Κυριακή 28 Απριλίου 2024

Κυριακή Των Βαΐων (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

 

(Ευαγγέλιο: Ιωάν. ιβ’ 1-18).

Ποιος μπορεί να φέρει χαρά σ’ ένα σπίτι; Ο καλοδεχούμενος επισκέπτης.
Ποιος μπορεί να φέρει ακόμα μεγαλύτερη χαρά σ’ ένα σπίτι; ένας φίλος του σπιτιού.
Ποιος προκαλεί τη μέγιστη χαρά σ’ ένα σπίτι; ο οικοδεσπότης, όταν γυρίζει στο σπίτι μετά από μακρόχρονη απουσία.
Ευτυχισμένα και καλότυχα τα χέρια που υποδέχτηκαν τον Κύριο ως καλοδεχούμενο επισκέπτη!
Ευτυχισμένα και καλότυχα τα χείλη που τον χαιρέτισαν ως φίλο!
Ευτυχισμένες και καλότυχες οι ψυχές που τον σεβάστηκαν και τον υποδέχτηκαν ως οικοδεσπότη, μ’ ένα τραγούδι υποδοχής!
Υπάρχουν όμως και μερικοί που δεν τον αναγνώρισαν, δεν τον υποδέχτηκαν ως φιλοξενούμενο, ως φίλο ή οικοδεσπότη. Πήραν πέτρες στα χέρια τους για να τις ρίξουν καταπάνω Του˙ με τις θνητές ψυχές τους μηχανεύτηκαν το σωματικό θάνατό Του.
Η θεϊκή φύση του Χριστού ήταν τέτοια ώστε, όπου εμφανιζόταν – ως Θεός με ανθρώπινη σάρκα – οι άνθρωποι χωρίζονταν. Μερικοί στέκονταν δεξιά και άλλοι αριστερά Του, όπως θα χωριστούν και όταν θα εμφανιστεί την έσχατη μέρα της ιστορίας του κόσμου. Αλλά κι ως σήμερα, όταν η συζήτηση σε κοσμικούς κύκλους γυρίζει στον Κύριο Ιησού, οι άνθρωποι χωρίζονται δεξιά κι αριστερά. Φανταστείτε πόσο πιο αυστηρά οριοθετημένος θα ήταν ο χωρισμός αυτός τις μέρες της ένσαρκης παρουσίας Του στη γη!
Το σημερινό ευαγγέλιο περιγράφει δύο περιστατικά, που αποδείχνουν ακριβώς αυτόν τον αυστηρά οριοθετημένο χωρισμό ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάλογα με τη διάθεσή τους προς τον Κύριο. Στο πρώτο, στο δείπνο στη Βηθανία, όσοι παρευρίσκονταν εκεί χωρίστηκαν επίσης στα δύο: από τη μια ήταν οι απόστολοι, ο Λάζαρος που είχε αναστηθεί και οι αδερφές του Μάρθα και Μαρία, που φιλοξενούσαν τον Κύριο. Από την άλλη ήταν ο προδότης Ιούδας, που διαμαρτυρήθηκε επειδή η Μαρία άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου.
Στο δεύτερο περιστατικό ήταν από τη μια μεριά οι άνθρωποι που υποδέχτηκαν θριαμβευτικά τον Κύριο κατά την είσοδό Του στην Ιερουσαλήμ κι από την άλλη οι φαρισαίοι, οι γραμματείς κι οι αρχιερείς, που συνωμοτούσαν μεταξύ τους να σκοτώσουν όχι μόνο το Χριστό, αλλά και το φίλο Του Λάζαρο.

«Ουν Ιησούς προ εξ ημερών του πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν, όπου ην Λάζαρος ο τεθνηκώς, ον ήγειρεν εκ νεκρών». (Ιωάν. ιβ’ 1). Έξι μέρες πριν από το Πάσχα ο Ιησούς ήρθε στη Βηθανία, εκεί που ζούσε ο Λάζαρος που είχε πεθάνει αλλά ο Χριστός τον ανάστησε. Πού βρισκόταν πριν ο Κύριος; Από το Ευαγγελικό ανάγνωσμα που προηγείται από το σημερινό ευαγγέλιο, βλέπουμε πως ο Κύριος, αμέσως μετά την ανάσταση του Λαζάρου αποσύρθηκε στην έρημο, σε μια πόλη που ονομαζόταν Εφραίμ. Αποσύρθηκε για να μη τον συλλάβουν και τον σκοτώσουν οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων, επειδή η ανάσταση του Λαζάρου είχε ξεσηκώσει την οργή τους περισσότερο από κάθε άλλο θαύμα που έκανε ο Κύριος.

Είναι φανερό πως ο Λάζαρος ήταν ένας πολύ γνωστός κι επιφανής άνθρωπος. Αυτό προκύπτει από τους πολλούς επισκέπτες που είχε στο σπίτι του, τόσο όταν πέθανε όσο κι όταν αναστήθηκε. «Πολλοί εκ των Ιουδαίων εληλύθεισαν προς τας περί Μάρθαν και Μαρίαν ίνα παραμυθήσονται αυτάς περί του αδελφού αυτών» (Ιωάν. ια’ 19). Και μετά την ανάσταση του Λαζάρου, πολλοί Ιουδαίοι πήγαν ειδικά γι’ αυτό το λόγο, για να δουν δηλαδή το θαύμα που έκανε ο Κύριος, δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα Του, ο Κύριος αποσύρθηκε μακριά από την Ιερουσαλήμ και κρύφτηκε από τους κακεντρεχείς εχθρούς Του. Κι αυτό το έκανε για χάρη μας. Πρώτο, ώστε ο θάνατός Του να μη γίνει κρυφά, αλλά μπροστά σε εκατοντάδες και χιλιάδες μάρτυρες, που θα μαζεύονταν στην Ιερουσαλήμ για να γιορτάσουν το Πάσχα. Για να διαπιστώσει όλος ο κόσμος πως πραγματικά πέθανε κι επομένως η Ανάστασή Του μετά ήταν ένα ολοφάνερο και αδιαμφισβήτητο θαύμα. Δεύτερο, για να μας διδάξει την απόλυτη υποταγή στο θέλημα του Θεού, πως δεν πρέπει να βιαστούμε να πεθάνουμε για τον άλφα ή το βήτα λόγο, όπως εμείς αποφασίζουμε, αλλά να κάνουμε το θέλημα του Θεού και να ‘μαστε έτοιμοι να υποφέρουμε τη στιγμή που το θεϊκό θέλημα θ’ αποφασίσει και θα μας αποκαλύψει. Αν δοθούμε ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού, ούτε μια τρίχα του κεφαλιού μας δε θα πειραχτεί (πρβλ. Λουκ. κα’ 18). Όλα θα μας συμβούν στον καιρό τους, όχι νωρίτερα ή αργότερα. Αν είμαστε άξιοι να λάβουμε μαρτυρικό θάνατο για το Χριστό και την ίδια στιγμή είμαστε απόλυτα υποταγμένοι στο θέλημα του Θεού, επιζητώντας τη δόξα του Θεού κι όχι τη δική μας, τότε ο μαρτυρικός θάνατός μας θα έρθει στον καιρό του και με τρόπο που θα ωφελήσει τόσο εμάς όσο και τους γνωστούς μας.

Δεν πρέπει επομένως να σκεφτόμαστε πως ο Κύριος Ιησούς απόφευγε το θάνατο, με το να κρύβεται από τους εχθρούς Του. Δεν δραπέτευε, αλλά καθυστερούσε το θάνατό Του ώσπου να ‘ρθει η ώρα που είχε ορίσει ο Πατέρας Του, η ώρα που ο θάνατός Του θα ωφελούσε περισσότερο τον κόσμο. Το ότι ο Κύριος δε φοβόταν το πάθος και το θάνατο είναι ολοφάνερο από το περιεχόμενο του ευαγγελίου. Κάποτε που μιλούσε στους μαθητές Του για το πάθος και το θάνατό Του κι ο Πέτρος είπε πως αυτό δε θα γινόταν ποτέ, ο Κύριος επιτίμησε τον Πέτρο με τα σκληρότερα λόγια: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά˙ ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων» (Μάρκ. η’. 33).

Έξι μέρες πριν από το Πάσχα ο Κύριος γύρισε στη Βηθανία όπου ζούσε ο φίλος Του Λάζαρος, αυτός που ο ίδιος είχε νεκραναστήσει. Εκεί τον περίμενε ένα δείπνο. «Εποίησαν ούν αυτώ δείπνον εκεί και η Μάρθα διηκόνει˙ ο δε Λάζαρος εις ην των ανακειμένων συν αυτώ» (Ιωάν. ιβ’ 2). Εκεί, στη Βηθανία, του ετοίμασαν δείπνο και η Μάρθα ήταν καταπιασμένη με την ετοιμασία. Ένας από εκείνους που κάθονταν κοντά Του ήταν κι ο Λάζαρος. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης δεν αναφέρει σε ποιο σπίτι του παρέθεσαν το γεύμα. Από μια πρώτη ματιά φαίνεται πως ήταν στο σπίτι του Λάζαρου. Σύμφωνα όμως με το Ματθαίο (κστ’ 6) και το Μάρκο (ιδ’ 3), που αναφέρουν επίσης το γεγονός, φαίνεται καθαρά πως ήταν στο σπίτι του Σίμωνα του Λεπρού. Διαφορετικά θά ‘βγαζε κανείς το συμπέρασμα πως το συγκεκριμένο γεγονός έγινε δυο φορές στη Βηθανία, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα: μια φορά στο σπίτι του Λαζάρου και μια στο σπίτι του Σίμωνα του Λεπρού, κάτι όμως που δε φαίνεται πιθανό. Αναμφισβήτητα ο Σίμων υποδέχθηκε τον Κύριο, επειδή Εκείνος τον είχε θεραπεύσει από τη λέπρα. Διαφορετικά θα ήταν απερίσκεπτο να το κάνει, όταν λάβει κανείς υπόψη πως ο Μωσαϊκός νόμος απαγορεύει αυστηρά την ετοιμασία φαγητού και την υποδοχή καλεσμένων, αφού μαζί του δεν επιτρεπόταν να έχουν επαφή ούτε κι οι στενότεροι συγγενείς του.

Ο δε Λάζαρος εις ην των ανακειμένων συν αυτώ. Ο ευαγγελιστής το επισημαίνει με έμφαση αυτό, για να καταδείξει την ανάσταση του Λαζάρου. Ο νεκρός άνθρωπος που αναστήθηκε ζούσε κανονικά όπως όλοι οι άνθρωποι. Κυκλοφορούσε, επισκεπτόταν τους άλλους, έτρωγε κι έπινε. Δεν ήταν κάποια άυλη σκιά που από κάποια παραίσθηση εμφανίστηκε στους ανθρώπους κι ύστερα εξαφανίστηκε. Ήταν ένας ζωντανός, υγιής και κανονικός άνθρωπος, όπως ήταν και προτού αρρωστήσει και πεθάνει. Ο Κύριος τον ανάστησε, του χάρισε ζωή κι ύστερα αποσύρθηκε για λίγες μέρες από τη Βηθανία στην πόλη Εφραίμ. Ο Λάζαρος παρέμενε ζωντανός όσο κοντά του ήταν ο Χριστός, όπως και μετά. Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως ο Λάζαρος ήταν ζωντανός μόνο όσο βρισκόταν κοντά στο Χριστό.

Προσέξτε τώρα. Όταν ο Κύριος γυρίζει στη Βηθανία, ο Λάζαρος κάθεται μαζί Του στο τραπέζι, είναι καλεσμένος του Σίμωνα, που ήταν γείτονάς του, ίσως και συγγενής του. Τι θαυμάσιο θέαμα! Ο Κύριος κάθεται στο τραπέζι μαζί με δύο ανθρώπους στους οποίους είχε χαρίσει κάτι, που δε θα μπορούσε να τους δώσει η οικογένεια ολόκληρη. Τον ένα είχε νεκραναστήσει και τον άλλο είχε θεραπεύσει από τη λέπρα. Τα σώματα και των δύο είχαν φθαρεί, του ενός στον τάφο και του άλλου από τη λέπρα. Με τη θαυματουργική δύναμή Του ο Κύριος έδωσε στον ένα τη ζωή και στον άλλο την υγεία. Και τώρα, λίγο προτού πάρει το δρόμο για τη σταύρωση, πήγε να τους δει και τους συνάντησε σαν δυο ευγνώμονες φίλους. Αχ και να ξέραμε όλοι μας πως μας σώζει ο Χριστός κάθε μέρα από τη φθορά κι από τη λέπρα αυτής της γης, που προκαλούνται από τα πάθη! Τότε θα τον υποδεχόμασταν διαρκώς μέσα στην καρδιά μας και δε θα τον αφήναμε ποτέ να φύγει από τον οίκο της ψυχής μας.

«Η ουν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξεν ταις θριξίν αυτής τους πόδας αυτού˙ η δε οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου» (Ιωάν. ιβ’ 3). Η Μαρία πήρε μια λίτρα πολύτιμο μύρο, φτιαγμένο από το αρωματικό φυτό νάρδος, και άλειψε τα πόδια του Ιησού, κι ύστερα τα σκούπισε με τα μαλλιά του κεφαλιού της. Το σπίτι ολόκληρο γέμισε με το θαυμάσιο άρωμα.

Οι δύο πρώτοι ευαγγελιστές αναφέρουν πως η γυναίκα έριξε το μύρο στο κεφάλι του Χριστού. Ο Μάρκος προσθέτει πως έσπασε το αλαβάστρινο δοχείο και άδειασε το μύρο στο κεφάλι Του (Μάρκ. ιδ’ 3). Τα ακριβότερα μύρα φυλάσσονταν και σε πολύτιμες και καλά σφραγισμένες φιάλες. Η γυναίκα έσπασε τη φιάλη και άδειασε το περιεχόμενο πρώτα στο κεφάλι Του κι ύστερα, σε ένδειξη του μεγάλου σεβασμού της προς τον Κύριο, αλλά και από τη δική της ταπείνωση, στα πόδια Του. Δεν περίμενε ν’ ανοίξει υπομονετικά τη φιάλη αλλά την έσπασε, για ν’ αδειάσει όλο το περιεχόμενο στον Κύριο, να μη μείνει τίποτα. Έτσι, ενώ η Μάρθα διακονούσε στο σπίτι κι ετοίμαζε το τραπέζι, όπως το συνήθιζε, η Μαρία έδειξε με τον τρόπο της το σεβασμό στο θαυματουργό Διδάσκαλο. Η καθεμιά από τις δύο αδερφές έδειξε με τον δικό της τρόπο το σεβασμό της στον Κύριο.

Σε μιαν άλλη περίπτωση, που η Μάρθα διακονούσε πάλι κι η Μαρία καθόταν στα πόδια του Ιησού και άκουγε τη θεϊκή διδασκαλία Του, ο Κύριος εγκωμίασε περισσότερο τη Μαρία από τη Μάρθα. «Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο» (Λουκ. ι’ 42), είπε. Ήθελε έτσι να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στον πνευματικό ζήλο από το σωματικό.

Η Μαρία είχε αγοράσει το πολύτιμο αυτό μύρο και, όπως συνηθιζόταν στην Ανατολή, το έχυσε στο κεφάλι και τα πόδια Εκείνου, που με την υπερφυσική καθαρότητά Του είχε χρίσει και αποπλύνει την ψυχή της. Σχεδόν όλοι έμειναν άφωνοι. Η σιωπή τους αυτή ήταν κάτι σαν εύλογη απάντηση στην πράξη της Μαρίας. Ήταν κι ένας όμως, μόνο ένας, που ούτε σίγησε ούτε επιδοκίμασε την πράξη της. Ο ευαγγελιστής, που παρευρισκόταν κι αυτός στο περιστατικό, περιγράφει τη δυσαρέσκεια του προσώπου αυτού με τα εξής λόγια:

«Λέγει ουν εις εκ των μαθητών αυτού, Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι˙ διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; Είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, άλλ’ ότι κλέπτης ην, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν» (Ιωάν. ιβ’ 4- 6). Ο Ιούδας, ένας από τους μαθητές που αργότερα θα τον παρέδιδε στους σταυρωτές Του, είπε τότε: «Γιατί να μην πουλούσαμε το πολύτιμο αυτό μύρο, να παίρναμε τριακόσια δηνάρια και να τα δίναμε στους φτωχούς;». Αυτό όμως δεν το είπε γιατί ενδιαφερόταν για τους φτωχούς, αλλά επειδή ήταν κλέπτης και, καθώς αυτός κρατούσε το κουτί των εισφορών, κράταγε για τον εαυτό του όσα έριχναν μέσα.

Σύμφωνα με τους δύο πρώτους ευαγγελιστές δεν ήταν μόνο ο Ιούδας που έφερε αντίρρηση, αλλά και οι άλλοι μαθητές, όπως λέει ο Ματθαίος ή και άλλοι από τους παρευρισκόμενους, όπως λέει ο Μάρκος. Οι περισσότεροί τους αντέδρασαν είτε μυστικά στην ψυχή τους, είτε μουρμουρίζοντας μεσ’ από τα δόντια τους. Αυτό φαίνεται από την απάντηση που έδωσε ο Χριστός, όπως αναφέρεται στο σημερινό ευαγγέλιο: «Άφες αυτήν… τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε» (Ιωάν. ιβ’ 7-8). Ο Χριστός χρησιμοποίησε πληθυντικό. Όσοι κι αν αντέδρασαν όμως, όσο φανερή κι αν ήταν η δυσαρέσκειά τους, φαίνεται πως ο Ιούδας αντέδρασε πιο άγρια, πιο δυνατά κι ήταν ολοφάνερα δυσαρεστημένος. Γιατί ο ευαγγελιστής κατακρίνει μόνο αυτόν, δίνει περισσότερη έμφαση σ’ αυτόν, τον αναφέρει με τ΄ όνομά Του, καθώς και το γεγονός πως αυτός θα τον πρόδιδε; Για να μη τον μπερδέψουν οι αναγνώστες με τον άλλον απόστολο Ιούδα.

Ο Ιούδας διαμαρτυρήθηκε επειδή το πολύτιμο αυτό μύρο χρησιμοποιήθηκε χωρίς λόγο και δεν πουλήθηκε για να δοθούν τα χρήματα στους φτωχούς. Εκτίμησε μάλιστα και την αξία του μύρου: τριακόσια δηνάρια. Αυτό ήταν πραγματικά ένα πολύ μεγάλο ποσό για μια φιάλη μύρο. Αυτό όμως έδειχνε το μέγεθος του σεβασμού της Μαρίας για τον Κύριο Ιησού. Ποιος ξέρει πόσο καιρό θα μάζευε τα χρήματα αυτά, για να τα ξοδέψει όλα μεμιάς, δίνοντας έτσι αιώνια έκταση στη στιγμή αυτή; Ο Ιούδας πληγώθηκε επειδή τα χρήματα αυτά δεν βρήκαν το δρόμο προς το ταμείο του. Ο ευαγγελιστής το λέει ανοιχτά πως ήταν κλέφτης. Ο Κύριος θα γνώριζε πως ο Ιούδας έκλεβε από το ταμείο, όπου φύλαγαν τα χρήματα για τους φτωχούς. Ποτέ όμως δεν κατάγγειλε τον Ιούδα για κλοπή, ίσως επειδή ο ίδιος αδιαφορούσε εντελώς για το χρήμα καί δεν ήθελε να μιλάει γι’ αυτό. Ίσως πάλι επειδή περίμενε την κατάλληλη στιγμή να πει με λίγα λόγια όλα όσα αφορούσαν τον Ιούδα. Τα φοβερά λόγια που είπε ο Χριστός για τον Ιούδα είναι τα εξής: «Ουκ εγώ υμάς τους δώδεκα εξελεξάμην; Και εξ υμών εις διάβολός εστίν» (Ιωάν. στ’. 70). Γιατί να ονομάσει κλέφτη τον Ιούδα, αφού του άξιζε να ονομαστεί διάβολος;

Η απάντηση του Κυρίου στις αντιδράσεις των άλλων ήταν η εξής: «Άφες αυτήν˙ εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό˙ τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε». Πόσο θαυμαστή, πόσο συγκινητική είναι η απάντηση αυτή! Τα ίδια αυτά χείλη που είχαν πει έλεον θέλω και ου θυσίαν, και στον πλούσιο νεανία, πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς, τώρα δικαιολογούν την πράξη της Μαρίας, τη χρήση του πολύτιμου μύρου. Δεν υπάρχει αντίφαση εδώ; Όχι! Καμιά αντίφαση! Γιατί ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος.

Η πράξη της Μαρίας είναι και θυσία και έργο ελεημοσύνης προς τον μεγαλύτερο Φτωχό που περπάτησε ποτέ πάνω στη γη. Δεν είναι εκείνος που ήταν πάντα φτωχός, που οι γονείς κι οι παππούδες του ήταν φτωχοί, αλλά ο βασιλιάς που αυτοτοποθετείται στο επίπεδο των φτωχών, γίνεται αληθινά φτωχός. Τι να πούμε για το Βασιλιά των βασιλιάδων, που κυβερνά τα αθάνατα αγγελικά τάγματα από την πρώτη μέρα της δημιουργίας, ενσαρκώνεται από αγάπη για το ανθρώπινο γένος, γεννιέται σε μια σπηλιά και γίνεται δούλος όλων; Τα βόδια και τα πρόβατα δάνεισαν τη σπηλιά τους στο Νεογέννητο βρέφος. Μετά το θάνατό Του όμως ποιος θα του προσφέρει το κατάλληλο μύρο για την ταφή, που είναι μια συνήθεια και για τους φτωχούς όταν πεθαίνουν; Και τώρα βρέθηκε μία: η Μαρία. Οδηγημένη από το Πνεύμα τηρεί προκαταβολικά τη συνήθεια του μυρώματος του σώματος του Χριστού και κατά κάποιο τρόπο το προετοιμάζει για την ταφή. Γι’ αυτήν το δείπνο αυτό είναι περίεργο. Κατά τη διάρκειά του ενεργεί ένα μυστήριο όχι στο ζωντανό σώμα του Χριστού, αλλά στο νεκρό. Ήταν σα να ήξερε πως ο μεγάλος θαυματουργός, που έφερε τον αδερφό της ξανά στη ζωή και το λεπρό οικοδεσπότη τον έβαλε ανάμεσα στους υγιείς στο τραπέζι του, θά ‘πεφτε σε δυο – τρεις μέρες στα χέρια άδικων ανθρώπων, που θα τον παράδιναν σε επονείδιστο θάνατο. Γι’ αυτό, άφες αυτήν. Άφησέ την να κάνει την προετοιμασία για την ταφή του σώματός μου. Τους φτωχούς θα τους έχετε πάντα μαζί σας και πρέπει ν’ αγωνίζεστε να τηρείτε τις εντολές Μου για να δίνετε ελεημοσύνη. Ό,τι κάνετε στους φτωχούς, είναι σα να το κάνετε σε Μένα. Ό,τι κάνετε σε Μένα, να το κάνετε και στους φτωχούς. Ό,τι κάνετε για Μένα, θα το ανταποδώσω εκατονταπλάσια σε σας και στους φτωχούς σας.

Ο Κύριος είπε ακόμα: «Αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον, και ο εποίησεν αύτη λαληθήσεται εις μνημόσυνον αυτής» (Μάρκ. ιδ’ 9). Όπου κι αν κηρυχτεί το ευαγγέλιό μου, σε όλον τον κόσμο, θ’ αναφερθεί κι αυτό που έκανε η γυναίκα αυτή, για να μείνει αλησμόνητη η πράξη της.

Βλέπετε πως ο βασιλιάς Κύριος ανταμείβει βασιλικά την υπηρεσία που του προσφέρουν; Ανταποδίδει στην αγάπη εκατό φορές αγάπη, για τα τριακόσια δηνάρια που τόσο θρήνησε ο Ιούδας, ανταποδίδει στη Μαρία αιώνια ζωή. Για τα τριακόσια δηνάρια που ο Ιούδας θα είχε κρύψει στο σκοτάδι μαζί με το όνομα της Μαρίας, η Μαρία αγόρασε έναν ανεκτίμητο μαργαρίτη: μια σωστική διδασκαλία σε εκατομμύρια εκατομμυρίων χριστιανούς. Μια διδασκαλία για τον τρόπο που ανταμείβει βασιλικά ο Κύριος εκείνους που τον υπηρετούν.

«Έγνω ουν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί έστι, και ήλθον ου δια τον Ιησούν μόνον, άλλ’ ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν ον ήγειρεν εκ νεκρών. Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστεον εις τον Ιησούν» (Ιωάν. ιβ’ 9-11). Πολλοί Ιουδαίοι που έμαθαν που βρισκόταν, πήγαν κι αυτοί εκεί όχι μόνον για τον Ιησού, αλλά για να δουν και τον Λάζαρο, που τον είχε νεκραναστήσει. Και οι αρχιερείς σαν το άκουσαν αυτό ήθελαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, γιατί όσοι Ιουδαίοι πήγαιναν και τον έβλεπαν ζωντανό, πίστευαν στον Ιησού.

Έχουμε και εδώ ανθρώπους διαιρεμένους για τη δύναμη του Χριστού. Μερικοί πηγαίνουν για να δουν τον Θαυματουργό και τον Λάζαρο, το θαύμα του θαυματουργού. Άλλοι συνωμοτούν για να σκοτώσουν και τους δύο, όχι μόνο τον Χριστό αλλά και τον Λάζαρο. Γιατί τον Λάζαρο; Για να εξαφανίσουν τη ζωντανή μαρτυρία της θαυματουργικής δύναμης του Χριστού. Γιατί τότε δε συνωμότησαν να σκοτώσουν όλους τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά, στους οποίους ο Χριστός είχε δείξει τη θεϊκή Του δύναμη, όλους τους τυφλούς που είδαν, τους κουφούς που άκουσαν, τους άλαλους που μίλησαν, τους δαιμονισμένους που ελευθερώθηκαν από τα δαιμόνια, τους νεκρούς που ανάστησε, τους λεπρούς που καθάρισε, τους παράλυτους, τους χωλούς και τους τρελούς που θεράπευσε… κι όλους εκείνους που τους έκανε καλά θαυματουργικά; Μάρτυρες της θαυματουργικής δύναμης του Χριστού υπήρχαν σε πόλεις και χωριά σ’ ολόκληρη τη γη του Ισραήλ. Γιατί οι πρεσβύτεροι δεν αποφάσισαν να σκοτώσουν όλους αυτούς κι όχι μόνο το Λάζαρο;

Οπωσδήποτε όχι επειδή οι κακεντρεχείς αυτοί άνθρωποι φοβούνταν να χύσουν αίμα και να εναντιωθούν στον κόσμο, αλλά επειδή τους ήταν αδύνατο αλλά κι επικίνδυνο για τους ίδιους να φέρουν σε πέρας τέτοιο έργο. Ήθελαν πολύ όμως να σκοτώσουν το Λάζαρο, γιατί η ανάστασή του είχε προκαλέσει στους Ιουδαίους μεγαλύτερη ανησυχία απ’ οποιοδήποτε άλλο θαύμα του Χριστού. Αλλ’ υπήρχε κι ένας άλλος λόγος. Πολλοί άνθρωποι συνωστίζονταν για να δουν το Λάζαρο, κι αφού τον έβλεπαν ζωντανό, πίστευαν στον Κύριο Ιησού. Ίσως όμως κι επειδή το Πάσχα ήταν πολύ κοντά και φοβούνταν πως όλοι οι άνθρωποι που συγκεντρώνονταν στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή, θα πήγαιναν στη Βηθανία να δουν το νεκρό άνθρωπο που αναστήθηκε και θα πίστευαν κι αυτοί στο Χριστό.

Έτσι παρατηρήθηκε το περίεργο φαινόμενο: ενώ οι άνθρωποι επιθυμούσαν να σωθούν, οι πνευματικοί ταγοί τους προσπαθούσαν να τους εγκλωβίσουν και να τους εμποδίσουν από το δρόμο της σωτηρίας.Όλες οι προσπάθειες των πονηρών αρχόντων όμως για ν’ αφανίσουν τα έργα του Θεού, ήταν μάταιες. Όση περισσότερη βία ασκούσαν, τόσο περισσότερο αναδεικνύονταν τα έργα αυτά. Αυτό έγινε σαφέστερο αργότερα, στην ιστορία της Εκκλησίας του Χριστού, και κρατά ως σήμερα. Ολόκληρες στρατιές εχθρών της Εκκλησίας την πολέμησαν, από μέσα και απ’ έξω. Όλες οι επιθέσεις τους όμως όχι μόνο δεν ευοδώθηκαν, αλλ’ αντίθετα βοήθησαν την Εκκλησία να εδραιωθεί και ν’ απλωθεί στον κόσμο. Τ’ αδύναμα ανθρώπινα χέρια δεν μπορούν να κατισχύσουν στο Δημιουργό και τα έργα Του. Το θέλημά Του θα γίνει παρά τις δυνάμεις που αντιδρούν από την κόλαση ή από τη γη.
Το γεγονός που ακολουθεί στο σημερινό ευαγγέλιο, δείχνει πόσο πιο ανοιχτοί είναι οι απλοί άνθρωποι στην αλήθεια, απ’ ό,τι είναι οι άρχοντές τους˙ πόσο πιο μεγαλόκαρδοι κι ευγνώμονες είναι. Και το γεγονός αυτό είναι η θριαμβευτική είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα.

«Τη επαύριον όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν, ακούσαντες ότι έρχεται Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, έλαβον τα βάϊα των φοινίκων και εξήλθον εις απάντησιν αυτώ, και έκραζον˙ ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιωάν. ιβ’ 12-13). Την επομένη μέρα του δείπνου της Βηθανίας, ο Κύριος ξεκίνησε για τα Ιεροσόλυμα, την πόλη που θανάτωσε τους προφήτες.
Η Ιερουσαλήμ δεν ήταν τόπος όπου κατοικούσαν μόνο οι στενόμυαλοι φαρισαίοι, οι αλαζόνες γραμματείς κι οι θεομίσητοι αρχιερείς. Ήταν και μια μυρμηγκοφωλιά της ανθρωπότητας. Ήταν ένας τεράστιος τόπος όπου μαζεύονταν απ’ όλα τα μέρη προσκυνητές, καθώς κι αφοσιωμένοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες. Την εποχή του Πάσχα η Ιερουσαλήμ είχε τόσους κατοίκους όσους περίπου κι η Ρώμη, που τότε ήταν πρωτεύουσα του κόσμου. Αυτό το τεράστιο πλήθος ανθρώπων συγκεντρωνόταν στην Ιερουσαλήμ για να πλησιάσει περισσότερο το Θεό. Την ημέρα αυτή είχαν την αντίληψη κάποιας μυστηριώδους προσέγγισης του Θεού και στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού είδαν τον από πολλού αναστημένο βασιλιά του Οίκου Δαβίδ. Έτσι, σαν είδαν τον Κύριο να κατεβαίνει από το Όρος των Ελαιών, οι άνθρωποι αυτοί έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν. Μερικοί έστρωσαν τα ρούχα τους στο δρόμο μπροστά Του, άλλοι έκοβαν κλαδιά από τις φοινικιές και μ’ αυτά στόλιζαν το δρόμο. Όλοι τους έκραζαν με χαρά: «Δόξα στον Υιό του Δαβίδ˙ ευλογημένος και δοξασμένος να είναι Εκείνος που έρχεται στο όνομα το Κυρίου, ο Βασιλιάς του Ισραήλ».

Οι άνθρωποι πίστευαν πως ο Θεός θα ‘κάνε κάποιο θαύμα που θ’ άλλαζε την αφόρητη κατάστασή τους. Κι αυτό παρά τη σιδερένια γροθιά της Ρώμης που τους δυνάστευε και σε πείσμα της διαφθοράς και της μικροψυχίας των πρεσβυτέρων. Ένιωθαν πως η πηγή του θαύματος ήταν ο Ιησούς Χριστός και γι’ αυτό του επιφύλαξαν τέτοια υποδοχή. Το πώς θ’ αντιδρούσε ο ίδιος στην θεμελιακή αυτή μεταβολή της ροής των γεγονότων, ο κόσμος δεν το ήξερε. Είχαν μάθει να περιμένουν έναν μόνον αποτελεσματικό τρόπο. Κι αυτός ήταν η βοήθεια κάποιου βασιλιά από τον Οίκο Δαβίδ, που θα βασίλευε στην Ιερουσαλήμ, στο θρόνο του Δαβίδ. Οι άνθρωποι είδαν έτσι τον Ιησού σαν βασιλιά και τον υποδέχθηκαν με χαρά και ελπίδα. Πίστεψαν πως τώρα θα βασιλέψει στην Ιερουσαλήμ και θ’ αντισταθεί τόσο στη Ρώμη όσο και στην εξουσία της Ιερουσαλήμ των ημερών εκείνων.

Η πεποίθηση αυτή των ανθρώπων όμως προκάλεσε φόβο στους φαρισαίους. Η χαρά του κόσμου ξεσήκωσε την οργή τους. Μερικοί απ’ αυτούς ειδοποίησαν το Χριστό να τους σταματήσει από τις επευφημίες αυτές. Ο ταπεινός Κύριος όμως, που γνώριζε πως η δύναμή Του ήταν ακαταμάχητη, τους απάντησε: «Λέγω υμίν, ότι εάν ούτοι σιωπήσωσιν οι λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. ιθ’ 40). Αυτή είναι η απάντηση του βασιλιά των βασιλιάδων, που ήταν ντυμένος σαν φτωχός άνθρωπος και καβαλούσε ένα γαϊδουράκι, όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής:

«Ευρών δε Ιησούς ονάριον εκάθισεν επ’ αυτό. Καθώς εστί γεγραμμένον˙ μη φοβού θύγατερ Σιών˙ ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επί πώλου όνου» (Ιωάν. ιβ’ 14- 15). Οι άλλοι ευαγγελιστές περιγράφουν με λεπτομέρειες πως ο Κύριος, που ήταν φτωχός και δεν είχε τίποτα στην κατοχή Του, απόκτησε γαϊδουράκι. Γι’ αυτό κι ο ευαγγελιστής Ιωάννης το προσπερνάει αυτό, με τη σιγουριά πως είναι γνωστό, και λέει μόνο πως βρήκε ένα γαϊδουράκι. Ο Λουκάς, που είναι ο πιο περιγραφικός από τους ευαγγελιστές, διηγείται τη θαυματουργική προορατικότητα του Χριστού στον τρόπο που βρήκε το γαϊδουράκι: «Υπάγετε εις την κατέναντι κώμην, εν η εισπορευόμενοι ευρήσετε πώλον δεδεμένον εφ’ όν ουδείς πώποτε ανθρώπων εκάθισεν˙ λύσαντες αυτόν αγάγετε» (Λουκ. ιθ’ 30).

Οι μαθητές Του ξεκίνησαν να εκτελέσουν την εντολή Του και τα βρήκαν όλα όπως τους τα είπε. Μαζί με το ονάριο ήταν κι η μητέρα του. Γιατί ο Κύριος δεν ανέβηκε στη μητέρα του οναρίου αλλά στο μικρό πουλάρι της, όπου κανένας δεν είχε ανεβεί ως τότε; Γιατί η μητέρα δε θ’ άφηνε κάποιον ν’ ανεβεί πάνω της ή να την οδηγήσει. Η μητέρα του γαϊδάρου αντιπροσωπεύει τον ισραηλιτικό λαό και το μικρό γαϊδουράκι τον ειδωλολατρικό κόσμο. Αυτήν την ερμηνεία δίνουν οι άγιοι πατέρες κι η ερμηνεία τους είναι αναμφίβολα σωστή. Ο Ισραήλ θ’ αρνηθεί το Χριστό, ενώ οι ειδωλολάτρες θα γίνουν φορείς του Χριστού ανά τους αιώνες και θα μπουν μαζί Του στην άνω Ιερουσαλήμ, στη Βασιλεία των Ουρανών.

«Ταύτα δε ουκ έγνωσαν οι μαθηταί αυτού το πρώτον, άλλ’ ότε εδοξάσθη ο Ιησούς, τότε εμνήσθησαν ότι ταύτα ην επ’ αυτώ γεγραμμένα, και ταύτα εποίησαν αυτώ» (Ιωάν. ιβ’ 16). Γενικά οι μαθητές Του καταλάβαιναν πολύ λίγα απ’ όλ’ αυτά που συνέβαιναν στο Διδάσκαλό τους, ωσότου «διήνοιξεν αυτών τον νουν» (Λουκ. κδ’ 45), ωσότου το Πνεύμα του Θεού τους φώτισε με τις πύρινες γλώσσες. Μόνο τότε κατάλαβαν και θυμήθηκαν όλ’ αυτά που είχαν γίνει.

«Εμαρτύρει δε ο όχλος ο ων μετ’ αυτού ότε τον Λάζαρον εφώνησεν εκ του μνημείου και ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών. Δια τούτο και υιπήντησεν αυτώ ο όχλος, ότι ήκουσαν τούτο αυτόν πεποιηκέναι το σημείον» (Ιωάν. ιβ’ 17- 18).

Εδώ αναφέρονται δύο ομάδες ανθρώπων: η μια ομάδα ήταν εκείνοι που βρίσκονταν μπροστά στο θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου στη Βηθανία και το ομολογούσαν˙ η άλλη ομάδα ήταν οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ, οι επισκέπτες, που είχαν ακούσει από τους πρώτους το θαύμα της νεκρανάστασης του Λαζάρου. Οι πρώτοι ήταν μάρτυρες του θαύματος˙ οι δε δεύτεροι ήρθαν να συναντήσουν τον Ιησού, επειδή άκουσαν τη μαρτυρία των πρώτων. Την ώρα λοιπόν που ο καπνός από τις θυσίες ανέβαινε από το ναό του Σολομώντος˙ την ώρα που οι γραμματείες ερευνούσαν εξονυχιστικά το νόμο του Μωυσή˙ την ώρα που οι ασυγκίνητοι ιερείς ρύθμιζαν αλαζονικά το πρόγραμμα της γιορτής και οι πρεσβύτεροι του λαού προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πείσουν τους προσκυνητές πως όλο αυτό το μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί εκεί για χάρη τους˙ την ώρα που οι Λευΐτες μοίραζαν σχολαστικά το μερίδιο των θυσιών που τους ανήκε, οι απλοί άνθρωποι ακολουθούσαν το θαύμα και το Θαυματουργό.

Υπήρχαν μεγάλα κύματα ανθρώπων απ’ όλον τον κόσμο που είχαν γυρίσει την πλάτη τους στο ναό του Σολομώντος, στους ιερείς και σ’ εκείνους που έκαναν τις θυσίες, καθώς και σ’ ολόκληρο το μηχανισμό της κοινωνίας αγοράς που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Όλ’ αυτά τα κύματα των ανθρώπων τους είχαν στρέψει τα νώτα κι είχαν γυρίσει τα μάτια τους προς το Όρος των Ελαιών, απ’ όπου ερχόταν ο Θαυματουργός, ο Μεσσίας. Τι αξία είχαν οι νεκροί πύργοι της Ιερουσαλήμ με τους ζωντανούς νεκρούς μέσα τους, μπροστά στις πεινασμένες και διψασμένες ψυχές του λαού που αναζητούσαν ένα παράθυρο στους κλειστούς ουρανούς, για να δουν λίγο το ζωντανό Θεό; Κι οι δύο όψεις της υπερηφάνειας (εκείνης των Ρωμαίων και της άλλης των φαρισαίων) που είχαν κατακλύσει την Ιερουσαλήμ, ήταν αδύνατες να κάνουν έστω και μία τρίχα από άσπρη μαύρη. Και να, μπροστά τους κατέβαινε από το Όρος των Ελαιών Εκείνος που με τη φωνή Του κάλεσε από τον τάφο τον τετραήμερο Λάζαρο, τον ανάστησε και τον απάλλαξε από τη φθορά του θανάτου!

Αχ, πότε θ’ απομακρύνουμε και εμείς το νου μας από τους υπερήφανους και ισχυρούς μηχανισμούς αυτού του κόσμου και θα τον στρέψουμε προς το ουράνιο Όρος, προς το Βασιλιά Χριστό; Πότε θ’ αναθέσουμε κάθε ελπίδα μας σ’ Εκείνον; Η ψυχή μας αναζητά το Νικητή της αμαρτίας και του θανάτου, προβλήματα που η οικουμένη ολόκληρη δεν μπορεί να ξεπεράσει από μόνη της. Νικητής είναι ο Χριστός. Η ψυχή μας πεινάει και διψάει για τον ταπεινόα μα ισχυρό Βασιλιά, που είναι ταπεινός στην ισχύ Του, ισχυρός στην ταπείνωσή Του. Η ψυχή μας πεινάει και διψάει για το Βασιλιά που είναι φίλος του καθενός από μας, για το Βασιλιά που η Βασιλεία Του είναι αιώνια και άπειρη, που η αγάπη Του για τον άνθρωπο είναι απροσμέτρητη. Τέτοιος Βασιλιάς είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός! Σ’ Εκείνος λοιπόν κραυγάζουμε όλοι μας: Ωσαννά! Ωσαννά!

Σ’ Εκείνον πρέπει η δόξα κι ο ύμνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

 

(Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Καιρός μετανοίας: Από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου ως την Μεγάλη Παρασκευή: Ομιλίες Β΄, 1η έκδ., Εκδόσεις: ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ, Αθήνα, 2010, Η/Υ επιμέλεια: Ελένης Χρήστου, Σοφίας Μερκούρη)


(Πηγή ψηφ. κειμένου: orp.gr)

https://alopsis.gr


Πατερικός: Κυριακή Των Βαΐων (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς) (paterikos.blogspot.com)


Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Η Ανάσταση του Λαζάρου

 Ένα όμορφο απόσπασμα από την υπέροχη ταινία "Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ" του Φράνκο Τζεφιρέλι, με τον υπέροχο Ρόμπερτ Πάουελ στον ρόλο του Ιησού.

π. Ν. Λουδοβίκος: για την αειπαρθενία της Παναγίας (2)

 

Απομαγνητοφώνηση αποσπασμάτων της ομιλίας του π.Ν. Λουδοβίκου


Για την αειπαρθενία της Παναγίας

από 31.09

Φοβερά, φοβερά, παίρνει το γαϊδούρι. Αντί να πάρει ξέρω γω δεκαπέντε άλογα και ένα λαμπρό άρμα, και να τους βάλει όλους από πίσω, στολές, να μπαίνει μέσα και να κάνει. Ε, φανταστείτε τώρα να σου πουν σε μια πόλη, ότι για μας είσαι ότι υπέροχο, και να έρχεσαι με ένα ποδήλατο εσύ, τέτοιο πράγμα είναι (γελάει πολύ στο σημείο αυτό). Σαν να σου λέει, εντάξει, δεν καταλαβαίνετε τίποτα.[ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ, ΕΙΝΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ ΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΤΑ ΣΤΟΥ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥΣ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ. ΤΟ ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΔΙΑΛΥΜΕΝΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΩΣΦΟΡΙΚΗ ΕΠΑΡΣΗ.] Τον πάπα σε ένα γαϊδούρι, λέει κάποιος από το κοινό. Γελάει. Λέμε τώρα, μην πάμε σ’ αυτά, διότι ….εκεί είναι το θέμα, εκεί είναι το θέμα. Και κοιτάξτε τώρα τη συνέχεια. Αν το καταλάβετε αυτό που θα σας πω, θα παγώσετε τώρα. Πως του φέρεται του Χριστού, τι σχέση έχει μαζί του;[Η ΠΑΝΑΓΙΑ] Πρώτη εμφάνιση του Χριστού, ακούστε το αυτό λίγο. Δεν έχει καμία όρεξη να εμφανιστεί πουθενά. Πάμε στο γάμο. Ε, δε θέλω να’ ρθω. Πάμε στο γάμο, δε θέλω, άσε, εντάξει. Σε παρακαλώ πάμε στο γάμο, είναι ανάγκη, είναι συγγενείς μας, είναι γνωστοί μας, είναι φίλοι μας, και λοιπά, πάμε. Κάθεται ο Χριστός, κοιτάει δεξιά-αριστερά. Φανταστείτε τώρα ρεαλιστικά πως έγινε. Όπως έγινε. Λοιπόν, και ξαφνικά τελειώνει το κρασί. Εδώ είναι η μεγάλη έκπληξη. Γυρίζει και του λέει, κρασί δεν έχουν. Πως του μιλάς έτσι;! Πως του μιλάς έτσι!!! Δηλαδή, όχι σε παρακαλώ, μήπως, αν θα μπορούσε κάτι, δεν ξέρω τώρα μήπως έχεις καμιά ιδέα, να μπορούσαμε να βοηθήσουμε, αν… Τίποτα! Δεν έχουν κρασί. Φανταστείτε το, πως το λέει. Και ο Χριστός τι κάνει; Γυναίκα της λέει, άνθρωπε μου, ούτε μάνα καν, α παράτα με. Δεν είναι η ώρα μου ακόμα. Και εδώ είναι το σοκ το φοβερό, για μένα, όταν το συνειδητοποίησα, έπαθα σοκ. Γυρίζει και λέει στους δούλους, ότι σας πει κάνετε. Θα το κάνεις, έγινε, τελείωσε. Εδώ σταματάει πραγματικά ο άνθρωπος να μιλάει, έτσι. Αντι να του πει, κοίταξε να δεις, εντάξει, μπορεί να μην ήρθε η ώρα σου, αλλά η μανούλα σου που σε αγαπάει, μια μικρή χάρη, ξέρωγω, για μένα, καν το χατίρι, τόσο δα, και λοιπά. Αυτή είναι μια ανθρώπινη συμπεριφορά. Ποιον έχεις απέναντι σου, ποιον έχεις; Αυτή ξέρει ποιον έχει. Και πως του μιλάει; Προσέξτε όμως κάτι τώρα, να καταλάβετε κάτι. Δεν του μιλάει με αυθάδεια, όχι. Είναι η ίδια πολύ αγνή και αθώα, τρομακτική αγαπητική εμπιστοσύνη. Η Πανάγια είναι το ίδιο, έχοντας την απόλυτη γνώση, αλλά είναι ταυτόχρονα το ίδιο υπέροχα καθαρό και αθώο πλάσμα. Γι’ αυτό ο Χριστός δεν μπορεί να αντισταθεί. [ΣΩΜΑΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΟΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΝΟΟΥΝ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟ ΓΕΛΟΙΟΠΟΙΟΥΝ]Άμα έρχεται ένα μωρό τώρα, το εγγόνι σου, και σου λέει, παππού θέλω, έχουμε μερικοί την εμπειρία, ο παππούς δεν μπορεί να πει όχι. Μπορεί να έχει κάτι πολύ σοβαρό να κάνει, τόσο σοβαρό, που δεν μπορεί καν να το περιγράψει στο εγγόνι εκείνη την στιγμή. Μπορεί η τύχη του κόσμου ολόκληρου να’ ναι στα χέρια του (34:30), και αφήνει την τύχη του κόσμου, και ασχολείται με το μωρό, γιατί το μωρό είναι το μωρό και το μωρό, πάει τελείωσε. Για κάποιο, επειδή έχει τη δύναμη της ταπεινώσεως της μεγάλης, το’ χει η Παναγία, να το πω έτσι, την πολύ μεγάλη ταπείνωση, και με την πολύ μεγάλη ταπείνωση, ταυτίζεται με όλο το ανθρώπινο γένος. Εκείνη την στιγμή ο Χριστός δεν έχει την μάνα του απέναντι του απλώς, έχει όλο το ανθρώπινο γένος. Στην πιο εξελιγμένη και προχωρημένη του μορφή. Βέβαια, γιατί λέει ο Καβάσιλας, όταν είπε ο Θεός ιδού τα πάντα καλά λίαν, εννοούσε λέει την Παναγία, ότι θα εμφανιστεί αυτή, άρα είναι καλή η Δημιουργία. Βλέπετε, βλέπετε, βλέπετε, δεν του μιλάει με αυθάδεια. Άλλοι που του μίλησαν με αυθάδεια, ξέρετε τι πάθανε. Δεν του μιλάς με αυθάδεια του Χριστού, δεν το επιτρέπει. Αλλά κάμπτεται επειδή είναι η αυτοαγάπη. Κάμπτεται, πάρα πολύ. Μπροστά σ’ αυτό που είναι ο Ίδιος, απέραντα αγαπητικός και ταπεινός. Όταν το δει, αυτό έλεγαν οι άγιοι. Μας έλεγε ο πατήρ Παΐσιος, τα πάντα προσφέρει ο Θεός, …(ακατανόητες λέξεις), πως τα κάνετε όλα αυτά, παιδιά και μεις, συγγνώμη για όλα αυτά. Τώρα τού πες το όνομα, τώρα του πες τον πατέρα, τώρα του πες την μάνα, μετά έκανες εκεί το θαύμα, μετά έκανες εκείνα, και εγώ εδώ, πως το κάνεις;! Δεν είναι τίποτα, έλεγε, εύκολο είναι. Σε μας είναι τρομακτικά δύσκολο. Γιατί; Γιατί υπάρχει μια λεπτομέρεια, πρέπει να συντονιστεί κανείς με το Θεό. Συντονισμός. Πως είναι δυο ασύρματοι. Πρέπει να συντονιστούνε. Αν δεν υπάρχει συντονισμός υπαρξιακός, δεν πα να λες εσύ, κάνε, δείξε, φτιάξε, πουυυ, τίποτα. Ούτε ο Θεός σε ξέρει, ούτε εσύ ξέρεις το Θεό. δε μιλάτε ουσιαστικά. Φωνάζεις εσύ. Υπάρχουν πολλές θρησκείες, δεν υπάρχουν πολλές θρησκείες; Και τι κάνουν; Φωνάζουν οι άλλοι. Παίρνουν τα καλάσνικωφ και ρίχνουν, μπαμ. Ακούει ο Θεός; Συνεννοούνται; Όχι καθόλου, τίποτα. Γι’ αυτό και το παραγόμενο αποτέλεσμα, τι είναι; Κόλαση, τρόμος, φρίκη κατάσταση. Η Παναγία σου μαθαίνει πως να συντονιστής με το Θεό. αυτό είναι το μεγάλο δίδαγμα, αλλά ποιος θα καθίσει να το μάθει; Πως θα το μάθουμε αυτό το πράγμα; Αντί γι’ αυτό, την αντιμετωπίζουμε και μεις σαν μια αρχαία θεά. Ναι, ναι ναι ναι. Θεά Αθηνά ας πούμε, θεά, να μην πω Αφροδίτη, άσε, κάνε μου κείνο, φτιάξε μου τ’ άλλο, και εγώ θα σου δώσω τάδε τάμα. Ε ρε φίλε εντάξει, αλλά τι είναι η Παναγία άραγε; Να εδώ είναι το ερώτημα. Η τα δευτερεία της Τριάδος έχουσα. Οι πατέρες που (ακατανόητη λέξη) ..καταλαβαίνουν τι λέμε, παραληρούν όταν μιλάνε για την Παναγία, παραληρούν. Πριν από χρόνια ένας συνάδελφος μου, είχε φτιάξει ένα βιβλίο, δεν ζει αυτός ο καημένος πια, όπου μάζεψε όλα τα ονόματα της Παναγίας από την πατρολογία. 300 σελίδες βιβλίο, μόνο με καταγραφή ονομάτων, τα οποία χρησιμοποιούν αυτοί, μερικά απ’ τα οποία ξεπερνάν τα όρια της ανθρώπινης λατρείας, πως να σας το πω. Γιατί; Διότι ξέρανε, βλέπανε. Εσύ τι βλέπεις; Τη θεά Αθηνά βλέπω. Τίποτ’ άλλο. Δως μου Παναγία μου εκείνο, όλα μου τα δίνει η Παναγία, ότι της ζητήσω, ότι της ζητήσω η Παναγία μου το δίνει, αλίμονο σου. Σου δίνει η Παναγία ότι ζητήσεις, αλλά ζήτησες αυτά που ήθελε αυτή να ζητήσεις, άραγε ποτέ; Αυτό είναι το ερώτημα. Προσέξτε, η ορθοδοξία, ο χριστιανισμός, η Εκκλησία μάλλον, είναι πολύ μεγάλη υπόθεση, και δεν ξέρουμε σήμερα, για τι πράγμα μιλάμε. Αν ξέραμε για τι πράγμα μιλάμε, δε θα υπήρχε άνθρωπος άθεος δίπλα μας. Αν ρωτήσεις όλους αυτούς δίπλα που κοροϊδεύουν και βγάζουν μια γλώσσα ένα μέτρο, θα δείτε ότι αυτά που θα σας πουν για τον Χριστιανισμό, δεν έχουν καμιά σχέση με τον Χριστιανισμό, ούτε με την Εκκλησία, καμία απολύτως, και καμία απολύτως σχέση με αυτά που λέμε εμείς τώρα, καμιά απολύτως. Από τη μια λοιπόν η ανθρώπινη συμπεριφορά, βάλε με και μένα σε μια, κάνε με και μένα δεσποτάκο, κακό είναι, ε λέμε τώρα. Δως μου και μένα. Τι να σου δώσει εσένα; Χάνουμε τον καιρό μας στην πραγματικότητα, αντί να δούμε και να διαπιστώσουμε το μεγαλείο αυτό που είναι μπροστά μας, και το οποίο ξεπερνάει κάθε ιδέα μεγαλείου που έχουμε στο κεφάλι μας. Διότι η Παναγία φέρνει πραγματικά το Θεό στον κόσμο. Και από εκεί και πέρα, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Διότι όλες οι ανθρώπινες καταστάσεις, όλες οι ανθρώπινες ενέργειες, όλα τα ανθρώπινα θελήματα, έχουνε συμπεριληφθεί στην ενσάρκωση αυτή. Και τα εκτελεί ο Θεός με τον τρόπο του Θεού. Με τον Χριστό μαθαίνουμε τι θα έκανε ο Θεός επι γης αν ήταν άνθρωπος. Είναι το ανθρώπινο του Θεού, και με τον τρόπο αυτό μαθαίνουμε και μεις το θεοπρεπές του ανθρώπου, και αρχίζουμε να μπαίνουμε στη σφαίρα της θεανθρωπίας, και να ησυχάζουμε, τότε ησυχάζει ο άνθρωπος. Τότε ειρηνεύει. Πως θα βρω την ειρήνη μου, λένε, μας λένε οι άνθρωποι, και αναρωτιώμαστε και μεις, πως θα ειρηνεύσω; Θα ειρηνεύσεις όταν ο Θεός είναι παρών μες στα πράγματα της ζωής σου, γύρω σου, είναι συνεχώς παρών στη ζωή. Και αποκτά ο άνθρωπος τον τρόπο να τον βλέπει, και μετά αλλάζει η ζωή, σιγά σιγά, δεν είναι μόνος, σιγά σιγά ανακαλύπτει πράγματα, και βέβαια εκατονταπλασίονα λήψεται μετά πειρασμών. Θα τραβήξει διάφορα. Από όλους αυτούς, οι οποίοι δε θα το καταλαβαίνουν αυτό, ή από όλους που θα βάλει ο διάβολος να μην καταλαβαίνουν, και να τον ταλαιπωρούνε, για να του δώσει όμως ο Θεός μεγαλύτερη γνώση, και να ξέρετε ότι ο πόνος αυτός, ο εν Χριστώ πόνος, είναι όμορφος πόνος, γιατί έχει διέξοδο. Έχει ανάπαυση, έχει λογικότητα. Δεν υπάρχει τέτοια τραγωδία στο Θεό, ότι και να συμβεί στον άνθρωπο του Θεού, εάν το περνάει κατά Θεόν, θα τον οδηγήσει σε βαθύτερη χαρά, βαθύτερη ανακούφιση, βαθύτερη γνώση, σε σημείο που να λέει στο τέλος, δεν γίνεται να έχω ακόμα ένα πειρασμό τέτοιονε; Να με οδηγήσει σε μεγαλύτερη ακόμα ανάπαυση και χαρά. Βλέπετε λοιπόν η Παναγία, έβαλε, η Εκκλησία έβαλε την Παναγία, μες στη Σαρακοστή. Δεν είναι χωρίς λόγο αυτό. Μα, αν καταλάβουμε όλα αυτά που είπαμε, θα καταλάβουμε γιατί την έβαλε ειδικά εκεί. Και εκεί. Δεν την βάζει απλά και μόνο για να πηγαίνουμε την Παρασκευή και να λέμε χαίρε. Και μάλιστα την χαιρετίζει, έτσι συνεχώς, τη δοξάζει την Παναγία, έτσι. Γιατί είναι το μυστήριο της Παναγίας, το οποίο μας καλεί η Εκκλησία, ειδικά την περίοδο της Σαρακοστής, όσο καταλαβαίνει ο καθένας, και όσο μπορεί, το μυστήριο αυτής της αφιερώσεως και αυτής της αγνότητας. Παρθένος μπορεί να μην είσαι. Αυτό δεν αλλάζει τώρα, αν δεν είσαι. Και ούτε είναι φοβερό κακό, εάν γνωρίζεις την αγνότητα αυτή, της αφιέρωσης αυτής, χωρίς κρατούμενα. Μούδωσες ότι μούδωσες Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ για όλα. Να λοιπόν, ότι εγώ τώρα ζητώ τον δωρεοδότη, ζητώ αυτόν που τα έδωσε όλα αυτά. Μια συναλλαγή πλέον μαζί Του (42:40), μια κοινωνία μαζί του, να δω τι θέλει να κάνω. Όλα αυτά τα υπέροχα. Έτσι δεν είναι; Έφαγες στο τραπέζι, σηκώθηκες, λες λοιπόν στον εστιάτορα, τώρα τι θες να κάνω, γιατί με τάισες τόσο καλά; Καταλάβατε; Δόξα τω Θεώ, σ’ ευχαριστώ. Τώρα τι θες να κάνω; Αυτή η δύναμη που μου’ δωσες, αυτή η χαρά, αυτή η ευγνωμοσύνη που έχω, τι να την κάνω; Και θα σου πει τι να την κάνεις. Καταλάβατε. Και μετά η ζωή ολόκληρη είναι αυτή η ευγνωμοσύνη, και αυτή η δοξολογία, σε σημείο που οι πειρασμοί, το βλέπουμε στους ανθρώπους του Θεού πάρα πολύ αυτό, δεν τσακίζουν. Το αντίθετο εντελώς. Καταλάβατε, όπως και η Παναγία άντεξε, αυτό το φοβερό τσάκισμα, το να ξέρει ποιος είναι, και να βλέπει τι παθαίνει, ε; κανένας δεν ξέρει την ανθρώπινη τραγωδία τόσο καλά, όσο η Παναγία. Κανένας δεν ξέρει πόσο, πόσο πόσο πολύ έχουμε πέσει, καταλάβατε. Και αν δεν το μάθουμε και μεις αυτό, δε θα καταλάβουμε σε τι πράγμα απαντά ο σταυρός του Χριστού και η Ανάσταση Του. Και θα περιμένουμε, τις συμφορές που ήρθαν και που έρχονται, καλπάζοντας έρχονται, δυστυχώς, ναι, και ως πότε θα λέμε στο Θεό μη, μη, μη, μη. Μην το κάνεις, να μη γίνει…να προλάβω να παντρέψω το παιδί μου πρώτα, και μετά να πέσει η βόμβα. …(ακατανόητο, τσιρίζει) είναι πολύ κοντά, γιατί δεν ρωτάμε το Θεό για τις βόμβες μας. Για τίποτε δεν τον ρωτάμε. Αισθανόμαστε ότι εμείς έχουμε την κυριότητα του εαυτού μας, της ιστορίας, της ζωής, της αλήθειας, εμείς τα ξέρουμε όλα. Δεν τα λέω αυτά. Είναι πασίγνωστα. Κοιτάξτε όμως τη σοφία της Παναγίας. Η Παναγία ξέρει, ότι αν έρθει Εκείνος μόνο στα πράγματα, ο Δημιουργός, τα πράγματα θα φανούνε, στην ομορφιά τους και στην τελειότητα τους. Αυτό είναι ο σταυρός μας. Η Παναγία είχε αυτό το μεγάλο βίωμα, μετά την Ανάσταση του Χριστού, στάθηκε, κοίταξε τον ουρανό και είπε: ναι, όλα είναι τέλεια. Καταλάβατε, όλα είναι τέλεια. Τα έκανε ο Θεός όλα. Τα τέλεια, αλλά υπάρχει η δική μας ελευθερία, που πρέπει να το οικειωθεί αυτό όλο, έτσι. Τρία τέταρτα, σταματώ τώρα. Πάντα, μετά από τριάντα χρόνια δάσκαλος που’ μαι, τριάντα τόσα, σταματάει μόνο του το ρολόι. (45:25).

Τέλος ομιλίας. Συνεχίζεται με ερωτήσεις-απαντήσεις.

Ερώτηση (46:20): Κάποιος πατήρ της Εκκλησίας λέει, ότι η Παναγία δεν γνώριζε απόλυτα τον Ιησού πριν την Πεντηκοστή.

Απάντηση: Α, με μια έννοια που θα σας πω τώρα. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει ανθρωπίνως, απόλυτα το Θεό, και συνεχώς ο Θεός έχει να του αποκαλύψει καινούργια πράγματα. Δεν μπορεί να ταυτιστεί ποτέ η γνώση που έχει ο Θεός για τον εαυτό του με τη γνώση που έχει ένας άνθρωπος για το Θεό. Γιατί ο ένας είναι άνθρωπος, είναι κτιστός, είναι αυτό που είναι. Ο μόνος ο οποίος είναι ενωμένος τέλεια, άνθρωπος και Θεός σε μια φύση, και έχει αυτή την γνώση, και αυτή η γνώση είναι υπερφυής, είναι ο Χριστός. Στον Χριστό έχουμε υποστατική ένωση. Η Παναγία είναι άλλο πρόσωπο, δεν είναι ο Χριστός. Και με την έννοια αυτή μαθαίνει και η Παναγία, και δέχτηκε και η Παναγία το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο την κάνει να καταλάβει αυτά που καταλάβαινε, ει δυνατόν ακόμα βαθύτερα. Δεν έχει τέλος όμως αυτό, η γνώση του Θεού δεν έχει τέλος, ξέρετε. Η γνώση διαρκεί απείρως, δεν υπάρχει κάτι το οποίο θα τελειώσει. Και μετά το θάνατο θα συνεχίζεται η γνώση. Συνεχώς θα βλέπουμε καινούργια πράγματα. Ετοιμαστείτε, πάρα πολλά μυστήρια. Και στη ζωή αυτή, και μετά το θάνατο. Δεν τελειώνει αυτό. Μας περιμένει ένα τεράστιο σύμπαν για περιήγηση, πραγμάτων, νοημάτων, κομητών, αστέρων, μυστικών κλπ., και μια εικόνα για τον κόσμο που είναι τρομακτικά μεγαλύτερη απ’ ότι μπορείτε να διανοηθείτε. Αυτό από τώρα συμβαίνει. Μου έλεγε θυμάμαι ο πάπα Χαράλαμπος, ο ηγούμενος της Διονυσίου, ο οποίος ήταν τέκνο πνευματικό του Αγίου Ιωσήφ του Ησυχαστή. Όταν λοιπόν τον πρωτοσυνάντησα, είχα τέσσερα χρόνια που μπήκα στην Εκκλησία. Λοιπόν, μου λέει, κομποσχοίνια κάνεις; Ε λέω, κάνω λίγο. Μου λέει, και τι βλέπεις; Τίποτα. Μου λέει, τέσσερα χρόνια και ακόμα δεν είδες τίποτα; Λέω, τι να δω; Άκου να δεις μου λέει, επειδή έβλεπε πως σκεφτόμουνα εγώ βέβαια, η χάρις με παίρνει στα βάθη των ωκεανών, με παίρνει στα βάθη των όντων, με παίρνει στα βάθη του σύμπαντος, και βλέπω πράγματα, αλλά δεν μπορώ να τα πω, δεν λέγονται, αλλά δεν ξέρω αν ποτέ η επιστήμη θα μπορέσει να τα πει. Τα βλέπω όλα, και είναι θαυμαστός ο κόσμος, και τεράστιος, μου λέει. Συμβαίνουν πράγματα στις γωνιές εκεί στο σύμπαν, που δεν μπορώ να σας τα διηγηθώ. Τον κοίταγα έτσι εγώ, και μετά θυμήθηκα τον πατέρα Πορφύριο, που όταν τον γνώρισα και πήγαινα λοιπόν, είδα είχε τόμους ολόκληρους, απ’ την μια είχε ανατομία, και απ’ την άλλη είχε φυσική. Τα πανεπιστημιακά συγγράμματα. Λέω, ρε γέροντα, μ’ αυτά ασχολείστε; Α, λέει, κοίτα να δεις, όταν η χάρι άρχισε να μου δείχνει τον ανθρώπινο οργανισμό, του τα’ δειχνε όλα η χάρις, πως είναι και πως δουλεύουν όλα, αλλά δεν ήξερα να τα πω, λέει. Και κάθισα και διάβασα ανατομία, και τώρα ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει. Ανέλυε τελείως τον ανθρώπινο οργανισμό, και έβλεπε που πάσχεις, τι έχεις πάθει, τι έρχεται να πάθεις. Τα έζησα εγώ αυτά προσωπικά, και άλλοι πολλοί, δεν τα λέω για καινούργιο. Και το ίδιο έγινε με τη φυσική, μου λέει. Αυτά που βλέπεις, ξέρεις, όλα έχουν και πνευματικές προεκτάσεις. Τόμοι εδώ, καταλάβατε.

(50:00) Μην πάρετε ποτέ αυτά που λέει ο Θεός με τον τρόπο τον βλακώδη, που μας έμαθε η νοοτροπία μας η προτεστάντικη, να τα παίρνουμε ως ηθικολογίες. Και άμα λοιπόν κάνεις και τίποτα της προκοπής, καλό, μετά γίνεσαι ένα τέρας, αυτοπεποίθησης, ε, και κρίνεις και τους άλλους. Βέεεβαια. Γίνεσαι και αιρεσιοκυνηγός. Μεγάλο σπορ αυτό. Το’ χω υποστεί και εγώ. Τελευταία το’ παθα και με μια αυτή που είπα για την Παναγία. Υπάρχει στο διαδίκτυο μια ομιλία μου, «Μπορούμε να ξεπεράσουμε τον προτεσταντισμό;», είναι πρόσφατη. Και εκεί μέσα, κάποια στιγμή θύμωσα, και έβαλα στο μυαλό μου τους προτεστάντες. Δε θα κουβεντιάζουμε αν η Παναγία έκανε σ. με τον Ιωσήφ. Θα δούμε πως ενσωμάτωσε το ομοούσιο. Και από κάτω μου γράφουνε, «ντροπή σας, ορίστε, θεωρείτε ότι έκανε σ.. η Παναγία», «πάτερ μου, ντροπή σου, είσαι αιρετικός, μπήξας-δείξας». Με βρήκανε και μένα. Λέω δεν γλιτώνει κανένας. Αιρεσιοκυνηγοί. Δυο πραγματάκια καταλαβαίνουν, και αμέσως, μετά παίρνουν το πολυβόλο, το στήνουνε, και αναμένουν τα θύματα. Ελπίζω να ακούσουν και την ομιλία αυτή, αυτοί. (51:20).

51:25

Ερώτηση: Είπατε προηγουμένως, ότι ο Θεός δεν κολάζει. (Δεν το λέω εγώ αυτό, λέει ο π.Λ.) ) Αλλά επιτρέπει όμως, να πάνε οι άνθρωποι στην κόλαση.


Απάντηση: Το είδατε εσείς, ήταν εκεί; Όχι, λέει η γυναίκα. Α, (και γελάει ο π.Λ.). Λοιπόν ακούστε κάτι, τα έσχατα είναι πολύ μεγάλο μυστήριο. Τα πρώτα λόγια που μου’ πε ο πατήρ Παΐσιος, όταν τον γνώρισα, ήταν αυτά: «οι πατέρες μας έκρυψαν την αγάπη του Θεού». Λέω εγώ, είχα διαβάσει δυο τρια πραγματάκια, δυο σελίδες, τρεις, είχα προλάβει, μα γι’ αυτήν μιλάνε γέροντα. «Όχι μου λέει. Δεν μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτήν. Και όποιος την είδε, αισθάνεται την ανάγκη να την κρύψει». Αν σας λέει τίποτα αυτό, εμένα μου λέει πολλά αυτή την στιγμή. Τώρα. Τώρα μετά από σαράντα χρόνια. Τώρα μου λέει πάρα πολλά. Και κάτι άλλο, στον βίο του Αγίου Σιλουανού. Χτυπιέται και παρακαλάει για όλο το ανθρώπινο γένος, και κάποια στιγμή δεν αισθάνεται ανταπάντηση. Και φωνάζει του Χριστού, και λέει, «είσαι αδυσώπητος». Και τότε του εμφανίζεται ο Χριστός, και του λέει, «εσύ σταυρώθηκες γι’ αυτούς;». λέει αυτός, όχι. Και του λέει: «Θα ελεήσω έστω και το ένα Κύριε ελέησον που έχει πει ένας άνθρωπος στη ζωή του». Λοιπόν, η κόλαση υπάρχει, γιατί βλέπω να υπάρχει εγώ, γιατί θέλω εγώ να υπάρχει. Μου χρειάζεται εμένα. Θέλω να τιμωρήσω μερικούς. Και σεις δε θέλετε; Δε θέλετε; Μωρέ! Θέλετε; Με μας τι θα κάνει ο Θεός δεν ξέρω, που λέμε, εκείνον κάψτονε. Έχω φτάσει να πω, ότι η κόλαση  είναι τω διαβόλω, που είναι ετοιμασμένη και τοις αγγέλοις αυτού, τω διαβόλω είναι ποιητικό αίτιο, απ’ τον διάβολο, δε θέλει ο διάβολος να τιμωρεί συνέχεια; Εσάς τώρα όπως σας βλέπει, και μας, σαν ξερολούκουμα. Καταλάβατε. Ε, είμαστε γεμάτοι κόλαση, εμείς. Ο Θεός δεν ξέρει πως να κολάζει. Δεν το ξέρει, δεν το έκανε ποτέ. Και όταν εσύ βάζεις το χέρι στη φωτιά, το βάζεις γιατί εσύ το θες και το βάζεις στη φωτιά. Ναι ή όχι; Στην αρχή σε εμποδίζει, μετά βλέπει ότι θα σε κάνει ποτήρι αν συνεχίσει να σε εμποδίζει, και σου λέει, άντε άπλωσε το χεράκι. Και μετά σου λέει, κάηκες; Έλα δω, έλα δω. Έλα. Δεν ξέρουμε το Θεό, σας λέω, είναι πολύ δύσκολο. Λίγοι τον ξέρουνε, τον ξέρουν αυτοί που λιγάκι περισσότερο Τον παίρνουν στα σοβαρά. Ναι. Λοιπόν, μη μιλάτε για την κόλαση. Ας παρακαλέσουμε το Θεό να μας γνωρίσει την αγάπη του αυτή, και μετά θα παρακαλούμε σαν τους αγίους, εμείς, η κόλαση να μην έχει κανένα. Όταν τάδε άγιος, ο πάτερ Παΐσιος, παρακαλούσε για τον διάβολο, τι ήταν αυτό; Δεν παρακαλούσε να μην υπάρξει κόλαση καν; Αλλά όταν πας με την κόλαση στην ψυχή και στον νου και στην ύπαρξη, ενώπιον του Θεού; Και υπάρχουν και πολλοί τέτοιοι, και φωνάζουνε, και λένε, κόοολαααση, κόοολαααση. Επείνασα και ουκ εδώκατε μοι φαγείν. Αλήθεια, θα φωνάζουν λοιπόν κάποιοι, κάψτον! Χα, χα. Πως θα γλιτώσουμε εμάς, είναι το πρόβλημα. Αν τελειώσουμε εμείς, ο Θεός δεν έχει πρόβλημα, να μην έχει κανένα η κόλαση, τίποτα. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε αυτά που λέω, ίσως είναι και λίγο προχωρημένα, και ίσως οι αιρεσιολόγοι με ξαναπιάσουν και πάλι, (γελάνε από το κοινό), λοιπόν.

ΤΕΛΟΣ
 
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ ΤΟΥ.  
Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΡΝΟΥΜΕΝΟΣ ΤΙΣ ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΑΙΜΟΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣΑΝ ΚΑΙ ΕΠΕΣΑΝ ΚΑΙ Η ΚΟΛΑΣΗ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΥΠΗΚΟΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ.[ ΗΡΘΕΣ ΠΡΙΝ ΤΗΣ ΩΡΑΣ ΣΟΥ ΝΑ ΜΑΣ ΚΡΙΝΕΙΣ; ΜΗΝ ΜΑΣ ΣΤΕΛΝΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΝ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ]. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑ;
 Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΜΟΝΟ Η ΚΑΚΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΘΑ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ ΟΧΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ.  Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΣΚΙΡΤΗΣΕ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΛΛΑ ΠΑΡΟΤΙ ΕΦΕΡΕ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΤΗΝ ΘΕΩΜΕΝΗ ΣΑΡΚΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΑΚΑΤΑΝΙΚΗΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ.
ΞΕΧΑΣΑΜΕ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑ ΛΟΙΠΟΝ. ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ; Η ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ; ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΕΚΡΥΨΑΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΦΑΝΕΡΩΣΕΙ Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ; Ο ΕΤΕΡΟΣ ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΣ   ΛΗΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΠΟΥ ΠΗΓΕ; Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ;

Ο Ιωάννης μας παραδίδει ένα «Σύμβολο της Πίστεως». - Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος

 

«εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; λέγει αὐτῷ· Ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος.»

Διαβάστε καλά αυτόν τον διάλογο μεταξύ του Ιησού και της Μάρθας από το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα.

Ο Ιωάννης μας παραδίδει ένα «Σύμβολο της Πίστεως».


Ο Ιησούς είναι η Ανάσταση και η Ζωή. Έχει την εξουσία ως Θεός να αναστήσει τους ανθρώπους. Όλους ανεξαιρέτως. Και θα το πράξει αυτό διότι είναι Θεός ζώντων! Αλλά προσέξτε. Αυτός είναι και η Ζωή. Θα αναστήσει όλους τους ανθρώπους αλλά θα σεβασθεί απόλυτα την ελευθερία τους. Μόνο αυτοί που πιστεύουν σε Αυτόν θα ζήσουν την όντως ζωή μαζί Του! Οι υπόλοιποι θα ζήσουν τις συνέπειες των επιλογών τους μακριά από Αυτόν!

Εσύ που νομίζεις πως είσαι χριστιανός, πιστεύεις πως ο Χριστός είναι η Ανάστασις και η Ζωή;

Εάν ναι, τότε πιστεύεις ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού ο εις τον κόσμον ερχόμενος.

Αυτός που ήρθε και ενανθρώπησε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε για να μας χαρίσει την ελευθερία από το θάνατο και τον διάβολο.

Αυτός που έρχεται κάθε φορά που τελείται η θεία Ευχαριστία για να μας μεταδώσει μέσω του Αχράντου Σώματός Του και του Τιμίου Αίματός Του την αφθαρσία και την αθανασία.

Αυτός που θα έλθει για να μας καλέσει να ζήσουμε μαζί Του στην ανέσπερη βασιλεία του.

«Πιστεύεις τοῦτο;»

Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος

(4) ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ῾Ομιλία ΝΓʹ, Εἰς τὴν πρὸς τὰ ῞Αγια τῶν ῾Αγίων Εἴσοδον... (Μέρος Ϛʹ: §§ 55-60)

   Συνέχεια από: Τρίτη 23 Απριλίου 2024


᾿Απόδοσις ῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου

[55.] ῾Ο ἄνθρωπος ὁποὺ εἶναι ὡς ἕνας μεγάλος κόσμος εἰς ἕνα μικρὸν ἄτομον· ἡ συνάθροισις ὅλου τοῦ παντός· ἡ ἀνακεφαλαίωσις τῶν τοῦ Θεοῦ κτισμάτων διὰ τὴν ὁποίαν αἰτίαν καὶ ὕστερα ἀπὸ ὅλα ἐγένετο, καθὼς ἡμεῖς συνειθίζομεν νὰ κάμνωμεν τὰς ἀνακεφαλαιώσεις εἰς τοὺς ἐπιλόγους ὕστερα ἀπὸ τοὺς ρητορικοὺς λόγους· τρόπον γὰρ τινὰ ὅλος οὗτος ὁ κόσμος παρομοιάζει μὲ ἕνα λόγον καὶ σύγγραμμα ἑνὸς αὐθυποστάτου λόγου· ὁ ἄνθρωπος λέγω, ἔχει δύο ἐναντίας δυνάμεις, τὸν νοῦν καὶ τὴν αἴσθησιν, ἡνωμένας μὲ σοφίαν ἀπόρρητον τοῦ Δημιουργοῦ, ὅστις ἑνώνει τὰ φύσει ἀκοινώνητα πράγματα. Τὰς δὲ ἄλλας δυνάμεις τῆς ψυχῆς, τὴν διάνοιαν, τὴν δόξαν καὶ τὴν φαντασίαν τὰς μεταχειρίζεται ὡσὰν συνδέσμους διὰ νὰ ἑνώσῃ αὐτὰ τὰ δύο ἄκρα ἐναντία ὁποὺ εἴπομεν, ἤτοι τὸν νοῦν καὶ τὴν αἴσθησιν· καθὼς βλέπομεν καὶ εἰς τὰ τέσσερα σημεῖα [στοιχεῖα] τοῦ κόσμου, πὼς ἀνάμεσα εἰς τὴν φωτίαν καὶ τὸ νερὸν εἶναι ὁ ἀέρας, καὶ ἀνάμεσα εἰς τὴν γῆν καὶ τὸν ἀέρα εἶναι τὸ νερόν, καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἑνώνονται ἐκεῖνα ὁποὺ εἶναι ἐνάντια. ῎Ετσι συνίσταται ὁ μέγας κατὰ τὴν ποσότητα κόσμος, καὶ ἔτζι συνίσταται ὁ μέγας κατὰ τὸ ἀξίωμα κόσμος, ἤτοι ὁ ἄνθρωπος. Καὶ οἱ δύο γὰρ οὗτοι κόσμοι κατὰ τοῦτο ὁμοιάζουσι μεταξύ των· πλὴν ὁ μὲν κόσμος ὑπερέχει τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸ μέγεθος· ὁ δὲ ἄνθρωπος ὑπερέχει τοῦ κόσμου κατὰ τὴν σύνεσιν. Εὑρίσκεται δὲ ὁ ἕνας, ἤτοι ὁ ἄνθρωπος, θησαυρισμένος μέσα εἰς τὸν ἄλλον· καθὼς λόγου χάριν καὶ εἰς μίαν οἰκίαν· ἢ ὡσὰν μέσα εἰς βασιλικὰ παλάτια νὰ εὑρίσκεται, ὄχι βασιλεὺς (διατὶ τοῦτο, φεῦ! τὸ ἀξίωμα τὸ ἔχασε [ὁ ἄνθρωπος] διὰ τὴν παρακοήν), ἀλλὰ ἕνα φόρεμα βασιλικὸν ὡραιοπλούμιστον καὶ πολυέξοδον. ᾿Επειδή, τὰ μὲν βασιλικὰ παλάτια εἶναι κτισμένα ἀπὸ πέτρας ναὶ μεγάλας, μὰ εὐκολοαγοράστους καὶ ὀλιγοτιμήτους, ἀλλὰ τὸ βασιλικὸν φόρεμα εἶναι κατασκευασμένον ἀπὸ λιθαράκια ναὶ μικρά, μὰ πολύτιμα καὶ δυσεύρετα.

[56.] Καὶ τρόπον τινά, ὁ μὲν νοῦς παρομοιάζει μὲ τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ κόσμου ὁποὺ εἶναι ὁ οὐρανός, ἡ δὲ αἴσθησις μὲ τὸ κατώτερον μέρος ὁποὺ εἶναι ἡ γῆ, ἡ δὲ διάνοια, ἡ δόξα καὶ ἡ φαντασία παρομοιάζουν μὲ τὰ ἀναμεταξὺ στοιχεῖα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς· ὄχι δὲ μόνον παρομοιάζουν ἀλλὰ καὶ ὑπερέχουν ἀπὸ αὐτά. Πόσον εἶναι ὁ νοῦς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν μεγαλύτερος, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ, καὶ γνωρίζει τὸν Θεὸν μόνος ἀπὸ ὅλα τοῦ κόσμου τὰ πράγματα; καὶ ἠμπορεῖ ἂν θελήσῃ νὰ γένῃ καὶ Θεὸς κατὰ χάριν καὶ ἀναβιβάσῃ πρὸς τὸν Θεὸν τοῦτο τὸ γεῶδες καὶ ταπεινὸν σῶμα;
Πόσον ἡ αἴσθησις διαφέρει ἀπὸ τὴν γῆν, ἡ ὁποία ὄχι μόνον γνωρίζει τὸ διαφορετικὸν μέγεθος καὶ τὰς ποιότητας τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀκόμη ἀντιλαμβάνεται τοῦ οὐρανοῦ, καὶ βλέπει τὰς διαφόρους κινήσεις καὶ συνόδους τῶν φωστήρων καὶ τῶν ἀστέρων καὶ τὰς διαστάσεις ὁποὺ ἔχουσιν ἀναμεταξύ των· ὥστε ὅπου ἀπὸ αὐτὰς τὰς περιέργους παρατηρήσεις τῆς αἰσθήσεως ἔγινεν ἡ ἀστρονομικὴ ἐπιστήμη· ἀλλὰ καὶ τὰ μεταξὺ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς στοιχεῖα κατώτερα εἶναι εἰς τὴν ἀξίαν ἀπὸ τὶς δυνάμεις ὁποὺ εὑρίσκονται ἀνάμεσα εἰς τὸν νοῦν καὶ εἰς τὴν αἴσθησιν, ἤτοι ἀπὸ τὴν διάνοιαν, δόξαν καὶ φαντασίαν ἀγκαλὰ καὶ νὰ ἔχωσι κάποιαν ὁμοιότητα μὲ αὐτάς, καὶ νὰ ὑπερέχωσι κατὰ τὸ μέγεθος. ῾Η αἴσθησις λοιπὸν εἶναι μία ἄλογος δύναμις τῆς ψυχῆς, ὁποὺ αἰσθάνεται τὰ αἰσθητὰ πράγματα ὅταν εἶναι παρόντα· ἡ δὲ φαντασία ἔχει τὴν ἀρχήν της ἀπὸ τὴν αἴσθησιν, ὅμως κάμνει τὴν ἐνέργειάν της καὶ ὅταν λείπουν τὰ αἰσθητὰ ἀντικείμενα, καὶ ἡ ὁποία φαντασία λέγεται νοῦς, ἐπειδὴ χωρὶς τὰ αἰσθητὰ ἐνεργεῖ, ὅμως ὀνομάζεται παθητικὸς νοῦς, διατὶ ἐκεῖνα ὁποὺ βλέπει τὰ βλέπει μὲ διάστημα καὶ χωριστὰ τὸ καθένα καὶ ὄχι ἑνοειδῶς καὶ χωρὶς διάστημα· ἡ δὲ δόξα εἶναι δύο λογιῶν· καὶ ἐκείνη μὲν ἡ δόξα ὁποὺ γεννᾶται ἄνωθεν ἀπὸ τὴν διάνοιαν εἶναι λογική. ῾Η δὲ διάνοια εἶναι πάντοτε λογική, ὅμως μεταβαίνει καὶ αὐτὴ ἀπὸ ἕνα νόημα εἰς ἄλλο νόημα καὶ πηγαίνει καὶ καταντᾶ κάτω ἀπὸ τὴν λογικὴν δόξαν. ῞Ολαι δὲ αὐταὶ αἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς κάμνουν τὴν ἐνέργειάν των καὶ συστένονται μὲ τὸ μέσον καὶ ὄργανον τοῦ ψυχικοῦ καὶ λεπτοτάτου πνεύματος ὁποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸν ἐγκέφαλον. ῾Ο νοῦς δὲ μόνον δὲν ἔχει κανένα ὄργανον μὲ τὸ ὁποῖον νὰ ἐνεργῇ, ἀλλὰ εἶναι μία οὐσία τελειοτάτη ἀπὸ λόγου της, καὶ κάμνει τὴν ἐνέργειάν της ἀφ᾿ ἑαυτῆς χωρὶς ὄργανον· ἀγκαλὰ καὶ καταβιβάζει τὴν ἐνέργειάν του κάτω εἰς τὰς κατωτέρας δυνάμεις διὰ τὴν ζωὴν ταύτην τὴν ψυχικὴν καὶ πολυμέριστον, ἢτις κυβερνᾶται μὲ τὴν διάνοιαν.

[57.] ᾿Αλλὰ διὰ ποίαν ἀφορμὴν ἐδιαίρεσα τὰς ψυχικὰς ταύτας δυνάμεις, καὶ διατί τρόπον [πρῶτον] ἀπαρίθμησα τὰ διάφορα εἴδη τῆς ἀρετῆς, ἔπειτα εἶπον περὶ τῶν τῆς ψυχῆς δυνάμεων; ὁ σκοπός μου δὲν ἦτον ἄλλος, παρὰ διὰ νὰ φανερώσω, πὼς τὰ σπέρματα καὶ οἱ ἀρχὲς τῶν ἀρετῶν εἶναι ἀπὸ τὰς ψυχικὰς δυνάμεις καὶ ἀπὸ αὐτὰς κρέμονται καὶ ἔχουσι τὸ εἶναι. Λοιπὸν ἡ Θεόσοφος Παρθένος Μαρία, ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ τὰς ἀρετὰς ἐκείνας ὁποὺ εἴπομεν τὰς πρακτικάς τε καὶ θεωρητικάς, δὲν ἐδύνετο νὰ εὕρῃ οἰκειότητα καὶ ἕνωσιν μὲ τὸν Θεόν, ἠρεύνα τὰς ψυχικάς της δυνάμεις, ἀνίσως καὶ εὕρῃ καμμία ἀπὸ αὐτὰς ὄργανον καὶ μέσον νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Θεόν. ῞Οθεν εὗρε τὴν μὲν φαντασίαν καὶ αἴσθησιν, πὼς εἶναι παντελῶς ἄλογοι, καὶ πὼς δὲν ἠμποροῦν ν᾿ ἀναβοῦν ὑπεράνω ἀπὸ τὰ αἰσθητά· τὴν δὲ δόξαν καὶ τὴν διάνοιαν εὗρε, πὼς εἶναι μὲν λογικές, ὅμως δὲν εἶναι χωρισμένες ἀπὸ τὴν φαντασίαν, ἢτις εἶναι τὸ ταμεῖον τῶν αἰσθήσεων· καὶ πρὸς τούτοις ἐστοχάσθη, πὼς αὐταὶ αἱ δύο δυνάμεις κάμνουσι τὴν ἐνέργειάν των μὲ τὸ ὄργανον τοῦ ζωτικοῦ καὶ ψυχικοῦ πνεύματος τοῦ ἐγκεφάλου· διὰ τοῦτο εἶπε καὶ ὁ ᾿Απόστολος, πὼς ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ πνεύματος. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἐλαττώματα εὑρίσκουσα ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν δόξαν καὶ τὴν διάνοιαν ἐζήτει διὰ νὰ εὕρῃ μίαν ζωὴν νοερὰν ἀληθῶς καὶ ὑψηλοτέραν ἀπὸ τὰς δυνάμεις ταύτας, καὶ παντελῶς ἄμικτον ἀπὸ τὰ κάτω καὶ γήϊνα. Διατὶ ἠγάπα τὸν Θεὸν μὲ ἕνα ὑπερβολικὸν πόθον καὶ τὴν μετ᾿ αὐτοῦ θείαν ἕνωσιν· καθὼς γὰρ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαπᾷ τινὰς τὸ αἰσθητὸν φῶς, καὶ νὰ μὴν ἀγαπᾷ ἐν ταὐτῷ καὶ τὸν ἢλιον, ὁποὺ εἶναι πηγὴ τοῦ φωτός· τέτοιας λογῆς καὶ ὅποιος ἀγαπᾶ τὰς ἀρετὰς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἀγαπᾷ ἐν ταὐτῷ καὶ αὐτὸν τὸν Θεόν.

[58.] ῞Οθεν εἰς τοῦτον τὸν ἱερὸν καὶ ἔνθεον ἔρωτά της εὑρίσκει ἡ Παρθένος ὄργανον φυσικὸν ἀκριβῶς τὸ ἀκρότατον πρᾶγμα ἀπὸ ὅσα εὑρίσκονται εἰς τὸν ἄνθρωπον, τὴν μόνην τελείαν καὶ παντελῶς ἀμέριστον τοῦ ἀνθρώπου οὐσίαν, ἤτοι τὸν νοῦν· ὁ ὁποῖος νοῦς ὡσὰν ὁποὺ εἶναι εἶδος τῶν εἰδῶν περιορίζει καὶ ἑνοποιεῖ τὰς διαφόρους μεταβατικὰς κινήσεις τῆς διανοίας, αἱ ὁποῖαι γίνονται πάντοτε μὲ μετάβασιν καὶ διαίρεσιν, καθὼς κινοῦνται τὰ ἑρπυστικὰ ζῶα· εἰς τὰς ὁποίας ὅλαι αἱ ἐπιστῆμαι ἐπιστηρίζονταιΔιατὶ ἀγκαλὰ καὶ ὁ νοῦς καταβαίνει, ὡς εἴπωμεν, εἰς τὴν διάνοιαν καὶ διὰ τῆς διανοίας καταβαίνει εἰς τὴν πολυμέριστον ταύτην ζωὴν καὶ μεταδίδει τὰς ἐνεργείας του εἰς ὅλας τὰς ψυχικὰς δυνάμεις, ὅμως ἔχει ἀναμφιβόλως καὶ μίαν ἄλλην ἐνέργειαν ὑψηλοτέραν ἐδικήν του, τὴν ὁποίαν αὐτὸς ἐνεργεῖ καθ᾿ ἑαυτὸν καὶ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ του χωρὶς νὰ χρειασθῇ καμμίαν ἄλλην δύναμιν, ὡσὰν ὁποὺ εἶναι ἀθάνατος, καὶ ἔχει φυσικὰ δύναμιν νὰ διαμένῃ καθ᾿ ἑαυτὸν τόσον ὅταν χωρισθῇ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὰς σωματικὰς αἰσθήσεις, ὅσον καὶ ὅταν ἀκόμη εὑρίσκεται ἡνωμένος μὲ τὸ σῶμα· πλὴν μὲ ἄσκησιν ἄκραν καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τῆς θείας χάριτος δύναται νὰ ἀναβῇ ὑψηλότερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ποικιλότροπον καὶ πολυσχημάτιστον καὶ χαμερπῆ ζωὴν καὶ νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ καθὼς ὁ καβαλάρης ἔχει δύο ἐνεργείας, τὴν μίαν νὰ κυβερνᾷ τὸ ἄλογον, τὴν ἄλλην τὴν καλυτέραν καὶ ὑψηλοτέραν διὰ νὰ ἐνεργῇ καθ᾿ ἑαυτὸν ὡς ἄνθρωπος, τὴν ὁποίαν δύναται νὰ ἐνεργῇ ὄχι μόνον ἀφοῦ καταβῇ ἀπὸ τὸ ἄλογον, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι καβαλάρης· ἀνίσως ὅμως καὶ δὲν δώσῃ ὅλως δι᾿ ὅλου τὸν ἑαυτόν του θεληματικῶς μόνον εἰς τὴν ἐπιμέλειαν τοῦ ἀλόγου. Τοιουτοτρόπως καὶ ὁ νοῦς ἀνίσως δὲν δοθῇ ὅλως δι᾿ ὅλου εἰς τὴν ἐπιμέλειαν τοῦ σώματος καὶ εἰς τὰ γήϊνα, ἠμπορεῖ καὶ ὄντας ἀκόμη ἡνωμένος μὲ τὸ σῶμα, νὰ ἐνεργῇ τὴν ἐδικήν του ἐνέργειαν καθ᾿ ἑαυτόν, διὰ μέσου τῆς ὁποίας δύναται νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Θεόν, ἀγκαλὰ καὶ νὰ εἶναι πολλὰ μακρὰν ἀπὸ αὐτὸν διὰ τὸν φυσικὸν δεσμὸν ὁποὺ ἔχει μὲ τὸ σῶμα καὶ διὰ τὰς πολλὰς σχέσεις ὁποὺ ἔχει μὲ τὰ γήϊνα εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν.

[59.] Ταύτας λοιπὸν τὰς γηΐνας σχέσεις ἀποβαλοῦσα ἡ Παρθένος ἀπὸ τὴν πρώτην ἀρχὴν τῆς ζωῆς της, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ φυγοῦσα τὸν ἁμαρτωλὸν βίον, ἐδιάλεξε μίαν ζωὴν ἀθεώρητον ἀπὸ ὅλους ἐνδιατρίβουσα μέσα εἰς τὰ ἅγια, εἰς τὰ ὁποῖα διατελοῦσα ἐλύθη ἀπὸ κάθε δεσμὸν ὑλικόν· ἀπετίναξε κάθε σχέσιν· ἀνέβη ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀγάπην ἕως καὶ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου σώματός της καὶ οὕτως ἢνωσε τὸν νοῦν της εἰς τὸν ἑαυτόν του μὲ μίαν στροφὴν καὶ προσευχὴν καὶ μὲ θείαν καὶ παντοτεινὴν προσευχήν· καὶ διὰ μέσου αὐτῆς τῆς στροφῆς τοῦ νοὸς ἡνώθη ὅλως δι᾿ ὅλου μὲ τὸν ἑαυτόν της· ὑψώθη ἐπάνω ἀπὸ κάθε πολύμορφον σκούπιδον τῶν λογισμῶν καὶ ἁπλῶς ἀπὸ κάθε εἶδος καὶ σχῆμα, καὶ ἔτζι κατεσκεύασε μίαν καινούριαν στράταν εἰς τοὺς οὐρανούςδηλαδή, τὴν νοητὴν (διὰ νὰ τὴν ὀνομάσω ἔτζι) σιωπήν, εἰς τὴν ὁποίαν προσκολήσασα τὸν νοῦν της, ἀναβαίνει ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα, καὶ βλέπει δόξαν Θεοῦ τελειότερον ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν, καὶ ὁρᾶ θείαν χάριν, ἢτις δὲν καταλαμβάνεται τελείως ἀπὸ τὴν αἴσθησιν, ἀλλὰ εἶναι ἕνα ἱερὸν καὶ χαριέστατον θέαμα μοναχῶν τῶν ψυχῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἁγίων ἀγγέλων. ᾿Αφ᾿ οὖ δὲ ἡ Παρθένος τοῦτο ἐπέτυχε, τότε ἔγινε νεφέλη φωτεινή, κατὰ τοὺς θείους μελωδούς, τοῦ ἀληθῶς ζῶντος ὕδατος, καὶ αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας καὶ τοῦ λόγου πυρίμορφον ὄχημα.

[60.] Διότι χωρὶς νὰ ἐπιφοιτήσῃ ἡ χάρις εἰς τὴν ψυχήν, δὲν δύναται ποτὲ ὁ νοῦς νὰ εὕρῃ τὴν θείαν αἴσθησιν, ἢ νὰ γένῃ καθ᾿ ἑαυτὸν ἐνέργεια· καθὼς οὔτε ὁ ὀφθαλμὸς ἠμπορεῖ νὰ ἰδῇ χωρὶς τὸ αἰσθητὸν φῶς. ᾿Επειδὴ εἰς τὰ ἀΐδια καὶ νοητὰ κτίσματα, αὐτὸς ὁ Θεὸς εἶναι φῶς καὶ ὄχι ἄλλο κανένα κατὰ τὸν εἰπόντα Θεολόγον Γρηγόριον· «ὅπερ ἐστὶ τοῖς αἰσθητοῖς ἢλιος, τοῦτο τοῖς νοητοῖς Θεός», καὶ καθὼς ὅταν ἡ ὅρασις βλέπῃ καὶ αὐτὴ γίνεται φῶς καὶ μὲ τὸ φῶς ἑνώνεται καὶ μὲ τὸ φῶς βλέπει· καὶ πάλιν αὐτὸ τὸ ἴδιον φῶς, πρῶτον βλέπει πὼς εἶναι χυμένον εἰς ὅλα τὰ ὁρατά, τοιουτοτρόπως καὶ ἐκεῖνος ὁποὺ ἀξιωθῆ τὴν θείαν ἀλλοίωσιν, ὅλος γίνεται ὡσὰν φῶς, καὶ μαζὶ μὲ τὸ φῶς εἶναι, καὶ μὲ τὸ φῶς βλέπει νοητῶς ἐκεῖνα ὁποὺ εἶναι κεκρυμμένα ἀπὸ ὅλους χωρὶς τῆς θείας ταύτης χάριτος. ᾿Επειδὴ καὶ ἔγινεν ὄχι μόνον ἐπάνω ἀπὸ τὰς σωματικὰς αἰσθήσεις, ἀλλὰ καὶ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἄλλο πρᾶγμα, ὁποὺ εἶναι γνωστὸν τόσον εἰς ἡμᾶς, ὅσον καὶ εἰς τοὺς ὑπὲρ ἡμᾶς ἀΰλους ἀγγέλους. Διότι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ βλέπουσι τὸν Θεὸν κατὰ τὸν ἀψευδῆ τοῦ Κυρίου μακαρισμόν· ὁ ὁποῖος Θεός, μὲ τὸ νὰ εἶναι φῶς, κατὰ τὸν θεῖον θεολόγον ᾿Ιωάννην, ἐμφανίζει καὶ κατοικίζει τὸν ἑαυτόν του εἰς ἐκείνους ὁποὺ τὸν ἀγαποῦν, τηροῦντες τὰς ἐντολάς του καὶ ἀνταγαπῶνται ὑπ᾿ αὐτοῦ κατὰ τὴν ἀψευδῆ του ὑπόσχεσιν. ᾿Εμφανίζει δὲ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν καθαρὸν νοῦν, ὡσὰν μέσα εἰς καθρέπτην, μένοντας αὐτὸς ἀόρατος κατὰ τὴν οὐσίαν. Τοιουτοτρόπως γὰρ γίνεται ἡ εἰς τὸν καθρέπτην θεωρία, τὸ νὰ φαίνεται μέν, νὰ μὴ βλέπεται δέ. Διότι ἀδύνατον εἶναι παντελῶς, νὰ βλέπῃ τινὰς πρόσωπον ἀνθρώπου μέσα εἰς καθρέπτην καὶ εἰς τὸν αὐτὸν καιρὸν νὰ βλέπῃ καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον ἄνθρωπον αὐτοπροσώπως. Καὶ εἰς μὲν τὴν παροῦσαν ζωὴν ἔτζι φαίνεται ὁ Θεὸς ὡς ἐν ἐσόπτρῳ εἰς ἐκείνους ὁποὺ ἐκαθαρίσθησαν μὲ τὴν τοῦ Θεοῦ ἀγάπην, εἰς δὲ τὴν ἄλλην ζωὴν θέλει φανερωθῇ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον.

π. Ν. Λουδοβίκος: για την αειπαρθενία της Παναγίας (1)

 

Απομαγνητοφώνηση αποσπασμάτων της ομιλίας του π.Ν. Λουδοβίκου

Για την αειπαρθενία της Παναγίας


14:06
Να πάμε λοιπόν τώρα στο θέμα της Παναγίας. Ξέρετε τι είναι η Παναγία; Η Παναγία είναι η ύψιστη και αδιανόητη ανιδιοτέλεια. Αυτό είναι το μεγάλο λάθος που κάνουν οι Προτεστάντες. Δεν καταλαβαίνουν ότι η Παναγία είναι μια φοβερή προσωπικότητα. Γι’ αυτό ο Θεός συνεργεί μαζί της.[ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΗΣ.ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΛΛΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΤΗΣ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΔΙΟΤΙ ΤΟΥ ΔΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΝΑ ΔΙΑΤΑΖΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ. ΟΠΩΣ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΜΙΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ,MISSION, ΕΠΙΝΟΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΙΡΕΣΗ] Δε συνεργεί επειδή διαλέγει ένα ποτήρι, να βάλει μέσα νερό, όπως νομίζουν αυτοί, μέρος εκλογής, αναντίστατης, έλα εδώ παιδάκι μου εσύ, πόσο χρονών είσαι, δεκαέξι. Θα κάνεις τούτο και κείνο. Όχι, γιατί αυτά δε γίνονται. Δε γίνονται γιατί δε θα είχε νόημα να γίνουνε, και είναι ανάξια του Θεού. Ο Θεός έκανε προσπάθεια να συνεργαστεί[ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ;] και με τον Πλάτωνα, και με τον Αριστοτέλη, και με τον Ηράκλειτο, και με το Βούδα, με όλους έκανε προσπάθεια. Αλλά όλοι αυτοί τελικά παρέπεμπαν στον εαυτό τους, καταλάβατε. Τελικά τη λύση την είχαν αυτοί. Η Παναγία δεν είχε καθόλου λύσεις να προτείνει, και επίσης, προσπαθώ να σας περιγράψω κάτι που δεν περιγράφεται εύκολα. Η Παναγία είναι ένα συγκλονιστικό άνοιγμα στο υπέρτατο, για το οποίο, για την ανταπόκριση του οποίου, για να’ ναι κανείς βέβαιος, πρέπει να έχει μια τρομακτική αγνότητα. Αυτό που ζητάει είναι τόσο πολύ μεγάλο, που πρέπει να έχει κανείς μια τρομακτική καθαρότητα, για να το κάνει, και μια τρομακτική ανιδιοτέλεια. Δηλαδή έχει παραιτηθεί τελείως απ’ τον εαυτό Της. Τελείως, τελείως, τελείως, μπαίνοντας στον ναό, αυτό το εξαίσιο πλάσμα. Είμαι τεράστιος θαυμαστής[ΚΡΙΜΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΑΥΤΟΓΡΑΦΟ], να με συγχωρήσετε, ότι και να πω είναι πολύ λίγο. Μπαίνοντας στον ναό, δεν έχει τίποτα να ζητήσει, απ’ το Θεό για λογαριασμό της, τίποτα. Απολύτως τίποτα. Είναι ευτυχισμένη να κάθεται εκεί και να βλέπει και να αισθάνεται το υπέρτατο, αυτό. Και αισθάνεται ήδη τρομακτικά ευεργετημένη, και αισθάνεται ότι τα έχει όλα, και δεν τολμάει, δε διανοείται να ζητήσει κάτι, τίποτε απολύτως.[ΝΙΡΒΑΝΑ] Και τι γίνεται τότε. Βλέπει τον κόσμο που έρχεται, και μπαίνει στο ναό, και κάνει την προσευχή του φωναχτά, και προσφέρει θυσίες, και εκεί βλέπει, τι βλέπει; Αυτό που βλέπουμε και εμείς σήμερα, την τεράστια δυστυχία, το αλαλούμ της ανθρώπινης ζωής. Πονεμένοι, τραυματισμένοι, τσακισμένοι, χαμένοι, δυστυχισμένοι, καταθλιμμένοι, ταλαιπωρημένοι, πως παν οι άνθρωποι στο Θεό; Ε, όλοι αυτοί είναι εκεί. Και φωνάζουν και βοούν. Και η Παναγία, ζώντας τη δική της υπέρτατη ευτυχία, και βλέποντας την απέραντη συμφορά, κατασυγκινείται, αλλά. Αυτή είναι η λεπτή διαφορά μεταξύ της Παναγίας και του Βούδα. Ο Βούδας όταν είδε το κακό, είπε τέρμα. Το κακό εγώ θα το καταργήσω. Εγώ. Πως θα το καταργήσω; Θα το καταργήσω σταματώντας την επιθυμία. Διότι η επιθυμία είναι το κακό[ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΟΓΚΟ ΤΟΥ ΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΑ ΑΛΜΑΤΑ ΕΙΣ ΥΨΟΣ[. Άρα, νεκρώνουμε την επιθυμία, εντελώς, πέσαμε θύματα (δεν ακούγεται καθαρά), απ’ το σώμα, το λογισμό, τελείως, εξάλειψη. Όλα είναι μια απάτη, ο εαυτός δεν υπάρχει, ολόκληρη η βουδιστική φιλολογία. Δεν κάνουμε τώρα βουδισμό, αν και εγώ από αυτά ξεκίνησα κάποτε. Αυτό τι είναι. Είναι μια απόφαση να καταργήσεις τη δημιουργία, επειδή υπάρχει ο πόνος. Είναι λάθος η δημιουργία; Την καταργώ. Και ουσιαστικά αυτό είναι ένας φοβερός ανθρώπινος εγωισμός. Η Παναγία κάνει το αντίθετο. Λέει: ο Θεός είναι υπέροχος, η ζωή είναι εξαίσια, αυτό που ζω εγώ δε λέγεται. Και υπάρχει πόνος και δυστυχία. Και ρωτά δειλά το Θεό: γιατί δεν κατεβαίνεις εσύ. Στα πράγματα. Να πλημμυρίσουν όλα από σένα. Να γίνουν τα πάντα λογικά και όμορφα. Να γεμίσει φως αυτός ο κόσμος. Γιατί δεν το κάνεις; Οι προφήτες είπαν, αλλά και αυτοί είπαν δυο λόγια, εξαφανίστηκαν. Εσύ ο ίδιος, γιατί δεν κατεβαίνεις; Είναι το πολύ αγνό ερώτημα, ενός πολύ αγνού πλάσματος. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε. Είναι τόσο αγνό και τόσο ανιδιοτελές, που ο Θεός συγκινείται. Γιατί; Διότι δε θέλει να φτιάξει τίποτα η Παναγία, ούτε Εκκλησία, ούτε συναγωγή, ούτε φιλοσοφική σχολή, καταλάβατε; Τίποτα, τίποτα. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο υπέροχα ξεκάθαρο και αγνό είναι. Είναι σαν ένα πολύ αθώο πλάσμα, το οποίο καταλαβαίνει τον πόνο και ρωτάει, με όλη την καθαρότητα και απλότητα το Θεό, γιατί δεν κατεβαίνεις;[ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΟ ΚΩΜΙΚΟΣ!] Και είναι συγκλονιστικό, εκείνη την στιγμή. Αυτό λένε οι πατέρες. Εγνώρισε ο Θεός τον εαυτό του σ’ αυτήνε , λέει. Την τέλεια ανιδιοτέλεια που έχει αυτός. Είναι ανιδιοτελής ο Θεός. Έφτιαξε δημιουργία. Με ρωτούσαν οι φοιτητές, γιατί τον έφτιαξε τον κόσμο ο Θεός. Για χάρι του κόσμου τον έφτιαξε. Γιατί δημιούργησε τον καθένα από μας; Για χάρι μας. Καταλάβατε τι λέω, για χάρι μας. Ένα δώρο, που σου κάνει εσένα, το δώρο του Είναι, το δώρο του να υπάρχεις, το δώρο του να τον γνωρίσεις, και το δώρο να βρεις την υπέρτατη αιώνια ζωή. Δεν υπάρχει καμιά πληροφορία ότι έφτιαξε ο Θεός τον κόσμο για κάποιο λόγο που να αφορά τον εαυτό του. Ίσα ίσα, το αντίθετο, δεν τον χρειάζεται κα-θό-λου. Είναι μια υπέρτατη κοινωνία σχέσεων υπερπλήρης. Δεν χρειάζεται τον κόσμο σε κάτι. Είναι μια έκρηξη αγάπης, ίνα πλείονα ει τα ευεργετούμενα. Για να πιο πολλά αυτά που ευεργετούνται. Ο κόσμος είναι ακατανόητος ως προς την αρχή του. Δεν υπάρχει γιατί. Αν ρωτήσουμε το Θεό, γιατί μας έφτιαξες, λέγε μου γιατί με έφτιαξες, θα μας απαντήσει, ξέρετε τι; Μα, για σένα. Και εσύ; Εγώ, χαίρομαι που σε βλέπω. Τι άλλο; Τίποτε άλλο. Τίποτε άλλο; Τίποτε άλλο. Ξέρετε πόσοι φοιτητές με έχουν ρωτήσει, τι θέλει ο Θεός από μένα; Και τους απάντησα: τίποτα. Και με κοιτάνε απορημένοι (γελάει). Φανταστείτε ένα πάρα, πάρα πάρα πολύ καλό μπαμπά ή μαμά, που δε θέλει τίποτα. Να ανθήσεις θέλει (δεν ακούγεται καθαρά) Εμείς όλο κάτι θέλουμε απ’ τα παιδιά μας, να μας σέβονται, να’ ναι καλά παιδιά. Με πήρε χθες μια μητέρα, που η κόρη της έγινε ομοφυλόφιλη. Και σπάραζε και έκλαιγε. Γιατί έγινε ομοφυλόφιλη. Της λέω, σας χάλασε την εικόνα βασικά. Να την αγαπώ; Όχι της λέω, να την πετάξεις στη φωτιά. Δεν είναι δηλαδή ότι είναι καλό ή κακό αυτό που έκανε ο άλλος, είναι ότι εγώ έχω ακόμα μια βαθύτερη σχέση. Αν δεν την έχω την βαθύτερη σχέση, δεν καταλαβαίνω από Χριστιανισμό τίποτα. Δηλαδή τον άλλο τον αγαπώ επειδή κάνει το χατίρι μου; Έτσι κάνει ο Θεός. Βρέχει επί δικαίους και αδίκους, κλπ., κλπ.,. και μες στην αιωνιότητα το ίδιο θα κάνει. Δε θα κολάσει τότε κανένα, την κόλαση την κάνουμε μόνοι μας, και όσο θέλουμε θα υπάρχει. Έτσι λεν οι πατέρες. Δεν έχει κανένα χώρο με φωτιά και καζάνια, που να περιμένουν αναμμένα, κάνε ότι κάνεις, δεν ξέρεις τι σε περιμένει. Δεν τα ξέρει αυτά ο Θεός. Ξαναγυρίζω στη γοητευτική αυτή ύπαρξη που λέγεται Παναγία, και όσο την ψάχνει κανείς, τόσο, τόσο την ανακαλύπτει με κατάπληξη. Διότι δεν έχει (δεν ακούγεται καθαρά) καμία ιδιαίτερη χάρη, ούτε καμία ιδιαίτερη άσπιλη γέννηση, τίποτα απ’ όλα αυτά. Ούτε καμιά ιδιαίτερη βοήθεια. Ούτε καμιά ιδιαίτερη πληροφορία. Τίποτα απολύτως, είναι ένας άνθρωπος ακριβώς σαν όλους τους άλλους. Και όμως αυτός ο άνθρωπος κάνει το Θεό, όπως λέει ο Καβάσιλας, ηράσθει λέει ο Θεός, γεννηθείναι εκ των αυτής αιμάτων. Ερωτεύθηκε να γεννηθεί από τα αίματα της. Φοβερή κουβέντα (το λέει με γέλιο). Και μήτηρ ην ου δίκαιον…υπήρξε μητέρα αυτουνού που ήταν δίκαιο να είναι μητέρα. Δηλαδή, ο Θεός αποφασίζει να κάνει αυτό που θέλει το κοριτσάκι. Αυτό. Βρίσκει την ευκαιρία, ήθελε να το κάνει πάντα. Και βρίσκει τη φοβερή αυτή ευκαιρία, και η Παναγία λαμβάνει την ευκαιρία, ότι θα γίνει αυτό. Και τότε διατυπώνει το δεύτερο ερώτημα, μπορώ να υπηρετήσω εγώ αυτή που θα το φέρει στον κόσμο. Πάλι από σένα κοριτσάκια (το μασάει πάλι), φανταστείτε λίγο το μεγαλείο της σοφίας και της αθωότητας μαζί. Και από τον Άγγελο λαμβάνει την πληροφορία, ότι ξέρεις κάτι, εσύ θα είσαι αυτή. Γι’ αυτό και βλέπετε ότι δεν απορεί, όταν έρχεται ο Άγγελος. Εμείς θα είχαμε χίλιες ερωτήσεις να του κάνουμε. Τι είπες, θα’ ρθεί. Και γιατί θα’ ρθει. Και ξέρω γω, είναι δυνατό κάτι τέτοιο να γίνει, σαν Εβραίος που είμαι, που είναι η Παναγία, όχι εγώ. Ξέρετε αυτό δεν γίνεται. Δεν μπορεί ο Θεός να μπει στα πράγματα, είναι εκεί, υπέρτατος, πάνω από τον κόσμο, όπως είναι ο Ηράκλειτος, που είναι μέσα στον κόσμο ο Θεός, ή οι στωικοί, που είναι ενδοκόσμιος, δεν υπάρχει αυτός, στον Εβραίο δεν γίνεται αυτό. Δεν γίνεται με τίποτα. Ούτε στον Έλληνα, αλλά στον Εβραίο 100 φορές. Θα τον ρωτούσε λοιπόν, τι είν’ αυτά που μου λές; Και άντε παράτα με. Το μόνο που λέει είναι, πως θα γίνει αυτό, επεί άνδρα ου γινώσκω. Δεν ξέρω. Η Παναγία δεν έχει κανένα πρόβλημα με την ανθρώπινη ερωτική ζωή. Άνδρα ου γινώσκω. Φυσικά όμως, είναι ένα πλάσμα απολύτως παρθενικό. Κοιτάξτε τώρα εδώ, κοιτάξτε εδώ. Γιατί εδώ τα μπερδεύουν μερικοί, και θέλουν να τα μπερδέψουμε και μεις. Το μυστήριο της παρθενίας της Παναγίας, είναι η Παναγία αειπάρθενος; Εκατό τοις εκατό. Προ τόκου, μετά τόκον, πως το λεν οι πατέρες, όλα ναι ναι ναι, γιατί (εδώ τσιρίζει); Όχι, προσέξτε το αυτό είναι πολύ λεπτό, γιατί έχει κάποιο πρόβλημα με την ανθρώπινη ύπαρξη, όχι, αλλά γιατί ζει το μυστήριο της ακέραιης και απόλυτης αφιέρωσης, που δεν το ξέραμε μέχρι τότε. Αλήθεια σας λέω, δεν το ξέραμε. Και όπου υπάρχει παρθενία, παράλληλα με την εποχή της Παναγίας, πριν τη Παναγία, και λοιπά, υπάρχει για τελείως άλλους λόγους. Ο πλατωνικός, ο βουδιστής, ο ινδουιστής, κάνει παρθενία, γιατί; Για να πάψει να’ ναι δεμένος με την απατηλή αυτή ύπαρξη, που είναι μάγια, είναι αυταπάτη. Μάγια είναι η λέξη, αυταπάτη. Επομένως, έτσι δεν είναι, τα αφήνω όλα, γιατί όλα, είναι ψεύτικα. Η Παναγία δεν λέει τίποτα τέτοιο, ο κόσμος αυτός δεν είναι ψεύτικος, αληθινός είναι, τον αγαπάει, και θέλει να τον σώσει, αλλά ανακαλύπτει μια άλλη παρθενία, η οποία είναι η παρθενία, η μόνη παρθενία που έχει αξία, αλλά πραγματική παρθενία, είναι μια βαθιά πνευματική παρθενία, καταλάβατε, όπου μέσα της δεν δέχεται να αγαπήσει τίποτε άλλο, εκτός από το Θεό. Ποιο Θεό; Αυτόν που της είχε αποκαλυφθεί. Γι’ αυτό η Παναγία είναι μεγάλη, έχει αποκάλυψη Θεού. Πολύ μεγάλη αποκάλυψη. Εξαιρετικά μεγάλη αποκάλυψη. Και μεγάλη παρρησία σ’ αυτόν, που της δίνει ακριβώς αυτή η παρθενία και αυτή η απόλυτη, το’ χω πει σε μια άλλη ομιλία μου, αναφορικότητα. Μας αποκαλύπτει ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι μια ύπαρξη αναφορική. Αναφέρεται. Που αναφέρεται; Αναφέρεται απόλυτα, όχι μόνο σε αντικείμενα, αλλά και σε όντα. Αλλά στον Θεό τον ίδιο. Η ύπαρξη της είναι εικόνα Θεού, σημαίνει ότι, οτιδήποτε πάνω της είναι εικόνα Θεού, και οτιδήποτε πάνω μου εικονίζει και μπορεί να φανερώσει τους τρόπους του Θεού στον κόσμο, τους τρόπους του Θεού στον κόσμο. Ναι. Η Παναγία δεν είναι παίξε γέλασε λοιπόν. Αυτό το πράγμα. Και βεβαίως είναι παρθένος και βιολογικά. Χε χε. Το λέω αυτό, γιατί υπάρχουν μερικοί σας λέω, προτεστάντες κατ’ αρχήν, που λένε έλα τώρα, η Παναγία μπορεί να είχε και σχέσεις και λοιπά, και είναι και μερικοί ορθόδοξοι θεολόγοι, δυστυχώς, που τα λένε αυτά τα πράγματα. Λοιπόν, σαν να έχει η Παναγία ανάγκη. Δεν έπρεπε λοιπόν, και για άλλους λόγους. Είπα τον πρώτο λόγο. Η Παναγία να έχει σχέση με τον Ιωσήφ. Γιατί; Διότι θα φαινόταν τότε, ότι ο λόγος έρχεται στον κόσμο εκ θελήματος ανδρός. Ότι τον ήθελε κάποιος, ήθελε ένα γιο κάποιος. Λαμβάνει την πρωτοβουλία ο Ίδιος, σάρκα εαυτώ υπέστησεν, ο ποιος; Ο ίδιος ο Λόγος. Καταλάβατε; Το κάνει ο ίδιος. Δεν το κάνει κάποιος ο οποίος θέλει να αποκτήσει ένα γιο, και επειδή αποκτά ένα γιο, φωτίζει το γιο. Όχι. Ο ίδιος, ο ίδιος, ο ίδιος, το ξαναλέω, αυτό είναι θεμελιώδες δόγμα, σάρκα εαυτώ υπέστησεν, λέει ο Δαμασκηνός. Αναλαμβάνει σάρκα, από που μπορεί να την λάβει, από ένα ανθρώπινο πλάσμα. Και όντως η σύλληψη είναι παρθενική, βέβαια. Δεν προηγείται συνουσία. Καταβάλλει ο ίδιος οτιδήποτε χρειάζεται, για να υπάρξει ως πλήρης άνθρωπος, και αυτό, όχι γιατί απαξιώνει την ανθρώπινη ύπαρξη, όχι, αλλά γιατί πρέπει να φανεί ότι είναι δικό του. Μόνος του το κάνει, επειδή το θέλει αυτός. Με τη συνεργεία του μόνου όντος, το οποίο Τον καταλάβαινε εκείνη την εποχή. Και για πάρα πολλά χρόνια στη συνέχεια. Η Παναγία. Και αναπτύσσεται λοιπόν αυτή η παρθενία, που είναι η παρθενία του Χριστού, που είναι η παρθενία της Παναγίας, που είναι η παρθενία της απόλυτης, το ξαναλέω, αφιέρωσης. Που δε χωράει τίποτε άλλο. Και επειδή δε χωράει τίποτε άλλο, καλό ή κακό, καλό εντός εισαγωγικών, με τα δικά μας μέτρα, ή όχι καλό, δεν ενδιαφέρει αυτό. Γι’ αυτό ξέρετε, η παρθενία στην ορθόδοξη Εκκλησία, στην Εκκλησία τη χριστιανική δηλαδή, δεν έχει την έννοια της άρνησης του γάμου. Θεωρητική άρνηση του γάμου απαγορεύεται. Λέει ο Χρυσόστομος, αν πεις ότι ο γάμος είναι κακός, τότε και η παρθενία δεν είναι τίποτα καλό, είναι προς αποφυγή ενός κακού. Αν πεις ότι γάμος είναι καλός, λέει όμως, τότε η παρθενία γίνεται πάρα πολύ καλή. Γιατί είναι αποφυγή ενός καλού, καταλάβατε; Τίποτε κακό δεν κάνει ο Θεός. Η κακοριζικιά είναι στο κεφάλι το δικό μας και συνεχώς την εφευρίσκουμε και την ανανεώνουμε με πολλούς τρόπους και ευχαρίστως, αρκεί να απευθύνεται πάντα σε άλλους και όχι σε μας, λοιπόν. Εξ αιτίας αυτού η Παναγία έχει μια τρομακτική σχέση με το Χριστό. Τέτοια, που είναι πολύ δύσκολο να την καταλάβουμε, και Τον κατανοεί με ένα τρόπο, που δεν μπορεί να τον μεταδώσει σε κανένα. Δεν την καταλαβαίνει κανένας δίπλα της. Είναι το πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμο, μαζί με τον Χριστό. Είναι δυο μεγάλοι μοναξιασμένοι. Μεγαλύτερη μοναξιά από αυτών των δυο δεν υπήρξε ποτέ στη γη. Ούτε θα υπάρξει. Ούτε ο ένας μπορεί να πει σε κανένα τίποτα, ούτε στο διάβολο καν. Ο διάβολος δεν ξέρει ποιος είναι. Ο διάβολος αν ήξερε, ποτέ δε θα Τον σταύρωνε. Ποτέ. Ποτέ…αλλά λέει τι; Είναι προφήτης, και να τώρα κουράζεται, και να τώρα λυπάται, κλαίει για τον Λάζαρο. Ααα, άνθρωπος είναι, δώστου στο κεφάλι. Και μέχρι να φτάσει, το εξηγεί πολύ ωραία ο Μέγας Αθανάσιος, στη θεοπρεπή απάτη, μέχρι το σταυρό απάνω. Κατέβα του λέει. Να είστε σίγουροι αν εκείνη την στιγμή κατέβαινε ο Χριστός, θα έβαζε όλους να Τον προσκυνήσουνε. Και δεν κατεβαίνει. Δεν φανερώνεται ποιος είναι. Δεν ξέρω. Είσαι ο Μεσσίας. Τι θα πει Μεσσίας; Αυτό που καταλαβαίνουν αυτοί ως Μεσσία δεν έχει καμία σχέση μ’ Αυτόν. Τον βάζουν με τα ωσσανά. Και τι κάνει αυτός; Όταν βλέπει τα ωσσανά, ανεβαίνει στο γαϊδούρι, άλλη ειρωνεία φοβερή (γελάει). Θαυμάζω φοβερά την ειρωνεία του Χριστού. (31:09)

Συνεχίζεται

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΡΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΡΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ. ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ.

ΜΙΑ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ ΕΧΕΙ Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ. ΝΑ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΣΕ ΑΚΡΟΑΤΕΣ ΠΟΥ ΑΓΝΟΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ. ΣΕ ΑΣΠΡΟΥΣ ΠΙΝΑΚΕΣ.

ΤΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ!!!

Ησυχασμός (Quietismo), μια παλιά αίρεση που αναγνωρίζεται στο παρόν


από Francesco Lamendola


Λίγα λέγονταν ανέκαθεν, και ακόμη και σήμερα πολύ λίγα είναι γνωστά ή μνημονεύονται, τουλάχιστον μεταξύ της μεγάλης μάζας των Καθολικών, για το δόγμα που είναι γνωστό ως ησυχασμός (quietismo), το οποίο θεωρήθηκε ότι ενέπνευσε τον Ισπανό ιερέα Miguel de Molinos (1628-1696), που καταδικάστηκε από την Ιερά Εξέταση το 1687 για αίρεση και ανηθικότητα και ο οποίος δεν πρέπει να συγχέεται με τον Ιησουίτη θεολόγο Luis de Molina (1535-1600). αν και οι οπαδοί και των δύο ονομάζονται μερικές φορές, λανθασμένα, με το ίδιο όνομα των Μολινιστών.

Το 1675 ο Molinos δημοσίευσε έναν Πνευματικό Οδηγό που απελευθερώνει την ψυχή και την οδηγεί στο εσωτερικό της ψυχής (στο εσωτερικό μονοπάτι για την απόκτηση της τέλειας περισυλλογής και του πλούσιου θησαυρού της εσωτερικής ειρήνης), έργο που γνώρισε αμέσως εξαιρετική επιτυχία και συστήθηκε δημοσίως από τον αρχιεπίσκοπο του Παλέρμο στους επισκόπους του. Μετακομίζοντας στη Ρώμη, ο Molinos τέλεσε τη λειτουργία σε διάφορες εκκλησίες στη Ρώμη, συμπεριλαμβανομένου του San Pietro in Vincoli και του S. Andrea del Quirinale. Σύχναζε σε καρδινάλιους και υψηλούς καρδινάλιους, ήταν ευπρόσδεκτος στα καλύτερα σαλόνια και οι μεγάλες κυρίες της ρωμαϊκής αριστοκρατίας πήγαν να εξομολογηθούν σε αυτόν και τον εξέλεξαν ως πνευματικό τους. Εν ολίγοις, μέσα σε λίγα χρόνια είχε γίνει διασημότητα. Ίσως σε εκείνο το σημείο συνέλαβε ένα πιο φιλόδοξο σχέδιο: να δημιουργήσει ένα πνευματικό κίνημα που θα ανανέωνε τη ζωή της Εκκλησίας εκ των έσω και θα προσέφερε ένα είδος εναλλακτικού τρόπου στην μετωπική σύγκρουση μεταξύ του καθολικού δόγματος και των αχαλίνωτων ανεξέλεγκτων αιρέσεων, βασιζόμενος στη βαθιά προσδοκία για ειρήνη που εμψύχωνε τις συνειδήσεις της εποχής, ταραγμένες από τόση βία και τόσες διαμάχες, με αποκορύφωμα τους εμφύλιους πολέμους στη Γαλλία και τον Τριακονταετή Πόλεμο σε όλη την Ευρώπη, καθώς και τις συνεχιζόμενες διώξεις της Ιεράς Εξέτασης.

Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η επιτυχία του Πνευματικού Οδηγού του Molinos, αν ήταν μεγάλη στην Ιταλία και στις καθολικές χώρες, ήταν ακόμη μεγαλύτερη στις Μεταρρυθμισμένες Χώρες: σε σύντομο χρονικό διάστημα έγιναν μεταφράσεις στα ολλανδικά και τα αγγλικά, καθώς και στα γαλλικά και, στην προτεσταντική Γερμανία, στη Λειψία, στα λατινικά (η αρχική έκδοση ήταν στα ισπανικά) και αυτό, αναμφίβολα, εκτός από το θεολογικά διφορούμενο, αν και ψυχολογικά μελαγχολικό περιεχόμενο του δόγματός του, προσέλκυσε την προσοχή των Ιησουιτών, οι οποίοι εκείνη την εποχή ήταν οι υπέρμαχοι της αυστηρότερης ορθοδοξίας και αντιτάχθηκαν σθεναρά σε κάθε προσπάθεια νόθευσης ή αποδυνάμωσής της ενόψει ενός «διαλόγου», μια λέξη που είναι πολύ της μόδας σήμερα, αλλά τότε περισσότερο από ύποπτη, με τα αντι-καθολικά δόγματα. Ένα άλλο στοιχείο που προκάλεσε αμηχανία και δυσπιστία προς τον Μολινό ήταν ότι στα μοναστήρια όπου οι συμβουλές του πνευματικού του οδηγού λαμβανόταν κατά γράμμα, και οι πνευματικοί καθοδηγητές τη δίδασκαν, ειδικά στις μοναχές, υπήρχε μια φήμη ότι συνέβαιναν ηθικές διαταραχές, τις οποίες ορισμένοι απέδωσαν ακριβώς στην επιρροή αυτού του δόγματος.

Το γεγονός είναι ότι οι Ιησουίτες κινητοποιήθηκαν για να προειδοποιήσουν τους πιστούς και οι πιο επιφανείς συγγραφείς και κήρυκες τους, όπως ο Daniello Bartoli και ο Paolo Segneri, ανέλαβαν δράση με συγκεκριμένα γραπτά που υπενθύμιζαν τη σημασία μιας πνευματικότητας που δεν ήταν απλώς ησυχαστική και που δεν οδήγoύσε στην εγκατάλειψη των θρησκευτικών πρακτικών και της συχνότητας των Μυστηρίων. Μέχρι που ο Μολινός, το 1685, συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε, μετά από δύο χρόνια έρευνας, σε διαρκή φυλάκιση, για αίρεση και ανηθικότητα, αφού απαρνήθηκε/αποκήρυξε όλα τα λάθη του. Ο ησυχασμός καταδικάστηκε επίσημα από τον Πάπα Ιννοκέντιο ΙΑ ́ με το σύνταγμα Coelestis Pastor της 20ης Νοεμβρίου 1687. Τα κύρια σημεία της καταδίκης μπορούν να συνοψιστούν στην υποτίμηση της προσπάθειας προς την αγιότητα στην οποία καλείται η ψυχή και στην υπερβολή του ρόλου της χάρης, που φαίνεται να ακυρώνει τη θέληση. Επιπλέον, στην τάση ολίσθησης σε μια μορφή πανθεϊσμού, όπου διδάσκεται ότι η ψυχή πρέπει να «αφεθεί» σε μια μορφή μυστικής ένωσης με τον Θεό που φαίνεται να καταργεί τη διάκριση μεταξύ του πλάσματος και του Δημιουργού του.

Είναι χρήσιμο σε αυτό το σημείο να παραθέσουμε μια σελίδα από το βιβλίο του Pietro Barrera Una fuga dalle prigioni del Sant'Uffizio - Μια απόδραση από τις φυλακές του Ιερού Συμβουλίου (1693), Μιλάνο, Mondadori, 1934, σελ. 23-27):

Ο «Οδηγός» είχε υπερβολικούς θαυμαστές ακόμη και πρόσφατα, όπως ο Giovanni Amendola ο οποίος, στον πρόλογο μιας έκδοσης που επιμελήθηκε, παρουσιάζει ακόμη και τον Molinos ως «τον συγγραφέα μιας προσπάθειας εσωτερικής μεταρρύθμισης της Εκκλησίας, ευγενώς σχεδιασμένης και αρχισμένης να υλοποιείται, μιας προσπάθειας που αν ήταν σε θέση να θριαμβεύσει, θα είχε ίσως φέρει την Ευρώπη πίσω στη θρησκευτική ενότητα και θα άλλαζε την πορεία των αιώνων σε ορισμένα βασικά σημεία». Μια τέτοια εξύψωση είναι τόσο παράλογη που δεν αξίζει να χάνουμε χρόνο για να την αντικρούσουμε. Στην πραγματικότητα, ο Μολινός ήταν ο προπαγανδιστής μη πρωτότυπων δογμάτων, τα οποία είναι παρόμοια με εκείνα των Γιανσενιστών, δογμάτων που αναπτύχθηκαν και ενισχύθηκαν μέσα του από την επιτυχία που, ίσως ενάντια στις δικές του ελπίδες, συνάντησαν στον μεγάλο κόσμο, και ιδιαίτερα μεταξύ των μεγάλων κυριών των οποίων ήταν για πολλά χρόνια ο μοντέρνος ομολογητής. Αυταπατήθηκε, βλέποντας με ικανοποιημένη υπερηφάνεια τους Ρωμαίους μετανοούντες να σπεύδουν πλήθη στο εξομολογητήριο, ότι ήταν προορισμένος να αποκαταστήσει τη γαλήνη που προσδοκούσε ο κόσμος ακόμα έκπληκτος από τους αγώνες που τελείωσαν με τον θρίαμβο της Εκκλησίας. Το γρήγορο ξεπούλημα των πρώτων εκδόσεων του βιβλίου φάνηκε να τον δικαιώνει. Αυτά ήταν δόγματα που είχαν αξία στο ότι χειραγωγήθηκαν επιδέξια και προτάθηκαν πιο επιδέξια από έναν ελκυστικό, διακεκριμένο άνδρα, με μια όμορφη μαύρη γενειάδα που πλαισίωνε το ζωντανό πρόσωπό του, ο οποίος ήξερε πώς να υπαινίσσεται τον εαυτό του με λιπαρή γλυκύτητα ανάμεσα στις μεγάλες οικογένειες, τους καρδινάλιους, ακόμη και τον Πάπα Ιννοκέντιο XI, ο οποίος τον έκανε να ζήσει για κάποιο χρονικό διάστημα σε ένα Βατικανό.

Το ότι τα δόγματα του Molinos δεν έγιναν καλά αποδεκτά από τους Ιησουίτες (ο Amendola τον λυπάται ως θύμα του θριαμβευτικού Ιησουιτισμού) είναι εύκολο να κατανοηθεί. Αποδοκίμαζαν τον Γιανσενισμό και τα παράγωγά του τόσο για δογματικούς όσο και για πολιτικούς λόγους: ίσως τον θεωρούσαν πιο επικίνδυνο από τον ίδιο τον Προτεσταντισμό από τον οποίο προήλθε, γιατί ενώ οι Προτεστάντες αρνούνταν απόλυτα την παράδοση, οι Γιανσενιστές αρνούνταν τις ερμηνείες και τις προσθήκες που, σύμφωνα με αυτούς, τον είχαν διαστρεβλώσει, υποστηρίζοντας, με τη συναίνεση των ανθρώπων που ανήκαν στις μορφωμένες τάξεις, μεταξύ των οποίων είχαν κάνει προσήλυτους, την απόλυτη ορθοδοξία τους, παρά την κυρίως πολιτική καταδίκη του Ρισελιέ, και εκείνη του Ιννοκέντιου ΙΑ ́ με τη βούλα της 1ης Ιουνίου 1653, η οποία ήταν ουσιαστικά θρησκευτική. Στη Γαλλία, η αντίθεση του Ρισελιέ δεν είχε κάνει μεγάλη ζημιά στους οπαδούς του Γιανσένιου, αντίθετα, είχαν δει τις συμπάθειές τους να αυξάνονται με την πάροδο των ετών, επειδή υποστήριζαν στο θρησκευτικό πεδίο εκείνη τη στάση αδιάλλακτης αντιπολίτευσης που είχαν υιοθετήσει ο Λουδοβίκος XIV και ο Μαζαρίνος εναντίον του Ιννοκέντιου Ι ́ και του Αλεξάνδρου Ζ ́, οι οποίοι ήταν υπέρ του ισπανικού κόμματος, και η οποία είχε μειώσει σχεδόν την παρέμβαση της Εκκλησίας στις συζητήσεις και στη σύναψη της ειρήνης των Πυρηναίων. Η γαλλική πολιτική ήταν ένα συνεχές εμπόδιο στη νίκη της Καθολικής Παλινόρθωσης, της οποίας οι Ιησουίτες ήταν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές και ο Γιανσενισμός ήταν προϊόν μιας καθαρά γαλλικής μάρκας. Ο καθολικισμός, προκειμένου να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια, έπρεπε να φτάσει με τον ισχυρό τρόπο του Ιννοκέντιου XI, ο οποίος δεν επέτρεψε στον εαυτό του να επιβληθεί από την αλαζονική απολυταρχία του Βασιλιά Ήλιου. Και τότε ο Γιανσενισμός και τα άλλα περισσότερο ή λιγότερο συγκαλυμμένα αιρετικά δόγματα αμφιταλαντεύτηκαν. Αλλά τόσο ο Γιανσενισμός στη Γαλλία όσο και ο Μολινισμός στην Ιταλία δεν έλειπαν από τους υποστηρικτές, ειδικά μεταξύ εκείνων που είχαν κουραστεί από την ορμητική μαχητικότητα των Ιησουιτών και που πίστευαν ότι θα έβρισκαν ένα ξεκούραστο καταφύγιο σε κάτι αόριστο, απαλά μυστικιστικό, το οποίο έδινε την ψευδαίσθηση της επιστροφής στη μακρινή ηρεμία. Συμπάθειες αντιθέσεων, λαχτάρα για ένα νέο, και ως εκ τούτου, ίσως, επιτυχία της μόδας.

Ο Μολινός είχε την καλή τύχη να ξεκινήσει τη δράση του υπό τον Κλήμη Θ ́, του οποίου η αδύναμη υποταγή δεν ήταν να δυσαρεστηθεί με τη συμβουλή που έδωσε ο Ισπανός στους πνευματικούς διευθυντές να ενεργούν «απαλά». Η επίτευξη της τελειώσεως έγινε, κατά τον ίδιο, με «νοερή» απόσπαση από τα εγκόσμια, με «μυστική» πίστη στον Θεό, ο οποίος, αν θέλει, μας σώζει ακόμη και αν είμαστε αδρανείς περιμένοντας τη χάρη Του. Με αυτόν τον τρόπο, έφτασε στο σημείο να αρνηθεί την αξία των θρησκευτικών πρακτικών και των μυστηρίων, να δικαιολογήσει τις αμαρτίες επειδή ήταν ανεξάρτητες από τη θέληση. Στο βιβλίο του δεν κάνει τίποτα άλλο από το να κεντάει παραλλαγές πάνω στα ίδια θέματα. Η ψυχή φτάνει με «μυστική» πίστη στην ακινησία του στοχασμού: αυτή η πίστη της δίνει τη γενική και συγκεχυμένη γνώση του Θεού που πρέπει να της αρκεί: κάθε φαντασία που αντιπροσωπεύει τον Θεό σε συγκεκριμένη μορφή δεν μπορεί παρά να διαταράξει τη σχέση με την ψυχή, η οποία δεν πρέπει να μιλήσει μαζί Του, αλλά να αφεθεί να ληφθεί σιωπηλά. Όχι ο διαλογισμός, αλλά ο στοχασμός της επιτρέπουν να βρει την παγκόσμια αλήθεια. Η ευαισθησία είναι για αρχάριους που πρέπει να γνωρίζουν το αντικείμενο των φιλοδοξιών τους, ενώ η ξηρότητα είναι το προνόμιο των ισχυρών ψυχών: ο Θεός, με το να μην τους επιτρέπει να γνωρίζουν πώς εργάζεται μέσα τους, τους αφαιρεί ένα κίνητρο τεκμηρίου. Ο πιστός πρέπει να προετοιμάσει την καρδιά του «σαν λευκό χαρτί όπου η θεϊκή σοφία μπορεί να διαμορφώσει χαρακτήρες όπως θέλει». Οι πειρασμοί κατά της πίστης, της λαγνείας, της λαιμαργίας, όλες οι αμαρτίες είναι ταπεινώσεις υπερηφάνειας και σωτήρια φάρμακα για το πνεύμα. Όταν κάποιος έχει δώσει τον εαυτό του στο θείο θέλημα, δεν υπάρχει άλλη λογική πράξη να γίνει, δεν υπάρχει λόγος να το επαναλάβει στον Θεό «με τον ίδιο τρόπο που κάποιος που έχει αποφασίσει να πάει στη Ρώμη ξεκινά και φεύγει, και δεν πρέπει να λέει και να λέει στον εαυτό του: Πάω στη Ρώμη, θέλω να πάω στη Ρώμη». Σε όλα, αρκεί μια καλή διάθεση. Ακόμη και οι «αδιάκριτες» μετάνοιες, οι υπερβολικές, πικραίνουν την ψυχή και ταυτόχρονα τη διογκώνουν με υπερηφάνεια. Στην οπερέτα του, ο Molinos δίνει επίσης συμβουλές για την επιλογή του πνευματικού καθοδηγητή στον οποίο είναι απαραίτητο να ανατεθεί, εγκαταλείποντας την ανάγνωση μυστικιστικών βιβλίων που συγχέουν τις ιδέες. Ο πνευματικός καθοδηγητής πρέπει να αναθέσει «μετάνοιες που είναι χρήσιμης ύλης και μετριοπαθείς». Πρέπει να προσπαθήσει να αποσπάσει από τους μετανοούντες του απόλυτη μυστικότητα σχετικά με τις συμβουλές που δίνει «αν και η σιωπή είναι δύσκολη για τις γυναίκες». «Να φτάσουμε στον Θεό μέσα από το τίποτα» είναι η φόρμουλα που συνοψίζει τη σκέψη του Ισπανού ιερέα.

Όπως μπορούμε να δούμε, στον Ησυχασμό υπάρχει σιωπηρή, και μερικές φορές ακόμη και ρητή, η υποτίμηση των έργων υπέρ της πίστης και μόνο: ένα χαρακτηριστικό που από μόνο του επιβεβαιώνει την προέλευσή του από τον Γιανσενισμό (ο οποίος, ωστόσο, από πολλές απόψεις, με την ασκητική αυστηρότητά του, βρίσκεται στους αντίποδες του Ησυχασμού) και με μια ευρεία έννοια από τον Προτεσταντισμό. Ακόμη και η επιείκεια προς την αμαρτία, θεωρούμενη ως εργαλείο για την καταπολέμηση της υπερηφάνειας του πιστού που ισχυρίζεται ότι αποκτά αξία με τον Θεό, αν όχι καν ως κάτι για το οποίο η ψυχή που εγκαταλείπεται στον Θεό δεν είναι πλέον υπεύθυνη, αφού ζει πλέον σε καθαρά πνευματική διάσταση, ενώ το σώμα εξακολουθεί να βυθίζεται στη σαρκική διάσταση, Είναι μια ετερόδοξη ιδέα, από μόνη της εσφαλμένη και αιρετική, η οποία υποτιμά την ηθική δέσμευση στον αγώνα κατά των πειρασμών και φαίνεται σχεδόν να αναθέτει στον Θεό την αναπόφευκτη ευθύνη με την οποία δεσμεύεται ο άνθρωπος από το γεγονός της ελεύθερης βούλησης.

Αλλά μπορούμε να προχωρήσουμε περισσότερο. Ο ησυχασμός συγκεντρώνει χαρακτηριστικά γνωρίσματα αρχαίων μη χριστιανικών δογμάτων και πολύ αρχαίων αιρέσεων: η ιδέα ότι η ψυχή δεν πρέπει πλέον να κάνει ή να επιθυμεί τίποτα, εκτός από την πλήρη εγκατάλειψη του εαυτού της στον Θεό, είναι ινδικής προέλευσης και ακριβώς βουδιστική. Η ιδέα ότι πρέπει να απαρνηθούμε κάθε μορφή διανοητικής γνώσης του Θεού και να Τον αφήσουμε να εργαστεί μέσα μας, χωρίς καμία σκόπιμη δέσμευση εκ μέρους μας (και χωρίς την προσπάθεια να ζήσουμε μια ηθικά άγρυπνη ζωή) αναφέρεται τουλάχιστον εν μέρει στον Αλεξανδρινό Νεοπλατωνισμό. ενώ αυτός που η μελέτη και ανάγνωση των ασκητικών κειμένων είναι άχρηστη και ότι ο «αληθινός» χριστιανός είναι αυτός που έπαψε να πολεμά τον κόσμο, επειδή αντλεί από μια αλήθεια που αποκαλύπτεται απευθείας από τον Θεό, με έναν ανεξήγητο και καθαρά εσωτερικό τρόπο, είναι λουθηρανός και φέρνει μαζί της, ως λογική συνέπεια, την υποτίμηση του κλήρου ως στοιχείο διαμεσολάβησης, και την ιδέα της παγκόσμιας ιεροσύνης των πιστών. Το κατηγορητήριο κατά της διαφθοράς των ηθών θυμίζει ένα θέμα αγαπητό στους Γερμανούς μυστικιστές και λίγο αργότερα στους Προτεστάντες. Τέλος, η ιδέα της νοητικής απόσπασης από τα πράγματα του κόσμου ως προϋπόθεση για την εγκατάλειψη στον Θεό, και όχι ως αποτέλεσμα αυτής, έχει μια αδιαμφισβήτητα γνωστική γεύση: ειδικά αν συνδυαστεί με το γεγονός ότι υπάρχουν δύο επίπεδα πίστης, ένα για χονδροειδείς ψυχές και ένα για ειδικές ψυχές, στις οποίες έχει υποδειχθεί ο τρόπος να τοποθετηθούν σε υψηλότερο επίπεδο. Είναι πάντα η αιώνια γνώση, μέσα και έξω από τον Χριστιανισμό, που συνεχώς επαναλαμβάνεται. Αναγνωρίζεται και απορρίπτεται από τη μία πλευρά, επανεμφανίζεται αμέσως στην άλλη, μεταμφιεσμένη. Η ικανότητά της συνίσταται στο να μπερδεύει τον εαυτό της, να αποκρύπτει τον εαυτό της: παρουσιάζεται με καθησυχαστικά, απόλυτα ορθόδοξα ρούχα. Διακηρύσσει την αθωότητά της και απορρίπτει με αγανάκτηση κάθε υποψία που την αφορά.

Ο ησυχασμός προδίδει μια επαναλαμβανόμενη πτυχή της ανθρώπινης στάσης απέναντι στον Θεό: την αναζήτηση μιας «μυστικής» ένωσης που καταργεί τις ευθύνες και τις διαφορές, μιας εσωτερικής «ειρήνης» που δεν είναι η ειρήνη που υποσχέθηκε ο Ιησούς Χριστός όταν λέει: «Ειρήνη αφήνω σε σας, ειρήνη μου σας δίνω· ο Θεός δεν σας τη δίνει όπως σας τη δίνει ο κόσμος» (Ιω. 14:27). Αλλά είναι μάλλον μια ειρήνη συμβιβασμού με την πλάνη και την αμαρτία, δηλαδή το ακριβώς αντίθετό της. Προδίδει επίσης το αιώνιο κάλεσμα της γνώσης σε μια πίστη που αποκαλύπτεται σε μερικούς με έναν ειδικό, εσωτερικό τρόπο, διαφορετικό από τη διδασκαλία που προορίζεται για τις μάζες, και η οποία οδηγεί στη σωτηρία με έναν ασυνήθιστο τρόπο, ουσιαστικά ατομικιστικό και αποκομμένο από το Μυστικό Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Σήμερα είμαστε σχεδόν έκπληκτοι που οι ιδέες του Molinos, φαινομενικά τόσο ακίνδυνες, καταδικάστηκαν τόσο σθεναρά· Αλλά η έκπληξή μας δείχνει πόσο βαθιά μας έχουν διεισδύσει αυτές οι ιδέες.