Παρακολουθούμε αυτό το διάστημα, στις οθόνες των τηλεοράσεών μας, τις έντονες συζητήσεις ιερέων και ιεραρχών της Ελλαδικής Εκκλησίας, με κύρια αφορμή το ζήτημα του γάμου και το αν αυτός θα μπορούσε να περιλαμβάνει άτομα του ίδιου φύλου ή όχι. Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, η Ορθοδοξία είναι ξανά στο επίκεντρο τον συζητήσεων. Παρόλα αυτά, δεκαετίες τώρα, ο πολύς κόσμος έχει μάλλον σοβαρή άγνοια για τη θεολογική της παράδοση και η μόνη πληροφόρησή του γι’ αυτή γίνεται από τις τηλεπερσόνες και τις «κίτρινες» σκανδαλοθηρικές διαδόσεις στην ευρύτερη ποπ κουλτούρα. Αν ισχύει πως η καλύτερη πυξίδα του μέλλοντος είναι το παρελθόν, τότε για την κατανόηση της Ορθόδοξης θεολογικής παράδοσης, που εμφανώς επηρεάζει τις συζητήσεις σήμερα, λίγες είναι οι αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης.
Μία από αυτές είναι αναμφισβήτητα τα έργα του Βρετανού Μητροπολίτη Διοκλείας, Καλλίστου Ware (1934-2022). Ο μητροπολίτης Κάλλιστος ήταν αναμφισβήτητα σημαντική μορφή για την Ορθόδοξη θεολογία και γι’ αυτό η εκδημία του έγινε κάτι παραπάνω από αισθητή σε πιστούς απ’ όλον τον κόσμο. Υπήρξε εμβριθής θεολόγος και πολυγραφότατος συγγραφέας, που είχε εμβαθύνει στην πατερική, και γενικότερα την εκκλησιαστική γραμματεία. Γνώριζε την ελληνική γλώσσα, υπήρξε φίλος και στενός συνεργάτης του Philip Sherrard, αλλά και, μ’ έμμεσο τρόπο, «μαθητής» του π. Γεωργίου Florovsky, του μεγαλύτερου ίσως θεολόγου του περασμένου αιώνα, τον οποίο αποκαλούσε «μέντορά» του.
Το συγγραφικό έργο του π. Καλλίστου καταπιάνεται με μερικά σύγχρονα ζητήματα, ή ακριβέστερα, με παραδοσιακά μεν ζητήματα της Χριστιανοσύνης, που διατηρούν όμως και την επικαιρότητά τους. Τέτοια είναι το σώμα, η σεξουαλικότητα και τα πάθη, το ανθρώπινο πρόσωπο, καθώς και η σχέση των ανθρώπων με τα ζώα[1]. Συζητώντας περί του σώματος, ο π. Κάλλιστος αναφέρει πως παρόλο που οι Χριστιανοί λογίζονται από πολλούς σαν «μισητές» του, η πραγματικότητα είναι ασφαλώς πιο περίπλοκη. Στην πραγματικότητα, θα ήταν ορθότερο να μιλήσουμε όχι για μίσος αλλά για μια αμφιθυμία των πιστών απέναντι στο ανθρώπινο σώμα. Αυτό ισχύει ειδικότερα για την ελληνική Χριστιανοσύνη, στην οποία το σώμα θεωρείται, σε γενικές γραμμές, κάτι το εγγενώς αγαθό, όμως παράλληλα προκύπτουν και τάσεις αρνητικές αντιμετώπισής του. Ενδεικτικά, για τον Ωριγένη, ο άνθρωπος πλάστηκε αρχικά «νοητός», δηλαδή το σώμα δεν αποτελούσε μέρος του αρχικού θεϊκού σχεδίου για τον άνθρωπο. Αυτή είναι η γνωστή διδασκαλία περί προΰπαρξης της ψυχής, διδασκαλία που καταδικάστηκε ευθαρσώς στην Ε’ Οικουμενική Σύνοδο (553 μ.Χ.).
Από την άλλη, για τον Κλήμη Αλεξανδρείας, το σώμα μας είναι σύντροφος και «συνεργάτης» μας, όπως «συνεργάτης» του Θεού καθίσταται, κατά κάποιον τρόπο, ο άνθρωπος, κατά την αναπαραγωγική διαδικασία. Οι πατέρες που ακολουθούν χρονικά, λέει ο π. Κάλλιστος, δηλαδή οι Μέγας Αθανάσιος, Άγιος Γρηγόριος Νύσσης και Μάξιμος Ομολογητής, υποστήριζαν πως η σεξουαλικότητα παραχωρήθηκε από τον Θεό μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων. Αντίθετα, ο Άγιος Ειρηναίος θεωρούσε πως βρισκόταν εξαρχής στο θεϊκό σχέδιο και θα πραγματοποιούνταν μετά την «ενηλικίωση» των Αδάμ και Εύας. Αυτό ισχυριζόταν και ο Άγιος Αυγουστίνος, στη Δύση, κόντρα στην ευρεία προκατάληψη που τον θέλει «πουριτανό» και σωματοφοβικό. Τι λέει όμως η ίδια η Βίβλος σχετικά; Αρχικά, η Παλαιά Διαθήκη, που συλλαμβάνει τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα, εγκωμιάζει τον γάμο, το sex και την τεκνοποίηση, η Καινή Διαθήκη, όμως, παρότι επίσης αναγνωρίζει την αξία τους, δεν κρύβει την προτίμησή της για την παρθενία. Δεν είναι, άλλωστε, μυστικό ότι στην Ορθοδοξία υπάρχουν καθιερωμένοι κανόνες που περιορίζουν κάπως τη σεξουαλικότητα: παντρεμένα ζευγάρια καλούνται σε αποχή προτού προχωρήσουν στη Θεία Κοινωνία, οι γυναίκες με έμμηνο ρύση καλούνται να την αποφύγουν, όπως αντίστοιχα και οι άνδρες με εκσπερμάτωση (αν και το τελευταίο πολλοί δεν το γνωρίζουν, με αποτέλεσμα να κατηγορούν την Ορθοδοξία σαν «μισογυνιστική»). Περισσότερη καχυποψία για το σώμα, προ παντός το γυμνό, εκφράζεται στα μοναστικά κείμενα, με την εντυπωσιακή εξαίρεση του Αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου, ο οποίος γράφει ότι και τα γεννητικά μας όργανα αποτελούν επίσης λόγο ύμνου και δοξολογίας του Θεού, για τα δημιουργήματά Του. Επιπλέον, στην Ακολουθία του γάμου, προβάλλονται ρητά οι δύο στόχοι του, οι οποίοι θεωρούνται αξεδιάλυτοι: τεκνογονία και ένωση αγάπης. Τέλος, δεν πρέπει να λησμονείται ποτέ ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία προσδοκεί τη σωματική μας ανάσταση, με την οποία το σώμα μας θα λάβει αφθαρσία και εξαγιασμό για όλη την αιωνιότητα.
Κάνοντας λόγο για ό,τι στην Ορθοδοξία ονομάζεται «ανθρώπινο πρόσωπο», ο π. Κάλλιστος απαριθμεί τα κύρια χαρακτηριστικά του: ελευθερία, ευγνωμοσύνη, μοίρασμα και τελειοποιησιμότητα[2]. Όταν ο άνθρωπος συγκεντρώνει και τα τέσσερα παραπάνω στοιχεία, τότε είναι γνήσιος άνθρωπος, δηλαδή κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Δημιουργού του. Γιατί όμως γίνεται λόγος αποκλειστικά για «ανθρώπινο» πρόσωπο; Τα ζώα αποτελούν πρόσωπα; Ο π. Κάλλιστος δεν περιορίζεται όμως στο να εκφράσει τις απόψεις των εκκλησιαστικών Πατέρων και των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, αλλά προβαίνει και σε θέσεις που από κάποιους θα μπορούσαν να ονομαστούν «τολμηρές»: παρουσιάζοντας αρχικά την παραδοσιακή φιλόζωη στάση των Αγίων της Εκκλησίας (π.χ. να τρέφουν και να φροντίζουν μέχρι και άγρια θηρία), ισχυρίζεται πως τίποτε στην Αγία Γραφή δεν αποκλείει ουσιαστικά την ύπαρξη αθάνατης ψυχής και στα ζώα. Δεν αναγνωρίζεται ρητά, ούτε όμως απορρίπτεται και ρητά. Το ζήτημα, θεωρεί, αφήνεται ανοικτό. Επιπλέον, σύμφωνα με τον ίδιο:
«Το γεγονός, λοιπόν, ότι στην ελληνική χριστιανική παράδοση δεν αναγνωρίζεται στα ζώα αθάνατη ψυχή, πλασμένη κατά τη θεία εικόνα, δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα μεταχειριζόμαστε ως αντικείμενα που δεν αξίζουν τον σεβασμό μας. Αντιθέτως, η ζωή των Ελλήνων αγίων- όπως και εκείνων της Δύσης (ιδιαιτέρως δε των Κελτών αγίων)- είναι γεμάτη από εξακριβωμένα περιστατικά που φανερώνουν τη στενή σχέση μεταξύ των ανθρώπων αυτών και των θηρίων».
Η σκέψη του π. Καλλίστου διασταυρώνεται, στο σημείο αυτό, με τις επίκαιρες συζητήσεις για την κατανάλωση κρέατος και το κατά πόσον είναι αυτή ηθικά σωστή:
«Η ελληνική χριστιανοσύνη πιστεύει ότι υπήρχε κάποτε μια εποχή, σύμφωνα με την αφήγηση περί παραδείσου, που ο Αδάμ και η Εύα ζούσαν εν ειρήνη με τα ζώα μέσα στον κήπο της Εδέμ. Την αρμονία αυτή κατέστρεψε ακριβώς η δική μας αμαρτία-η “πτώση” μας στην ανυπακοή […] Η κατανάλωση κρέατος επιτράπηκε στους ανθρώπους μόνο μετά την πτώση (Γεν. 9:3)· δεν είναι αφ’ εαυτής αμαρτωλή, πάντως όμως αντιπροσωπεύει μια παρακμή από την αρχική τελειότητα. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ήταν ποτέ κατ’ αρχήν υπέρ της φυτοφαγίας, παρ’ ότι οι μοναχοί και οι μοναχές συνήθως απέχουν από το κρέας. Τρώνε όμως ψάρι, όπως έτρωγε και ο Χριστός (Λουκ. 24:42-43).
Η αθάνατη ψυχή, πλασμένη κατά τη θεία εικόνα είναι, πάντως, η βασική διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και στα υπόλοιπα ζώα. Πώς ορίζεται η ανθρώπινη ψυχή; Αναζητώντας έναν αποτελεσματικό ορισμό, ο π. Κάλλιστος τονίζει αρχικά το ανεξιχνίαστο βάθος της, που είναι ίσως και το μοναδικό σημείο στο οποίο συμφωνούν πρακτικά όλοι οι εκκλησιαστικοί πατέρες. Ωστόσο, ένα δεδομένο που συμπεραίνουμε από τα πατερικά συγγράμματα, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η έννοια της «καρδιάς», η οποία εκφράζει γενικότερα το ανθρώπινο πρόσωπο ως ψυχοσωματική ενότητα[3], ενώ ό,τι οι πατέρες ονομάζουν «νου», είναι τμήμα της ψυχής που δεν ταυτίζεται με τη διάνοια, αλλά μπορεί να γνωρίζει τον Θεό άμεσα (θεοπτία). Ωστόσο, το ζήτημα των μερών της ψυχής δεν είναι το μοναδικό σημείο στο οποίο δεν υπάρχει ομοφωνία των πατέρων. Στο επίμαχο ζήτημα των παθών, ο π. Κάλλιστος διακρίνει τους εκκλησιαστικούς πατέρες [ΟΧΙ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ] σε δύο κατηγορίες: εκείνους που υποστήριζαν τον ολικό αφανισμό των παθών, επηρεασμένοι από τη στωική φιλοσοφία, και σε εκείνους που πίστευαν στη δημιουργική μεταμόρφωσή τους, βασισμένοι στον αριστοτελισμό (με αυτούς ταυτίζεται περισσότερο και ο ίδιος). Σε μια παρόμοια διάκριση προβαίνει και όταν διερευνά το ζήτημα του ανθρώπινου σώματος. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς χωρίζονται στους υποτιμώντες το σώμα («πλατωνικοί», αν και όχι τόσο ώστε να είναι δυϊστές) και εκείνους που, επηρεασμένοι άμεσα από την Αγία Γραφή, αντιλαμβάνονταν τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα («αγιογραφικοί»). Ο π. Κάλλιστος καταλήγει ότι στην ιστορία της Χριστιανοσύνης επικράτησαν μάλλον οι αγιογραφικοί, που τιμούσαν το σώμα και την ύλη, παρά οι επηρεασμένοι από τον πλατωνισμό και τον στωικισμό, που τα περιφρονούσαν: στο ζήτημα των παθών, η βιβλική παράδοση πίστης νίκησε την αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη.
Μία από αυτές είναι αναμφισβήτητα τα έργα του Βρετανού Μητροπολίτη Διοκλείας, Καλλίστου Ware (1934-2022). Ο μητροπολίτης Κάλλιστος ήταν αναμφισβήτητα σημαντική μορφή για την Ορθόδοξη θεολογία και γι’ αυτό η εκδημία του έγινε κάτι παραπάνω από αισθητή σε πιστούς απ’ όλον τον κόσμο. Υπήρξε εμβριθής θεολόγος και πολυγραφότατος συγγραφέας, που είχε εμβαθύνει στην πατερική, και γενικότερα την εκκλησιαστική γραμματεία. Γνώριζε την ελληνική γλώσσα, υπήρξε φίλος και στενός συνεργάτης του Philip Sherrard, αλλά και, μ’ έμμεσο τρόπο, «μαθητής» του π. Γεωργίου Florovsky, του μεγαλύτερου ίσως θεολόγου του περασμένου αιώνα, τον οποίο αποκαλούσε «μέντορά» του.
Το συγγραφικό έργο του π. Καλλίστου καταπιάνεται με μερικά σύγχρονα ζητήματα, ή ακριβέστερα, με παραδοσιακά μεν ζητήματα της Χριστιανοσύνης, που διατηρούν όμως και την επικαιρότητά τους. Τέτοια είναι το σώμα, η σεξουαλικότητα και τα πάθη, το ανθρώπινο πρόσωπο, καθώς και η σχέση των ανθρώπων με τα ζώα[1]. Συζητώντας περί του σώματος, ο π. Κάλλιστος αναφέρει πως παρόλο που οι Χριστιανοί λογίζονται από πολλούς σαν «μισητές» του, η πραγματικότητα είναι ασφαλώς πιο περίπλοκη. Στην πραγματικότητα, θα ήταν ορθότερο να μιλήσουμε όχι για μίσος αλλά για μια αμφιθυμία των πιστών απέναντι στο ανθρώπινο σώμα. Αυτό ισχύει ειδικότερα για την ελληνική Χριστιανοσύνη, στην οποία το σώμα θεωρείται, σε γενικές γραμμές, κάτι το εγγενώς αγαθό, όμως παράλληλα προκύπτουν και τάσεις αρνητικές αντιμετώπισής του. Ενδεικτικά, για τον Ωριγένη, ο άνθρωπος πλάστηκε αρχικά «νοητός», δηλαδή το σώμα δεν αποτελούσε μέρος του αρχικού θεϊκού σχεδίου για τον άνθρωπο. Αυτή είναι η γνωστή διδασκαλία περί προΰπαρξης της ψυχής, διδασκαλία που καταδικάστηκε ευθαρσώς στην Ε’ Οικουμενική Σύνοδο (553 μ.Χ.).
Από την άλλη, για τον Κλήμη Αλεξανδρείας, το σώμα μας είναι σύντροφος και «συνεργάτης» μας, όπως «συνεργάτης» του Θεού καθίσταται, κατά κάποιον τρόπο, ο άνθρωπος, κατά την αναπαραγωγική διαδικασία. Οι πατέρες που ακολουθούν χρονικά, λέει ο π. Κάλλιστος, δηλαδή οι Μέγας Αθανάσιος, Άγιος Γρηγόριος Νύσσης και Μάξιμος Ομολογητής, υποστήριζαν πως η σεξουαλικότητα παραχωρήθηκε από τον Θεό μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων. Αντίθετα, ο Άγιος Ειρηναίος θεωρούσε πως βρισκόταν εξαρχής στο θεϊκό σχέδιο και θα πραγματοποιούνταν μετά την «ενηλικίωση» των Αδάμ και Εύας. Αυτό ισχυριζόταν και ο Άγιος Αυγουστίνος, στη Δύση, κόντρα στην ευρεία προκατάληψη που τον θέλει «πουριτανό» και σωματοφοβικό. Τι λέει όμως η ίδια η Βίβλος σχετικά; Αρχικά, η Παλαιά Διαθήκη, που συλλαμβάνει τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα, εγκωμιάζει τον γάμο, το sex και την τεκνοποίηση, η Καινή Διαθήκη, όμως, παρότι επίσης αναγνωρίζει την αξία τους, δεν κρύβει την προτίμησή της για την παρθενία. Δεν είναι, άλλωστε, μυστικό ότι στην Ορθοδοξία υπάρχουν καθιερωμένοι κανόνες που περιορίζουν κάπως τη σεξουαλικότητα: παντρεμένα ζευγάρια καλούνται σε αποχή προτού προχωρήσουν στη Θεία Κοινωνία, οι γυναίκες με έμμηνο ρύση καλούνται να την αποφύγουν, όπως αντίστοιχα και οι άνδρες με εκσπερμάτωση (αν και το τελευταίο πολλοί δεν το γνωρίζουν, με αποτέλεσμα να κατηγορούν την Ορθοδοξία σαν «μισογυνιστική»). Περισσότερη καχυποψία για το σώμα, προ παντός το γυμνό, εκφράζεται στα μοναστικά κείμενα, με την εντυπωσιακή εξαίρεση του Αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου, ο οποίος γράφει ότι και τα γεννητικά μας όργανα αποτελούν επίσης λόγο ύμνου και δοξολογίας του Θεού, για τα δημιουργήματά Του. Επιπλέον, στην Ακολουθία του γάμου, προβάλλονται ρητά οι δύο στόχοι του, οι οποίοι θεωρούνται αξεδιάλυτοι: τεκνογονία και ένωση αγάπης. Τέλος, δεν πρέπει να λησμονείται ποτέ ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία προσδοκεί τη σωματική μας ανάσταση, με την οποία το σώμα μας θα λάβει αφθαρσία και εξαγιασμό για όλη την αιωνιότητα.
Κάνοντας λόγο για ό,τι στην Ορθοδοξία ονομάζεται «ανθρώπινο πρόσωπο», ο π. Κάλλιστος απαριθμεί τα κύρια χαρακτηριστικά του: ελευθερία, ευγνωμοσύνη, μοίρασμα και τελειοποιησιμότητα[2]. Όταν ο άνθρωπος συγκεντρώνει και τα τέσσερα παραπάνω στοιχεία, τότε είναι γνήσιος άνθρωπος, δηλαδή κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Δημιουργού του. Γιατί όμως γίνεται λόγος αποκλειστικά για «ανθρώπινο» πρόσωπο; Τα ζώα αποτελούν πρόσωπα; Ο π. Κάλλιστος δεν περιορίζεται όμως στο να εκφράσει τις απόψεις των εκκλησιαστικών Πατέρων και των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, αλλά προβαίνει και σε θέσεις που από κάποιους θα μπορούσαν να ονομαστούν «τολμηρές»: παρουσιάζοντας αρχικά την παραδοσιακή φιλόζωη στάση των Αγίων της Εκκλησίας (π.χ. να τρέφουν και να φροντίζουν μέχρι και άγρια θηρία), ισχυρίζεται πως τίποτε στην Αγία Γραφή δεν αποκλείει ουσιαστικά την ύπαρξη αθάνατης ψυχής και στα ζώα. Δεν αναγνωρίζεται ρητά, ούτε όμως απορρίπτεται και ρητά. Το ζήτημα, θεωρεί, αφήνεται ανοικτό. Επιπλέον, σύμφωνα με τον ίδιο:
«Το γεγονός, λοιπόν, ότι στην ελληνική χριστιανική παράδοση δεν αναγνωρίζεται στα ζώα αθάνατη ψυχή, πλασμένη κατά τη θεία εικόνα, δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα μεταχειριζόμαστε ως αντικείμενα που δεν αξίζουν τον σεβασμό μας. Αντιθέτως, η ζωή των Ελλήνων αγίων- όπως και εκείνων της Δύσης (ιδιαιτέρως δε των Κελτών αγίων)- είναι γεμάτη από εξακριβωμένα περιστατικά που φανερώνουν τη στενή σχέση μεταξύ των ανθρώπων αυτών και των θηρίων».
Η σκέψη του π. Καλλίστου διασταυρώνεται, στο σημείο αυτό, με τις επίκαιρες συζητήσεις για την κατανάλωση κρέατος και το κατά πόσον είναι αυτή ηθικά σωστή:
«Η ελληνική χριστιανοσύνη πιστεύει ότι υπήρχε κάποτε μια εποχή, σύμφωνα με την αφήγηση περί παραδείσου, που ο Αδάμ και η Εύα ζούσαν εν ειρήνη με τα ζώα μέσα στον κήπο της Εδέμ. Την αρμονία αυτή κατέστρεψε ακριβώς η δική μας αμαρτία-η “πτώση” μας στην ανυπακοή […] Η κατανάλωση κρέατος επιτράπηκε στους ανθρώπους μόνο μετά την πτώση (Γεν. 9:3)· δεν είναι αφ’ εαυτής αμαρτωλή, πάντως όμως αντιπροσωπεύει μια παρακμή από την αρχική τελειότητα. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ήταν ποτέ κατ’ αρχήν υπέρ της φυτοφαγίας, παρ’ ότι οι μοναχοί και οι μοναχές συνήθως απέχουν από το κρέας. Τρώνε όμως ψάρι, όπως έτρωγε και ο Χριστός (Λουκ. 24:42-43).
Η αθάνατη ψυχή, πλασμένη κατά τη θεία εικόνα είναι, πάντως, η βασική διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και στα υπόλοιπα ζώα. Πώς ορίζεται η ανθρώπινη ψυχή; Αναζητώντας έναν αποτελεσματικό ορισμό, ο π. Κάλλιστος τονίζει αρχικά το ανεξιχνίαστο βάθος της, που είναι ίσως και το μοναδικό σημείο στο οποίο συμφωνούν πρακτικά όλοι οι εκκλησιαστικοί πατέρες. Ωστόσο, ένα δεδομένο που συμπεραίνουμε από τα πατερικά συγγράμματα, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η έννοια της «καρδιάς», η οποία εκφράζει γενικότερα το ανθρώπινο πρόσωπο ως ψυχοσωματική ενότητα[3], ενώ ό,τι οι πατέρες ονομάζουν «νου», είναι τμήμα της ψυχής που δεν ταυτίζεται με τη διάνοια, αλλά μπορεί να γνωρίζει τον Θεό άμεσα (θεοπτία). Ωστόσο, το ζήτημα των μερών της ψυχής δεν είναι το μοναδικό σημείο στο οποίο δεν υπάρχει ομοφωνία των πατέρων. Στο επίμαχο ζήτημα των παθών, ο π. Κάλλιστος διακρίνει τους εκκλησιαστικούς πατέρες [ΟΧΙ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ] σε δύο κατηγορίες: εκείνους που υποστήριζαν τον ολικό αφανισμό των παθών, επηρεασμένοι από τη στωική φιλοσοφία, και σε εκείνους που πίστευαν στη δημιουργική μεταμόρφωσή τους, βασισμένοι στον αριστοτελισμό (με αυτούς ταυτίζεται περισσότερο και ο ίδιος). Σε μια παρόμοια διάκριση προβαίνει και όταν διερευνά το ζήτημα του ανθρώπινου σώματος. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς χωρίζονται στους υποτιμώντες το σώμα («πλατωνικοί», αν και όχι τόσο ώστε να είναι δυϊστές) και εκείνους που, επηρεασμένοι άμεσα από την Αγία Γραφή, αντιλαμβάνονταν τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα («αγιογραφικοί»). Ο π. Κάλλιστος καταλήγει ότι στην ιστορία της Χριστιανοσύνης επικράτησαν μάλλον οι αγιογραφικοί, που τιμούσαν το σώμα και την ύλη, παρά οι επηρεασμένοι από τον πλατωνισμό και τον στωικισμό, που τα περιφρονούσαν: στο ζήτημα των παθών, η βιβλική παράδοση πίστης νίκησε την αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη.
[1] Εκτός από τα εκλησιαστικά συγγράμματα, πηγή του π. Καλλίστου είναι και η αρχαιοελληνική φιλοσοφία, που συνδέεται μαζί τους με διάφορους και πολύπλοκους τρόπους. Μπορεί να σημειωθεί, παρενθετικά, ότι ο π. Κάλλιστος εκφράζει μια ελαφρώς επικριτική στάση, όντας λίγο υποχωρητικός στα ζητήματα που αναφέρονται: μοιάζει όχι να «επιθεωρεί» τον σύγχρονο κόσμο από τη σκοπιά της Ορθοδοξίας, αλλά την Ορθοδοξία από τη σκοπιά της συμβατότητας με τις συνήθειες του σύγχρονου κόσμου. Ως προς το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας, ο π. Κάλλιστος εξέφρασε σχετικές απόψεις με άρθρο-πρόλογό του στο τριμηνιαίο ορθόδοξο χριστιανικό περιοδικό της Inga Leonova, The Wheel, το 2018 (θέμα τεύχους: “Embodiment and Anthropology. Sex, Marriage and Theosis”), υποστηρίζοντας πως η Ορθοδοξία δεν αποκλείει εν γένει τον θεολογικό «πειραματισμό». Όπως είναι αναμενόμενο, υπήρξαν απαντήσεις και δεν έλειψαν και οι επικρίσεις για τους ισχυρισμούς αυτούς.
[2] Ευχαριστία, εξομολόγηση, αίτημα, αυτή τη σειρά πρέπει ν’ ακολουθεί ο πιστός στην προσευχή του, μας λέει χαρακτηριστικά ο π. Κάλλιστος.
[3] Ο π. Κάλλιστος διακρίνει ισχυρές ομοιότητες της πατερικής προσέγγισης της «ψυχής», με την οπτική του ψυχοθεραπευτή και ιδρυτή της Αναλυτικής Ψυχολογίας, C. G. Jung, για τον οποίο και δεν κρύβει τη συμπάθειά του. Η σχέση της Ορθοδοξίας με τις απόψεις της γιουνγκιανής Αναλυτικής Ψυχολογίας, δεν είναι μονοσήμαντη. Από τη μια μεριά, ο Jung έχει αποδοκιμασθεί ως συγκρητιστής, εμπνευσμένος από ανατολίτικες πηγές και εμπνευστής μιας New Age θρησκευτικότητας, από την άλλη μεριά όμως έχει εγκωμιασθεί για την «εγγύτητα» της προσέγγισής του με αυτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όσον αφορά την ψυχή. Αυτή την τελευταία προέβαλε, για παράδειγμα, ο ψυχολόγος και ακαδημαϊκός Γεώργιος Κρασανάκης, σε παλαιότερη συνέντευξή του στην εκπομπή «Ορθοδοξία, Γένος και Παράδοση».Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Ανθρώπινες καταστάσεις”) είναι έργο του Δημήτρη Σκουρτέλη.
[2] Ευχαριστία, εξομολόγηση, αίτημα, αυτή τη σειρά πρέπει ν’ ακολουθεί ο πιστός στην προσευχή του, μας λέει χαρακτηριστικά ο π. Κάλλιστος.
[3] Ο π. Κάλλιστος διακρίνει ισχυρές ομοιότητες της πατερικής προσέγγισης της «ψυχής», με την οπτική του ψυχοθεραπευτή και ιδρυτή της Αναλυτικής Ψυχολογίας, C. G. Jung, για τον οποίο και δεν κρύβει τη συμπάθειά του. Η σχέση της Ορθοδοξίας με τις απόψεις της γιουνγκιανής Αναλυτικής Ψυχολογίας, δεν είναι μονοσήμαντη. Από τη μια μεριά, ο Jung έχει αποδοκιμασθεί ως συγκρητιστής, εμπνευσμένος από ανατολίτικες πηγές και εμπνευστής μιας New Age θρησκευτικότητας, από την άλλη μεριά όμως έχει εγκωμιασθεί για την «εγγύτητα» της προσέγγισής του με αυτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όσον αφορά την ψυχή. Αυτή την τελευταία προέβαλε, για παράδειγμα, ο ψυχολόγος και ακαδημαϊκός Γεώργιος Κρασανάκης, σε παλαιότερη συνέντευξή του στην εκπομπή «Ορθοδοξία, Γένος και Παράδοση».Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Ανθρώπινες καταστάσεις”) είναι έργο του Δημήτρη Σκουρτέλη.
ΑΓΓΛΙΚΑΝΟΣ ΝΤΥΜΕΝΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ, ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ, ΠΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ, Ο ΠΑΓΚΟΣ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, ΕΚΔΟΤΗΣ ΤΟΥ SOBORNOST, ΤΗΣ ΣΥΝΑΞΗΣ, ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ. ΛΑΤΡΕΜΕΝΟΣ ΤΩΝ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΑΡΟΤΙ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ.
ΓΛΥΚΟΣ ΣΟΡΟ-ΠΙΑΣΤΟΣ. ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου