Συνέχεια από Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024
Ο άνθρωπος χωρίς περιεχόμενοΤου Giorgio Agamben
Κεφάλαιο 3: Ο άνθρωπος με γούστο και η διαλεκτική της διάσπασης δ
Το καλό γούστο δεν έχει απλώς την διαστρεμμένη τάση να αντιστρέφεται στο αντίθετο του, αλλά είναι κατά κάποιο τρόπο η ίδια η αρχή της ανωμαλίας, και η εμφάνιση του στη συνείδηση φαίνεται να συμπίπτει με την έναρξη μιας διαδικασίας αντιστροφής όλων των αξιών, όλων των περιεχομένων. Στο «Ο πολίτης ως αριστοκράτης», η αντιπαραβολή του «bon gout» και «mauvais gout» ήταν ταυτόχρονα μια αντιπαραβολή ειλικρίνειας και ανηθικότητας, πάθους και αδιαφορίας. Οι άνθρωποι αρχίζουν κατά το τέλος του 18ου αιώνα να βλέπουν στο αισθητικό γούστο ένα είδος αντίδοτου στον καρπό του δέντρου της γνώσεως, μετά τη λήψη του οποίου δεν ήταν δυνατή εκ νέου μια διάκριση καλού και κακού. Επειδή όμως οι πύλες του παραδείσου έχουν κλείσει για πάντα, το ταξίδι του καλαίσθητου στο βασίλειο πέραν του καλού και του κακού, τελειώνει αναπόφευκτα με ένα διαβολικό πειρασμό. Και πράγματι, ακολούθως αναδύθηκε η ιδέα, πως μεταξύ της εμπειρίας της τέχνης από τη μια, και του κακού από την άλλη, υπάρχει μια μυστική συνάφεια, και εάν σκοπός είναι η κατανόηση του έργου τέχνης, τότε το αστείο και η έλλειψη προκαταλήψεων είναι πιο πολύτιμο μέσο, από την καλή συνείδηση. «Όποιος δεν περιφρονεί (verachten), δεν μπορεί να προσέξει (achten)», λέει μια μορφή από το έργο «Lucinde» του Schlegel: «Δεν είναι λοιπόν μια αισθητική κακία ένα ουσιαστικό στοιχείο μια αρμονικής εκπαίδευσης;» (12)
Ο Diderot παρουσίασε την ακραία διαστροφή χαρακτηριστική για τον άνθρωπο του γούστου στο κατώφλι της Γαλλικής Επανάστασης, με ένα σύντομο σατυρικό έργο-το οποίο ο Goethe είχε μεταφράσει αμέσως στα γερμανικά-που είχε ασκήσει έντονη επίδραση στον νεαρό Hegel. Ο ανιψιός του Rameau είναι ένας άνθρωπος με εξαιρετικό γούστο και ταυτόχρονα ένας απεχθής απατεώνας. Κάθε διάκριση καλού και κακού, ευγένειας και μικρότητας, αρετής και πάθους, έχει εξαλειφθεί από μέσα του: μέσα όμως στην απόλυτη διαστροφή προς το αντίθετο του, στην οποία υποτάσσονται τα πάντα, το γούστο διατήρησε την ακεραιότητα και την σαφήνεια του. Ο Diderot ρωτά: «Πως είναι δυνατόν, με μια τόσο λεπτή αίσθηση, τόσο μεγάλη δυνατότητα ερεθισμού για την ομορφιά των μουσικών τεχνών, να είστε τόσο τυφλός γιά την ηθική ομορφιά, τόσο αναίσθητος για την γοητεία της αρετής» (13). Ο Rameau απαντά: «Ίσως επειδή γι’ αυτές υπάρχει μια αίσθηση, την οποία δεν έχω, μια ίνα (νευρική), η οποία δεν μου δόθηκε, μια άτονη ίνα, την οποία θέλει κανείς πάντα να αποσυνδέει και η οποία δεν βουίζει» (14). Στο «Ο ανιψιός του Rameau» το γούστο παίζει τον ρόλο ενός ηθικού έλκους, το οποίο κατατρώει κάθε άλλο περιεχόμενο, κάθε άλλη πνευματική ορμή, η εξάσκηση του οποίου καταλήγει στο καθαρό κενό. Το γούστο καταλήγει να είναι η μοναδική του αυτό-βεβαίωση. Αυτό και μόνο αυτό, του προσφέρει την αποκλειστική πηγή της αυτοσυνειδησίας του. Η βεβαιότητα του αυτή είναι ένα καθαρό τίποτα, και η προσωπικότητα του είναι απόλυτη μη-προσωπικότητα. Η ύπαρξη ενός ανθρώπου αυτού του είδους είναι ένα παράδοξο και ένα σκάνδαλο: είναι ανίκανος να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης, αλλά η ύπαρξη του βασίζεται πάνω στο έργο τέχνης, ως προϋπόθεση της (ύπαρξης του). Καταραμένος να εξαρτάται από τους άλλους, δε βρίσκει κάτι το ουσιαστικό σε κανένα άνθρωπο, καθώς μέσα του έχει καταστραφεί κάθε περιεχόμενο, το οποίο θα μπορούσε να τον καθορίσει ηθικά. Όταν τον ρωτάει ο Diderot, πως εξηγεί το γεγονός, ότι αυτός, με μια τόσο αναπτυγμένη ικανότητα μάθησης, με τέτοια ευκολία στη μάθηση και ικανότητα να αποδίδει αυτό που έμαθε, δεν κατάφερε να δημιουργήσει κάτι που να έχει οποιαδήποτε αξία, για να δικαιολογηθεί, ο ανιψιός του Rameau επικαλείται κατ’ αρχήν την μοίρα, που του έδωσε το χάρισμα της κρίσης, αλλά όχι της δημιουργίας, και κατόπιν (επικαλείται) τον θρύλο του αγάλματος του Μέμνωνα: «Κοντά στο άγαλμα του Μέμνωνα βρίσκονταν πολλά άλλα αγάλματα, τα οποία επίσης φώτιζε ο ήλιος, αλλά μόνο ένα έβγαζε ήχο. …Το υπόλοιπο δε θέλει να πει παρά, ένα ζευγάρι αυτιά καρφωμένα πάνω σε ένα μπαστούνι» (15). Το πρόβλημα, το οποίο στην περίπτωση του ανιψιού του Rameau καταλήγει σε μια πλήρη και τραγική αυτοσυνειδησία, και από εκεί και πέρα θα κυριαρχήσει όλο και πιο απροκάλυπτα στην ανάπτυξη της δυτικής τέχνης, είναι το σχίσμα μεταξύ μεγαλοφυΐας και γούστου, μεταξύ καλλιτέχνη και παρατηρητή. Ο παρατηρητής καταλαβαίνει πως ο Rameau αποτελεί ένα τρομακτικό αίνιγμα. Η δικαιολογία του, στην πιο εξωτερική της μορφή, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εμπειρία κάθε ανθρώπου με ικανότητα αίσθησης, ο οποίος ενώπιον ενός έργου τέχνης το οποίο θαυμάζει, αισθάνεται πως ξεγελάστηκε, και ο οποίος δεν μπορεί να καταπιέσει την επιθυμία, να ήταν ο ίδιος ο δημιουργός του έργου. Βρίσκεται αντιμέτωπος με κάτι, μέσα στο οποίο φαίνεται να βρίσκει την πιο κρυφή του αλήθεια, δεν μπορεί όμως να ταυτιστεί με την αλήθεια αυτή, καθώς το έργο τέχνης, όπως το είπε ο Kant, είναι αυτό, «το οποίο, έστω και αν το γνωρίζει κανείς με άκρα πληρότητα, δεν κατέχει όμως αμέσως την επιδεξιότητα να το φτιάξει» (16). Η διάσπαση του είναι άκρως ριζοσπαστική, καθώς η αρχή του είναι αυτό, το οποίο είναι το πιο απομακρυσμένο από αυτόν, η ουσία του είναι αυτό το οποίο σύμφωνα με τον ορισμό του, του λείπει. Για να είναι ο εαυτός του, το γούστο πρέπει να αποκοπεί από την αρχή της δημιουργίας. Χωρίς την μεγαλοφυΐα όμως, το γούστο καθίσταται καθαρή αντιστροφή, γίνεται δηλαδή «Αρχή της αντιστροφής καθ’ εαυτή».
Ο Hegel είχε εντυπωσιαστεί τόσο από την ανάγνωση του έργου «Ο ανιψιός του Rameau», ώστε μπορούμε να πούμε πως ολόκληρο το τμήμα της «Φαινομενολογίας του Πνεύματος» με τον τίτλο «Το πνεύμα που αποξενώνεται από τον εαυτό του, η παιδεία» είναι στην πραγματικότητα ένα σχόλιο και μια ερμηνεία αυτής της μορφής. Ο Hegel είδε στον Rameau το αποκορύφωμα-και ταυτόχρονα την απαρχή της διάλυσης-της ευρωπαϊκής κουλτούρας στο κατώφλι της Τρομοκρατίας και της Επανάστασης, την στιγμή δηλαδή κατά την οποία το από την κουλτούρα αποκομμένο πνεύμα δεν βρίσκει πουθενά αλλού τον εαυτό του, παρά στη συνείδηση του σχίσματος και στην απόλυτη διαστροφή όλων των εννοιών και πραγματικοτήτων. Ο Hegel ονόμασε την στιγμή αυτή καθαρή παιδεία, και την χαρακτήρισε με τα ακόλουθα λόγια:
«Καθώς το καθαρό εγώ παρατηρεί τον εαυτό του εκτός του εαυτού του και διχασμένο, μέσα στον διχασμό αυτό βρίσκεται κάθε τι που έχει συνέχεια και καθολικότητα, που ονομάζεται νόμος, καλό και δίκαιο, που διαχωρίστηκε και καταστράφηκε. Κάθε τι που είναι ίσο διαλύθηκε, καθώς υπάρχει η καθαρή ανισότητα, η απόλυτη μη ουσιαστικότητα του απολύτως ουσιαστικού, η εκτός εαυτού κατάσταση αυτού που είναι για τον εαυτό του. Το καθαρό εγώ είναι απολύτως αποσυντεθημένο… Καθώς λοιπόν η σχέση αυτής της συνειδήσεως είναι συνδεδεμένη με αυτό τον απόλυτο διχασμό, εκλείπει μέσα στο πνεύμα του η διαφορά του, να καθορίζεται ως ευγενές σε αντίθεση προς το κακόβουλο, και τα δυο είναι το ίδιο… Η αυτοσυνειδησία αυτή, στην οποία προστίθεται η οργή που απορρίπτει την απόρριψη της (αυτοσυνειδησίας), είναι άμεσα η απόλυτη αυτό-ισότητα μέσα στον απόλυτο διχασμό, η καθαρή διαμεσολάβηση της καθαρής αυτοσυνειδησίας προς τον εαυτό της. Είναι η ισότητα της ταυτόσημης κρίσεως, μέσα στην οποία μια και αυτή προσωπικότητα είναι ταυτόχρονα υποκείμενο και κατηγόρημα. Η ταυτόσημη αυτή κρίση είναι ταυτόχρονα το άπειρο. Καθώς η προσωπικότητα αυτή είναι απολύτως διχασμένη, και υποκείμενο και κατηγόρημα είναι αδιάφορα όντα, τα οποία δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον το ένα για το άλλο, χωρίς την αναγκαία ενότητα, με τρόπο ώστε το καθένα να είναι η εξουσία της ιδίας προσωπικότητος. Το «είναι για τον εαυτό του» έχει ως αντικείμενο το «είναι για τον εαυτό του» (Fürsichsein), ως ένα εντελώς άλλο και ταυτόχρονα επίσης άμεσο σαν τον εαυτό του-τον εαυτό του ως ένα άλλο, χωρίς να έχει άλλο περιεχόμενο, αλλά το περιεχόμενο είναι ο ίδιος εαυτός μέσα στη μορφή της απόλυτης αντιπαράθεσης και εντελώς προσωπικού αδιάφορου Είναι.- Εδώ λοιπόν είναι παρόν το πνεύμα αυτού του πραγματικού κόσμου της παιδείας, το οποίο έχει συνείδηση του εαυτού του μέσα στην αλήθεια του, και (συνείδηση) του νοήματος του.
Είναι (το πνεύμα) αυτή η απόλυτη και καθολική αντιστροφή και αποξένωση της πραγματικότητας και της σκέψεως. Η καθαρή παιδεία. Αυτό που βιώνουμε μέσα σε αυτόν τον κόσμο, είναι πως ούτε οι πραγματικές ουσίες της εξουσίας και του πλούτου, ούτε οι καθορισμένες για αυτές έννοιες, καλό και κακό, ή συνείδηση του καλού και κακού, το ευγενές και το κακεντρεχές, έχουν κάποια αλήθεια. Αλλά, όλες αυτές οι ορμές (στιγμές) υπάρχουν η μια μέσα στην άλλη, και η κάθε μια είναι το αντίθετο του εαυτού της… Οι σκέψεις αυτών των ουσιών, του καλού και το κακού, κυκλοφορούν επίσης μέσα σε αυτή την κίνηση. Αυτό που προσδιορίζεται ως καλό, είναι κακό. Αυτό που προσδιορίζεται ως κακό, είναι καλό. Η συνείδηση κάθε μιας από τις στιγμές αυτές, που κρίνεται ως ευγενής ή κακεντρεχής συνείδηση, είναι μέσα στην αλήθεια τους στον ίδιο βαθμό και το αντίθετο αυτών των καθορισμών. Το ευγενές είναι επίσης κακεντρεχές και απορριπτέο, όπως και το απορριπτέο μετατρέπεται στην αριστοκρατία της πιο μορφωμένης ελευθερίας της αυτοσυνειδησίας.-Από τυπικής απόψεως, κάθε τι είναι προς τα έξω το αντίθετο από αυτό που είναι καθ’ εαυτώ. Και πάλι, αυτό που είναι για τον εαυτό του, δεν είναι στ’ αλήθεια, αλλά κάτι άλλο, από αυτό που θέλει να είναι, το «για τον εαυτό του είναι» είναι μάλλον απώλεια του εαυτού του, και η αποξένωση είναι μάλλον αυτοσυντήρηση.-Αυτό που υπάρχει είναι, πως όλες οι στιγμές εξασκούν, η μια κατά της άλλης, μια καθολική δικαιοσύνη, κάθε τι, όσο και να έχει αποξενωθεί από τον εαυτό του, όταν βλέπει τον αυτό του στο αντίθετο του και με τον τρόπο αυτό τον αντιστρέφει. (17). (Οι λέξεις στιγμή και ορμή χρησιμοποιήθηκαν για να αποδώσουν την έννοια Moment. Σύμφωνα με το λεξικό φιλοσοφικών εννοιών (Kirchner, Friedrich / Michaëlis, Carl: Wörterbuch der Philosophischen Grundbegriffe. Leipzig 51907, S. 370.) Moment στο έργο του Hegel είναι παροδικά σημεία από τα οποία περνά μια ιδέα.)
Η ειλικρινής συνείδηση (στο διάλογο «Ο Φιλόσοφος» του Diderot), αντιμέτωπη με Rameau, που συνειδητοποίησε τον διχασμό του, δεν μπορεί να πει κάτι, το οποίο η κακεντρεχής συνείδηση δεν γνώριζε ήδη, που από δική της ώθηση ισχυριζόταν για τον εαυτό της. Εκείνη η απόλυτη αντιστροφή κάθε πράγματος στο αντίθετο του, συνίσταται στο ότι, ενώ η γλώσσα του είναι η κρίση περί αυτού, αυτή (η κρίση) ενώ διαλύει κάθε ταυτότητα, παίζει με τον εαυτό της το παιχνίδι της αυτοδιάλυσης. Ο μοναδικός τρόπος, με τον οποίο μπορεί να κατέχει τον εαυτό της, συνίσταται συνεπώς στον να αποδεχθεί εξολοκλήρου την αντίφαση της, και αρνούμενη τον εαυτό της, να ξαναβρεί τον εαυτό της στο εσωτερικό του διχασμού της. Στο βαθμό που αντιλαμβάνεται το ουσιώδες μόνο κάτω από την προοπτική του διχασμού και της αποξένωσης, ο ανιψιός του Rameau είναι πλήρως ικανός να κρίνει το ουσιώδες (και η γλώσσα του σφύζει από esprit). Απώλεσε όμως την ικανότητα να το συλλάβει: η συνοχή του είναι η ριζοσπαστική ασυνέπεια, η τελειότητα του το να έχει απολύτως καταληστευθεί.
Στον Hegel ήταν σαφές, όταν χαρακτήριζε την καθαρή κουλτούρα (παιδεία) ως αντιστροφή, πως περιέγραφε μια κατάσταση, η οποία προερχόταν από την εποχή της Επανάστασης. Αυτό που παρατηρούσε, ήταν πράγματι η γαλλική κοινωνία εκείνη την στιγμή, κατά την οποία η δύναμη άρνησης που κατείχε ο Διαφωτισμός διασάλευσε τις αξίες του Ancien Regime: Στη «Φαινομενολογία του Πνεύματος», λίγο μετά την ανάλυση της καθαρής παιδείας, ακολουθεί ένα τμήμα για την απόλυτη ελευθερία. Η διαλεκτική της αληθούς και κακεντρεχούς συνείδησης-που και οι δυο είναι στην ουσία τους το αντίθετο του εαυτού τους, ώστε η κάθε μια να φαίνεται πως είναι προορισμένη να υπόκειται στην άλλη-είναι από αυτήν την άποψη το ίδιο χαρακτηριστική, όπως αυτή του αφέντη και του δούλου. Στο σημείο αυτό είναι αξιοπρόσεκτο, πως για να λύσει το πρόβλημα της προσωποποίησης της απόλυτης εξουσίας, ο Hegel χρησιμοποιεί μια μορφή, όπως αυτή του Rameau, για να κάνει εντελώς ξεκάθαρο, πως η πιο ακραία, η πιο διαφωτισμένη μορφή εμφάνισης του homme de gout, για τον οποίο η τέχνη είναι ταυτόχρονα η μοναδική αυτοβεβαίωση, όπως ο πιο επίπονος διχασμός, πάει αναγκαστικά χέρι-χέρι με τη διάλυση των κοινωνικών αξιών και της θρησκευτικής πίστεως. Και δεν είναι τυχαίο, πως στις στιγμές, κατά τις οποίες η διαλεκτική αυτή επιστρέφει στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, κατ’ αρχήν στους Δαίμονες του Dostojewski, με τον παλιό φιλελεύθερο διανοούμενο Stepan Trofimowitsch και τον γιο του Pjotr Stepanowitsch, κατόπιν με το ζευγάρι Settembrini-Naphta στο «Μαγικό Βουνό» του Thomas Mann, η εμπειρία που περιγράφεται εκεί είναι πάντα εκείνη μιας εξαφάνισης κάποιου κοινωνικού μικρόκοσμου, που προκλήθηκε από την έλευση του ευρωπαϊκού μηδενισμού, εκείνου του «τρομακτικού επισκέπτη», και ο επισκέπτης αυτός αντιπροσωπεύεται εκάστοτε από κάποιον -μέτριο, αλλά ακαταμάχητο-απόγονο του Rameau.
Η διερεύνηση του αισθητικού γούστου μας οδηγεί στην ερώτηση, μήπως υπάρχει κάποια σχέση, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, μεταξύ της μοίρας της τέχνης και της ανάδυσης του μηδενισμού, που σύμφωνα με τον Heidegger δεν είναι ένα ιστορικό κίνημα, αλλά «όταν τον σκεφτούμε ως προς την ουσία του, παριστάνει μάλλον τη θεμελιώδη κίνηση της ιστορίας της Δύσεως (18) [«Έχει ένα τέτοιο βάθος, ώστε η έκπτυξη της μπορεί να έχει ως συνέπεια μόνο παγκόσμιες καταστροφές…Ανήκει στον τρομακτικό χαρακτήρα αυτού του τρομακτικού επισκέπτη, να μη μπορεί να κατονομάσει την καταγωγή του…]
Τέλος Κεφαλαίου 3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου