Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024

Διάλογος Περί Ψυχής και Αναστάσεως - Αγ. Γρηγορίου Νύσσης (5)

 Συνέχεια από  Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ

Εάν, λοιπόν, τίποτε απ’ αυτά δεν γίνεται αυτόματα και δεν ενεργεί από τα ίδια τα στοιχεία της φύσεως, αλλά το καθένα ενεργείται σύμφωνα με τη θέληση, με τη δύναμη της τέχνης· και τέχνη είναι διάνοια σταθερή που ενεργεί για κάποιο σκοπό μέσω της ύλης, ενώ διάνοια είναι φυσική κίνηση και ενέργεια του νου· επομένως, απέδειξε η εξέταση των αντιθέτων επιχειρημάτων στα δικά μας, ότι ο νους είναι κάτι το διαφορετικό από τα φαινόμενα (ορατά)».

15. ΓΡΗΓ. «Κι εγώ παραδέχομαι, είπα, ότι έτσι έχουν τα πράγματα· δηλαδή, το μη φαινόμενο δεν είναι το ίδιο με το φαινόμενο. Όμως δεν βρίσκω στο επιχείρημα αυτό την απάντηση που ζητώ. Διότι δεν μου είναι ακόμη ξεκάθαρο, τί είναι εκείνο που πρέπει να θεωρούμε ως μη φαινόμενο. Ότι δεν είναι ύλη, το έμαθα απ’ όσα λέχθηκαν. Δεν έμαθα όμως ακόμη τί ακριβώς πρέπει να λέω γι’ αυτό. Και θα επιθυμούσα πολύ περισσότερο να μάθω το εξής, τί είναι ακριβώς και όχι τί δεν είναι».

16. ΜΑΚΡ. Κι εκείνη απάντησε: «Μαθαίνουμε πολλά για πολλά πράγματα με τον εξής τρόπο· εξηγούμε ότι υπάρχει το ζητούμενο, χωρίς να λέμε ποτέ ότι αυτό ακριβώς είναι η ουσία του ζητουμένου. Όταν π.χ. λέμε κάποιον απόνηρο τον παρουσιάζουμε ως αγαθό· λέγοντας κάποιον άνανδρο τον χαρακτηρίζουμε ως δειλό· και πολλά παρόμοια παραδείγματα μπορούμε ν’ αναφέρουμε. Με αυτά ή παρουσιάζουμε την πιο ορθή έννοια με αποφατικό τρόπο (αναφέρουμε τι δεν είναι) ή πάλι παρουσιάζουμε τις κακές έννοιες και δείχνουμε το κακό με την μη αναφορά των καλών.

Έτσι, λοιπόν, και στον παρόντα λόγο εάν κανείς κατανοήσει έτσι τα πράγματα, δεν θα πέσει έξω στην ορθή έννοια αυτού που ψάχνει. Και ψάχνει τί πρέπει να πιστεύουμε ότι είναι ο νους στην ουσία του. Εκείνος λοιπόν που δεν αμφιβάλλει ότι υπάρχει αυτός (ο νους) για τον οποίο συζητάμε και το στηρίζει στην ενέργεια που δείχνει σε μας· αλλά επιπλέον να μάθει τί ακριβώς είναι, θα ικανοποιούνταν εάν μάθαινε ότι δεν είναι αυτό που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, ότι δεν είναι χρώμα ή σχήμα ή σκληρό ή βάρος ή ποιότητα ή τρισδιάστατο, μήτε καταλαμβάνει χώρο, μήτε γενικά μπορεί να γίνει αντιληπτό με τα χαρακτηριστικά της ύλης ή είναι κάτι άλλο πέρα αυτά».

17 ΓΡΗΓ. Εγώ τότε, ενώ συνέχιζε αυτή να μιλάει, πετάχτηκα και είπα: «Δεν γνωρίζω πώς είναι δυνατόν, εάν όλα αυτά αφαιρεθούν από τον ορισμό (του νου), να μην γίνεται να εξαλειφθεί και αυτό που ζητάμε. Διότι, χωρίς αυτά, που θα βασιστεί η αντιληπτική ικανότητα; Πουθενά δεν βλέπω εγώ, σύμφωνα με την αντίληψή μου. Διότι παντού, στην αναζήτηση των όντων με την ερευνητική ικανότητα της διάνοιας, σχετικά με το ζητούμενο, όπως οι τυφλοί πιανόμαστε στους τοίχους, για να βρούμε την πόρτα· έτσι κι εδώ ακουμπάμε σ’ ένα από αναφερθέντα στοιχεία, είτε είναι χρώμα είτε σχήμα είτε ποιότητα είτε κάτι άλλο απ’ αυτά που απαρίθμησες παραπάνω. Όταν λοιπόν λέμε ότι το ζητούμενο δεν είναι κανένα απ’ αυτά, τότε από μικροψυχία οδηγούμαστε να πιστεύουμε ότι αυτό (ο νους) δεν είναι απολύτως τίποτε».

ΜΑΚΡ. Εκείνη στενοχωρήθηκε και στο μέσο του λόγου μου είπε: «Τί ανοησία! Σε ποιο επίπεδο πέφτει η στενόμυαλη και χαμηλή αυτή αντίληψη για τα όντα! Διότι, αν αφαιρεθεί από τα όντα κάθε τι που δεν γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, τότε εκείνος που ισχυρίζεται κάτι τέτοιο πρέπει να παραδεχτεί ότι δεν υπάρχει ούτε αυτή η δύναμη (Θεός) που επιστατεί και συγκρατεί τα όντα. Αλλά, αφού μάθει ότι η θεία φύση είναι ασώματη και αόρατη, θα συμπεράνει σύμφωνα μ’ αυτή τη συλλογιστική ότι δεν υπάρχει και καθόλου. Εάν όμως εκεί (στο Θεό), το ότι δεν υπάρχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν σημαίνει ότι και Αυτός δεν υπάρχει, πώς ο νους του ανθρώπου αποκλείεται να υπάρχει σαν να χάνεται μαζί με τις σωματικές ιδιότητες που αποκλείστηκαν»;

18. ΓΡΗΓ. «Λοιπόν, είπα, με τη σειρά αυτή των επιχειρημάτων πηγαίνουμε από άτοπο σε άτοπο. Διότι τα επιχειρήματα του λόγου μας στρέφονται γύρω από την ταύτιση και του δικού μας νου με τη θεία φύση, αφού νοούμε και τον ένα και την άλλη με την αφαίρεση των ιδιοτήτων των αισθήσεων».

ΜΑΚΡ. Και η δασκάλα απάντησε: «Μη λές ότι ταυτίζονται (ο νους και ο Θεός)· αυτός ο λόγος είναι ασέβεια. Αλλά, όπως σε δίδαξε η Αγία Γραφή, να λές οτι αυτός (ο νους) είναι όμοιος μ’ εκείνον (το Θεό). Διότι εκείνο που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα έχει ομοιότητα σε όλα με το αρχέτυπο: το νοερό με το νοερό, το ασώματο με το ασώματο· είναι απαλλαγμένο από κάθε όγκο όπως εκείνο· και δεν μετριέται με καμμία μέτρηση πάλι όπως εκείνο (αρχέτυπο)· αλλά στη φύση του είναι κάτι διαφορετικό από εκείνο.

Διότι, αν ήταν σε όλα ίδιο μ’ εκείνο, δεν θα ήταν εικόνα του· αλλά, όπως στις ιδιότητες της ακτίστου φύσεως βλέπουμε εκείνο (το κτιστό), παρόμοια και η κτιστή φύση δείχνει αυτό (άκτιστο). Και όπως πολλές φορές συμβαίνει σε μικρό γυάλινο κατασκεύασμα, όταν πέφτουν πάνω του οι ακτίνες του ήλιου, βλέπουμε όλο το δίσκο του ήλιου, όχι βέβαια στο πραγματικό του μέγεθος αλλ’ όσο το μικρό μέγεθος του αντικειμένου επιτρέπει τη θέα του ηλιακού δίσκου· έτσι γίνεται να καθρεφτίζονται στα μικρά όρια της δικής μας φύσεως εκείνες οι ανείπωτες ιδιότητες του Θεού· γίνεται έτσι, ώστε η σκέψη να καθοδηγείται απ’ αυτές (θείες ιδιότητες) και να μην αστοχεί να κατανοήσει το νου στην ουσία του, επειδή καθαρίζεται στην πορεία της έρευνάς της από τις σωματικές ιδιότητες. Ούτε πάλι να εξισώνει τη μικρή και πρόσκαιρη (ανθρώπινη) φύση με την αόρατη και καθαρή (θεία) φύση· αλλά, να θεωρεί ότι (ο νους) έχει νοητή ουσία. Επειδή όμως αυτός αποτελεί εικόνα νοητής ουσίας, να μην λέει ότι ταυτίζεται η εικόνα με το αρχέτυπο.

Συμβαίνει, λοιπόν, όπως με την άρρητη σοφία του Θεού που φαίνεται παντού· δεν αμφιβάλλουμε ότι η θεία φύση και δύναμη βρίσκεται μέσα σ’ όλα τα όντα, για να διατηρούνται αυτά στην ύπαρξη. Βέβαια, αν απαιτούσες τον ορισμό της θείας φύσεως, η ουσία του Θεού απέχει άπειρα από κάθε φαινόμενο και νοούμενο της κτίσεως. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, όλοι δέχονται ότι αυτό που διαφέρει στη φύση (άκτιστο) βρίσκεται μέσα σ’ αυτά (κτιστά).

Έτσι, δεν είναι καθόλου απίστευτο ότι και η ουσία της ψυχής –η οποία οτιδήποτε κι αν υποθέτουμε ότι είναι, είναι κάτι άλλο καθ’ εαυτήν–, να μη συναντά εμπόδια υπάρξεως· παρόλο που, όσα στοιχειωδώς παρατηρούνται στον κόσμο, δεν συμβαίνουν και στη δική της φύση. Ούτε στα ζωντανά σώματα στα οποία, όπως είπαμε παραπάνω, η υπόσταση προέρχεται από τη σύγκραση των στοιχείων, υπάρχει από την πλευρά της ουσίας κάποια κοινωνία της απλής και χωρίς μορφή ψυχής με την παχύτητα του σώματος. Όμως, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι και σ’ αυτά (τα σώματα) βρίσκεται η ζωτική ενέργεια της ψυχής, η οποία αναμίχθηκε μ’ αυτά με τρόπο που ξεπερνά την ανθρώπινη αντίληψη.

Επομένως, ούτε όταν διαλυθούν μεταξύ τους τα στοιχεία που αποτελούν το σώμα, δεν χάνεται αυτό που τα συνδέει με τη ζωτική ενέργεια. Αλλ’ όπως, όταν το συγκρότημα που αποτελείται από τα στοιχεία παίρνει τη σύστασή του, τότε και το κάθε στοιχείο του σώματος παίρνει τη δύναμη της ψυχής· διότι η ψυχή εξίσου και με όμοιο τρόπο εισέρχεται σε όλα τα μέρη που συναποτελούν το σώμα· και κανείς δεν μπορεί να πει (για την ψυχή) ούτε ότι είναι στερεή και σκληρή καθώς είναι ενωμένη με τα γεώδη στοιχεία, ούτε ότι είναι υγρή ή ψυχρή ή ποιότητα αντίθετη στην ψυχρότητα· κι όλα αυτά, παρόλο που βρίσκεται μέσα σ’ όλα αυτά (τα στοιχεία) και μεταδίδει στο καθένα τη ζωτική της δύναμη.

Έτσι, κι όταν διαλυθεί η σύνθεση του σώματος και τα στοιχεία του πηγαίνουν όπου ανήκουν, είναι εύλογο να θεωρούμε ότι, και μετά τη διάλυση, εκείνη η απλή και ασύνθετη φύση (της ψυχής) βρίσκεται σε κάθε διαλυόμενο μέρος. Και είναι εύλογο να θεωρούμε ότι (η ψυχή), που συνδέθηκε άπαξ με τρόπο απερίγραπτο με τα συστατικά στοιχεία του σώματος, θα παραμένει για πάντα μ’ αυτά που αναμίχθηκε, χωρίς ν’ αποσπάται με κανένα τρόπο με τη μία και μοναδική ένωσή της (με το σώμα). Διότι δεν συμβαίνει, επειδή διαλύεται η σύσταση των σωματικών στοιχείων, να κινδυνεύει να διαλυθεί ταυτόχρονα μαζί με το σύνθετο και το άμικτο και ασύνθετο (της ψυχής)».

Συνεχίζεται

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΝΤΑΣ ΛΟΙΠΟΝ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΧΑΡΙΝ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΝΟΥ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΔΗΛ.ΜΕ ΤΙΣ ΚΤΙΣΤΕΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΦΙΛΙΟΚΒΕ, ΧΑΣΑΜΕ ΚΑΘΕ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΛΑΣΣΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΗΔΗ ΕΨΑΧΝΕ ΜΕ ΤΟ ΦΑΝΑΡΙ ΤΟΥ Ο ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ. ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΜΕ Ο,ΤΙ ΕΧΕΙ ΑΠΟΜΕΙΝΕΙ, ΜΕ ΤΟ ΧΙΜΑΙΡΙΚΟ ΕΓΩ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: