ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Τρίτη, 9 Ιανουαρίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ
IΙΙ. Η Ε Υ Φ Ρ Α Δ Ε Ι Α - 2
Από την εποχή του Γοργία, παρατηρείται σημαντική βελτίωση του επιπέδου της ευφράδειας στην Αθήνα, αλλά αρχικά μόνο σ’ αυτή την πόλη, όπου το έδαφος είχε ήδη καλλιεργηθεί από τους προγενέστερους πολιτικούς ηγέτες· διότι είχε την τύχη, από την εποχή των Περσικών Πολέμων, να καταστεί το επίκεντρο της ελληνικής πολιτικής, καθώς και δύο σημαντικών ηγεμονιών. Παρότι δεν αναδείχθηκαν ιδιαίτερα σημαντικοί ρήτορες το γενικό ενδιαφέρον για τις ομιλίες τους κέρδιζε διαρκώς νέο έδαφος. Δεν μπορούμε όμως να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο Θεμιστοκλής υπήρξε ένας σημαντικός ρήτορας. Αρχαίες πηγές επισημαίνουν τη γοητεία που ασκούσε ο Περικλής, και την ικανότητα που είχε αυτός ο Ολύμπιος «να αστράφτει και να βροντά», και να χειραγωγεί την Ελλάδα, καθώς και να κεντρίζει το ενδιαφέρον του ακροατηρίου του. Η αλήθεια είναι όμως ότι εκτός από τους νόμους του δεν διασώζονται άλλα δικά του κείμενα, διότι την εποχή εκείνη οι ισχυροί άνδρες δεν αρέσκονταν να καταγράφουν τους πολιτικούς λόγους τους ούτε να τους αφήνουν ως παρακαταθήκη. Η εικόνα των λόγων του Περικλή που μας κληροδότησε ο Θουκυδίδης αναδεικνύει κυρίως το πνεύμα και όχι την ευφράδειά του. Γνωρίζουμε όμως ότι χρησιμοποιούσε ποιητικές εκφράσεις, ορισμένες από τις οποίες έγιναν διάσημες, χωρίς να διακρίνεται όμως για ρητορικές εξάρσεις, όπως για παράδειγμα ο Δημοσθένης, ενώ το ύψος και ο τόνος της φωνής του δεν παρουσίαζαν διακυμάνσεις.
Την εποχή εκείνη η δικανική ρητορική ήταν ακόμη, χωρίς καμιά αμφιβολία, πολύ διακριτική. Αλλά στα τριάντα χρόνια περίπου που μεσολάβησαν, μετά την άφιξη του Γοργία στην Αθήνα, παρατηρείται μια σημαντική εξέλιξη. Παρότι ο Γοργίας εισήγαγε στους ρητορικούς λόγους του το έντεχνο ύφος, χωρίς όμως να επιδιώκει τη χρήση του για πολιτικούς ή δικανικούς σκοπούς, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ρητορικής του Τεισία, και της διαλεκτική των σοφιστών, η Αθήνα καλλιεργεί βαθμιαία την προοριζόμενη για τους αγορητές τής υπεράσπισης στα δικαστήρια λογογραφία, στην οποία πρώτος ο Αντιφών, αν και ανήκει στην αρχαιότερη γενιά, εισάγει ήδη συνειδητά το έντεχνο ύφος. Ο Θρασύμαχος από την πλευρά του προσέδωσε στον ρητορικό λόγο πραγματιστική χροιά, αντικαθιστώντας το πομπώδες ύφος του Γοργία και την αυστηρότητα του Αντιφώντος με ένα συμβιβαστικό και εκλεπτυσμένο ύφος. Ο Κριτίας και ο Ανδοκίδης, οι οποίοι δεν υπήρξαν σοφιστές και δεν προσέφεραν κάτι νέο στον ρητορικό λόγο, αναδεικνύουν όμως σε γενικές γραμμές την εικόνα της εξέλιξής του. Τέλος ο Λυσίας, ο δεύτερος μεγαλύτερος λογογράφος, αναπτύσσει ακόμη περισσότερο την τέχνη του Θρασύμαχου, προσαρμόζοντας τον ρητορικό λόγο τις απαιτήσεις της καθημερινότητας, διότι παρότι υπήρξε γνώστης των τεχνασμάτων του λόγου και των συμβιβασμών που ακολούθησαν, απέφυγε την συχνή χρήση τους. Και παράλληλα με όλες αυτές τις τάσεις εμφανίζεται μια ακόμη τεχνική, αυτή που χρησιμοποιεί ο Ισοκράτης.
Αλλά το πραγματικό μεγαλείο της ρητορικής αναδεικνύεται μέσα από την τραγωδία. Και ενώ στις Ευμενίδες του Αισχύλου η αντιπαράθεση διεξάγεται μέσα από απλούς απαντητικούς διαλόγους, και τις σκηνές των διαπληκτισμών του Αίαντα και της Αντιγόνης του Σοφοκλή, οι αντίπαλοι τις διεξέρχονται με γενικού περιεχόμενου απειλές και αφορισμούς, στον Ευριπίδη η λεκτική μονομαχία δεν υπακούει πλέον σε καμιά ποιητική αναγκαιότητα, αλλά στους καθαρά δικούς της κανόνες, και ο ποιητής ανάγεται σε ρήτορα. Αλλά και η κωμωδία, παρότι εμφανίζεται ως ο ορκισμένος εχθρός της ρητορικής και την χλευάζει, αφήνει να εννοηθεί ότι αυτή η επιλογή της δεν θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν. Σε πολλά από τα έργα του Αριστοφάνη οι έριδες καταλήγουν σε δίκες που μπορεί να είναι κουραστικές για εμάς, αλλά για τους Αθηναίους υπήρξαν μια ιδιαίτερη πηγή αναψυχής.
Αλλά και ο πολιτικός δημόσιος λόγος έλαβε σύντομα διαφορετική μορφή. Σε αντίθεση με την ήρεμη παρουσία του Περικλή, ακόμη και του Αντιφώντος, ο Κλέων βημάτιζε συνεχώς στην εξέδρα, φωνάζοντας δυνατά, ανεμίζοντας το ένδυμά του και χτυπώντας το χέρι του στον μηρό. Ακολουθούν οι επαγγελματίες ρήτορες στην Εκκλησία του Δήμου, οι οποίοι προσφέρουν οικειοθελώς την ευφράδειά τους στην υποστήριξη συγκεκριμένων εισηγήσεων. Πρόκειται ασφαλώς για άτομα μισητά, τα οποία όμως ώφειλαν να έχουν λάβει κάποια συγκεκριμένη εκπαίδευση, διότι η ενασχόληση με τα κοινά προϋπέθετε την γνώση της τέχνης του λόγου. Αλλά την προθυμία με την οποία γινόταν αποδεκτή σε αυτούς του κύκλους η νέα σοφιστική τέχνη, αναδεικνύει ο Αριστοφάνης, με τη σύλληψη ενός φανταστικού ήρωα, αποκαλούμενου Υπέρβολου, ο οποίος παρότι αποκομίζει ήδη σημαντικά κέρδη από την πολιτική, πληρώνει αδρά για να διδαχθεί την τέχνη των σοφιστών.
Στο μεταξύ, μαζί με την πολιτική ευφράδεια, το αθηναϊκό δικαστικό σώμα συνέτεινε σε μεγάλο βαθμό στην εξέλιξη της δικανικής ευγλωττίας. Αποφασιστικής σημασία είναι το γεγονός ότι εδώ δεν πρόκειται, όπως στα ολιγαρχικά πολιτεύματα, για ετυμηγορίες που εκδίδονται από ένα δημόσιο λειτουργό, ή έστω ένα επίλεκτο σώμα, περιπτώσεις στις οποίες θα αρκούσε μια επιδέξια πειθώ, αλλά για λαϊκά δικαστήρια αποτελούμενα από αθηναίους πολίτες, οι οποίοι είχαν τις ίδιες απαιτήσεις καθοδήγησης από έναν άνδρα ανώτερης ευφυΐας, όπως και ο λαός της Εκκλησίας του Δήμου. Ενώπιον αυτού του λαϊκού δικαστηρίου (Ηλιαία) θα έπρεπε κανείς να αποδείξει την αθωότητα του και να πετύχει την καταδίκη του αντιπάλου του. Δεν επιτρεπόταν η παρουσία δικηγόρου, χρειαζόταν όμως μια οργανωμένη υπεράσπιση, απαρτιζόμενη από οιονεί φιλικά πρόσωπα, την οποία μπορεί να παρείχε ακόμη και το ίδιο το Κράτος, ή η φυλή του κατηγορουμένου, η οποία όμως ενίοτε ταυτιζόταν με τους επαγγελματίες κατηγόρους και τους απαξιωμένους ρήτορες της Εκκλησίας του Δήμου· αυτή ακριβώς η πρακτική υπήρξε και το βασικό έναυσμα για την προσφυγή στη λογογραφία, στην οποία αναφερθήκαμε.
Δεδομένου ότι στις ιδιωτικές δικαστικές υποθέσεις οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να παραστούν οι ίδιοι και να λάβουν τον λόγο, και ότι στις αστικές υποθέσεις κάθε αθηναίος πολίτης είχε τη δυνατότητα να προσφύγει στη δικαιοσύνη, αλλά ο κατηγορούμενος, ελλείψει δικηγόρου, ήταν υποχρεωμένος, για να στοιχειοθετήσει την υπεράσπισή του να καταφύγει σε ξένη βοήθεια, επενέβαινε ο λογογράφος, συνθέτοντας γραπτούς λόγους και για τις δύο πλευρές των εμπλεκομένων, τους οποίους οι ενδιαφερόμενοι αποστήθιζαν και απήγγειλαν ενώπιον του δικαστηρίου. Αυτό ήταν ένα πρώτο κίνητρο για τη σύνταξη γραπτού δικανικού λόγου, και όπως αποδεικνύεται από τις πηγές μας, ο πρώτος που το επιχείρησε ήταν ο Αντιφών (γεννημένος περί το 480 π. Χ.), ο οποίος δεν εκφωνούσε λόγους ενώπιον του λαού, ούτε ενώπιον του δικαστηρίου, αλλά ήταν ο ικανότερος στην Αθήνα σύμβουλος, όσων χρειάστηκε να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης, ή της δικαστικής αρχής. Υπήρξε επίσης συγγραφέας ενός Εγχειριδίου, και από τους ρητορικούς δικανικούς λόγους που συνέγραψε για εικονικές υποθέσεις, σώζονται δώδεκα. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η μέθοδος αποστήθισης των κειμένων, μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στους αγορητές που δεν διέθεταν ρητορική δεινότητα, ως προς τις απαντήσεις τους σε επιμέρους ερωτήματα, δεδομένου ότι η ακριβής πρόβλεψη των ερωτήσεων δεν ήταν δυνατή, προκαλώντας τη δυσφορία των Ηλιαστών. Γεγονός παραμένει ότι αυτή η τέχνη κατέκτησε μια τελειότητα που μας εντυπωσιάζει, και οδήγησε στη δημιουργία μιας μοναδικής λογο-τεχνίας η οποία διαχέεται, σαν φωτεινός καταρράκτης, σε ολόκληρο τον αθηναϊκό βίο της εποχής. Και μας εξηγεί, γιατί ένας έντεχνος ρητορικός λόγος, εκτός από την πρόσκαιρη συμβολή του στην εξέλιξη μιας δίκης, μπορεί να αποβεί «ένα λογοτεχνικό έργο με πνευματική αυτοτέλεια και διάρκεια», ενώ όλες οι δικαστικές υποθέσεις της αρχαίας Ανατολής δεν παρουσίασαν απολύτως κανένα ιστορικό ενδιαφέρον ! Πρόκειται για μια ακόμη θαυμαστή ιδιαιτερότητα του ελληνικού βίου.
Ωστόσο, η σημαντική και αρμονική αυτή ανάπτυξη του δικανικού λόγου, την εποχή που ο Λυσίας αναδεικνύεται ως ο κύριος εκπρόσωπός της, προοιωνίζει μιαν αρνητική εξέλιξη του δημόσιου βίου. Στην εποχή μας, το πνεύμα της φιλοδικίας και της στρεψοδικίας, μπορεί να είναι εξίσου ισχυρό, όπως και στην αρχαία Αθήνα· αλλά τόσο το ίδιο το επάγγελμα, όσο και οι εγγενείς συνθήκες του, η αξιολόγηση του επαγγελματικού χρόνου, και η τάση των δικαστηρίων να περιορίζουν τον χρόνο λειτουργίας τους, αποτελούν ένα σημαντικό αντιστάθμισμα. Αντίθετα, την εποχή που ερευνούμε, υπήρχε ένα αίτημα συνεχούς απασχόλησης μιας ιταμής και νωθρής Ηλιαίας, που είχε χάσει τον προσανατολισμό της. Παρότι στο έργο Λυσία δεν παρατίθεται «η ακρόαση της άλλης πλευράς», η πλέον αναίσχυντη καταγγελτική διάθεση και η ακραία στρεψοδικία στην αίθουσα του δικαστηρίου είναι εμφανείς. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι ηλιαστές ευνοούσαν τον συκοφάντη, και ότι από την πλευρά του ο λογογράφος προσαρμόστηκε σ’ αυτή την κατάσταση· προσέφερε στον πελάτη του τη δυνατότητα να εκφραστεί με τρόπο που να είναι αρεστός στους Ηλιαστές, ενώ γνωρίζουμε επίσης ότι και οι ρήτορες του Λυσία κατέφευγαν συχνά σε λεκτικά τεχνάσματα. Όπως ήταν φυσικό αληθινοί συκοφάντες και άτομα χωρίς αιδώ έσπευσαν να οικειοποιηθούν την τέχνη των λογογράφων, δυσφημίζοντας το επάγγελμα, το οποίο κατέληξε να θεωρείται ευτελής απασχόληση, όπως και κάθε επάγγελμα που προσφερόταν έναντι αμοιβής.
Στον λόγο του κατά Αλκιβιάδη ο Λυσίας απευθύνεται στους δικαστές επικαλούμενος την δικαιοκρισία τους ως εξής: « Πρέπει δε, κύριοι δικασταί, καθώς ούτος αδιαφορήσας διά την πόλιν εσκέφθη μόνον διά την σωτηρίαν του, τοιουτοτρόπως και σεις αδιαφορήσαντες διά τούτον να ψηφίσετε εκείνο, που απαιτεί το συμφέρον της πόλεως, και μάλιστα αφού και όρκον έχετε δώσει, και περί του Αλκιβιάδου πρόκειται να ψηφίσετε, ο οποίος, εάν σας εξαπατήση και τον αθωώσετε, θα απέλθη του δικαστηρίου χλευάζων υμάς· διότι ουδεμίαν ασφαλώς χάριν θα σας γνωρίζη διά την κρυφίως διδομένην ψήφον σας, εάν ευεργετηθή υφ' υμών εκείνος, ο οποίος βλάπτει τους φανερώς ευεργετήσαντες αυτόν φίλους του. Σεις λοιπόν, κύριοι δικασταί, μη λαμβάνοντες υπ' όψιν τας παρακλήσεις τούτων, να ψηφίσετε το δίκαιον». Ενδέχεται επίσης ένας αλαζονικός ομιλητής να εξέφραζε αμφιβολίες κατά πόσον είναι δυνατόν ένας ρήτορας να αναλαμβάνει την υπεράσπιση κάποιου κατηγορουμένου. Οι δικανικοί ρητορικοί λόγοι κατέληγαν συχνά με εμπαθείς επικλήσεις: «Εγώ εξάντλησα το κατηγορητήριό μου. Εσείς το ακούσατε, το είδατε, το υπομείνατε· η απόφαση εξαρτάται από εσάς. Αναμένουμε την ετυμηγορία σας !», δηλώνει ο Λυκούργος στον επίλογο του Λόγου κατά Ερατοσθένους, και σε μια άλλη περίσταση ακούγονται τα εξής: «Ούτε ο οίκτος, ούτε η μεταμέλεια, ούτε η εύνοια δεν θα πρέπει να σας οδηγήσουν σε παράβαση της υπάρχουσας νομοθεσίας, και του όρκου των δικαστών… Γραφέα, ανάγνωσέ τους τούς νόμους, τούς όρκους και την καταγγελία, προκειμένου να λάβουν δίκαιη απόφαση»· και ακολουθεί όντως η ανάγνωση των αιτηθέντων κειμένων. Όπως γνωρίζουμε όμως, στα δικαστήρια της αρχαιότητας, υπήρχε μια έντονη προσπάθεια σκηνοθεσίας επιχειρημάτων, με στόχο την ευαισθητοποίησης των δικαστών. «Σου πρόσφερα την μέγιστη βοήθεια Ευξένιππε. Δεν μένει παρά να ικετεύσεις τους δικαστές, να επιστρατεύσεις τους φίλους και τις μαρτυρίες των παιδιών», λέγει για παράδειγμα ο Υπερείδης στο τέλος της ομιλίας του. Δεν ήταν όμως πάντοτε εύκολο να προσεταιριστεί κανείς έναν Ηλιαστή, όπως μας αποδεικνύει ο απεχθής Φιλοκλέων στους Σφήκες του Αριστοφάνη, ο οποίος αντιπροσωπεύει ακριβώς τον Αθηναίο, ο οποίος απολαμβάνει έναν μισθό, που ενίοτε είναι προϊόν της δυστυχία των συνανθρώπων του. Παρότι αναγνωρίζουμε την ευφυΐα του ρήτορα, θα ευχόμασταν να σπανίζουν παρόμοια ενδεχόμενα.
(συνεχίζεται)
Την εποχή εκείνη η δικανική ρητορική ήταν ακόμη, χωρίς καμιά αμφιβολία, πολύ διακριτική. Αλλά στα τριάντα χρόνια περίπου που μεσολάβησαν, μετά την άφιξη του Γοργία στην Αθήνα, παρατηρείται μια σημαντική εξέλιξη. Παρότι ο Γοργίας εισήγαγε στους ρητορικούς λόγους του το έντεχνο ύφος, χωρίς όμως να επιδιώκει τη χρήση του για πολιτικούς ή δικανικούς σκοπούς, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ρητορικής του Τεισία, και της διαλεκτική των σοφιστών, η Αθήνα καλλιεργεί βαθμιαία την προοριζόμενη για τους αγορητές τής υπεράσπισης στα δικαστήρια λογογραφία, στην οποία πρώτος ο Αντιφών, αν και ανήκει στην αρχαιότερη γενιά, εισάγει ήδη συνειδητά το έντεχνο ύφος. Ο Θρασύμαχος από την πλευρά του προσέδωσε στον ρητορικό λόγο πραγματιστική χροιά, αντικαθιστώντας το πομπώδες ύφος του Γοργία και την αυστηρότητα του Αντιφώντος με ένα συμβιβαστικό και εκλεπτυσμένο ύφος. Ο Κριτίας και ο Ανδοκίδης, οι οποίοι δεν υπήρξαν σοφιστές και δεν προσέφεραν κάτι νέο στον ρητορικό λόγο, αναδεικνύουν όμως σε γενικές γραμμές την εικόνα της εξέλιξής του. Τέλος ο Λυσίας, ο δεύτερος μεγαλύτερος λογογράφος, αναπτύσσει ακόμη περισσότερο την τέχνη του Θρασύμαχου, προσαρμόζοντας τον ρητορικό λόγο τις απαιτήσεις της καθημερινότητας, διότι παρότι υπήρξε γνώστης των τεχνασμάτων του λόγου και των συμβιβασμών που ακολούθησαν, απέφυγε την συχνή χρήση τους. Και παράλληλα με όλες αυτές τις τάσεις εμφανίζεται μια ακόμη τεχνική, αυτή που χρησιμοποιεί ο Ισοκράτης.
Αλλά το πραγματικό μεγαλείο της ρητορικής αναδεικνύεται μέσα από την τραγωδία. Και ενώ στις Ευμενίδες του Αισχύλου η αντιπαράθεση διεξάγεται μέσα από απλούς απαντητικούς διαλόγους, και τις σκηνές των διαπληκτισμών του Αίαντα και της Αντιγόνης του Σοφοκλή, οι αντίπαλοι τις διεξέρχονται με γενικού περιεχόμενου απειλές και αφορισμούς, στον Ευριπίδη η λεκτική μονομαχία δεν υπακούει πλέον σε καμιά ποιητική αναγκαιότητα, αλλά στους καθαρά δικούς της κανόνες, και ο ποιητής ανάγεται σε ρήτορα. Αλλά και η κωμωδία, παρότι εμφανίζεται ως ο ορκισμένος εχθρός της ρητορικής και την χλευάζει, αφήνει να εννοηθεί ότι αυτή η επιλογή της δεν θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν. Σε πολλά από τα έργα του Αριστοφάνη οι έριδες καταλήγουν σε δίκες που μπορεί να είναι κουραστικές για εμάς, αλλά για τους Αθηναίους υπήρξαν μια ιδιαίτερη πηγή αναψυχής.
Αλλά και ο πολιτικός δημόσιος λόγος έλαβε σύντομα διαφορετική μορφή. Σε αντίθεση με την ήρεμη παρουσία του Περικλή, ακόμη και του Αντιφώντος, ο Κλέων βημάτιζε συνεχώς στην εξέδρα, φωνάζοντας δυνατά, ανεμίζοντας το ένδυμά του και χτυπώντας το χέρι του στον μηρό. Ακολουθούν οι επαγγελματίες ρήτορες στην Εκκλησία του Δήμου, οι οποίοι προσφέρουν οικειοθελώς την ευφράδειά τους στην υποστήριξη συγκεκριμένων εισηγήσεων. Πρόκειται ασφαλώς για άτομα μισητά, τα οποία όμως ώφειλαν να έχουν λάβει κάποια συγκεκριμένη εκπαίδευση, διότι η ενασχόληση με τα κοινά προϋπέθετε την γνώση της τέχνης του λόγου. Αλλά την προθυμία με την οποία γινόταν αποδεκτή σε αυτούς του κύκλους η νέα σοφιστική τέχνη, αναδεικνύει ο Αριστοφάνης, με τη σύλληψη ενός φανταστικού ήρωα, αποκαλούμενου Υπέρβολου, ο οποίος παρότι αποκομίζει ήδη σημαντικά κέρδη από την πολιτική, πληρώνει αδρά για να διδαχθεί την τέχνη των σοφιστών.
Στο μεταξύ, μαζί με την πολιτική ευφράδεια, το αθηναϊκό δικαστικό σώμα συνέτεινε σε μεγάλο βαθμό στην εξέλιξη της δικανικής ευγλωττίας. Αποφασιστικής σημασία είναι το γεγονός ότι εδώ δεν πρόκειται, όπως στα ολιγαρχικά πολιτεύματα, για ετυμηγορίες που εκδίδονται από ένα δημόσιο λειτουργό, ή έστω ένα επίλεκτο σώμα, περιπτώσεις στις οποίες θα αρκούσε μια επιδέξια πειθώ, αλλά για λαϊκά δικαστήρια αποτελούμενα από αθηναίους πολίτες, οι οποίοι είχαν τις ίδιες απαιτήσεις καθοδήγησης από έναν άνδρα ανώτερης ευφυΐας, όπως και ο λαός της Εκκλησίας του Δήμου. Ενώπιον αυτού του λαϊκού δικαστηρίου (Ηλιαία) θα έπρεπε κανείς να αποδείξει την αθωότητα του και να πετύχει την καταδίκη του αντιπάλου του. Δεν επιτρεπόταν η παρουσία δικηγόρου, χρειαζόταν όμως μια οργανωμένη υπεράσπιση, απαρτιζόμενη από οιονεί φιλικά πρόσωπα, την οποία μπορεί να παρείχε ακόμη και το ίδιο το Κράτος, ή η φυλή του κατηγορουμένου, η οποία όμως ενίοτε ταυτιζόταν με τους επαγγελματίες κατηγόρους και τους απαξιωμένους ρήτορες της Εκκλησίας του Δήμου· αυτή ακριβώς η πρακτική υπήρξε και το βασικό έναυσμα για την προσφυγή στη λογογραφία, στην οποία αναφερθήκαμε.
Δεδομένου ότι στις ιδιωτικές δικαστικές υποθέσεις οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να παραστούν οι ίδιοι και να λάβουν τον λόγο, και ότι στις αστικές υποθέσεις κάθε αθηναίος πολίτης είχε τη δυνατότητα να προσφύγει στη δικαιοσύνη, αλλά ο κατηγορούμενος, ελλείψει δικηγόρου, ήταν υποχρεωμένος, για να στοιχειοθετήσει την υπεράσπισή του να καταφύγει σε ξένη βοήθεια, επενέβαινε ο λογογράφος, συνθέτοντας γραπτούς λόγους και για τις δύο πλευρές των εμπλεκομένων, τους οποίους οι ενδιαφερόμενοι αποστήθιζαν και απήγγειλαν ενώπιον του δικαστηρίου. Αυτό ήταν ένα πρώτο κίνητρο για τη σύνταξη γραπτού δικανικού λόγου, και όπως αποδεικνύεται από τις πηγές μας, ο πρώτος που το επιχείρησε ήταν ο Αντιφών (γεννημένος περί το 480 π. Χ.), ο οποίος δεν εκφωνούσε λόγους ενώπιον του λαού, ούτε ενώπιον του δικαστηρίου, αλλά ήταν ο ικανότερος στην Αθήνα σύμβουλος, όσων χρειάστηκε να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης, ή της δικαστικής αρχής. Υπήρξε επίσης συγγραφέας ενός Εγχειριδίου, και από τους ρητορικούς δικανικούς λόγους που συνέγραψε για εικονικές υποθέσεις, σώζονται δώδεκα. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η μέθοδος αποστήθισης των κειμένων, μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στους αγορητές που δεν διέθεταν ρητορική δεινότητα, ως προς τις απαντήσεις τους σε επιμέρους ερωτήματα, δεδομένου ότι η ακριβής πρόβλεψη των ερωτήσεων δεν ήταν δυνατή, προκαλώντας τη δυσφορία των Ηλιαστών. Γεγονός παραμένει ότι αυτή η τέχνη κατέκτησε μια τελειότητα που μας εντυπωσιάζει, και οδήγησε στη δημιουργία μιας μοναδικής λογο-τεχνίας η οποία διαχέεται, σαν φωτεινός καταρράκτης, σε ολόκληρο τον αθηναϊκό βίο της εποχής. Και μας εξηγεί, γιατί ένας έντεχνος ρητορικός λόγος, εκτός από την πρόσκαιρη συμβολή του στην εξέλιξη μιας δίκης, μπορεί να αποβεί «ένα λογοτεχνικό έργο με πνευματική αυτοτέλεια και διάρκεια», ενώ όλες οι δικαστικές υποθέσεις της αρχαίας Ανατολής δεν παρουσίασαν απολύτως κανένα ιστορικό ενδιαφέρον ! Πρόκειται για μια ακόμη θαυμαστή ιδιαιτερότητα του ελληνικού βίου.
Ωστόσο, η σημαντική και αρμονική αυτή ανάπτυξη του δικανικού λόγου, την εποχή που ο Λυσίας αναδεικνύεται ως ο κύριος εκπρόσωπός της, προοιωνίζει μιαν αρνητική εξέλιξη του δημόσιου βίου. Στην εποχή μας, το πνεύμα της φιλοδικίας και της στρεψοδικίας, μπορεί να είναι εξίσου ισχυρό, όπως και στην αρχαία Αθήνα· αλλά τόσο το ίδιο το επάγγελμα, όσο και οι εγγενείς συνθήκες του, η αξιολόγηση του επαγγελματικού χρόνου, και η τάση των δικαστηρίων να περιορίζουν τον χρόνο λειτουργίας τους, αποτελούν ένα σημαντικό αντιστάθμισμα. Αντίθετα, την εποχή που ερευνούμε, υπήρχε ένα αίτημα συνεχούς απασχόλησης μιας ιταμής και νωθρής Ηλιαίας, που είχε χάσει τον προσανατολισμό της. Παρότι στο έργο Λυσία δεν παρατίθεται «η ακρόαση της άλλης πλευράς», η πλέον αναίσχυντη καταγγελτική διάθεση και η ακραία στρεψοδικία στην αίθουσα του δικαστηρίου είναι εμφανείς. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι ηλιαστές ευνοούσαν τον συκοφάντη, και ότι από την πλευρά του ο λογογράφος προσαρμόστηκε σ’ αυτή την κατάσταση· προσέφερε στον πελάτη του τη δυνατότητα να εκφραστεί με τρόπο που να είναι αρεστός στους Ηλιαστές, ενώ γνωρίζουμε επίσης ότι και οι ρήτορες του Λυσία κατέφευγαν συχνά σε λεκτικά τεχνάσματα. Όπως ήταν φυσικό αληθινοί συκοφάντες και άτομα χωρίς αιδώ έσπευσαν να οικειοποιηθούν την τέχνη των λογογράφων, δυσφημίζοντας το επάγγελμα, το οποίο κατέληξε να θεωρείται ευτελής απασχόληση, όπως και κάθε επάγγελμα που προσφερόταν έναντι αμοιβής.
Στον λόγο του κατά Αλκιβιάδη ο Λυσίας απευθύνεται στους δικαστές επικαλούμενος την δικαιοκρισία τους ως εξής: « Πρέπει δε, κύριοι δικασταί, καθώς ούτος αδιαφορήσας διά την πόλιν εσκέφθη μόνον διά την σωτηρίαν του, τοιουτοτρόπως και σεις αδιαφορήσαντες διά τούτον να ψηφίσετε εκείνο, που απαιτεί το συμφέρον της πόλεως, και μάλιστα αφού και όρκον έχετε δώσει, και περί του Αλκιβιάδου πρόκειται να ψηφίσετε, ο οποίος, εάν σας εξαπατήση και τον αθωώσετε, θα απέλθη του δικαστηρίου χλευάζων υμάς· διότι ουδεμίαν ασφαλώς χάριν θα σας γνωρίζη διά την κρυφίως διδομένην ψήφον σας, εάν ευεργετηθή υφ' υμών εκείνος, ο οποίος βλάπτει τους φανερώς ευεργετήσαντες αυτόν φίλους του. Σεις λοιπόν, κύριοι δικασταί, μη λαμβάνοντες υπ' όψιν τας παρακλήσεις τούτων, να ψηφίσετε το δίκαιον». Ενδέχεται επίσης ένας αλαζονικός ομιλητής να εξέφραζε αμφιβολίες κατά πόσον είναι δυνατόν ένας ρήτορας να αναλαμβάνει την υπεράσπιση κάποιου κατηγορουμένου. Οι δικανικοί ρητορικοί λόγοι κατέληγαν συχνά με εμπαθείς επικλήσεις: «Εγώ εξάντλησα το κατηγορητήριό μου. Εσείς το ακούσατε, το είδατε, το υπομείνατε· η απόφαση εξαρτάται από εσάς. Αναμένουμε την ετυμηγορία σας !», δηλώνει ο Λυκούργος στον επίλογο του Λόγου κατά Ερατοσθένους, και σε μια άλλη περίσταση ακούγονται τα εξής: «Ούτε ο οίκτος, ούτε η μεταμέλεια, ούτε η εύνοια δεν θα πρέπει να σας οδηγήσουν σε παράβαση της υπάρχουσας νομοθεσίας, και του όρκου των δικαστών… Γραφέα, ανάγνωσέ τους τούς νόμους, τούς όρκους και την καταγγελία, προκειμένου να λάβουν δίκαιη απόφαση»· και ακολουθεί όντως η ανάγνωση των αιτηθέντων κειμένων. Όπως γνωρίζουμε όμως, στα δικαστήρια της αρχαιότητας, υπήρχε μια έντονη προσπάθεια σκηνοθεσίας επιχειρημάτων, με στόχο την ευαισθητοποίησης των δικαστών. «Σου πρόσφερα την μέγιστη βοήθεια Ευξένιππε. Δεν μένει παρά να ικετεύσεις τους δικαστές, να επιστρατεύσεις τους φίλους και τις μαρτυρίες των παιδιών», λέγει για παράδειγμα ο Υπερείδης στο τέλος της ομιλίας του. Δεν ήταν όμως πάντοτε εύκολο να προσεταιριστεί κανείς έναν Ηλιαστή, όπως μας αποδεικνύει ο απεχθής Φιλοκλέων στους Σφήκες του Αριστοφάνη, ο οποίος αντιπροσωπεύει ακριβώς τον Αθηναίο, ο οποίος απολαμβάνει έναν μισθό, που ενίοτε είναι προϊόν της δυστυχία των συνανθρώπων του. Παρότι αναγνωρίζουμε την ευφυΐα του ρήτορα, θα ευχόμασταν να σπανίζουν παρόμοια ενδεχόμενα.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου