Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

Ο άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο (6)

Συνέχεια από 3 Οκτωβρίου 2023

Ο άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο

Του Giorgio Agamben

Κεφάλαιο 3: Ο άνθρωπος με γούστο και η διαλεκτική της διάσπασης β



Αυτή η ανεξήγητη τάση (penchant) του καλού γούστου προς το αντίθετο του, βρίσκεται τόσο κοντά στον σύγχρονο άνθρωπο, που δεν ξαφνιάζει καν, και δεν θέτει το ερώτημα, πράγμα που θα ήταν φυσικό, πως είναι δυνατόν, το γούστο του να διχάζεται μεταξύ ασύμβατων αντικειμένων, όπως οι Ελεγείες του Ντουίνο και τα μυθιστορήματα του Ian Flemming, τη ζωγραφική του Cézanne και τα λουλουδάτα μπιμπελό (Nippes).

Έτσι και στην περίπτωση του ανθρώπου με γούστο εμφανίζεται το ίδιο φαινόμενο με αυτό που περιέγραψε ο Proust για τον έξυπνο άνθρωπο.
Ο Proust υποστήριξε, πως το γεγονός, ότι κάποιος έγινε εξυπνότερος, έδινε το δικαίωμα να είναι λιγότερο έξυπνος, «d`etre devenu plus intelligent crée des droits à l`etre moins». Όπως ακριβώς η εξυπνάδα φτάνει σε ένα επίπεδο, πέρα από το οποίο φαίνεται να χρησιμοποιεί την βλακεία, έτσι και το καλό γούστο, από ένα σημείο της εκλέπτυνσης του και πέρα, δεν μπορεί να ανταπεξέλθει χωρίς το κακό γούστο. Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ να συνδέουμε την ύπαρξη της τέχνης και λογοτεχνίας διασκέδασης αποκλειστικά με την μαζική κοινωνία, και να τις βλέπουμε με τα γυαλιά (και την ψυχολογική κατάσταση) εκείνων των διανοουμένων, οι οποίοι υπήρξαν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μάρτυρες της μεγάλης ανάπτυξης αυτής της λογοτεχνίας και τέχνης. Και το έχουμε συνηθίσει τόσο, ώστε ξεχνάμε, πως η κουλτούρα αυτή της διασκέδασης, δεν ήταν κατά τη γέννηση της (όταν η Madame de Sevigne περιέγραψε τον παράδοξο εντυπωσιασμό που ασκούσαν πάνω της τα μυθιστορήματα του Le Calprenedes) ένα λαϊκό φαινόμενο, αλλά αριστοκρατικό. Οι εργασίες των κριτικών της μαζικής κουλτούρας θα ήταν πολύ πιο βοηθητικές, εάν άρχιζαν να θέτουν το ερώτημα, πως έγινε και μια σε ύψιστο βαθμό εκλεπτυσμένη ελίτ ένιωσε την ανάγκη-για λόγους που επαφίονται στις ευαισθησίες της-να μπλεχτεί με το χυδαίο και χοντροκομμένο. Με την πρώτη ματιά που ρίχνουμε στη λογοτεχνία της διασκέδασης, διαπιστώνουμε πως γίνεται πάλι αυτό που ήταν παλιά: ένα φαινόμενο που αφορά τις «ανώτερες» περιοχές της κουλτούρας, και όχι τις «μεσαίες» ή «κατώτερες». Και δεν είναι καθόλου τιμητικό για μας, που μεταξύ τόσο πολλών διανοουμένων, οι οποίο ασχολούνται με το κίτς και τις επιφυλλίδες, δεν βρίσκεται μια Madame de Sevigne, διατεθειμένη να τα βάλει με τον εαυτό της, και να αυτοτιμωρηθεί για την αδυναμία της αυτή.

Οι καλλιτέχνες όμως δεν άργησαν να μάθουν το μάθημα από τα μυθιστορήματα του Le Calprenedes. Στην αρχή ανεπαίσθητα, και κατόπιν όλο και πιο απροκάλυπτα, άρχισαν να βάζουν το κακό γούστο στο έργο τέχνης, με το να καταστήσουν ουσιαστική πήγη της λογοτεχνίας εκείνη την beauté des sentiments, εκείνη την violence des passions, και succes miraculeuxde leur redoutables épées, για τα οποία γίνεται λόγος στη Madame de Sévigné (όπως επίσης και οτιδήποτε άλλο, που θα μπορούσε να κινητοποιήσει και να διατηρήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη). Η ίδια εκείνη εποχή, κατά την οποία ο Hutcheson και οι άλλοι θεωρητικοί του γούστου όρισαν ως θεμέλιο της ομορφιάς το ομοιόμορφο και το αρμονικό, στήριξε στην ποίηση την έκπληξη του Giambattista Marino και όλες τις υπερβολές και εκκεντρικές τάσεις του Μπαρόκ. Όσοι υποστήριζαν μέσα στο δράμα την αστική τραγωδία και την comedie larmoyante νίκησαν εν τέλει τους κλασικιστές αντιπάλους τους, και όταν ο Moliere στο «Ο κύριος από την επαρχία» φέρνει δυο γιατρούς στη σκηνή, που θέλουν να κάνουν κλύσμα στον πρωταγωνιστή που ανθίσταται, δεν εμφανίζεται στη σκηνή μια αντλία για το κλύσμα, αλλά όλη η σκηνή πλημμυρίζει από αντλίες κλύσματος. Τα genres trechés, το μόνο είδος που επέτρεπαν οι οπαδοί του καθαρού γούστου, αντικαθίστανται σιγά σιγά από λιγότερο ευγενή ανάμεικτα λογοτεχνικά είδη. Το πρωτότυπο τους είναι το μυθιστόρημα. Γεννημένο από την ανάγκη να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του κακού γούστου, βρέθηκε τελικά στο κέντρο της λογοτεχνικής παραγωγής. Προς το τέλος του 18ου αιώνα βλέπουμε να εισέρχεται στη σκηνή ένα άλλο είδος, η gothic romance, το οποίο βασιζόταν σε μια άμεση, απλή αντιστροφή των κριτηρίων του καλού γούστου. Οι ρομαντικοί χρησιμοποίησαν στον αγώνα τους για μια ενδιαφέρουσα τέχνη αυτήν τη διαδικασία χωρίς κανένα ενδοιασμό, ώστε με τρόμο και τρομοκρατία να ανοίξουν για την τέχνη εκείνες τις περιοχές του συναισθήματος, τις οποίες το καλό γούστο θεωρούσε πως έπρεπε για πάντα να αποκλείσει από την μετοχή στο αισθητικό. Η επανάσταση αυτή του κακού γούστου οδήγησε σε μια κανονική μετωπική σύγκρουση της poésie με το gout (ή esprit), στη διάρκεια της οποίας ένας συγγραφέας όπως o Flaubert, ο οποίος σε όλη του τη ζωή πολεμούσε με έμφαση και υπερφόρτωση, είπε για τον εαυτό του σε ένα γράμμα προς την Louise Colet: «Για να έχεις αυτό που ονομάζεται συνήθως κακό γούστο, είναι αναγκαίο να έχεις την ποίηση στον εγκέφαλο σου. Το esprit αντιθέτως, είναι ασυμβίβαστο με την αληθινή ποίηση». Φαίνεται λοιπόν, σαν να είναι αδύνατο η ιδιοφυία και το καλό γούστο να κατοικούν στον ίδιο εγκέφαλο, και ο καλλιτέχνης, για να είναι πραγματικά καλλιτέχνης, θα πρέπει να διαφέρει εντελώς από τους ανθρώπους με γούστο. Εντωμεταξύ, η προγραμματική δήλωση του Rimbaud περί κακού γούστου στο Une saison en enfer, είναι σήμερα τόσο διάσημη, ώστε πρέπει πραγματικά να κοπιάσουμε για να παρατηρήσουμε, πως η λίστα αυτή αποδίδει όλο το περιεχόμενο της σύγχρονης αισθητικής συνείδησης:

«Αγαπούσα απλοϊκές ζωγραφιές, τα γείσα πάνω από τις πόρτες, τα διακοσμητικά των θεατρικών σκηνών, τα αντίσκηνα των σαλτιμπάγκων, τις ταμπέλες των ταβερνών, τις πολύχρωμες ζωγραφιές για τον λαό. Τη λογοτεχνία που δεν ήταν πια της μόδας, τα λατινικά της Εκκλησίας, ερωτικά βιβλία με εσφαλμένη ορθογραφία, τα μυθιστορήματα των παππούδων μας, παραμύθια με νεράιδες, βιβλιαράκια για παιδιά, παλιές όπερες, αθώους καρκινικούς στίχους, αφελείς μελωδίες».

Σε ότι αφορά στο γούστο, αυτό που την εποχή του Rimbaud ήταν εκκεντρικό, κατέληξε στο μεταξύ συνηθισμένο πάθος των διανοουμένων, αφού έγιναν μέρος του καταλόγου των πραγμάτων εκείνων, η συμμετοχή στα οποία εκτιμάται πολύ, και αποτελεί σήμερα χαρακτηριστικό διαφοροποίησης. Το σύγχρονο γούστο οικοδόμησε εκ νέου το κάστρο του Hesdin. Επειδή όμως στην ιστορία δεν υπάρχουν εισιτήρια επιστροφής, θα ήταν ίσως πρέπον, προτού ξεκινήσουμε το ταξίδι και αρχίσουμε να θαυμάζουμε αυτά που μας παρουσιάζονται, να συλλογιστούμε το νόημα της εξαπάτησης, που υφίσταται το καλό μας γούστο.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: