Στις 9 και στις 10 Οκτωβρίου 2021, ο Πάπας Φραγκίσκος ανήγγειλε επισήμως την έναρξη της λεγόμενης Συνόδου «για τη συνοδικότητα», η οποία, σε κάθε τοπική Εκκλησία εγκαινιάστηκε στις 17 Οκτωβρίου. Όλοι οι βαπτισμένοι, είτε μοναχοί, μοναχές, κληρικοί είτε λαϊκοί, καλούνται σε μια διαβούλευση γύρω από τη διακυβέρνηση και την αποστολή της Εκκλησίας μέσα στο σύγχρονο πολιτισμικό πλαίσιο και στις προκλήσεις που αυτό προβάλλει. Σήμερα βρισκόμαστε στην πρώτη φάση αυτής της διαδρομής, που θα λήξει το 2023 με την 16η Τακτική Σύνοδο των Επισκόπων στο Βατικανό.
Ι. ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Οταν ακούσαμε για πρώτη φορά το κάλεσμα του Πάπα Φραγκίσκου για μια πιο «συνοδική Εκκλησία», πολλοί νιώσαμε αιφνιδιασμένοι. Μέχρι πρόσφατα δεν είχε δοθεί ιδιαίτερη σημασία στη συνοδικότητα, ούτε οι απλοί λαϊκοί γνωρίζαμε πολλά γι’ αυτήν• και όμως, φαίνεται πως πρόκειται για ένα ιδιαίτερα επείγον ζήτημα, ζωτικό για την ευημερία της Εκκλησίας «της τρίτης χιλιετίας», κατά τα λόγια του πάπα Φραγκίσκου.
Τι είναι η συνοδικότητα;
Ο όρος σύνοδος μέχρι στιγμής μάς φέρνει στον νου την εικόνα της Συνόδου των Επισκόπων που δημιούργησε ο Άγιος Πάπας Παύλος ΣΤ΄ το 1965 καθώς πλησίαζε η λήξη της Β΄ Συνόδου του Βατικανού. Έτσι, λοιπόν, θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι οι σύνοδοι. Όπως εξηγεί ο Αμερικανός Ιησουίτης ιστορικός John W. O’Malley στην ιστοσελίδα του περιοδικού των Ιησουιτών των ΗΠΑ «America», «οι σύνοδοι είναι ουσιαστικά ένας συλλογικός τρόπος διακυβέρνησης. Οι επίσκοποι εργάζονται μαζί με συναδέλφους επισκόπους, και κάποιες φορές με τον κλήρο τους, ακόμη και με άλλα πρόσωπα».
Μετά τη Σύνοδο της Νικαίας, οι επίσκοποι έπρεπε να πραγματοποιούν συνόδους δύο φορές τον χρόνο στην επισκοπή τους. Κατά τον 19ο αιώνα, οι σύνοδοι μειώθηκαν μετά τον ορισμό του πρωτείου του Πάπα στην Α΄ Σύνοδο του Βατικανού, χωρίς όμως να παύσουν. Σε ό,τι αφορά στον ιεραρχικό τρόπο διακυβέρνησης, αυτός έχει «πρώιμη καταγωγή: Από τον πρώιμο 2ο αιώνα, οι επίσκοποι αναδείχθηκαν ως επιβλέποντες, φύλακες και ηγέτες του ποιμνίου τους στις πόλεις τους και ισχυρίζονταν ότι ήταν οι διάδοχοι των αποστόλων». «Οι επίσκοποι, παρόλο που αντιλαμβάνονταν ότι έπρεπε να εργαστούν με τους πρεσβυτέρους τους και με λαϊκούς αξιωματούχους αν ήθελαν να είναι αποτελεσματικοί, κρατούσαν σταθερά τις ηγετικές ευθύνες τους. Επομένως, εξαρχής η διακυβέρνηση της Εκκλησίας είχε δύο τρόπους – τον ιεραρχικό και τον συλλογικό», μάς πληροφορεί ο π. O’Malley. Ο πρώτος τρόπος απέκτησε ισχύ όταν «κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, ο επίσκοπος Ρώμης άρχισε να προβάλλει αποτελεσματικές αξιώσεις γενικής επίβλεψης της ευρύτερης Εκκλησίας. Η ανάδυση αυτών των αξιώσεων έδειχνε ότι κυριαρχούσε πλέον σε ένα άλλο επίπεδο εκκλησιαστικής ιεραρχίας, ειδικά στη Δύση. Μετά τον 11ο αιώνα, οι αξιώσεις του Πάπα έγιναν πιο επιτακτικές και οι ποντίφικες άρχισαν να αναλαμβάνουν το αποκλειστικό δικαίωμα να συγκαλούν συνόδους».
Οι αποφάσεις μιας συνόδου ήταν εξαρχής τελικές, αν και όχι αμετάκλητες. Ο Ιησουίτης ιστορικός λέει επιπλέον ότι ο θεσμός που δημιούργησε ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ με τη Σύνοδο των Επισκόπων δεν ήταν ένα σώμα λήψης αποφάσεων, αλλά είχε ρόλο συμβουλευτικό, δηλαδή μπορούσε να κάνει συστάσεις στον Πάπα, αλλά όχι να λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις. Ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ ήθελε η Σύνοδος των Επισκόπων να εφαρμόσει το διάταγμα της Β΄ Συνόδου του Βατικανού για τη συλλογικότητα, και μέχρι έναν βαθμό έτσι έγινε.Από σήμερα και στο εξής
Ο Πάπας Φραγκίσκος, ο πρώτος Πάπας εδώ και πενήντα χρόνια που δεν συμμετείχε στη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού, όταν ήταν Αρχιεπίσκοπος του Μπουένος Άιρες, έδειξε τη μεγάλη εκτίμησή του για τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού και τη δύναμη των διαταγμάτων της στη μεταμόρφωση της Εκκλησίας. Όπως εξήγησε πολύ απλά, συνοδικότητα σημαίνει ότι βαδίζουμε μαζί. Ο Πάπας Φραγκίσκος επιθυμεί να γίνει πραγματικότητα αυτό το όραμα μιας Εκκλησίας που βαδίζει μαζί. Συνοδικότητα είναι ένας τρόπος να είμαστε Εκκλησία, στον οποίο συμμετέχει ενεργά κάθε βαπτισμένος λαϊκός, με την προσοχή στραμμένη στο Άγιο Πνεύμα, σε μια πορεία κοινωνίας όπου συναντάμε τον άλλον μέσω της προσεκτικής ακρόασης, ιδιαίτερα όσων αισθάνονται αποκλεισμένοι από τη ζωή της Εκκλησίας και περιθωριοποιημένοι – γυναίκες, νέοι, φτωχοί, διαζευγμένοι, καθολικοί ΛΟΑΤΚΙ και άλλοι. Αυτή η προσεκτική ακρόαση ως μέρος της συνοδικής διαδικασίας είναι απολύτως απαραίτητη για την ανάπτυξή μας εν σώματι Χριστού.
Τον περασμένο Ιανουάριο, απευθυνόμενος στην Action Catholique σε μια ακρόαση στο Βατικανό, ο Πάπας Φραγκίσκος εξήγησε ότι «συνοδικότητα δεν είναι μια απλή συζήτηση, δεν είναι ένα ουσιαστικό. Δεν είναι καν η αναζήτηση για συναίνεση της πλειοψηφίας όπως συμβαίνει στο κοινοβούλιο και στην πολιτική. Δεν είναι ένα πλάνο, δεν είναι ένα πρόγραμμα προς εφαρμογή. Είναι ένας τρόπος προς υιοθέτηση, όπου ο κύριος πρωταγωνιστής είναι το Άγιο Πνεύμα, που εκφράζεται πάνω από όλα στον Λόγο του Θεού όταν τον διαβάζουμε, τον συλλογιζόμαστε και τον βιώνουμε μαζί».
Δύο όψεις της Συνόδου σχετικές με τη συνοδικότητα που οικειοποιήθηκε ο Πάπας είναι η περιγραφή της Εκκλησίας ως «ο λαός του Θεού» και η επιμονή σε έναν συλλογικό τρόπο διακυβέρνησης της Εκκλησίας. Η Δογματική Διάταξη “Lumen Gentium” περιγράφει τη συλλογική σχέση μεταξύ επισκόπων και Πάπα. Άλλα έγγραφα, όμως, τονίζουν το ιδανικό μιας συλλογικής σχέσης μεταξύ του επισκόπου και των ιερέων του, και μεταξύ ιερέων και του ποιμνίου τους. Ο πάπας Φραγκίσκος είναι πεπεισμένος, επίσης, ότι ο λαός του Θεού έχει μια βαθιά κατανόηση της πίστης και της πρακτικής της Εκκλησίας, δηλαδή έχει το «αισθητήριο πίστεως» και επομένως ο λαός του Θεού πρέπει να ακουστεί.
Με τα παραπάνω, μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι η συνοδικότητα και γιατί ο Πάπας θέλει να προωθήσει ενεργά μια πιο συνοδική Εκκλησία. Η συνοδικότητα είναι η αναβίωση της παλαιότερης παράδοσης της διακυβέρνησης της Εκκλησίας, αλλά όπως κάθε αναβίωση, έτσι και αυτή τροποποιείται από τις συνθήκες μέσα στις οποίες αναβιώνει. Η πιο ριζική τροποποίηση της συνοδικότητας σήμερα είναι η εκπληκτική συμπερίληψη που προτείνει ο πάπας Φραγκίσκος. Όπως είχε συμβεί και στη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού δεν συμμετείχαν μόνο επίσκοποι, αλλά και παρατηρητές. Μάλιστα, και σε προηγούμενες Συνόδους, έλαβαν μέρος και λαϊκοί αξιωματούχοι. Όμως ήταν περιορισμένοι σε έναν μικρό αριθμό. Σήμερα ο πάπας Φραγκίσκος, όπως φανερώνει και η λέξη συνοδικότητα, θέλει όλα τα μέλη της Εκκλησίας να συνοδοιπορήσουν, να εκφράσουν την πίστη τους, τις ελπίδες και τις επιθυμίες τους για την Εκκλησία, συμπεριλαμβάνοντας μάλιστα μη καθολικούς και μη χριστιανούς. Θέλει, επομένως, τη συνοδική διαδικασία ως πράξη συλλογικότητας, αλλά το επίσημο εγχειρίδιο της διαδικασίας, το λεγόμενο Vademecum, υποδεικνύει ότι πρόκειται για μαζική διαβούλευση υπό τον τρόπο της Συνόδου των Επισκόπων. Η συνοδικότητα, πάντως, δεν είναι για την Εκκλησία ένας τρόπος διακυβέρνησης δι’ αντιπροσωπείας ή εντολής της πλειοψηφίας. Στην ουσία, οδηγεί στην αναζήτηση περισσότερο της ομοφωνίας και της συναίνεσης στο σύνολο των βαπτισμένων, παρά της πλειοψηφίας.
Ο όρος σύνοδος μέχρι στιγμής μάς φέρνει στον νου την εικόνα της Συνόδου των Επισκόπων που δημιούργησε ο Άγιος Πάπας Παύλος ΣΤ΄ το 1965 καθώς πλησίαζε η λήξη της Β΄ Συνόδου του Βατικανού. Έτσι, λοιπόν, θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι οι σύνοδοι. Όπως εξηγεί ο Αμερικανός Ιησουίτης ιστορικός John W. O’Malley στην ιστοσελίδα του περιοδικού των Ιησουιτών των ΗΠΑ «America», «οι σύνοδοι είναι ουσιαστικά ένας συλλογικός τρόπος διακυβέρνησης. Οι επίσκοποι εργάζονται μαζί με συναδέλφους επισκόπους, και κάποιες φορές με τον κλήρο τους, ακόμη και με άλλα πρόσωπα».
Μετά τη Σύνοδο της Νικαίας, οι επίσκοποι έπρεπε να πραγματοποιούν συνόδους δύο φορές τον χρόνο στην επισκοπή τους. Κατά τον 19ο αιώνα, οι σύνοδοι μειώθηκαν μετά τον ορισμό του πρωτείου του Πάπα στην Α΄ Σύνοδο του Βατικανού, χωρίς όμως να παύσουν. Σε ό,τι αφορά στον ιεραρχικό τρόπο διακυβέρνησης, αυτός έχει «πρώιμη καταγωγή: Από τον πρώιμο 2ο αιώνα, οι επίσκοποι αναδείχθηκαν ως επιβλέποντες, φύλακες και ηγέτες του ποιμνίου τους στις πόλεις τους και ισχυρίζονταν ότι ήταν οι διάδοχοι των αποστόλων». «Οι επίσκοποι, παρόλο που αντιλαμβάνονταν ότι έπρεπε να εργαστούν με τους πρεσβυτέρους τους και με λαϊκούς αξιωματούχους αν ήθελαν να είναι αποτελεσματικοί, κρατούσαν σταθερά τις ηγετικές ευθύνες τους. Επομένως, εξαρχής η διακυβέρνηση της Εκκλησίας είχε δύο τρόπους – τον ιεραρχικό και τον συλλογικό», μάς πληροφορεί ο π. O’Malley. Ο πρώτος τρόπος απέκτησε ισχύ όταν «κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, ο επίσκοπος Ρώμης άρχισε να προβάλλει αποτελεσματικές αξιώσεις γενικής επίβλεψης της ευρύτερης Εκκλησίας. Η ανάδυση αυτών των αξιώσεων έδειχνε ότι κυριαρχούσε πλέον σε ένα άλλο επίπεδο εκκλησιαστικής ιεραρχίας, ειδικά στη Δύση. Μετά τον 11ο αιώνα, οι αξιώσεις του Πάπα έγιναν πιο επιτακτικές και οι ποντίφικες άρχισαν να αναλαμβάνουν το αποκλειστικό δικαίωμα να συγκαλούν συνόδους».
Οι αποφάσεις μιας συνόδου ήταν εξαρχής τελικές, αν και όχι αμετάκλητες. Ο Ιησουίτης ιστορικός λέει επιπλέον ότι ο θεσμός που δημιούργησε ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ με τη Σύνοδο των Επισκόπων δεν ήταν ένα σώμα λήψης αποφάσεων, αλλά είχε ρόλο συμβουλευτικό, δηλαδή μπορούσε να κάνει συστάσεις στον Πάπα, αλλά όχι να λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις. Ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ ήθελε η Σύνοδος των Επισκόπων να εφαρμόσει το διάταγμα της Β΄ Συνόδου του Βατικανού για τη συλλογικότητα, και μέχρι έναν βαθμό έτσι έγινε.Από σήμερα και στο εξής
Ο Πάπας Φραγκίσκος, ο πρώτος Πάπας εδώ και πενήντα χρόνια που δεν συμμετείχε στη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού, όταν ήταν Αρχιεπίσκοπος του Μπουένος Άιρες, έδειξε τη μεγάλη εκτίμησή του για τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού και τη δύναμη των διαταγμάτων της στη μεταμόρφωση της Εκκλησίας. Όπως εξήγησε πολύ απλά, συνοδικότητα σημαίνει ότι βαδίζουμε μαζί. Ο Πάπας Φραγκίσκος επιθυμεί να γίνει πραγματικότητα αυτό το όραμα μιας Εκκλησίας που βαδίζει μαζί. Συνοδικότητα είναι ένας τρόπος να είμαστε Εκκλησία, στον οποίο συμμετέχει ενεργά κάθε βαπτισμένος λαϊκός, με την προσοχή στραμμένη στο Άγιο Πνεύμα, σε μια πορεία κοινωνίας όπου συναντάμε τον άλλον μέσω της προσεκτικής ακρόασης, ιδιαίτερα όσων αισθάνονται αποκλεισμένοι από τη ζωή της Εκκλησίας και περιθωριοποιημένοι – γυναίκες, νέοι, φτωχοί, διαζευγμένοι, καθολικοί ΛΟΑΤΚΙ και άλλοι. Αυτή η προσεκτική ακρόαση ως μέρος της συνοδικής διαδικασίας είναι απολύτως απαραίτητη για την ανάπτυξή μας εν σώματι Χριστού.
Τον περασμένο Ιανουάριο, απευθυνόμενος στην Action Catholique σε μια ακρόαση στο Βατικανό, ο Πάπας Φραγκίσκος εξήγησε ότι «συνοδικότητα δεν είναι μια απλή συζήτηση, δεν είναι ένα ουσιαστικό. Δεν είναι καν η αναζήτηση για συναίνεση της πλειοψηφίας όπως συμβαίνει στο κοινοβούλιο και στην πολιτική. Δεν είναι ένα πλάνο, δεν είναι ένα πρόγραμμα προς εφαρμογή. Είναι ένας τρόπος προς υιοθέτηση, όπου ο κύριος πρωταγωνιστής είναι το Άγιο Πνεύμα, που εκφράζεται πάνω από όλα στον Λόγο του Θεού όταν τον διαβάζουμε, τον συλλογιζόμαστε και τον βιώνουμε μαζί».
Δύο όψεις της Συνόδου σχετικές με τη συνοδικότητα που οικειοποιήθηκε ο Πάπας είναι η περιγραφή της Εκκλησίας ως «ο λαός του Θεού» και η επιμονή σε έναν συλλογικό τρόπο διακυβέρνησης της Εκκλησίας. Η Δογματική Διάταξη “Lumen Gentium” περιγράφει τη συλλογική σχέση μεταξύ επισκόπων και Πάπα. Άλλα έγγραφα, όμως, τονίζουν το ιδανικό μιας συλλογικής σχέσης μεταξύ του επισκόπου και των ιερέων του, και μεταξύ ιερέων και του ποιμνίου τους. Ο πάπας Φραγκίσκος είναι πεπεισμένος, επίσης, ότι ο λαός του Θεού έχει μια βαθιά κατανόηση της πίστης και της πρακτικής της Εκκλησίας, δηλαδή έχει το «αισθητήριο πίστεως» και επομένως ο λαός του Θεού πρέπει να ακουστεί.
Με τα παραπάνω, μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι η συνοδικότητα και γιατί ο Πάπας θέλει να προωθήσει ενεργά μια πιο συνοδική Εκκλησία. Η συνοδικότητα είναι η αναβίωση της παλαιότερης παράδοσης της διακυβέρνησης της Εκκλησίας, αλλά όπως κάθε αναβίωση, έτσι και αυτή τροποποιείται από τις συνθήκες μέσα στις οποίες αναβιώνει. Η πιο ριζική τροποποίηση της συνοδικότητας σήμερα είναι η εκπληκτική συμπερίληψη που προτείνει ο πάπας Φραγκίσκος. Όπως είχε συμβεί και στη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού δεν συμμετείχαν μόνο επίσκοποι, αλλά και παρατηρητές. Μάλιστα, και σε προηγούμενες Συνόδους, έλαβαν μέρος και λαϊκοί αξιωματούχοι. Όμως ήταν περιορισμένοι σε έναν μικρό αριθμό. Σήμερα ο πάπας Φραγκίσκος, όπως φανερώνει και η λέξη συνοδικότητα, θέλει όλα τα μέλη της Εκκλησίας να συνοδοιπορήσουν, να εκφράσουν την πίστη τους, τις ελπίδες και τις επιθυμίες τους για την Εκκλησία, συμπεριλαμβάνοντας μάλιστα μη καθολικούς και μη χριστιανούς. Θέλει, επομένως, τη συνοδική διαδικασία ως πράξη συλλογικότητας, αλλά το επίσημο εγχειρίδιο της διαδικασίας, το λεγόμενο Vademecum, υποδεικνύει ότι πρόκειται για μαζική διαβούλευση υπό τον τρόπο της Συνόδου των Επισκόπων. Η συνοδικότητα, πάντως, δεν είναι για την Εκκλησία ένας τρόπος διακυβέρνησης δι’ αντιπροσωπείας ή εντολής της πλειοψηφίας. Στην ουσία, οδηγεί στην αναζήτηση περισσότερο της ομοφωνίας και της συναίνεσης στο σύνολο των βαπτισμένων, παρά της πλειοψηφίας.
«Για μια Συνοδική Εκκλησία: Κοινωνία, Συμμετοχή και Αποστολή»
Με τον τίτλο αυτόν, ο Πάπας Φραγκίσκος καλεί ολόκληρη την Εκκλησία να συλλογιστεί γύρω από ένα θέμα ζωτικής σημασίας για τη ζωή και την αποστολή της. Όπως ο ίδιος τονίζει, «ακριβώς αυτόν τον δρόμο της συνοδικότητας περιμένει ο Θεός από την Εκκλησία της τρίτης χιλιετίας». Αυτή η διαδρομή έρχεται μετά τον απόηχο της ανανέωσης της Εκκλησίας που πρότεινε η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού. Αναφέρει το προπαρασκευαστικό έγγραφο: «Βαδίζοντας μαζί και συλλογιζόμενοι μαζί για τη διαδρομή που ήδη έχει κάνει, η Εκκλησία θα μπορέσει να μάθει μέσα από την εμπειρία της ποιες διαδικασίες μπορούν να τη βοηθήσουν να βιώσει την κοινωνία, να κατορθώσει τη συμμετοχή, να ανοιχτεί στην αποστολή». Αυτή η συνοδική πορεία εξελίσσεται μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο που σημαδεύεται από αλλαγές στην κοινωνία και από μια κρίσιμη μετάβαση στη ζωή της Εκκλησίας, και τα οποία δεν μπορούν να αγνοηθούν. Καλούμαστε, λοιπόν, μέσα στην πολυπλοκότητα αυτού του πλαισίου, «να διερευνήσουμε τα σημεία των καιρών και να τα ερμηνεύσουμε υπό το φως του Ευαγγελίου», διακρίνοντας το Άγιο Πνεύμα.
Ο τότε Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος, Αρχιεπίσκοπος πρώην Καθολικών Αθηνών, Σεβ. Σεβαστιανός Ροσσολάτος, μάς εξηγεί ότι ο τίτλος της συνόδου «δηλώνει ότι η συνοδικότητα της Εκκλησίας βιώνεται όταν οι βαπτισμένοι ζουν σε κοινωνία μεταξύ τους, όταν συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων και στην εφαρμογή τους, και αυτά τα δύο τούς κατευθύνουν προς την αποστολή που αναθέτει ο Χριστός στην Εκκλησία, δηλαδή σε κάθε βαπτισμένο: στον ευαγγελισμό […]. Δεν βιώνεται η συνοδικότητα όταν κάποιοι περιορίζονται να μιλούν, αλλά δεν πορεύονται με τους άλλους, αν δεν ζουν σε κοινωνία με τους άλλους, αν δεν συμμετέχουν στη ζωή της Εκκλησίας, και δεν αποδέχονται την αποστολή που τους αναθέτει ο Χριστός με το Βάπτισμα: να ευαγγελίζονται τους ανθρώπους γύρω τους, να δίνουν, δηλαδή, μαρτυρία για το Ευαγγέλιο της Σωτηρίας».
Ποια είναι η διαδικασία που θα ακολουθηθεί;
Σε τοπικό επίπεδο, σε όλες τις χώρες, θα δοθεί η ευκαιρία όλοι οι επίσκοποι και οι ιερείς, οι μοναχοί, οι μοναχές, οι κοινότητες και οι οργανώσεις, αλλά και οι λαϊκοί στις ενορίες, οι αβάπτιστοι, οι μη χριστιανοί, οι χριστιανοί άλλων ομολογιών, ιδιαίτερα, δε, όσοι για διάφορους λόγους βρίσκονται στο περιθώριο, να εκφράσουν τη γνώμη τους υπό τη μορφή της διαβούλευσης και να ακουστούν. Κάθε επισκοπή έχει ορίσει έναν υπεύθυνο που θα συγκεντρώσει τις απαντήσεις και θα ετοιμάσει μια περίληψη με αποδέκτη τον υπεύθυνο της Ιεραρχίας, τον οποίο έχει ορίσει η ίδια η Ιεραρχία. Εκείνος θα συγκεντρώσει τις περιλήψεις των απαντήσεων από όλες τις επισκοπές και θα συντάξει μια περίληψη των απαντήσεων όλης της χώρας, την οποία θα στείλει στη Γραμματεία της Συνόδου των Επισκόπων στη Ρώμη. Η Γραμματεία της Συνόδου των Επισκόπων, από όλες τις περιλήψεις που θα δεχθεί από κάθε χώρα, θα ετοιμάσει το πρώτο κείμενο εργασίας και θα το στείλει σε όλους τους Επισκόπους που θα κάνουν τις παρατηρήσεις τους. Βασισμένη στις παρατηρήσεις αυτές, η Γραμματεία της Συνόδου θα ετοιμάσει το τελικό Κείμενο Εργασίας (Instrumentum Laboris), που θα μελετήσει η Σύνοδος των Επισκόπων το 2023. Με τον τρόπο αυτόν, οι Επίσκοποι θα πληροφορηθούν τις σκέψεις και τις προτάσεις των καθολικών όλου του κόσμου για την Εκκλησία, και όχι μόνο αυτών.
Με τον τίτλο αυτόν, ο Πάπας Φραγκίσκος καλεί ολόκληρη την Εκκλησία να συλλογιστεί γύρω από ένα θέμα ζωτικής σημασίας για τη ζωή και την αποστολή της. Όπως ο ίδιος τονίζει, «ακριβώς αυτόν τον δρόμο της συνοδικότητας περιμένει ο Θεός από την Εκκλησία της τρίτης χιλιετίας». Αυτή η διαδρομή έρχεται μετά τον απόηχο της ανανέωσης της Εκκλησίας που πρότεινε η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού. Αναφέρει το προπαρασκευαστικό έγγραφο: «Βαδίζοντας μαζί και συλλογιζόμενοι μαζί για τη διαδρομή που ήδη έχει κάνει, η Εκκλησία θα μπορέσει να μάθει μέσα από την εμπειρία της ποιες διαδικασίες μπορούν να τη βοηθήσουν να βιώσει την κοινωνία, να κατορθώσει τη συμμετοχή, να ανοιχτεί στην αποστολή». Αυτή η συνοδική πορεία εξελίσσεται μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο που σημαδεύεται από αλλαγές στην κοινωνία και από μια κρίσιμη μετάβαση στη ζωή της Εκκλησίας, και τα οποία δεν μπορούν να αγνοηθούν. Καλούμαστε, λοιπόν, μέσα στην πολυπλοκότητα αυτού του πλαισίου, «να διερευνήσουμε τα σημεία των καιρών και να τα ερμηνεύσουμε υπό το φως του Ευαγγελίου», διακρίνοντας το Άγιο Πνεύμα.
Ο τότε Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος, Αρχιεπίσκοπος πρώην Καθολικών Αθηνών, Σεβ. Σεβαστιανός Ροσσολάτος, μάς εξηγεί ότι ο τίτλος της συνόδου «δηλώνει ότι η συνοδικότητα της Εκκλησίας βιώνεται όταν οι βαπτισμένοι ζουν σε κοινωνία μεταξύ τους, όταν συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων και στην εφαρμογή τους, και αυτά τα δύο τούς κατευθύνουν προς την αποστολή που αναθέτει ο Χριστός στην Εκκλησία, δηλαδή σε κάθε βαπτισμένο: στον ευαγγελισμό […]. Δεν βιώνεται η συνοδικότητα όταν κάποιοι περιορίζονται να μιλούν, αλλά δεν πορεύονται με τους άλλους, αν δεν ζουν σε κοινωνία με τους άλλους, αν δεν συμμετέχουν στη ζωή της Εκκλησίας, και δεν αποδέχονται την αποστολή που τους αναθέτει ο Χριστός με το Βάπτισμα: να ευαγγελίζονται τους ανθρώπους γύρω τους, να δίνουν, δηλαδή, μαρτυρία για το Ευαγγέλιο της Σωτηρίας».
Ποια είναι η διαδικασία που θα ακολουθηθεί;
Σε τοπικό επίπεδο, σε όλες τις χώρες, θα δοθεί η ευκαιρία όλοι οι επίσκοποι και οι ιερείς, οι μοναχοί, οι μοναχές, οι κοινότητες και οι οργανώσεις, αλλά και οι λαϊκοί στις ενορίες, οι αβάπτιστοι, οι μη χριστιανοί, οι χριστιανοί άλλων ομολογιών, ιδιαίτερα, δε, όσοι για διάφορους λόγους βρίσκονται στο περιθώριο, να εκφράσουν τη γνώμη τους υπό τη μορφή της διαβούλευσης και να ακουστούν. Κάθε επισκοπή έχει ορίσει έναν υπεύθυνο που θα συγκεντρώσει τις απαντήσεις και θα ετοιμάσει μια περίληψη με αποδέκτη τον υπεύθυνο της Ιεραρχίας, τον οποίο έχει ορίσει η ίδια η Ιεραρχία. Εκείνος θα συγκεντρώσει τις περιλήψεις των απαντήσεων από όλες τις επισκοπές και θα συντάξει μια περίληψη των απαντήσεων όλης της χώρας, την οποία θα στείλει στη Γραμματεία της Συνόδου των Επισκόπων στη Ρώμη. Η Γραμματεία της Συνόδου των Επισκόπων, από όλες τις περιλήψεις που θα δεχθεί από κάθε χώρα, θα ετοιμάσει το πρώτο κείμενο εργασίας και θα το στείλει σε όλους τους Επισκόπους που θα κάνουν τις παρατηρήσεις τους. Βασισμένη στις παρατηρήσεις αυτές, η Γραμματεία της Συνόδου θα ετοιμάσει το τελικό Κείμενο Εργασίας (Instrumentum Laboris), που θα μελετήσει η Σύνοδος των Επισκόπων το 2023. Με τον τρόπο αυτόν, οι Επίσκοποι θα πληροφορηθούν τις σκέψεις και τις προτάσεις των καθολικών όλου του κόσμου για την Εκκλησία, και όχι μόνο αυτών.
Γιατί ο Πάπας θέλησε μια τέτοια σύνοδο;
ΟΆγιος Πάπας Ιωάννης ΙΓ΄, που συγκάλεσε τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού, έβλεπε ότι η Εκκλησία είχε μια επείγουσα αποστολή να φέρει τον κόσμο «σε επαφή με τις ζωοποιές και αιώνιες δυνάμεις του Ευαγγελίου». Εξήντα, σχεδόν, χρόνια αργότερα, κι ενώ σημαντικά στοιχεία ανανέωσης έχουν συμβεί μέσα στην Εκκλησία, πρέπει να αναρωτηθούμε αν είμαστε το αλάτι, το φως και η μαγιά που φέρνουν «τον σύγχρονο κόσμο σε επαφή με τις ζωοποιές και αιώνιες δυνάμεις του Ευαγγελίου». Ενδεχομένως ναι, μέχρι κάποιον βαθμό, αλλά όχι στον βαθμό που χρειάζεται ο κόσμος. Και ο πάπας Φραγκίσκος θέλει να αντιμετωπίσει αυτό το κενό, καλώντας ολόκληρη την Εκκλησία σε μια σύνοδο για τη συνοδικότητα.
Ορισμένα ερωτήματα απασχολούν την Εκκλησία σήμερα: υπάρχει μέλλον για τη θρησκεία; Κινδυνεύει η Εκκλησία; Πώς μπορεί να ανανεωθεί; Η Εκκλησία κλυδωνίζεται από ταραχές, από τα σκάνδαλα σεξουαλικών κακοποιήσεων και από εσωτερικούς διχασμούς. Παρόλα αυτά, το μήνυμά της παραμένει ακόμη και σήμερα ζωντανό και φέρνει νόημα στον σύγχρονο κόσμο. Ο κοινωνιολόγος ιησουίτης π. Charles Delhez, στην ανάλυσή του με τίτλο “Les Défis de la transition ecclésiale et religieuse” που δημοσιεύθηκε στο τεύχος αρ. 138 του περιοδικού En question – sens et engagement, αναφέρει ότι το βάρος του εκκλησιαστικού θεσμού μάς έχει κάνει να ξεχάσουμε την αδελφοσύνη ανάμεσα στους μαθητές του Χριστού. «Αν η Εκκλησία θέλει να επιβιώσει, πρέπει να ανατρέψει αυτή την κίνηση, να ξαναβρεί την αδελφοσύνη, στην υπηρεσία της οποίας πρέπει να τίθεται. Η Εκκλησία των πρώτων αιώνων λειτουργούσε πιο οριζόντια, αντίθετα, επομένως, με τη συγκεντρωτική και κληρικαλιστική δομή, που γίνεται ολοένα βαρύτερη. Σήμερα, η Εκκλησία πρέπει να επανεξετάσει τον εαυτό της εσωτερικά».
Ο στόχος της συνόδου αυτής, λοιπόν, είναι να μετακινήσει την Εκκλησία προς ένα πιο αποκεντρωμένο μοντέλο λήψης αποφάσεων, προσκαλώντας λαϊκούς και όσους παραδοσιακά δεν έχουν φωνή στην ηγεσία της Εκκλησίας, σε συζητήσεις για το πώς η Εκκλησία μπορεί να γίνει πιο ανοιχτή, συμπεριληπτική και συνεργατική. Ίσως καμία άλλη σύνοδος να μην έχει το δυναμικό να αλλάξει τις δομές τις Εκκλησίας ή τουλάχιστον την εικόνα που η Εκκλησία έχει για τον εαυτό της, περνώντας από ένα μοντέλο που ταυτίζει την Εκκλησία πρωτίστως με την ιεραρχία, σε ένα όραμα της Εκκλησίας ως του λαού του Θεού.
Η πιο προφανής διάσταση της Καθολικής Εκκλησίας, και αυτή που κυριαρχεί στην αντίληψή μας, είναι η θεσμική-οργανωτική. Αλλά ταυτόχρονα λαμβάνει χώρα και ένα κίνημα από-θεσμοποίησης της Καθολικής Εκκλησίας, είτε με την ολοένα και λιγότερη διαθεσιμότητα μοναχών που δραστηριοποιούνται στον χώρο της εκπαίδευσης, των κοινωνικών υπηρεσιών και της υγειονομικής περίθαλψης είτε με την κρίση των σεξουαλικών κακοποιήσεων σε συνδυασμό με τον εμφανή κληρικαλισμό, που πυροδότησαν τη θεσμική αναξιοπιστία της, είτε με τη συνεχή μείωση του αριθμού των πιστών που συμμετέχουν στην οργανωμένη ζωή της Εκκλησίας. Η από-θεσμοποίηση, λοιπόν, της Εκκλησίας είναι γεγονός. Κι αν έχουμε επενδύσει στη θεσμική ζωή της Εκκλησίας για να φέρουμε τον σύγχρονο κόσμο σε επαφή με τις «ζωοποιές δυνάμεις του Ευαγγελίου», τότε πρέπει να ακολουθήσουμε έναν διαφορετικό δρόμο ευαγγελισμού. Συγκαλώντας μια σύνοδο για τη συνοδικότητα, ο Πάπας Φραγκίσκος φαίνεται ότι προσφέρει ακριβώς αυτό. Επομένως, ο τίτλος της συνόδου «Για μια συνοδική Εκκλησία: κοινωνία, συμμετοχή, αποστολή» είναι καίριος. Για να εκπληρώσουμε την αποστολή μας, τον ευαγγελισμό, σε έναν κόσμο που τον χρειάζεται, πρέπει να είμαστε σε κοινωνία, μαζί, εν Χριστώ, και να συμμετέχουμε όλος ο λαός του Θεού. Η ικανότητα να φανταστούμε ένα διαφορετικό μέλλον για την Εκκλησία και τους θεσμούς της, συνεχίζοντας την αποστολή που έχει λάβει, εξαρτάται κατά πολύ από την απόφαση να ξεκινήσει διαδικασίες ακρόασης, διαλόγου και διάκρισης, όπου κάθε άνθρωπος μπορεί να συμμετάσχει και να συμβάλει. Με τη μεταμορφωτική δύναμη της συνάντησης και της ακρόασης ανθρώπων που διαφωνούν, καθώς και των φτωχών, η Εκκλησία μπορεί να σταθεί δίπλα τους πιστή σε ό,τι ομολογεί, σε κοινωνία μαζί τους.
Συνοπτικά, ο Πάπας Φραγκίσκος επικαλείται μια Εκκλησία της ακρόασης, όπου ο καθένας και η καθεμιά έχει κάτι να μάθει από τον άλλον. Και μια Εκκλησία της υπηρεσίας, όπου όλοι είναι στην υπηρεσία των αδελφών τους και όπου κανείς δεν τίθεται πάνω από τους άλλους. Είναι ένας τρόπος να ζει κανείς μέσα στην Εκκλησία, ο οποίος συμπεριλαμβάνει, χωρίς καμία εξαίρεση, όλα τα μέλη του λαού του Θεού.
Πώς πρέπει να ανανεωθεί η Εκκλησία;
ΟΆγιος Πάπας Ιωάννης ΙΓ΄, που συγκάλεσε τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού, έβλεπε ότι η Εκκλησία είχε μια επείγουσα αποστολή να φέρει τον κόσμο «σε επαφή με τις ζωοποιές και αιώνιες δυνάμεις του Ευαγγελίου». Εξήντα, σχεδόν, χρόνια αργότερα, κι ενώ σημαντικά στοιχεία ανανέωσης έχουν συμβεί μέσα στην Εκκλησία, πρέπει να αναρωτηθούμε αν είμαστε το αλάτι, το φως και η μαγιά που φέρνουν «τον σύγχρονο κόσμο σε επαφή με τις ζωοποιές και αιώνιες δυνάμεις του Ευαγγελίου». Ενδεχομένως ναι, μέχρι κάποιον βαθμό, αλλά όχι στον βαθμό που χρειάζεται ο κόσμος. Και ο πάπας Φραγκίσκος θέλει να αντιμετωπίσει αυτό το κενό, καλώντας ολόκληρη την Εκκλησία σε μια σύνοδο για τη συνοδικότητα.
Ορισμένα ερωτήματα απασχολούν την Εκκλησία σήμερα: υπάρχει μέλλον για τη θρησκεία; Κινδυνεύει η Εκκλησία; Πώς μπορεί να ανανεωθεί; Η Εκκλησία κλυδωνίζεται από ταραχές, από τα σκάνδαλα σεξουαλικών κακοποιήσεων και από εσωτερικούς διχασμούς. Παρόλα αυτά, το μήνυμά της παραμένει ακόμη και σήμερα ζωντανό και φέρνει νόημα στον σύγχρονο κόσμο. Ο κοινωνιολόγος ιησουίτης π. Charles Delhez, στην ανάλυσή του με τίτλο “Les Défis de la transition ecclésiale et religieuse” που δημοσιεύθηκε στο τεύχος αρ. 138 του περιοδικού En question – sens et engagement, αναφέρει ότι το βάρος του εκκλησιαστικού θεσμού μάς έχει κάνει να ξεχάσουμε την αδελφοσύνη ανάμεσα στους μαθητές του Χριστού. «Αν η Εκκλησία θέλει να επιβιώσει, πρέπει να ανατρέψει αυτή την κίνηση, να ξαναβρεί την αδελφοσύνη, στην υπηρεσία της οποίας πρέπει να τίθεται. Η Εκκλησία των πρώτων αιώνων λειτουργούσε πιο οριζόντια, αντίθετα, επομένως, με τη συγκεντρωτική και κληρικαλιστική δομή, που γίνεται ολοένα βαρύτερη. Σήμερα, η Εκκλησία πρέπει να επανεξετάσει τον εαυτό της εσωτερικά».
Ο στόχος της συνόδου αυτής, λοιπόν, είναι να μετακινήσει την Εκκλησία προς ένα πιο αποκεντρωμένο μοντέλο λήψης αποφάσεων, προσκαλώντας λαϊκούς και όσους παραδοσιακά δεν έχουν φωνή στην ηγεσία της Εκκλησίας, σε συζητήσεις για το πώς η Εκκλησία μπορεί να γίνει πιο ανοιχτή, συμπεριληπτική και συνεργατική. Ίσως καμία άλλη σύνοδος να μην έχει το δυναμικό να αλλάξει τις δομές τις Εκκλησίας ή τουλάχιστον την εικόνα που η Εκκλησία έχει για τον εαυτό της, περνώντας από ένα μοντέλο που ταυτίζει την Εκκλησία πρωτίστως με την ιεραρχία, σε ένα όραμα της Εκκλησίας ως του λαού του Θεού.
Η πιο προφανής διάσταση της Καθολικής Εκκλησίας, και αυτή που κυριαρχεί στην αντίληψή μας, είναι η θεσμική-οργανωτική. Αλλά ταυτόχρονα λαμβάνει χώρα και ένα κίνημα από-θεσμοποίησης της Καθολικής Εκκλησίας, είτε με την ολοένα και λιγότερη διαθεσιμότητα μοναχών που δραστηριοποιούνται στον χώρο της εκπαίδευσης, των κοινωνικών υπηρεσιών και της υγειονομικής περίθαλψης είτε με την κρίση των σεξουαλικών κακοποιήσεων σε συνδυασμό με τον εμφανή κληρικαλισμό, που πυροδότησαν τη θεσμική αναξιοπιστία της, είτε με τη συνεχή μείωση του αριθμού των πιστών που συμμετέχουν στην οργανωμένη ζωή της Εκκλησίας. Η από-θεσμοποίηση, λοιπόν, της Εκκλησίας είναι γεγονός. Κι αν έχουμε επενδύσει στη θεσμική ζωή της Εκκλησίας για να φέρουμε τον σύγχρονο κόσμο σε επαφή με τις «ζωοποιές δυνάμεις του Ευαγγελίου», τότε πρέπει να ακολουθήσουμε έναν διαφορετικό δρόμο ευαγγελισμού. Συγκαλώντας μια σύνοδο για τη συνοδικότητα, ο Πάπας Φραγκίσκος φαίνεται ότι προσφέρει ακριβώς αυτό. Επομένως, ο τίτλος της συνόδου «Για μια συνοδική Εκκλησία: κοινωνία, συμμετοχή, αποστολή» είναι καίριος. Για να εκπληρώσουμε την αποστολή μας, τον ευαγγελισμό, σε έναν κόσμο που τον χρειάζεται, πρέπει να είμαστε σε κοινωνία, μαζί, εν Χριστώ, και να συμμετέχουμε όλος ο λαός του Θεού. Η ικανότητα να φανταστούμε ένα διαφορετικό μέλλον για την Εκκλησία και τους θεσμούς της, συνεχίζοντας την αποστολή που έχει λάβει, εξαρτάται κατά πολύ από την απόφαση να ξεκινήσει διαδικασίες ακρόασης, διαλόγου και διάκρισης, όπου κάθε άνθρωπος μπορεί να συμμετάσχει και να συμβάλει. Με τη μεταμορφωτική δύναμη της συνάντησης και της ακρόασης ανθρώπων που διαφωνούν, καθώς και των φτωχών, η Εκκλησία μπορεί να σταθεί δίπλα τους πιστή σε ό,τι ομολογεί, σε κοινωνία μαζί τους.
Συνοπτικά, ο Πάπας Φραγκίσκος επικαλείται μια Εκκλησία της ακρόασης, όπου ο καθένας και η καθεμιά έχει κάτι να μάθει από τον άλλον. Και μια Εκκλησία της υπηρεσίας, όπου όλοι είναι στην υπηρεσία των αδελφών τους και όπου κανείς δεν τίθεται πάνω από τους άλλους. Είναι ένας τρόπος να ζει κανείς μέσα στην Εκκλησία, ο οποίος συμπεριλαμβάνει, χωρίς καμία εξαίρεση, όλα τα μέλη του λαού του Θεού.
Πώς πρέπει να ανανεωθεί η Εκκλησία;
Αλλαγή του τρόπου διακυβέρνησης, καταπολέμηση του κληρικαλισμού, ακρόαση των θυμάτων των σεξουαλικών κακοποιήσεων
Πρώτα απ’ όλα με την αλλαγή του τρόπου διακυβέρνησής της από ιεραρχική σε συλλογική. Ολόκληρη η Εκκλησία καλείται να αντιμετωπίσει το βάρος μιας κουλτούρας διαποτισμένης από τον κληρικαλισμό που κληρονόμησε από την ιστορία της και από μορφές άσκησης της εξουσίας, όπου ευδοκίμησαν διαφορετικοί τύποι καταχρήσεων: καταχρήσεις εξουσίας, οικονομικές καταχρήσεις, καταχρήσεις συνειδήσεως ή σεξουαλικές καταχρήσεις. Το προπαρασκευαστικό έγγραφο της Συνόδου για τη συνοδικότητα αναφέρει ότι «είναι αδύνατο να διανοηθούμε μια μεταστροφή της δραστηριότητάς μας ως Εκκλησίας που να μην συμπεριλαμβάνει την ενεργό συμμετοχή όλων των μελών του λαού του Θεού». Δηλαδή το ζήτημα εδώ είναι να μάθουμε αν πρέπει να αμφισβητηθεί η καθολική παράδοση, που θέλει τους ιερωμένους να έχουν τον τελευταίο λόγο στις αποφάσεις, στα διάφορα επίπεδα: ο Πάπας στην Εκκλησία ανά τον κόσμο, ο επίσκοπος στην επισκοπή του, ο εφημέριος στην ενορία του. Έτσι, τον τελευταίο λόγο θα έχουν συμβούλια, όπου η φωνή του ιερωμένου θα είναι μία ανάμεσα σε άλλες, ενός πρώτου ανάμεσα σε ίσους. Αυτό που θα ίσχυε σε ένα επίπεδο της εκκλησιαστικής ζωής θα έπρεπε, λογικά, να ισχύει και για τα υπόλοιπα, από την ενορία μέχρι την ανά τον κόσμο Εκκλησία (Σύνοδος των επισκόπων), περνώντας από τις τοπικές Εκκλησίες (συμβούλια).
Μάς πληροφορεί η εκτενής έκθεση της Ανεξάρτητης Επιτροπής για τις Σεξουαλικές Κακοποιήσεις μέσα στην Εκκλησία (CIASE) στο κεφάλαιο που αφιερώνει στη συνοδικότητα: «Αυτό που μετράει είναι το σύνολο μέσα στην ποικιλομορφία του, το οποίο συνιστά το σώμα των βαπτισμένων». «Ο δρόμος που ανοίγει η σύνοδος των επισκόπων για τη συνοδικότητα θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να οδηγήσει σε μια διαφορετική ή τροποποιημένη σύλληψη της διακυβέρνησης μέσα στην Εκκλησία, και επομένως να αλλάξει βαθιά το πλαίσιο διαχείρισης των σεξουαλικών κακοποιήσεων», αναφέρει.
Οι σεξουαλικές κακοποιήσεις στους κόλπους της Εκκλησίας φανέρωσαν την έκταση του κληρικαλισμού, αποτέλεσμα της αντίληψης που έχουμε για τη θέση των ιερέων, και της αντίληψης των ιδίων για τη θέση τους μέσα στην Εκκλησία. Θα έπρεπε να είναι μια θέση υπηρεσίας προς τους άλλους και όχι μια θέση εξουσίας. Για πάρα πολύ καιρό, οι ιερείς θεώρησαν ότι τοποθετούνται υπεράνω των λαϊκών, επιτρέποντας στον εαυτό τους πνευματικές και σεξουαλικές κακοποιήσεις, μια διαστροφική συμπεριφορά. Η αντίληψη της κάθετης διακυβέρνησης της Εκκλησίας έχει δημιουργήσει αποστροφή σε μεγάλη μερίδα καθολικών.
Η συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια των επισκόπων οδηγεί σε σύγχυση κατά την άσκησή τους. Δεν υπάρχει, δηλαδή, διαχωρισμός των εξουσιών μέσα στην Εκκλησία, κάτι που, αντιθέτως, στις σύγχρονες κοινωνίες οδήγησε στη θεμελίωση του Κράτους δικαίου. Αυτή η αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών, βρίσκει η έκθεση της CIASE ότι δεν είναι ασύμβατη με την ιεραρχική δομή της Εκκλησίας.
Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Εκκλησία είναι η έλλειψη εσωτερικού ελέγχου ή η προσπάθεια να ρυθμίσει τα πάντα εσωτερικά, ώστε να προστατέψει τον θεσμό – πρόκειται για μια κακή, λοιπόν, αντιμετώπιση των παρεκκλίσεων, συμπεριλαμβανομένων και των σεξουαλικών κακοποιήσεων. Δεν αρκεί να καταπολεμηθούν οι σεξουαλικές κακοποιήσεις ορισμένων μέσα στην Εκκλησία, αλλά και να αλλάξουν εκ βαθέων οι τρόποι ύπαρξης μέσα στην Εκκλησία. Φάνηκε, λοιπόν, η μεγάλη ανάγκη για ακρόαση των θυμάτων, που περίμεναν επιτέλους να ακουστούν, να αναγνωριστούν και να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Όχι όμως μόνο τα θύματα, αλλά και όσοι ζουν στις περιφέρειες και δεν έχουν φωνή. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που ο πάπας Φραγκίσκος κατανοεί αυτή τη σύνοδο ως μια διαδικασία που αφορά σε κάθε άνθρωπο. Σήμερα, είναι σημαντικό να βαδίζουμε μαζί, να συναντηθούμε, να ακούσουμε και να διακρίνουμε μαζί, έχοντας όμως την ταπεινότητα να αφήσουμε το Άγιο Πνεύμα να μάς κινήσει, ώστε η Εκκλησία να γίνει μια συνοδική Εκκλησία και όχι μια κληρικαλιστική Εκκλησία, μια Εκκλησία με αυξημένο τον ρόλο και τις υπευθυνότητες των λαϊκών. Επομένως, μέσα από τη διαδρομή μας μέχρι τη Σύνοδο των Επισκόπων το 2023, θα εξεταστεί «πώς η ευθύνη και η εξουσία βιώνονται μέσα στην Εκκλησία, καθώς και μέσα στις δομές από τις οποίες αυτές διοικούνται, φέρνοντας στο φως και προσπαθώντας να αλλάξουν προκαταλήψεις και διαστρεβλωμένες πρακτικές που δεν έχουν τις ρίζες τους στο Ευαγγέλιο».Αλλαγή πολιτισμού και προσαρμογή της Εκκλησίας
«Αυτός ο τρόπος αλλαγής στη λήψη αποφάσεων πηγαίνει χέρι-χέρι με μια πραγματική αλλαγή του πολιτισμού που βιώνουμε. Και η Εκκλησία, όπως έκανε πάντα στην ιστορία της, πρέπει να προσαρμοστεί. Η διαφορά είναι ότι αυτή τη φορά, η αλλαγή του πολιτισμού έχει μια ανείπωτη δύναμη. Και γι’ αυτό μάς χρειάζεται μια νέα γλώσσα που πρέπει να θεμελιώνεται στο Ευαγγέλιο. Αλλά όλη η Εκκλησία πρέπει να συμμετάσχει στην ανάπτυξη αυτής της γλώσσας: αυτό είναι το νόημα της συνόδου», δήλωσε ο καρδινάλιος Jean-Claude Hollerich σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα La Croix.
Πέρα από τις χώρες όπου η Εκκλησία αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για την κοινωνία, υπάρχουν και άλλες όπου οι καθολικοί είναι μειονότητα. Σε κάποιες από τις χώρες αυτές, οι καθολικοί μαζί με άλλους χριστιανούς, αντιμετωπίζουν βίαιους διωγμούς. Αν, από τη μια πλευρά, έχουμε μια εκκοσμικευμένη νοοτροπία που θέλει τη θρησκεία εκτός δημόσιας σφαίρας, από την άλλη πλευρά έχουμε τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό που δεν αφήνει περιθώρια στην ελευθερία του άλλου και τροφοδοτεί τη μισαλλοδοξία και τη βία, συμπεριφορές που ενίοτε υιοθετούνται από τις χριστιανικές κοινότητες, υποθάλποντας διχασμούς ακόμη και μέσα στην Εκκλησία. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να λάβουμε υπόψη τον αντίκτυπο που έχουν αυτές οι παραμορφώσεις που οφείλονται στην πολιτισμική και τη δομική βία μέσα στην Εκκλησία. Αυτές οι καταστάσεις έχουν βαθιές συνέπειες στην έννοια και στην έκφραση της «συνοδοιπορίας» και στις δυνατότητές της.
Η εκκοσμίκευση δεν είναι απαραιτήτως ο κακός εχθρός της Εκκλησίας• μάς παρέχει ένα πλαίσιο για να ζήσουμε μαζί μέσα στην ποικιλομορφία των πεποιθήσεων. «Δίνει προτεραιότητα στον πλουραλισμό των απόψεων και στον σεβασμό του άλλου, κάτι που δεν ίσχυε παλιότερα στις κοινωνίες που σημαδεύτηκαν από μία μόνο θρησκευτική κουλτούρα. Ένας εκκοσμικευμένος πολιτισμός δεν είναι ένας πολιτισμός όπου η θρησκεία έχει εξαφανιστεί απαραιτήτως, αλλά οπωσδήποτε είναι ένας πολιτισμός που επιδιώκει την απώθηση της θρησκείας στη σφαίρα του ιδιωτικού, σαν να μην είχε καμία σχέση με την κοινωνία. Καμία θρησκεία δεν μπορεί να δεχθεί μια τέτοια οπτική των πραγμάτων. Σε μια θρησκευτική μόνο κουλτούρα, αυτό που γνωρίσαμε επί αιώνες ήταν ότι υπήρχε μία κυρίαρχη θρησκεία που είναι το πλαίσιο αναφοράς όλων όσοι συμμετέχουν σε αυτή την κουλτούρα. Δεν είναι ζήτημα πίστης, διότι μπορούμε να συμμετέχουμε στην κουλτούρα αυτήν ακόμη κι αν δεν πιστεύουμε. Η μεγάλη συμβολή του εκκοσμικευμένου πολιτισμού μας είναι η ελευθερία. Πλέον, θρησκεία και πολιτισμός θα πρέπει να οικοδομήσουν μαζί την κοινωνία, όχι μόνο με την ανοχή, αλλά κυρίως με τον σεβασμό προς τον άλλον», μάς πληροφορεί ο καρδινάλιος Joseph De Kesel, σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στο γαλλικό περιοδικό των Ιησουιτών Études, στο τεύχος Δεκεμβρίου 2021.
Η χριστιανική κοινότητα μπορεί να είναι ένας αξιόπιστος και πραγματικός εταίρος στον κοινωνικό διάλογο, στη συμφιλίωση, στη συμπερίληψη και στη συμμετοχή, στην ανοικοδόμηση της δημοκρατίας, στην προώθηση της αδελφοσύνης και της κοινωνικής φιλίας. Έτσι, η συνοδική Εκκλησία καλείται τόσο να καταπολεμήσει τη συστημική κρίση των κακοποιήσεων, όσο και να προσαρμοστεί στην κατάσταση πιστών και μη πιστευόντων της τρίτης χιλιετίας.Μαρτυρία του Ευαγγελίου και διάκριση της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος
Η αναγγελία του Ευαγγελίου δεν απευθύνεται μόνο σε μερικούς πεφωτισμένους ή επίλεκτους. «Ευαγγελισμός, δηλαδή μαρτυρία του Ευαγγελίου, δεν σημαίνει εκχριστιανισμός. Δεν μπορούμε να επανέλθουμε σε μια χριστιανική κοινωνία. Κατά τη γνώμη μου, δεν βιώνουμε την πτώση του χριστιανισμού. Βιώνουμε την εξαφάνιση μιας ιδιαίτερης μορφής του, αλλά αυτή η μορφή δεν είναι η μόνη δυνατή. Η Εκκλησία ζει μέσα στον κόσμο, όχι απαραιτήτως σε έναν κόσμο χριστιανικό», εξηγεί ο καρδινάλιος Joseph De Kesel.
Ευαγγελισμός σημαίνει χριστιανική μαρτυρία μέσα από τον τρόπο που ζούμε, που ακούμε, που είμαστε δίπλα στους άλλους. Αυτό ακριβώς θέλει να κάνει ο πάπας Φραγκίσκος όταν λέει ότι πρέπει να ακούσουμε προσεκτικά, ακόμη και τους μη πιστεύοντες και τους μη χριστιανούς, βαδίζοντας δίπλα τους. Έχει μπροστά του το όραμα μιας Εκκλησίας σε πορεία προσκυνήματος, μέσα σε ένα κλίμα γόνιμης συνεργασίας μεταξύ κλήρου και λαϊκών. Η κλήση μας είναι να αφυπνίσουμε την παρουσία του Θεού μέσα και πέρα από τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και να φέρουμε αυτή την παρουσία στις οικονομικές, κοινωνικές και υπαρξιακές περιφέρειες του κόσμου, εκεί όπου ο Χριστός επιθυμεί να έρθει σε συνάντηση με τους ανθρώπους κι εκεί όπου οι άνθρωποι επιθυμούν τη θεραπεία και το νόημα στη ζωή τους.
Ο Πάπας Φραγκίσκος θέλει οι ενορίες να γίνουν «νησίδες ευσπλαχνίας σε έναν ωκεανό αδιαφορίας». Όσο πεζή κι αν φαίνεται κάποιες φορές η ενοριακή ζωή, έχει πολλά να προσφέρει: την ποικιλομορφία των κοινοτήτων, κοινότητες σε κοινωνία, πράγματι, και σε κοινωνία με τον Χριστό, σε έναν κόσμο που είναι διχασμένος από διαφορετικές ιδεολογίες. Όλα αυτά προσφέρουν έναν δρόμο για θεραπεία σε πολιτισμικό και κοινωνικό επίπεδο και για έναν αληθινό ευαγγελισμό που απελευθερώνει και λυτρώνει. Έχουμε πολλά να δώσουμε στον πολιτισμό και ο πολιτισμός έχει πολλά να μάς προσφέρει. Αυτός ο συνοδικός και τοπικός τρόπος προσέγγισης δημιουργεί μια φυσική έλξη προς την πίστη μας και συνεπάγεται ότι δεν χρειάζεται να ευαγγελίζουμε και να καλούμε τους άλλους ανθρώπους χρησιμοποιώντας πιεστικά ή χειριστικά μέσα. Η σύνοδος για τη συνοδικότητα μάς έχει ζητήσει να στοχαστούμε μαζί, να γίνουμε μια Εκκλησία που ακούει περισσότερο, που συνδιαλέγεται περισσότερο. Αυτή, λοιπόν, είναι μια ευαγγελική πρωτοβουλία. Ενορίες σε άνθηση είναι εκείνες που δέχονται εγκάρδια και που ακούνε, δηλαδή που είναι συνοδικές, καθώς σε αυτές συνεργάζονται κλήρος και λαϊκοί. Αυτές οι ενορίες απλώνουν το χέρι τους και υπηρετούν και όσους βρίσκονται στο περιθώριο. Αν επιθυμούμε να εφαρμόσουμε τον ευαγγελισμό, τότε πρέπει να κοιτάξουμε τον εαυτό μας και τις κοινότητές μας, όπως και όσους αισθάνονται ότι έχουν μείνει εκτός αυτών. Δηλαδή, αν θέλουμε να αναγγείλουμε την καλή είδηση με αυθεντικότητα, πρέπει εμείς οι ίδιοι να γίνουμε η καλή είδηση και να εργαστούμε μαζί.
Η συνοδικότητα αφορά στον επείγοντα χαρακτήρα της ευαγγελικής μαρτυρίας. Είναι μια ευρεία διαδικασία «μπολιάσματος» της χριστιανικής πίστης στον κόσμο μας. Η προσέγγιση ανθρώπων που ανήκουν σε άλλες χριστιανικές ομολογίες, σε άλλες θρησκείες, όποιες κι αν είναι οι σχέσεις τους με τη χριστιανική πίστη, είναι καθοριστική για να ακούσουμε πραγματικά τι λέει το Άγιο Πνεύμα. Εκείνο που προσδοκάται από τη συμμετοχή του καθενός στη συνοδική διαδικασία δεν είναι η υπεράσπιση μιας ιδέας γύρω από ένα τραπέζι, αλλά η μαρτυρία μιας χριστιανικής ζωής του σύγχρονου ανθρώπου, μέσα στις δικές του, προσωπικές περιστάσεις της ζωής. Το πέρασμα από τη στράτευση στη μαρτυρία δεν είναι το πιο εύκολο μέσα στη διαδικασία αυτή, αλλά είναι σημείο ότι περνάμε στην εμβάθυνση του Ευαγγελίου, που χρειάζεται να διαδοθεί στον κόσμο μας.
Η διαδρομή που θα διανύσουμε μέχρι τη Σύνοδο των Επισκόπων στη Ρώμη θα είναι μια διαδικασία διερεύνησης τρόπων άσκησης της ευθύνης μας για την αναγγελία του Ευαγγελίου και για την προσπάθεια οικοδόμησης ενός πιο κατοικήσιμου κόσμου.Μια εκκλησία σε έξοδο
Η καλλιέργεια της προσεκτικής ακρόασης για να κατανοήσουμε καλύτερα τη ζωή του άλλου είναι ένα από τα στοιχεία που ο χριστιανισμός, μαζί με άλλες πνευματικές παραδόσεις, μπορεί να συνεισφέρει στις κατακερματισμένες κοινωνίες. Επίσης, η προσεκτική ακρόαση μπορεί να γίνει η κινητήριος δύναμη για τη δημιουργία σχέσεων ανάμεσα στα μέλη των χριστιανικών κοινοτήτων, καθώς και ανάμεσα στις κοινότητες και σε άλλες κοινωνικές ομάδες – κοινότητες πιστών από διαφορετικές χριστιανικές ομολογίες και θρησκείες, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και άλλα. Η προσεκτική ακρόαση του άλλου, η προσπάθειά μας να τον καταλάβουμε, η μετατόπισή μας από τις δικές μας θέσεις και τον εαυτό μας στην κατανόηση της θέσης του άλλου, όλα αυτά μπορούν να διδάξουν την Εκκλησία να μην αναδιπλώνεται στον εαυτό της, αλλά να γίνει ιεραποστολική. Η Εκκλησία χρειάζεται να διευρυνθεί, γιατί ο Θεός μάς καλεί μέσα στην ποικιλομορφία μας. Κι έχουμε πολλά να μάθουμε από ανθρώπους εκτός Εκκλησίας για το πώς την αντιλαμβάνονται.
Η Εκκλησία καλείται να ζήσει ως αδελφική και αλληλέγγυα μέσα στην κοινωνία και τα μέλη της να δημιουργήσουν θερμούς δεσμούς. Θα πρέπει να δημιουργηθεί χώρος ώστε το Ευαγγέλιο να συναντήσει τους σύγχρονους ανθρώπους, να είναι δηλαδή μια Εκκλησία σε έξοδο, όπως έχει πει ο πάπας Φραγκίσκος από την αρχή της θητείας του ως ποντίφικας.Η αδελφοσύνη ανάμεσα στις θρησκείες - οικουμενισμός
Χρειάζεται αδελφοσύνη• όχι μόνο στο εσωτερικό της Εκκλησίας, αλλά με όλη την ανθρωπότητα, γιατί αποστολή της Εκκλησίας είναι η αδελφοσύνη σε παγκόσμιο επίπεδο, συμπεριλαμβάνοντας όσους δεν ανήκουν σε καμία θρησκεία – οι οποίοι διαρκώς πληθαίνουν. Αυτό σημαίνει επίσης ότι, κατά την καθολική οπτική, η αδελφοσύνη ξεκινάει με τον οικουμενισμό, δηλαδή με τη συμφιλίωση ανάμεσα στις χριστιανικές Εκκλησίες μέσα από τον διαχριστιανικό διάλογο. Μια συνοδική Εκκλησία είναι μια Εκκλησία που προχωράει μπροστά, μια ιεραποστολική Εκκλησία με πόρτες ανοιχτές. Αυτό περιλαμβάνει την εμβάθυνση των σχέσεων με τις άλλες Εκκλησίες και χριστιανικές κοινότητες, με τις οποίες είμαστε ενωμένες από το ένα Βάπτισμα.
Ποιες είναι οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι;
Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι ο τελικός στόχος της ίδιας της διαδικασίας, δηλαδή η αύξηση της συνεργασίας των μελών της Εκκλησίας και η αποκέντρωση της εξουσίας. Η σύνοδος προσπαθεί να μετακινήσει την Εκκλησία από το κήρυγμα στην ακρόαση, στον διάλογο και στη διάκριση, αλλά σε μια διάκριση που περικλείει πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους.
Έπειτα, είναι η συμπερίληψη. Φαίνεται ότι πολλές επισκοπές δεν σχεδιάζουν να φτάσουν πέρα από τις ενορίες τους και στις ομάδες συζήτησης των ενοριών θα συμμετάσχουν όσοι ήδη ασχολούνται με την ενορία. Όμως ο περιορισμός σε παραδοσιακές φωνές, όσο θετικός κι αν είναι, δεν θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς θα αποκλείει ακριβώς εκείνες τις φωνές που είναι πιο κρίσιμες για τη συνοδική διαδικασία. Η επιτυχία της συνόδου εξαρτάται και από το εύρος του διαλόγου και της συμπερίληψης κοινοτήτων και ομάδων που έχουν διαφορετικές και ξεχωριστές απόψεις για το πώς μπορεί η Καθολική Εκκλησία να είναι μια πιο συνοδική Εκκλησία, τόσο εσωτερικά, όσο και στις σχέσεις της με τον ευρύτερο κόσμο.
Τρίτη πρόκληση είναι η διαδικασία της συνόδου να παραμείνει απλώς μια διαδικασία, όπου θα ακουστούν τα ερωτήματα και οι ελπίδες των ερωτώμενων, χωρίς να έρθει η απαραίτητη κινητοποίηση που θα οδηγήσει στο όραμα της συνόδου.
Υπάρχει, επίσης μια αίσθηση ότι «ο λαός του Θεού» δεν δείχνει αρκετό ενδιαφέρον για τη σύνοδο αυτή. Και ενδεχομένως σε αυτό να έχει συμβάλει το γεγονός ότι συχνά δεν υπάρχει αρκετό κίνητρο για να μιλήσει κανείς ελεύθερα. Η δυσλειτουργία αυτή οφείλεται στον τρόπο που έχει οργανωθεί και ασκείται η εξουσία. Έτσι, πολλοί αναρωτιούνται γιατί να μπουν στον κόπο να μιλήσουν, αφού «επιτρέπεται» να μιλούν μόνο όσοι και όσες δεν αμφισβητούν την εξουσία. Απειλείται η συνοδική διαδικασία από τη σιωπή και τον φόβο, κάτι που εξηγεί αρκετά τη γενικότερη απάθεια που διαπιστώνεται. Πώς, λοιπόν, θα ακουστούν όλοι, όταν έχουν εγκλωβιστεί στον φόβο και, πολλοί, στον θυμό; Η συνοδική διαδικασία δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει συνοδικότητα, αν προηγουμένως δεν αντιμετωπιστούν βαθύτερες πληγές. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να ξεκινήσουμε, με απόλυτη ειλικρίνεια, από την αναγνώριση των δυσλειτουργιών μέσα στην Εκκλησία, από όσα χρειάζονται θεραπεία, και ότι ακριβώς αυτό είναι που λείπει από τη συνοδική διαδικασία.
Τέλος, η συνοδικότητα μπορεί να γίνει μια όψη που κρύβει απολυταρχικές πρακτικές. Είναι η Εκκλησία έτοιμη να ακούσει; Είναι πολύ ευκολότερο να συζητά κανείς με όσους έχουν πολύ διαφορετικούς ορίζοντες, αλλά που διαθέτουν μια διανοητική τιμιότητα, απ’ ό,τι με ανθρώπους της ίδιας νοοτροπίας, αλλά που εργαλειοποιούν τη διαδικασία για να ικανοποιήσουν μια αίσθηση ισχύος. Μπορεί να ζητάμε να συμβουλευτούμε, αλλά στην πραγματικότητα να αποφασίζουμε μόνοι μας. Δεν είναι απλό να ανακαλύψουμε ότι το να συνοδοιπορούμε είναι αυτό που συνιστά την Εκκλησία, όταν ο καθένας πιστεύει ότι έχει δίκιο και κλείνεται στις πεποιθήσεις του αναζητώντας μόνο όσους έχουν ίδιες απόψεις με εκείνον. Και διάλογος, από την άλλη πλευρά, δε σημαίνει την απουσία συγκρούσεων. «Πρέπει να ξέρουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, αν θέλουμε να προοδεύσουμε. Ίσως με τη σημερινή κρίση να αρχίσουμε επιτέλους να κατονομάζουμε τα προβλήματα», δήλωσε στην εφημερίδα La Croix η καθηγήτρια του Ιησουίτικου πανεπιστημίου Centre Sèvres, Agnès Desmazières.
Αυτή η διαδικασία ακρόασης μέσα στην Εκκλησία μάς καλεί στην ακρόαση του Αγίου Πνεύματος και όχι στον έλεγχο. Για να αφήσουμε να μας καθοδηγήσει το Άγιο Πνεύμα, ακούγοντας τον Λόγο του Θεού, πρέπει να έχουμε και την ανάλογη ταπεινότητα. Μια συνοδική Εκκλησία είναι μια Εκκλησία που ακούει προσεκτικά, μια ακρόαση που είναι αμοιβαία και από την οποία όλοι έχουν να διδαχθούν κάτι. Όπως έχει να διδαχθεί πολλά η Καθολική Εκκλησία από την αντίληψη και την πρακτική της συνοδικότητας στις αδελφές Εκκλησίες, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορία της, τις θεολογικές αναφορές της, τις νοοτροπίες της που δεν είναι ίδιες.
Πρώτα απ’ όλα με την αλλαγή του τρόπου διακυβέρνησής της από ιεραρχική σε συλλογική. Ολόκληρη η Εκκλησία καλείται να αντιμετωπίσει το βάρος μιας κουλτούρας διαποτισμένης από τον κληρικαλισμό που κληρονόμησε από την ιστορία της και από μορφές άσκησης της εξουσίας, όπου ευδοκίμησαν διαφορετικοί τύποι καταχρήσεων: καταχρήσεις εξουσίας, οικονομικές καταχρήσεις, καταχρήσεις συνειδήσεως ή σεξουαλικές καταχρήσεις. Το προπαρασκευαστικό έγγραφο της Συνόδου για τη συνοδικότητα αναφέρει ότι «είναι αδύνατο να διανοηθούμε μια μεταστροφή της δραστηριότητάς μας ως Εκκλησίας που να μην συμπεριλαμβάνει την ενεργό συμμετοχή όλων των μελών του λαού του Θεού». Δηλαδή το ζήτημα εδώ είναι να μάθουμε αν πρέπει να αμφισβητηθεί η καθολική παράδοση, που θέλει τους ιερωμένους να έχουν τον τελευταίο λόγο στις αποφάσεις, στα διάφορα επίπεδα: ο Πάπας στην Εκκλησία ανά τον κόσμο, ο επίσκοπος στην επισκοπή του, ο εφημέριος στην ενορία του. Έτσι, τον τελευταίο λόγο θα έχουν συμβούλια, όπου η φωνή του ιερωμένου θα είναι μία ανάμεσα σε άλλες, ενός πρώτου ανάμεσα σε ίσους. Αυτό που θα ίσχυε σε ένα επίπεδο της εκκλησιαστικής ζωής θα έπρεπε, λογικά, να ισχύει και για τα υπόλοιπα, από την ενορία μέχρι την ανά τον κόσμο Εκκλησία (Σύνοδος των επισκόπων), περνώντας από τις τοπικές Εκκλησίες (συμβούλια).
Μάς πληροφορεί η εκτενής έκθεση της Ανεξάρτητης Επιτροπής για τις Σεξουαλικές Κακοποιήσεις μέσα στην Εκκλησία (CIASE) στο κεφάλαιο που αφιερώνει στη συνοδικότητα: «Αυτό που μετράει είναι το σύνολο μέσα στην ποικιλομορφία του, το οποίο συνιστά το σώμα των βαπτισμένων». «Ο δρόμος που ανοίγει η σύνοδος των επισκόπων για τη συνοδικότητα θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να οδηγήσει σε μια διαφορετική ή τροποποιημένη σύλληψη της διακυβέρνησης μέσα στην Εκκλησία, και επομένως να αλλάξει βαθιά το πλαίσιο διαχείρισης των σεξουαλικών κακοποιήσεων», αναφέρει.
Οι σεξουαλικές κακοποιήσεις στους κόλπους της Εκκλησίας φανέρωσαν την έκταση του κληρικαλισμού, αποτέλεσμα της αντίληψης που έχουμε για τη θέση των ιερέων, και της αντίληψης των ιδίων για τη θέση τους μέσα στην Εκκλησία. Θα έπρεπε να είναι μια θέση υπηρεσίας προς τους άλλους και όχι μια θέση εξουσίας. Για πάρα πολύ καιρό, οι ιερείς θεώρησαν ότι τοποθετούνται υπεράνω των λαϊκών, επιτρέποντας στον εαυτό τους πνευματικές και σεξουαλικές κακοποιήσεις, μια διαστροφική συμπεριφορά. Η αντίληψη της κάθετης διακυβέρνησης της Εκκλησίας έχει δημιουργήσει αποστροφή σε μεγάλη μερίδα καθολικών.
Η συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια των επισκόπων οδηγεί σε σύγχυση κατά την άσκησή τους. Δεν υπάρχει, δηλαδή, διαχωρισμός των εξουσιών μέσα στην Εκκλησία, κάτι που, αντιθέτως, στις σύγχρονες κοινωνίες οδήγησε στη θεμελίωση του Κράτους δικαίου. Αυτή η αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών, βρίσκει η έκθεση της CIASE ότι δεν είναι ασύμβατη με την ιεραρχική δομή της Εκκλησίας.
Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Εκκλησία είναι η έλλειψη εσωτερικού ελέγχου ή η προσπάθεια να ρυθμίσει τα πάντα εσωτερικά, ώστε να προστατέψει τον θεσμό – πρόκειται για μια κακή, λοιπόν, αντιμετώπιση των παρεκκλίσεων, συμπεριλαμβανομένων και των σεξουαλικών κακοποιήσεων. Δεν αρκεί να καταπολεμηθούν οι σεξουαλικές κακοποιήσεις ορισμένων μέσα στην Εκκλησία, αλλά και να αλλάξουν εκ βαθέων οι τρόποι ύπαρξης μέσα στην Εκκλησία. Φάνηκε, λοιπόν, η μεγάλη ανάγκη για ακρόαση των θυμάτων, που περίμεναν επιτέλους να ακουστούν, να αναγνωριστούν και να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Όχι όμως μόνο τα θύματα, αλλά και όσοι ζουν στις περιφέρειες και δεν έχουν φωνή. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που ο πάπας Φραγκίσκος κατανοεί αυτή τη σύνοδο ως μια διαδικασία που αφορά σε κάθε άνθρωπο. Σήμερα, είναι σημαντικό να βαδίζουμε μαζί, να συναντηθούμε, να ακούσουμε και να διακρίνουμε μαζί, έχοντας όμως την ταπεινότητα να αφήσουμε το Άγιο Πνεύμα να μάς κινήσει, ώστε η Εκκλησία να γίνει μια συνοδική Εκκλησία και όχι μια κληρικαλιστική Εκκλησία, μια Εκκλησία με αυξημένο τον ρόλο και τις υπευθυνότητες των λαϊκών. Επομένως, μέσα από τη διαδρομή μας μέχρι τη Σύνοδο των Επισκόπων το 2023, θα εξεταστεί «πώς η ευθύνη και η εξουσία βιώνονται μέσα στην Εκκλησία, καθώς και μέσα στις δομές από τις οποίες αυτές διοικούνται, φέρνοντας στο φως και προσπαθώντας να αλλάξουν προκαταλήψεις και διαστρεβλωμένες πρακτικές που δεν έχουν τις ρίζες τους στο Ευαγγέλιο».Αλλαγή πολιτισμού και προσαρμογή της Εκκλησίας
«Αυτός ο τρόπος αλλαγής στη λήψη αποφάσεων πηγαίνει χέρι-χέρι με μια πραγματική αλλαγή του πολιτισμού που βιώνουμε. Και η Εκκλησία, όπως έκανε πάντα στην ιστορία της, πρέπει να προσαρμοστεί. Η διαφορά είναι ότι αυτή τη φορά, η αλλαγή του πολιτισμού έχει μια ανείπωτη δύναμη. Και γι’ αυτό μάς χρειάζεται μια νέα γλώσσα που πρέπει να θεμελιώνεται στο Ευαγγέλιο. Αλλά όλη η Εκκλησία πρέπει να συμμετάσχει στην ανάπτυξη αυτής της γλώσσας: αυτό είναι το νόημα της συνόδου», δήλωσε ο καρδινάλιος Jean-Claude Hollerich σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα La Croix.
Πέρα από τις χώρες όπου η Εκκλησία αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για την κοινωνία, υπάρχουν και άλλες όπου οι καθολικοί είναι μειονότητα. Σε κάποιες από τις χώρες αυτές, οι καθολικοί μαζί με άλλους χριστιανούς, αντιμετωπίζουν βίαιους διωγμούς. Αν, από τη μια πλευρά, έχουμε μια εκκοσμικευμένη νοοτροπία που θέλει τη θρησκεία εκτός δημόσιας σφαίρας, από την άλλη πλευρά έχουμε τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό που δεν αφήνει περιθώρια στην ελευθερία του άλλου και τροφοδοτεί τη μισαλλοδοξία και τη βία, συμπεριφορές που ενίοτε υιοθετούνται από τις χριστιανικές κοινότητες, υποθάλποντας διχασμούς ακόμη και μέσα στην Εκκλησία. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να λάβουμε υπόψη τον αντίκτυπο που έχουν αυτές οι παραμορφώσεις που οφείλονται στην πολιτισμική και τη δομική βία μέσα στην Εκκλησία. Αυτές οι καταστάσεις έχουν βαθιές συνέπειες στην έννοια και στην έκφραση της «συνοδοιπορίας» και στις δυνατότητές της.
Η εκκοσμίκευση δεν είναι απαραιτήτως ο κακός εχθρός της Εκκλησίας• μάς παρέχει ένα πλαίσιο για να ζήσουμε μαζί μέσα στην ποικιλομορφία των πεποιθήσεων. «Δίνει προτεραιότητα στον πλουραλισμό των απόψεων και στον σεβασμό του άλλου, κάτι που δεν ίσχυε παλιότερα στις κοινωνίες που σημαδεύτηκαν από μία μόνο θρησκευτική κουλτούρα. Ένας εκκοσμικευμένος πολιτισμός δεν είναι ένας πολιτισμός όπου η θρησκεία έχει εξαφανιστεί απαραιτήτως, αλλά οπωσδήποτε είναι ένας πολιτισμός που επιδιώκει την απώθηση της θρησκείας στη σφαίρα του ιδιωτικού, σαν να μην είχε καμία σχέση με την κοινωνία. Καμία θρησκεία δεν μπορεί να δεχθεί μια τέτοια οπτική των πραγμάτων. Σε μια θρησκευτική μόνο κουλτούρα, αυτό που γνωρίσαμε επί αιώνες ήταν ότι υπήρχε μία κυρίαρχη θρησκεία που είναι το πλαίσιο αναφοράς όλων όσοι συμμετέχουν σε αυτή την κουλτούρα. Δεν είναι ζήτημα πίστης, διότι μπορούμε να συμμετέχουμε στην κουλτούρα αυτήν ακόμη κι αν δεν πιστεύουμε. Η μεγάλη συμβολή του εκκοσμικευμένου πολιτισμού μας είναι η ελευθερία. Πλέον, θρησκεία και πολιτισμός θα πρέπει να οικοδομήσουν μαζί την κοινωνία, όχι μόνο με την ανοχή, αλλά κυρίως με τον σεβασμό προς τον άλλον», μάς πληροφορεί ο καρδινάλιος Joseph De Kesel, σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στο γαλλικό περιοδικό των Ιησουιτών Études, στο τεύχος Δεκεμβρίου 2021.
Η χριστιανική κοινότητα μπορεί να είναι ένας αξιόπιστος και πραγματικός εταίρος στον κοινωνικό διάλογο, στη συμφιλίωση, στη συμπερίληψη και στη συμμετοχή, στην ανοικοδόμηση της δημοκρατίας, στην προώθηση της αδελφοσύνης και της κοινωνικής φιλίας. Έτσι, η συνοδική Εκκλησία καλείται τόσο να καταπολεμήσει τη συστημική κρίση των κακοποιήσεων, όσο και να προσαρμοστεί στην κατάσταση πιστών και μη πιστευόντων της τρίτης χιλιετίας.Μαρτυρία του Ευαγγελίου και διάκριση της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος
Η αναγγελία του Ευαγγελίου δεν απευθύνεται μόνο σε μερικούς πεφωτισμένους ή επίλεκτους. «Ευαγγελισμός, δηλαδή μαρτυρία του Ευαγγελίου, δεν σημαίνει εκχριστιανισμός. Δεν μπορούμε να επανέλθουμε σε μια χριστιανική κοινωνία. Κατά τη γνώμη μου, δεν βιώνουμε την πτώση του χριστιανισμού. Βιώνουμε την εξαφάνιση μιας ιδιαίτερης μορφής του, αλλά αυτή η μορφή δεν είναι η μόνη δυνατή. Η Εκκλησία ζει μέσα στον κόσμο, όχι απαραιτήτως σε έναν κόσμο χριστιανικό», εξηγεί ο καρδινάλιος Joseph De Kesel.
Ευαγγελισμός σημαίνει χριστιανική μαρτυρία μέσα από τον τρόπο που ζούμε, που ακούμε, που είμαστε δίπλα στους άλλους. Αυτό ακριβώς θέλει να κάνει ο πάπας Φραγκίσκος όταν λέει ότι πρέπει να ακούσουμε προσεκτικά, ακόμη και τους μη πιστεύοντες και τους μη χριστιανούς, βαδίζοντας δίπλα τους. Έχει μπροστά του το όραμα μιας Εκκλησίας σε πορεία προσκυνήματος, μέσα σε ένα κλίμα γόνιμης συνεργασίας μεταξύ κλήρου και λαϊκών. Η κλήση μας είναι να αφυπνίσουμε την παρουσία του Θεού μέσα και πέρα από τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και να φέρουμε αυτή την παρουσία στις οικονομικές, κοινωνικές και υπαρξιακές περιφέρειες του κόσμου, εκεί όπου ο Χριστός επιθυμεί να έρθει σε συνάντηση με τους ανθρώπους κι εκεί όπου οι άνθρωποι επιθυμούν τη θεραπεία και το νόημα στη ζωή τους.
Ο Πάπας Φραγκίσκος θέλει οι ενορίες να γίνουν «νησίδες ευσπλαχνίας σε έναν ωκεανό αδιαφορίας». Όσο πεζή κι αν φαίνεται κάποιες φορές η ενοριακή ζωή, έχει πολλά να προσφέρει: την ποικιλομορφία των κοινοτήτων, κοινότητες σε κοινωνία, πράγματι, και σε κοινωνία με τον Χριστό, σε έναν κόσμο που είναι διχασμένος από διαφορετικές ιδεολογίες. Όλα αυτά προσφέρουν έναν δρόμο για θεραπεία σε πολιτισμικό και κοινωνικό επίπεδο και για έναν αληθινό ευαγγελισμό που απελευθερώνει και λυτρώνει. Έχουμε πολλά να δώσουμε στον πολιτισμό και ο πολιτισμός έχει πολλά να μάς προσφέρει. Αυτός ο συνοδικός και τοπικός τρόπος προσέγγισης δημιουργεί μια φυσική έλξη προς την πίστη μας και συνεπάγεται ότι δεν χρειάζεται να ευαγγελίζουμε και να καλούμε τους άλλους ανθρώπους χρησιμοποιώντας πιεστικά ή χειριστικά μέσα. Η σύνοδος για τη συνοδικότητα μάς έχει ζητήσει να στοχαστούμε μαζί, να γίνουμε μια Εκκλησία που ακούει περισσότερο, που συνδιαλέγεται περισσότερο. Αυτή, λοιπόν, είναι μια ευαγγελική πρωτοβουλία. Ενορίες σε άνθηση είναι εκείνες που δέχονται εγκάρδια και που ακούνε, δηλαδή που είναι συνοδικές, καθώς σε αυτές συνεργάζονται κλήρος και λαϊκοί. Αυτές οι ενορίες απλώνουν το χέρι τους και υπηρετούν και όσους βρίσκονται στο περιθώριο. Αν επιθυμούμε να εφαρμόσουμε τον ευαγγελισμό, τότε πρέπει να κοιτάξουμε τον εαυτό μας και τις κοινότητές μας, όπως και όσους αισθάνονται ότι έχουν μείνει εκτός αυτών. Δηλαδή, αν θέλουμε να αναγγείλουμε την καλή είδηση με αυθεντικότητα, πρέπει εμείς οι ίδιοι να γίνουμε η καλή είδηση και να εργαστούμε μαζί.
Η συνοδικότητα αφορά στον επείγοντα χαρακτήρα της ευαγγελικής μαρτυρίας. Είναι μια ευρεία διαδικασία «μπολιάσματος» της χριστιανικής πίστης στον κόσμο μας. Η προσέγγιση ανθρώπων που ανήκουν σε άλλες χριστιανικές ομολογίες, σε άλλες θρησκείες, όποιες κι αν είναι οι σχέσεις τους με τη χριστιανική πίστη, είναι καθοριστική για να ακούσουμε πραγματικά τι λέει το Άγιο Πνεύμα. Εκείνο που προσδοκάται από τη συμμετοχή του καθενός στη συνοδική διαδικασία δεν είναι η υπεράσπιση μιας ιδέας γύρω από ένα τραπέζι, αλλά η μαρτυρία μιας χριστιανικής ζωής του σύγχρονου ανθρώπου, μέσα στις δικές του, προσωπικές περιστάσεις της ζωής. Το πέρασμα από τη στράτευση στη μαρτυρία δεν είναι το πιο εύκολο μέσα στη διαδικασία αυτή, αλλά είναι σημείο ότι περνάμε στην εμβάθυνση του Ευαγγελίου, που χρειάζεται να διαδοθεί στον κόσμο μας.
Η διαδρομή που θα διανύσουμε μέχρι τη Σύνοδο των Επισκόπων στη Ρώμη θα είναι μια διαδικασία διερεύνησης τρόπων άσκησης της ευθύνης μας για την αναγγελία του Ευαγγελίου και για την προσπάθεια οικοδόμησης ενός πιο κατοικήσιμου κόσμου.Μια εκκλησία σε έξοδο
Η καλλιέργεια της προσεκτικής ακρόασης για να κατανοήσουμε καλύτερα τη ζωή του άλλου είναι ένα από τα στοιχεία που ο χριστιανισμός, μαζί με άλλες πνευματικές παραδόσεις, μπορεί να συνεισφέρει στις κατακερματισμένες κοινωνίες. Επίσης, η προσεκτική ακρόαση μπορεί να γίνει η κινητήριος δύναμη για τη δημιουργία σχέσεων ανάμεσα στα μέλη των χριστιανικών κοινοτήτων, καθώς και ανάμεσα στις κοινότητες και σε άλλες κοινωνικές ομάδες – κοινότητες πιστών από διαφορετικές χριστιανικές ομολογίες και θρησκείες, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και άλλα. Η προσεκτική ακρόαση του άλλου, η προσπάθειά μας να τον καταλάβουμε, η μετατόπισή μας από τις δικές μας θέσεις και τον εαυτό μας στην κατανόηση της θέσης του άλλου, όλα αυτά μπορούν να διδάξουν την Εκκλησία να μην αναδιπλώνεται στον εαυτό της, αλλά να γίνει ιεραποστολική. Η Εκκλησία χρειάζεται να διευρυνθεί, γιατί ο Θεός μάς καλεί μέσα στην ποικιλομορφία μας. Κι έχουμε πολλά να μάθουμε από ανθρώπους εκτός Εκκλησίας για το πώς την αντιλαμβάνονται.
Η Εκκλησία καλείται να ζήσει ως αδελφική και αλληλέγγυα μέσα στην κοινωνία και τα μέλη της να δημιουργήσουν θερμούς δεσμούς. Θα πρέπει να δημιουργηθεί χώρος ώστε το Ευαγγέλιο να συναντήσει τους σύγχρονους ανθρώπους, να είναι δηλαδή μια Εκκλησία σε έξοδο, όπως έχει πει ο πάπας Φραγκίσκος από την αρχή της θητείας του ως ποντίφικας.Η αδελφοσύνη ανάμεσα στις θρησκείες - οικουμενισμός
Χρειάζεται αδελφοσύνη• όχι μόνο στο εσωτερικό της Εκκλησίας, αλλά με όλη την ανθρωπότητα, γιατί αποστολή της Εκκλησίας είναι η αδελφοσύνη σε παγκόσμιο επίπεδο, συμπεριλαμβάνοντας όσους δεν ανήκουν σε καμία θρησκεία – οι οποίοι διαρκώς πληθαίνουν. Αυτό σημαίνει επίσης ότι, κατά την καθολική οπτική, η αδελφοσύνη ξεκινάει με τον οικουμενισμό, δηλαδή με τη συμφιλίωση ανάμεσα στις χριστιανικές Εκκλησίες μέσα από τον διαχριστιανικό διάλογο. Μια συνοδική Εκκλησία είναι μια Εκκλησία που προχωράει μπροστά, μια ιεραποστολική Εκκλησία με πόρτες ανοιχτές. Αυτό περιλαμβάνει την εμβάθυνση των σχέσεων με τις άλλες Εκκλησίες και χριστιανικές κοινότητες, με τις οποίες είμαστε ενωμένες από το ένα Βάπτισμα.
Ποιες είναι οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι;
Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι ο τελικός στόχος της ίδιας της διαδικασίας, δηλαδή η αύξηση της συνεργασίας των μελών της Εκκλησίας και η αποκέντρωση της εξουσίας. Η σύνοδος προσπαθεί να μετακινήσει την Εκκλησία από το κήρυγμα στην ακρόαση, στον διάλογο και στη διάκριση, αλλά σε μια διάκριση που περικλείει πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους.
Έπειτα, είναι η συμπερίληψη. Φαίνεται ότι πολλές επισκοπές δεν σχεδιάζουν να φτάσουν πέρα από τις ενορίες τους και στις ομάδες συζήτησης των ενοριών θα συμμετάσχουν όσοι ήδη ασχολούνται με την ενορία. Όμως ο περιορισμός σε παραδοσιακές φωνές, όσο θετικός κι αν είναι, δεν θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς θα αποκλείει ακριβώς εκείνες τις φωνές που είναι πιο κρίσιμες για τη συνοδική διαδικασία. Η επιτυχία της συνόδου εξαρτάται και από το εύρος του διαλόγου και της συμπερίληψης κοινοτήτων και ομάδων που έχουν διαφορετικές και ξεχωριστές απόψεις για το πώς μπορεί η Καθολική Εκκλησία να είναι μια πιο συνοδική Εκκλησία, τόσο εσωτερικά, όσο και στις σχέσεις της με τον ευρύτερο κόσμο.
Τρίτη πρόκληση είναι η διαδικασία της συνόδου να παραμείνει απλώς μια διαδικασία, όπου θα ακουστούν τα ερωτήματα και οι ελπίδες των ερωτώμενων, χωρίς να έρθει η απαραίτητη κινητοποίηση που θα οδηγήσει στο όραμα της συνόδου.
Υπάρχει, επίσης μια αίσθηση ότι «ο λαός του Θεού» δεν δείχνει αρκετό ενδιαφέρον για τη σύνοδο αυτή. Και ενδεχομένως σε αυτό να έχει συμβάλει το γεγονός ότι συχνά δεν υπάρχει αρκετό κίνητρο για να μιλήσει κανείς ελεύθερα. Η δυσλειτουργία αυτή οφείλεται στον τρόπο που έχει οργανωθεί και ασκείται η εξουσία. Έτσι, πολλοί αναρωτιούνται γιατί να μπουν στον κόπο να μιλήσουν, αφού «επιτρέπεται» να μιλούν μόνο όσοι και όσες δεν αμφισβητούν την εξουσία. Απειλείται η συνοδική διαδικασία από τη σιωπή και τον φόβο, κάτι που εξηγεί αρκετά τη γενικότερη απάθεια που διαπιστώνεται. Πώς, λοιπόν, θα ακουστούν όλοι, όταν έχουν εγκλωβιστεί στον φόβο και, πολλοί, στον θυμό; Η συνοδική διαδικασία δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει συνοδικότητα, αν προηγουμένως δεν αντιμετωπιστούν βαθύτερες πληγές. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να ξεκινήσουμε, με απόλυτη ειλικρίνεια, από την αναγνώριση των δυσλειτουργιών μέσα στην Εκκλησία, από όσα χρειάζονται θεραπεία, και ότι ακριβώς αυτό είναι που λείπει από τη συνοδική διαδικασία.
Τέλος, η συνοδικότητα μπορεί να γίνει μια όψη που κρύβει απολυταρχικές πρακτικές. Είναι η Εκκλησία έτοιμη να ακούσει; Είναι πολύ ευκολότερο να συζητά κανείς με όσους έχουν πολύ διαφορετικούς ορίζοντες, αλλά που διαθέτουν μια διανοητική τιμιότητα, απ’ ό,τι με ανθρώπους της ίδιας νοοτροπίας, αλλά που εργαλειοποιούν τη διαδικασία για να ικανοποιήσουν μια αίσθηση ισχύος. Μπορεί να ζητάμε να συμβουλευτούμε, αλλά στην πραγματικότητα να αποφασίζουμε μόνοι μας. Δεν είναι απλό να ανακαλύψουμε ότι το να συνοδοιπορούμε είναι αυτό που συνιστά την Εκκλησία, όταν ο καθένας πιστεύει ότι έχει δίκιο και κλείνεται στις πεποιθήσεις του αναζητώντας μόνο όσους έχουν ίδιες απόψεις με εκείνον. Και διάλογος, από την άλλη πλευρά, δε σημαίνει την απουσία συγκρούσεων. «Πρέπει να ξέρουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, αν θέλουμε να προοδεύσουμε. Ίσως με τη σημερινή κρίση να αρχίσουμε επιτέλους να κατονομάζουμε τα προβλήματα», δήλωσε στην εφημερίδα La Croix η καθηγήτρια του Ιησουίτικου πανεπιστημίου Centre Sèvres, Agnès Desmazières.
Αυτή η διαδικασία ακρόασης μέσα στην Εκκλησία μάς καλεί στην ακρόαση του Αγίου Πνεύματος και όχι στον έλεγχο. Για να αφήσουμε να μας καθοδηγήσει το Άγιο Πνεύμα, ακούγοντας τον Λόγο του Θεού, πρέπει να έχουμε και την ανάλογη ταπεινότητα. Μια συνοδική Εκκλησία είναι μια Εκκλησία που ακούει προσεκτικά, μια ακρόαση που είναι αμοιβαία και από την οποία όλοι έχουν να διδαχθούν κάτι. Όπως έχει να διδαχθεί πολλά η Καθολική Εκκλησία από την αντίληψη και την πρακτική της συνοδικότητας στις αδελφές Εκκλησίες, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορία της, τις θεολογικές αναφορές της, τις νοοτροπίες της που δεν είναι ίδιες.
Η συνοδικότητα στην Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδας (Συνέντευξη με τον Αιδ. Δημήτρη Μπούκη, ποιμένα της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Ελλάδας, Γραμματέα της Εκτελεστικής Επιτροπής της Γενικής Συνόδου Ε.Ε.Ε.)
Η ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΤΟΙΜΗ. ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΝΩΣΗ ΜΙΑΣ ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΜΙΑΣ ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΕΝΘΡΟΝΙΣΕΙ ΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ.
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΔΥΣΚΟΛΗ Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ.
ΕΚΑΝΕ ΑΠΛΩΣ ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΜΑΥΡΟ, ΑΝΤΕΣΤΡΕΨΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΑΠΟΔΕΧΟΜΕΝΗ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ, ΕΚΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
2 σχόλια:
Πάνε να χωρέσουν την αμαρτία επίσημα στην κουβέντα.
Η αμαρτία να έχει λόγο και αυτό στο πλαίσιο της λεγόμενης συμπερίληψης.
Και κάπως έτσι θα σταματήσει να είναι αμαρτία. Κάπως έτσι θα επέλθει μια κάποια ανακούφιση από το κάψιμο που προκαλεί στις ζωές μας. Κάπως έτσι τα μαγαζιά θα ξαναγεμίσουν κόσμο.
Όμως τι και αν η συκιά γίνει πιο φουντωτή φίλε αμέθυστε και ο ίσκιος της πιο ελκυστικός-ανακουφιστικός; Ο καυτός ήλιος θα συνεχίσει να καίει ακριβώς δίπλα. Ο καρπός της δεν θα είναι πλέον το θέμα. Αρκεί όλοι να κάτσουν φρόνημα κάτω από τον βαθύ ίσκιο και γύρω γύρω και κοντά κοντά στην μαμά συκιά μέχρι να στεγνώσουν από την πείνα. Έτσι και αλλιώς κάποια μέρα όλοι θα πεθάνουμε ρε αδελφέ. Σημασία όπως λένε είναι τα χρόνια να είναι καλά και όχι πολλά και ξέχνα την Κατάρα που έχει γράψει και δεν ξεγράφει.
Αυτό δεν είναι Εκκλησία. Είναι τεντόπανο ή κάτι τουλάχιστον σε αντιηλιακό. Ο πάπας μπορεί να μετονομαστεί άνετα από Μέγας Ποντίφιξ σε mr Coppertone ή Κύριος Πειραϊκής Πατραϊκής (Και προσοχή στην ούγια για τυχόν απομιμήσεις....και να δεις φίλε, χωρίς καμία διάθεση πλάκας, που τα copyright θα είναι πολύ αυστηρά) Τα δε δικά μας φιντάνια απλά περήφανα που θα εκπροσωπούν επίσημα ένα τόσo δυνατό brand.*
*Παρατήρησε στο βίντεο πως χαζεύουν σε κάποιες στιγμές κάποια από αυτά κοιτάζοντας στα κλεφτά τον ναό του Αγίου Πέτρου. Είχαν δει και στον χωριό τους Michelangelo, Bramande και Bernini;; ......... τα βλαχάκια.
Καί βέβαια ἦταν εὔκολο, γιατί εἶχε γίνει τόσα χρόνια ἠ ἀπαραίτητη προπαγάνδα ἀπό τούς λεγόμενους "ὑπευθύνους" τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά βέβαια, ὄπως λέει καί ὁ ἀνώνυμος 8:27, ἄν ὁ ἄνθρωπος -ἐμεῖς δηλαδή- δέν ἤθελε νά βολευτεῖ καί νά συνταιριάσει τήν ἁμαρτία μέ τίς ἐντολές γιά νά ἐπαναπαύει τήν συνείδησή του, τίποτα ἀπό αὐτά δέν θά εἶχε συμβεῖ.
Δημοσίευση σχολίου