Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

Διάλογος Περί Ψυχής και Αναστάσεως - Αγ. Γρηγορίου Νύσσης (4)

  Συνέχεια από: Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ

12. ΓΡΗΓ. «Τί, λοιπόν, είναι η ψυχή; ρώτησα. Είναι δυνατόν με κάποια λόγια να περιγραφεί η φύση της, ώστε να μπορούμε με τον λεκτικό ορισμό ν’ αντιληφθούμε τί είναι;».

ΜΑΚΡ. Και η δασκάλα απάντησε: «Προσπάθησαν πολλοί, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, σύμφωνα με την αντίληψη τους, να ορίσουν τον ορισμό της· ο δικός μας ορισμός γι’ αυτήν είναι ο εξής: Η ψυχή είναι κτιστή ουσία, ζώσα, νοερή που μεταδίδει από μόνη της στα όργανα και τις αισθήσεις του σώματος δύναμη ζωής και αντίληψη των αισθητών, έως εκεί που φτάνει η συνεκτική φύση τους».

Και ενώ έλεγε αυτά, δείχνει με το χέρι το γιατρό που καθόταν δίπλα της για τη τη θεραπεία του σώματός της και είπε: «Η απόδειξη των όσων λέμε είναι μπροστά μας. Πές μου, πώς αυτός (ο γιατρός) ακουμπώντας με τα δάχτυλα την αρτηρία, ακούει κατά κάποιο τρόπο με την αίσθηση της αφής τον οργανισμό να του φωνάζει και να του διηγείται τις ασθένειές του; Να διηγείται δηλαδή ότι η αρρώστια βρίσκεται σε έξαρση στο σώμα και ξεκίνησε από το τάδε σπλάγχνο και για τόσο καιρό θα παραταθεί η κρίση του πυρετού;

Εξίσου μ’ αυτά ο γιατρός διδάσκεται και από το μάτι, παρατηρώντας από τη μια το σχήμα της κατακλίσεώς του κι από την άλλη την αδυναμία του σώματος. Παρατηρεί την εσωτερική κατάσταση του σώματος, το είδος του χρώματός του, αν αν είναι ωχρό ή πρασινωπό, και το βλέμμα των οφθαλμών, που αυτόματα φανερώνει τη λύπη και τον πόνο.

Αλλά και η ακοή διδάσκει το γιατρό για παρόμοια πράγματα· κάνει διάγνωση της νόσου με την πυκνότητα της αναπνοής και με το στεναγμό που βγαίνει ταυτόχρονα μ’ αυτήν. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι ούτε η όσφρηση του επιστήμονα μένει αχρησιμοποίητη στη διάγνωση της ασθένειας· με την ποιότητα της αναπνοής βρίσκει την αρρώστεια που κρύβεται στα σπλάγχνα του σώματος.

Άρα, λοιπόν, αν δεν ήταν παρούσα σε κάθε αισθητήριο μια δύναμη νοητική, τί θα μπορούσε να μας διδάξει από μόνο του το χέρι, αφού δεν θα καθοδηγούσε η νόηση την αφή στη γνώση του υποκειμένου; Σε τί, επίσης, θα συνέβαλε στη γνώση του ζητουμένου η ακοή, εφόσον ήταν ξέχωρα από τη νόηση, ή το μάτι ή η μύτη ή κάποια άλλη αίσθηση, εάν η καθεμιά ενεργούσε από μόνη της; Αλλά, το πιο αληθινό είναι εκείνο το οποίο αναφέρουν ότι είπε κάποιος απότους μορφωμένους της κοσμικής (έξω, θύραθεν) παιδείας· ότι, δηλαδή, ο νους είναι εκείνος που βλέπει και ακούει.

Και εάν κανείς δεν δεχόταν ότι αυτό είναι αλήθεια, πές μου, πώς εσύ, βλέποντας τον ήλιο, όπως σου έμαθε να τον βλέπεις ο δάσκαλός σου, θα έλεγες ότι αυτός στο μέγεθος της περιφέρειάς του δεν είναι τόσο μεγάλος όσο νομίζουν οι πολλοί, αλλά ξεπερνά σε πολλαπλάσιο αριθμό το μέγεθος όλης της γης; Δεν ισχυρίζεσαι με αυτοπεποίθηση ότι έτσι είναι τα πράγματα, διότι μελέτησες με τη νόηση τα φαινομένα, την οποιαδήποτε κίνηση, τα χρονικά και τοπικά διαστήματα και τις αιτίες των εκλείψεων;

Και όταν βλέπεις την έλλειψη ή το γέμισμα της σελήνης, διδάσκεσαι άλλες αλήθειες από τα φαινόμενα του σχήματος της σελήνης· ότι στη φύση της είναι είναι αφεγγής (ετερόφωτη) και περιφέρεται γύρω από τη γη· λάμπει με το φως που δέχεται από τις ακτίνες του ήλιου –όπως συμβαίνει με τους καθρέφτες που δέχονται πάνω τους τον ήλιο και δεν εκπέμπουν δικό τους φως, αλλ’ αντανακλούν προς τα πίσω το ηλιακό φως εξαιτίας τη λείας και στιλπνής επιφάνειάς τους. Αυτοί όμως που βλέπουν τα πράγματα χωρίς να τα εξετάσουν καλά, πιστεύουν ότι το φως προέρχεται από την ίδια τη σελήνη.

Αποδεικνύεται βέβαια ότι η σελήνη δεν έχει δικό της φως από το ότι, όταν βρίσκεται εκ διαμέτρου αντίθετα στον ήλιο, φωτίζεται σ’ όλο της τον κύκλο που βλέπουμε εμείς· επειδή όμως το διάστημα που περιφέρεται είναι μικρότερο, κάνει πιο γρήγορα τον κύκλο του εαυτού της, προτού ο ήλιος κάνει το δικό του μία φορά· έτσι περιτρέχει τον εαυτό της περισσότερο από δώδεκα φορές.

Γι’ αυτό συμβαίνει να μην είναι γεμάτη πάντα με φως η σελήνη· διότι η θέση της δεν διατηρείται συνεχώς απέναντι στον ήλιο λόγω της ταχείας περιστροφής της. Ενώ ο ήλιος κάνει πολύ χρόνο να περιστραφεί γύρω από τον εαυτό του, η σελήνη κάνει πολύ λίγο και περιστρέφεται πολλές φορές. Έτσι, όπως η θέση ακριβώς απέναντι από τον ήλιο, κάνει να φωτίζεται από τις ακτίνες του όλο το μέρος της σελήνης που βλέπουμε εμείς, έτσι και όταν βρίσκεται στα πλάγια του ήλιου, τότε το ημισφαίριο της σελήνης που βρίσκεται απέναντι από τον ήλιο δέχεται τις ακτίνες του, ενώ το στραμμένο σε μας αναγκαστικά βρίσκεται στη σκιά· η λαμπρότητα αφαιρείται από το μέρος εκείνο της σελήνης που δεν μπορεί να βλέπει προς τον ήλιο και δίνεται σ’εκείνο το μέρος που είναι πάντα απέναντι από τον ήλιο· έως ότου η σελήνη περάσει κατευθείαν απέναντι στον ήλιο και δεχθεί τις ακτίνες του στο νότιο μέρος της, οπότε φωτίζεται το πάνω απ’ αυτό ημισφαίριο και γίνεται αόρατο το δικό μας, διότι από τη φύση του το δεύτερο είναι χωρίς φως. Το φαινόμενο αυτό λέγεται ολική μείωση του σώματος της σελήνης. Εάν πάλι περάσει τον ήλιο στη διαδρομή της κινήσεώς της και δεχθεί πλάγια τις ακτίνες του, τότε αυτό που πριν λίγο ήταν αφώτιστο αρχίζει να λάμπει, διότι οι ακτίνες πέφτουν από το φωτισμένο στο πρώην αφώτιστο μέρος της.

Βλέπεις πόσα πράγματα σου διδάσκει η όραση; Μόνη της δεν θα σου πρόσφερε τη γνώση όλων αυτών, εάν δεν υπήρχε κάτι που βλέπει με τα μάτια· αυτό χρησιμοποιεί τα δεδομένα των αισθήσεων σαν κάποιο οδηγό ώστε να να εισέλθει μ’ αυτά που βλέπει σ’ αυτά που δεν βλέπει. Πρέπει ακόμη να προσθέσουμε τις γεωμετρικές μεθόδους, οι οποίες με τα φαινομενικά σχήματα μας οδηγούν στα υπεραισθητά· και πέρα απ’ αυτές μύρια άλλα, τα οποία αποδεικνύουν ότι με τις σωματικές μας ενέργειες κατανοούμε την κρυφή μέσα στη φύση μας νοερή ουσία».

13. ΓΡΗΓ. «Τί, είπα εγώ, εάν όπως είναι κοινό στοιχείο στη φύση των αισθητών η ύλη αλλά και η διαφορά της ύλης σε κάθε είδος είναι μεγάλη εξαιτίας της ιδιαιτερότητας των χαρακτηριστικών του και η κίνησή τους παρουσιάζει αντιθέσεις, διότι άλλο πάει προς τα πάνω, άλλο πάλι πάει προς τα κάτω και το είδος τους δεν είναι το ίδιο και η ποιότητά τους διαφορετική, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η δύναμή τους είναι συσσωματωμένη σύμφωνα με το λόγο τους και ενεργεί τις νοητικές αυτές φαντασίες και κινήσεις από τη φυσική ιδιότητα και δύναμη των στοιχείων;

Παραδείγματα τέτοια βλέπουμε πολλά να κάνουν οι μηχανικοί, οι οποίοι με τη τεχνική τους κάνουν την ύλη να μιμείται τη φύση. Δεν δείχνει την ομοιότητα μόνο στο σχήμα αλλά και σε άλλα· διότι και κινείται και παράγει κάποιο φθόγγο, ο οποίος ηχεί στο φωνητικό μέρος του μηχανήματος και πουθενά στα γινόμενα δεν φανταζόμαστε κάποια νοητική δύναμη που στο καθένα να δημιουργεί το σχήμα, το είδος, τον ήχο και την κίνηση.

Κι αν αυτά λέμε ότι συμβαίνουν στα μηχανικά όργανα της φύσεώς μας, χωρίς να υπάρχει καμιά νοητική ουσία που να είναι συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της· αλλά με το να υπάρχει στη φύση των στοιχείων μας κάποια δύναμη που δίνει κίνηση, και αποτέλεσμα της ενέργειάς της είναι τίποτε άλλο παρά μια κίνηση ορμητική που ενεργεί για να γνωρίσει τα πράγματα που ερευνά· με αυτό τί θα αποδεικνύονταν περισσότερο, ότι η νοητή εκείνη και ασώματη ουσία της ψυχής υπάρχει αφ’ εαυτού της ή ότι δεν υπάρχει καθόλου;».

14. ΜΑΚΡ. Εκείνη είπε: «Το παράδειγμά σου ταιριάζει με τα επιχειρήματά σου, αλλά όλη η επιχειρηματολογία της αντιρρήσεως στα δικά μας που παρουσιάζεται, θ’ αποτελέσει μεγάλη επιβεβαίωση των απόψεών μας».

ΓΡΗΓ. «Πώς ισχυρίζεσαι κάτι τέτοιο;».

ΜΑΚΡ. «Διότι, απαντά εκείνη, το να γνωρίζεις να χρησιμοποιείς και να διαθέτεις την άψυχη ύλη κάπως έτσι, ώστε η τέχνη που συγκροτεί τα μηχανήματα να έχει σχεδόν τη θέση της ψυχής στην ύλη και να δημιουργεί μ’ αυτά κίνηση, ήχο, σχήματα και τις παρόμοιες απομιμήσεις, αυτό αποτελεί απόδειξη ότι κάτι τέτοιο υπάρχει και στον άνθρωπο. Μ’ αυτό παρουσιάζεται ο άνθρωπος, με τη θεωρητική και εφευρετική δύναμή του, να επινοεί μέσα του και να προκατασκευάζει με τη σκέψη τα μηχανήματα· έπειτα, με την τέχνη, τα θέτει σε ενέργεια και υλοποιεί εκείνο που είχε στο νου του.

Και πρώτα αντιλήφθηκε ότι είχε ανάγκη από αέρα για να δημιουργήσει την εκφώνηση. Έπειτα, για να παράγει αέρα με το μηχάνημα, εξέτασε πρώτα με τη σκέψη και ερεύνησε τη φύση των στοιχείων· βρήκε ότι δεν υπάρχει κανένα κενό στα όντα, αλλά το ελαφρύτερο θεωρείται κενό μόνο σε σύγκριση με το βαρύτερο. Διότι, και ο ίδιος ο αέρας στην ιδιαίτερη ιδιοσυστασία του είναι γεμάτος και πλήρης. Καταχρηστικά μάλιστα λέμε ότι το δοχείο είναι άδειο. Κι όταν είναι άδειο από το υγρό περιεχόμενό του, ο μορφωμένος άνθρωπος πάλι θα πει ότι είναι γεμάτο, από αέρα.

Απόδειξη αυτού αποτελεί και το ότι, όταν ρίξουμε έναν αμφορέα στη λίμνη, να μη γεμίζει αμέσως νερό αλλά στην αρχή να επιπλέει· διότι ο περιεχόμενος αέρας συγκρατεί το κοίλο δοχείο προς τα πάνω, έως ότου πιεστεί ο αμφορέας από το χέρι αυτού που αντλεί νερό· έτσι βυθίζεται, και τότε γεμίζει νερό από το στόμιο. Μ’ αυτά αποδεικνύεται ότι το δοχείο δεν είναι κενό πριν γεμίσει με νερό.

Στο στόμιο του δοχείου γίνεται ένα είδος μάχης μεταξύ των δύο στοιχείων· το νερό από τη μια σαν βαρύτερο πιέζεται προς τα κάτω και ρέει μέσα στο δοχείο· κι από την άλλη ο αέρας που βρίσκεται μέσα στο δοχείο, επειδή πιέζεται από το νερό, ανεβαίνει προς το ίδιο στόμιο με ορμή και εμποδίζει την είσοδο του νερού· γι’ αυτό, με τη δύναμή του ο αέρας, κάνει το νερό να φουσκώνει και ν’ αφρίζει.

Όλα αυτά, λοιπόν, τα κατανόησε ο άνθρωπος. Γι’ αυτό επινόησε τρόπο πώς, με τα στοιχεία της φύσεως, θα εισέρχεται ο αέρας στο μηχάνημα. Κατασκεύασε ένα κοίλωμα από στερεή ύλη και περιόρισε απ’ όλες τις πλευρές τον αέρα, να μην μπορεί να βγει έξω. Έπειτα, έχυσε νερό από το στόμιο στο κοίλωμα, αφού το μέτρησε να είναι στην απαιτούμενη ποσότητα· κατόπιν, δίνει με τον παρακείμενο αυλό διέξοδο στον αέρα από την αντίθετη πλευρά· και ο αέρας με την πίεση του νερού γίνεται δυνατός άνεμος, ο οποίος εξερχόμενος παράγει ήχο με την κατασκευή του αυλού.

Αποδεικνύεται, λοιπόν, ξεκάθαρα από τα φαινόμενα ότι υπάρχει μέσα στον άνθρωπο νους, διαφορετικός από τα ορατά· ο νους, με την αόρατη και νοερή φύση του, προκατασκευάζει με την σκέψη του αυτά (τα φαινόμενα) και στη συνέχεια με την ύλη παρουσιάζει προς τα έξω εκείνα που σχεδίασε με το νου του. Έτσι δεν είναι;

Διότι, εάν, σύμφωνα με όσα λένε οι αντιτιθέμενοι, ήταν δυνατόν αυτά τα θαυμαστά γεγονότα να τ’ αποδώσουμε στη φύση των στοιχείων, τότε από μόνα τους θα δημιουργούνταν τα μηχανήματα. Δεν θα περίμενε ο χαλκός την τέχνη για να σχηματίσει άγαλμα, αλλά ευθύς από τη φύση του θα γινόταν. Ούτε ο αέρας θα χρειαζόταν τον αυλό για να παράγει ήχο, αλλά πάντοτε από μόνος του θα τον παρήγε με την ρέουσα κίνησή του. Ούτε πάλι το νερό, για νά τρέξει προς τα πάνω, θα πιέζονταν από σωλήνα με τεχνική πίεση που σπρώχνει το νερό να κινηθεί με τρόπο που ξεπερνά τη φύση του· αλλά, από μόνο του θ’ ανέβαινε το νερό προς το μηχάνημα, γιατί θα το έσπρωχνε προς τα πάνω η ίδια η φύση του.

Εάν, λοιπόν, τίποτε απ’ αυτά δεν γίνεται αυτόματα και δεν ενεργεί από τα ίδια τα στοιχεία της φύσεως, αλλά το καθένα ενεργείται σύμφωνα με τη θέληση, με τη δύναμη της τέχνης· και τέχνη είναι διάνοια σταθερή που ενεργεί για κάποιο σκοπό μέσω της ύλης, ενώ διάνοια είναι φυσική κίνηση και ενέργεια του νου· επομένως, απέδειξε η εξέταση των αντιθέτων επιχειρημάτων στα δικά μας, ότι ο νους είναι κάτι το διαφορετικό από τα φαινόμενα (ορατά)».

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: