Σάββατο 1 Ιουνίου 2024

Δογματικές παρατηρήσεις στο θέμα της εκ παρθένου γεννήσεως β

 Συνέχεια από: Πέμπτη 30 Μαίου 2024

Δογματικές παρατηρήσεις στο θέμα της εκ παρθένου γεννήσεως β

Του Karl Rahner

                                                               
4. Σε αντίθεση προς μια προηγούμενη αντίληψη της παραδοσιακής καθολικής εξηγητικής-δεν πρέπει ή δεν μπορεί πια, για διάφορους λόγους, να γίνει αποδεκτό, πως η δήλωση περί της εκ παρθένου γεννήσεως βασίζεται άμεσα σε μια φράση της Μητέρας του Κυρίου.[TOTE; ΝΕΟΣ ΘΩΜΑΣ;] Μπορούμε όμως αυτές τις μαρτυρίες, μέσα στις οποίες γίνεται λόγος για την εκ παρθένου γέννηση, να τις αντιληφθούμε ως Midrasch5 (Ο Γάλλος εξηγητής R. Laurentin ερμηνεύει την ιστορία της παιδικής ηλικίας στο Λουκά ως Midrasch), δηλαδή ως ένα απεικονιστικό, ανανεωτικό κήρυγμα, ως μια διδακτική και εποικοδομητική διήγηση. Μπορούμε να πούμε: ως ένα δημιούργημα της θεολογίας, η οποία υπάρχει αυτονόητα ήδη μέσα στην Καινή Διαθήκη, και το οποίο θέτει και απαντά ορισμένα θεολογικά ερωτήματα. [ΣΑΝ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΛΑΡΓΟΥ; ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΥΠΟΝΟΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΘΕΝΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΕΥΑΙΣΘΗΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ;]

Δεν έχουμε ούτε το δικαίωμα, ούτε την υποχρέωση, μέσα σε μια καθολική δογματική να αντιλαμβανόμαστε μεμονωμένες προτάσεις της Καινής Διαθήκης, γενικά μιλώντας, ως συγκεκριμένες, ανθρώπινα διατυπωμένες προτάσεις, που κατέβηκαν τηλεφωνικά από τον ουρανό.[ΜΟΝΟ ΟΣΕΣ ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΕΒΟΣ]Πρέπει να προσεχθεί εντός της Καινής Διαθήκης η διαφορά μεταξύ πηγαίας, σωτηριολογικής εμπειρίας, που δεν μπορεί να μειωθεί περαιτέρω, από την μια, και θεολογικού στοχασμού περί των δεδομένων αυτών της σωτηριολογικής (ιστορίας της σωτηρίας) εμπειρίας και αποκαλύψεως, από την άλλη. Ήδη μέσα στην Καινή Διαθήκη γίνεται, παράγεται θεολογία. Στα παύλεια γραπτά αυτό είναι περισσότερο από χειροπιαστό. Αυτές οι θεολογικές προτάσεις βρίσκονται για τον καθολικό δογματολόγο κάτω από την εγγύηση της εμπνεύσεως και της υποχρεώνουσας πίστεως της Αγίας Γραφής. Από αυτήν την άποψη είναι φυσικά, και για τον λόγο αυτό, τυπικά ακόμα αποκάλυψη του Θεού σε μας, η οποία (αποκάλυψη) χρησιμοποιεί αυτή μας την πίστη. Οι προτάσεις όμως αυτές, χωρίς να αμφισβητείται η τυπική τους αυθεντία ως προτάσεων της Αγίας Γραφής, είναι δευτερεύουσες προτάσεις, εφόσον, αν και εντός της εποχής της αποστολικής αποκαλύψεως, παράγονται από τις πρωταρχικές θεολογικές δηλώσεις. Όταν ο Παύλος λέει: «Ο Χριστός είναι ο δεύτερος Αδάμ» (Α’ Κορ. 15,45: οὕτω καὶ γέγραπται· ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ᾿Αδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν· ὁ ἔσχατος ᾿Αδὰμ εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν· και 15,22: ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ ᾿Αδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται) , τότε η πρόταση αυτή δεν ήρθε τηλεφωνικά από τον ουρανό, ούτε του δόθηκε με θαυματουργό τρόπο από το Άγιο Πνεύμα, αλλά είναι ένας πολύ σωστός, σημαντικός θεολογικός στοχασμός, περί αυτού που ο Παύλος γνωρίζει με ένα αυθεντικό τρόπο για τον Αναστημένο, ως τον απόλυτο Σωτήρα (Heilbringer: κυριολεκτική μετάφραση: κομιστής της σωτηρίας), τον οποίο (στοχασμό) εκφράζει με αυτές τις έννοιες κάτω από αυτές τις περιστάσεις. [Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΣΤΟΥΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΙΑΝΟΥΣ ΛΟΙΠΟΝ;]Αν και εφόσον μια τέτοια σκέψη-που μόλις εκτέθηκε-επιτρέπεται να εφαρμοστεί και στην περίπτωση μας, αν και επειδή δεν χρειάζεται να υποθέσουμε, ότι η πρόταση περί της εκ παρθένου γεννήσεως δεν προέρχεται άμεσα από μια ατομική μαρτυρία της μητέρας του Ιησού, πρέπει φυσικά να πούμε, πως εδώ συμβαίνει ένας θεολογικός στοχασμός για το γίγνεσθαι (das Werden) του Ιησού, που γνωρίζουμε για το Πάσχα, και (πρέπει να πούμε) πως ένας τέτοιος θεολογικός στοχασμός μπορεί να παρατεθεί και με την μορφή ενός Midrasch, μιας δραματουργικής και ανανεωτικής (aktualisierend) διδακτικής διήγησης.[ΚΑΙ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ; ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΩΣΑΝ ΕΠΕΙΔΗ ΜΙΛΟΥΣΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ; ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΦΡΟΥΝΤ;]

Ένα τέτοιο λογοτεχνικό γένος δεν εμπερικλείει αναγκαστικά την απαίτηση, πως το δραματικά σκηνοθετημένο κείμενο, με την μοντέρνα έννοια της ιστορίας (Historie) πρέπει εξαρχής να κατανοηθεί αυστηρώς ιστορικά. Αυτός όμως από την άλλη, δεν αποκλείει, πως ένας τέτοιος σκηνοθετικός θεολογικός στοχασμός μπορεί να κάνει προτάσεις, που είναι αληθείς και παραμένουν σε ισχύ για μας. Για το δόγμα της σωματικής πρόσληψης της Μαρίας στον Ουρανό, έχουμε ένα, αν και πιο ύστερο, παράλληλο παράδειγμα7 (K. Rahner: Η ανθρωπολογική σημασία του περί Assumptio δόγματος. Gloria Dei 9, 1954, σελ. 132-139).[ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΟΥ; ΘΕΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟ ΣΙΓΟΥΡΑ] Όταν τον 3ο, 4ο και 5ο αιώνα οι θρύλοι διηγούνται περί της πορείας της Αγίας Παρθένου στον Ουρανό (Heimgang, επιστροφή στο σπίτι), πως ξύπνησε από τον τάφο, και οι Απόστολοι βρήκαν τον κενό τάφο, τότε οι διηγήσεις αυτές είναι θρύλοι από ιστορικής άποψης, αλλά μέσα σε αυτή την θρυλική σκηνοθεσία μπορεί να γίνει μια θεολογικά πραγματική, αληθής και ισχύουσα πρόταση, πως η Αγία Παρθένος ως ολοκληρωτικά σωσμένη, κατέχει ήδη εκείνη την τελείωση, την οποία ομολογούμε ως ελπίδα μας, όταν λέμε: Πιστεύω στην ανάσταση της σάρκας. Δεν μπορούμε να πούμε απλώς «θρύλος» και να θεωρούμε πως το πράγμα έχει ξεκαθαρίσει! Ο θεολογικός στοχασμός, που λειτουργεί μέσα σε ένα τέτοιο Midrasch, θέτει μάλλον το ερώτημα, αν (ο στοχασμός) μέσα σε αυτό που στην πραγματικότητα θέλει να πει, έχει δίκαιο ή όχι. Και το ερώτημα αυτό διπλασιάζεται σε δυο. Το πρώτο έχει ως εξής: μπορούμε εμείς οι ίδιοι να παρακολουθήσουμε αυτό τον στοχασμό έτσι, ώστε να μπορούμε να καταλάβουμε την νομιμότητα του πραγματικού του περιεχομένου και του αποτελέσματος του (στοχασμού). Όταν ο Παύλος, για να μείνουμε στο παλιό παράδειγμα, λέει: ο Χριστός είναι ο δεύτερος Αδάμ, τότε μπορούμε, αν γνωρίζουμε κάποια παλαιοδιαθηκική θεολογία περί του Αδάμ, και έχουμε ως προϋπόθεση τα πραγματικά δεδομένα της Χριστολογίας του Παύλου, να καταλάβουμε μαζί με τον Παύλο, πως φτάνει σε μια τέτοια δήλωση. Και μπορούμε επομένως να εκφράσουμε (μαζί με τον Παύλο) και να καταλάβουμε το ακριβές νόημα, την νομιμοποίηση και τα όρια ενός τέτοιου βιβλικού θεολογούμενου. Το άλλο ερώτημα, το οποίο τίθεται σχετικά προς ένα τέτοιο θεολογικό συλλογισμό, ενδεδυμένο ως Midrasch[ΥΠΑΓΕ ΟΠΙΣΩ ΜΑΣ. ΤΕΛΙΚΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ ΟΠΙΣΩ ΜΑΣ Ο ΒΡΩΜΙΑΡΗΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΥΛΑ], είναι εάν για άλλους λόγους, ακόμα και χωρίς μια άμεση κατανόηση της εν λόγω θεολογικής σκέψης, πρέπει να αποδεχθούμε το αποτέλεσμα ενός τέτοιου θεολογικού στοχασμού. Για παράδειγμα: αν κανείς δεν γνωρίζει αρκετά την θεολογία του περιβάλλοντος της Καινής Διαθήκης, για να μπορέσει από μόνος του να καταλάβει τις σκέψεις που οδηγούν στη φράση «Ο Χριστός είναι ο δεύτερος Αδάμ», και γι’ αυτό πρέπει να πει: Αυτή η πρόταση είναι σωστή, απλώς επειδή βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη. Κατά την αποδοχή της τυπικής αυθεντίας της από την Γραφή προερχόμενης πρότασης, μπορεί το ακριβές του νόημα να μείνει ασαφές, αλλά αυτό δεν θα άλλαζε τίποτα ως προς την αυθεντία (Autorität) της.

Σε ένα πιο σημαντικό παράδειγμα, αυτό που εννοείται είναι πολύ πιο σαφές. Αναφερόμαστε στο προπατορικό αμάρτημα. Εάν και εφόσον ο θεολογικός στοχασμός της Καινής Διαθήκης ή ο στοχασμός απλώς της Εκκλησίας, οδηγεί σε μια τέτοια δογματική πρόταση περί υπάρξεως του προπατορικού αμαρτήματος, τότε μια δήλωση της εκκλησίας ή της Καινής Διαθήκης, που υποχρεώνει σε πίστη, είναι εκ των προτέρων δεδομένη ως προς την ερώτηση, αν κανείς ως άτομο μπορεί ή όχι, να παρακολουθήσει (καταλάβει) ξεκάθαρα και λογικά, την θεολογία αυτή περί προπατορικού αμαρτήματος, η οποία (θεολογία) βασίζεται σε πρωτόγονα, γενικά προαπαιτούμενα, σκέτα δεδομένα. Η τελευταία αυτή υποχρέωση από την άλλη, δεν αποκλείει, πως μέσα στην θεολογία έχει κανείς το δικαίωμα και την υποχρέωση, να ρωτήσει για τέτοια ενδοβιβλικά θεολογούμενα, πως προέκυψαν κατ’ αρχάς, καθώς μέσω μιας τέτοιας ερώτησης, το νόημα και τα όρια μιας τέτοιας δήλωσης, μπορούν να συλληφθούν καλύτερα και καθαρότερα.

5. Η κηρυγματική πρόθεση της δήλωσης περί της εκ παρθένου γεννήσεως αναφέρεται στον Ματθαίο και Λουκά στον Ιησού (και μόνο έμμεσα στη Μαρία), και θέλει να Τον δηλώσει ως κάποιον, που έχει μια μοναδική σχέση προς τον Θεό και είναι μια ριζική νέα αρχή της ιστορίας της σωτηρίας8 (καταληκτικός λόγος του Laurentin, Struktur 182). Καθαρά από απόψεως της βιβλικής θεολογίας, δεν μπορεί να αποφασισθεί ξεκάθαρα, εάν αυτό που ο Ματθαίος και Λουκάς εννοούν λέγοντας εκ παρθένου γέννηση, είναι ταυτόσημο με την θεμελιώδη δήλωση περί μιας ριζικά μοναδικής σχέσης του Ιησού προς τον Θεό και περί Αυτού ως της ριζικής νέας αρχής της ιστορίας της σωτηρίας, ή αν η δήλωση περί της εκ παρθένου γεννήσεως προέρχεται από το δεδομένο αυτό, αλλά αποτελεί ένα θεολογικά διαφορετικό συμπέρασμα.[ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΗΝ ΚΟΤΑ Ή Η ΚΟΤΑ ΤΟ ΑΥΓΟ;] Κατά τον ακριβέστερο προσδιορισμό του νοήματος και των ορίων της δήλωσης αυτής, πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν και η κηρυγματική πρόθεση των δηλώσεων των Ευαγγελιστών. Η τελευταία πρόθεση δήλωσης θέλει βέβαια να δηλώσει το νέο, το μοναδικό και τελειωτικό αυτού του Ιησού, το οποίο αναγνωρίζει κανείς, όχι από την αρχή Του, αλλά από το τέλος Του, την Ανάσταση. Από εδώ όμως μπορεί κανείς, και πρέπει να κάνει δηλώσεις[ΥΠΟΘΕΤΙΚΕΣ ΕΣΤΩ] περί Αυτού, και για τον λόγο αυτό και περί της έναρξης Του, εάν δε θέλει να καταφύγει σε μια δευτερεύουσα συνειδησιακή Χριστολογία.

Έτσι δεν είναι πολύ απλό να αποφανθούμε καθαρά από απόψεως της βιβλικής θεολογίας, εάν ο Ματθαίος και ο Λουκάς, λέγοντας «εκ παρθένου γέννηση» θέλουν να δηλώσουν μια πραγματικά διαφορετική πραγματικότητα που είναι συνέπεια αυτής της θεμελιώδους αρχής, ή αν με ένα άλλο τρόπο λένε ξανά το ίδιο, που είναι ταυτόσημο με αυτό από το οποίο ξεκινούν.

6. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ισχυριστεί κανείς, πως έχει αποδειχθεί, ότι η εκ παρθένου γέννηση της Γραφής, είχε στους αρχαίους μύθους περί ενός ιερού γάμου (hieros gamos) ή στις αντιλήψεις του ιουδαϊκού περιβάλλοντος την εποχή του Ιησού, (είχε) παραγωγικά λειτουργούντα πρότυπα9 (Το θέμα εκτίθεται ακριβέστερα στον M. Schmaus, Katholische Dogmatik V. Ήδη ο Dibelius είχε καταδείξει,  πως δεν υπάρχει καμιά μυθολογική κατανόηση, όπως την γνωρίζουμε από τον ελληνιστικό συγκρητισμό…). Όταν από τη μια συμπυκνώνει και τυποποιεί κανείς τέτοιους αρχαίους μύθους, και όταν από την άλλη χωρίς καμιά προσοχή για αυτό που στο σημείο αυτό θέλει να πει η Γραφή για την εκ παρθένου γέννηση, και χωρίς να λαμβάνει υπόψιν από που οι δηλώσεις αυτές της Γραφής προέρχονται, και μετά τα παραλληλίζει αυτά, τότε ο παραλληλισμός αυτός δεν λέει τίποτα. Λόγω της περιπλοκής της ανθρώπινης γλώσσας μέσα στην ολική διεκπεραίωση της ζωής, είναι αδύνατο ο άνθρωπος να πει κάτι, το οποίο να μην μπορεί να παραλληλισθεί με κάτι άλλο. Και όταν κάποιος θριαμβολογώντας διαπιστώνει το αποτέλεσμα ενός τέτοιου παραλληλισμού: το ίδιο είναι δεδομένο δυο φορές, και το ένα προκύπτει από το άλλο, και έτσι ο θρίαμβος αυτός είναι φθηνός και κούφιος. Επίσης, ένας τέτοιος παραλληλισμός της εκ παρθένου γεννήσεως με μυθολογικά μοντέλα είναι στην ουσία εφαρμογή εκείνων των παραλλήλων, όπου συγκρίνει κανείς την ενσάρκωση του Θεού με αρχαίους μύθους, όπου ένας Θεός «εμφανίζεται» με ανθρώπινη μορφή. Το ότι και αυτός ο παραλληλισμός είναι άχρηστος, είναι σαφές για εκείνον, που κατάλαβε πραγματικά, τι σημαίνει η ενσάρκωση του Λόγου και τι όχι. Όσο ακριβέστερα παρακολουθεί κανείς, τόσο λιγότερη σχέση έχουν τα πράγματα μεταξύ τους. Με τέτοιους ψευδό-παραλληλισμούς, δεν εξηγείται τίποτα. Τα επιμέρους μιας πιο ακριβούς σύγκρισης, με τέτοιους υποτιθέμενους παραλληλισμούς, πρέπει να αφεθούν στην εξηγητική. Ο R. Schnackenburg ασχολήθηκε πρόσφατα με το ερώτημα αυτό.

Συνεχίζεται με το κεφάλαιο


Ορίζοντες κατανόησης της εκ παρθένου γεννήσεως

ΣΧΟΛΙΟ:

Οι μοντερνιστές θεολόγοι, μέσα από την «ανακάλυψη» της ιστορικοκριτικής μεθόδου, και καθυστερημένα, όπως πάντα, στο αμφισβητούμενο μοντέλο τους, ο φιλελεύθερος προτεσταντισμός, διασκεδάζουν και επιδίδονται στην ανατομή, τον τεμαχισμό, τον διαχωρισμό, την ανασύνθεση και φυσικά αλληγοροποιούν τα κείμενα, σύμφωνα με σε μια σειρά από τεχνικές και σχήματα που χρησιμοποιούν τώρα με την ευκολία των αυθεντικών μάγων. Ανακάλυψαν ότι στη βιβλική λογοτεχνία υπάρχουν υποείδη, τα οποία χρησιμοποιούν πρόθυμα σχεδόν σταθερές τυπολατρικές εκφράσεις, και συμπεραίνουν ότι όλα όσα περιέχονται στα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια πρέπει να υπόκεινται στην αδυσώπητη χτένα των φιλολογικών τους ελέγχων. Και η χυδαιότητά τους τους ωθεί να συμπεριφέρονται σαν να μην βρισκόμαστε πλέον στην παρουσία τεσσάρων ζωντανών ιστοριών, που γράφτηκαν για να πείσουν ανθρώπους που ήταν βαθιά πεπεισμένοι, και που επομένως δεν χρησιμοποίησαν την παραμικρή λογοτεχνική πονηριά, σε σημείο να αφήνουν ανέπαφο τίς φαινομενικά αντιφάσεις ορισμένου βάρους (η Ανάληψη έγινε στη Γαλιλαία ή στην Ιουδαία;), αλλά με μια μάζα «μυθικών» ιστοριών, εποικοδομητικής αλλά ευφάνταστης φύσης, αποκομμένες και αντιπαρατιθέμενες, που είναι πολύ εύκολο να αποσυναρμολογηθούν, όταν έχει γίνει κατανοητό τό εκδοτικό κλειδί ότι έχουν τοποθετηθεί δεόντως σε ένα γενικό πλαίσιο μεσσιανικών προσδοκιών.
 
Η ΜΗΤΕΡΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Η Β' ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟΣ ΣΥΝΟΔΟΣ, ΚΑΘΕ ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ΖΗΖΙΟΥΛΑ, ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ, ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ, ΑΓΟΥΡΙΔΗ ΚΑΙ ΠΑΕΙ ΛΕΓΟΝΤΑΣ..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου