 2, Stuttgart 1968, σ. 284, ἀπόσπ. 975· σ. 290, ἀπόσπ. 990· Ἐπικτήτου, Διατριβαὶ 4, 1, 56· 62· 68· 100· Πλωτίνου, Ἐννεάδες Ι, 4, 8· ΙΙΙ, 2, 4· 10· IV, 3, 16· VΙ, 8, 3-8· 10· 15· 20. 
24. Βλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὅ.π., 22, PG 94, 944C· Εἰσαγωγὴ δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 109D. 
25. Βλ. ὅ.π., 2, PG 40, 588Α. Πρβλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 2, 3, PG 94, 868A· 3, 14, PG 94, 1036C· 1041B· Εἰσαγωγὴ δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112A· Κατὰ Μανιχαίων Διάλογος 69, PG 95, 1568Β. 
26. Βλ. Γ. Δ. Μαρτζέλος, Ὀρθόδοξο δόγμα καὶ θεολογικὸς προβληματισμός. Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Β΄, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 113.
27. Βλ. Ἀριστοτέλους, Μετὰ τὰ Φυσικὰ Ε, 1, 1025b, 20-25· Διογένους Λαερτίου, Βίοι Φιλοσόφων VII, 1, 130· I. ab Arnim, ὅ.π., Vol. I, σ. 50, ἀπόσπ. 202· Vol. ΙI, σ. 43, ἀπόσπ. 135· Vol. ΙΙI, σ. 42, ἀπόσπ. 175· σ. 79, ἀπόσπ. 323· σ. 134 ἑξ., ἀπόσπ. 495. Βλ. καὶ J. Hirschberger, Geschichte der Philosophie, I (Altertum und Mittelalter), Herder Verlag, Basel-Freiburg-Wien 9 1974, σ. 180, 258 ἑξ. 
28. Βλ. Ἐννεάδες Ι, 8, 5. Πρβλ. καὶ Ἐννεάδες Ι, 8, 6: «ἡ δὲ βούλησις ἡ νόησις, βούλησις δ’ ἐλέχθη, ὅτι κατὰ νοῦν. καὶ γὰρ [ἡ] λεγομένη βούλησις τὸ κατὰ νοῦν μιμεῖται».
29. Βλ. Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 2, 27, PG 94, 960D. Πρβλ. Νεμεσίου Ἐμέσης, ὅ.π., 41, PG 40, 776Α. 
30. Βλ. ἐνδεικτικὰ Μ. Ἀθανασίου, Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, καὶ τῆς διὰ σώματος πρὸς ἡμᾶς ἐπιφανείας αὐτοῦ 3, PG 25, 101Β· 6, PG 25, 105C· Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 233, Ἀμφιλοχίῳ ἐρωτήσαντι, 1, PG 32, 864C· Εἰς τό “Πρόσεχε σεαυτῷ” 6, PG 31, 212ΒC· Περὶ εὐχαριστίας 2, PG 31, 221C· Ὁμιλία ἐν λιμῷ καὶ αὐχμῷ 5, PG 31, 317Α· Ὅροι κατὰ πλάτος 2, 3, PG 31, 913Β· Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου 11, PG 44, 156Β· 12, PG 44, 161C· 164Α· 16, PG 44, 185C. Βλ. ἐπίσης Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας 10, PG 8, 212C-213Α. 
31. Βλ. ἐνδεικτικὰ Μ. Βασιλείου, Εἰς τὸν 48 ψαλμὸν 8, PG 29, 449C· Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς 6, PG 31, 344ΒC· Γρηγορίου Νύσσης, ὅ.π., 16, PG 44, 184Β· Λόγος κατηχητικὸς ὁ μέγας 5, PG 45, 24C· 21, PG 45, 56CD· Περὶ παρθενίας 12, PG 46, 369C· Κωνσταντίνου διακόνου, Ἐγκώμιον εἰς πάντας τοὺς ἁγίους ἐνδόξους καὶ πανευφήμους μάρτυρας τοὺς ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην ἀθλήσαντας 14, PG 88, 496C· Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ζήτησις μετὰ Πύῤῥου, PG 91, 304C· Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Περὶ τῶν ἐν Χριστῷ δύο θελημάτων καὶ ἐνεργειῶν καὶ λοιπῶν φυσικῶν ἰδιωμάτων, ἐξ ἐπιδρομῆς δὲ καὶ περὶ δύο φύσεων καὶ μιᾶς ὑποστάσεως 28, PG 95, 165D. 
32. Βλ. ἐνδεικτικὰ Μ. Βασιλείου, Εἰς τὸν 48 ψαλμὸν 8, PG 29, 449ΒC· Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 2, 12, PG 94, 920Β. Βλ. ἐπίσης καὶ τὰ ἀνωτέρω παρατιθέμενα χωρία τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, ὅπου οἱ ἴδιοι ἀποδίδουν τό «κατ’ εἰκόνα» ἄλλοτε στὸ λογικὸ καὶ ἄλλοτε στὸ αὐτεξούσιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: