Συνέχεια από: Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023
ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΠΑΝΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟ-ΔΥΤΙΚΟΥ ΕΑΥΤΟΥ
Παρουσίαση
Το ανθρωπολογικό αδιέξοδο στο οποίο έχει κατά μεγάλο μέρος περιέλθει στα νεώτερα χρόνια ο Χριστιανικός (ακόμη και στις πιο "άθεες" εκδοχές του) Ελληνο-δυτικός θεολογικός και φιλοσοφικός κόσμος, με την χαρακτηριστική του δυσκολία να ορίσει πειστικά είτε την ανθρώπινη ουσία του εαυτού εν γένει, είτε μεγέθη όπως το ασυνείδητο, ο ναρκισσισμός, το σώμα ή η διποκειμενικότητα (με συνεπόμενη την δυσκολία προσανατολισμού στην ηθική, την πολιτική, ή την εκπαίδευση, αλλά και την καθημερινότητα), είναι ανυπερθέτως συνέπεια και μιας ορισμένης και διαρκούσας μονομερούς και ανεπαρκούς κατανόησης των Βιβλικοπατερικών πηγών του. Είναι λοιπόν πιθανό ένα άλλο εγχείρημα σύγχρονης σπουδής της υφής του Χριστιανικού ή μετα-Χριστιανικού Ελληνο-δυτικού εαυτού, (της μόνης δηλαδή συνεκτικά και συγκροτημένα δομημένης αντίληψης περί εαυτού που υπήρξε ποτέ) μέσα από κάποιες από τις πιο παραμελημένες πηγές του; Στην πραγματικότητα, μια νέα και ελκυστική παράταξη ιδιοτήτων αυτού του εαυτού, με άμεσες συνέπειες θεολογικές, φιλοσοφικές, ψυχολογικές, ή και πολιτιστικές/πολιτικές εμφανίζεται έτσι...[ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΕΑΝ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΔΕΝ ΔΙΑΚΡΙΘΕΙ Ο ΔΑYΙΔ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΟΛΙΑΘ, ΑΛΛΑ ΤΑΥΤΙΣΤΟΥΝ, ΟΠΩΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΖΕΙ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ Η ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑ]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Ζυγίζοντας τόν Χριστιανικό ἀνθρωπολογικό (Νεο) Πλατωνισμό στήν Ἀνατολή καί τή Δύση
2. Μεσαιωνικά ἐπακόλουθα
3. Ἡ Αὐγουστίνεια εὐτυχία τοῦ Descartes καί πέρα ἀπό αὐτή
4. Ἡ Θέληση γιά δύναμη καί ὁ Νιτσεϊκός ὀβελίσκος: ἕνα αὐτόνομο Ἄπειρο
5. Ἐνστάσεις σοφές καί ἄσοφες: μιά παρένθεση
6. Τό Θέλημα γιά Ὁμοούσιο: τό Πλοῖο στήν Ἀνοικτή Θάλασσα
7. Ἡ Καρδιά τοῦ Ὠκεανοῦ: ἡ Ποίησις ἑνός νέου Ἑαυτοῦ
8. Μιά Ἀναλογική Ταυτότητα
Παραρτήματα
1. Πέρα ἀπό τόν Ὀρθόδοξο περσοναλισμό: Νέοι προβληματισμοί γιά τή θεολογική σημασία τοῦ ἑαυτοῦ
2. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ ἀφιερωμένου σώματος
3. Περί μιᾶς συκοφαντικῆς «κριτικῆς» ἤ ἡ Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία σέ διερώτηση
Κεφάλαιο 6
Το Θέλημα για Ομοούσιο: το Πλοίο στην Ανοιχτή Θάλασσα
O Brian Daley, ένας κατά τα άλλα διακεκριμένος πατρολόγος, στο δοκίμιό του 'Making a Human Will Divine: Augustine and Maximus on Christ and Human Salvation'164, όχι μόνον επιχειρεί έναν παραλληλισμό ανάμεσα στις θεωρίες περί θελήματος [ΕΦΟΣΟΝ ΑΔΥΝΑΤΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΚΡΙΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ-ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΛΗΣΗ]στον Αυγουστίνο και στον Μάξιμο, αλλά επιπλέον κάνει την υπόθεση πως ο Μάξιμος διάβασε τον Αυγουστίνο, ενώ βρισκόταν στην Αφρική, αν και, όπως αναγνωρίζει επίσης, δεν υπάρχει σαφής κειμενική αναφορά στο έργο του Μαξίμου γι' αυτό165. Ωστόσο, υπάρχει, θεωρώ, μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στις δύο θεωρίες, η οποία πράγματι ανοίγει νέα μονοπάτια στην μελέτη μας για το θέλημα. Η αντίληψη του Αυγουστίνου για το θέλημα μπορεί να χαρακτηριστεί ως «υπερβατική» η «εκστατική» σε σύγκριση με αυτή του Μαξίμου. Πρώτον, επειδή, όπως είναι ευρέως γνωστό, ο Αυγουστίνος υποτάσσει το θέλημα στις «αρετές του νού»[ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΝΟΥ ΚΑΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟΝ]166, ωθώντας το έτσι να ξεπεράσει την άγνοια της υλικής φύσης και να πετάξει προς τα θεία πράγματα. Δεύτερον, επειδή, στη Χριστολογία του, φαίνεται να κατανοεί το ανθρώπινο θέλημα ως κάτι που πρέπει να ξεπερασθεί με το θεϊκό θέλημα του Χριστού. Ένα από τα σημαντικότερά του κείμενα, από όπου ξεκίνησε ο ισχυρισμός αυτός, παρατίθεται επίσης από τον Daley:
«Πως ο Κύριός μας πάντρεψε δύο θελήσεις, ώστε να γίνουν ένα στην ανθρώπινη φύση που δανείστηκε; Στο σώμα του, την Εκκλησία, θα υπήρχαν μερικοί άνθρωποι που, ενώ θέλησαν να κάνουν το δικό τους θέλημα, αργότερα θα ακολουθούσαν το θέλημα του Θεού. Ο Κύριος προεικόνισε αυτούς τους ανθρώπους στον εαυτό του. Επιθύμησε να δείξει πως μολονότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν αδύναμοι, εξακολουθούν να ανήκουν σε αυτόν, και έτσι τους αντιπροσώπευσε εκ των προτέρων στο δικό του πρόσωπο. [...] Αποκάλυψε το ανθρώπινο θέλημα που υπήρχε μέσα του, αλλά αν είχε συνεχίσει να εμμένει σε αυτό, θα είχε φανεί να παρουσιάζει διαστροφή στην καρδιά. Αν αναγνωρίζετε ότι είχε ευσπλαχνία για σας, και σας ελευθερώνει εντός του εαυτού του, μιμηθείτε την προσευχή που έφτιαξε: «Όμως όχι ό,τι θέλω εγώ, αλλά ο,τι θέλεις εσύ ας γίνει Πατέρα»167.
Σε αυτό το κείμενο, ο επίσκοπος Ιππώνος προσπαθεί να δείξει πως τα δύο θελήματα του Χριστού έγιναν ένα [Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΕΝ ΔΙΕΘΕΤΕ ΓΝΩΜΙΚΟ ΘΕΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΘΑ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΕΙ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ, όχι ό,τι θέλω εγώ, αλλά ο,τι θέλεις εσύ, ΚΑΙ ΤΙ ΘΕΛΕΙ Ο ΥΙΟΣ; ΤΗΝ ΑΣΩΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ] αποδεικνύοντάς το μέσω του αμφιταλαντευόμενου θελήματος κάποιων πιστών, οι οποίοι διστάζουν να επιλέξουν αμέσως το θέλημα του Θεού, αντί για το δικό τους. Επομένως, επιμένει πως ο Χριστός «προεικονίζει» αυτή την αμφιταλάντευση, παλεύοντας με το δικό του ανθρώπινο θέλημα, έως ότου το ξεπέρασε (σαν να ήταν αμαρτωλό καθαυτό), και το εγκατέλειψε για χάρη του θελήματος του Πατέρα. Παρόλα αυτά, με τον τρόπο αυτό ο Αύγουστίνος φαίνεται να αγνοεί την πιθανότητα να ανοίξει το ανθρώπινο θέλημα του Χριστού στο θείο του θέλημα, αντί να το ξεπεράσει. Αυτό φυσικά, είναι σχεδόν το αντίθετο από αυτό που ισχυρίστηκε ο Μάξιμος, σχετικά με το φυσικό θέλημα. Όπως έγραψα πρόσφατα:
«Ο Μάξιμος είδε στην συγκατάβαση της Γεθσημανής ακριβώς την έκφραση του ανθρώπινου θελήματος του Χριστού. Αν δούμε το ανθρώπινο θέλημα του Χριστού, ως κάτι που υποχρεωτικά αρνείται το θείο του θέλημα, τότε αυτό εκβάλλει ακριβώς στη θέση των Μονοθελητών, η οποία στη συνέχεια χρειάζεται μια υποστατική θέληση στον Χριστό για να λύσει το πρόβλημά της. Η ένωση των δύο θελημάτων αποκαλύπτεται συνεπώς στη σχέση του Υιού με τον Πατέρα, όπως αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί ανθρωπίνως, μέσω ενός ελεύθερου ανθρώπινου θελήματος, ανοιχτού -από τη στιγμή που είναι το θέλημα του Χριστού- στο φυσικό τρισυπόστατο θέλημα του Θεού, που εκδηλώθηκε στην υπόσταση του Χριστού, ο οποίος επιθυμεί φυσικά και ελεύθερα τόσο ως άνθρωπος, όσο και ως Θεός. Ο ανθρώπινος δισταγμός του Χριστού, ο φυσικός φόβος και η αποστροφή του θανάτου κ.λπ., όπως περιγράφεται από την Πατερική παράδοση, δεν ήταν, σύμφωνα με τον Ομολογητή, «ενάντια» στο θεϊκό του θέλημα, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύουν ανθρώπινα «αθώα και φυσικά πάθη», τα οποία, καθώς η ροπή προς την αμαρτία δεν είναι παρούσα στον Χριστό, δεν βρίσκονται σε φυσική αντίθεση, αλλά σε μια σύγκλιση ('συμβαίνοντα') μαζί Του 168. Επομένως, αυτά τα αθώα πάθη δεν αντιπροσωπεύουν κάποια ανθρώπινη εθελούσια αντίθεση στο θείο θέλημα, ενώ επίσης έχουν τελικά θεοποιηθεί μέσω της απόλυτης ένωσης με τη θεότητα 169. Η αντι-Μονοθελητική 'επανάσταση' του Μαξίμου, είναι ακριβώς ότι ο Χριστός επιθυμεί μόνο μέσω και από και σύμφωνα με την φύση/φύσεις, οι οποίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εκ φύσεως αντιτιθέμενες μεταξύ τους.[ΕΛΑΒΕ ΜΟΝΟ ΤΑ ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΠΑΘΗ] Ετσι, ο μόνος πιθανός λόγος δυσαρμονίας μεταξύ ανθρώπινου και θείου θελήματος στον Χριστό, για τον Μάξιμο, θα ήταν η αμαρτία;;;. Και, καθώς ο Χριστός είναι καθαρός από την αμαρτία, είναι αδύνατο για Αυτόν να έχει τα δύο φυσικά του θελήματα σε δυσαρμονία»[ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΓΝΩΜΙΚΟ ΘΕΛΗΜΑ. ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΘΕΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΜΙΚΟ ΚΑΙ ΓΙ'ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΚΤΑΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΥΠΑΚΟΗ. ΣΧΕΔΟΝ ΑΔΥΝΑΤΗ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ] 170.
Οπως επεχείρησα να δείξω αλλού171 με αυτή την έννοια του «φυσικού θελήματος», ο Μάξιμος ήθελε να εκφράσει την ενδότερη ζωή της φύσης. Γράφω λοιπόν εκεί:
«Αυτό ακριβώς είναι που έκανε ο Άγιος Μάξιμος. Στο έργο του επιδιώκει να ορίσει την έννοια του θελήματος, αλλά να το κάνει με έναν εντελώς υπαρξιακό, άμεσο, μη αφηρημένο τρόπο: το 'θέλημα' (ως θέλησις και όχι ως βούλησις) είναι, κατ' αρχήν, μια καθολική, μη μεταφυσική, προσωπική και βαθιά άμεση επιθυμία;;; για άνοιγμα στο πλήρες ον[ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΟΙΓΜΑ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ. ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ Η ΚΛΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΛΙΣΗ, ΤΟ ΤΑΛΕΝΤΟ, Η ΑΝΘΡ. ΦΥΣΗ, ΑΤΑΛΑΝΤΗ ΦΥΣΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ, ΜΕ ΤΗΝ ΚΛΙΣΗ ΓΙΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΗ ΚΑΡΡΙΕΡΑ]. Πράγματι, ενώ η παράδοση πριν από αυτόν εγκαταλείπει το θέλημα (ως βούλησις), ως βορά στον νού (τί είναι ο νούς η σκύλλα;)[ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΥΣ] ή στα πάθη (ή σε μια σύγκρουση μεταξύ των δύο), αυτός υπαρξικοποιεί το θέλημα (ως θέλησις), ως 'μια απλή, λογική και ζωτική όρεξη'172, σε αντίθεση με την (επί παραδείγματι Αριστοτελική) προαίρεσιν173, ως μια εσκεμμένη επιλογή, η οποία δεν είναι, φυσικά, μια παθητική έλξη προς ένα αντικείμενο, αλλά μια νοητική, μεταφυσική έλξη, πνευματική και αφηρημένη, ως η 'σύνοδος της όρεξης, της εκούσιας επιλογής και της κρίσης' . Ο συνδυασμός του λόγου με το ζωτικό και το υπαρξιακό, επέτρεψε στον Ομολογητή να εισαγάγει το θέλημα ως θέλησιν στην ίδια την οντολογία, διαμορφώνοντας έτσι, για πρώτη φορά, μια εσχατολογική οντολογία [ο προδρομος του Ζηζιουλα ειναι;...] Στην επιστολή του Προς Μαρίνον174 μας παρέχει έναν περιεκτικό ορισμό του φυσικού θελήματος. Μέσω του θελήματός του, το ον αναζητά την ολοκληρωμένη οντότητα της φύσης του, την πλήρη 'σύμφωνα με την φύση' συνειδητοποίηση όλων των απαραίτητων συστατικών στοιχείων της. Το θέλημα συγκρατεί το ον σε μια ενότητα, και χάρη σε αυτό το ον υπάρχει, ζει και κινείται. Ακολουθούν ο νούς και η αίσθηση, σε αντίθεση με αυτό που ορίζει η κοινώς αποδεκτή ψυχολογία. Όμως εδώ, βρισκόμαστε στη σφαίρα της οντολογίας: το θέλημα-ορίζοντας του Όντος το καθιστά εσχατολογικό, καθώς εισάγει στο Ον την διαδικασία του να γίνει μια πλήρης οντότητα. Με άλλα λόγια, το πράττει αυτό, κατευθύνοντας την ενέργεια, την οποία έχει κάθε ον εκ φύσεως και λόγω της φύσεώς του, προς την εσχατολογική πραγματοποίηση της πληρότητας του Είναι του, η οποία ξεκινά από τώρα. [...] Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα όντα είναι συνδεδεμένα με την
αρχή τους “ορεκτικώς”, ως μια επιθυμία για μια διαδικασία εξέλιξης που ολοκληρώνει εσχατολογικά την αλήθειά τους, με το να τα καθιστά πλήρως ανοιχτά προς αυτήν. Η εισαγωγή της βούλησης ως θέλημα, ως μια φλεγόμενη επιθυμία πέρα από τη λογική, που συμπεριλαμβάνει όχι μόνο την λογική αλλά και τα συναισθήματα, τις επιθυμίες, τη σωματική διάσταση, και πιθανώς αυτό που ένας σύγχρονος ψυχολόγος θα αποκαλούσε το ασυνείδητο, στην οντολογία, την καθιστά συνεπώς εσχατολογική· με άλλα λόγια, την καθιστά μια οντολογία της ελευθερίας του φυσικού από την πλήρως 'δεδομένη' φύση της: η φύση 'γίνεται', μέσω μιάς ελεύθερης επιθυμίας, και σε διάλογο με την θεία θέλησιν/επιθυμία, και δεν 'υπάρχει' απλά».
Επομένως, αυτό που φαίνεται να ζητά ο Μάξιμος, είναι μάλλον ένα γνωμικό/προσωπικό άνοιγμα αυτού του φυσικού θελήματος στο θείο θέλημα (αντί της δήθεν υπέρβασης του φυσικού θελήματος από το γνωμικό), προκειμένου η άκτιστη;;; ενέργεια του Αγίου Πνεύματος να εισέλθει στην κτιστή φύση[ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΛΟΓΟ, ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ] και αυτή να αποκτήσει θεία και αιώνια ζωή: αυτή είναι η απόλυτη κατάργηση οποιουδήποτε είδους Πλατωνισμού, είτε εκχριστιανισμένου είτε όχι. Και είναι εξαιρετικά σημαντικό πως ακόμα και οι σύγχρονοι Ορθόδοξοι περσοναλιστές, οι οποίοι, μολονότι ασχολούνται με τον Μάξιμο, δεν γνωρίζουν την πραγματική σημασία της έννοιας του φυσικού θελήματος, κατανοούν την φύση με έναν αρνητικό τρόπο, ως ένα βάρος αναγκαιότητας, ως ένα άλογο σκοτάδι· αυτό όμως που είναι εξαιρετικά σημαντικό, είναι πως, στην περίπτωση αυτή, είναι εντελώς αδύνατον να δουλέψουμε με και πάνω σε αυτή την φύση, μέσω ενός διαλόγου δύο θελημάτων η δύο πράξεων/ενεργειών, του θείου και του ανθρώπινου. Επομένως, ακόμα και αν παραδεχθούμε την τελική ανάσταση αυτής της πεπτωκυίας φύσης, όπως ορθά παραδέχονται και αυτοί οι θεολόγοι, αυτό είναι απολύτως αδύνατο να οδηγήσει στη σωτηρία, με τη σωστή Βιβλική έννοια του όρου, η οποία προϋποθέτει όχι μόνο το θείο θέλημα για να δοθεί αιώνια ζωή στα όντα, αλλά και την δική τους συνειδητή θέληση και πρόθεση/προαίρεση να την παραλάβουν και να την αφομοιώσουν διαλογικά;;; – αυτό ακριβώς είναι το περιεχόμενο αυτού που ονομάστηκε άσκησις στην Πατερική σκέψη. Σε διαφορετική περίπτωση, και σύμφωνα με την κατανόηση του όρου αποκατάστασις από τον Μάξιμο, είναι αδύνατον για τα όντα να σωθούν πράγματι.
Όπως έγραψα στο παρελθόν175:
«Σύμφωνα με τον Άγιο Μάξιμο, η Εκκλησία αναγνωρίζει τριών ειδών αποκαταστάσεις. Το πρώτο είδος είναι αυτό ενός όντος, όταν εκπληρώνει την εσωτερική αρχή της αρετής. Το δεύτερο είναι η αποκατάσταση όλης της κτιστής φύσης, στην αφθαρσία και την αθανασία, μέσω της αναστασης. Το τρίτο είδος (το οποίο ο Μάξιμος θεωρεί πως ο Γρηγόριος Νύσσης έχει καταχρασθεί) είναι η αποκατάσταση όλων των δυνάμεων της ψυχής στην προ-πτωτική κατάστασή τους. Θα χάσουν την μνήμη του κακού, αλλά δεν θα συμμετέχουν στον Θεό· δεν θα θεωθούν. Οι ψυχές θα λάβουν τις αρχικές τους δυνάμεις 'όσον αφορά την κατανόηση, όχι όσον αφορά την μετοχή'· θα είναι σαφές ότι ο Δημιουργός δεν είναι υπεύθυνος για την αμαρτία, και ότι οι ίδιες οι ψυχές θα παραμένουν εκ φύσεως αμέτοχες στην άκτιστη χάρη του176. Ο Florovsky, στην έκθεσή του για τη διδασκαλία του Μαξίμου, επισημαίνει ότι ο Θεός θα επιστρέψει πράγματι στους αμαρτωλούς ο,τι είχαν χάσει μέσω της αμαρτίας, αποκαθιστώντας τις ψυχές τους στην πληρότητα των φυσικών δυνάμεων και δυνατοτήτων τους. Θα 'γνωρίζουν' τον Θεό ('τῇ ἐπιγνώσει') και θα έχουν κάποια κατανόηση για Αυτόν, αλλά χωρίς μετοχή στις χάριτές του ('αλλ' οὐ τῇ μεθέξει'). Έτσι, θα βιώνουν διαρκώς την έλλειψη της κοινωνίας με τη Ζωή, συνειδητοποιώντας διαρκώς με κάθε τρόπο τη φοβερή ματαιότητα της πνευματικής πορείας που επέλεξαν, απορρίπτοντας την αγάπη του Θεού και δημιουργώντας τη δική τους κόλαση μέσω της διεστραμμένης κίνησης του γνωμικού τους θελήματος»177.
Και αυτό συμβαίνει την «όγδοη μέρα».
«Η όγδοη και η πρώτη ημέρα, η μάλλον η μία ακατάπαυστη ημέρα, είναι η απροσδόκητη και υπέρ-λαμπρη παρουσία του Θεού, η οποία έρχεται μετά την παύση των πραγμάτων που βρίσκονται σε κίνηση[ΑΚΙΝΑΤΗΣ. ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟ ΔΟΞΗΣ ΕΙΣ ΔΟΞΑΝ;]· όταν στην ολότητά Του έρχεται να κατοικήσει, όπως αρμόζει, σε ολόκληρη [την ύπαρξη] εκείνων που από επιλογή χρησιμοποίησαν τον λόγον τους σε συμφωνία με την φύση, και τους δίνει αιώνιο ευ είναι μέσω της μετοχής σ' Αυτόν, αφού Αυτός μόνον πράγματι είναι, και είναι αιώνια, και απολαμβάνει το ευ είναι. Αλλά σε εκείνους οι οποίοι χρησιμοποίησαν τον λόγον μέσω του γνωμικού τους θελήματος, με έναν τρόπο αντίθετο προς την φύση, Αυτός κατανέμει φεύ είναι αντί του ευ είναι, από τη στιγμή που εκείνοι δεν έχουν την ικανότητα να εγκολπωθούν το δεύτερο, έχοντας ταχθεί εναντίον του»178.
Είναι, επομένως, προφανές πως χωρίς την προσωπική συνεργητική καθοδήγηση του φυσικού μας θελήματος προς τον Θεό, τον Χριστό, μέσω του Πνεύματος, είναι αδύνατο να μετάσχουμε πράγματι στην θεία ζωή.
Σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα τώρα αυτού του κεφαλαίου, είναι προφανές ότι μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ανθρωπολογικό αξίωμα πως όσο περισσότερο υπερβατικό ή εκστατικό θεωρείται το θέλημα, τόσο περισσότερος εκστατικός solipsismus προκύπτει· η υπεροχή του νού, ο οποίος είναι το όχημα, συγκεκριμένα, της φερόμενης υπερβατικότητας του θελήματος, πρακτικά εκβάλλει στην επιβεβαίωση του ατομισμού, ακριβώς επειδή είναι, στην πραγματικότητα, τα άλλα μέρη της ψυχής που δημιουργούν κοινωνία και όχι απλώς ο νούς.[Ο ΕΜΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ;] Επιπλέον, αυτό το εκστατικό θέλημα δεν αφουγκράζεται τόσο πολύ τη φύση, προτιμά γενικά την υπέρβαση από την μεταμόρφωση (η πιστεύει ότι η υπέρβαση είναι ο μόνος τρόπος προς μεταμόρφωση). Στην περίπτωση αυτή υπάρχει κοινωνία, αλλά μόνον σε ένα επόμενο βήμα, δεν ανήκει το γεγονός της κοινωνίας στην πρώτη φιλοσοφία179. Όμως στην περίπτωση αυτή, μέσω αυτού του εκστατικού solipsismus, το προπατορικό αμάρτημα της φιλοσοφίας, το οποίο σχετίζεται με την κυριαρχία, την σύγκρουση, την δύναμη, κάνει την πρώτη του εμφάνιση. Ο Αυγουστίνος και ο Ωριγένης είχαν τον τρόπο να εκκλησιάζουν τη ζωή τους, αλλά το σπέρμα της θέλησης για δύναμη, ως μελλοντική εκκοσμικευμένη δυνατότητα, ευρίσκονταν ήδη εκεί.
Επιπροσθέτως, το φυσικό θέλημα καλείται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της φύσης για ενοποίηση, αφθαρσία και νόημα, μέσω της θείας μετοχής. Αλλά αυτό περνά μόνο μέσα από τη γεφύρωση των χασμάτων της κατακερματισμένης φύσης (τα οποία είναι αποτέλεσμα της άστοχης δράσης του ανθρώπινου γνωμικού θελήματος, το οποίο, όταν γίνεται φίλαυτο, γίνεται ακριβώς εκστατικό και υπερβατικό) όπως εξήγησε τόσο ξεκάθαρα ο αγ. Μάξιμος· αυτός ακριβώς είναι ο δρόμος προς το ομοούσιο, όπως μεταφέρεται αναλογικά από την Τριαδική ζωή στην κτίση, μέσω του Χριστού, στην εκκλησία180. Η αληθινή γνωμική πραγματοποίηση του φυσικού θελήματος είναι επομένως τελικά (και αυτός είναι επίσης και ο τρόπος αφενός για να το κατευθύνουμε και αφετέρου για να επιβεβαιώνουμε την πραγματική λειτουργία του) το θέλημα για ομοούσιο. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Μάξιμος εκπληρώνει την βαθιά πρόθεση του Αυγουστίνου.
Έτσι, ο εαυτός αποπλέει από το λιμάνι του αυτο-έγκλεισμένου, μύθο-οντολογικού, και (βεβαίως!) «πνευματικού», θελητικού ψευδο-άπειρου, για την ανοιχτή θάλασσα του αναλογικού ομοουσίου, πάνω στο σκάφος του φυσικού θελήματος…[ΠΟΠΠΕΡ]
Σημειώσεις
164. Daley, B., 'Making a Human Will Divine: Augustine and Maximus on Christ and
Human Salvation', in A. Papanikolaou, and G. E. Demacopoulos (eds), Orthodox Readings of Augustine, New York, NY, 2008, 101-126.
165. Έχει γίνει ένα είδος ιδιαίτερης μόδας για κάποιους Δυτικούς θεολόγους, να αναζητούν όχι μόνο θεολογικές συγγένειες, αλλά και την εξάρτηση κάποιων επιφανών Ελλήνων Πατέρων από διαπρεπείς Δυτικούς θεολόγους, συνήθως τον Αυγουστίνο και, ίσως, λιγότερο τον Scotus η τον Ακινάτη. Δύσκολα μπορεί κανείς να εντοπίσει τον θεολογικό σκοπό τέτοιων, μερικές φορές τόσο κομψών, πολύπλοκων πνευματικών ακροβατικών! Κάποιοι από αυτούς τους συγγραφείς (εξαιρουμένου του Brian Daley!) φτάνουν στο σημείο να γίνουν, κάποιες φορές, επιθετικοί και περιφρονητικοί – και ως εκ τούτου ακόμη λιγότερο πειστικοί.
166. Augustine, De libero Arbitrio (G. Green, CSEL 74, 1956), 2,18,50.
167. Augustine, Enarrationes in Psalmos 93, 19, [M. Boulding μεταφρ. (2002), 395].
168. Μάξιμος Ομολογητής, Πρός Μαρίνον, (J. P. Migne, PG 91), 236.
169. ό.π., PG 91:237A.
170. Μάξιμος Ομολογητής, Συζήτησις πρός Πύρρον (J. P. Migne, PG 91), 292AB.
171. Βλ. μέρος ΙΙ, κεφ.1 του βιβλίου μου Analogical Identities... (Brepols 2019). Βλ. ἐπίσης, Ν. Λουδοβίκου, Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα του ἑαυτοῦ. (Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999), 189-192.
172. Πρός Μαρίνον (J. P. Migne, PG 91), 13A.
173. Ἀριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 6, 113 b 5.
174. Πρός Μαρίνον (J. P. Migne, PG 91), 12 CD.
175. Loudovikos, N., A Eucharistic Ontology. Maximus the Confessor's Eschatological Ontology of Being as Dialogical Reciprocity, Brookline, MA., 2010, 82.
176. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Πεύσεις και Ἀποκρίσεις PG 90, 796A-C.
177. Florovsky, G., Byzantine Fathers of the Sixth to Eighth Century, The Collected Works of Georges Florovsky, Volume 9, 1987, Vaduz, 244-5: «In fulfilling the fates God will restore the full entirety of his creation not only in existence but also in eternal existence. But not in good-existence, for good-existence cannot be given without the demanding and accepting of love. God will give to sinners and return everything they lost through sin, restoring their souls in the fullness of their natural forces and capabilities. They will receive the capacity for spiritual knowledge and moral evaluation. They will cognize God. Perhaps they will even lose memory of sin and come to God in a certain understanding-ti epignosei ('τῇ ἐπιγνώσει'). However, they will not receive communion with his blessings – οὐ τῇ μεθέξει τῶν ἀγαθῶν. Only the righteous are capable of savouring and enjoying. Only they receive communion with life, while people of evil will who have collapsed in their thoughts and desires are far from God, are devoid of life, and constantly decay and constantly die. They will not taste life, and will be tormented by belated repentance, by the consciousness of the senselessness of the path they took to the very end. This will be ineffable sorrow and sadness. According to St Maximus' notions, it is not God but the sinner himself who prepares his own torment and grief on judgement day». Ας μην ξεχνάμε ότι εδώ ο Ομολογητής προσπαθεί επίσης να διορθώσει τη θεωρία της αποκαταστάσεως του Γρηγορίου Νύσσης.
178. Μάξιμος Όμολογητής, Περί διαφόρων ἀπόρων, PG 91, 1392D.
179. Λουδοβίκος, Ν., Ὀρθοδοξία καί Έκσυγχρονισμός... ὅ.π., 92-93· Loudovikos, Church in the Making. An Apophatic Ecclesiology of Consubstantiality, New York, 2016, 136-143, 161-177.
180. Loudovikos, N., Church in the Making. An Apophatic Ecclesiology of Consubstantiality, New York, 2016, 213-232; Loudovikos, N., 'Dialogical Nature, Enousion Per- son, and Non-ecstatic Will in St Maximus the Confessor: The Conclusion of a Long Debate', Analogia 2, 92, κ.έ.
164. Daley, B., 'Making a Human Will Divine: Augustine and Maximus on Christ and
Human Salvation', in A. Papanikolaou, and G. E. Demacopoulos (eds), Orthodox Readings of Augustine, New York, NY, 2008, 101-126.
165. Έχει γίνει ένα είδος ιδιαίτερης μόδας για κάποιους Δυτικούς θεολόγους, να αναζητούν όχι μόνο θεολογικές συγγένειες, αλλά και την εξάρτηση κάποιων επιφανών Ελλήνων Πατέρων από διαπρεπείς Δυτικούς θεολόγους, συνήθως τον Αυγουστίνο και, ίσως, λιγότερο τον Scotus η τον Ακινάτη. Δύσκολα μπορεί κανείς να εντοπίσει τον θεολογικό σκοπό τέτοιων, μερικές φορές τόσο κομψών, πολύπλοκων πνευματικών ακροβατικών! Κάποιοι από αυτούς τους συγγραφείς (εξαιρουμένου του Brian Daley!) φτάνουν στο σημείο να γίνουν, κάποιες φορές, επιθετικοί και περιφρονητικοί – και ως εκ τούτου ακόμη λιγότερο πειστικοί.
166. Augustine, De libero Arbitrio (G. Green, CSEL 74, 1956), 2,18,50.
167. Augustine, Enarrationes in Psalmos 93, 19, [M. Boulding μεταφρ. (2002), 395].
168. Μάξιμος Ομολογητής, Πρός Μαρίνον, (J. P. Migne, PG 91), 236.
169. ό.π., PG 91:237A.
170. Μάξιμος Ομολογητής, Συζήτησις πρός Πύρρον (J. P. Migne, PG 91), 292AB.
171. Βλ. μέρος ΙΙ, κεφ.1 του βιβλίου μου Analogical Identities... (Brepols 2019). Βλ. ἐπίσης, Ν. Λουδοβίκου, Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα του ἑαυτοῦ. (Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999), 189-192.
172. Πρός Μαρίνον (J. P. Migne, PG 91), 13A.
173. Ἀριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 6, 113 b 5.
174. Πρός Μαρίνον (J. P. Migne, PG 91), 12 CD.
175. Loudovikos, N., A Eucharistic Ontology. Maximus the Confessor's Eschatological Ontology of Being as Dialogical Reciprocity, Brookline, MA., 2010, 82.
176. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Πεύσεις και Ἀποκρίσεις PG 90, 796A-C.
177. Florovsky, G., Byzantine Fathers of the Sixth to Eighth Century, The Collected Works of Georges Florovsky, Volume 9, 1987, Vaduz, 244-5: «In fulfilling the fates God will restore the full entirety of his creation not only in existence but also in eternal existence. But not in good-existence, for good-existence cannot be given without the demanding and accepting of love. God will give to sinners and return everything they lost through sin, restoring their souls in the fullness of their natural forces and capabilities. They will receive the capacity for spiritual knowledge and moral evaluation. They will cognize God. Perhaps they will even lose memory of sin and come to God in a certain understanding-ti epignosei ('τῇ ἐπιγνώσει'). However, they will not receive communion with his blessings – οὐ τῇ μεθέξει τῶν ἀγαθῶν. Only the righteous are capable of savouring and enjoying. Only they receive communion with life, while people of evil will who have collapsed in their thoughts and desires are far from God, are devoid of life, and constantly decay and constantly die. They will not taste life, and will be tormented by belated repentance, by the consciousness of the senselessness of the path they took to the very end. This will be ineffable sorrow and sadness. According to St Maximus' notions, it is not God but the sinner himself who prepares his own torment and grief on judgement day». Ας μην ξεχνάμε ότι εδώ ο Ομολογητής προσπαθεί επίσης να διορθώσει τη θεωρία της αποκαταστάσεως του Γρηγορίου Νύσσης.
178. Μάξιμος Όμολογητής, Περί διαφόρων ἀπόρων, PG 91, 1392D.
179. Λουδοβίκος, Ν., Ὀρθοδοξία καί Έκσυγχρονισμός... ὅ.π., 92-93· Loudovikos, Church in the Making. An Apophatic Ecclesiology of Consubstantiality, New York, 2016, 136-143, 161-177.
180. Loudovikos, N., Church in the Making. An Apophatic Ecclesiology of Consubstantiality, New York, 2016, 213-232; Loudovikos, N., 'Dialogical Nature, Enousion Per- son, and Non-ecstatic Will in St Maximus the Confessor: The Conclusion of a Long Debate', Analogia 2, 92, κ.έ.
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΤΙ ΔΙΑΓΡΑΦΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΜΑΞΙΜΟ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΤΟΝ ΤΑIΡΙΑΞΕΙ ΣΕ ΑΝΙΕΡΟ ΓΑΜΟ ΜΕ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ.
ΠΡΟΣ ΜΑΡΙΝΟΝ
Οὐκοῦν ἡ προαίρεσις προσλαβοῦσα τήν ἐπί τοῖς ἐφ᾿ ἡμῖν ὁρμήν τε καί χρῆσιν, πέρας τῆς κατ᾿ ὄρεξιν, ἡμῖν λογικῆς ὑπάρχει κινήσεως. Τό γάρ φύσει λογικόν, δύναμιν ἔχον φυσικήν τήν λογικήν ὄρεξιν, ἤν καί θέλησιν τῆς νοερᾶς καλοῦσι ψυχῆς· ὀρέγεται καί λογίζεται· καί λογισάμενον βούλεται. Βούλησιν γάρ εἶναί φασιν, οὐ τήν ἁπλῶς φυσικήν, ἀλλά τήν ποιάν· τουτέστι, τήν περί τινος θέλησιν· καί βουλόμενον ζητεῖ· καί ζητοῦν σκέπτεται· καί σκεπτόμενον βουλεύεται· καί βουλευόμενον κρίνει· και κρίνον προαιρεῖται· καί προαιρούμενον ὁρμᾷ· καί ὁρμῶν, κέχρηται· καί χρώμενον παύεται τῆς ὀρεκτικῆς ἐπ᾿ ἐκεῖνο κινήσεως. Οὐδείς γάρ κέχρηται, μή πρότερον ὁρμήσας· καί οὐδείς ὁρμᾷ, μή προαιρούμενος· καί οὐδείς προαιρεῖται, μή κρίνας· καί οὐδείς κρίνει, μή βουλευσάμενος· καί οὐδείς βουλεύεται, μή σκεψάμενος· καί οὐδείς σκέπτεται, μή ζητήσας· καί οὐδείς ζητεῖ, μή βουληθείς· καί οὐδείς βούλεται, μή λογισάμενος· καί οὐδείς λογίζεται, μή ὀρεγόμενος· καί οὐδείς λογικῶς ὀρέγεται, μή ὑπάρχων φύσει λογικός. Λογικόν οὖν φύσει ζῶον ὑπάρχων ὁ ἄνθρωπος, ὀρεκτικός ἐστι, καί λογιστικός, καί βουλητικός, καί ζητητικός, καί σκεπτικός καί προαιρετικός, καί ὁρμητικός καί χρηστικός.
Θα ήθελα να ρωτήσω το εξής: Τί θεωρείται ότι ο Λουδοβίκος διαγράφει από τον Αγ. Μάξιμο και με τι σκοπούς;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας παραθέτω δύο μεταφράσεις που βρήκα του παραπάνω αποσπάσματος του Αγ. Μαξίμου του Ομολογητή.
1η Μετάφραση: Ντίνα Σαμοθράκη (Εκδόσεις Αρμός)
Ἡ προαίρεσις λοιπὸν εἶναι τὸ πέρας τῆς κατ᾿ ὄρεξιν λογικῆς μας κινήσεως, ἀφοῦ προσλάβῃ τὴν ὁρμὴ πρὸς τὰ ἐφ᾽ ἡμῖν καὶ τὴν χρῆσι. Γιατὶ τὸ φύσει λογικὸν ἔχοντας φυσική του δύναμι τὴν λογικὴ ὄρεξι, ποὺ τὴν ὀνομάζουν καὶ θέλησι τῆς νοερᾶς ψυχῆς, ὀρέγεται καὶ λογίζεται καί, ἀφοῦ λογισθῇ, βούλεται. Βούλησις λοιπὸν εἶναι μιὰ θέλησις ὄχι ἁπλῶς φυσική, ἀλλὰ μιὰ θέλησις ποὺ ἔχει εἶδος, ἡ θέλησις δηλαδή γιὰ κάτι συγκεκριμένο. Ἐπειδὴ λοιπὸν βούλεται ζητεῖ, καὶ ὅταν ζητῇ σκέπτεται, καὶ ὅταν σκέπτεται βουλεύεται, καὶ ὅταν βουλεύεται κρίνει καὶ ὅταν κρίνη προαιρεῖται, καὶ ὅταν προαιρῆται ὁρμᾷ, καὶ ὅταν ὁρμᾷ κάνει χρῆσι καὶ μὲ τὴν χρῆσι σταματᾷ τὴν ὀρεκτική κίνησι πρὸς τὸ συγκεκριμένο ἀντικείμενο. Κανεὶς βεβαίως δὲν φθάνει στὴν χρῆσι, ἂν προηγουμένως δὲν ὁρμήσῃ· καὶ κανεὶς δὲν ὁρμᾷ ἂν δὲν προηγηθῇ ἡ προαίρεσις· καὶ κανεὶς δὲν προαιρεῖται χωρὶς νὰ κρίνῃ· καὶ κανεὶς δὲν κρίνει χωρίς προηγουμένως νὰ βουλεύεται, καὶ κανεὶς δὲν βουλεύεται χωρίς προηγουμένως νὰ σκέπτεται· καὶ κανεὶς δὲν σκέπτεται χωρὶς νὰ ζητήσῃ, καὶ κανεὶς δὲν ζητεῖ χωρὶς νὰ ἐνεργοποιηθῇ ἡ βούλησίς του· κανενός ὅμως ἡ βούλησις δὲν ἐνεργοποιεῖται, ἂν αὐτὸς δὲν λογισθῇ καὶ κανεὶς δὲν λογίζεται χωρὶς νὰ ὀρέγεται· καὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὴν λογικὴ ὄρεξι, ἂν δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν φύσι του λογικός. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπὸ τὴ φύσι του ζῷον λογικόν, εἶναι ὀρεκτικὸς καὶ λογιστικὸς καὶ βουλητικός καὶ ζητητικὸς καὶ σκεπτικός καὶ προαιρετικὸς καὶ ὁρμητικὸς καὶ χρηστικός.
2η Μετάφραση: Ιγνάτιο Σάκαλη (Εκδόσεις ΕΠΕ)
Ἡ προαίρεση λοιπόν, ἀφοῦ προσέλαβε τὴν ὁρμὴ καὶ τὴ χρήση ἐκείνων ποὺ εἶναι στὴν ἐξουσία μας, εἶναι τὸ πέρας τῆς ὀρεκτικῆς λογικῆς κίνησής μας. Γιατὶ τὸ φυσικό λογικό, ἐπειδὴ ἔχει δύναμη φυσικὴ τὴν λογικὴ ὄρεξη, ποὺ τὴ λένε καὶ θέληση τῆς νοερῆς ψυχῆς, ὀρέγεται καὶ διαλογίζεται, κι ἀφοῦ διαλογιστεῖ βούλεται. Γιατί βούληση λένε ὄχι τὴν ἁπλῶς φυσική κίνηση, ἀλλὰ τὴ συγκεκριμένη, δηλαδὴ τὴ θέληση γιὰ κάτι. Κι ὅταν ἀρχίσει νὰ βούλεται ζητᾶ, καὶ ὅταν ζητᾶ σκέπτεται, κι ὅταν σκέπτεται ἐξετάζει, κι εξετάζοντας κρίνει, καὶ κρίνοντας προαιρεῖται κάτι, καὶ ὅταν προαιρεῖται ὁρμᾶ, καὶ ὁρμώντας σ' αὐτὸ τὸ χρησιμοποιεῖ, καὶ ὅταν τὸ χρησιμοποιεῖ σταματὰ νὰ κινεῖται πρὸς αὐτὸ ὀρεκτικά. Κανένας δηλαδὴ δὲ χρησιμοποιεῖ κάτι ἂν δὲν κινηθεῖ πρωτύτερα πρὸς αὐτό· καὶ κανένας δὲν κινεῖται πρὸς κάτι, ἂν δὲν προαιρεῖται· καὶ κανένας δὲν προαιρεῖται, ἂν δὲν ἔχει κρίνει· καὶ κανένας δὲν κρίνει, ἂν δὲν ἐξετάσει· καὶ κανένας δὲν ἐξετάζει, ἂν δὲν σκεφτεῖ· καὶ κανένας δὲν σκέπτεται, ἂν δὲν ἐπιζητήσει· καὶ κανένας δὲν ἐπιζητεῖ, ἂν δὲν θέλει· καὶ κανένας δὲν θέλει, ἂν δὲν διαλογιστεῖ καὶ κανεὶς δὲν διαλογίζεται, ἂν δὲν ὀρέγεται· καὶ κανένας δὲν ὀρέγεται λογικά, ἂν δὲν εἶναι λογικὸς ἀπὸ τὴ φύση του. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του ζῶο λογικό, γι' αὐτὸ καὶ ὀρέγεται καὶ διαλογίζεται καὶ θέλει καὶ ἐπιζητεῖ καὶ σκέπτεται καὶ προαιρεῖται καὶ ὁρμᾶ σὲ κάτι καὶ χρησιμοποιεῖ αὐτό.
Επομένως, αυτό που φαίνεται να ζητά ο Μάξιμος, είναι μάλλον ένα γνωμικό/προσωπικό άνοιγμα αυτού του φυσικού θελήματος στο θείο θέλημα (αντί της δήθεν υπέρβασης του φυσικού θελήματος από το γνωμικό), προκειμένου η άκτιστη;;; ενέργεια του Αγίου Πνεύματος να εισέλθει στην κτιστή φύση[ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΛΟΓΟ, ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ] και αυτή να αποκτήσει θεία και αιώνια ζωή: αυτή είναι η απόλυτη κατάργηση οποιουδήποτε είδους Πλατωνισμού, είτε εκχριστιανισμένου είτε όχι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροκειμένου λοιπόν νά αγνοηθεί το νοητό , η νοερά ενέργεια, χάριν τής βουλήσεως,αγνοείται η διάκριση βουλήσεως καί θελήσεως, καθότι η θέληση καί ο λόγος υπάρχουν στο νού, τόν εχθρό τού υλισμού.
Ἡ προαίρεση λοιπόν, ἀφοῦ προσέλαβε τὴν ὁρμὴ καὶ τὴ χρήση ἐκείνων ποὺ εἶναι στὴν ἐξουσία μας, εἶναι τὸ πέρας τῆς ὀρεκτικῆς λογικῆς κίνησής μας. Γιατὶ τὸ φυσικό λογικό, ἐπειδὴ ἔχει δύναμη φυσικὴ τὴν λογικὴ ὄρεξη, ποὺ τὴ λένε καὶ θέληση τῆς νοερῆς ψυχῆς, ὀρέγεται καὶ διαλογίζεται, κι ἀφοῦ διαλογιστεῖ βούλεται. Γιατί βούληση λένε ὄχι τὴν ἁπλῶς φυσική κίνηση, ἀλλὰ τὴ συγκεκριμένη, δηλαδὴ τὴ θέληση γιὰ κάτι.....
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του ζῶο λογικό, γι' αὐτὸ καὶ ὀρέγεται καὶ διαλογίζεται καὶ θέλει καὶ ἐπιζητεῖ καὶ σκέπτεται καὶ προαιρεῖται καὶ ὁρμᾶ σὲ κάτι καὶ χρησιμοποιεῖ αὐτό.
Αντ'αυτού υπάρχει ένα γνωμικό/προσωπικό άνοιγμα αυτού του φυσικού θελήματος στο θείο θέλημα
Πιό απλά, συγγνώμη, χωρίς τήν προαίρεση, διότι η προαίρεση προηγείται καί έπεται τής προθέσεως.
ΑπάντησηΔιαγραφή