Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

Ο Νέος Ελληνισμός ως απώλεια του ελληνικού τρόπου στον Χρήστο Γιανναρά


Του Διονύση Σκλήρη

Μερικές σκέψεις ακόμη για το έργο του Χρήστου Γιανναρά
Για τον Γιανναρά ο Ελληνισμός δεν είναι ιδεολογία, αλλά τρόπος που παραδίδεται οργανικά από γενιά σε γενιά. Η ιδεολογία αποτελεί μια ψευδαισθητική νοησιαρχική κατασκευή που επιβάλλεται επί της πραγματικότητας, ενώ ο τρόπος αποτελεί ένα ήθος που μεταδίδεται και μετέχεται, αλλά διαφεύγει της κατοχής. Ο Νεοέλληνας, ωστόσο, ζει ακριβώς το δράμα της απώλειας αυτού του τρόπου και μια υπεραναπληρωματική ιδεολογικοποίησή του. Για αυτό και αν ενέχεται για κάτι η Δύση από τον θρυλούμενο γιανναρικό «αντιδυτικισμό», αυτό είναι ότι προκάλεσε τον Νεοέλληνα, δηλαδή αυτό το υβρίδιο Ρωμιοσύνης και εκδυτικισμού του σύγχρονου «Ελλαδέξ». Ο Γιανναράς κρίνει κυρίως τον εντός ημών, τον εντός των Νεοελλήνων εκδυτικισμό, που τον βλέπει ως μια απώλεια του ελληνικού τρόπου. Για αυτό και οι Νεοέλληνες καλλιτέχνες που προτείνονται κυρίως από τον Γιανναρά είναι αυτοί που αποτυπώνουν έναν μη ιδεολογικό τρόπο, όπως λ.χ. ο Ιωάννης Μακρυγιάννης ή ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, καθώς και όσοι ανακαλύπτουν εκ νέου τον ελληνικό τρόπο, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Φώτης Κόντογλου, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Σπύρος Παπαλουκάς, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Ράλλης Κοψίδης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Δημήτρης Πικιώνης κ.ά. Καταδικάζονται αντιθέτως τόσο οι θεωρούμενοι μεταπράτες, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, όσο και αυτοί που πρωτοτυπούν μεν, πλην με το να κατασκευάσουν τεχνητούς φαντασιακούς κόσμους, όπως θεωρεί ο Γιανναράς ότι κάνει λ.χ. ο Νίκος Καζαντζάκης με το κατασκευασμένο γλωσσικό του ιδίωμα. Βεβαίως, οι επικριτές του Γιανναρά θα τονίσουν συχνά ότι ο ίδιος με τα σαρωτικά σχήματά του κατασκεύασε έναν τεχνητό Ελληνισμό, κομμένο και ραμμένο στα πρότυπα μιας ανταπόκρισης στα μοντερνιστικά δυτικά αδιέξοδα και ως προς αυτό υπήρξε και ένας μετα-δυτικός (κατά ορισμένους ένας «μετ-αποικιακός») σύγχρονος ιδεολόγος. Ποιο είναι, εντέλει, το πραγματικό και ποιο το φαντασιώδες στον Ελληνισμό (για να παραφράσουμε τον τίτλο εμβληματικού έργου του Χρήστου Γιανναρά);

Ελληνισμός: Αόριστος και ορισμένος

To αφήγημα του Χρήστου Γιανναρά για τον Ελληνισμό επέμενε στη συνέχεια μέσα από την ασυνέχεια. Λ.χ. πλάι στην ελληνική συνέχεια ως προς τη γνωσιολογία (μέθεξη αντί για διανοητική κατοχή) τόνιζε την ασυνέχεια στην οντολογία, καθώς, κατά τον Γιανναρά, στη βυζαντινή χριστιανική οντολογία υπάρχει μια απελευθέρωση από την κοσμική αναγκαιότητα και ειμαρμένη της αρχαίας ελληνικής, με τον Τριαδικό Θεό να υποστασιάζει το υπερούσιο είναι του ως ελευθερία. Ο κοινοτισμός μάλιστα του Γιανναρά είχε και ένα θεολογικό αρχέτυπο, καθώς η ενορία, ως εκκλησιαστικός πυρήνας της κοινότητας, θεωρείται ότι αποτελεί εικονισμό ενός Θεού που είναι αγάπη μιας πολλαπλότητας προσώπων στο ίδιο του το Είναι. Εξάλλου, μια ενδεχόμενη φυλετική ασυνέχεια δεν προβληματίζει ιδιαίτερα τον Γιανναρά, αφού ο Ελληνισμός θεωρείται ως παιδεία, κατά τον Ισοκράτη, και ως τρόπος του βίου, στον οποίο μπορεί να εγκεντρισθεί οποιοδήποτε φύλο, έθνος ή φυλή. Αν προσεγγίσουμε τη σκέψη του Γιανναρά σε ένα από τα υπάρχοντα μοντέλα εθνικισμού, τότε θα μιλούσαμε για πολιτισμικό εθνικισμό ή ακόμη και για μεσσιανικό εθνικισμό· σίγουρα πάντως όχι για φυλετικό εθνικισμό, ούτε για μια από τις αποσχιστικές μορφές εθνικισμού. Ο Γιανναράς, εξάλλου, θεωρούσε το έθνος-κράτος ως ταφόπλακα του Ελληνισμού, οπότε με αυτήν την έννοια θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν υπάρχει στη σκέψη του κανένα από τα νεωτερικά είδη εθνικισμού, δηλαδή από τις θεωρήσεις για τα έθνη ως συγκολλητικά στοιχεία ενός έθνους-κράτους. Ο Γιανναράς μάλλον οραματιζόταν έναν αόριστο Ελληνισμό, κατά τον τίτλο έργου του, ο οποίος να διαχέεται σε πλειάδα κρατών ως πολιτισμικός τρόπος, αλλά και να δεξιώνεται πληθώρα λαών, όπως συνέβαινε στις αρχαίες πόλεις-κράτη, στα ελληνιστικά βασίλεια, στην πολυφυλετική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στην πολύπλοκη σχέση κέντρου και διασποράς μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης.

Με αυτήν την έννοια, υπήρχε και ένας αναρχικός αντικρατισμός στη σκέψη του, αφού η κοινότητα θεωρείτο ως το αντίθετο του κράτους. Αυτό μάλιστα αναγόταν ήδη στην αντίθεση Ελληνισμού και Ρώμης, αφού η Ρώμη είναι αυτή που έφερε την έννοια του κράτους και το επεκτατικό imperium, βάσει του οποίου κατέκτησε τον μεσογειακό κόσμο, κάτι που δεν θα μπορούσε να είχε επιτύχει ο Ελληνισμός των πόλεων. Στο Βυζάντιο δε, δίπλα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία με τους κρατικούς θεσμούς της, επιζούσε ο Ελληνισμός των πόλεων, αλλά πλέον και των ενοριών, των επισκοπών, καθώς και των μοναστικών κοινοβίων, που ενσάρκωναν με έναν αναπάντεχο τρόπο τα ιδανικά της πλατωνικής Πολιτείας, τα οποία δεν είχαν πραγματωθεί στην αρχαιότητα σε πολιτικό επίπεδο.

Ταυτοχρόνως, ο αόριστος αλλά και μαξιμαλιστικός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόταν ο Γιανναράς τον Ελληνισμό προκαλούσε μία εγγενή απαισιοδοξία για τον μετά το 1830 Νέο Ελληνισμό ως μονότροπη έκπτωση από τον αόριστο Ελληνισμό των προηγούμενων αιώνων. Ο Νέος Ελληνισμός εκλαμβανόταν ως εγκύστωση σε ένα κράτος δυτικού τύπου και για αυτό η επιβίωση του Ελληνισμού εκφραζόταν κυρίως αρνητικά ως μια αντίδραση του Νεοέλληνα για το νεωτερικό κράτος και τη γραφειοκρατία του, όχι τυχαία, αποτυχημένη στη Νέα Ελλάδα. Αν και εξαίρονταν κοινότητες που επιβίωναν, όπως αυτές που περιγράφει ο Παπαδιαμάντης ή ο αόριστος Ελληνισμός της ελληνικής Διασποράς στις πέντε ηπείρους, θρηνολογείτο ειδικά ο μεταπολεμικός εξαστισμός, είτε ως κριτική στις θρησκευτικές οργανώσεις και την πιετιστική προτεσταντική ηθική τους, είτε ως ελεεινολογία για τη συνθήκη του Νεοέλληνα αστού. Η πίστη του Γιανναρά σε έναν νομαδικό ελληνικό εξαιρετισμό θύμιζε, άλλωστε, εντυπωσιακά αντισιωνιστές Εβραίους στοχαστές, οι οποίοι έβλεπαν μια έκπτωση του Εβραϊσμού στο αποκλειστικό έθνος-κράτος του Ισραήλ, προτιμώντας τον νομαδικό Εβραϊσμό της Διασποράς με τον πολιτισμικό τρόπο του. Από αυτή την πλευρά, θα είχε ενδιαφέρον μια συγκριτική μελέτη του Γιανναρά με τους μεγάλους αντι-σιωνιστές Εβραίους φιλοσόφους.
Υπάρχει ελληνικός εξαιρετισμός στον Γιανναρά;
Αυτός ο ελληνικός εξαιρετισμός του Γιανναρά θα μπορούσε, ωστόσο, να θεματοποιηθεί και ως πρόβλημα του κατά Γιανναρά Ελληνισμού στις σχέσεις του με τη Δύση και την Ανατολή. Ο Γιανναράς θεωρούσε ότι κυρίως ο Ελληνισμός πραγμάτωνε την κοινότητα ως αριστοτελική ευσύνοπτη ενέργεια-ενεργοποίηση της ουσίας. Δεν θεωρούσε τον ατομικισμό ως πρωτότυπη δυτική εφεύρεση, αλλά ως κάτι το ορμέμφυτο που υπάρχει και στους πρωτόγονους λαούς· στη Δύση απέδιδε μόνο την τέλεια λυσιτελή του οργάνωση μέσω της νοησιαρχίας, του ορθολογισμού και του ωφελιμισμού. Με την έννοια αυτή, ο Γιανναράς συνήθως δεν θεωρούσε άλλους λαούς με κοινοτική παράδοση ως όντες στο ύψος του Ελληνισμού, ίσως με κάποιες εξαιρέσεις. Σίγουρα ήταν επιφυλακτικός ως προς τη σλαβική Ορθοδοξία. Θεωρούσε ότι και σε σλαβικές εκδοχές της Ορθοδοξίας επικρατούσε μία επιθυμία του επήλυδος ή του νεοφώτιστου να διαφοροποιηθεί συμπλεγματικά από την παραδοσιακή ελληνική μήτρα, την οποία επιθυμία ανίχνευε και στους Φράγκους και στα άλλα γερμανικά φύλα της Δύσης. Πίστευε ότι η έμφαση στην οικουμενικότητα ως γεωγραφική παγκοσμιότητα και ως μαζική ισχύ, που διαπίστωνε σε σλαβικές εκδοχές της Ορθοδοξίας, πρόδιδε την ελληνική έμφαση στην πραγμάτωση της καθολικότητας σε μία συγκεκριμένη ευσύνοπτη τοπικότητα. Η στάση του λ.χ. προς τη Ρωσία ήταν αμφίσημη. Ενίοτε θαύμαζε ενεργά τη δυνατότητα της Ρωσίας να αναδύεται ως εναλλακτικός πόλος, αλλά και ως πολιτισμική αντιπρόταση προς τη Δύση. Κατηγορείτο μάλιστα ως ρωσόφιλος από πολλούς δυτικόφιλους εκσυγχρονιστές. Βεβαίως, είναι αλήθεια ότι η σκέψη του Γιανναρά οφείλει πολλά στους Σλαβόφιλους Ρώσους στοχαστές του 19ου αιώνα, αλλά και στους επίσης αόριστους Ρώσους της Διασποράς του Μεσοπολέμου: Από πολλές απόψεις, το Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα είναι το ελληνικό αντίστοιχο του έργου Δρόμοι της Ρωσικής Θεολογίας του π. Γεωργίου Φλορόφσκι. Από την άλλη, ο Γιανναράς ήταν εξαιρετικά δύσπιστος ως προς αυτό που εξελάμβανε ως ισχύ και μαζικότητα μιας κατ’ αρχήν αυτοκρατορικής ρωσικής εκδοχής της Ορθοδοξίας, η οποία πάλι διά μιας συνέχειας μέσα από την ασυνέχεια εξελίχθηκε σε Σοβιετική Ένωση, όπου, μην ξεχνάμε, η επίκληση του Ορθόδοξου πολιτισμού ήταν σημαντική για τη νίκη ενάντια στον φασισμό, αλλά και μετά το 1989 στον νέο «ρωσικό κόσμο», που θα μπορούσε να ειδωθεί ως αντίπαλον δέος του ελληνικού κόσμου της Ρωμιοσύνης.
Ελληνισμός και Παγκόσμιος Νότος
Το ερώτημα είναι αν στη σκέψη του Γιανναρά η Ορθοδοξία ήταν απλώς μια συνεκδοχή για τον Ελληνισμό, χωρίς να έχει αυταξία σε μία υπερελληνική οικουμενική της διάσταση. Ο προβληματισμός έχει διατυπωθεί διακριτώς τόσο από θεολόγους επικριτές του Γιανναρά, όσο και από πολιτικούς στοχαστές. Για πολλούς θεολόγους, η ανάδειξη του Ελληνισμού ως μοναδικής ορθόδοξης γνησιότητας σήμαινε έναν εγκλωβισμό της Εκκλησίας στον πολιτισμό και ήταν εξαιρετικά προβληματική ως προς την ιεραποστολική δυναμική της Ορθόδοξης Εκκλησίας τόσο κατά την παρουσία ορθοδόξων ενοριών στη Δύση, όσο και ως προς τον παγκόσμιο νότο, όπου θα κριθεί το μέλλον του χριστιανισμού. Ως προς το πρώτο, θα έπρεπε ένας άνθρωπος της Δύσης σε συνάντηση με την Ορθοδοξία να γίνει ειδικά Έλληνας, αποφεύγοντας λ.χ. μια μη ελληνική ορθόδοξη ενορία; Βεβαίως, λόγω της εξαιρετικά διασταλτικής έννοιας του Ελληνισμού στον Γιανναρά, αλλά και της αυστηρής κριτικής του για το πώς οι Νεοέλληνες αποτυγχάνουν παντού να σταθούν στο ύψος του Ελληνισμού, ήτοι όχι μόνο στο «ελληνώνυμο κρατίδιο Ελλαδέξ», αλλά και στη Διασπορά, ελληνική κοινότητα θα ήταν για τον Γιανναρά οποιαδήποτε κοινότητα ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνικής προέλευσης πραγμάτωνε την Ορθοδοξία ως συγκεκριμένη εν τόπω ενσαρκωμένη καθολικότητα αγάπης, κατά τη βυζαντινή μεταμόρφωση του αριστοτελισμού. (Ως αριστοτελισμό εννοούμε εδώ τη μεταφυσική αρχή ότι η καθολικότητα εντοπίζεται στην «οὐσίαν πρώτην» της συγκεκριμένης υποστάσεως και όχι στη γεωγραφική παγκοσμιότητα, όπως και στην ορθόδοξη εκκλησιολογία τονίζεται ότι εκάστη ευχαριστιακή και ενοριακή σύναξη ενσαρκώνει όλο το γεγονός του Χριστού και όχι τμηματικό μέρος του). Ως προς το δεύτερο, θα έπρεπε ένας άνθρωπος του παγκόσμιου νότου να μάθει οπωσδήποτε τον ελληνικό πολιτισμό ως προϋπόθεση της Ορθοδοξίας; Το ερώτημα αυτό ήταν ανοικτό μάλλον προς την κατεύθυνση μιας κατάφασης στον Γιανναρά, όπως άλλωστε ήταν και στον Ρώσο προκάτοχό του π. Γεώργιο Φλορόφσκι.
Αντιδυτικισμός ή αντι-ανατολισμός;
Υπήρξαν, όμως, επικρίσεις και από κοσμικούς πολιτικούς στοχαστές. Κατ’ αρχήν, μήπως το πρόβλημα με τον Γιανναρά δεν είναι ο διαβόητος «αντιδυτικισμός» του (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, μοιάζει επίκαιρος σε μια εποχή όπου η Δύση παίζει τα ρέστα της, τζογάροντας τον πλανήτη, ενώ η Ελλάδα έχει καταστεί ένα ευτελές νατοϊκό προτεκτοράτο, διεκδικώντας την «κανονικότητα» του προβλέψιμου καλού παιδιού), αλλά, όλως αντιστρόφως, ο «αντι-ανατολισμός» του; Δηλαδή, με άλλα λόγια ότι ο Γιανναράς δεν διακρίνει πουθενά εκτός Ελληνισμού έναν εξίσου ενδιαφέροντα κοινοτισμό; Για τον Γιανναρά λ.χ. η σλαβική εκδοχή της Ορθοδοξίας συνδέεται περισσότερο με την εκδοχή της οικουμενικότητας ως γεωγραφικής παγκοσμιότητας σε αντίθεση με την έμφαση του Ελληνισμού στην «αριστοτελική» εντόπια καθολικότητα. Το Ισλάμ το θεωρούσε εν πολλοίς ως μία αιρετική παλινδρόμηση σε έναν «προ-ελληνικό» συνδυασμό ατομισμού και κολεκτιβισμού (Ούμα). Ως προς το τελευταίο, βεβαίως, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η σκέψη του Γιανναρά υπήρξε πρωτοποριακή με την έννοια ότι διέγνωσε έγκαιρα (δεκαετία 1990) ότι από το Ισλάμ θα μπορούσαν πιο εύκολα να ξεπηδήσουν μορφές συμβατές με τη δυτική παγκοσμιοποίηση, ήτοι υβριδικά σχήματα ισλαμικών παραδόσεων και δυτικής νεωτερικότητας. Μόνο που αυτά τα νεοφυή υβρίδια δεν τα ανέλυε ως προς την πρωτοτυπία τους, αλλά τα ανήγαγε σε θεωρούμενες ομοιότητες μεταξύ Ισλάμ και Δύσης κατά ένα αντεστραμμένο χαντινγκτόνειο σχήμα όπου ο ελληνικός πολιτισμός φερόταν περικυκλωμένος από τη δυτική και την ισλαμική εκδοχή του ατομισμού. Περαιτέρω, δεν φαίνεται να υπήρξε στα έργα του Γιανναρά μία συστηματική θεματοποίηση πολιτισμών της Άπω Ανατολής ή της Αφρικής, ούτε μία επιστημονική ανθρωπολογική διαπραγμάτευση του κοινοτισμού.
Η κριτική του δικαιωματισμού
Βεβαίως, δεν πρέπει να υποτιμούμε το γεγονός ότι ο Χρήστος Γιανναράς επίσης πολύ έγκαιρα από τη δεκαετία του 1990 διέγνωσε τον δικαιωματισμό ως την αιχμή του δυτικού πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, που αποσαρθρώνει τις παραδοσιακές κοινωνίες σε ένα πλαίσιο αμερικανοκίνητης παγκοσμιοποίησης, όταν πολλοί άλλοι στοχαστές ήταν χαυνωμένοι από την ευφορία του «τέλους της Ιστορίας». Στον δικαιωματισμό ο Γιανναράς επέκρινε κυρίως αφενός το φυσιοκρατικό και ουσιοκρατικό έρεισμα, δηλαδή ότι υπάρχει μία αυτονομημένη φύση όπου εδράζονται τα δικαιώματα κατά μία αντιθεολογική ειδωλολατρία και αφετέρου την εγωτική απαίτηση στους αντίποδες της δυναμικής της ερωτικής σχέσης. Σε ορισμένα σημεία πάντως θα μπορούσαμε να πούμε ότι στον αντιδικαιωματισμό του Γιανναρά υπήρχαν προδρομικώς στοιχεία και της σύγχρονης κριτικής ότι τα δικαιώματα οδηγούν σε αποσπασματικότητα επιμέρους ομάδων με απώλεια της ανθρώπινης καθολικότητας, ήτοι αυτού που σήμερα ονομάζουμε «διαθεματικότητα». Ως προς όλα αυτά, ο Γιανναράς διέθετε πρωτοποριακές αιχμές στη σκέψη του, όσο κι αν επέσυρε τη μήνη για κάποιες μονόπλευρες καταδίκες του πολιτισμού των δικαιωμάτων: Δεν μπορούσε λ.χ. να συλλάβει μία κοινωνική-πολιτισμική βάση για την αναγνώριση των δικαιωμάτων, ούτε θεωρούσε, όπως άλλοι θεολόγοι, ότι μπορεί το χριστιανικό «κατ’ εικόνα» να ήταν το έρεισμα για την εκκοσμικευμένη νεωτερική έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ήταν επίσης απορριπτικός και ως προς μια καντιανή εννόηση των δικαιωμάτων ως αιτημάτων για πολιτική συνύπαρξη με νόημα στον ορίζοντα του μέλλοντος.
«Οριενταλιστικός» ή «αντι-αποικιακός » ο ελληνικός εξαιρετισμός;
Το σημαντικότερο επίδικο, πάντως, σήμερα θα ήταν μήπως ο Γιανναράς διέθετε αντιστρόφως έναν οριενταλισμό και όχι οξιντενταλισμό. Υπάρχει η υποψία ότι ο ελληνικός εξαιρετισμός του Γιανναρά σημαίνει εντέλει αφενός μια εσωτερική αυτοκριτική των αδιεξόδων της Δύσης και, αφετέρου, ένα οριενταλιστικό βλέμμα προς την Ανατολή που θεωρείται απλώς ως εξω-ευρωπαϊκή. Αν το γιανναρικό δίλημμα ήταν «ελληνισμός ή βαρβαρότητα» (για να παραφράσουμε την έμφαση του Καστοριάδη σε μια φράση του Μαρξ), τότε μπορεί να ανέκυπτε ένα πρόβλημα ότι ο παγκόσμιος νότος και ανατολή θα θεωρείται από έναν παρόμοιο ελληνικό εξαιρετισμό ως μία κατ’ αρχήν βαρβαρότητα, η οποία θα καλείτο να «εκπολιτιστεί» μέσα από έναν ιδιαζόντως ελληνικό κοινοτισμό. Μόνο που ο Ελληνισμός σε ένα παρόμοιο πλαίσιο θα λειτουργούσε και ως μια μεσιτειακή εκπολιτίστρια δύναμη μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχει διατυπωθεί με οξύτατο τρόπο εναντίον του Γιανναρά και η κατηγορία του «ελληνοθωμανισμού». Αυτό σημαίνει κατ’ αρχήν μια αόριστη νοσταλγία για μια εποχή όπου η αστική τάξη της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν εν πολλοίς ελληνική (αλλά και εβραϊκή και αρμενική), οπότε οι Έλληνες ήταν πρωτοπόροι του οθωμανικού εξαστισμού και εκδυτικισμού πριν τουλάχιστον από τις εθνοκαθάρσεις των αρχών του 20ού αιώνα. Οφείλουμε βεβαίως να θυμηθούμε ότι ο τότε ελληνοθωμανισμός είχε υπάρξει και ένα αγγλοσαξονικό σχέδιο μετά τον τότε πόλεμο της Κριμαίας (1856), οπότε η ελληνοθωμανική σύζευξη θα σταματούσε την προέλαση του πανσλαβισμού προς τον νότο. Στον ψυχροπολεμικό κόσμο μετά το 1945 παρόμοιες αρχές ίσχυσαν σε πλαίσιο αντικομμουνισμού. Ασφαλώς, το όραμα του Γιανναρά για την αποστολή του Ελληνισμού έχει ρίζες σε πολύ παλαιότερες εποχές, ακολουθεί εν πολλοίς τον «αντιστασιακό Ελληνισμό» του Νίκου Σβορώνου, δηλαδή μια αίσθηση ότι ο Νέος Ελληνισμός γεννήθηκε μέσα από τη διπλή του αντίσταση στη Φραγκοκρατία/Ενετοκρατία και στην Τουρκοκρατία. Έχει επίσης διατυπωθεί και η άποψη ότι μπορεί να θεωρηθεί η σκέψη του Γιανναρά ως μία ιδιότυπη εκδοχή νεοελληνικών «μεταποικιακών σπουδών», σαν μια καθ’ ημάς εκδοχή ενός Χόμι Μπάμπα ή μιας Σπίβακ (βλ. σχετικά τη διδακτορική διατριβή του Σωτήρη Μητραλέξη Can the Underdogs Speak? Υποτελείς πολιτικές θεωρίες στη σύγχρονη Ελλάδα, ιδωμένες μέσα από το πρίσμα της κριτικής γεωπολιτικής και της μετα-εκκοσμίκευσης).

Οπωσδήποτε υπάρχει αυτή η «από τα κάτω» αντιστασιακή αιχμή της σκέψης του Γιανναράς, η οποία θα μπορούσε σε μία σύγχρονη συνάφεια να χαρακτηρισθεί ακόμη και ως αντι-αποικιακή, ήτοι ως μία αντίσταση στον δυτικό αποικισμό των συνειδήσεων. Από την άλλη, είναι επίσης ενδιαφέρον ότι η σκέψη του Γιανναρά θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο εργαλειοποίησης για έναν νέο οριενταλισμό προς τον παγκόσμιο νότο στο πλαίσιο ενός εν πολλοίς δυτικού πρότζεκτ. Συχνά, επειδή επιμένουμε στον «αντιδυτικό» Γιανναρά, παραβλέπουμε ότι ο Γιανναράς ήταν επίσης ένας μεγάλος μεταρρυθμιστής. Απλώς διεκδικούσε μεταρρυθμίσεις ιδιάζουσες σε έναν μεθοριακό Ελληνισμό, αντί για απλές μετακενώσεις δυτικών λύσεων. Ο πρώην οργανωσιακός ήταν ένας άνθρωπος που είχε φέρει μια πρωτότυπη πολιτισμική επανάσταση τη δεκαετία του 1970, ήταν ένας πρωτοποριακός εισαγωγέας της υπαρξιστικής απελευθέρωσης, αλλά και ένας άνθρωπος που ξανάγραψε τις εκκλησιαστικές ακολουθίες του γάμου, της βάπτισης και της κηδείας, ώστε να επικαιροποιηθούν στο σήμερα. Επίσης, ένας θεολόγος που ζήτησε να επανερμηνευθούν μακραίωνα χριστιανικά δόγματα, όπως αυτό της «πτώσης», ώστε να είναι συμβατά με τα σημερινά επιστημονικά πορίσματα. Μία από τις εντάσεις του Γιανναρά ήταν αυτή ανάμεσα στην παράδοση και τον εκσυγχρονισμό.




ΠΗΓΗ:https://www.facebook.com/share/p/Tb1yLrRxMdNmP5c6/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

Ημερίδα: Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης - "Ο Θεολόγος και Παιδαγωγός της ερήμου"

Παρουσίαση του βιβλίου "Ο Θεολόγος και Παιδαγωγός της ερήμου", του Ομότιμου Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γεώργιου Κρουσταλάκη, στο θέατρο "Αριστοτέλειο" Θεσσαλονίκης.

 https://www.youtube.com/watch?v=Sa6UIgG0zZc

Ο μητροπολίτης Περιστερίου επείγεται για την ένωση με τους αιρετικούς, ενώ ταυτόχρονα διασπά την ενότητα του ορθοδόξου ποιμνίου.

 

 

 Συνάντηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου με τους Συνέδρους του 26ου Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου Κανονικού Δικαίου

Ο μητροπολίτης Περιστερίου επείγεται για την ένωση με τους αιρετικούς, ενώ ταυτόχρονα διασπά την ενότητα του ορθοδόξου ποιμνίου.

  Ιωάννης Λίτινας

Χαρές, χαμόγελα και φωτογραφίες στο συμφυρμό του με τους αιρετικούς πάσης διαβολικής μάνδρας, ο μητροπολίτης Περιστερίου, ως πρόεδρος της οικουμενιστικής οργάνωσης «Διεθνής Επιστημονική Εταιρεία Κανονικού Δικαίου των Ανατολικών Εκκλησιών (Society of Law of Eastern Churches-SLEC)», απηύθυνε χαιρετισμό, κατά την έναρξη του 26ου Συνεδρίου της, πάντοτε υπό το πρόσχημα του «επιστημονικού συνεδρίου», στην αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, την Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024.

Το θέμα του Συνεδρίου ήταν : “THE PAST, PRESENT, AND FUTURE OF CANON LAW: AN EVOLVING CHURCH MINISTRY”. (ΤΟ ΠΑΡΕΛΘOΝ, ΤΟ ΠΑΡOΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜEΛΛΟΝ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΚΟY ΔΙΚΑIΟΥ: ΕΝΑ ΕΞΕΛΙΣΣOΜΕΝΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚO ΛΕΙΤΟYΡΓΗΜΑ).

Ο μητροπολίτης εξέθεσε τον προβληματισμό του για το «Παρελθόν, παρὸν καὶ μέλλον τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου», ώστε να μπορέσουμε ενωμένοι με τους αμετανόητους αιρετικούς νὰ «ἐνατενίσουμε ἀπὸ κοινοῦ τὸ Ἐκκλησιακὸ μέλλον».

Καταρχήν να επισημάνουμε ότι για τον εν λόγω μητροπολίτη, το Κανονικό Δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι δυνητικά ένα κομμάτι του ενός -υπό κατασκευήν- Κανονικού Δικαίου της -επίσης υπό κατασκευήν- ψευδενωμένης «Εκκλησίας».

Καλεί, λοιπόν, τους αιρετικούς, «νὰ συσκεφθοῦμε μαζὶ καὶ ἀπὸ κοινοῦ πάνω σὲ ἐπιμέρους ἐρωτήματα ποὺ θὰ καθορίσουν τὸ μέλλον τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τόσο ἐντὸς τῆς κάθε Ἐκκλησίας ὅσο καὶ στὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι (τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ χώρου)» .

Και διευκρινίζει: «Αὐτὸ ἀκριβῶς συνιστᾶ καὶ τὸν στόχο προτεραιότητας τοῦ φετινοῦ μας Συνεδρίου: ποιά θὰ εἶναι ἡ ἀποστολὴ τόσο τῆς Ἐπιστήμης ὅσο καὶ τῆς Διακονίας τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου μπροστὰ στὴν μελλοντικὴ ἱστορικὴ πορεία τῶν Ἐκκλησιῶν πρὸς τὰ Ἔσχατα καὶ στὸ διαχρονικὸ λειτουργικὸ αἴτημα [Θ. Λειτουργία] «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως»; Mε άλλα λόγια αποκαλύπτεται ότι ο «στόχος προτεραιότητας» είναι να εξυπηρετηθεί ο σκοπός της ψευδένωσης από την επιστήμη του Κανονικού Δικαίου.

Έτσι, θέτει επιτακτικά τον σκοπό του συνεδρίου: «Καλούμαστε λοιπὸν νὰ ἀποφασίσουμε, ἐδῶ καὶ σήμερα, ποιά (ἢ ποιό) Κανονικὰ(-ὸ) Δίκαια(-ο) θὰ υἱοθετήσουμε γιὰ τὸ μέλλον». Ωστόσο, είναι ανοικτός ακόμα και στη δημιουργία ενός νέου εξ’ ολοκλήρου Κανονικού Δικαίου! : «Θὰ ἀναζητήσουμε ἐκ νέου τὸ ἀρχετυπικὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Α’ χιλιετίας; Ἢ θὰ προβοῦμε στὴν δημιουργία ἑνὸς νέου ἐκκλησιο-κανονικοῦ παραδείγματος συστήματος, ὅπως συνεχῶς ἀπαιτεῖ τὸ aggiornamento καὶ ὁ ὁλοένα ἐξωτερικὰ μεταβαλλόμενος κόσμος;» Βλέπεις, ο κοινός συνεορτασμός του χρόνου με τον πάπα είναι κοντά και πρέπει να έχουν ήδη ακυρώσει τους Ιερούς Κανόνες προκειμένου να νομιμοποιήσουν την ψευδένωση. Τι μας νοιάζει τί έχουν θεσπίσει οι άγιοι Πατέρες; Ποιος τους υπολογίζει; Εμείς, μαζί, εδώ και σήμερα θα τ’ αλλάξουμε όλα. Αρκεί να ενωθούμε. Γι’ αυτό ανάμεσα στις προτάσεις που κάνει για την «Γ’ χιλιετία» είναι και η ακόλουθη: «Νὰ προκαλέσει πλήρη ρήξη μὲ τὰ δύο παρελθόντα, δημιουργώντας κάτι δικό της «νέο», ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι θὰ ἐπιτύχει Ἐκκλησιακὴ ἑνότητα (πβ. «τῶν πάντων ἑνώσεως» [Θ. Λειτουργία]) καὶ κοινωνία, καὶ θὰ διασφαλίσει τὴν ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ τῆς Ἐκκλησίας».

Δεν παραλείπει επίσης να συμμεριστεί μία «έντονη κριτική» εναντίον του Κανονικού Δικαίου -άγνωστο από ποιους αιρετικούς προέρχεται- και την εκφράζει πέφτοντας στο γνωστό δογματικό σφάλμα περί διηρημένων Εκκλησιών, ενώ ομολογεί παραπλανητικά ότι η Εκκλησία είναι αδιαίρετη. Αυτό βεβαίως συμβαίνει γιατί η Εκκλησία στην αντίληψη του μητροπολίτη συμπεριλαμβάνει ήδη όλες τις αιρετικές κοινότητες. Η διάσπαση υφίσταται μόνο τυπικά, ένεκεν του Κανονικού Δικαίου : «Γνωρίζουμε ὅλοι μας ὅτι ἀσκεῖται ἔντονη κριτική, εἰδικὰ στὸ Κανονικὸ Δίκαιο, ὅτι, μὲ τὶς ἐνίοτε ἀνελαστικὲς ἀρχές του, ὑπῆρξε τὸ ποιητικὸ αἴτιο διάσπασης τῆς μίας καὶ ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῆς Α’ χιλιετίας σὲ πληθυντικές, συνεδαφίζουσες καὶ διηρημένες Ἐκκλησίες κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Β΄ χιλιετίας».

Έτσι, επήλθε η καταραμένη για τους οικουμενιστές, «Εὐχαριστιακὴ διαίρεση τῶν χριστιανῶν, ποὺ συνεπάγεται τὴν ὁρατὴ ὑπάρχουσα Ἐκκλησιακὴ διαίρεση ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη (κοντολογίς, πολλαπλῆ ‘‘εὐχαριστιακὴ διαίρεση’’ καὶ πολλαπλὲς ‘‘ἐκκλησιακὲς διαιρέσεις’’)».

Βάζοντας την Ορθοδοξία στο ίδιο επίπεδο με τις ποικίλλες θρησκευτικές οργανώσεις που θέλουν να λέγονται «Εκκλησίες», καταλογίζει σε Αυτήν ευθύνες για την «διάσπαση», σαν εκεί που είναι συν-κατηγορούμενη για την εθελούσια αποκοπή των παπικών από την Μία Εκκλησία ή την εμμονή στην κακοδοξία των άλλων αιρετικών που δεν υπήρξαν ποτέ μέλη Της: «Ἴσως τὸ πιὸ σημαντικὸ ἐρώτημα ποὺ πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε στὸ παρὸν Συνέδριο, πρῶτα στὸν ἑαυτό μας, πρῶτα στὶς Ἐκκλησίες μας καὶ ὕστερα στοὺς ἄλλους, τοὺς ἐγγὺς καὶ τοὺς μακράν, ποὺ στέκονται ἐπικριτικὰ ἀπέναντί μας, ποὺ μᾶς ἐπικρίνουν, εἶναι τὸ πῶς ἔχουμε καταλήξει στὴν πολυδιάσπαση τῆς μίας καὶ μοναδικῆς Κανονικῆς Παράδοσης».

 

Καταλήγοντας ο επίσκοπος Περιστερίου δίνει το στίγμα της προσπάθειας για την ψευδένωση, μέσα στην οποία εντάσσεται και η αποβολή κάθε ενός στοιχείου που δρα ανασχετικά: «Τὸ παρελθὸν καὶ τὴν Ἱστορία δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἀλλάξουμε. «Ὃ γέγονε, γέγονε». Μποροῦμε ὅμως νὰ ἀποφύγουμε διορθωτικὰ τὰ λάθη καὶ νὰ ἀποβάλουμε θεολογικὰ τὶς ἐπιχωματώσεις. Αὐτὸ συνεπαγωγικὰ σημαίνει ὅτι θὰ λάβουμε ἀπόσταση ἀπὸ αὐτὰ καὶ θὰ ἐνεργήσουμε καθαρὰ θεολογικά, ἤτοι ὀντολογικὰ καὶ ἐσχατολογικά, ὅπως ἀκριβῶς τὸ προτείνει ὁ Χριστός, ἀποβάλλοντας «καινὰ καὶ παλαιὰ» καὶ θέτοντας ὡς προτεραιότητα τὰ Ἔσχατα στὴν ἀπωλεσθεῖσα ἱστορικὴ πορεία μας πρὸς αὐτά…»

Ο μητρ.Περιστερίου αγωνιά, εργάζεται πυρετωδώς, επείγεται για την ψευδένωση. Είναι προφανές ότι τού έχει ανατεθεί αυτός ο σκοτεινός ρόλος ως κανονολόγος. Ξέρει ασφαλώς ότι αυτές οι κινήσεις του, προκαλούν αντιδράσεις γι’ αυτό και καταφέρεται συνεχώς εναντίον των πιστών ως φονταμενταλιστές, διασπώντας την ενότητα μεταξύ τους και με τον κλήρο. Αδιαφορεί επιδεικτικά στις διαμαρτυρίες από το ποίμνιό του για τις οικουμενιστικές του κινήσεις, στις αγωνιώδεις εκκλήσεις για επιστροφή του Εσταυρωμένου και της απολεσθείσης ειρήνης στην επαρχία του, αλλά ενδιαφέρεται ζωηρά για την απολεσθείσα ενότητα με τους αιρετικούς, όπως αυτοί είναι. Αμετανόητοι.

Ήδη τά λογικά πρόβατα του ποιμνίου του εν πολλοίς αναγνωρίζουν αυτόν ως αλλότριο, μισθωτό ψευδοποιμένα και είναι βέβαιο ότι «ἀλλοτρίῳ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ' αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν» (Ιω10,5). 

 https://aktines.blogspot.com/2024/09/blog-post_42.html

                                                       

Ο κ. Βασιλειάδης προορίζεται να αντικαταστήσει τον Απόστολο των Εθνών, στην νέα εκκλησία που ετοιμάζεται! Όπως και στην κινηματογραφική ταινία «το πέταγμα του Φοίνικος», ένα μικρό ευκίνητο εκκλησιαστικό όχημα θα προκύψει απο το ναυαγισμένο όχημα της παραδοσιακής εκκλησίας, για να ανταποκριθεί καλύτερα στην νεωτερική εποχη! «Όπου το ζήτημα της ατομικότητος αναδεικνύεται επιτακτικά και το αίτημα ηθικής και κοινωνικής ευαισθησίας υπερκαλύπτει την υπαρξιακή αναγκαιότητα σωτηρίας».

Σε σημαντική του συνέντευξη στο αποκρυφιστικό περιοδικό ΑΒΑΤΟΝ ο κ. Βασιλειάδης καταγγέλλει πως ο Απόστολος Παύλος διέστρεψε το μήνυμα του πρώτου Χριστιανισμού, το οποίο ήταν ηθικό και εσχατολογικό, όπως ακριβώς ξαναγεννιέται στην ευχαριστιακή εσχατολογία του κ. Ζηζιούλα, και επέβαλε την σωτηριολογική ερμηνεία της Οικονομίας [ΤΗΝ ΚΑΘΕΤΟ, ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ]. Καιρός να επανορθώσουμε το βαρύ λάθος για να συμβαδίσουμε με την εποχή μας!

κ. Βασιλειάδη καταλαβαίνετε σε τί μπελάδες βάζετε την εκκλησία;

Και τί θα κάνουν κ. Βασιλειάδη τόσα νέφη αγίων που σώθηκαν με την λανθασμένη διδασκαλία του Απ. Παύλου;

Θα πρέπει να επιστρέψουν όλοι τους σιγά – σιγά, με μετεμψυχώσεις και μετενσαρκώσεις για να πετύχουν την ηθική πρόοδο με την ευχαριστιακή εσχατολογία;

Θα αδειάσετε κυριολεκτικά την Βασιλεία των Ουρανών κ. Βασιλειάδη!

Είμαστε σοβαροί;

Ο σκοπός τών μεταρρυθμιστών όμως είναι ξεκάθαρος. Θέλουν να απαλλάξουν τον άνθρωπο από την αμαρτία, να αφαιρέσουν από την Εκκλησία την Ικεσία για την άφεση των αμαρτιών και σαν σωσμένοι, εφόσον ο Κύριος τελείωσε το έργο του, να βοηθήσουν να βυθιστούμε στην εκκοσμίκευση και να επιταχύνουνε την ένωσή μας με τον πάπα!

Πρέπει κατεπειγόντως να εγκαταλείψουμε το πρωτείο του Παύλου, υπέρ του πρωτείου του Πέτρου. Γιατί και οι Ορθόδοξοι έχουν λερωμένη τη φωλιά τους. Και αυτοί πιστεύουν σε ένα πρωτείο (του Απ. Παύλου).

Ο άνθρωπος πλέον θα εργάζεται και θα σώζεται στην Ιστορία, κτίζοντας πετραδάκι – πετραδάκι τον δρόμο προς τα έσχατα, με την αξιοπρέπειά του και την κενοδοξία του! Θα πραγματοποιήσει αυτός ο ίδιος και το μεγάλο σχέδιο του εωσφόρου!

Εφόσον έχει ήδη πραγματοποιήσει το μεγάλο σχέδιο του Θεού!

Ακόμη και σε μια ηθική εκκλησία εσείς και οι όμοιοί σας κ. Βασιλειάδη πάλι θάσαστε έξω από την εκκλησία!

Ο διάδοχος του αείμνηστου Αγουρίδη. Άνθρωποι που μισούν τους Αγίους μας.

Μας είναι αδύνατον να συλλάβουμε κάποιον έστω λόγο που θα δικαιολογούσε τον κ. Βασιλειάδη σαν θεολόγο!

Αμέθυστος

ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΦΑΙΡΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ. ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ, ΚΑΘΟΤΙ ΟΙ ΜΩΑΜΕΘΑΝΟΙ ΔΕΝ ΔΕΧΟΝΤΑΙ ΕΝΑΝ ΘΕΟ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟ, ΚΑΤΑΡΓΟΥΝΤΑΙ. 

O ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΠΛΟΣ ΛΑΓΟΣ. ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ. ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΜΕΤΡΗΣΟΥΝ ΤΙΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΜΩΣ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ. ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΟΙΜΝΙΟ ΞΕΡΕΙ ΜΟΝΟ ΝΑ ΒΕΛΑΖΕΙ ΦΟΒΙΣΜΕΝΟ.

«Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ» Από Adriano Segatori

Βυθιζόμαστε κυριολεκτικά σε μια ατμόσφαιρα παραληρήματος
 
Ο λαός του Παρισιού εισέβαλε στο φρούριο της Βαστίλης στις 14 Ιουλίου 1789, το οποίο έγινε η συμβολική εικόνα της Γαλλικής Επανάστασης

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ


Χωρίς να αναφερθούμε στον υπερβολικά χρησιμοποιημένο τύπο της ετερογένειας των σκοπών, μπορεί να διαπιστωθεί ένα γεγονός: ότι οι υποστηρικτές και οι οπαδοί της Γαλλικής Επανάστασης, με την ειδωλολατρική εξύψωση της Θεάς της Λογικής, έφτασαν μέσα από μια ανεξέλεγκτη οργή στην ίδια την άρνηση, τήν ανατροπή/αναστροφή θεμελιωδών αρχών του Διαφωτισμού. Οι ιστορικοί μιλούν για αποκριάτικη ατμόσφαιρα περιγράφοντας τους εορτασμούς της καταστροφής  κάθε τι ιερού, της μνήμης του αριστοκρατικού μεγαλείου, τις σκέψεις της υπέρβασης και υπερφυσικότητας από το 1789 και σε όλη τη διάρκεια του Τρόμου.

Περνούν δύο αιώνες και τρεις δεκαετίες και ακόμη η Γαλλία, χώρα του Υπέρτατου Όντος και του ορθολογισμού της γκιλοτίνας, η καθολική αναφορά της παντοδύναμης πάλης ενάντια σε κάθε μορφή δεισιδαιμονίας, με τις ολυμπιακές γελοιότητες πραγματοποιεί μια αντιστροφή -ένας εσκεμμένα περιζήτητος όρος- των δογμάτων και των διαταγμάτων του, που επιβάλλονται με τη βία κάθε δόγματος.

Ξεκινώντας από τον αποδόμηση - Γαλλική Θεωρία - και προχωρώντας από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, σιγά σιγά κάθε νόμος της πραγματικότητας υποβαθμίστηκε σε γνώμη, κάθε επιστημονικό στοιχείο χειραγωγήθηκε σε αντίληψη, κάθε κοινός κανόνας αντικαταστάθηκε από τον αυτοπροσδιορισμό.

Βυθιζόμαστε κυριολεκτικά σε μια παραληρηματική ατμόσφαιρα που δημιουργείται έντεχνα από από συγκεκριμένους μηχανισμούς με επικοινωνίες που διαδίδονται αδιάκοπα με σφυροκόπημα και με υποβλητικές, σχεδόν υπνωτικές μεθόδους. 

Η αποθέωση αυτής της γενικευμένης άρνησης της πραγματικότητας - που ξεκίνησε με την προπαγανδιστική διαστρέβλωση εξακριβωμένων ιστορικών και κοινωνιολογικών αληθειών, φτάνοντας στίς πολιτικές και δικαστικές - βρήκε την εμφατική θεοποίησή της στην παραχάραξη της ίδιας της σεξουαλικότητας, στα δύο ψυχικά και βιολογικά της πεδία. Με λίγα λόγια, από τη θεά της λογικής στο πολυθεϊστικό Πάνθεον του παραλογισμού, τής γελοιότητος, της υπερβολής και της τρέλας.

Ο woke φιντεϊσμός, με την κοινή συνενοχή της έμφυλης αυταπάτης, κάνουν τον συνδυασμό που η κλασική ψυχιατρική βιβλιογραφία -χάρη σε δύο Γάλλους κλινικούς Lasègue και Falret- προσδιορίζει ως folie à deux (τρέλα των δύο), η οποία χάρη σε μια μεθοδική μόλυνση των μυαλών εξαπλώνεται ως folie à plusieurs (τρέλα τών πολλών).

Υπάρχουν πάντα εκείνοι που βλέπουν και καταγγέλλουν τη γύμνια του βασιλιά, αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις οι διάφοροι καρδινάλιοι Bellarmino μπαίνουν στο παιχνίδι για να ξεχωρίσουν αυτούς που αντιστέκονται στην προπαγάνδα και εκείνους που αντιστέκονται στην παραληρηματική αφήγηση.

Ό,τι κι αν συμβεί, η γη γυρίζει και υπάρχουν δύο φύλα, και για όσους δεν είναι διατεθειμένοι να παραδοθούν στην υποταγή του Γαλιλαίου, η μάχη της αλήθειας είναι πάντα σε εξέλιξη και χωρίς διάθεση να παραδοθούν.

 Adriano Segatori

 https://www.inchiostronero.it/il-tradimento-della-ragione/

Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΡΙΕΣ ΤΗΣ. (1)

Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΡΙΕΣ ΤΗΣ.

Του Giovanni Reale.

1. Πρόλογος στο πρόβλημα το οποίο αφορά την έννοια τής ψυχής (psychè) σαν δημιουργία τών Ελλήνων.

Η θεωρητική φιγούρα τής ψυχής συνιστά-κάτω από πολλές απόψεις-την πιό δυνατή έννοια και με την πιό δυνατή επιρροή, τής σκέψης τών Ελλήνων, την οποία διαπραγματεύτηκαν οι περισσότεροι φιλόσοφοι με κορυφαίους τον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο. Στους Πλατωνικούς διαλόγους ο όρος ψυχή συναντάται 1143 φορές, στις Ενεάδες 1509 φορές. Ο Αριστοτέλης τον χρησιμοποιεί 785 φορές, αλλά το έργο του "περί ψυχής" αποτελεί ένα απο τα θεμελιώδη κείμενα και ο Hegel το θεωρούσε την καλύτερη πραγματεία στο θέμα αυτό που γράφτηκε μέχρι τους χρόνους του!
Πολλοί θεωρούν την έννοια τής ψυχής τυπική τής Χριστιανικής σκέψης, διαπράττοντας ένα ιστορικο-ερμηνευτικό λάθος αληθινά σημαντικό. Είναι αλήθεια ότι οι Χριστιανοί προσπάθησαν να οικειοποιηθούν αυτή την έννοια. Αλλά στα κείμενα τής Κ.Δ ο όρος ψυχή, όχι μόνον εμφανίζεται λίγες φορές, αλλά πάνω απ'όλα με την σημασία τής "ζωής" και με μία διαφορετική σημασία απο εκείνη των Ελλήνων.
Απο καιρό μερικοί μελετητές τόνισαν το γεγονός ότι "η αθανασία τής ψυχής" με την Ελληνική σημασία και η "ανάσταση των νεκρών" με την ακριβέστατη σημασία του Χριστιανικού μηνύματος είναι κάτω απο πολλές απόψεις αντίθετες μεταξύ τους και πάντως συμφωνούν με έναν ιδιαιτέρως προβληματικό τρόπο. Πιό συγκεκριμένα, οι Έλληνες σε συνάρτηση τής έννοιας τής "αθανασίας τής ψυχής" ερμήνευσαν και αναπαρέστησαν την εμπειρία και το μέγεθος τού θανάτου μ'έναν τρόπο ιδιαιτέρως μειωτικό! Αρκεί να σκεφθούμε την περιγραφή τού θανάτου τού Σωκράτη στις τελευταίες σελίδες τού Φαίδωνος και την περιγραφή τού θανάτου τού Χριστού στα Ευαγγέλια. Ο Πλάτων και ο Παύλος-έλεγε ο O.Culmann-είναι καθαρά σε αντίθεση!
Όταν αναφερόμαστε στην προβληματική τής ψυχής είναι αναγκαίο να διακρίνουμε τρείς πλευρές τού θέματος, διαφορετικές ανάμεσά τους!
α) Μπορούμε να υπολογίσουμε την ψυχή στις λειτουργίες της, και επομένως μπορούμε να την χειριστούμε με την πρακτική-λειτουργική σημασία!
β)Μπορούμε επίσης να την υπολογίσουμε στην φύση της, και επομένως με την οντολογική και μεταφυσική σημασία!
γ) ή μπορούμε ακόμη να την υπολογίσουμε απο την εσχατολογική οπτική γωνία, στο πεπρωμένο της στο επέκεινα και επομένως με την θρησκευτική σημασία.
Η έννοια της ψυχής με την δεύτερη και τρίτη σημασία επηρέασε ιδιαιτέρως την φιλοσοφία και την Θεολογία. Με την πρώτη σημασία-την πρακτική λειτουργική-επηρέασε βαθειά και τις ανθρωπιστικές σπουδές με διάφορους τρόπους: ας σκεφτούμε την ψυχολογία, την ψυχανάλυση, την ψυχοθεραπεία στις διάφορες ενδοχές της, για να κατανοήσουμε τον βαθμό αυτής τής επιρροής.

2. Μερικές επισημάνσεις σχετικά με την επιρροή τής έννοιας τής ψυχής στον δυτικό πολιτισμό γενικώς και στις ανθρωπιστικές επιστήμες ειδικώς.

Ο Umberto Galimberti στο βιβλίο του "το σώμα" υποστηρίζει ότι αυτή ακριβώς η εξάρτηση τής ψυχολογίας απο την ελληνική έννοια τής ψυχής θα πρέπει να είναι αυτό που πρέπει να εγκαταλειφθή, με μία ριζική αντιστροφή τής τοποθετήσεως : "εάν δέν σκεφθούμε την ψυχολογία ενάντια στην αναπαράσταση που είναι δοσμένη απ'αρχής, απο εκείνη την ελληνική αυγή στην οποία ξεκίνησε η αυτοονομασία τής ψυχής, η ψυχολογία όχι μόνον δέν θα φθάσει ποτέ στην κατανόηση τής πρωτότυπης εκφραστικότητος τού σώματος, αλλά θα υποχρεωθεί στην περιπλάνηση, διότι αγνοεί το λάθος το οποίο βρίσκεται στην βάση τής επιστημονικής της θεμελίωσης, της γέννησής της σαν επιστήμης".
Ο Galimberti δείχνει ακριβώς στον Πλάτωνα την πηγή αυτού τού λάθους : με την υπερβατική μεταφυσική, ο φιλόσοφος αντικατέστησε, την καταγωγική συμβολική αμφιθυμία, με την δισθενή ψυχή, η οποία βασίζεται στην λογική αποδεσμεύοντας τό "φυσικό" απο το "υπερφυσικό" και επομένως αφομοιώνει την πραγματικότητα στην αξία"!
Ο Galimberti γράφει: "Έτσι ο Πλάτων θεμελιώνει την κουλτούρα, τον πολιτισμό τής Δύσεως, εκεί όπου η αξία, η ιδέα, το πνεύμα, και μπορούμε να προσθέσουμε η συνείδηση, η αίσθηση, η ουσία, η μορφή είναι η αληθινή πραγματικότης και σε σχέση με τα οποία η ύλη, τα πράγματα, τα σώματα, στο παιχνίδι τών διαφορών τους, απογυμνώνονται απο την σημασία τους η οποία είναι πάντοτε "αλλού", στο γενικό ισοδύναμο που τα μετρά".
Αλλά ακριβώς η πρόσκληση την οποία απευθύνει ο Galimberti στην ψυχολογία "να σκεφθεί τον εαυτό της ενάντια στην ίδια", καταργώντας το σχίσμα ανάμεσα σε "ψυχή" και "σώμα" και η ίδια λογική δομή τού λόγου του προϋποθέτουν με έναν αναπόφευκτο τρόπο ακριβώς εκείνες τις έννοιες ενάντια στις οποίες θα'πρεπε να πορευθούμε! Η ίδια η έννοια στην οποία στοχεύει ο Galimberti-δηλαδή η έννοια εκείνης τής αμφιθυμίας σαν ανοίγματος τού νοήματος, η οποία θέτει σε αμφισβήτηση όλες τις σημασίες οι οποίες απο καταγωγής, δηλαδή απο πρίν απο την διαχωριστική λογική την οποία εισήγαγε ο Πλάτων, ήταν συμβολικώς συγκεχυμένα και ανακατωμένα, δέν είναι και δέν είναι δυνατόν να ξαναπροταθεί στην "πρωτότυπη" σημασία! Διότι η έννοια τής αμφιθυμίας επανασχεδιάζεται χρησιμεύοντας σε μία σκληρή ελεγκτική συζήτηση (ανασκευαστική με την κλασσική σημασία) ενάντια στην εννοιολόγηση τού ανθρώπου η οποία γεννήθηκε στην Ελλάδα και η οποία κράτησε όλη την ιστορία τού Δυτικού πολιτισμού, αλλά ταυτοχρόνως, επιχειρείται με συστηματικό τρόπο στο φώς αυτής, με την επανατοποθέτηση στην διαμάχη ακριβώς εκείνες τις έννοιες! Χωρίς το "δισθενές" με την διάκριση τής σημασίας,ο Galimberti δέν θα μπορούσε να εκφράσει έναν λεπτομερέστατο λόγο, τόσο λεπτό και συνεπή, όπως έκανε στην αμφιθυμία, σαν "αδιάκοπη κυκλοφορία νοήματος και σαν αντιστροφή τών εναλλαγών τών δισθενών δομών, οι οποίες προέρχονται απο το πλατωνικό σχίσμα! [το οποίο επινόησε ο Καρτέσιος].
Συνεπώς, με οποιονδήποτε τρόπο και άν αξιολογήσουμε την επιρροή τής Ελληνικής έννοιας τής ψυχής-και ιδιαιτέρως στην διατύπωση που τής έδωσε ο Πλάτων -παραμένει μία απο τις βάσεις στην οποία θεμελιώνεται ο δυτικός πολιτισμός στις διάφορες εκδοχές του!

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

ΕΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ (2)

  Συνέχεια από :Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Ενολογια-Οντολογία (2)
Αριστοτελική Μείωση των Πλατωνικών κατηγοριών που ανήκουν στην θεωρία του ΕΝΟΣ σε έννοιες που εξαρτώνται απο την θεωρία του Είναι.

Του Giovanni Reale!
Για να αποδείξει πώς όλα τα όντα ανάγονται στις δύο υπέρτατες Αρχές του Ενός και τής ΔΥΑΔΟΣ, καθότι προέρχονται απο την μείξη τους, ο Πλάτων είχε παρουσιάσει έναν συστηματικό κατηγορικό διαχωρισμό τής πραγματικότητος. Αυτής δέ τής διαδικασίας, μας δίνει ακριβέστατη περιγραφή ο Σέξτος Εμπειρικός, στο ενάντια στούς Μαθηματικούς, Χ, 262-268. «Τα όντα χωρίζονται σε όντα εις εαυτά (όπως π.χ. άνθρωπος, άλογο, φυτό κ.τ.λ.), και όντα τα οποία βρίσκονται σε σχέση με άλλο. Και αυτά με την σειρά τους χωρίζονται σε αντίθετα ενάντια (όπως π.χ. ίσο-άνισο, ακίνητο-κινητό) και σε συσχετιζόμενα (όπως π.χ. μεγάλο-μικρό, υψηλό-χαμηλό, δεξιό-αριστερό κ.τ.λ.). Τα αντίθετα και συσχετιζόμενα είναι πάντοτε όντα σε σχέση με άλλο, αλλά διακρίνονται μεταξύ τους καθώς τα αντίθετα δέν μπορούν να συνυπάρξουν μαζί και η εξαφάνιση τού ενός των αντιθέτων συμπίπτει με την παραγωγή τού άλλου (η ζωή και ο θάνατος, το κινητό και το ακίνητο), ενώ τα συσχετιζόμενα χαρακτηρίζονται απο την συνύπαρξη και απο την ταυτόχρονη εξαφάνιση (δέν υπάρχει ψηλό χωρίς το χαμηλό, δεξιό χωρίς το αριστερό). Επιπλέον τα πρώτα δέν δέχονται έναν ενδιάμεσο όρο (π.χ. ανάμεσα στην ζωή και στον θάνατο δέν υπάρχει ενδιάμεσος όρος), ενώ τα δεύτερα δέχονται, (ανάμεσα στο μεγάλο και στο μικρό υπάρχει το ίσο, ανάμεσα στο περισσότερο και στο λιγότερο υπάρχει το αρκετό, ανάμεσα στο υψηλό και το βαρύ υπάρχει το αρμονικό)».
Αυτή η κατηγορική διάκριση βοηθά στην αναγωγή (στην επιστροφή) όλων των όντων στις πρώτες Αρχές με τον ακόλουθο τρόπο. Τα όντα που είναι καθ’εαυτά εμπίπτουν κατά κύριο λόγο στην σφαίρα τής ενότητος, με την έννοια ότι κυριαρχεί σ’αυτά η ενότης, καθότι είναι διαφοροποιημένα, ορισμένα, προσδιορισμένα. Στα ενάντια όντα, τα θετικά αντίθετα συνεπάγονται την κυριαρχία της ενότητος, τα αρνητικά μία κυριαρχία τής δυάδος. Τα όντα που συστήνουν ζεύγη συσχετιζομένων συνεπάγονται έναν ιδιαιτέρως φανερό δεσμό με την δυάδα μ’ έναν δυναμικό τρόπο μάλιστα, διότι στους συσχετισμούς κυριαρχεί το περισσότερο και το λιγότερο και η απροσδιοριστία.
Αυτή η θεωρία είναι η προϋπόθεση των αριστοτελικών κατηγοριών. Και είναι ένα θέμα αναγνωρισμένο απο καιρό. Όμως είναι πολύ λίγο γνωστό ότι ο Αριστοτέλης απο πολύ νωρίς ασχολήθηκε με αυτή την προβληματική, σ’ένα νεανικό, γραμμένο στα χρόνια της Ακαδημίας, βιβλίο, χαμένο όμως τώρα, ο Διαχωρισμός των αντιθέτων. Διότι δεδομένης τής καθολικότητος και τής γενικότητός των, οι ιδέες οι οποίες υπεισέρχονται στα ζεύγη τών αντιθέτων έπαιξαν πολύ σπουδαίο ρόλο και κατείχαν κεντρικό ρόλο στις συζητήσεις τής Ακαδημίας.
Έτσι στο δεύτερο κεφάλαιο τού τετάρτου βιβλίου τής Μεταφυσικής, ο Αριστοτέλης προσπαθεί να αφομοιώσει εξ’ολοκλήρου στην οντολογία του αυτές τις υπέρτατες Αρχές, λύνοντας τες στην κυριολεξία απο την Πλατωνική Ενολογία, όπως και απο την σημασία και λειτουργικότητα που είχαν στο πλαίσιο αυτής! (Μεταφ IV, 2, 1013 b22-1015a18)
Η μεταφυσική, σαν μελέτη τού όντος σαν όντος και των ιδιοτήτων που τού ανήκουν και απο την στιγμή που Είναι και Ένα συμπίπτουν, θα μελετήσει επίσης και όλες εκείνες τις ιδιότητες που ανήκουν στο Ένα, χωρίς καμμία εξαίρεση.
Μάλιστα δέ, λέει ο Αριστοτέλης χαρακτηριστικά, όπως το Είναι έχει πολλαπλές σημασίες αναλογικώς, πάντοτε λόγω της συμπτώσεως του Είναι και του Ενός, και το Ένα επίσης θα έχει πολλαπλές σημασίες. Και όπως οι όροι που αναφέρονται στο Είναι έχουν πολλαπλές σημασίες έτσι και οι όροι που αναφέρονται στο Ένα θα έχουν πολλαπλές σημασίες.Έτσι το μεγάλο θέμα τής Ακαδημίας που συσχετιζόταν με το πρόβλημα τού ΕΝΟΣ, αφομοιώνεται εξαίφνης απο τον Αριστοτέλη στην οντολογία του, χάνοντας όμως μ’ αυτόν τον τρόπο, το νόημα και την συμπάγεια που διέθετε στο Ενολογικό παράδειγμα. Κατά συνέπεια μεταφερόμενο στο νέο παράδειγμα χάνει σχεδόν ολοκληρωτικώς την πρωταρχική του θεωρητική σπουδαιότητα (Μεταφ. IV, 2, 1004a 9-22) τόσο πολύ μάλιστα ώστε οι σελίδες στις οποίες ο Αριστοτέλης χειρίζεται αυτό το θέμα, είναι ακριβώς εκείνες οι σελίδες που είναι ξεχασμένες απο το μεγαλύτερο μέρος τών Αριστοτελιστών (Μεταφ. IV, 2, 1004 a20-25)

Όλα όσα λέει ο Αριστοτέλης γύρω απο το ΕΝΑ (Μεταφ. IV, 2, 1004b 27-31) χάνουν την θεωρητική τους σημασία και την ιστορική τους εμβέλεια, εάν εμείς οι σύγχρονοι δέν αντιλαμβανόμαστε πλέον πώς η ταύτιση του Ενός με το ΕΙΝΑΙ έχει σαν αποτέλεσμα μία κάθετη υποταγή και εξάρτηση του Ενός από το ΕΙΝΑΙ : Ενα πράγμα, επειδή Είναι, κατά συνέπειαν είναι Ένα. Ενώ ο Πλάτων έλεγε ακριβώς το αντίθετο: Ένα πράγμα, καθότι είναι Ένα, κατά συνέπειαν Είναι.
(Μεταφ. IV, 2, 1005a 14-18)
Αυτή είναι η προβληματική πλευρά τής οντολογίας.

(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος

Το οντολογικό πρόβλημα στην πατερική παράδοση - Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου (7)

 Συνέχεια από:Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

*Συνέχεια ἐκ τῆς σ. 257 τοῦ τ. 93, 4 (2022) του περιοδικού Θεολογία

Το οντολογικό πρόβλημα στην πατερική παράδοση

Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου


5. Ὀντολογία τοῦ ἀνθρώπου

α. Ὀντολογικὴ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου

Ἀνατρέχοντας κανεὶς στὴν πατερικὴ παράδοση, διαπιστώνει ἐκ πρώτης ὄψεως ὅτι ὑπάρχουν δύο τάσεις σχετικὰ μὲ τὴν ὀντολογικὴ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου: τὴν πρώτη ἐκπροσωπεῖ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι δέχονται τὸ δισύνθετο τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ ὑλικὸ σῶμα καὶ νοερὴ ψυχή1, ἐνῶ τὴ δεύτερη ἐκπροσωπεῖ μία ἰσχνὴ μειοψηφία ποὺ δέχεται τὸ τρισύνθετο τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ σῶμα, ψυχὴ καὶ πνεῦμα2. Στὴν οὐσία ὅμως πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι δὲν ὑπάρχει μεταξύ τους καμμία διαφορά, γιατὶ τὸ πνεῦμα, γιὰ τὸ ὁποῖο κάνουν λόγο ὅσοι δέχονται τὸ τρισύνθετο τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἀποτελεῖ ξεχωριστὸ στοιχεῖο, ἀλλὰ τὴ νοερὴ δύναμη τῆς ψυχῆς, μὲ τὴν ὁποία εἶναι προικισμένος ὁ ἄνθρωπος ἤδη ἀπ’ ἀρχῆς τῆς δημιουργίας του. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ποὺ δέχεται σαφῶς τὸ δισύνθετο τοῦ ἀνθρώπου, δὲν διστάζει στηριζόμενος στὸν ἀπόστολο Παῦλο3 νὰ κάνει λόγο γιὰ τριμερῆ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ σῶμα, ψυχὴ καὶ πνεῦμα, ὑπογραμμίζοντας ὅμως ταυτόχρονα ὅτι ἡ διάκριση σὲ ψυχὴ καὶ πνεῦμα δὲν σημαίνει τὴ διαίρεση τῆς ψυχῆς σὲ δύο συστατικὰ στοιχεῖα, γιατὶ ἡ ψυχὴ εἶναι μία ὡς πρὸς τὴ φύση της, κοσμημένη τόσο μὲ τὴν αἰσθητικὴ ὅσο καὶ μὲ τὴ νοερὴ ζωτικὴ ἱκανότητα4. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ λοιπὸν ὑπάρχει ὁμοφωνία στὴν ὀρθόδοξη παράδοση σχετικὰ μὲ τὴν ὀντολογικὴ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου.

Μάλιστα στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι τόσο οἱ Καππαδόκες Πατέρες, καὶ κυρίως ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὅσο καὶ οἱ Πατέρες τοῦ Ε΄ αἰώνα ἀναγκάστηκαν νὰ τονίσουν μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση τὸ δισύνθετο τοῦ ἀνθρώπου, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν Ἀπολινάριο, ὁ ὁποῖος προσπάθησε –ὡς γνωστόν– νὰ θεμελιώσει τὴ χριστολογικὴ κακοδοξία του στὸ τρισύνθετο τοῦ ἀνθρώπου5. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε στὶς χριστολογικὲς διατυπώσεις τους, στρεφόμενοι προφανῶς κατὰ τοῦ Ἀπολιναρίου, οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος συνίσταται ἀπὸ σάρκα (ἢ σῶμα) ἐμψυχωμένη μὲ ψυχὴ λογικὴ καὶ νοερὴ καὶ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ εἶναι τέλεια ἐξ ἐπόψεως ὀντολογικῆς προσέλαβε ὁ Θεὸς Λόγος6. Ὅπως σημειώνει ἐν προκειμένῳ ὁ Θεοδώρητος, καταφερόμενος κατὰ τῆς ἀνωτέρω ἀνθρωπολογικῆς ἀντιλήψεως τοῦ Ἀπολιναρίου, «τούτου δὴ χάριν καὶ σῶμα καὶ ψυχὴν ἀνέλαβε [ἐνν. ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος] λογικήν. Οὐ γὰρ τριχῆ διαιρεῖ τὸν ἄνθρωπον ἡ θεία Γραφή, ἀλλ’ ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος τόδε τὸ ζῷον συνεστάναι φησίν. Ὁ γὰρ Θεὸς ἐκ τοῦ χοὸς τὸ σῶμα διαπλάσας ἐνεφύσησε τὴν ψυχήν, καὶ δύο φύσεις ἔδειξεν οὐ τρεῖς»7.

Ὡστόσο, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι διφυὴς καὶ σύνθετος, ἀποτελούμενος ἀπὸ ὑλικὸ σῶμα καὶ νοερὰ ἢ λογικὴ ψυχή, δὲν πρόκειται γιὰ δύο στοιχεῖα ποὺ μποροῦν νὰ ὑπάρχουν στὸν ἄνθρωπο αὐτονομημένα καὶ ἀνεξάρτητα μεταξύ τους8. Τουναντίον· μεταξὺ τῶν δύο ὑπάρχει μία ἄρρηκτη ἑνότητα ποὺ φαίνεται μὲ τὴ λειτουργικὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσά τους. Τὸ σῶμα ὡς ὑλικό, χωρὶς τὴν ψυχή, εἶναι ἀνενέργητο, ἄζωο καὶ ἀναίσθητο. Ἐνῶ ἡ ψυχὴ ὡς ἀσώματη, ζωντανὴ καὶ νοερὴ οὐσία εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει στὸ σῶμα ζωτικὴ δύναμη καὶ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἱκανὸ νὰ ἀντιλαμβάνεται διὰ τῶν αἰσθήσεων ὅ,τι προσπίπτει σὲ αὐτές9. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, ὅταν οἱ Πατέρες χαρακτηρίζουν ὄχι μόνο τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος, ἀλλὰ καὶ τὸν ἄνθρωπο ὡς «ὑπόσταση» ἤ «πρόσωπο» μὲ τὰ θεμελιώδη ὀντολογικὰ χαρακτηριστικά του, ὅπως τὴν ἀνεπανάληπτη ὑπαρκτική του ἰδιαιτερότητα καὶ τὴν ἀγαπητικὴ κοινωνικότητά του, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ κάνουμε εἰδικὸ λόγο στὴ συνέχεια, ἀναφέρονται σὲ ὁλόκληρη τὴν ἀτομικὴ οὐσία ἢ φύση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἑνιαία ψυχοσωματικὴ ὀντότητα καὶ ὄχι μόνο στὴν ψυχοπνευματική του ὑπόσταση10.[ΚΑΙ ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΖΕΙ;]

Ἐξάλλου τὸ σῶμα δὲν νοεῖται κατὰ τοὺς Πατέρες, ὅπως κατὰ τὴν πλατωνικὴ ἢ τὴ νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία, ὡς τάφος καὶ δεσμωτήριο τῆς ψυχῆς, στὸ ὁποῖο αὐτὴ ἔχει φυλακισθεῖ, γιὰ νὰ ἐκτίσει τὴν ποινή της ἐξ αἰτίας τῆς πτώσης της στὸν ὑλικὸ κόσμο11.[ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑΦΟΣ ΟΠΩΣ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ] Ἀντίθετα ἀποτελεῖ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ «καλὸν λίαν», ποὺ ἔχει καὶ αὐτὸ ἀνάγκη, ὡς ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴ σωτηρία καὶ τὴ θέωση.[ΟΙ ΔΕΡΜΑΤΙΝΟΙ ΧΙΤΩΝΕΣ;] Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε κατὰ τὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση σώζεται ἢ κολάζεται ὄχι μόνον ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος ὡς ἑνιαῖο ψυχοσωματικὸ ὄν – καὶ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν σκοπὸ ἐξυπηρετεῖ ἡ προσδοκώμενη ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.[ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΨΥΧΗΣ , ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ. ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΔΙΟΤΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΜΑΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΕΜΑΣ ΔΙΑΦΘΕΙΡΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΘΑ ΚΡΙΘΟΥΜΕ]

Ἀλλά, ἂν τὰ προηγούμενα ἐπιμέρους ὀντολογικὰ προβλήματα ἀπαντήθηκαν, ὅπως εἴδαμε;;;, ἀπὸ τοὺς Πατέρες τοῦ Δ΄ αἰ. κατὰ τὴν προσπάθειά τους νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς τριαδολογικὲς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς τους καὶ νὰ διατυπώσουν σαφῶς τὸ τριαδικὸ δόγμα, οἱ ἀπαντήσεις ποὺ δόθηκαν ἀπὸ τοὺς Πατέρες στὸ πρόβλημα τῆς ὀντολογικῆς σύστασης τοῦ ἀνθρώπου συνδέονται στενὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μὲ τὴν προσπάθειά τους νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς χριστολογικὲς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς τους, καὶ μάλιστα ὄχι μόνο τὸν Ἀπολιναρισμό, ὅπως εἴδαμε παραπάνω, ἀλλὰ καὶ τὸν Νεστοριανισμό. Συγκεκριμένα, ἔναντι τοῦ Νεστορίου, ὁ ὁποῖος χώριζε τὶς δύο φύσεις ἐν Χριστῷ, δεχόμενος μία ἠθικὴ μόνο («κατὰ θέλησιν μόνην ἢ εὐδοκίαν») ἕνωση μεταξύ τους, οἱ Πατέρες μὲ πρωτεργάτη τὸν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας τόνισαν τὴν πραγματικὴ ἤ «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου, παραλληλίζοντάς την μὲ τὴν ἕνωση σώματος καὶ ψυχῆς. Τόσο ἄρρηκτη δηλαδὴ εἶναι γι’ αὐτοὺς ἡ ἑνότητα καὶ ἡ σχέση μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς, ὥστε νὰ παρουσιάζεται μέσα στὸ πλαίσιο τῆς χριστολογικῆς διδασκαλίας τους ὡς παράδειγμα γιὰ τὴν κατανόηση τῆς «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωσης τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου;;;. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅπως ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ, ἔτσι καὶ ἡ ἕνωση μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὡς «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση καὶ γι’ αὐτὸ ψυχὴ καὶ σῶμα εἶναι ἀχώριστα καὶ ἀδιαίρετα μεταξύ τους στὴν ἀνθρώπινη φύση.[ΚΑΙ ΑΣΥΓΧΗΤΑ] Μόνο «κατ’ ἐπίνοιαν» μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κάποια διάκριση τῶν στοιχείων αὐτῶν· ὄχι ἐμπειρικὰ καὶ στὴν πράξη;;;;12.[ΜΑΛΛΟΝ ΜΑΣ ΠΑΡΑΣΥΡΕΙ Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ]

Μάλιστα ὁ Βασίλειος Σελευκείας χρησιμοποιεῖ τὸ παράδειγμα τῆς ἑνώσεως μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς, ὄχι μόνο γιὰ νὰ δώσει ἕνα παράλληλο πρότυπο, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ νοηθεῖ ἡ ἕνωση θείας καὶ ἀνθρώπινης φύσης στὸν Χριστό;;;;, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δηλώσει τὸ ἀκατάληπτο τοῦ τρόπου αὐτῆς τῆς ἕνωσης, ὑπογραμμίζοντας τὸν ὑπερβατικὸ καὶ ἀποφατικὸ χαρακτῆρα της. Ἄν, ὑποστηρίζει, ἀδυνατοῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς, ἢ ἔστω τὸν τρόπο τῆς ἐνοικήσεως τῆς ἀσώματης ψυχῆς στὸ ὑλικὸ σῶμα, κατὰ μείζονα λόγο εἶναι ἀδύνατο νὰ κατανοήσουμε τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως μεταξὺ τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ;;;;13.[ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ. ΠΕΣΟΝΤΩΣ ΤΟΥ ΝΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΕΡΕΙΤΑΙ ΨΥΧΗΣ ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΖΩΩΔΗ ΨΥΧΗ ΟΠΩΣ ΣΗΜΕΡΑ]

Ἔτσι, ἐπιχειρώντας, ὅπως εἴδαμε, οἱ Πατέρες νὰ ἀντιμετωπίσουν τόσο τὸν Ἀπολιναρισμὸ ὅσο καὶ τὸν Νεστοριανισμὸ καὶ νὰ διατυπώσουν σαφῶς τὸ ὀρθόδοξο χριστολογικὸ δόγμα, ἀναγκάζονται νὰ ἀναπτύξουν τὴν ἀνθρωπολογικὴ διδασκαλία τους ὄχι μόνο γιὰ τὴν ὀντολογικὴ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως μεταξὺ σώματος καὶ ψυχῆς.[ΦΤΑΙΕΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ]

 
Σημειώσεις
 

Η ΑΓΙΟΤΗΣ ΤΟΥ ΙΕΡΕΩΣ, ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ(1)

  

  Το 2009 αφιερώθηκε ένα κείμενο, από τον Πάπα, στό λειτούργημα τού Ιερέως. Και ο Πάπας στην ανακοίνωσή του έγραψε πώς ο Ιερεύς πρέπει να μάθει και να ζήσει τήν ολοκληρωτική του ταύτιση με το λειτούργημά του. Και πρόσθεσε: Στον Ιησού, πρόσωπο και Αποστολή τείνουν να συμπέσουν: όλη η σωτηριώδης του πράξη ήταν και είναι έκφραση του δικού του "υϊκού Εγώ", το οποίο από την αιωνιότητα στέκει μπροστά στον Πατέρα, με αγαπητική υποταγή στο θέλημά Του.
          Με ταπεινή αλλά αληθινή αναλογία ο Ιερεύς πρέπει να επιδιώξει αυτή την ταύτιση. Χωρίς να ξεχνούμε βεβαίως ότι η ουσιαστική επάρκεια τού λειτουργήματος παραμένει ανεξάρτητος από την αγιότητα τού λειτουργού. Αλλά και χωρίς να παραβλέπουμε ανάμεσα στην αντικειμενική αγιότητα τού λειτουργήματος και την υποκειμενική τού λειτουργού.
          Έτσι υπολογίζοντας εις βάθος την ουσία του Ιερατείου και το άγιο λειτούργημά του, ο Ακινάτης, μας διδάσκει ότι ο Πρεσβύτερος πρέπει να επιδιώξει την τελειότητα πολύ περισσότερο από έναν πιστό ή έναν μοναχό. Και για να γίνει κατανοητή αυτή η διδασκαλία αρκεί να έχουμε προ οφθαλμών το υψηλό επίπεδο αγιότητος που η Ευχαριστιακή ιεροτελεστία και ο αγιασμός των ψυχών, απαιτούν απο έναν λειτουργό. Όπως μας υπενθυμίζει επανειλημμένως ο Δάσκαλος: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. 5, 13-14). [Βλέπουμε καθαρά λοιπόν ότι η ταύτιση της Εκκλησίας με τον κλήρο, συνέπεια τής ταυτίσεως τού κλήρου μέ τούς Αποστόλους, την οποία ονομάζουμε κληρικαλισμό και της οποίας μεγάλοι θεωρητικοί είναι τελευταίως ο Ζηζιούλας και ο Ζήσης, είναι παπική δοξασία. Στην παράδοσή μας ο Ιερεύς και ο κλήρος δέν είναι πρός σωτηρίαν. Η σημερινή ταύτιση της Εκκλησίας με τον κλήρο στρέφεται εναντίον της Αγιότητος. Ο Άγιος σήμερα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός τής εκκλησίας, όπως ο Κύριος των Φαρισαίων].
          Ιδωμένος από τους πιστούς σαν κάποιος εκλεγμένος από τον Θεό για να τους οδηγήσει, ο λειτουργός μετά την χειροτονία του πρέπει να είναι ένα παράδειγμα αρετής, όπως συμβουλεύει ο Απόστολος τον μαθητή του Τίτο: «Τοὺς νεωτέρους ὡσαύτως παρακάλει σωφρονεῖν, περὶ πάντα σεαυτὸν παρεχόμενος τύπον καλῶν ἔργων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀδιαφθορίαν, σεμνότητα, ἀφθαρσίαν, λόγον ὑγιῆ, ἀκατάγνωστον, ἵνα ὁ ἐξ ἐναντίας ἐντραπῇ μηδὲν ἔχων περὶ ἡμῶν λέγειν φαῦλον» (Τίτον, 2,7-8).
          Ο Χριστός είναι το αληθινό μοντέλο που έχει καθαγιαστεί. Που έχει χρισθεί. Από αυτόν ο Ιερεύς πρέπει να πάρει την μορφή, όχι μόνον για τον τελετουργικό χαρακτήρα, αλλά και για την μίμηση των τελειοτήτων Του, έτσι ώστε οι πιστοί να μπορούν να δούν σ'αυτόν έναν άλλο Χριστό. Μόνον έτσι αυτοί θα αισθανθούν έλξη από το καλό παράδειγμα του οδηγού τους και ποιμένος! [Τέλος η Αγιότης. Γι' αυτό ο Ησυχασμός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του κληρικαλισμού].
          Δεδομένης λοιπόν της κοινωνικής φύσεως τού ανθρώπου, η καλή φήμη που στολίζει τον ιερέα από την εφαρμογή των αρετών, πείθει τους άλλους να τον μιμηθούν. Και έτσι όσο πιό όμοιοι θα είναι στον Χριστό οι Ιερείς τόσο ευκολότερα θα αφεθούν στην καθοδήγηση τους οι πιστοί.
          Αυτός ο σεβασμός πρός τον κλήρο τής Εκκλησίας είναι αναγκαίος για την σωτηρία των πιστών. Διότι εάν αυτοί δέν τους αναγνωρίσουν σαν λειτουργούς τού Χριστού, δέν θα υπακούσουν σ'αυτούς όπως στον Χριστό, όπως διαβάζαμε στην προς Γαλάται 4,14: "ώς άγγελον Θεού εδέξασθέ με, ώς Χριστόν Ιησούν!" [Εκτός της ταυτίσεως του Αποστόλου με τον κλήρο, κάτι που είναι αφύσικο, ολόκληρο το απόσπασμα λέει: Γίνεσθε ώς εγώ, ότι κάγω ώς υμείς αδελφοί, δέομαι υμών. Ουδέν με ηδικήσατε, οίδατε δέ ότι δι'ασθένειαν της σαρκός ευηγγελισάμην υμίν το πρότερον, και τον πειρασμόν μου τον εν τη σαρκί μου ούκ εξουθενήσατε ουδέ εξεπτύσατε, αλλ'ως άγγελον Θεού... Αυτή είναι η πάγια τακτική των αιρετικών, χρησιμοποιούν τα κείμενα όπως θέλουν! Γι'αυτό και είναι σωστό να επιμένουμε: Αρχή ορθοδοξίας, έλεγχος αποσπασμάτων].
         
 Η Θ.Ευχαριστία πηγή της αγιότητος του Ιερέως!
        
  Η δευτέρα Βατικάνειος σύνοδος, στο διάταγμα Presbyterorum ordinis, σε τέλεια αρμονία με το δόγμα του Ακινάτη συνθέτει με εντυπωσιακό τρόπο την κεντρική σημασία τής Ευχαριστίας στην πνευματική ζωή τού Ιερέως σαν το κύριο μέσον αγιασμού. Ξεκινώντας λοιπόν δηλώνει ότι η τάξις των πρεσβυτέρων ιδρύθηκε από τον Θεό "για να προσφέρει την θυσία και να συγχωρέσει τις αμαρτίες και στο όνομα τού Χριστού να υπηρετήσουν για τους ανθρώπους  σε επίσημη μορφή το ιερατικό έργο".
          Στην συνέχεια μάς θυμίζει πώς μέσω τής τάξεως τού υπουργήματος αυτού η πνευματική θυσία των πιστών ολοκληρώνεται σε ενότητα με την θυσία του Χριστού, η οποία προσφέρεται στην ευχαριστία μ'έναν τρόπο αναίμακτο και Ιεροπρεπή. Και δηλώνει ότι: «Σ' αυτό τείνει και σ'αυτό βρίσκει την τέλεια πραγματοποίησή του το λειτούργημα των πρεσβυτέρων. Και πράγματι, το λειτούργημά τους, το οποίο αρχίζει με την αναγγελία του Ευαγγελίου, αντλεί την δύναμί του, και της αποτελεσματικότητά του από την θυσία του Χριστού.[Χωρίς τήν Ανάσταση η πίστις μας μάταιη]. Κάτι που σημαίνει επίσης ότι ο Ιερεύς ζεί για την τέλεση της Ευχαριστίας και από αυτή πρέπει να προσλάβει την δύναμη για να προοδεύσει στην πραγμάτωση τής αρετής. Όλα τα Μυστήρια, όπως επίσης όλα τα λειτουργήματα της Εκκλησίας και το αποστολικό έργο, είναι στενά ενωμένα στην Θεία Ευχαριστία και σ'αυτή υπάγονται. Διότι στην Θειότατη Ευχαριστία συμπεριλαμβάνεται όλο το πνευματικό αγαθό της Εκκλησίας, δηλαδή ο ίδιος ο Χριστός. Στην Ευχαριστιακή θυσία ενεργείται η δική μας λύτρωση.
          Ο Ιερεύς πρέπει να θεωρηθεί προορισμένος κυρίως για την προσφορά τής Μεταλήψεως. Στην ζωή του αυτή η θυσία είναι πιό σημαντική από την μελέτη και από το εξωτερικό έργο της Ιεραποστολής. Η μελέτη του πρέπει να κατευθυνθεί στην εμβάθυνση της γνώσεως του μυστηρίου του Χριστού, του υπέρτατου Αρχιερέως, και η Ιεραποστολή του πρέπει να προκύψει από την ένωση με τον Χριστό, τον Κυρίως Αρχιερέα!
          Η Θεία Ευχαριστία όχι μόνον προσφέρει την Χάρη, αλλά και την αυξάνει σ'αυτόν που την δέχεται με την σωστή διάθεση. Μάλιστα δέ η Θεία Ευχαριστία έχει καθαυτή την δύναμη να δώσει την Χάρη. Η Χάρις αυξάνει και η πνευματική ζωή μεγαλώνει κάθε φορά που δεχόμαστε αληθινά αυτό το Μυστήριο. Ώστε ο άνθρωπος να γίνει τέλειος καθαυτός μέσω της ενώσεως με τον Θεό.
          Μιλώντας δέ για την ποιμαντική ευθύνη δηλώνει ότι μέσω τής προσευχής ο Ιερεύς καθοδηγεί τα πρόβατά του. Οι πρεσβύτεροι έχουν μία ιδιαίτερη κλίση στην προσευχή, με την Χριστοκεντρική της σημασία. Καλούμαστε δηλαδή να "μείνουμε" στον Χριστό. Το λειτούργημα του Ιερέως είναι ολοκληρωτικώς δεμένο σ'αυτή την "παραμονή" η οποία εξισούται με την προσευχή και αντλεί από αυτή την αποτελεσματικότητα του. Η προσφορά τής Θ. Ευχαριστίας είναι η πιό υψηλή πράξη τής προσευχής και αποτελεί το κέντρο και την πηγή απο όπου και όλες οι άλλες πράξεις αντλούν την "ζωή"».

ΣχόλιοΕίναι προφανές πλέον, πιστεύουμε, ότι η Εκκλησιαστική ζωή τής Ορθοδοξίας δέν διαφέρει από την παπική εκτροπή. Απόγειο τής οποίας είναι η αίρεση τού Οικουμενισμού όπως εκφράζεται κυρίως από τον Ζηζιούλα
Σάν Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία.

  Συμπέρασμα.
        
  Ας κλείσουμε με την πνευματική διαθήκη, το τελευταίο γράμμα, του πάπα Giovanni Paolo II. "Εάν όλη η Εκκλησία ζεί απο την Ευχαριστία, η Ιερατική ύπαρξη πρέπει να έχει ευχαριστιακή μορφή. Οι λόγοι λοιπόν της συστάσεως της Ευχαριστίας πρέπει  να είναι για μας όχι μόνον μία διατύπωση καθαγιασμού, αλλά μία διατύπωση ζωής.
          Το σώμα και το αίμα του Χριστού δόθηκαν για την σωτηρία του ανθρώπου, όλου του ανθρώπου και όλων των ανθρώπων. Είναι μία συνολική και ταυτόχρονα καθολική σωτηρία, διότι δέν υπάρχει άνθρωπος, εκτός και αν το αρνηθεί, που εξαιρείται από την σωτηριώδη δύναμη του αίματος του Χριστού".[ ΤΟ ΠΕΡΙΤΡΑΝΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ.
          Αλλά, υπογραμμίζει, ο Ιερεύς είναι ο πρώτος που αντλεί το πλεονέκτημα αυτής της σωτηριώδους δυνάμεως, και αυτό τού επιβάλλει την υποχρέωση να προοδεύσει στις οδούς της αγιότητος.
          Επαναλαμβάνοντας στην σιωπή τής συνάξεως στην λειτουργία τούς θαυμαστούς λόγους τού Χριστού, εμείς οι Ιερείς γινόμαστε προνομιούχοι άγγελοι αυτού του μυστηρίου της σωτηρίας. Αλλά πώς να είμαστε επαρκώς προνομιούχοι, χωρίς να αισθανόμαστε εμείς οι ίδιοι σωσμένοι; Εμείς πρώτοι έχουμε εξασφαλίσει στο εσωτερικό μας την Χάρη. Και αυτό μας καθιστά υπεύθυνους να προοδεύσουμε στον δρόμο της τελειότητος. Διότι η Αγιότης είναι η πλήρης έκφραση τής σωτηρίας. Και μόνον ζώντας σαν σωσμένοι, γινόμαστε άγγελοι πιστευτοί της σωτηρίας. Παρ'όλα αυτά είναι απαραίτητο, για να σώσει ο Ιερεύς αυτούς που του έχουν εμπιστευθεί, να προσφέρει την δική του θυσία, ενωμένη με εκείνη του Χριστού, σύμφωνα με το παράδειγμα του Παύλου: «Νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία» (Κολ. 1,24). Μ'αυτόν τον τρόπο οι λόγοι της χειροτονίας μεταμορφώνονται σε "διατύπωση ζωής"! Οι ψυχές στοιχίζουν το αίμα τού Ιησού και ο Ιερεύς δέν μπορεί να αφιερωθεί στην σωτηρία τους, εάν δέν δέχεται να συμμετέχει προσωπικώς στο "ακριβό τίμημα" της σωτηρίας.

Σχόλιο: Είναι φανερό νομίζουμε αρκετά πιά ότι ο κληρικαλισμός και ο Οικουμενισμός ανήκουν στην ίδια αίρεση, στον Παπισμό. Γι'αυτό και όλος σχεδόν ο κλήρος είναι υπέρ της δόξης τού Οικουμενισμού. Αλλά και οι αντιοικουμενιστές, καί οι αποτειχισμένοι είναι εξίσου οπαδοί τού Κλήρου. Της αντιπροσωπείας του Θεού. Αυτή η Εκκλησία του Διαφωτισμού που διαδέχθηκε πραξικοπηματικά την Ορθόδοξη Εκκλησία έχει εισχωρήσει στο μεδούλι των πιστών και είναι αδύνατον να φανερωθεί πλέον η πλάνη. Οικειοποιήθηκαν ολόκληρη την Οικονομία της Σωτηρίας, ιδιοποιήθηκαν διά της Χειροτονίας το Άγιο Πνεύμα και μας οδηγούν στον γκρεμό διά της αναλογίας. Η Ορθοδοξία παραμένει ακόμη ζωντανή στους Αγίους της. Τους εχθρούς τού Οικουμενισμού και του αντι-οικουμενισμού. Ας ανοίξουμε τα μάτια μας!

Αμέθυστος.

Ανώνυμος είπε...

Λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: "Διάκονος είναι αυτός που διακονεί στην Εκκλησία του Κυρίου, πρεσβύτερος ο έτι περαιτέρω διάκονος, και επίσκοπος ο βαθύτατα διάκονος"... Πώς έγινε τώρα και αυτό το διακόνημα και η υπηρεσία στο όνομα του Χριστού μεταβλήθηκε εντελώς αυθαίρετα στην ψευδή αίσθηση και πεποίθηση ότι ο ιερεύς-πρεσβύτερος σώζει και απολογείται και είναι υπεύθυνος για τις ψυχές των υπολοίπων πιστών, είναι πράγματι ένα αντίστροφο "θαύμα" του πόθου για ανθρώπινη εξουσία..
.

Ανώνυμος είπε...

Πρὸς Κορινθίους Βʹ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ἀνάγνωσμα.

Βʹ Κορ 9:12 – 15; 10:1 – 7

Ἀδελφοί, ἡ διακονία τῆς λειτουργίας ταύτης οὐ μόνον ἐστὶ προσαναπληροῦσα τὰ ὑστερήματα τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ περισσεύουσα διὰ πολλῶν εὐχαριστιῶν τῷ Θεῷ· — διὰ τῆς δοκιμῆς τῆς διακονίας ταύτης δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἁπλότητι τῆς κοινωνίας εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς πάντας, καὶ αὐτῶν δεήσει ὑπὲρ ὑμῶν, ἐπιποθούντων ὑμᾶς διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐφ᾿ ὑμῖν. χάρις δὲ τῷ Θεῷ ἐπὶ τῇ ἀνεκδιηγήτῳ αὐτοῦ δωρεᾷ. Αὐτὸς δὲ ἐγὼ Παῦλος παρακαλῶ ὑμᾶς διὰ τῆς πρᾳότητος καὶ ἐπιεικείας τοῦ Χριστοῦ, ὃς κατὰ πρόσωπον μὲν ταπεινὸς ἐν ὑμῖν, ἀπὼν δὲ θαρρῶ εἰς ὑμᾶς· δέομαι δὲ τὸ μὴ παρὼν θαρρῆσαι τῇ πεποιθήσει ᾗ λογίζομαι τολμῆσαι ἐπί τινας τοὺς λογιζομένους ἡμᾶς ὡς κατὰ σάρκα περιπατοῦντας. Ἐν σαρκὶ γὰρ περιπατοῦντες οὐ κατὰ σάρκα στρατευόμεθα· τὰ γὰρ ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ σαρκικά, ἀλλὰ δυνατὰ τῷ Θεῷ πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων· — λογισμοὺς καθαιροῦντες καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐν ἑτοίμῳ ἔχοντες ἐκδικῆσαι πᾶσαν παρακοήν, ὅταν πληρωθῇ ὑμῶν ἡ ὑπακοή. Τὰ κατὰ πρόσωπον βλέπετε! εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι, τοῦτο λογιζέσθω πάλιν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ὅτι καθὼς αὐτὸς Χριστοῦ, οὕτω καὶ ἡμεῖς Χριστοῦ.
 
ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ·
Β Κορ. 9,12 ὅτι ἡ διακονία τῆς λειτουργίας ταύτης οὐ μόνον ἐστὶ προσαναπληροῦσα τὰ ὑστερήματα τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ περισσεύουσα διὰ πολλῶν εὐχαριστιῶν τῷ Θεῷ· -
διὰ τῆς δοκιμῆς τῆς διακονίας ταύτης δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἁπλότητι τῆς κοινωνίας εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς πάντας,
καὶ αὐτῶν δεήσει ὑπὲρ ὑμῶν, ἐπιποθούντων ὑμᾶς διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐφ᾿ ὑμῖν.
χάρις δὲ τῷ Θεῷ ἐπὶ τῇ ἀνεκδιηγήτῳ αὐτοῦ δωρεᾷ.
Β Κορ. 9,15 Ευχαριστία δε και δόξα ανήκει στον Θεόν δια την δωρεάν του αυτήν, την οποίαν στόμα ανθρώπου είναι αδύνατον να διηγηθή.
Β Κορ. 10,1 Αὐτὸς δὲ ἐγὼ Παῦλος παρακαλῶ ὑμᾶς διὰ τῆς πρᾳότητος καὶ ἐπιεικείας τοῦ Χριστοῦ, ὃς κατὰ πρόσωπον μὲν ταπεινὸς ἐν ὑμῖν, ἀπὼν δὲ θαῤῥῶ εἰς ὑμᾶς·
δέομαι δὲ τὸ μὴ παρὼν θαῤῥῆσαι τῇ πεποιθήσει ᾗ λογίζομαι τολμῆσαι ἐπί τινας τοὺς λογιζομένους ἡμᾶς ὡς κατὰ σάρκα περιπατοῦντας.
Ἐν σαρκὶ γὰρ περιπατοῦντες οὐ κατὰ σάρκα στρατευόμεθα·
τὰ γὰρ ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ σαρκικά, ἀλλὰ δυνατὰ τῷ Θεῷ πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων·
λογισμοὺς καθαιροῦντες καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ,
καὶ ἐν ἑτοίμῳ ἔχοντες ἐκδικῆσαι πᾶσαν παρακοήν, ὅταν πληρωθῇ ὑμῶν ἡ ὑπακοή.
Τὰ κατὰ πρόσωπον βλέπετε! εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι, τοῦτο λογιζέσθω πάλιν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ὅτι καθὼς αὐτὸς Χριστοῦ, οὕτω καὶ ἡμεῖς Χριστοῦ.
ἐάν τε γὰρ καὶ περισσότερόν τι καυχήσωμαι περὶ τῆς ἐξουσίας ἡμῶν, ἧς ἔδωκεν ὁ Κύριος ἡμῖν εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ εἰς καθαίρεσιν ὑμῶν, οὐκ αἰσχυνθήσομαι,

π.Λουδοβίκος - ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ

π.Λουδοβίκος
Κείμενο Τρίτο

ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ

Θεολογική έρμηνευτικὴ καὶ Ψυχολογία τοῦ Βάθους*

* Εἰσήγηση στὸ Διεθνές Συνέδριο «Ορθόδοξη Θεολογία καὶ Ψυχοθεραπεία», ᾿Αλίαρτος 1-5 Οκτωβρίου 2003.

Θὰ διετύπωνε κανεὶς μιὰ κοινότοπη ἁπλῶς διαπίστωση ἂν ἰσχυριζόταν πὼς ὄχι μόνον ἡ προβληματικὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ὁρολογία τῆς ψυχανάλυσης ἔχει πλέον σήμερα, ἕναν ἀκριβῶς αἰώνα μετὰ τὴν πρώτη ἔκδοση τῆς Ἑρμηνείας τῶν Ονείρων (1900), διαποτίσει τὸ σύνολο σχεδὸν τοῦ δυτικοῦ ἀνθρωπιστικοῦ στοχασμοῦ, φαινόμενο μοναδικό στὴν πνευματικὴ ἱστορία τῶν νεωτέρων χρόνων. Ἡ νέα φροϋδικὴ «ἐπιστήμη», παρὰ τὶς καταρχὴν ἀντιστάσεις, ἀπέδειξε πὼς διαθέτει ἀξιόλογο ἔρεισμα στὴν κοινὴ περὶ νεωτερικοῦ ἀνθρώπου ἀντίληψη καὶ μάλιστα ὄχι ἁπλῶς καὶ μόνον στὸν χῶρο τῶν εἰδικῶν. Ἡ ἐκλαΐκευσή της ἔχει ἤδη παραγάγει μιὰν ἀληθινὴ μυθολογία, θὰ λέγαμε, περὶ ψυχῆς καὶ δὲν εἶναι διόλου σπάνιο τὸ ν᾿ ἀκούγονται χύδην καὶ δημοσίως οἱ ὅροι τῆς πρώτης καὶ δεύτερης φροϋδικῆς τοπικῆς περιγραφῆς τοῦ ψυχισμοῦ ὡς κοινῶς κατανοούμενα αὐτονόητα.

Παράλληλα, πολὺ νερὸ ἔχει ἔκτοτε κυλήσει στὸ καινούργιο αὐτὸ ποτάμι, πολλὰ πράγματα ἔχουν ἀναθεωρηθεῖ καὶ ἡ «ψυχολογία τοῦ βάθους» διεξάγεται πλέον μέσα σὲ ἀπειροπληθῆ νέα ἐρμηνευτικά κανάλια καὶ «Σχολές», καθεμιὰ τῶν ὁποίων διεκδικεῖ τὴν καλύτερη δυνατὴ εὐόδωση τῶν προσπαθειῶν ἀνάπτυξης τῆς «ἐπιστήμης τοῦ ἀσυνειδήτου». Δὲν λείπουν φυσικὰ καὶ οἱ λιγότερο ἢ περισσότερο ἐμπνευσμένες «ἐπιστροφὲς στὸν Freud» καὶ τὰ «ἱερά» του κείμενα, συνοδευόμενες συνήθως ἀπὸ ριζοσπαστικές ἑρμηνευτικὲς ἀναθεωρήσεις εἴτε τῆς θεωρίας εἴτε τῆς κλινικῆς πρακτικῆς της, ἀφοῦ μάλιστα αὐτὴ ἡ τελευταία ἀποτελεῖ καὶ τὸν μόνο στόχο τῆς πρώτης.

Ἡ θεολογία στὴν διάρκεια τῶν δεκαετιῶν αὐτῶν μοιράσθηκε τὴν ἴδια μὲ τὴν φιλοσοφία ἀμφιθυμία ἔναντι τῆς νεώτερης αὐτῆς «ἐπιστήμης». ᾿Αμφότερες ἐνστικτωδῶς ἀντελήφθησαν ὅτι αὐτὴ ἡ τελευταία διεκδικεῖ χώρους καὶ περιοχές, οἱ ὁποῖες ἀνῆκαν ἀλληλοδιαδόχως στὴν ἐξουσία τους – τίποτε στὴν πραγματικότητα δὲν παραμένει μετὰ τὴν ψυχανάλυση ἀνέγγιχτο, πολλῷ μᾶλλον ἂν προσθέσουμε καὶ τὶς μεταψυχολογικές φροϋδικὲς φιλοδοξίες, οἱ ὁποῖες ζητοῦν νὰ ἐξηγήσουν πολὺ εὐρύτερα τῆς ἀτομικῆς ψυχῆς φαινόμενα, ὅπως ὁ πολιτισμός, ἡ θρησκεία, ἡ τέχνη κ.λπ. Εἰδικὰ ἡ θεολογία αἰσθάνθηκε νὰ ἀπειλεῖται ἄμεσα ἀπὸ τὴν καταλυτικὴ ἀθεῖα τοῦ Freud καὶ ἔκτοτε, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ πάστορα Oscar Pfister μὲ τοὺς ἀνωτέρους του, κληρικοὶ καὶ θεολόγοι ἀσχολούμενοι μὲ τὴν ψυχανάλυση βίωσαν, πλάι στις προσωπικές τους ἐσωτερικές συγκρούσεις, καὶ ἐξωτερικὲς ἀμφισβητήσεις ἢ κατατρεγμούς, μέχρι καὶ σήμερα. Παρὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὡστόσο, θὰ διακινδύνευα τὴ διαπίστωση πὼς στὸ βάθος τῶν ὀντολογικῶν της προϋποθέσεων καὶ συνεπειῶν, ἡ ψυχανάλυση δὲν ἔχει ἀκόμη θεολογικά προσληφθεῖ καὶ ἐρμηνευθεῖ ἐπαρκῶς – μὲ τὴ νηφαλιότητα ἐννοῶ ἐκείνη ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ εἴτε τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ νεοφωτίστου εἴτε τὴν φρίκη τοῦ φονταμενταλιστῆ ἐνώπιόν της.

Διάλεξα προσωπικὰ γιὰ τὴν σημερινή μας συζήτηση, ὡστόσο, μιὰ φιλοσοφικὴ δίοδο πρὸς τὴν πιθανή θεολογική αὐτή, τελικῶς, ἑρμηνευτική συνάντηση. Καὶ τοῦτο διότι ἡ φιλοσοφική κριτικὴ εἶναι, φυσικῷ τῷ τρόπῳ, περισσότερο ἀξιόπιστη ἀπὸ τὴν θεολογική, ἡ ὁποία γιὰ τοὺς πολλούς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι θεμελιωδῶς ἀμυντικὴ καὶ συνεπῶς ἀναξιόπιστη. Ἡ θεολογική συζήτηση μπορεῖ νὰ λάβει χώρα ἐπὶ τῆς φιλοσοφικῆς αὐτῆς κριτικῆς καὶ κατόπιν της κάτι τέτοιο, ἐπιπλέον, θὰ διευκόλυνε καὶ ὅσους δὲν διαθέτουν τὴν κατάλληλη θεολογική παιδεία ἢ ἀναζήτηση γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴ συζήτηση αὐτή.

Ἐπέλεξα τρεῖς ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους φιλοσοφικούς κριτικοὺς τῆς ψυχανάλυσης στὸν εἰκοστὸ αἰώνα: τὸν L. Wittgenstein, τὸν P. Ricoeur καὶ τὸν Κ. Καστοριάδη, ἐπειδὴ θεωρῶ τὴν κριτική τους συμπληρωματική, θὰ ἔλεγα, καὶ εὐεπίφορη ἐντέλει σὲ μιὰ θεολογικὴ ἑρμηνευτική πρόσληψη. Ὁ Wittgenstein, γιὰ νὰ ξεκινήσουμε, ἀντιπροσωπεύει τὸν βαθύτερο ἴσως φιλοσοφικό κριτικὸ τῆς ψυχανάλυσης στὸν εἰκοστὸ αἰώνα, κάτι ποὺ δὲν ἔχει προσεχθεῖ μᾶλλον ὅσο ἔπρεπε καὶ γι' αὐτὸ ἡ εἰδικὴ βιβλιογραφία ἐπὶ τοῦ θέματος εἶναι ἐλάχιστη, μὲ σημαντικότερο τὸ βιβλίο τοῦ Jacques Bouveresse, τὸ ὁποῖο στὴν ἀγγλική του μετάφραση φέρει τὸν χαρακτηριστικὸ ὑπότιτλο: Ὁ Μύθος τοῦ ᾿Ασυνειδήτου1. Η πρώτη λοιπὸν κριτικὴ ἀντίρρηση τοῦ Wittgenstein ἀφορᾶ στὴν ἴδια τὴν ἐπιστημονικότητα τῆς ψυχανάλυσης: ὁ φιλόσοφος ἀρνεῖται στὸν Freud αὐτὴν τὴν τελευταία. Αὐτὸ ποὺ προσφέρει ἡ ψυχανάλυση εἶναι ὄχι ἐπιστήμη ἀλλὰ speculatio – «κάτι λιγότερο ἀπὸ τὴν διαμόρφωση μιᾶς ἐπιστημονικῆς ὑπόθεσης» (Lectures and Conversations, σ. 44)2. Ἡ ὑπέρογκη αὐτοπεποίθηση τοῦ Freud, ὁ δογματισμός του τῆς πίστης σὲ μία καὶ μοναδικὴ σωστή ἐξήγηση -τὴν δική του- τὸν ὁδηγεῖ σὲ συνεχεῖς γενικεύσεις τῆς μονοδιάστατα προσωπικῆς του ἑρμηνείας: αὐτὸς εἶναι ὁ ὁρισμός, κατὰ τὸν Wittgenstein, ὄχι τῆς ἐπιστήμης ἀλλὰ τῆς μυθολογίας3, ποὺ θέλει νὰ καταπλήξει καὶ νὰ ἐντυπωσιάσει τὴν ἀστικὴ τάξη τῆς ἐποχῆς του. Ὁ Freud δὲν κατανοεῖ συνεπῶς, μέσα στὴν βία τῆς ἑρμηνείας του, οὔτε τὴν Ἠθική, οὔτε τὴν Θρησκεία οὔτε τὴν Τέχνη στην, κατὰ Wittgenstein, «ὑπερβατικότητά τους»4. Καί, ἐπιπλέον, μὲ μυθολογικό τρόπο, τὸ ἀσυνείδητο, ἐνῶ συνιστᾶ τὴν οὐσία τοῦ ψυχικοῦ, προσεγγίζεται στὴν πραγματικότητα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ συνειδητοῦ καὶ μόνον5. Μὲ μυθικό τρόπο λοιπὸν τὸ ἀσυνείδητο «ὀντοποιεῖται», ὡσὰν «κάποιος» ὁ ὁποῖος δρᾶ, σκέπτεται, ἐπιθυμεῖ, ἐνεργεῖ, σκαρώνει φάρσες, ὄνειρα καὶ γλωσσικὲς ἀστοχίες ἐρήμην τοῦ ἐαυτοῦ, πλὴν ἐντελῶς συνειδητά, ὡς ἂν δηλαδὴ αὐτόνομο καὶ αὐτοδύναμο6. Επιπλέον, μ' ἕναν τρόπο ποὺ θυμίζει αἱσθητικὴ κι ὄχι ἐπιστήμη, ἡ ἑρμηνεία τοῦ βίου καὶ τῆς πολιτείας αὐτοῦ τοῦ «ὄντος» συντελεῖται ὄχι ἀντικειμενικά ἀλλὰ μὲ τὴν πειθώ τοῦ ἀναλυτῆ καὶ τὴν συγκατάθεση τοῦ ἀναλυόμενου7. Ἔτσι τὸ ἀσυνείδητο προσωποποιεῖται, ὡς ἕνα homunculus στὸ ὁποῖο ἀποδίδονται πράγματι «προσωπικὲς» ἰδιότητες κρίσης, ἐλέγχου, λογοκρισίας, ἐπιθυμίας καὶ τὰ συναφῆ καθὼς καὶ μιὰ ἀξιοσημείωτη ἱκανότητα χρήσης τῆς γλώσσας. Αν ὅμως, συνεχίζει ὁ Wittgenstein, τὸ ἀσυνείδητο πράγματι ὁμιλεῖ, τότε ἀκολουθεῖ λογικοὺς καὶ γλωσσικούς κανόνες καὶ κώδικες καὶ συνεπῶς δὲν εἶναι πράγματι «ἀσυνείδητο»9 – ἐδῶ μιὰ ἔμμεση δική μας μνεία τοῦ Lacan δὲν θὰ ἦταν ἄχρηστη.

Ὁ Freud δρᾶ λοιπὸν ὡς φιλόσοφος μᾶλλον, ὑποστηρίζει ὁ Wittgenstein, ἀφοῦ τοῦ ἀρκεῖ ἡ μελέτη μιᾶς περίπτωσης ὑστερίας γιὰ νὰ ἐξαχθεῖ ἐκεῖθεν ἡ δομὴ ὁλόκληρου τοῦ ἀν θρώπινου ψυχισμοῦ10. Παρεμφερῶς ἀρκεῖται, προκειμένου νὰ ἑδραιώσει τὴν ἑρμηνευτικὴ τῶν ὀνείρων, στὴν ἐμμονή του πὼς τὰ ὄνειρα στὴν οὐσία τους ἀποτελοῦν «ἐκπληρώσεις εὐχῶν» μεταμφιεσμένων. Γενικεύοντας καὶ καθολικοποιώντας μὲ φιλοσοφικό τρόπο λίαν εὐάριθμες ἐπὶ μερους περιπτώσεις καὶ προσθέτοντας τὸ μυθικό κύρος τοῦ ἀναλυτῆ, προσφέρει μιὰ ἐλευθερωτικὰ αὐθαίρετη καὶ δογματικά μονομερῆ ἐξηγητικὴ τοῦ ὀνειρικοῦ ὑλικοῦ μὲ τὴν σπουδὴ ποὺ ἕνας ἀρχαιολόγος ἑρμηνεύει τὰ εὐρήματά του. Γιὰ τὸν Wittgenstein, ἀντίθετα, ἡ ἑρμηνεία τῶν ὀνείρων εἶναι μᾶλλον αὐτὸ ποὺ ἐδῶ καὶ τώρα μοῦ χρειάζεται προκειμένου δημιουργικὰ καὶ κατ' ἔμπνευση νὰ οἰκοδομήσω μιὰ τελεολογία τῆς συνειδητῆς μου πράξης11. Πρόκειται, ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἐλεύθερου συνειρμοῦ, μᾶλλον γιὰ καλλιτεχνικὸ ὑλικὸ προσφερόμενο πρὸς διάφορη ἐκάστοτε ἑρμηνεία – ἂν τὰ ὄνειρα εἶναι μιὰ γλώσσα τόσο συγκεκριμένη καὶ μεταφράσιμη ὅπως θα 'θελε ὁ Freud, τότε, ἰσχυρίζεται ὁ φιλόσοφος, θὰ ἔπρεπε νὰ μπορούσαμε ἐπίσης νὰ μεταφράσουμε καὶ τὴν γλώσσα σὲ ὄνειρα12. Μ' ἄλλα λόγια ὁ συμβολισμὸς τοῦ ὀνείρου πρέπει ν' ἀντιμετωπισθεῖ μὲ πολλὴν οἰκονομία καὶ περίσκεψη· ὁ φροϋδικὸς θετικισμός ψάχνει νὰ βρεῖ ψυχαναγκαστικὰ τὶς ἀληθινὲς δῆθεν αἰτίες τῆς συμπεριφορᾶς, τὴ στιγμὴ ποὺ σκοπὸς τῆς θεραπείας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μιὰ ἀπόλυτη γνώση, ὅσο μιὰ βαθύτερη ἀντίληψη τῶν ψυχικῶν πραγμάτων καὶ τοῦ κόσμου. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει, λέγει ὁ Wittgenstein, μιὰ θετικὴ ἐπιστήμη τῶν κινήτρων καὶ τῶν ψυχικῶν αἰτίων, ἀλλὰ μόνον μιὰ ἑρμηνευτική τους13, μιὰ πολλαπλότητα μάλιστα δυνατῶν ἑρμηνειῶν, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση νὰ ἀρθεῖ προηγουμένως ὁ φροϋδικός θετικισμός ἢ νατουραλισμός.

Διότι τὸ πρόβλημα ἀκριβῶς τῶν ἀσυνείδητων λεγομένων κινήτρων εἶναι πὼς ἐνῶ στὴν κλινική πράξη ή κατανόησή τους βασίζεται στὴν προσωπικὴ αἰτιώδη ἐξήγηση, σ' ἕνα ἄλλο, μεταψυχολογικὸ ἐπίπεδο, τὸ ὁποῖο ὅμως ἀποτελεῖ τὸν σκληρό πυρήνα τῆς ψυχαναλυτικῆς θεωρίας, θεωροῦνται ὡς ἀπόρροιες μιᾶς ὁλόκληρης αὐστηρὰ χτισμένης ὑπερδομῆς, ὀρθολογικὰ καὶ ντετερμινιστικά προσδιορισμένης, ἡ ὁποία παράγει μιὰν αἰτιότητα σχεδόν μεταφυσικὰ συμπαγῆ.[Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΥ ΠΡΟΕΚΥΨΕ ΕΙΝΑΙ Η ΕΔΡΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΣΥΝΑΜΦΟΤΕΡΟΝ ΟΠΩΣ ΛΕΓΕΤΑΙ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, ΟΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΖΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΣΤΙΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ , ΣΤΑ ΤΟΤΕΜ ΚΑΙ ΤΑ ΤΑΜΠΟΥ] Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι κατὰ τὸν Wittgenstein ἡ χειρότερη φροϋδικὴ προκατάληψη ἢ καλύτερα σειρά προκαταλήψεων14: Ο ψυχικός ντετερμινισμός καταρχήν, ὡς μεταφυσική ἢ μυθολογικὴ πεποίθηση πὼς δῆθεν τὰ ψυχικὰ φαινόμενα ὀφείλουν νὰ εἶναι πλήρως προσδιορισμένα καὶ ἐξηγήσιμα. Ἐδῶ ὁ Freud μοιάζει νὰ εἶναι τελείως ξένος ἀκόμη καὶ πρὸς τὴν ἴδια τὴν ἐξέλιξη τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης τοῦ αἰώνα του, τὴν θεωρία τῆς σχετικότητας καὶ αὐτὴν τῆς ἀπροσδιοριστίας λόγου χάρη. Ἡ πρώτη αὐτὴ προκατάληψη ὁδηγεῖ στὴν δεύτερη, ἡ ὁποία συνίσταται στὴν πίστη πὼς κάθε τὶ στὴν ψυχικὴ ζωὴ ἔχει κατ' ἀνάγκην ἕνα νόημα ἢ σκοπὸ ἢ πρόθεση, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθοῦν μὲ βάση τὶς ὀλίγες δεδομένες «ἀρχές» μας, καὶ στὴ συνέχεια, ὡς φυσικὴ συνέπεια, ἀκολουθεῖ ἡ τρίτη προκατάληψη: ἡ πεποίθηση πὼς μιὰ ἐξήγηση ποὺ ἐφαρμόζεται σὲ ἕνα μέρος τῶν γεγονότων μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει στὸ σύνολό του ὅλο τὸ σύμπαν τῶν γεγονότων.[ΜΕΓΑΛΟ ΜΕΡΟΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ, ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΑΝΑΓΚΑΣΕ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΥΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΚΙΑ]

Ὡς πειθώ καὶ ὡς αἰσθητική, ως ερμηνευτική και έως ἔμπνευση, ὡς συμβολή σὲ μιὰ διαδικασία αὐτοδημιουργίας ἢ αὐτοσυνειδησίας ποὺ θὰ τὴν λέγαμε ἐσχατολογική, αν καὶ χωρὶς εἰδικὴ θεολογική σημασία, παρά τις σαφείς βιβλικές ρίζες, ἡ ψυχανάλυση εἶναι λοιπὸν δεκτή από την Wittgenstein, ὅπως εἶναι δεκτὸ καὶ τὸ ἀσυνείδητο, έως πλήρωση θὰ λέγαμε τοῦ προσωπικού μύθου τοῦ ὑποκειμένου. Ἡ αἰτιοκρατικὴ καὶ θετικιστική φροϋδική «επιστήμη» καὶ ἡ ντετερμινιστική ψυχική μηχανή τὴν ὁποία αυτή συνεπάγεται, ὅμως, όχι. Νομίζω πὼς ὁ Wittgenstein θα δεχόταν πὼς ἡ μεγάλη ἀνακάλυψη τοῦ Freud ὑπῆρξε, καταπώς το ἐκφράζει ὁ Erich Fromm, ἡ σύγκρουση ανάμεσα στη σκέψη καὶ τὴν ὕπαρξη, σύγκρουση ἀπαράδεκτη καὶ ταπεινωτικὴ γιὰ τὸν νεωτερικό δυτικό ἄνθρωπο15.[Η ΚΑΤΑΠΙΕΣΜΕΝΗ ΒΟΥΛΗΣΗ ΓΙΑ ΔΥΝΑΜΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΚΕΨΗ. ΜΑΤΑΙΑ ΠΟΥΛΗΣΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΣΑΝ ΘΕΟΣ, ΠΡΟΣΩΠΟ. ΤΕΛΙΚΑ ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ ΕΚΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ] Είναι στὸν ίδια τὸν Fromm ποὺ ὀφείλουμε ἄλλωστε πολλά, ὅσον άφορά τὴν ἔνταξη στὴν δυτική πνευματική παράδοση τοῦ φροϋδικοῦ ἔργου, πράγμα στὸ ὁποῖο θὰ ἐπανέλθουμε. Βεβαίως δ ἴδιος ὁ Freud περιόρισε τὴν σημασία τῆς ἀνακάλυψής του αὐτῆς, θεωρώντας κατὰ βάση πὼς ἡ σύγκρουση αυτή εἶναι κατ' οὐσίαν μία σύγκρουση ἀνάμεσα στην σκέψη και τὴν παιδική σεξουαλικότητα – μιὰ καὶ ἡ ἐποχή του καὶ ἡ τάξη του ἀπωθοῦσαν κυρίως καὶ ἀκριβῶς τὴν σεξουαλικότητα καὶ ὁ φιλοσοφικὰ ἰδιόρρυθμος ἱδρυτής τῆς ψυχανάλυσης δὲν θὰ μποροῦσε παρὰ νὰ γενικεύσει κι ἐδῶ, θεωρώντας πώς ὅ,τι συμβαίνει στὴν Βιέννη τῆς ἐποχῆς του ἀφορά στὴν διαιώνια ἀνθρώπινη ύπαρξη. Όπως καὶ να 'χει το πράγμα, ἡ μόνη προοπτική τῆς ψυχανάλυσης είναι, κατά Wittgenstein, αἰσθητικὴ καὶ ἐρμηνευτική

Σημειώσεις

1. Βλ. J. Bouveresse, Philosophie, mythologie et pseudo-science. Wittgenstein lecteur de Freud, Editions de l'éclat, Paris 1981. ᾿Αγγλική μετάφραση ἀπὸ τὸν C. Cosnan, Wittgenstein reads Freud. The Myth of the Unconscious. Princeton Univ. Press, Princeton, New Jersey 1995. - Assoun, P. L., Freud et Wittgenstein, PUF, Paris 1988. - Cioffi, F., «Wittgenstein's Freud», στο Studies in the Philosophy of Wittgenstein, ed. Winch. - McGuiness, B., «Freud and Wittgenstein», στὸ Wittgenstein and His Times, ed. McGuiness, Oxford, Blackwell 1981.
2. Τὸ ἔργο τοῦ Wittgenstein ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ ἔκδοση τοῦ Bennett.Oxford.
3. J. Bouveresse, Wittgenstein reads Freud..., ό.π., σ. 12-13.
4. Ό.π., σ. 17.            5. Ό.π., σ. 25.
6. Ό.π., σσ. 34-35.    7. Ό.π., σσ. 26-27.
8. Ό.π., σσ. 38-39.    9. Ό.π., σ. 40.
10. Ό.π., σ. 45.         11. Ό.π., σ. 116.
12. Ό.π., σ. 110.        13. Ό.π., σ. 80.
14. Ό.π., σσ. 83-96.
15. Στὸ ἔργο τοῦ Ε. Fromm, Greatness and Limitations of Freud's thought, 1980. Έλλην, μτφρ. Το Μεγαλεῖο καὶ οἱ Περιορισμοί στη Σκέψη τοῦ Freud, Γλάρος, Αθήνα 1983, σ. 39.