Συνέχεια από: Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023
IV
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΗ ΜΙΑ «ΚΡΙΤΙΚΗ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ»;
1. Η έννοια της σχέσης στον πρώιμο Marx (συνέχεια)
Ἔχει συχνὰ λεχθεῖ ὅτι τὴν ἐκδοχὴ τῆς συνείδησης ὡς κοινωνικοῦ γεγονότος, γεγονότος σχέσης, τὴν ἀντλεῖ ὁ Marx ἀπὸ τὸν Feuerbach. Ὁ ἴδιος ἀναγνωρίζει απερίφραστα ὅτι ὁ Feuerbach «θεμελίωσε τὸν ἀληθινὸ ὑλισμὸ καὶ τὴν ἀληθινὴ ἐπιστήμη κάνοντας τὴν κοινωνική σχέση ἀνθρώπου με ἄνθρωπο θεμελιώδη ἀρχὴ τῆς θεωρίας (του)».
Ὅμως αὐτὴ ἡ καταρχὴν ἀναγνώριση δὲν ἀναιρεῖ τὴν κριτικὴ στάση του Marx ἀπέναντι στον Feuerbach - στάση που συνιστᾶ καὶ τὴν προχωρημένη ὡς πρὸς τὸν Feuerbach ἀνάδειξη τοῦ ὀντολογικοῦ περιεχομένου τῆς σχέσης ἀπὸ τὸν Marx. «Ξεκαθαρίζοντας τοὺς λογαριασμούς» του μὲ τὴν προγενέστερή του φιλοσοφία ὁ Marx, καταλόγισε καὶ στὸν Feuerbach μιὰ θεωρητικοποίηση τῶν σχέσεων που συγκροτοῦν τὴ συνείδηση ὡς κοινωνικὸ γεγονὸς — μὲ ἀποτέλεσμα νὰ θεωρητικόποιεῖται καὶ νὰ μεταβάλλεται σὲ διανοητικὴ ἀφαίρεση ἡ ἴδια ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου ὡς συνειδητῆς ὕπαρξης. Επιδίωξη τοῦ Feuerbach ἦταν νὰ ἐκθρονίσει ἀπὸ τὴν κυρίαρχη θέση του στὴ δυτική φιλοσοφία τὸ ἀφηρημένο ἀπόλυτο μέγεθος τοῦ Θεοῦ, ἐνθρονίζοντας στὴν ἴδια θέση τὸν ἄνθρωπο ὡς «συνείδηση του ἀπολύτου». Ἐκλαμβάνοντας ὅμως σὰν θεωρητικὲς καὶ ἀφηρημένες τις σχέσεις ποὺ συγκροτοῦν τὴ συνείδηση, μεταβάλλει καὶ τὴ συνείδηση σὲ ἀφηρημένο ἀπόλυτο μέγεθος, παραμένοντας δέσμιος τοῦ «θρησκευτικοῦ» χαρακτήρα τῆς δυτικο-ευρωπαϊκής φιλοσοφίας.
Ὅμως αὐτὴ ἡ καταρχὴν ἀναγνώριση δὲν ἀναιρεῖ τὴν κριτικὴ στάση του Marx ἀπέναντι στον Feuerbach - στάση που συνιστᾶ καὶ τὴν προχωρημένη ὡς πρὸς τὸν Feuerbach ἀνάδειξη τοῦ ὀντολογικοῦ περιεχομένου τῆς σχέσης ἀπὸ τὸν Marx. «Ξεκαθαρίζοντας τοὺς λογαριασμούς» του μὲ τὴν προγενέστερή του φιλοσοφία ὁ Marx, καταλόγισε καὶ στὸν Feuerbach μιὰ θεωρητικοποίηση τῶν σχέσεων που συγκροτοῦν τὴ συνείδηση ὡς κοινωνικὸ γεγονὸς — μὲ ἀποτέλεσμα νὰ θεωρητικόποιεῖται καὶ νὰ μεταβάλλεται σὲ διανοητικὴ ἀφαίρεση ἡ ἴδια ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου ὡς συνειδητῆς ὕπαρξης. Επιδίωξη τοῦ Feuerbach ἦταν νὰ ἐκθρονίσει ἀπὸ τὴν κυρίαρχη θέση του στὴ δυτική φιλοσοφία τὸ ἀφηρημένο ἀπόλυτο μέγεθος τοῦ Θεοῦ, ἐνθρονίζοντας στὴν ἴδια θέση τὸν ἄνθρωπο ὡς «συνείδηση του ἀπολύτου». Ἐκλαμβάνοντας ὅμως σὰν θεωρητικὲς καὶ ἀφηρημένες τις σχέσεις ποὺ συγκροτοῦν τὴ συνείδηση, μεταβάλλει καὶ τὴ συνείδηση σὲ ἀφηρημένο ἀπόλυτο μέγεθος, παραμένοντας δέσμιος τοῦ «θρησκευτικοῦ» χαρακτήρα τῆς δυτικο-ευρωπαϊκής φιλοσοφίας.
Οἱ ἄνθρωποι, γιὰ τὸν Marx, ἔχουν συνείδηση, γιατί ἔχουν Ἱστορία, καὶ ἔχουν Ἱστορία, γιατί συγκροτούν μεταξύ τους σχέσεις - σχέσεις φυσικὲς καὶ ὄχι μόνο θεωρητικές. Καὶ συγκροτοῦν σχέσεις οἱ ἄνθρωποι, γιατί παράγουν (produzieren) τὴ ζωή τους. Οἱ σχέσεις αὐτὲς οἱ παραγωγικὲς τῆς ζωῆς εἶναι ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἡ ἀνάγκη ὑπηρετεῖται ἔμπρακτα ἀπὸ τὴ συνείδηση, όπως ὑπηρετεῖται καὶ ἀπὸ τὴ γλώσσα. «Η γλώσσα εἶναι τόσο παλιά, ὅσο καὶ ἡ συνείδηση - ἡ γλώσσα εἶναι ἡ πρακτική, πραγματικὴ συνείδηση, ὑπαρκτὴ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔτσι ὑπαρκτὴ καὶ γιὰ μένα τὸν ἴδιο, καὶ ἡ γλώσσα συγκροτεῖται, ὅπως καὶ ἡ συνείδηση, καταρχὴν ἀπὸ τὴν ἀνάγκη, τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὅταν ὑπάρχει μια σχέση, ὑπάρχει γιὰ μένα, τὸ ζῶο δὲν σχετίζεται μὲ τίποτα, δὲν ἔρχεται σὲ καμιὰ ἀπολύτως σχέση. Γιὰ τὸ ζῶο ἡ σχέση του μὲ τὰ ἄλλα δὲν ὑπάρχει ὡς σχέση. Η συνείδηση επομένως εἶναι ἐξαρχῆς ἕνα κοινωνικό προϊόν, καὶ παραμένει τέτοιο ὅσο ὑπάρχουν καθόλου ἄνθρωποι».
Η σύνδεση τῆς συνείδησης μὲ τὴ γλώσσα εἶναι ἀπὸ τὶς ιδιοφυέστερες παρατηρήσεις του Marx: ἐπισημαίνει καίρια τὸν κοινὸ ἀναφορικὸ χαρακτήρα (χαρακτήρα σχέσης) ποὺ ἔχουν οἱ δυὸ αὐτὲς λειτουργίες μὲ τὶς ὁποῖες πραγματοποιεί ται, ἐκφράζεται καὶ διαφοροποιεῖται ἀπόλυτα ἡ ὑποκειμενικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Βέβαια, ἡ σημασία τῆς παρατήρησης του Marx ἀμβλύνεται μὲ τὴν ἐξάρτηση καὶ τῶν δυὸ (γλώσσας καὶ συνείδησης) ἀπὸ τὴν ἀνάγκη. ᾿Αμβλύνεται, γιατὶ ἂν ἡ γλώσσα καὶ ἡ συνείδηση εἶναι προϊόντα τῆς ἀνάγκης, τότε ἀφήνεται ἀνερμήνευτη ή διάκριση (στὴν ὁποία τόσο ἐπιμένει ὁ ἴδιος ὁ Marx) τῆς ἀνθρώπινης σχέσης ἀπὸ τὶς «σχέσεις» του ζώου – μιὰ καὶ τὸ ζῶο κινεῖται ἀπὸ τὴν ἴδια ἀνάγκη ἐπιβίωσης ἢ καὶ ἀγελαίας συνύπαρξης, χωρὶς νὰ διαμορφώνει συνείδηση καὶ γλώσσα. «Ἡ ἀπαρχὴ (τῆς συνείδησης), λέει ὁ Marx, εἶναι τόσο ζωώδης, ὅσο καὶ ἡ ἴδια ἡ κοινωνική ζωὴ σὲ αὐτὸ (τὸ πρωταρχικὸ ἐπίπεδο. Εἶναι ἁπλὴ συνείδηση τῆς ἀγέλης καὶ ὁ ἄνθρωπος διακρίνεται ἐδῶ ἀπὸ τὸ πρόβατο μόνο κατὰ τοῦτο: ὅτι ἡ συνείδησή του παίρνει τη θέση τοῦ ἐνστίκτου, ἢ ὅτι τὸ ἔνστικτό του εἶναι συνειδητό». Ομως αὐτὸ τὸ «μόνο κατὰ τοῦτο ἀναφέρεται σὲ μιὰ κεφαλαιώδη καὶ πελώρια διαφοροποίηση (διαφοροποίηση τῆς ἴδιας τῆς βιολογικῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου – τῶν σωματικών του ὀργάνων καὶ τῆς λειτουργίας αὐτῶν τῶν ὀργάνων), που μένει ὁπωσδήποτε ἀνερμήνευτη ἀπὸ τὸν Marx. Ο ίδιος διαπιστώνει ότι από φαγητό, τὸ ποτό, ἡ διαιώνιση κλπ. είναι καθαρὰ ἀνθρώπινες λειτουργίες. Ωστόσο, ὅταν ἀποσπαστοῦν ἀπὸ ἄλλες πλευρὲς τῆς ἀνθρώπινης ἐνέργειας καὶ μετατραποῦν σὲ τελικοὺς καὶ ἀποκλειστικούς σκοπούς,εἶναι ζωώδεις λειτουργίες». Αναγνωρίζει ἑπομένως ὅτι μόνη ἡ ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν δὲν παράγει τὴ διαφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ ζῶο. Η διαφορὰ ἐμφανίζεται στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἱκανοποιεῖ τὶς ἀνάγκες του. Τὸ ἐρώτημα: γιατί, εἰδικὰ στὸν ἄνθρωπο, ἡ συνείδηση παίρνει τὴ θέση τοῦ ἐνστίκτου, δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαντηθεῖ ἱκανοποιητικὰ μὲ μόνη τὴν καταφυγὴ στὸν παράγοντα τῆς ἀνάγκης.
᾿Αλλά, ἂν ἡ ἀναφορὰ στὴν καταγωγὴ τῆς συνείδησης μένει ἑρμηνευτικὰ ἐκκρεμής στη σκέψη του Marx, ὅμως ἡ ἐπιμονή του στὸν κοινωνικό χαρακτήρα τῆς συνείδησης (χαρακτήρα σχέσης) δὲν παύει νὰ ἀνοίγει τὸ δρόμο πρὸς μιὰ δυναμικὴ ὀντολογική θεώρηση τῆς ἀνθρώπινης ύπαρξης. Είναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀντίθεση τοῦ Marx πρὸς τὴν ἐκδοχὴ τῆς συνείδησης ποὺ ἐκπροσωπεῖ ὁ Hegel. Ἐκδέχεται ὁ Hegel τὴ συνείδηση ὡς κατεξοχὴν ἀτομικὸ γεγονὸς (συνοψίζοντας μᾶλλον ὁλόκληρη την προγενέστερη δυτική φιλοσοφική παράδοση), γεγονὸς αὐτοσυνειδησίας. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ταυτίζεται μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία. Αλλὰ ἡ αὐτοσυνειδησία γιὰ τὸν Hegel εἶναι μιὰ ἀφηρημένη σύλληψη, εἶναι τὸ Selbst (το «εγώ»), δηλαδὴ τὸ ὑποκείμενο ὡς τετελεσμένη ὀντότητα, καθορισμένη ἐξω-ιστορικὰ καὶ γι' αὐτὸ στατικά. [Ἡ ἔννοια τοῦ Selbst στὸν Hegel ἀποδίδεται ἐδῶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «ἐγώ», ἀλλὰ ἡ μετάφραση εἶναι ὁπωσδήποτε ἀτυχής, γιατὶ ὁ ἐγελιανὸς ὄρος ἔχει ἕνα περιεχόμενο τελείως ἀφηρημένο, ἐνῶ ἡ ἑλληνικὴ λέξη ἐγώ, παρ' ὅλο ποὺ προϋποθέτει μιὰ νοητικὴ ἀφαίρεση, δὲν παύει νὰ δηλώνει τὸν αὐτοκαθορισμὸ τοῦ ὑποκειμένου, ὄχι ὁπωσδήποτε στατικά. Θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε τὸ Selbst ὡς τὸ ἴδιον, τὸ καθεαυτό, ὅμως δύσκολα ἐνσωματώνονται οἱ λέξεις αὐτὲς στὴ νεοελληνικὴ σύνταξη. Γιὰ τὸν γερμανομαθὴ ἀναγνώστη παραθέτουμε ἐδῶ ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἑρμηνείες τοῦ Selbst που δίνει ὁ ἴδιος ὁ Hegel: Die sich aut sich beziehende Gleichheit und Einfachheit (Η αυτοαναφορική ομοιότητα και απλότητα). - Absolut reines und freies einzelnes (Η απόλυτα καθαρή και ελεύθερη ατομικότητα). - Kein fremdes, sondern die untrennbare Einheit mit sich, das unmittelbar Allgemeine (Όχι ένα ξένο, αλλά η αδιαχώριστη ενότητα με τον εαυτό της, το άμεσο γενικό). - Das offenbare (Αυτό που αποκαλύπτεται). - Der daseiende Geist als einfaches (Το υπάρχον πνεύμα ως απλό. Bλ. Phänomenologie des Geistes, Werke, Bd. 3 (Suhrkamp - Verl.) 1970, σελ. 26, 436, 552, 562]. «Τὸ ἐγὼ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀφηρημένη ἀντίληψη γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει παραχθεῖ ἀπὸ μιὰ ἀφαίρεση... εἶναι ὁ ἀφηρημένος καὶ τελεσίδικα καθορισμένος (fixierte) ἄνθρωπος».
Ὅμως ὁ Hegel προσπαθεῖ νὰ ὑπερβεῖ αὐτὴ τὴ στατικότητα τῆς ὁριστικῆς ἐκδοχῆς τοῦ «ἐγὼ» (Selbst), ἀναφέροντας τὴ συνείδηση - αὐτοσυνειδησία στὴ διαλεκτικὴ κίνηση τοῦ πνεύματος: στὴν κίνηση ἀπὸ τὴν ἀλλοτρίωση (Entfremdung) στὴν ἐπανιδιοποίηση (Wiedereneignung). Το «ἐγὼ» ἀλλοτριώνει τὸν ἑαυτό του προκειμένου νὰ τὸν συλλάβει (νὰ τὸν ἰδιοποιηθεῖ) ὡς ἀντικείμενο τῆς συνειδησιακῆς του ἐνέργειας, προκειμένου δηλαδὴ νὰ λειτουργήσει ὡς αὐτοσυνείδηση. Αὐτοαλλοτριώνεται ἐπίσης τὸ «ἐγὼ» καὶ προκειμένου νὰ λειτουργήσει ὡς συνείδηση τῶν ἀντικειμένων, προκειμένου δηλαδὴ νὰ αὐτοβεβαιωθεῖ (νὰ ἰδιοποιηθεῖ τὸν ἑαυτό του) ὡς προϋπόθεση βεβαίωσης τῶν ἀντικειμένων.
Ἔτσι ἡ οὐσία τῶν ἀντι-κείμενων πραγμάτων, ἀλλὰ καὶ ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, θεμελιώνεται στὴν αὐτοαλλοτρίωση τοῦ «ἐγὼ» — ἐνῶ ταυτόχρονα ἐκπίπτει, καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, σὲ μιὰ ἀλλοτριωμένη ουσία (: εἶναι οὐσία μόνο ὡς ἀντικείμενο τῆς συνείδησης καὶ ὄχι καθεαυτήν). «Ἡ ἐπιστήμη ποὺ κατανοεῖ αὐτὴ τὴ διαδικασία ὀνομάζεται φαινομενολογία» – ἡ συνείδηση τῆς πραγματικότητας τοῦ ἀνθρώπου - καὶ τῆς πραγματικότητας τῶν ἀντικειμένων εἶναι καθαρὰ φαινομενολογική.
Ὁ Marx ἐξεγείρεται ἐνάντια σὲ αὐτὴ τὴ θεωρητικὴ καὶ ἀφηρημένη ἐκδοχὴ τῆς πραγματικότητας, ποὺ μεταβάλλει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ ἀντικείμενα σὲ φαινομενικά προϊόντα τῆς συνείδησης. Μιὰ τέτοια ἐκδοχὴ σταματάει στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, δηλαδὴ σὲ μιὰ καθαρὴ ἀφαίρεση, καὶ ἀντιμετωπίζει τὸ ὑπαρκτὸ ὡς ἀφηρημένο πράγμα καὶ ὄχι ὡς πραγματικό πράγμα (Ding der Abstraktion - kein wirkliches Ding). Γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ὕπνωση ποὺ ἐπιφέρουν οἱ έγελιανὲς ἀφαιρέσεις, πρέπει νὰ δοῦμε τὸν ἄνθρωπο ὡς «πραγματικό, σωματικὸ ἄνθρωπο, ποὺ πατάει στέρεα στὴ γῆ... ὡς φυσικὴ οὐσία (Naturwesen), ὡς ζωντανὴ φυσικὴ οὐσία, προικισμένον μὲ φυσικές δυνάμεις, μὲ ζωτικές δυνάμεις, μιὰ ἐνεργητικὴ φυσικὴ οὐσία».
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθεῖ κανεὶς ὅτι ὁ Marx εἰσάγει τὴν ἔννοια τῶν ἐνεργειῶν (Energien - Kräfte - Tätigkeiten) ὡς τρίτη ὀντολογικὴ κατηγορία, δίπλα στις ἔννοιες τῆς οὐσίας καὶ τῆς ὑπόστασης που γνωρίζει ὡς μοναδικοὺς ὀντολογικούς προσδιορισμούς ἡ δυτικο-ευρωπαϊκή φιλοσοφικὴ παράδοση. Γνωρίζουμε τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου μόνο μέσω τῶν ἐνεργειῶν τῆς οὐσίας του, καὶ οἱ ἐνέργειες τῆς οὐσίας δὲν εἶναι ἀφηρημένοι προσδιορισμοί, ἀλλὰ «ὑπάρχουν μόνο ὡς ὑποκειμενικὲς ἱκανότητες», ἱκανότητες πού καθορίζουν τὸ συγκεκριμένο υποκείμενο. Ἡ ὑποκειμενικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὅ,τι ὀνομάζουμε προσωπικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου (sein persönliches Leben), καθορίζεται ἀπὸ τὴ φυσικὴ καὶ πνευματική του ἐνέργεια (die eigne physische und geistige Energie des Menschen). «Τὰ αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου, τὰ πάθη του κλπ. δὲν εἶναι μόνο ἀνθρωπολογικοὶ προσδιορισμοί μὲ στενὴ ἔννοια, ἀλλὰ πραγματικὲς ὀντολογικὲς ἐπιβεβαιώσεις τῆς οὐσίας-φύσης του».
Οἱ ἐνέργειες τῆς οὐσίας ἐκδηλώνονται ἔμπρακτα ὡς ἄμεσες καὶ πραγματικὲς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου, σχέσεις μὲ τὸν ἑαυτό του, τοὺς συνανθρώπους του καὶ τὰ ὑλικὰ ἀντικείμενα τοῦ κόσμου ποὺ τὸν περιβάλλει. Τὰ ἀντικείμενα βεβαιώνουν τὶς φυσικὲς ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου καὶ βεβαιώνονται ὡς ἀντικείμενα ἀπὸ τὶς ἴδιες αὐτὲς ἐνέργειες. «Η μουσική ξυπνάει τὴ μουσικὴ αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἡ ὡραιότερη μουσικὴ δὲν προκαλεῖ καμιὰ αἴσθηση στὸ ἄμουσο αὐτί. Γιὰ τὸ ἄμουσο αὐτὶ καὶ ἡ ὡραιότερη μουσικὴ δὲν εἶναι ἀντικείμενο, γιατὶ ἀντικείμενο γιὰ μένα εἶναι μόνο ἡ ἐπιβεβαίωση μιᾶς ἀπὸ τὶς οὐσιαστικές μου δυνάμεις (τις φυσικές μου ἐνέργειες). Αντικείμενο ὑπάρχει, στὸ βαθμὸ ποὺ ἡ οὐσιαστική μου δύναμη ὑπάρχει για μένα ὡς ὑποκειμενικὴ ἱκανότητα. Ἡ αἴσθηση ἑνὸς ἀντικειμένου ἐκτείνεται γιὰ μένα μόνο ως ἐκεῖ ποὺ ἐκτείνεται καὶ ἡ αἴσθησή μου».
Τὸ συμπέρασμα γιὰ τὸν Marx εἶναι ὅτι «ὁ ἄνθρωπος ἐπιβεβαιώνει τὸν ἀντικειμενικὸ κόσμο ὄχι μόνο μὲ τὴ σκέψη, ἀλλὰ μὲ ὅλες τὶς αἰσθήσεις». Κι αὐτὸ σημαίνει ὅτι τόσο ἡ συνείδηση τῶν ἀντικειμένων ὅσο καὶ ἡ αὐτοσυνειδησία, δὲν εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἕνα αὐτόνομο νοητικό γεγονός, μιὰ διαλεκτικὴ ἔστω, ἀλλὰ θεωρητικὴ καὶ ἀφηρημένη λειτουργία. Ἡ αὐτοσυνειδησία καὶ ἡ συνείδηση τῶν ἀντικειμένων ἐνεργεῖται δυναμικὰ μέσα ἀπὸ τὶς σχέσεις ποὺ συγκροτεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ἑαυτό του, τοὺς συνανθρώπους του καὶ τὸν κόσμο – σχέσεις ποὺ ἐπίσης ἐνεργοῦνται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο - ἄμεσα καὶ ἔμπρακτα, μέσω τῶν δυνατοτήτων - ἐνεργειῶν τῆς φύσης του (τῶν κατεξοχὴν ὑποκειμενικῶν του ἐνεργειῶν).
Μὲ ἄλλα λόγια: Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς δυτικο-ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, ἡ ἀνθρώπινη ύπαρξη (καὶ κατὰ προέκταση τὸ ὑπαρκτό καθόλου) ἑρμηνεύεται ὄχι ὡς προϊόν νοητικῆς ἀφαίρεσης (όχι, δηλαδή, ὡς ὀντότητα καθεαυτὴν ἢ ὡς ἁπλὴ φαινομενικότητα), ἀλλὰ ὡς δυναμικὰ ἐνεργούμενο γεγονὸς σχέσης. Καὶ ἡ ἐνεργούμενη σχέση, ὡς ὀντολογική πιὰ κατηγορία (προσδιοριστικὴ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι ὅ,τι εἶναι) ἐπιτρέπει τὴ συνεχὴ κριτικὴ ἐπαλήθευση τῆς πραγματοποίησης ἢ τῆς ἀποτυχίας της – τὴν κριτικὴ ἐπισήμανση τῆς ἀλλοτρίωσης τῆς σχέσης σὲ ἐξάρτηση, ὑποταγή, ὑπαρκτικὴ ἀλλοίωση.
Ἡ δυναμικὴ αὐτὴ ὀντολογικὴ ἐκδοχὴ ὑπερβαίνει τὴν ἔννοια τοῦ εἶναι ὡς καθορισμοῦ μιᾶς τετελεσμένης ὀντότητας, προκειμένου τόσο γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ὅσο καὶ γιὰ τὴ συνείδησή του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὡς δεδομένη βιολογικὴ ἀτομικότητα, οὔτε ὡς νοητὴ ὑποκειμενικότητα ἢ διαλεκτικὴ αὐτοσυνειδησία, ἀλλὰ πραγματοποιεῖ τὴν ὕπαρξή του ὡς δυναμικὸ γεγονὸς ἐνεργούμενων σχέσεων. Ο Marx λέει ἀπερίφραστα ὅτι «ἡ ἴδια μου ἡ ὕπαρξη εἶναι μιὰ κοινωνική ἐνέργεια», καὶ «εἶμαι κοινωνικός, γιατὶ εἶμαι ἐνεργὸς ὡς ἄνθρωπος. Ὄχι μόνο τὸ ὑλικὸ τῆς ἐνέργειάς μου μοῦ εἶναι δεδομένο ὡς κοινωνικό προϊόν -ὅπως ἡ ἴδια ἡ γλώσσα μὲ τὴν ὁποία ἐνεργεῖ ὁ σκεπτόμενος, ἀλλὰ ἡ ἴδια μου ἡ ὕπαρξη εἶναι μιὰ κοινωνικὴ ἐνέργεια». Αντίστοιχα ἡ συνείδηση δὲν εἶναι, ἀλλὰ ἐνεργεῖται μέσα ἀπὸ τὶς πραγματικὲς σχέσεις μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος πραγματοποιεῖ δυναμικὰ τὴν ὕπαρξή του. «Η συνείδηση δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ συνειδητὴ ὕπαρξη, καὶ ἡ ὕπαρξη τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ πραγματική διαδικασία - ἀνάπτυξη (Prozess) τῆς ζωῆς τους».
Επομένως, δὲν εἶναι ἡ συνείδηση ποὺ προηγεῖται ὡς αὐτόνομο δεδομένο καὶ καθορίζει τὴ ζωή, ἀλλὰ εἶναι ἡ ζωὴ ὡς δυναμικό γίγνεσθαι πραγματικῶν σχέσεων, ποὺ ἐκφράζεται στὴ συνείδηση καὶ καθορίζει τὴ συνείδηση. «Ἡ ζωὴ δὲν καθορίζεται ἀπὸ τὴ συνείδηση, ἀλλὰ ἀντίθετα ἡ συνείδηση ἀπὸ τὴ ζωή».
Σίγουρα, ἡ προτεραιότητα τῆς ζωῆς ὡς πρὸς τὴ συνείδηση δὲν πρέπει νὰ ἑρμηνευθεῖ ὡς χρονικὸ ἢ αἰτιολογικό προβάδισμα - μιὰ τέτοια ἑρμηνεία θὰ παρέμενε ἐπίσης δέσμια στὴ νοητικὴ ἀφαίρεση, θὰ προϋπέθετε τὴ ζωὴ (ἀντὶ γιὰ τὴ συνείδηση) ὡς αὐτόνομο δεδομένο. Ο κίνδυνος τῶν νοητικῶν ἀφαιρέσεων καὶ τῶν συνακόλουθων στατικῶν καθορισμῶν ὑπερβαίνεται, μόνο ἂν ἑρμηνεύσουμε τὴ ζωὴ ὡς σύνολο δυναμικὰ ἐνεργούμενων σχέσεων, ἀλλὰ καὶ τὴ συνείδηση τὸ ἴδιο. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι στὴν προοπτικὴ τῆς ἑρμηνείας τοῦ Marx ἡ συνείδηση εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τῆς ἀνθρώπινης ύπαρξης, ἕνας ἀπὸ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ἡ ὕπαρξη ἐνεργεῖται δυναμικὰ ὡς γεγονὸς σχέσεων. Οἱ σχέσεις αὐτὲς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή, ἡ ἄμεση καὶ ἔμπρακτη πραγματοποίηση τῆς ζωῆς, γι' αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι ἡ συνείδηση που προκαλεῖ καὶ καθορίζει αὐτὲς τὶς σχέσεις, ἀλλὰ εἶναι ἡ ζωὴ ὡς δυναμικὴ σχέσεων που καθορίζει τὴ συνείδηση, δηλαδή τὸν τρόπο τῶν σχέσεων. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι συνειδητὴ ὕπαρξη καὶ ἡ ζωή του συνειδητή ζωή, κι αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ συνείδηση εἶναι ὁ τρόπος τῆς ἀνθρώπινης ύπαρξης καὶ ζωῆς.
Θὰ πρέπει ἴσως νὰ ἐπαναλάβουμε, πὼς ὅταν μιλᾶμε για τὸν συνειδητό τρόπο τῆς ἀνθρώπινης ύπαρξης καὶ ζωῆς, δὲν ἀναφερόμαστε σὲ ἕναν αὐτονομημένο παράγοντα ἢ σὲ δεδομένη ιδιότητα, ἀλλὰ στὴ δεδομένη δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ πραγματοποιεῖ τὶς σχέσεις τῆς ζωῆς συνειδητά - διαφοροποιούμενος ἔτσι ἀπὸ τὸ ζῶο, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Marx. Η συνείδηση εἶναι δεδομένη στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ δεδομένη ὡς δυνατότητα, κι αὐτὸ σημαίνει τὸ ἐνδεχόμενο να πραγματοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ὕπαρξη καὶ τὴ ζωή του ὡς συνειδητή σχέση ἢ καὶ ὡς ἀσυνείδητη σχέση - ὡς «ζωώδη σχέση», όπως τὴ χαρακτηρίζει καὶ πάλι ὁ Marx. Μόνο σὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ εἶναι νοητὸ τὸ περιεχόμενο ποὺ ἔδωσε ὁ Marx στὴν ἔννοια τῆς ἀλλοτρίωσης, καὶ μόνο τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀλλοτρίωσης μᾶς ἐπιτρέπει νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν ἀπόδοση ὀντολογικοῦ περιεχομένου στὶς ἐνέργειες - σχέσεις ὡς ἀφετηρία μιᾶς κριτικῆς ὀντολογίας. Αν ὀντολογικὴ ἀφετηρία εἶναι ὄχι μιὰ κάποια ἀφηρημένη καὶ λογικὰ ὑποχρεωτικὴ θεωρητικὴ ἀρχή, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ἐμπειρία τῆς ὑποκειμενικότητας ὡς γεγονότος συνειδητὰ ἐνεργούμενων σχέσεων, τότε ἡ ὀντολογικὴ αὐτὴ ἀφετηρία λειτουργεῖ ὁπωσδήποτε κριτικά: Γιατί ἐπαληθεύεται μόνο μέσα στὴ δυναμικὴ τῶν σχέσεων, τὴ δυναμικὴ τοῦ κοινωνικοῦ γεγονότος. Εἶναι ὁπωσδήποτε ἀναφορικὴ στὸ κατόρθωμα τῆς συνειδητῆς σχέσης ἢ στὴν ἀλλοτρίωση τῆς συνειδητῆς σχέσης - «μετράει» τὸ κατόρθωμα ἢ τὴν ἀλλοτρίωση.
Τὸ ριζοσπαστικὸ στοιχεῖο τῆς σκέψης του Marx ἐμφανίζεται στὴν ἀπόδοση ὀντολογικοῦ περιεχομένου ὄχι στὴν ἔννοια ἢ "ἀρχὴ" τῆς σχέσης (στὴν ἀφαιρετικὴ διπολικότητα ὑποκειμένου – ἀντικειμένου), ἀλλὰ στὸ σύνολο τῶν ἄμεσων αισθητῶν καὶ πραγματικῶν σχέσεων μὲ τὶς ὁποῖες πραγματοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ὕπαρξή του – στὴν ἐκδοχὴ τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς ζωῆς ὡς ἑνιαίας ὁλότητας ὑλικῶν καὶ πνευματικών – διαπροσωπικών σχέσεων. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ ἐνδεχόμενο ἀλλοτρίωσης τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς ζωῆς δὲν ἀναφέρεται σὲ κάποια ἀφηρημένη ἰδέα «κακοῦ», ἀλλὰ προϋποθέτει ἐπίσης ὡς ἑνιαία ὁλότητα τὴ δυναμικὴ τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου τόσο μὲ τὰ ὑλικὰ ἀντικείμενα ὅσο καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ oντολογικὰ ἀναφορικὸς χαρακτήρας τῆς ἀνθρώπινης ύπαρξης καὶ ζωῆς (χαρακτήρας καθολικῆς σχέσης καὶ κοινωνίας) ἀποκλείει τὴν ἀφαιρετικὴ ἐκδοχὴ διπολικότητας τῆς σχέσης, δηλαδὴ τὸν περιορισμό της στη θεωρητικὴ ἀντιδιαστολὴ ὑποκειμένου-ἀντικειμένου ὡς αὐτόνομων ὀντοτήτων. Εφ᾽ ὅσον ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη καὶ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων πραγματοποιεῖται ὡς ἄμεση καὶ ὀργανικὴ σχέση μὲ τὰ ὑλικὰ καταρχὴν ἀντικείμενα τοῦ κόσμου, στην καθολικὴ αὐτὴ σχέση συναντῶνται ἀναπόφευκτα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, εἶναι δηλαδὴ σχέση συστατικὴ δι-ανθρώπινης κοινωνίας, θεμελιώδης καὶ πραγματικὴ ἀφετηρία του κοινωνικοῦ γεγονότος. Η σχέση τοῦ κάθε ἀνθρώπου μὲ τὰ ὑλικὰ ἀντικείμενα περνάει οπωσδήποτε μέσα ἀπὸ τὶς σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ ἐπαληθεύεται κριτικὰ εἴτε ὡς συνειδητὴ σχέση ισοτιμίας καὶ ἐλεύθερης δημιουργικότητας, εἴτε ὡς ἀλλοτριωμένη σχέση ἀσυνείδητης («ζωώδους») ἐξάρτησης καὶ ὑποταγῆς ἀνθρώπου σὲ ἄνθρωπο. Ο Marx φτάνει νὰ πεῖ ὅτι ἀκόμα καὶ ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἑαυτό του πραγματοποιεῖται καὶ ἐκφράζεται στη σχέση μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους (γι' αὐτὸ καὶ ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου ἐκφράζεται στὴ σχέση του μὲ τοὺς ἄλλους, την κοινωνικὴ σχέση), ἑπομένως ἡ ἴδια ἡ αὐτοσυνειδησία του εἶναι ἕνα κοινωνικό γεγονός.
Τὴν τελευταία αὐτὴ θέση θὰ τὴν ἐπαναλάβει ὁ Marx ἀργότερα στὸν πρόλογο του βιβλίου του Κριτικὴ τῆς πολιτικῆς οἰκονομίας: «Δὲν εἶναι ἡ συνείδηση τῶν ἀνθρώπων που καθορίζει τὸ εἶναι τους, ἀλλὰ ἀντίστροφα, τὸ κοινωνικό τους εἶναι καθορίζει τη συνείδησή τους». ᾿Αλλὰ στὴ μεταγενέστερη αὐτὴ φάση ἡ σκέψη του ἔχει πιὰ ἐγκλωβιστεῖ στὴν προσπάθεια νὰ προσδώσει στις θεωρήσεις του χαρακτήρα «ἐπιστημονικῆς» θετικότητας — μὲ τὸν τρόπο ποὺ καταλάβαινε - αὐτὴ τὴν «ἐπιστημονικὴ» θετικότητα ὁ διανοητικός του περίγυρος στὰ μέσα του 19ου αιώνα. Γι' αὐτὸ καὶ ἐπιχειρεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὸν καθορισμὸ τῆς συνείδησης ἀπὸ τὸ κοινωνικό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἔνταξη σὲ μιὰ ντετερμινιστικὴ ἀναγκαιότητα, ὅπου δὲν ἔχουν πιὰ θέση ἡ θέληση καὶ ἡ ἐλευθερία, τὸ ἀπροσδόκητο καὶ ἡ ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα, ἡ ἱστορικὴ ἐκπληξη που προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀπροσδιοριστία τῆς κοινωνικῆς δυναμικῆς ἢ τῆς προσωπικῆς δημιουργίας. «Στην κοινωνική παραγωγὴ τῆς ζωῆς τους, λέει στὸν ἴδιο αὐτὸ πρόλογο, οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται σὲ σχέσεις προκαθορισμένες, αναγκαῖες, ἀνεξάρτητες ἀπὸ τὴ θέλησή τους, σὲ σχέσεις παραγωγικὲς ποὺ ἀντιστοιχοῦν σὲ μιὰ ὁρισμένη βαθμίδα ἀνάπτυξης τῶν ὑλικῶν παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο τῶν παραγωγικῶν αὐτῶν σχέσεων ἀποτελεῖ τὴν οἰκονομικὴ δομὴ τῆς κοινωνίας, την πραγματικὴ βάση, ποὺ πάνω της ὑψώνεται ἕνα νομικὸ καὶ πολιτικὸ ἐποικοδόμημα (Überbau), στὸ ὁποῖο ἀντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικῆς συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγῆς τῆς ὑλικῆς ζωῆς καθορίζει γενικὰ τὴν κοινωνική, πολιτικὴ καὶ πνευματικὴ διαδικασία τῆς ζωῆς».
Θὰ μποροῦσε ὡστόσο νὰ ἰσχυρισθεῖ κανεὶς ὅτι ἀκόμα καὶ σὲ αὐτὴ τὴ μεταγενέστερη φάση τῆς σκέψης τοῦ Marx, (ποὺ εἶναι καὶ ἡ καίρια φάση διαμόρφωσης τῆς μαρξιστικής θεωρίας), ὁ καθορισμὸς τῆς συνείδησης ἀπὸ τὴν αἰτιοκρατική ἀναγκαιότητα των παραγωγικῶν σχέσεων δὲν ἀναιρεῖ τὸν ὀντολογικό χαρακτήρα ποὺ ἀπέδωσε ὁ Marx στις σχέσεις, γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἀναφέρεται τελικὰ ὁ αἰτιοκρατικὸς καθορισμὸς τῆς συνείδησης σὲ αὐτὸ ποὺ ἀμετάκλητα εἶναι γιὰ τὸν Marx ή συνειδητή ύπαρξη. Ο ισχυρισμός αὐτὸς βασίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι τὸ τελικὸ ζητούμενο καὶ ἀναμενόμενο ἀπὸ τὸν Marx (ἑπομένως ἡ ἀνοιχτὴ καὶ πάντοτε ὑπάρχουσα δυνατότητα) εἶναι, νὰ ἐλευθερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ «βασίλειο τῆς ἀναγκαιότητας» καὶ νὰ πραγματοποιήσει «τὸ ἀληθινὸ βασίλειο τῆς ἐλευθερίας». Καὶ διευκρινίζει ὅτι τό βασίλειο τῆς ἐλευθερίας ἀρχίζει πραγματικά, ἐκεῖ ποὺ σταματάει ἡ ἐργασία ἡ καθορισμένη ἀπὸ ἀνάγκες καὶ ἐξωτερικές σκοπιμότητες· εἶναι ἑπομένως ἀπὸ τὴν ἴδια της τὴ φύση έξω ἀπὸ τὴ σφαίρα τῆς κυρίως ὑλικῆς παραγωγής... Ἡ ἀνάπτυξη τῶν ἀνθρώπινων δυνατοτήτων ἰσχύει ὡς αὐτοσκοπός (καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ἀληθινὸ βασίλειο τῆς ἐλευθερίας».
Λοιπόν, ποια είναι η ουσία, η καρδιά, η κύρια επίδραση της κβαντικής επανάστασης στη σύλληψη της ζωής μας; Ότι όλα αποτελούνται από σχέσεις, συμπεριλαμβανομένου αυτού που ονομάζουμε εαυτό, και κάθε πνευματική, πολιτιστική, πολιτική αλλά και φυσική καί σωματική δραστηριότητα. Το εγώ εξαφανίζεται, δεν είναι μια ουσία αλλά μια νοητική διαδικασία, ένα δίκτυο συνάψεων, ή μάλλον «ένα λεπτό και πολύπλοκο κέντημα του δικτύου των σχέσεων, από το οποίο αποτελείται η πραγματικότητα». Στο κέντρο των πάντων υπάρχει το κενό, όπως θα έλεγαν οι κύριοι της Ανατολής. αλλά σε αυτό το κενό οι ενέργειες και οι αντιστοιχίες κυμαίνονται (Πλατωνική συμμετρία). οι οντότητες δεν έχουν τη δική τους αυτόνομη οντότητα αλλά είναι εφήμεροι κόμβοι σε αυτό το δίκτυο. Η διασύνδεση όλων των πραγμάτων, συνοψίζει ο Rovelli μεταφράζοντας την έκφραση που χρησιμοποιείται για τα κβάντα, εμπλοκή(entanglement)
ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΚΑΘΗΛΩΣΑΝ ΟΙ ΨΕΥΔΟΘΕΟΛΟΓΟΙ, ΟΙ ΟΝΤΟΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΜΕΝΩΝ ΙΔΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ;
Η αντίφαση μεταξύ της υλικότητάς μας και της παραγωγής μορφών ιδεών και συνείδησης που δρουν στην υλικότητα είναι αναπόφευκτη. Από την υλικότητα αναπτύσσεται η ιδεατότητα και αυτή με τη σειρά της δρα σε αυτήν. Με αυτόν τον τρόπο έχουμε προχωρήσει πολύ πέρα από τον Πλάτωνα, στον διαλεκτικό υλισμό, για να διαβάσουμε τον Πλάτωνα ως μια στιγμή ή στιγμή στην ανάπτυξη της διαλεκτικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου