Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Λόγια σταράτα για τη θέση του Εσταυρωμένου Χριστού πίσω από την Αγία Τράπεζα

Δέσπω Λιάλιου/Ομότιμη Καθηγήτρια -Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ

Γι᾽ αυτούς που απομακρύνουν τον Εσταυρωμένο από την Αγία Τράπεζα, «γιατί έτσι είναι στον Πατριαρχικό Ναό» (τόσο κατάλαβαν…), δηλαδή σε μια σταλιά τόπο, όπου συνωθούνταν από το 1600 και δώθε συλλειτουργούντες τρεις τέσσερις Πατριάρχες και συνοδικοί, και συνωθούνται ακόμη και στις μέρες μας πλείστοι όσοι σε κάποιες περιστάσεις. Ευτυχώς που με την παρασκευή του Αγίου Μύρου είδαμε το άβατο παρεκκλήσιο του Πατριαρχικού Οίκου με τον Εσταυρωμένο του και τον Πατριάρχη καμαρωτό, καμαρωτό, για να ενδυθεί την Πατριαρχική στολή, και εν συνεχεία το Γέροντα Δέρκων και σε απαρτία και τα εξαπτέρυγα!
Ο Εσταυρωμένος μετακινείται μόνο στην Αποκαθήλωση, δεν έχει διακοσμητικό χαρακτήρα: Κατενώπιον του Εσταυρωμένου και πάνω στο Αντιμήνσιο, τελείται ο καθαγιασμός, ως λέγεται και στην Αγία Αναφορά: «…Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς, καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανούς ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν παρουσίας…». (Τον Εσταυρωμένο βλέπουν οι χριστιανοί, δεν βλέπουν το Αντιμήνσιο).
Χρόνια πολλά και καλά μυαλά!

 

Μια έκκληση στην πολιτική και τον πολιτισμό που έπεσε στο κενό

του Marcello Veneziani

Η έρημος. Κανείς δεν απάντησε στην επιστολή-έκκληση του Massimo Cacciari που δημοσιεύτηκε στην La Stampa την περασμένη Πέμπτη, προφανώς απευθυνόμενη στον νέο υπουργό Πολιτισμού αλλά στην πραγματικότητα απευθυνόταν στην πολιτική και τον πολιτισμό σε όλη τους την έκταση. Ήταν μια επιστολή που προέτρεπε μια αστική σύγκριση ιδεών, χωρίς να θίγει τον ανταγωνισμό και τήν αντιπαράθεση, επίσης καί για να ανταγωνιστεί για την παροιμιώδη πλέον πολιτιστική ηγεμονία που θεωρεί υγιή και θεμιτή φιλοδοξία, τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά. Ο φιλόσοφος αναφέρθηκε στη σκέψη του Κρότσε και του Τζεντίλε και ως εκ τούτου του Γκράμσι, η οποία «δεν είναι κατανοητή χωρίς την πραγματικότητα του Τζεντίλε». Έπιασε τις πλοκές πίσω από τις αντιθέσεις, τις εγκάρσιες κληρονομιές, τις κοινές ρίζες, πέρα ​​από τις αντίπαλες μοίρες. Αναγνώρισε το χρέος του σε ελίτ συντηρητικούς θεωρητικούς, όπως ο Mosca και ο Pareto, καθώς και ο Tocqueville και ο Marx. Και τέλος στράφηκε σε σχολεία και πανεπιστήμια, τα οποία στην πραγματικότητα είναι αρμοδιότητα άλλων υπουργείων, επιβεβαιώνοντας ότι η έκκλησή του απευθυνόταν φαινομενικά μόνο στον διάδοχο του Sangiuliano. Από την άλλη, ακόμη και τα θέματα που θίγονται δεν αφορούν κάποιο υπουργείο αλλά αφορούν το «ευρύ πεδίο» του πολιτισμού. Τέλος, ο καθηγητής εντόπισε τον πραγματικό αντίπαλο κάθε πολιτισμού στο κυρίαρχο μείγμα ηγεμονίας της αγοράς, της τεχνολογίας και της πολιτικής ορθότητας. Θανατηφόρο παρασκεύασμα.
Κανείς στην πολιτική δεν φαίνεται να έχει κατανοήσει την έκκληση του Cacciari, ούτε καν στην κυβέρνηση: ωστόσο ήταν ο πρώτος, έγκυρος «αριστερός διανοούμενος» που τους απηυθύνθηκε μέ μη πολεμικό αλλά μέ εποικοδομητικό τρόπο, ξεπερνώντας τη θύελλα του μίσους και της περιφρόνησης που προέκυψε για την υπόθεση Boccia. Η μόνη ελαφρυντική περίσταση της ομόφωνης σιωπής είναι ότι αναγνωρίζουν τη ματαιότητα της προσπάθειας, ξέρουν ότι η πολιτική είναι αβοήθητη και ανίσχυρη, δεν μπορεί να κάνει τίποτα ούτε για αποφάσεις που έχουν σημασία (οικονομικές, στρατιωτικές, στρατηγικές) ούτε για σημαντικά θέματα όπως π.χ. πολιτισμού και ιδεών. Αλλά ούτε καν οι διανοούμενοι δέχτηκαν την έκκληση του Cacciari να δεχτούν, να αντικρούσουν και να αναλογιστούν τις θέσεις του. ούτε καν ο προοδευτικός αριστερός «κλήρος», ο πνευματικός θόλος της χώρας μας. Αυτό επιβεβαιώνει τρία πράγματα, σε ένα: κανείς δεν θέλει να φύγει από το σπίτι. Δηλαδή, κανείς δεν θέλει να εκτεθεί και να αποκλίνει από την αγέλη, κανείς δεν θέλει να κάνει διάλογο με κανέναν, ο καθένας έχει τα δικά του τοτέμ και ταμπού. κανείς δεν έχει ενδιαφέρον ή εμπιστοσύνη σε πολιτιστικές πρωτοβουλίες και ανοίγματα εκτός συγκυριαρχίας.
Η συμπεριληπτική ιδεολογία βασίζεται διαβόητα στον αποκλεισμό , όπως η δημοκρατία βασίζεται στην άρνηση της διαφωνίας. Και τότε δεν υπάρχουν πλέον κληρονόμοι του Τζεντίλε και του Κρότσε, ούτε του Γκράμσι, του Παρέτο και του Μόσκα. μόνο καρικατούρες, πανούργοι στη διαμετακόμιση και αυτόματα και μαχητικά επαναλήπτες.
Κανείς δεν τα διαβάζει, πολύ περισσότερο δεν τα καταλαβαίνει.
Αλλά πάνω απ' όλα, κανείς δεν νοιάζεται πια για τη «μάχη των ιδεών», όπως την αποκαλεί ακόμα επικά, ηρωικά ο Cacciari: από εκείνη τη μάχη υπάρχουν μόνο οι νεκροί στο πεδίο, που φαίνονται ως δυσκίνητα πτώματα και σκελετοί. περισσότερα τά τσακάλια και οι γύπες τριγύρω. Οι πρώτοι που πέθαναν ήταν οι ιδέες.
Βρήκα στον Cacciari ένα απροσδόκητο άλμα αυτοπεποίθησης και ακόμη και αισιοδοξίας, είναι τόσο διατεθειμένος να προφέρει τη λέξη καταστροφή κάθε τρεις προτάσεις. είναι τόσο τραχύς και εχθρικός. Μια απερίσκεπτη αισιοδοξία όταν μάλιστα στράφηκε στα σχολεία και «απείλησε» να απλώσει το βλέμμα του στο πανεπιστήμιο. Αν η πολιτική έχει πλέον στειρωθεί από τον κτηνίατρο και δεν μπορεί πλέον να αναπαραχθεί με τη σύζευξη με τον πολιτισμό, ακόμη και τα σχολεία και τα πανεπιστήμια φαίνονται πλέον πόλοι εκτός αυτού τού πολιτιστικού και πολιτικού οράματος που γενναιόδωρα αναφέρει ο Cacciari.
Αλλά η νεκρή σιωπή της πολιτικής και του πολιτισμού αφηγείται την αδυναμία αναγέννησης, αναβίωσης μιας πολιτικής κουλτούρας και τεκμηριώνει ότι η πολιτική είναι πλέον μακριά από τον πολιτισμό, όπως ο πολιτισμός απέχει από τις ιδέες, από τολμηρά έργα, από διαλόγους και από τη συμμετοχή. Ο Τζεντίλε, ο Κρότσε, ο Γκράμσι και οι άλλοι είναι πλέον έτη φωτός μακριά μας, και όχι επειδή έχουν αντικατασταθεί από νέους διερμηνείς, αλλά επειδή τα θέματά τους, οι σκέψεις τους, τα εμφύλια πάθη τους δεν χρησιμοποιούνται πλέον και στη θέση τους δέν υπάρχει τίποτα ή εκείνο το γουέστερν ζελέ με τα προαναφερθέντα τεχνο-εμπορευματικά-ιδεολογικά συστατικά. Ένα ζελέ που λειτουργεί πλέον ως προπολιτισμικό φράγμα: δηλαδή αποτρέπει και εμποδίζει την πρόσβαση στον πολιτισμό και τις αντιπαραθέσεις του, τοποθετεί  προκαταλήψεις που εμποδίζουν κάθε κριτική σκέψη και κάθε ανοιχτό πνεύμα.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι να εγγραφεί ο Dante στα δεξιά, για να παραθέσω την ειρωνική αναφορά του Cacciari σε ένα αστείο του Sangiuliano. Αν μη τι άλλο, αυτό της εγγραφής του δεξιού (και του αριστερού) στον Δάντη. Είναι αυτοί που πρέπει να αντλούν έμπνευση από τον υψηλότατο Ποιητή και όχι αυτός που μετά θάνατον προσκολλάται σε ένα κόμμα ή μια πολιτική ταμπέλα.
Η ταλαιπωρία παραμένει στην παρατήρηση ότι κάθε σπάνια προσπάθεια να ανοίξει μια συζήτηση, να πυροδοτήσει μια διαμάχη, να αναζωογονήσει τις πλευρές της σκέψης ξεθωριάζει σε κενό, σιωπή και απροσεξία. Όλοι μένουν στο σπίτι, βροντοφωνάζουν ή σιωπούν, χωρίς ποτέ να κάνουν προσπάθεια να αμφισβητήσουν το βρασμένο ρεπερτόριό τους. Και από την άλλη, πριν από πόσα χρόνια έχει καταργηθεί η σύγκριση μεταξύ πραγματικά διαφορετικών φωνών; Τα μέλη και οι σκέψεις έχουν τώρα ατροφήσει σε αυτή την επανάληψη όσων έχουν ήδη ειπωθεί ή σε αυτήν την αλυσίδα της σιωπής. Το λέω αυτό από τη Μόντενα, καλεσμένος για ένα leccio στην πλατεία, στο φεστιβάλ φιλοσοφίας: το τέλειο μέρος για αυτόν τον προβληματισμό...
Ο Cacciari προσπαθεί, φεύγει από το σπίτι, πηγαίνει στο δρόμο ή στο κανάλι (είναι Βενετός). καλεί την ενδοεπικοινωνία και σου ζητάει να κατέβεις. Αλλά κανείς δεν απαντά. Τότε μην παραπονιέστε αν φτάσουν τελικά οι Τάταροι για να μετακινήσουν αυτή την έρημο.

 https://www.marcelloveneziani.com/articoli/un-appello-alla-politica-e-alla-cultura-caduto-nel-vuoto/

«ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ» ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ Από Ρομπέρτο ​​Πεκιόλι

« Ο άνθρωπος δεν βρίσκεται πλέον στο κέντρο του κόσμου σύμφωνα με την Avvenire. Σήμερα, στη νέα εποχή και την οικολόγο μεταναστευτική Εκκλησία του βασιλέως ποντίφικα όλα είναι δυνατά: η Βίβλος, το Ευαγγέλιο και ολόκληρη η Αποκάλυψη χτυπήθηκαν και βυθίστηκαν με ένα μόνο χτύπημα.
Τον τελευταίο καιρό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει τίποτα. Η Via Crucis ενός πολιτισμού σε αφοπλισμό έχει χίλιες πτυχές και η αγωνία του πιο σημαντικού πνευματικού του φορέα, της Καθολικής Εκκλησίας, δεν είναι παρά ο σεισμογράφος μιας αυξανόμενης διάλυσης. Για το λόγο αυτό, δεν μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση μια παρέμβαση της επισκοπικής εφημερίδας Avvenire που σε άλλες εποχές θα μας εξόργιζε. Σήμερα, στη μεταναστευτική, νέα εποχή και τήν οικολογική Εκκλησία της εγκυκλίου Laudato sii του βασιλέως ποντίφικα, όλα είναι δυνατά. Γι' αυτό διαβάζουμε χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη την πνευματική παράσταση ενός «καινοτόμου» Μιλανέζου ιερέα, που φιλοξενήθηκε από τη νεοκαθολική εφημερίδα την περασμένη 4η Ιουλίου.

Δεσμευμένοι να υποστηρίξουν μια αμφίβολη πρωτοβουλία της εφημερίδας, τα Σάββατα για το μέλλον - ή μάλλον "Σάββατα για το μέλλον", αφού ακόμη και στο σκευοφυλάκιο προτιμούν τα αγγλικά από την εθνική γλώσσα και το λατινικό παρελθόν - μια εκδήλωση που δεν χάνεται αφιερωμένη στήν "οικολογική βιώσιμο «κατανάλωση, ο Αμβρόσιος κληρικός που εγκατέλειψε τον εαυτό του, ανάμεσα στο ένα σύνθημα και το άλλο βγαλμένο από το ρεπερτόριο των οπαδών της Γκρέτα Τούνμπεργκ , σε έναν ανατριχιαστικό προβληματισμό, στο στόμα ενός αφιερωμένου ατόμου: «πρόκειται για την υπέρβαση του ανθρωποκεντρισμού για την επανεκκίνηση της κεντρικής σημασίας του να είσαι φύλακας τής Δημιουργίας. Εδώ η χριστιανική παράδοση πρέπει να διδαχθεί από άλλες θρησκευτικές παραδόσεις και κοσμοθεωρίες με μια πιο αρμονική και ολοκληρωμένη προσέγγιση, με στόχο την οικολογία και τον φυσικό κόσμο». Η Βίβλος, το Ευαγγέλιο και ολόκληρη η Αποκάλυψη χτυπήθηκαν και βυθίστηκαν σε ένα χτύπημα.

Σήμερα, στη μεταναστευτική, νέα εποχή και οικολόγο Εκκλησία της εγκυκλίου Laudato sii του βασιλέως ποντίφικα, όλα είναι δυνατά. Εδώ ο Αργεντινός χημικός ειδικός που κατοικεί στη Σάντα Μάρτα, με την αγία οικολόγο Γκρέτα Τούνμπεργκ, ήδη συγκρίνεται με τον Ιησού Χριστό από τον Επίσκοπο του Βερολίνου!

 Κάθε άλλο παρά θεολόγοι είμαστε, οι ιησουίτες δεν μας ανήκουν ούτε ξέρουμε πώς να απαλλαγούμε από τις λεπτές κληρικές διακρίσεις. Για χάρη της πίστης, ας αφήσουμε κατά μέρος την ανησυχητική παραδοχή της κατωτερότητας του Χριστιανισμού σε σύγκριση με πιο «αρμονικές» και οικολογικές παραδόσεις - ο αληθινός χαρακτήρας του χριστιανικού μηνύματος είναι μια κληρονομιά του μη σχετικιστικού παρελθόντος, αλλά η αγωνία να υπερπηδήσει τον «ανθρωποκεντρισμό». μας κάνει να φαίνεται σαν μια αυθεντική αποστασία της πίστης. 

Στη Γένεση, (1.25) την οποία μεταγράφουμε σύμφωνα με την εκδοχή που εγκρίθηκε από τον CEI, εκδότη της Avvenire, ο Θεός δηλώνει: «ας φτιάξουμε τον άνθρωπο κατ' εικόνα μας, σύμφωνα με την ομοίωσή μας: ας κυβερνήσουμε τα ψάρια της θάλασσας και τα τα πουλιά του ουρανού, πάνω από τα ζώα, όλα τα άγρια ​​ζώα και όλα τα έρποντα που σέρνονται στη γη».

Ο πατέρας Arturo Sosa Abascal, ανώτερος στρατηγός των Ιησουιτών (φωτογραφία CNS μέσω Catholic Herald).

Οι Γραφές έχουν ευρέως σχετικοποιηθεί από τη νέα Εκκλησία μέσω του έργου ιστορικοποίησης επιφανών βιβλικών μελετητών καθώς και από τους ανησυχητικούς ισχυρισμούς του Ιησουίτη υπηρέτη του Θεού (;) Πατέρα Sosa Abascal για την αλήθεια των ευαγγελίων, αλλά είναι η πρώτη φορά ότι ακούμε έναν ιερέα να αρνείται την κεντρική θέση του ανθρώπου στη δημιουργία. Η απόρριψη του μοναδικού χαρακτήρα του ανθρώπινου είδους, της κορυφής της δημιουργίας και της υπεύθυνης για τη Γη σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, σημαίνει αναχώρηση από χιλιετίες παράδοσης.  

 Η Εκκλησία είχε ακολουθήσει μια πορεία προς την αντίθετη κατεύθυνση πριν από μισό αιώνα, τουλάχιστον φαινομενικά. Η ανθρωπολογική επιλογή, ή μάλλον η προτίμηση που δόθηκε στην πόλη του ανθρώπου έναντι της βασιλείας του Θεού, προαναγγέλθηκε ως ένα εξαιρετικό επίτευγμα του σύγχρονου Καθολικισμού. Δημιουργήθηκε, κατά τη διάρκεια και μετά τη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού, από μια γενιά θεολόγων με επικεφαλής τον Karl Rahner (1) . Σύμφωνα με αυτούς, η Εκκλησία έπρεπε να κατέβει από τον ουρανό στη γη, η ανθρωπότητα έχοντας ενηλικιωθεί δεν χρειαζόταν πλέον την αποκάλυψη ούτε το μάγιστρο για να «σωθεί» (η έννοια του όρου ήταν ακόμα εσχατολογική), αλλά η σωστή συνείδηση ​​που είχε ο ίδιος ο Θεός ήταν επαρκής που δόθηκε στον άνθρωπο («ανώνυμος» χριστιανός) με τη μορφή της ελεύθερης βούλησης και της διαίσθησης του φυσικού νόμου. Ο παλιός τύπος «nulla salus extra ecclesiam », καμία σωτηρία έξω από την Εκκλησία, παραμερίστηκε με αμηχανία,ο άνθρωπος έγινε το μέτρο των πάντων.

Ο Πλάτων κοιτάζει κατευθείαν ψηλά και ο Αριστοτέλης τον διορθώνει ξεκινώντας από κάτω για να φτάσει στην κορυφή. Τοιχογραφία του Ραφαήλ στο σχολείο της Αθήνας.
Karl Rahner 1974.

Αν αμφιβάλλουμε για τη θεία φύση του Χριστού, όχι μόνο είναι μάταιη η πίστη μας, όπως κατάλαβε ο Άγιος Παύλος στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή, αλλά είναι παράλογο να διακηρύττουμε τις γραφές ως λόγο του Θεού ! 

Ο ιερέας της ενορίας της εφηβείας μας, Μονσινιόρ Καβάσα, επανέλαβε ότι αισθάνθηκε επενδυμένος, ως εφημέριος, στο έργο «να φέρει ψυχές στον Θεό» και στόχος του ήταν να γεμίσει τον παράδεισο των ενοριών του. Καημένος αφελής αρχιερέας, αγνοώντας ότι η κόλαση, αν υπάρχει, είναι άδεια και ούτως ή άλλως ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί, αφού η Εκκλησία είναι μόνο ένας από τους πολλούς τρόπους που υπάρχουν στην πνευματική αγορά. Ο γέρος ιερέας της ενορίας, ανάμεσα στα κτήρια μελισσών μιας γειτονιάς της πόλης, πίστευε ότι εκτελούσε αποστολικό έργο. Αντίθετα, ήταν απλώς «προσηλυτισμός», όπως λένε τώρα οι νέοι Καθολικοί με σκοτεινά βλέμματα και μορφασμούς διαφωνίας. Ο Αργεντινός χημικός ειδικός που κατοικεί στη Σάντα Μάρτα ισχυρίζεται ότι ο βοσκός «μυρίζει πρόβατο», αλλά πού οδηγεί το κοπάδι; Ελευθερωμένοι από την κεντρική θέση του Θεού, ξεφορτώνονται τώρα το τελευταίο βάρος, τον άνθρωπο, αλλά το διασκορπισμένο ποίμνιο περιορίζεται στο να υπάρχει άσκοπα, χωρίς πρότυπα, με τον στόχο της αιώνιας ζωής θολό, για να μην πω πια δεν πιστεύεται. 

Λογικά μιλώντας, αν ο άνθρωπος, λόγω της συμπεριφοράς του, χρειάζεται να απομακρυνθεί από το βάθρο στο οποίο τον τοποθέτησε ο Θεός, είναι Θεός που αρνούμαστε. 

Όχι αθεϊσμός, προσέξτε, ο Θεός είναι ακόμα στο βάθος, με τη μορφή της αρχέγονης ενέργειας ή του ωρολογοποιού του σύμπαντος. Τίποτα νέο: είναι η μεταμοντέρνα έκδοση του παλιού 18ου αιώνα, του Διαφωτισμού και του Τεκτονικού ντεϊσμού. δεν χρειάζεται μια αποκάλυψη, που, ενδεχομένως, θα ήταν μόνο ένα ιστορικό επεισόδιο, ένα παραμύθι που προορίζεται για αμόρφωτους και αφελείς. Ο ντεϊστικός λόγος μας επιτρέπει να αναπτύξουμε μια μειλίχια φυσική θρησκεία που, στην οικολογική-καταστροφική εκδοχή, μοιάζει πολύ με τον πανθεϊσμό που είναι αφιερωμένος στη Μητέρα Φύση, υποβιβάζοντας τον Θεό έξω από την πραγματικότητα, έναν δυσκίνητο ξένο. Το επόμενο βήμα δεν θα μπορούσε παρά να είναι η υποτίμηση του ανθρώπου λόγω της αρνητικότητας της συμπεριφοράς του, με όλο τον σεβασμό στην «κεντρικότητα του ρόλου του φύλακα της δημιουργίας», που επίσης επαναφέρει μέσα από το παράθυρο, εξαγνισμένο από την υπέρβαση, τον ανθρωποκεντρισμό που κυνηγήθηκε. μακριά από τον ιερέα Μιλανέζο.

Ραφαήλ, το σχολείο της Αθήνας.

Σήμερα, ο ντεϊστικός λόγος μας επιτρέπει να αναπτύξουμε μια ήπια φυσική θρησκεία; Μετά τον ντεϊσμό, υπάρχει μόνο η θρησκευτική αδιαφορία, η υπόθεση - ο Θεός ακυρώθηκε, δεν λαμβάνεται πλέον υπόψη, όπως είπε ο Λαμάρκ για το εξελικτικό του σύστημα. Αυτός είναι ο δρόμος;

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, έχοντας παραμερίσει τον Θεό και αγνοήσει το Άγιο Πνεύμα, το πρώτο και τρίτο πρόσωπο της Τριάδας (πρέπει πάντα να χρησιμοποιούμε την ανθρωποκεντρική λέξη «πρόσωπο»!) η Εκκλησία δεν εστιάζει πλέον στον Ιησού ως γιο του Πατέρας που ήρθε στη γη για να επισφραγίσει «τη νέα και αιώνια συμμαχία», αλλά ως εξαιρετικό πρότυπο αρετής. Γεγονός είναι ότι αν αμφιβάλλουμε για τη θεία φύση του Χριστού, όχι μόνο είναι μάταιη η πίστη μας, όπως κατάλαβε ο Άγιος Παύλος στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή, αλλά είναι παράλογο να διακηρύξουμε τις γραφές ως λόγο του Θεού. Μπορούμε λοιπόν εύκολα να γίνουμε ανιμιστές, πανθεϊστές, νέοι ηλικιωμένοι που έχουν μπει στην εποχή του Υδροχόου ή οτιδήποτε άλλο, θεωρούμε το Ευαγγέλιο το μυθιστορηματικό χρονικό του κηρύγματος ενός παράξενου Εβραίου ταραχοποιού που τελείωσε άσχημα. Ένας σπουδαίος άνθρωπος που πρέπει να κριθεί με το κριτήριο της ιστορίας, εντάσσοντας το μήνυμά του, ειδικά όπως αναφέρθηκε de relato , από οπαδούς -μαθητές και απόστολους- αμφίβολης αξιοπιστίας.

  Η κρίση του δόγματος, η ξέφρενη αναζήτηση ολοένα καινούργιων μονοπατιών σε αντίθεση με τη σταθερότητα του αιώνιου, μεταμορφώνεται στην αγωνία της πίστης. Ο ίδιος ο Ιησούς το είχε προβλέψει (όταν επιστρέψει ο Υιός του Ανθρώπου, θα βρει πίστη στη γη; Λουκάς, 18.8), αλλά αυτό που προκαλεί ανησυχία δεν είναι η άμεση αποστασία, αλλά μάλλον η υποτίμηση του Θεού μέσω της αρνητικής κρίσης για το πλάσμα εικόνα και ομοίωση του. Λογικά μιλώντας, αν ο άνθρωπος, λόγω της συμπεριφοράς του, χρειάζεται να απομακρυνθεί από το βάθρο στο οποίο τον τοποθέτησε ο Θεός, είναι ο Θεός που αρνούμαστε. Το κακό που ονομάζουμε αμαρτία δεν είναι πρόσφατη ανακάλυψη, είναι μέρος του πλάσματος. Είναι οι συγκεκριμένες μορφές που προσλαμβάνουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, όπως η σημερινή παράλογη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Αν αμφιβάλλουμε για το «θείο» πεπρωμένο του ανθρώπινου πλάσματος, ο ιερέας του Avvenire έχει δίκιο που απαιτεί από το έξυπνο θηρίο, ή τον γυμνό πίθηκο, ένα βήμα πίσω, την αναγνώριση ότι η ανθρωπότητα είναι μια κουκκίδα σκόνης στο Σύμπαν.

Ο Αργεντινός χημικός ειδικός που κατοικεί στη Σάντα Μάρτα ισχυρίζεται ότι ο βοσκός «μυρίζει πρόβατο», αλλά πού οδηγεί το κοπάδι;
Arne Εξώφυλλο Eide Næss.

Ένα σύμπαν, εξάλλου, που μόνο ο άνθρωπος ιστορικοποιεί, μετράει, παρατηρεί, διερευνά μέσα από το φακό που -μοναδικό ανάμεσα στα έμβια όντα- τοποθετεί ανάμεσα στον εαυτό του και στον κόσμο. Πέρα από τις τεράστιες αμαρτίες

Πορτρέτο του Λαμάρκ.

της αλαζονείας ( Greek hubris ) (2) η φύση είναι ακόμα δημιουργία; Και είναι ο άνθρωπος το κατ' εικόνα και ομοίωσιν του Θεού ον, αν ο ρόλος του είναι τόσο αρνητικός, αν οι συμπεριφορές του είναι ο καρκίνος του περιβάλλοντος, το μεταμοντέρνο όνομα του σύμπαντος; Γνωρίζουμε την ανταπόκριση μεγάλων τομέων του οικολογισμού, από τον Arne Naess (3) μέχρι τους θεωρητικούς της Γαίας, ξένους προς τη μεταφυσική.
Μας τρομάζει η σύμπτωση εκείνης της σκέψης - αν και αξιοσέβαστη και σημαντική - με το πιο πρόσφατο εκκλησιαστικό δόγμα. Ο Παύλος ΣΤ' σήμανε συναγερμό πριν από μισό αιώνα, δηλώνοντας ότι η «μη καθολική» σκέψη είχε διεισδύσει στην Εκκλησία. Το ταξίδι ολοκληρώθηκε: πρώτα ο Θεός μπαίνει σε παρένθεση, ενθρονίζοντας τον άνθρωπο. Τότε ο πρόσφατα ανυψωμένος άνθρωπος απαξιώνεται, η κεντρικότητά του αρνείται υπέρ ενός γενικού νατουραλισμού. Το τελευταίο στάδιο είναι η άρνηση κάθε μεταφυσικής. Μετά τον ντεϊσμό, υπάρχει μόνο η θρησκευτική αδιαφορία, η υπόθεση - ο Θεός ακυρώθηκε, δεν λαμβάνεται πλέον υπόψη, όπως είπε ο Λαμάρκ για το εξελικτικό του σύστημα.
Αυτός είναι ο δρόμος;

  • ΣΗΜΕΙΩΜΑ
  • (1) Ο Karl Rahner (Freiburg im Breisgau, 5 Μαρτίου 1904 – Ίνσμπρουκ, 30 Μαρτίου 1984) ήταν Γερμανός, Καθολικός Ιησουίτης και θεολόγος, μεταξύ των πρωταγωνιστών της ανανέωσης της Εκκλησίας που οδήγησε στη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού.
    (2) Το Hybris (ˈhyːbris, στα αρχαία ελληνικά: ὕβϱις, hýbris) είναι ένας τόπος (επαναλαμβανόμενο θέμα) της ελληνικής τραγωδίας και της ελληνικής λογοτεχνίας, που υπάρχει επίσης στα Ποιητικά του Αριστοτέλη. Κυριολεκτικά σημαίνει «υπεροψία», «υπερβολή», «υπερηφάνεια». Γενικά αναφέρεται σε μια άδικη ή κακή ενέργεια που συνέβη στο παρελθόν, η οποία παράγει αρνητικές συνέπειες σε ανθρώπους και γεγονότα στο παρόν. Είναι ένα υπόβαθρο που χρησιμεύει ως υποβόσκουσα αιτία που θα οδηγήσει στην καταστροφή της τραγωδίας. . Το θέμα επαναλαμβάνεται πολύ συχνά στη Θεία Κωμωδία του Dante Alighieri από χριστιανική σκοπιά. οποιαδήποτε αμαρτία μπορεί να ανιχνευθεί στην ύβριση του ανθρώπου, ο οποίος προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τη λογική για να κατανοήσει τα μυστήρια του θείου, τοποθετώντας τον εαυτό του ως Θεό.
    (3) Ο Arne Dekke Eide Næss (Όσλο, 27 Ιανουαρίου 1912 – Όσλο, 14 Ιανουαρίου 2009) ήταν Νορβηγός φιλόσοφος και ορειβάτης. Σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά και αστρονομία στο Πανεπιστήμιο του Όσλο, στη Σορβόννη και στη Βιέννη όπου παρακολούθησε τον τοπικό σύλλογο. Καθηγητής της φιλοσοφίας στο Όσλο μέχρι το 1969, ενδιαφέρθηκε για: ιστορία της φιλοσοφίας, φιλοσοφία της επιστήμης, ηθική. είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σκέψη του Σπινόζα και του Γκάντι. Ίδρυσε το διεθνές φιλοσοφικό περιοδικό Inquiry το οποίο επιμελήθηκε μέχρι το 1975.
     
  •   https://www-inchiostronero-it.translate.goog/antropocentrismo-eretico/?_x_tr_sl=it&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=wapp

Εικόνα: The Creation of Adam fresco, Michelangelo (1512)

...''έτρεχεν'' εις τον όπισθεν της Αγίας Τραπέζης επί ξύλου κρεμάμενον Σωτήρα...


   Μόλις εσήμαινε το σήμαντρον εισήρχετο μετά σπουδής ο Άγιος Νεκτάριος εκ της θύρας του Ιερού και πρώτον έκαμε τρεις μετανοίας έμπροσθεν της Αγίας Τραπέζης, ησπάζετο το Ιερόν Ευαγγέλιον, την Αγίαν Τράπεζαν και κατόπιν ''έτρεχεν'' εις τον όπισθεν της Αγίας Τραπέζης επί ξύλου κρεμάμενον Σωτήρα και Λυτρωτήν ημών Κύριον Ιησούν Χριστόν και κλίνων τα της ψυχής και του σώματος γόνατα, ενηγκαλίζετο τον Σταυρόν και με στεναγμούς αλαλήτους, με λυγμούς και δάκρυα κατανύξεως ησπάζετο τον Τίμιον Σταυρόν και ως να έβλεπε τον Ίδιον τον Χριστόν τον Βασιλέα του παντός, συνωμίλει δια της προσευχής.

  Τας ιεράς και συγκινητικάς εκείνας στιγμάς ουδέποτε ελησμόνησα, ούτε θα λησμονήσω. Αι ολίγαι εκείναι στιγμαί ήσαν δι' εμέ μία διδασκαλία σπουδαιοτάτη, ψυχωφελεστάτη και ανωτέρα από όσας ήκουσα και εδιδάχθην από πολλούς διδασκάλους, καθηγητάς, θεολόγους, σοφολογιωτάτους και κήρυκας του Θείου λόγου. 
 Από τας βραχυτάτας εκείνας στιγμάς εγνώρισα και κατενόησα την ολόψυχον, την ολοκάρδιον, την ολόθερμον και τελείαν αγάπην, ην είχεν ο πνευματικός μου πατήρ προς τον Γλυκύτατόν μας Ιησούν Χριστόν, την Πηγήν της αγάπης, τον διά την άπειρον Αυτού αγάπην προς ημάς τους ανθρώπους τον επονείδιστον Σταυρικόν θάνατον υπομείναντα. Αυτή αύτη η αγάπη του Αγίου πατρός ημών Νεκταρίου τον ήνωσεν με τον Θεόν, καθώς λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος: ''Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ''(Α' Ἰωάννου 4,16).
Όσιος Φιλόθεος Ζερβάκος
(Από το βιβλίο του Αρχιμ. Τύχωνος Ανδρέου: Πώς εγνώρισα τον Άγιον Νεκτάριον Πενταπόλεως)

πηγή

 https://proskynitis.blogspot.com/2024/09/blog-post_57.html

ΑΛΛΟ ΑΓΙΟΣ ΑΛΛΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ.

Το Τριαδικόν δόγμα - Αρχιμ Β. Στεφανίδη

Αποσπάσματα από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Αρχιμ. Βασ. Στεφανίδου, καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών (Εκδόσεις: Αστήρ)

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' - Ό δογματικοί καθορισμός της χριστιανικής διδασκαλίας.

§ 13. Τὸ τριαδικὸν δόγμα.

Ἡ Ἐκκλησία καθώρισε τὴν διδασκαλίαν αὐτῆς ἐπισήμως δι' οἱκουμενικῶν συνόδων. Αὗται ἤρχισαν συγκαλούμεναι ἀπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, διότι τότε ὑπῆρχεν εἰρήνη, ἀσφάλεια καὶ τὰ ἀπαιτούμενα μέσα πρὸς σύγκλησιν τοιούτων συνόδων, τότε ὑπῆρχε χριστιανός αὐτοκράτωρ, ὁ ὁποῖος ἐπικυρῶν τὰς ἀποφάσεις αὐτῶν ἐπέβαλλεν αὐτὰς εἰς ὅλον τὸ κράτος. Ὁ δογματικὸς ἄρα καθορισμὸς τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν νέων συνθηκῶν, εἰς τὰς ὁποίας εὑρέθη ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. ᾿Αλλ᾽ ἤδη πρὸ αὐτοῦ εἶχεν ἀρχίσει προπαρασκευαστικὸν στάδιον τοῦ καθορισμοῦ τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἤτοι σκέψις καὶ συζήτησις περὶ δογματικῶν ζητημάτων. Κατὰ τὸ προπαρασκευαστικὸν στάδιον συνεζητήθη, τίς ἡ σχέσις τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θεόν. Τότε παρουσιάσθησαν οἱ Μοναρχιανοὶ (τὸ ὄνομα ἐδόθη αὐτοῖς ὑπὸ τοῦ Τερτυλλιανοῦ). Οὗτοι ἐδέχοντο τὸν Θεὸν ὡς «μοναρχίαν» (μονάδα), ὡς ἓν πρόσωπον, ἤτοι τὸν ὑφ᾽ ἡμῶν καλούμενον Πατέρα. Οἱ Μοναρχιανοί, διαιρούμενοι εἰς «Πατροπασχίτας» (τὸ ὄνομα ἐδόθη αὐτοῖς ἐπίσης ὑπὸ τοῦ Τερτυλλιανοῦ) καὶ εἰς «Υιοθετιστὰς» (τὸ ὄνομα ἐδόθη αὐτοῖς ὑπὸ νεωτέρων θεολόγων, «Adoptianer»), ἐνεφανίσθησαν τέλη τῆς β' ἑκ/ρίδος ἐν τῇ ᾿Ανατολῇ, ὁπόθεν τὰς διδασκαλίας αὑτῶν μετέφερον εἰς τὴν Ρώμην. Ὅ,τι καλὸν ἢ κακόν, ὡς γνωστόν, σπεύδει νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν πρωτεύουσαν. Ἡ λύσις τὴν ὁποίαν ἔδωσαν οἱ Μοναρχιανοὶ ἐστηρίζετο ἐπὶ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, οἱοσδήποτε δὲ θέσει τὴν βάσιν ταύτην, θὰ φθάσῃ εἰς τὰς αὐτὰς ἰδέας. Νεώτεροι φιλελεύθεροι θεολόγοι, ἐργαζόμενοι διὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, διετύπωσαν θεωρίας ὁμοίας πρὸς τὰς τῶν Μοναρχιανῶν.

Πρώτος πατροπασχίτης ἀναφέρεται ὁ Μικρασιάτης Νοητὸς ἐκ Σμύρνης (περὶ τὸ 180), ὁ ὁποῖος ἔλεγε «τὸν πατέρα γεγεννῆσθαι καὶ πεπονθέναι» (Ιππολύτου, Κατὰ Νοητοῦ, 1), ὁπόθεν προέκυψε τὸ ὄνομα πατροπα σχίτης, ὁ δὲ Πραξέας ἔλεγεν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐνσαρκωθεὶς ἔγινεν υἱὸς (Θεὸς Πατήρ + σάρξ = υἱός). Οὕτως ἠδύναντο νὰ ἀποφύγωσιν, ὅτι ὁ Πατήρ ἔπαθεν (ἐσταυρώθη), λέγοντες, ὅτι ὁ Υἱὸς ἔπαθεν. Διὰ τοῦ Πραξέα (190) μετεφέρθη ἡ διδασκαλία αὕτη εἰς τὴν Ρώμην, ὅπου ἐσχηματίσθη πατροπασχιτική μερίς. Ο Τερτυλλιανὸς περὶ τοῦ Πραξέα λέγει, ὅτι εἰσήγαγε τὴν αἵρεσιν εἰς τὴν Ρώμην («Romae... haeresim intulit», Adversus Praxeam, 1), ὁ δὲ Ψευδοτερτυλλιανός προσθέτει, ὅτι ὁ Βικτωρῖνος ἐφρόντισε νὰ ἐνισχύσῃ αὐτὴν («quam Victorinus corroborare curavit, Libellus adversus omnes haereses, κεφ. 30, ἀγνώστου συγγραφέως, ἀποδοθὲν εἰς τὸν Τερτυλλιανόν). Διετυπώθη ἡ γνώμη, ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης Βίκτωρος, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἀφωμοιώθη κατὰ τὴν κατάληξιν πρὸς τὸ τοῦ διαδόχου αὐτοῦ Ζεφυρίνου (F. Oehler, 1852. A. Harnack, Dogmengeschichte, 1, 1909, σελ. 742· κατ᾿ αὐτῆς Ed. Schwartz, Zwei Predigten Hippolyts, 1936, σελ. 29, 41). Τὸ ἀλλοῦ μνημονευθὲν σχίσμα τοῦ Ἱππολύτου, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὡς αἴτιον εἶχε καὶ δογματικὴν διαφοράν. Ὁ Ἱππόλυτος, ὁ ὁποῖος ἀντὶ Πραξέα ἀναφέρει Ἐπίγονον (ἡ σχέσις αὐτοῦ πρὸς τὸν Πραξέαν εἶναι ἄλυτον πρόβλημα), παρίστα τὸν Ρώμης Ζεφυρῖνον κλίνοντα πρὸς τὸν πατροπασχιτισμόν, τὸν δὲ διάδοχον αὐτοῦ Κάλλιστον ὡς ὀπαδὸν τοῦ Νοητοῦ. Ὁ Κάλλιστος παρίστα τὸν Ἱππόλυτον ὡς διθεΐτην, ἑπομένως ὁ Κάλλιστος προσέκειτο εἰς τὸν μοναρχιανισμόν. 

᾿Αρχὰς τῆς γ' ἐκιρίδος ἐν Ρώμῃ εὑρίσκετο ὁ Σαβέλλιος (220), ὁ ὁποῖος ἴσως κατήγετο ἐκ Λιβύης, προσεχώρησεν εἰς τὸν πατροπασχιτισμὸν καὶ διεμόρφωσεν αὐτὸν εἰς σύστημα (Ἱππολύτου, Φιλοσοφούμενα, 9. Ἐπιφανίου, Κατὰ αἱρέσεων, 62). Πρῶτος αὐτὸς ἐκ τῶν Πατροπασχιτῶν συμπεριέλαβε καὶ τὸ ἄγιον πνεῦμα καὶ ἐδίδαξεν, ὅτι ὁ Θεὸς χάριν τῆς σωτηρίας παρουσιάσθη διαδοχικῶς κατὰ τρεῖς διαφόρους τρόπους ἐνεργείας. Ὁ Σαβέλλιος μετεχειρίζετο μὲν τὸν ὅρον «τρία πρόσωπα», ἀλλ᾽ ἐνόει αὐτὰ ὡς ρόλους, ὡς προσωπίδας, ἤτοι ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπον παρουσιάσθη ὡς πατήρ, κατὰ τὴν νομοθεσίαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὡς υἱὸς ἐν τῷ Ἰησοῦ Χριστῷ καὶ ὡς ἄγιον πνεῦμα ἐν τῇ Ἐκκλησία. Ὁ Σαβέλλιος ἐκτὸς τοῦ ὅρου «πρόσωπα» μετεχειρίζετο καὶ τὸν ὅρον «ὀνόματα». Οἱ Σαβελλιανοί μετεχειρίζοντο πρὸς τούτοις τὸν ὅρον ὁμοούσιος», ἐννοοῦντες αὐτὸν συμφώνως πρὸς τὴν διδασκαλίαν αὐτῶν, ἤτοι ὁ Θεὸς ἀποτελεῖ ἐν ὅν, ἐν πρόσωπον. Ἐκ τῆς διδασκαλίας τοῦ Σαβελλίου (τὰ τρία πρόσωπα τρεῖς τρόποι ἐνεργείας) οἱ νεώτεροι θεολόγοι ὠνόμασαν τοὺς Πατροπασχίτας «Τροπικούς» (Μοdalisten), οἱ ἀρχαῖοι ὠνόμαζον αὐτοὺς ἁπλῶς Σαβελλιανούς (πρβλ. 7ον κανόνα Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου, 381). Σαβελλιανίζουσα διδασκαλία μετεδόθη εἰς τὴν Λιβύην (Κυρηναϊκὴν ἡ Πεντάπολιν) προκαλέσασα ἔριδας. Οἱ ἐρίζοντες ἀπετάθησαν εἰς τὸν ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιον (πρβλ. Μ. ᾿Αθανασίου, Ἐπιστολὴν περί Διονυσίου, κεφ. 4). Οὗτος, πολεμῶν τὸν σαβελλιανισμόν, ἔφθασεν εἰς τὰς ἑπομένας ἐκφράσεις. Ἔλεγε «ξένον κατ᾿ οὐσίαν αὐτὸν (τὸν υἱὸν) εἶναι τοῦ πατρὸς, ὥσπερ ἐστὶν ὁ γεωργὸς πρὸς τὴν ἄμπελον καὶ ὁ ναυπηγός πρὸς τὸ σκάφος». Ἐκ τῶν ἐκφράσεων τούτων προαγόμενος καὶ ἐπὶ χωρίου τῶν Παροιμιῶν (8, 22 «κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ», ἀναφέρονται εἰς τὴν σoφίαν) στηριζόμενος, ὠνόμασε τὸν υἱὸν «ποίημα» καὶ ἐπομένως «οὐκ ἦν, πρὶν γένηται». 

Ὁ Ρώμης Διονύσιος, πρὸς τὸν ὁποῖον, κατὰ μὲν τον Μέγαν ᾿Αθανάσιον (Περὶ Διονυσίου, 13), αὐτοπροσώπως ἀπετάθήσαν ὀρθόδοξοι, πιθανώτερον δὲ οἱ σαβελλιανίζοντες, γνωρίζοντες τὰς βάσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας (Κ. Müller, ἐν Zeitschrift f. NTliche Wissenschaft, 1925, σελ. 281· κατ᾿ αὐτοῦ Η. G. Opitz, ἐν τῇ ἐκδόσει τοῦ σχετικοῦ ἔργου τοῦ Μ. ᾿Αθανασίου, σελ. 55, σημ. εἰς τὸν στίχον 12 καὶ ἑξῆς), ἐν συνόδῳ (261) κατεδίκασε τὰς ἐκφράσεις ταύτας καὶ ἐπολέμησεν αὐτὰς διὰ δύο ἐπιστολῶν. Ἐκ τῆς πρώτης ἐπιστολῆς (ἀπευθυνομένης πρὸς τὰς κοινότητας τῆς Πενταπόλεως;) σώζεται ἀπόσπασμα (Μ. ᾿Αθανασίου, Ἐπιστολὴ περὶ τῆς ἐν Νικαία συνόδου, κεφ. 26). Ἡ διατύπωσις αὐτοῦ συνεφώνει πρὸς τὴν σχετικὴν διδασκαλίαν τῆς Δύσεως, ἤτοι τοῦ Τερτυλλιανοῦ, ὡς αὕτη εἶχε διορθωθῆ ὑπὸ τοῦ Νοβατιανοῦ. Ὁ Ρώμης Διονύσιος ἐναντίον μὲν τοῦ Σαβελλίου, ὁ ὁποῖος ἠρνεῖτο τὰ τρία πρόσωπα, ὑπεστήριξε τὴν τριάδα, ἐναντίον δὲ τοῦ ᾿Αλεξανδρείας Διονυσίου, ὅτι ὁ υἱὸς «ἀεὶ ἦν» (πρβλ. Νοβατιανόν «semper in patre fuisse») καὶ ὅτι τὰ τρία πρόσωπα ἀποτελοῦσι «μοναρχίαν», «μονάδα» [πρβλ. Τερτυλλιανὸν «unius substantiae» = μιᾶς ὑποστάσεως, οὐσίας, καὶ ἡ ἑλληνικὴ λέξις «ὑπόστασις» (ὀντότης) σημαίνει ἐπίσης «οὐσία» (φύσις)]. Ὁ ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος, πρὶν λάβῃ γνῶσιν τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ρώμης, εἶχεν ἀποσύρει τὰς ἐκφράσεις αὐτοῦ ἀντικαταστήσας αὐτὰς δι' ἄλλων («ἅπερ καὶ δι᾽ ἄλλης ἐπιστολῆς ἔγραψα... καὶ τὴν μὲν ἐπιστολὴν διὰ τὰς περιστάσεις οὐκ ἔχω προσκομίσαι». Ἔλεγχος καὶ ᾿Απολογία, παρὰ Μ. ᾿Αθανασίῳ, αὐτ. 25, 4· πρβλ. καὶ Περὶ Διονυσίου, 18, ὅπου τὸ ἀποσπώμενον κείμενον τοῦ Διονυσίου εἶναι πληρέστερον) καὶ συνεφώνησεν ἑπομένως μετὰ τοῦ Ρώμης ομωνύμου αὐτοῦ. Ἡ ἀνταλλαγὴ αὕτη τῶν ἐπιστολῶν εἶναι γνωστὴ ἐν τῇ Ιστορίᾳ ὑπὸ τὸ ὄνομα «ἔρις τῶν δύο Διονυσίων»1. 

Σημείωση

1. Α΄. Μεταξὺ τῶν δύο Διονυσίων δὲν ἐπῆλθε πλήρης συμφωνία, διότι ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ταύτης ἄρχεται ἡ διάφορος ἀντίληψις ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσεως ἐν τῷ ζητήματι τούτῳ. Ἡ ᾿Ανατολὴ ὡς βάσιν σαφῆ καὶ βεβαίαν ἔθετε τὰ τρία πρόσωπα τοῦ Θεοῦ καὶ προσεπάθει νὰ ἐννοήσῃ τὸ μυστήριον τῆς ἑνότητος αὐτοῦ (εἷς Θεός). Θεμελιώδης διατύπωσις ἐν τῇ ᾿Ανατολῇ ἦτο «τρία πρόσωπα, τρεῖς ὑποστάσεις». Ἐκ τῆς τοιαύτης διατυπώσεως ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ φθάσωσιν εἰς τρεῖς οὐσίας (Ωριγένης, ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος, ᾿Αρειανοί). Η διατύπωσις ηὐνόει τὸν ἀρειανισμὸν καὶ διηυκόλυνε τὴν καταπολέμησιν του μοναρχιανισμού. Ο ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος, ἀποσύρας τὰς φράσεις αὐτοῦ, ἐδέχθη μίαν οὐσίαν, ἀλλ' ἐνέμενεν εἰς τὰς τρεῖς ὑποστάσεις. ᾿Ε τῷ σημείῳ τούτῳ δὲν συνεφώνησε πρὸς τὸν Ρώμης Διονύσιον. «Ει, τῷ τρεῖς εἰ και ύποστασεις, μεμερισμένας εἶναι λέγωσι, τρεῖς εἰσι, κἂν μὴ θέλωσιν· ή την θείαν τριάδα παντελῶς ἀνελέτωσαν» (απόσπασμα τῆς ᾿Απολογίας τοῦ ᾿Αλεξανδρείας Διονυσίου, Μ. Βασιλείου, Περὶ ῾Αγ. Πνεύματος, 29, 72). Η Δύσις ὡς βάσιν σαφῆ καὶ βεβαίαν έθετε τὴν ἑνότητα του Θεοῦ (εἷς Θεὸς) καὶ προσεπάθει νὰ ἐννοήσῃ τὸ μυστήριον τῆς τριαδικότητος αὐτοῦ. Θεμελιώδης διατύπωσις ἐν τῇ Δύσει ἦτο «μία οὐσία, μία ὑπόστασις». Εκ τῆς τοιαύτης διατυπώσεως ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ φθάσωσιν εἰς ἕν πρόσωπον (Μοναρχιανοί, οἱ μοναρχιανίζοντες ἐπίσκοποι Ρώμης Βίκτωρ, Ζεφυρίνος καὶ Κάλλιστος). Η διατύπωσις ηὐνόει τὸν μοναρχιανισμόν καὶ διηυκόλυνε τὴν καταπολέμησιν τοῦ ἀρειανισμού. Ο Ρώμης Διονύσιος δὲν ἦτο Μοναρχιανός, ἐδέχετο τρία πρόσωπα, ἀλλ' ἐνέμενεν εἰς τὴν μίαν ὑπόστασιν. Ο ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος έλεγε «τρεῖς ὑποστάσεις», ὁ Ρώμης Διονύσιος ἔλεγε «μία ὑπόστασις». Ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ δὲν ἐπῆλθε συμφωνία. Ἔρις ἀνατολικῆς καὶ δυτικῆς θεολογίας (Ε. Preuschen, έv Herzog-Hauck, Realencyklopädie, τόμ. 14, 1904, σελ. 484, στίχος 50 κ. έξ. F. Loofs, Dogmengeschichte, 1906, σελ. 137, σημ. 2, σελ. 194, σημ. 8, σελ. 195, σελ. 196, 5΄ 28, 5, σελ. 219, σημ. 6, σελ 222, 40 καὶ 5. K. Müller, Kirchengeschichte, 1, 1941, σελ. 405). 

Β΄. Η Ελληνική λέξις «υπόστασις» (ὀντότης), ὡς ἡ λατινικὴ substantia, ἔχει τὴν σημασίαν «οὐσία» (φύσις). Ο Ωριγένης κάποτε ἔφθασεν εἰς αὐτὴν διδάξας, ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «έτερος κατ' οὐσίαν τοῦ πατρὸς» (Περί εὐχῆς, 15, 1), ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «κτίσμα» (᾿Απόσπασμα διασωθέν ὑπὸ τοῦ Μεγ. Ἰουστινιανού, Loofs, αὐτ. 194, σημ. 8, 195, σημ. 2). Ο ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος ἦτο μαθητής αὐτοῦ. ᾿Αλλ' ὁ Ωριγένης, ἀφ' ἑτέρου, ἐδέχετο τὴν αἰωνίαν (ἄχρονον) προϋπαρξιν τοῦ Λόγου, γεννηθέντος «ἐν τῆς οὐσίας τοῦ πατρὸς» («ὁμοούσιος»). Ο Διονύσιος ἐπάλαιε πρὸς τοὺς Μοναρχιανούς, ὁ Ωριγένης ἐπάλαιε πρὸς ἑαυτόν. Εκ τούτου προήρχοντο αἱ ἀντιφάσεις αὐτοῦ. Τὸ παρ' αὐτῷ ἐν τῇ σχέσει ταύτῃ ἀπαντῶν «ὁμοούσιος» θεωρεῖται ὑπό τινων ὡς παρέμβλητον, μετεχειρίζετο όμως αὐτὸ ἀλλοῦ ἐν ἄλλῃ σχέσει, ὡς οἱ Γνωστικοί, ἐν τῇ σχέσει ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ (Preuschen, αὐτόθι. Ed. Schwartz, Kaiser Konstantin, 1936, σελ. 110). Πάντως οἱ Ωριγενισταὶ τῆς ᾿Ανατολῆς ἀπέκρουαν τὸν ὄρον «ὁμοούσιον» (Κ. Müller, αὐτ. σελ. 899).

Το παραπάνω κείμενο σε σημερινή γλώσσα
§ 13. Το Τριαδικό Δόγμα
Η Εκκλησία καθόρισε επίσημα τη διδασκαλία της μέσω των Οικουμενικών Συνόδων. Αυτές ξεκίνησαν να συγκαλούνται από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, διότι τότε υπήρχε ειρήνη, ασφάλεια και τα απαραίτητα μέσα για τη σύγκληση τέτοιων συνόδων. Εκείνη την περίοδο υπήρχε χριστιανός αυτοκράτορας, ο οποίος επικύρωνε τις αποφάσεις των συνόδων και τις επέβαλλε σε όλη την αυτοκρατορία. Ο καθορισμός της χριστιανικής διδασκαλίας προέκυψε ως αποτέλεσμα των νέων συνθηκών στις οποίες βρέθηκε η Εκκλησία από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ωστόσο, πριν από αυτόν είχε ήδη ξεκινήσει ένα προπαρασκευαστικό στάδιο καθορισμού της χριστιανικής διδασκαλίας, το οποίο περιλάμβανε σκέψεις και συζητήσεις σχετικά μεδογματικά ζητήματα. Κατά το στάδιο αυτό, έγινε συζήτηση σχετικά με τη σχέση του προσώπου του Χριστού προς τον Θεό.
Τότε εμφανίστηκαν οι Μοναρχιανοί (το όνομα τους δόθηκε από τον Τερτυλλιανό), οι οποίοι εδέχοντο τον Θεό ως «μοναρχία» (μονάδα), ως ένα πρόσωπο, τον οποίο αποκαλούμε Πατέρα. Οι Μοναρχιανοί διαιρούνταν σε δύο ομάδες: τους Πατροπασχίτες (ονομασία που τους δόθηκε επίσης από τον Τερτυλλιανό) και τους Υιοθετιστές (όνομα που τους δόθηκε από νεότερους θεολόγους, “Adoptianer”). Αυτές οι ομάδες εμφανίστηκαν στα τέλη του 2ου αιώνα στην Ανατολή, και από εκεί οι διδασκαλίες τους μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Ό,τι καλό ή κακό υπάρχει, όπως είναι γνωστό, συνήθως καταλήγει στην πρωτεύουσα. Η λύση που πρότειναν οι Μοναρχιανοί βασιζόταν στη λογική (στον ορθό λόγο), και όποιος ακολουθούσε αυτή τη βάση θα κατέληγε στις ίδιες ιδέες. Νεότεροι φιλελεύθεροι θεολόγοι, δουλεύοντας με τη λογική, διατύπωσαν θεωρίες παρόμοιες με αυτές των Μοναρχιανών.
Ο πρώτος Πατροπασχίτης που αναφέρεται είναι ο Μικρασιάτης Νοητός από τη Σμύρνη (γύρω στο 180 μ.Χ.), ο οποίος έλεγε ότι «τὸν πατέρα γεγεννῆσθαι καὶ πεπονθέναι: ο Πατέρας γεννήθηκε και υπέφερε» (Ιππόλυτος, Κατά Νοητού, 1). Από αυτή τη δήλωση προέκυψε και η ονομασία Πατροπασχίτης. Ο Πραξέας υποστήριζε ότι ο Θεός ενσαρκώθηκε και έγινε Υιός (Θεός Πατήρ + σάρξ = υιός). Έτσι, μπορούσαν να αποφύγουν την ιδέα ότι ο Πατέρας έπαθε (ἐσταυρώθη), λέγοντας ότι ήταν ο Υιός που υπέφερε. Μέσω του Πραξέα (190 μ.Χ.) η διδασκαλία αυτή μεταφέρθηκε στη Ρώμη, όπου δημιουργήθηκε η πατροπασχιτική ομάδα. Ο Τερτυλλιανός αναφέρει ότι ο Πραξέας εισήγαγε την αίρεση στη Ρώμη («Romae... haeresim intulit», Κατά Πραξέα, 1), ενώ ο Ψευδοτερτυλλιανός προσθέτει ότι ο Βικτωρίνος φρόντισε να την ενισχύσει. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο Βικτωρίνος ήταν ο επίσκοπος Ρώμης Βίκτωρας, και το όνομά του συνδέθηκε λόγω της κατάληξης με το διάδοχό του Ζεφυρίνο (F. Oehler, 1852. A. Harnack, Dogmengeschichte, 1, 1909, σελ. 742· κατ᾿ αὐτῆς Ed. Schwartz, Zwei Predigten Hippolyts, 1936, σελ. 29, 41). Το σχίσμα του Ιππόλυτου, εκτός των άλλων, είχε ως αιτία και δογματικές διαφορές. Ο Ιππόλυτος, ο οποίος αντί του Πραξέα αναφέρει τον Επίγονο (η σχέση αυτού προς τον Πραξέα είναι άλυτο πρόβλημα), παριστά τον Ζεφυρίνο ως κλινόμενο προς τον πατροπασχιτισμό, ενώ τον διάδοχό του, Κάλλιστο, ως υποστηρικτή του Νοητού. Ο Κάλλιστος κατηγορούσε τον Ιππόλυτο ως διθεϊστή, άρα ο Κάλλιστος υποστήριζε τον μοναρχιανισμό.
Στις αρχές του 3ου αιώνα, στη Ρώμη βρισκόταν ο Σαβέλλιος (220 μ.Χ.), πιθανόν από τη Λιβύη, ο οποίος προσχώρησε στον πατροπασχιτισμό και ανέπτυξε τη διδασκαλία σε σύστημα. Ο Σαβέλλιος ήταν ο πρώτος από τους Πατροπασχίτες που συμπεριέλαβε και το Άγιο Πνεύμα, διδάσκοντας ότι ο Θεός εμφανίστηκε διαδοχικά σε τρεις διαφορετικούς τρόπους ενεργείας για τη σωτηρία. Χρησιμοποιούσε τον όρο «τρία πρόσωπα», αλλά τα αντιλαμβανόταν ως ρόλους ή προσωπεία, δηλαδή το ίδιο πρόσωπο εμφανίστηκε ως Πατέρας στην Παλαιά Διαθήκη, ως Υιός στον Ιησού Χριστό και ως Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία. Ο Σαβέλλιος, εκτός από τον όρο «πρόσωπα», χρησιμοποιούσε και τον όρο «ονόματα». Οι Σαβελλιανοί χρησιμοποιούσαν επίσης τον όρο «ομοούσιος», εννοώντας ότι ο Θεός είναι ένα ον, ένα πρόσωπο. Από τη διδασκαλία του Σαβελλίου (ότι τα τρία πρόσωπα είναι τρεις τρόποι ενεργείας/δράσης), οι νεότεροι θεολόγοι ονόμασαν τους Πατροπασχίτες «Τροπικούς» (Μονταλιστές), ενώ οι αρχαίοι τους αποκαλούσαν απλώς Σαβελλιανούς (βλ. τον 7ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, 381 μ.Χ.). Η διδασκαλία του Σαβελλιανισμού διαδόθηκε στη Λιβύη (Κυρηναϊκή ή Πεντάπολη), προκαλώντας έριδες. Οι αντίπαλες πλευρές απευθύνθηκαν στον Αλεξανδρείας Διονύσιο (βλ. Μ. Αθανάσιο, Επιστολή περί Διονυσίου, κεφ. 4). Ο Διονύσιος, πολεμώντας τον Σαβελλιανισμό, προχώρησε σε δηλώσεις όπως: «ο Υιός είναι διαφορετικός στην ουσία από τον Πατέρα, όπως ο γεωργός από την άμπελο και ο ναυπηγός από το σκάφος». Βασισμένος σε χωρίο από τις Παροιμίες (8, 22: «Ο Κύριος με δημιούργησε αρχή των οδών του στα έργα του»), αποκάλεσε τον Υιό «ποίημα» και επομένως ότι «δεν υπήρχε πριν δημιουργηθεί».
Ο Διονύσιος της Ρώμης, στον οποίο, σύμφωνα με τον Μέγα Αθανάσιο (Περί Διονυσίου, 13), πιθανότατα απευθύνθηκαν είτε οι Ορθόδοξοι είτε οι πιθανότερα σαβελλιανίζοντες, γνωρίζοντας τις βάσεις της δυτικής θεολογίας, καταδίκασε τις δηλώσεις αυτές σε σύνοδο το 261 και τις πολέμησε με δύο επιστολές. Από την πρώτη επιστολή του, που απευθυνόταν ίσως στις κοινότητες της Πενταπόλεως, σώζεται ένα απόσπασμα (Μ. Αθανάσιος, Επιστολή περί της εν Νικαία συνόδου, κεφ. 26). Η διατύπωσή του συμφωνούσε με τη σχετική διδασκαλία της Δύσης, όπως αυτή είχε διορθωθεί από τον Νοβατιανό. Ο Διονύσιος της Ρώμης, αντιδρώντας στον Σαβέλλιο, ο οποίος αρνιόταν την ύπαρξη τριών προσώπων, υποστήριξε την Τριάδα. Εναντιώθηκε επίσης στον Διονύσιο Αλεξανδρείας, υποστηρίζοντας ότι ο Υιός «υπήρχε πάντα» (βλ. Νοβατιανό: «ήταν πάντα στον Πατέρα») και ότι τα τρία πρόσωπα αποτελούν «μοναρχία», δηλαδή «ενότητα» (βλ. Τερτυλλιανό: «μιας ουσίας»). Η ελληνική λέξη «υπόσταση» (οντότης) σημαίνει επίσης «ουσία» (φύση). Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας, πριν λάβει γνώση των επιστολών του Διονυσίου της Ρώμης, είχε αποσύρει τις αρχικές εκφράσεις του και τις είχε αντικαταστήσει με άλλες. Αναφέρει μάλιστα ότι είχε ήδη γράψει άλλη επιστολή όπου εξηγούσε αυτές τις διορθώσεις (Μ. Αθανάσιος, Έλεγχος και Απολογία, κεφ. 25, 4). Τελικά, οι δύο Διονύσιοι συμφώνησαν. Αυτή η ανταλλαγή επιστολών είναι γνωστή στην Ιστορία ως η «έριδα των δύο Διονυσίων»1.
Σημείωση 1. Α΄. Η αντιπαράθεση που είναι γνωστή στην Ιστορία με το όνομα «διαμάχη των δύο Διονυσίων» προέκυψε εξαιτίας διαφωνιών μεταξύ Ανατολής και Δύσης στο θέμα της Τριάδας. Η Ανατολή είχε ως σαφή και βέβαιη βάση τα τρία πρόσωπα του Θεού και προσπαθούσε να κατανοήσει το μυστήριο της ενότητας του Θεού ως ένα (ένας Θεός). Η θεμελιώδης διατύπωση στην Ανατολή ήταν «τρία πρόσωπα, τρεις υποστάσεις». Από αυτή τη διατύπωση υπήρχε ο κίνδυνος να οδηγηθούν στην αντίληψη τριών ουσιών (όπως έγινε με τον Ωριγένη, τον Αλεξανδρείας Διονύσιο και τους Αρειανούς). Αυτή η διατύπωση υποστήριζε τον Αρειανισμό και διευκόλυνε την καταπολέμηση του Μοναρχιανισμού. Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας, αν και απέσυρε ορισμένες φράσεις του, δέχθηκε τη μία ουσία, αλλά επέμενε στις τρεις υποστάσεις. Σε αυτό το σημείο δεν συμφώνησε με τον Διονύσιο της Ρώμης. Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας έλεγε: «Αν οι τρεις υποστάσεις θεωρούνται χωριστές, τότε είναι τρεις, και αν δεν το αποδέχονται, ας καταργήσουν εντελώς την Αγία Τριάδα». Αντίθετα, η Δύση είχε ως σαφή και βέβαιη βάση την ενότητα του Θεού (ένας Θεός) και προσπαθούσε να κατανοήσει το μυστήριο της Τριάδας. Η θεμελιώδης διατύπωση στη Δύση ήταν «μία ουσία, μία υπόσταση». Από αυτή τη διατύπωση υπήρχε ο κίνδυνος να οδηγηθούν στην αντίληψη ενός προσώπου (όπως συνέβη με τους Μοναρχιανούς και τους επισκόπους της Ρώμης, Βίκτωρ, Ζεφυρίνο και Κάλλιστο). Αυτή η διατύπωση υποστήριζε τον Μοναρχιανισμό και διευκόλυνε την καταπολέμηση του Αρειανισμού. Ο Διονύσιος Ρώμης δεν ήταν Μοναρχιανός, δέχθηκε τα τρία πρόσωπα, αλλά επέμενε στη μία υπόσταση. Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας μιλούσε για «τρεις υποστάσεις», ενώ ο Διονύσιος Ρώμης για «μία υπόσταση». Σε αυτό το σημείο δεν υπήρξε συμφωνία. Ήταν διαμάχη της ανατολικής και της δυτικής θεολογίας.
Β΄. Η ελληνική λέξη «υπόσταση», όπως και η λατινική λέξη substantia, έχει τη σημασία της «ουσίας» (φύσης). Ο Ωριγένης κάποτε δίδαξε ότι ο Υιός είναι «έτερος κατ’ ουσίαν του Πατρός» και ότι ο Υιός είναι «κτίσμα». Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας ήταν μαθητής του. Ωστόσο, ο Ωριγένης δεχόταν την αιώνια (άχρονον) προΰπαρξη του Λόγου, ο οποίος είχε γεννηθεί «εκ της ουσίας του πατρός» («ομοούσιος»). Ο Διονύσιος πάλευε με τους Μοναρχιανούς, ενώ ο Ωριγένης πάλευε με τον εαυτό του, και γι' αυτό υπήρχαν αντιφάσεις στις απόψεις του. Η χρήση της λέξης «ομοούσιος» σε αυτήν την περίπτωση θεωρείται από κάποιους ως παρεμβληθείσα, ωστόσο, ο Ωριγένης τη χρησιμοποιούσε αλλού σε διαφορετική σχέση, όπως οι Γνωστικοί, στη σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Πάντως, οι Ωριγενιστές της Ανατολής απέρριπταν τον όρο «ομοούσιον».

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΤΡIΑΔΟΣ (7)

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΑΔΑ. 
του Franz Courth 

Συνέχεια από Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

5. Στα ίχνη του Αυγουστίνου (Henri de Lubac)
γ. Τα χαρακτηριστικά της σκέψης του Henri de Lubac,

Ποια είναι λοιπόν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Τριαδικής Θεολογίας του de Lubac; Με ανάλογο τρόπο με εκείνον του Hugo Rahner (1900 – 1968), επανέφερε την τριαδολογική δυναμική της ιστορίας της σωτηρίας όπως είχε βιωθεί από την αρχαία Εκκλησία και είχε αναπτυχθεί από σημαντικούς αντιπροσώπους της τελευταίας περιόδου του σχολαστικισμού, επαναπροσφέροντάς την στους θεολόγους της γενηάς του, η οποία ήταν προσκολλημένη στους κανόνες του νεοσχολαστικισμού.
Η εντυπωσιακή γνώση την οποία διέθετε ο de Lubac, της κλασσικής εποχής της θεολογικής ιστορίας προσδίδει στα γραπτά του μια ζωντανή αμεσότητα στην έκθεση της θεολογίας του και της πνευματικότητός των.
Γι’ αυτόν τον λόγο ο Γάλλος Ιησουίτης, του οποίου η έρευνα καθορίστηκε από την συνεχή του εμβάθυνση στα κείμενα της πατριστικής και της σχολαστικής εποχής της Λατινικής Θεολογίας, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εμπνευστές της ανανεώσεως της συγχρόνου Τριαδικής Θεολογίας. Το έργο του επηρεάστηκε επίσης και από την γόνιμη ανταλλαγή των εμπειριών του, με τον von Balthasar και τον Ratzinger, ιδιαιτέρως σε ότι αφορά την θεολογική ερμηνευτική και την Τριαδική Θεολογία.
Αλλά η θεολογική και η Ιστορική του ευαισθησία του επέτρεψε να είναι ευαίσθητος επίσης και στην γλωσσική αφομοίωση και στις διαφορετικές του, ως επί το πλείστον επιτυχημένες, προσπάθειες μεσολαβήσεως του Τριαδικού μυστηρίου. Κατανόησε λοιπόν πως οι μεγάλοι θεολόγοι της παραδόσεως είναι εχέμυθοι πέραν κάθε προσδοκίας στην χρήση των γλωσσικών εργαλείων. Από αυτούς έμαθε πως κάθε θεολογικός όρος θα παραμείνει πάντοτε εκτεθειμένος. Αυτό βεβαίως δεν μπορεί να σημαίνει πως οι λέξεις της διδασκαλίας είναι δευτερεύουσας σημασίας ή πως μπορούν να διαγραφούν, και ιδιαιτέρως εκείνες που παρουσιάζονται σε μας προερχόμενες από το παρελθόν της παραδόσεως, όπως ακριβώς είναι και η έννοια του Τριαδικού προσώπου.
Ήδη οι Πατέρες συμβούλευαν να εννοούμε τους θεολογικούς όρους σαν κάτι σχετικό, με την πλήρη σημασία της λέξεως. Στην κορυφή των ενδιαφερόντων του θεολόγου, τοποθετούσαν την δεξίωση την προεννοιολογική και την υπαρξιακά βιωμένη του μυστηρίου, και όχι την διανοητική του αφομοίωση. Απέναντι στην αυθόρμητη αποδοχή του μυστηρίου, το όργανο της γλώσσας που είχαν στην διάθεσή τους πρέπει να τους φάνηκε πολύ συχνά ακατάλληλο και ανεπαρκές για να εκφράσουν μια αλήθεια η οποία από την αρχή υπήρχε απέναντί τους ζωντανή, «ακατανόητη και παρ’ όλα αυτά κατανοητή».
Γι’ αυτόν τον λόγο ούτε η υποκριτική γήινη εμπειρία, ή η υπεργήινη, ούτε η λογική αυτοευχαρίστηση ότι διαθέτουμε τέλεια γνώση ενός αντικειμένου, μπορούν να θεωρηθούν το τέλος της θεολογίας, που είναι μάλλον περισσότερο το «πέρασμα από την λέξη, που είναι πολλαπλή και βρίσκεται με δυσκολία, στην σιωπή του διαλογισμού». [Διότι δεν διαθέτουν ούτε προσευχή, ούτε την Χάρη του Θεού]. Ο de Lubac ισχυρίζεται πως η θεολογία, με την καταγωγική της και πιο υψηλή σημασία, είναι ένα «σκίρτημα της πίστεως, μια λατρεία και ευχαριστία, μια έκσταση που χάνεται στον Θεό. [Δεν είναι καρπός προσευχής]. Και επειδή ο Θεός είναι άσβεστος, η θεολογία δεν θα τελειώσει ποτέ.
Και μ’ αυτό ο Καρδινάλιος επανέφερε στο φως εκείνες τις σκέψεις οι οποίες δεν είναι χαρακτηριστικές μόνο στην Τριαδική Αλεξανδρινή θεολογία, αλλά και σ’ εκείνη την πνευματική γραμμή του σχολαστικισμού που εμπνεύσθηκε απ’ ευθείας από τον Αυγουστίνο. Θυμίζουμε φερ’ ειπείν τον Ρικάρντο του Αγίου Βίκτωρος, τον Βερνάρδο του Κλαιρβώ και τον Μποναβεντούρα. Ο de Lubac εισάγει σ’ αυτήν την ομάδα και τον Ακινάτη. Και συντονισμένα μ’ αυτές και άλλες μαρτυρίες ο Ιησουίτης ισχυρίζεται πως η τριαδική θεολογία πρέπει να είναι ένας δρόμος που πρέπει να διασχίσουμε, τόσο στην πίστη, όσο και με την νόηση, για να φτάσουμε στην κοινή θέα του Θεού.
Αυτό όμως δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που μας θυμίζει την διδασκαλία του Επισκόπου της Ιππώνος. Το βλέμμα που κατευθύνεται στον σταυρωμένο Χριστό είναι και αυτό τυπικά Αυγουστινιακό. Από κάθε γωνιά και αν υπολογίσουμε την πίστη του, ο Χριστιανός θα καταλήγει πάντοτε να στοχάζεται στον σταυρό. Το μυστήριο του Θεού, το οποίο φανερώθηκε στον Χριστό, είναι ταυτόχρονα ένα μυστήριο της αναστάσεως και ένα μυστήριο του θανάτου.
Από το ένα μέρος ο σταυρός είναι το σημείο της απείρου αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο. Από το άλλο, σ’ αυτήν την δήλωση η οποία είναι κλασσική πλέον προστίθεται η σκέψη, χαρακτηριστική στον de Lubac, σύμφωνα με την οποία στον Εσταυρωμένο, ο οποίος ανακεφαλαιώνει στον εαυτό του όλους τους ανθρώπους, ολόκληρη η ανθρωπότης παραιτείται από την αγάπη για τον εαυτό της. Στον θάνατο στον Σταυρό του Ιησού, πεθαίνει για τον εαυτό της ολόκληρη η ανθρωπότης μαζί του. [όλα εύκολα, τετελεσμένα, όλα έτοιμα, τα ετοίμασε ο δούλος του Κυρίου Ανθρώπου].
Και πράγματι, παρ’ όλες τις φυσικές κλίσεις με τις οποίες προικίστηκε με την δημιουργία, ο άνθρωπος δεν στρέφεται εύκολα προς τον Θεό. Θεωρήθηκε αναγκαίο να προκληθεί μια αλλαγή, μια μεταμόρφωση. Για τον de Lubac αυτό το σημείο του διαχωρισμού εκφράζεται με την λέξη Πάσχα η οποία συνθέτει τον σταυρό και την ανάσταση του Κυρίου.
Χωρίς έναν διαχωρισμό από τον εαυτό μας, χωρίς τον νόμο της εξόδου και της εκστάσεως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ένας καινούργιος δρόμος για τον άνθρωπο. Αυτή είναι η βιβλική σκέψη σύμφωνα με την οποία ο μαθητής δεν σώζει την ζωή του παρά μόνον απαρνούμενος τον εαυτό του για την αγάπη του Κυρίου: όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι· ὂς γαρ αν θέλει την ψυχή αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν. (Μάρκος 8, 34…).
Από ανθρωπολογικής απόψεως αυτό μας επιτρέπει να συμπεράνουμε πως «ο ανθρωπισμός δεν είναι εκ φύσεως Χριστιανικός. Ο Χριστιανικός ανθρωπισμός δεν μπορεί να είναι παρά ένας μετεστραμμένος ανθρωπισμός. Καμμία φυσική αγάπη δεν οδηγεί στην υπερφυσική χωρίς να υπάρξει μια ρωγμή». Η ανθρωπότης πρέπει να πεθάνει μέσα σε καθένα από τα μέλη της για να ζήσει μεταμορφωμένη, στον Θεό. ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΣΥΝΕΒΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ και αρχετυπικά στο μυστήριο του σταυρού πάνω στον Γολγοθά. Αρχετυπικά: Αυτό σημαίνει επίσης πως εάν η ανανεωμένη ανθρωπότης και ο καινούργιος άνθρωπος βρίσκονται στην οδό προς τον Κύριο κάτω από το σημείο του Εσταυρωμένου αυτό είναι μέρος την ολοκληρώσεως της τριαδικής πίστεως της Εκκλησίας και του ξεχωριστού Χριστιανού.
[Αυτή είναι η καθολική πίστη. Αρχετυπική. Η Σωτηρία δόθηκε μια για πάντα σε όλους, πάνω στον Σταυρό. Τετέλεσται η αποστολή μου, είπε ο Κύριος. Αρκεί να το συνειδητοποιήσουμε. Δεν χρειάζεται αγώνας, αγωνία, προσευχή, είμαστε δυνάμει σωσμένοι με τα μυστήρια ενεργεία. Αυτή είναι η μυστική ουσία του Οικουμενισμού].
Ανακεφαλαιώνοντας: Η τριαδική θεολογία κατανοήθηκε από τον de Lubac σαν ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. [Την οποία γέννησε η πολιτεία του Θεού του Αυγουστίνου]. Αυτό σημαίνει πως την έθεσε σε εφαρμογή στοχαζόμενος τον Θεό και ξεκινώντας από τα βήματα που έκανε και κάνει προς τον άνθρωπο, χωρίς να την περιορίζει όμως στην πράξη της σωτηρίας. Ο Θεός είναι κάτι περισσότερο από τα σημεία της σωτηρίας που είναι παρόντα στην Ιστορία. Ένας Θεός που θα περιοριζόταν στην οικονομία της Σωτηρίας (και σ’ αυτήν την περίπτωση η εμμενής Τριάδα και η οικονομική ιστορικο-σωτηριώδης θα εξισούντο) δεν είναι ο Χριστιανικός Θεός, η δοξολογία και η λατρεία του οποίου είναι το έσχατο τέλος κάθε ιστορίας, προσωπικής και ομαδικής. [Ευχαριστία λέει ο Ζηζιούλας]. Επιπλέον η ιστορική θεολογία μετρά και ένα δεύτερο στοιχείο. Το στραμμένο βλέμμα στον Χριστό σαν κεντρικό σημείο του χρόνου. Στο μυστήριο του Σταυρού, στο πέρασμα, θανάσιμο θεμέλιο της ζωής, από την Μεγάλη Παρασκευή στο Πάσχα, ο Χριστό ανανεώνει τον άνθρωπο κατευθύνοντάς τον προς τον Πατέρα και κάνει την ανθρωπότητα μια ανοιχτή κοινωνία σε όλους, θεμελιωμένη στην αγάπη του Θεού. Και για να μπορέσουν να διατηρηθούν στην νέα ζωή, στέλνει στους ανθρώπους το Άγιο Πνεύμα [μήπως και κουραστούν]. Και μ’ αυτό το δώρο, εισέρχονται στην αιώνια κοινωνία του Υιού με τον Πατέρα.
Η Τριαδική θεολογία λοιπόν είναι μια θεολογία του σταυρού. Κάτι που μοιράστηκε και με τον Μπαλτάσαρ, ο οποίος την εμβάθυνε, δίνοντάς της ακόμη πιο δραματικούς τόνους.

Συνεχίζεται
 
ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ. ΧΟΡΤΑΣΤΙΚΟ ΨΩΜΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΥΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ.
 
Aμέθυστος