Συνέχεια από 28 Σεπτεμβρίου 2023
Ο άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο.
Του Giorgio Agamben
Μετάφραση από τη γερμανική έκδοση: edition Suhrkamp, 2012
Τίτλος πρωτοτύπου: L`uomo senza contenuto, Rizzoli (Milano), 1970
Μετάφραση από τη γερμανική έκδοση: edition Suhrkamp, 2012
Τίτλος πρωτοτύπου: L`uomo senza contenuto, Rizzoli (Milano), 1970
Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του Agamben. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’60 παρακολούθησε σεμινάρια του Martin Heidegger στην γαλλική πόλη Le Thor. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1970. Με αυτοπεποίθηση και ριζοσπαστικότητα καταπιάνεται με κλασσικές τοποθετήσεις της αισθητικής και αντιπαραθέτει τον Πλάτωνα, τον Kant και τον Hegel με καλλιτέχνες και συγγραφείς της κλασσικής νεωτερικότητας. Σε μια εποχή, που η τέχνη δεν έχει πλέον την λειτουργία να φανερώνει την ουσία της πραγματικότητας, μεταβάλλεται σε μια αυτοκαταστροφική δύναμη, και ο καλλιτέχνης καθίσταται σύμφωνα με τον Agamben «Άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο»
Κεφάλαιο 3: Ο άνθρωπος με γούστο και η διαλεκτική της διάσπασης β
Αν ο homme de gout του 17ου αιώνα, όπως και ο μοντέρνος παρατηρητής τον οποίο προκαταλαμβάνει, βλέπει μια απόδειξη κακού γούστου σε κάθε τι που καλλιτέχνης παράγει με τη δύναμη της ιδιοφυίας και μεγαλοφυίας του, αυτό σημαίνει μάλλον, πως στην πνευματική του ζωή, η τέχνη δεν έχει την ίδια αξία που είχε για τον Κλήμεντα τον Ζ’ ή τον Ιούλιο τον Β’.
Ενώπιον ενός παρατηρητή, ο οποίος μετατρέπεται σε ένα όλο και πιο ανούσιο φάντασμα, ενώ το γούστο του εκλεπτύνεται, ο καλλιτέχνης κινείται σε μια όλο και πιο ελεύθερη και φωτισμένη ατμόσφαιρα, και με αυτό ξεκινά ένα ταξίδι, κατά την πορεία του οποίου παρασύρεται εκτός του δικτύου της κοινωνίας, και πάει όλο και πιο βαθιά στην παγερή χώρα του κανενός της αισθητικής, στην παγωμένη έρημο στήν οποία μάταια θα ψάχνει για τροφή, και στο τέλος θα φάει χωρίς να το καταλάβει τα άκρα του, όπως ο Katoblepas στον «Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου» του Flaubert.
Ενώ η ισορροπημένη μορφή του homme de gout εξαπλώνεται διαρκώς στην ευρωπαϊκή κοινωνία, ο καλλιτέχνης εισέρχεται σε μια διάσταση ανισορροπίας και εκκεντρικότητας, δυνάμει μιας απότομης εξελικτικής ώθησης, στο τέλος της οποίας ο καλλιτέχνης θα δικαιολογήσει την idée recue, την οποία ο Flaubert καταχώρησε κάτω από το λήμμα «Καλλιτέχνης», στο «Λεξικό κοινών φράσεων»: «Να θαυμάζουν, πως είναι ντυμένοι, όπως όλοι οι άλλοι». Όσο το γούστο προσπαθεί να κρατήσει καθαρή την τέχνη από κάθε ρύπανση και ανάμειξη, τόσο πιο ακάθαρτο και μαύρο γίνεται το πρόσωπο, το οποίο (το γούστο) δείχνει σε εκείνους που την παράγουν. Και μάλλον δεν είναι τυχαίο, πως με τον ερχομό του νέου τύπου της ψεύτικης μεγαλοφυίας-δηλαδή του κατειλημμένου από την τέχνη, που είναι ταυτόχρονα ένας κακός καλλιτέχνης-η μορφή του καλλιτέχνη άρχισε κατά τον 17ο αιώνα να ρίχνει μια σκιά, από την οποία δεν μπόρεσε να την χωρίσει κανείς στους αιώνες που ακολούθησαν.
Όπως ο καλλιτέχνης, έτσι και ο homme de gout έχει τη σκιά του, την οποία πρέπει να ανακρίνουμε, αν θέλουμε πραγματικά να προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το μυστήριο του. Ο τύπος του homme de mauvais gout, του ανθρώπου με κακό γούστο, δεν είναι μια εντελώς νέα μορφή στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Αλλά ακριβώς την στιγμή εκείνη, κατά την οποία δημιουργείται η έννοια του καλού γούστου, μέσα στον 17ο αιώνα, η μορφή αυτή αποκτά ένα τόσο εξαιρετικό βάρος και όψη, ώστε δεν πρέπει να μας ξαφνιάσει αν αποδειχθεί, πως η αναφερθείσα κρίση του Valery, «το γούστο αποτελείται από χιλιάδες αηδίες» πρέπει να κατανοηθεί με ένα απόλυτα μη αναμενόμενο τρόπο, δηλαδή πως το καλό γούστο αποτελείται κατά την ουσία του από κακό γούστο.
Αν ο homme de gout του 17ου αιώνα, όπως και ο μοντέρνος παρατηρητής τον οποίο προκαταλαμβάνει, βλέπει μια απόδειξη κακού γούστου σε κάθε τι που καλλιτέχνης παράγει με τη δύναμη της ιδιοφυίας και μεγαλοφυίας του, αυτό σημαίνει μάλλον, πως στην πνευματική του ζωή, η τέχνη δεν έχει την ίδια αξία που είχε για τον Κλήμεντα τον Ζ’ ή τον Ιούλιο τον Β’.
Ενώπιον ενός παρατηρητή, ο οποίος μετατρέπεται σε ένα όλο και πιο ανούσιο φάντασμα, ενώ το γούστο του εκλεπτύνεται, ο καλλιτέχνης κινείται σε μια όλο και πιο ελεύθερη και φωτισμένη ατμόσφαιρα, και με αυτό ξεκινά ένα ταξίδι, κατά την πορεία του οποίου παρασύρεται εκτός του δικτύου της κοινωνίας, και πάει όλο και πιο βαθιά στην παγερή χώρα του κανενός της αισθητικής, στην παγωμένη έρημο στήν οποία μάταια θα ψάχνει για τροφή, και στο τέλος θα φάει χωρίς να το καταλάβει τα άκρα του, όπως ο Katoblepas στον «Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου» του Flaubert.
Ενώ η ισορροπημένη μορφή του homme de gout εξαπλώνεται διαρκώς στην ευρωπαϊκή κοινωνία, ο καλλιτέχνης εισέρχεται σε μια διάσταση ανισορροπίας και εκκεντρικότητας, δυνάμει μιας απότομης εξελικτικής ώθησης, στο τέλος της οποίας ο καλλιτέχνης θα δικαιολογήσει την idée recue, την οποία ο Flaubert καταχώρησε κάτω από το λήμμα «Καλλιτέχνης», στο «Λεξικό κοινών φράσεων»: «Να θαυμάζουν, πως είναι ντυμένοι, όπως όλοι οι άλλοι». Όσο το γούστο προσπαθεί να κρατήσει καθαρή την τέχνη από κάθε ρύπανση και ανάμειξη, τόσο πιο ακάθαρτο και μαύρο γίνεται το πρόσωπο, το οποίο (το γούστο) δείχνει σε εκείνους που την παράγουν. Και μάλλον δεν είναι τυχαίο, πως με τον ερχομό του νέου τύπου της ψεύτικης μεγαλοφυίας-δηλαδή του κατειλημμένου από την τέχνη, που είναι ταυτόχρονα ένας κακός καλλιτέχνης-η μορφή του καλλιτέχνη άρχισε κατά τον 17ο αιώνα να ρίχνει μια σκιά, από την οποία δεν μπόρεσε να την χωρίσει κανείς στους αιώνες που ακολούθησαν.
Όπως ο καλλιτέχνης, έτσι και ο homme de gout έχει τη σκιά του, την οποία πρέπει να ανακρίνουμε, αν θέλουμε πραγματικά να προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το μυστήριο του. Ο τύπος του homme de mauvais gout, του ανθρώπου με κακό γούστο, δεν είναι μια εντελώς νέα μορφή στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Αλλά ακριβώς την στιγμή εκείνη, κατά την οποία δημιουργείται η έννοια του καλού γούστου, μέσα στον 17ο αιώνα, η μορφή αυτή αποκτά ένα τόσο εξαιρετικό βάρος και όψη, ώστε δεν πρέπει να μας ξαφνιάσει αν αποδειχθεί, πως η αναφερθείσα κρίση του Valery, «το γούστο αποτελείται από χιλιάδες αηδίες» πρέπει να κατανοηθεί με ένα απόλυτα μη αναμενόμενο τρόπο, δηλαδή πως το καλό γούστο αποτελείται κατά την ουσία του από κακό γούστο.
Ο τύπος του ανθρώπου με κακό γούστο, του homme de mauvais gout, όπως βρίσκεται στη βάση του ορισμού που έδωσε ο La Bruyère, δεν αναφέρεται σε κάποιον που είναι τυφλός για την τέχνη και την περιφρονεί, καθώς δεν έχει όργανο γι’ αυτήν, για να την προσλάβει. Άνθρωπος κακού γούστο είναι μάλλον εκείνος, ο οποίος αγαπά «en deca ou au delà»-«από αυτή την πλευρά ή από την άλλη» του σωστού σημείου, ανίκανος να προσδιορίσει το point de perfection του έργου τέχνης, και να διακρίνει το αληθές από το ψεύτικο. Ο Μολιέρος του έστησε ένα μνημείο στο «Ο πολίτης ως ευγενής». Ο Monsieur Jourdain δεν έχει κάτι εναντίον της τέχνης. Δεν μπορούμε καν πούμε πως είναι αδιάφορος προς τα θέλγητρα της. Το αντίθετο, η μεγαλύτερη του επιθυμία συνίσταται στο ότι θέλει να είναι ένας homme de gout, και να μπορεί να διακρίνει το ωραίο από το άσχημα, την τέχνη από την μη τέχνη. Δεν είναι μόνο, όπως θα έλεγε ο Voltaire –«un bourgeois qui veut etre homme de qualité» (ένας αστός που θέλει να είναι άνθρωπος ποιότητας), αλλά είναι και ένας homme de mauvais gout που θέλει να γίνει homme de gout. Η επιθυμία αυτή είναι από μόνη της μυστηριώδης, καθώς δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο, πως κάποιος χωρίς γούστο μπορεί να θεωρεί αξία το καλό γούστο. Ακόμα πιο εκπληκτικό είναι, πως ο Μολιέρος φαίνεται να παρατηρεί τον ήρωα της κωμωδίας του με κάποια κατανόηση, λες και στα μάτια του το τίμιο κακό γούστο του Monsieur Jourdain για την τέχνη του είναι λιγότερο ξένο, από την εκλεπτυσμένη, αλλά κυνική αίσθηση των δασκάλων, οι οποίοι πρέπει να τον διαπαιδαγωγήσουν, όπως των hommes de qualité, οι οποίοι θέλουν να τον ξεγελάσουν. Ο Rousseau, ο οποίος έτεινε να βλέπει μια μεροληψία υπέρ των hommes de qualité στο έργο αυτό του Μολιέρου, παρατήρησε όμως, πως από την άποψη του δραματουργού, μόνο ο Monsieur Jourdain μπορεί να θεωρηθεί θετική μορφή του έργου. Γράφει στο Lettre à d`Alembert sur les spectacles: «Λέγεται πως αυτός (ο Μολιέρος) επιτίθεται στα πάθη, θα έπρεπε όμως εκείνοι στους οποίους επιτίθεται, να συγκριθούν με εκείνους που υποστηρίζει. Ποιος είναι πιο επιζήμιος, ο χωρίς πνεύμα νάρκισσος αστός, που με βλακώδη τρόπο παίζει τον ευγενή, ή ο απατεώνας ευγενής, που τον εξαπατά;» Το παράδοξο του Monsieur Jourdain έγκειται στο ότι, δεν είναι μόνο πιο ειλικρινής από τους δασκάλους του, αλλά κατά κάποιο τρόπο είναι πιο ευαίσθητος ως προς το έργο τέχνης, και πιο ανοικτός, από εκείνους που θέλουν να του διδάξουν την τέχνη της κριτικής: ως απελέκητος άνθρωπος πού είναι, τον κατατρέχει η ομορφιά. Αυτός, ο αναλφάβητος, που δεν ξέρει τι θα πει «πρόζα», είναι διαποτισμένος με μια τέτοια αγάπη για την λογοτεχνία, που μόνο η φαντασίωση να λέει πως κάτι είναι πρόζα τον φέρνει εκτός εαυτού. Το ενδιαφέρον του, που δεν είναι σε θέση να κρίνει το αντικείμενο του, είναι πιο κοντά στην τέχνη από τους hommes de gout που τον περιβάλλουν, νομίζουν πως λόγω του περιορισμού των petites lumières του, όλη του η διάνοια βρίσκεται μόνο μέσα στο πορτοφόλι του, και πως η περιουσία του διορθώνει τα συμπεράσματα του μυαλού του. Βρισκόμαστε ενώπιον ενός περίεργου φαινομένου-ενός φαινομένου που είχε ακριβώς τότε αρχίσει να διαπιστώνεται-το γεγονός δηλαδή, πως η τέχνη πιο εύκολα παίρνει την αδιαφοροποίητη και ασχημάτιστη μορφή του κακού γούστου, παρά αντικατοπτρίζεται στο ιδιαίτερο κρύσταλλο του καλού γούστου. Όλα έχουν έτσι, λες και το καλό γούστο, το οποίο ανοίγει τη δυνατότητα σε αυτόν που το έχει ως χάρισμα, να αναγνωρίσει το point de perfection του έργου τέχνης, οδηγεί εν τέλει αυτόν που το έχει, να γίνει αδιάφορος ως προς το έργο τέχνης. Λες και η τέχνη πρέπει να πληρώσει την είσοδο της στον αψεγάδιαστο μηχανισμό πρόσληψης του καλού γούστου με την απώλεια της ζωτικότητας της, την οποία διατηρεί σε ένα άλλο, λιγότερο τέλειο, αλλά ενδιαφερόμενο μηχανισμό.
Και περεταίρω: μόλις ο homme de gout αρχίσει να σκέφτεται περί του εαυτού του, δεν πρέπει απλώς να διαπιστώσει πως είναι αδιάφορος ως προς την τέχνη, αλλά και πως στο βαθμό που το γούστο του ξεκαθαρίζει, έλκεται όλο και περισσότερο, εντελώς αυθόρμητα, από κάθε τι που το καλό γούστο θα απέρριπτε. Λες και το καλό γούστο φέρει μέσα του την τάση να μεταστρέφεται στο αντίθετο του. Την πρώτη μαρτυρία μιας κατάστασης, η οποία θα μεταμορφωνόταν σε ένα από τα πιο αντιφατικά χαρακτηριστικά (και διαπιστώθηκε φανερά ως τέτοιο) του πολιτισμού μας, βρίσκουμε σε δυο εκπληκτικές επιστολές της Madame de Sévigné, της 5. και 12. Ιουλίου 1671. Αυτή η τέλεια femme de gout μιλά για ένα μυθιστόρημα, που άρχισε την εποχή εκείνη να διαδίδεται σε ένα περιορισμένο κοινό, και θέτει το ερώτημα, πως μπορεί να εξηγηθεί η έλξη που ασκούν κατώτερα προϊόντα της λογοτεχνίας.
«Διερωτώμαι μερικές φορές», γράφει, «πως και είμαι τρελαμένη για τέτοιες ανοησίες. Δεν μπορώ να το καταλάβω, όσο και να προσπαθήσω. Ίσως με θυμάστε τόσο ακόμα, ώστε να γνωρίζετε: άσχημα στιλ με πληγώνουν σωματικά. Καταλαβαίνω κάπως τα καλά στιλ, και η μαγεία της ευφράδειας έχει σε μένα την μεγαλύτερη επίδραση, όση σε κανένα άλλο. Το στιλ του La Calprenède υποφέρει από χιλιάδες άνοστα στοιχεία. Πλατειασμούς και στην φρασεολογία και άνοστη επιλογή λέξεων-όλα αυτά τα παρατηρώ με ακρίβεια και βρίσκω το στιλ του απολύτως αποκρουστικό. Εν τωμεταξύ, με ξεγελάει διαρκώς. Η ομορφιά των αισθημάτων, η βία των παθών, η σημασία των γεγονότων, οι θρίαμβοι των ανίκητων σπαθιών τους, που μόνο με το θαύμα εξηγούνται, όλα αυτά με συνεπαίρνουν σαν κοριτσάκι, και συμμερίζομαι πλήρως τη λογική του. Και χωρίς τις καλές συμβουλές των κυρίων de la Rochefoucauld και d’Hacqueville θα είχα κρεμμαστεί, γιατί βρίσκω πολύ συχνά μέσα μου αυτή την αδυναμία».
Αυτή η ανεξήγητη τάση (penchant) του καλού γούστου προς το αντίθετο του, βρίσκεται τόσο κοντά στον σύγχρονο άνθρωπο, που δεν ξαφνιάζει καν, και δεν θέτει το ερώτημα, πράγμα που θα ήταν φυσικό, πως είναι δυνατόν, το γούστο του να διχάζεται μεταξύ ασύμβατων αντικειμένων, όπως οι Ελεγείες του Ντουίνο και τα μυθιστορήματα του Ian Flemming, τη ζωγραφική του Cézanne και τα λουλουδάτα μπιμπελό (Nippes). Όταν δυο αιώνες αργότερα, ο Ferdinand Brunetière ασχολήθηκε με αυτή την αμφίβολη τάση του καλού γούστου, αυτή είχε εν τω μεταξύ αποκτήσει τέτοια ισχύ, ώστε ο κριτικός ήταν σε θέση να διατηρήσει τη διάκριση μεταξύ καλής και κακής λογοτεχνίας, μόνο αν ασκούσε βία στον εαυτό του, ώστε να μη ασχολείται διαρκώς μόνο με την κακή λογοτεχνία:
«Τι τρομακτική η μοίρα του κριτικού! Όλοι άνθρωποι ακολουθούν τις ωθήσεις του γούστου τους: μόνο αυτός πρέπει να καταπολεμά του δικό του! Αν αφεθεί στο δικό του, μια φωνή του ουρλιάζει στο αυτί: Δύστυχε, τι κάνεις; Πως; Κλαις με το ‘Deux Gosses’ και γελάς με το ‘Η ευτυχία για τρεις’; Ο Labiche σε διασκεδάζει, ο Dennery σε συγκινεί; Σιγοτραγουδάς τον Béranger, διαβάζεις ίσως κρυφά τον Alexandre Dumas, ίσως και τον Soulié; Που είναι οι αρχές σου, η αποστολή σου, η ιεροσύνη σου;».
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου