Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

ΧΡΕΟΚΟΠΙΕΣ, ΖΟΜΠΙ ΚΑΙ ΑΝΕΡΓΙΑ

Είναι δεδομένο πως βραχυπρόθεσμα η επόμενη ημέρα της πανδημίας, με αφετηρία το 2021, θεωρείται πολλά υποσχόμενη όσον αφορά τα οικονομικά δεδομένα σε όλες σχεδόν τις χώρες – γεγονός που οφείλεται αφενός μεν στην απότομη επιδείνωση που σημειώθηκε στο 2ο και 3ο τρίμηνο του 2020, αφετέρου στην άνευ προηγουμένου κλίμακα της δημοσιονομικής και νομισματικής ανταπόκρισης. Η ΕΚΤ ανακοίνωσε τη συνέχιση της ποσοτικής χαλάρωσης – ενώ αναμένεται πως τα ποσά που θα διατεθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης θα στηρίξουν σε μεγάλο βαθμό το ρυθμό ανάπτυξης των οικονομιών του ευρωπαϊκού Νότου. Ειδικά όσον αφορά τη χώρα μας, προφανώς ένα κράτος-ζόμπι, η Τράπεζα της Ελλάδας προβλέπει πως η εφαρμογή των έργων και των μεταρρυθμίσεων θα έχει ένα μόνιμο αναπτυξιακό αποτέλεσμα που θα φτάσει έως το 7% – υπολογίζοντας πως το ΑΕΠ μας θα ανέλθει στα 220 δις € το 2026, από 165,8 δις € το 2020. Όσον αφορά το δημόσιο χρέος μας, προβλέπεται πως η ΕΚΤ θα υιοθετήσει την πολιτική ελέγχου της καμπύλης των επιτοκίων της Ιαπωνίας – έτσι ώστε τα επιτόκια να παραμείνουν πολύ χαμηλά, οπότε να μπορεί να εξυπηρετείται. Με έναν μέσο ρυθμό ανάπτυξης στο 4%, συν 1,15% από το Ταμείο Ανάκαμψης, όσον αφορά το παραπάνω σενάριο της ΤτΕ, προφανώς το δημόσιο χρέος θα μειωνόταν, εάν το επιτόκιο παρέμενε κάτω του 1% – από τη διαφορά μεταξύ τους. Εν τούτοις, όλα αυτά θα πρέπει να αποδειχθούν στην πράξη, σε μακροπρόθεσμο χρονικό διάστημα – ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Ιαπωνία αδυνατεί να αναπτυχθεί για πολλές δεκαετίες, με το 21% των επιχειρήσεων της το 2019 να ήταν ζόμπι.

 . Analyst Team

Ανάλυση

Πάντοτε, όταν επεμβαίνουν τα κράτη στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, δημιουργούνται διαστρεβλώσεις – όπως με τα κλειδώματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Εν προκειμένω, μεταξύ άλλων, ενώ η ανεργία αυξήθηκε σε διεθνές επίπεδο, οι χρεοκοπίες που συνήθως ακολουθούν ή κινούνται παράλληλα με την πορεία της ανεργίας, μειώθηκαν.

Το γεγονός αυτό είναι πιο έντονο στις Η.Π.Α. και στη Μ. Βρετανία, λόγω της άκρως νεοφιλελεύθερης πολιτικής τους – με την έννοια πως οι δύο αυτές χώρες είναι τα κλασικά παραδείγματα πιο ανοιχτών, αγγλοσαξονικών οικονομιών, με παραδοσιακά ασθενέστερα συνδικάτα και με πιο ευέλικτους εργατικούς νόμους. Εν τούτοις, το ίδιο επαναλαμβάνεται σε άλλες χώρες – όπως στη Γερμανία και στην Ιαπωνία (γράφημα).

Σύμφωνα τώρα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας, το 2020 χάθηκαν το 8,8% των ωρών εργασίας παγκοσμίως, συγκριτικά με το 4ο τρίμηνο του 2019 – ένα ποσοστό που ισοδυναμεί με 255.000.000 θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Την ίδια όμως χρονική περίοδο, οι εταιρικές χρεοκοπίες μειώθηκαν κατά 21% στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες – ενώ με βάση τον ΟΟΣΑ, οι αιτήσεις πτώχευσης μειώθηκαν στις 24 από τις 25 προηγμένες οικονομίες.

Υψηλάντης & Φιλοκαλία – 1821 & 1979

To 1979 η Le Monde έγραψε: “Καλωσορίζουμε την χώρα της Φιλοκαλίας, την χώρα του Βασιλείου, του Γρηγορίου, του Χρυσοστόμου”!

Η χώρα ήταν η ΕΛΛΑΣ την οποία υποδεχόταν η ΕΟΚ.

Τι σήμαινε η έκδοση της Φιλοκαλίας το 1782 και η ανακοίνωση της επανέκδοσής της το 1820;

H κωμικοτραγική μητσοτάκεια επιτροπή για το 2021 εξακολουθεί την ανιστόρητη προπαγάνδα του άξονα King’s College – Columbia – Princeton, βασικό συμπέρασμα της οποίας είναι ότι η Επανάσταση του 1821 ολοκλήρωσε το στόχο της την 28/5/1979. Οι Beaton-Mazower & Co δείχνουν να αγνοούν την ονομασία του πυρήνα της Φιλικής ΕταιρείαςΦιλόκαλοι, Φιλόμουσοι, Φιλογενείς. Δεν έχουν ανοίξει ούτε το τετράτομο έργο του Ιωάννη Φιλήμονα; Εκεί θα έβλεπαν ότι η ανάδειξη του Υψηλάντη στην αρχηγία του Ελληνικού Έθνους έγινε πιθανώς στη Μόσχα, στις 15/6/1820, όπου υπήρχε

τριμελής επιτροπή της Φιλογενικής Κάσσας. Ο Υψηλάντης επαινέσας δι’ ενός εγγράφου ταύτην, προσέθετο δι’ ετέρου μέλος τέταρτον τον Ιωάννην Πούμπαν. Κατόπι δε υπεστήριξε λόγω πλείονος χρηματισμού την περί εκδόσεως της Ελληνικής Φιλοκαλίας ιδέαν, και προς τούτο ενεψύχωσεν έτι μάλλον τους εκδότας αυτής, νέαν δηοσιεύσαντας προκήρυξιν.» (Φιλήμων Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1859, τ. Α΄, σ. 44).

Ακολουθεί η παρουσίαση της προκήρυξης αυτής, η οποία συμβολικά υποδεικνύει πως η Επανάσταση πρόκειται να εκδηλωθεί ως χριστιανική εθναφύπνιση, όχι ως νεωτερική εθνογένεση:

Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α΄, σ. 193-195

Σήμερα έχουμε την επέτειο της ένταξης της Ελλάδος του 1821 στην Ευρώπη του 1957. Το 1820 ο πυρήνας της Μόσχας απάντησε άλλη μια φορά στον Μέτερνιχ και σ’ ολόκληρη την Δύση που το 1814 δήλωσε στη Βιέννη ότι δεν αναγνώριζε «έθνος ελληνικό». Το 1814 οι αντιπρόσωποι του ελληνικού έθνους είχαν θέσει στην μεταναπολεόντεια Δύση ένα θέμα που επιδεικτικότατα αγνόησε το 1979 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: ότι το ελληνικό και το χριστιανικό έθνος ταυτίζονται. Έτι χειρότερο: υποκρίθηκε ότι πίστεψε τον Α. Παπανδρέου που διακήρυσσε έξοδο της Ελλάδος από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ.

Στέργιος Ζυγούρας

https://karavaki.wordpress.com/2021/05/28/filokalia-1821-1979/

Πατερικός: Υψηλάντης & Φιλοκαλία – 1821 & 1979 (paterikos.blogspot.com)

Μετατροπή της Ελλάδας σε οθωμανική επαρχία


Πλήρης απογοήτευση από την στάση του Νίκου Δένδια

Η πρόκληση Τσαβούσογλου είναι πρωτοφανής. Για πρώτη φορά τούρκος αξιωματούχος έκανε λόγο για τουρκική μειονότητα εντός της Θράκης, πράγμα που δεν είχε κάνει ούτε ο ίδιος ο Ερντογάν κατά την επίσκεψή του το 2017! Και όμως η πρόκληση αυτή έμεινε αναπάντητη…

Την ώρα που κορυφαίοι ευρωπαίοι πολιτικοί αλλά και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο θεωρούν ότι πρέπει επιτέλους να μπει φρένο στην ευρωπαΐκή προοπτική της Τουρκίας, λόγω των συνεχών παραβιάσεων του ευρωπαϊκού δικαίου που φυσικά δεν μπορεί να την καταστήσει ούτε καν υπο ένταξη χώρα, η Ελλάδα έδωσε σήμερα συγχωροχάρτι σε όλα τα τούρκικα εγκλήματα.

Η παθητική στάση τόσο του πρωθυπουργού αλλά κυρίως του υπουργού εξωτερικών Νίκου Δένδια απέναντι στον προκλητικό Τσαβούσογλου ο οποίος κατάφερε μέσα σε 24 ώρες να αμφισβητήσει ακόμα και την ελληνική εθνική κυριαρχία, υπό την σκιά των 51 τουρκικών παραβιάσεων που διέπραξε η τουρκική πολεμική αεροπορία την ώρα που ο τούρκος υπουργός εξωτερικών περιδιάβαινε την Θράκη, συνιστά προσβολή όχι μόνο στα εθνικά μας συμφέροντα, αλλά ακόμα και στην ενιαία στάση της ΕΕ.

Η αξέχαστη δήλωση Πέτσα για τις «κυρώσεις κατά της Τουρκίας που θα δαγκώνουν», έχει γίνει το μεγαλύτερο ανέκδοτο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, μόνο που δεν προκαλεί καθόλου γέλιο. Διότι την ώρα που τα τουρκικά ερευνητικά και πολεμικά σκάφη παραβιάζουν κυριαρχικά δικαιώματα αλλά και εθνική κυριαρχία, την ώρα που ο τούρκος υπουργός εξωτερικών απειλεί την ακεραιότητα του έθνους μας κάνοντας λόγο για τουρκική μειονότητα, την ώρα που κατά την κοινή συνέντευξη τύπου ο Τσαβούσογλου έκανε λόγο για «διάλογο άνευ όρων», η κυβέρνηση μιλούσε για «θετικό κλίμα».

Δηλαδή, η κυβέρνηση φερόμενη ως διοίκηση οθωμανικού προτεκτοράτου και όχι ως κυβέρνηση κυρίαρχης ευρωπαϊκής χώρας, έδωσε συγχωροχάρτι στην απειλητική Τουρκία, την ώρα που οι ίδιοι οι ευρωπαίοι και οι αμερικάνοι την κατακεραυνώνουν.

Πλήρης απογοήτευση. Ειδικά από την στάση του υπουργού εξωτερικών Νίκου Δένδια που μετά την χτεσινή επακούμβηση και τα θερμά φιλιά με τον τούρκο ομόλογό του, δεν έδωσε τις πρέπουσες απαντήσεις στην βουλιμική νεοθωμανική Τουρκία. Μάλλον το σύστημα Σημίτη θριάμβευσε και το μέλλον της Ελλάδας διαγράφεται εξαιρετικά ζοφερό.

Ειδικά η αναφορά του τούρκου υπουργού εξωτερικών που μίλησε για «διάλογο άνευ όρων» και έμεινε αναπάντητη, συνιστά από μόνη της την εγκατάλειψη της κόκκινης γραμμής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που κάνει λόγο για μία και μόνη διαφορά. Ο καθορισμός της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας και την περί αυτήν θαλάσσιας ζώνης που συνιστά το μόνο σημείο συζήτησης με την Τουρκία, δεν αναφέρθηκε πουθενά.

Αντίθετα, ανοίγει η κερκόπορτα πάλι, αυτή που είχε ανοίξει στο Ελσίνκι και την Μαδρίτη, για γκριζάρισμά του Αιγαίου και προετοιμασία διάλυσης του αμυντικού μηχανισμού της Ελλάδας που θα αφήσει τα νησιά μας έρμαια της Τουρκίας.

Μετατροπή της Ελλάδας σε οθωμανική επαρχία | newsbreak

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΝΕΟΠΑΡΜΕΝΙΔΕΙΟ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΕΩΣ (3)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 24 Μαίου 2021

Κριτική στην νεοπαρμενίδειο ερμηνεία της Δύσεως 

Enrico Berti.

      

Μου δόθηκαν πολλές ευκαιρίες μέχρι σήμερα να τονίσω πώς ολόκληρη η φιλοσοφία τού Severino δεν είναι άλλο από την ανάπτυξη με μεγάλη ακρίβεια εκείνου που ο δάσκαλος του Bontadini ονόμασε η “Αρχή τού Παρμενίδη”, η δήλωση δηλαδή ότι το “Είναι είναι και δεν μπορεί να μην είναι”. Ας μην επιμείνουμε στο θεμέλιο τής αντιδημιουργίας από τον Θεό, στο οποίο στηρίζεται. Είναι όμως γεγονός ότι εάν αποδεχθούμε την “Αρχή τού Παρμενίδη”, έχει δίκαιο ο Severino να λέει ότι όλο αυτό που είναι, είναι αιώνιο και να λέει επομένως ότι όλες οι φιλοσοφίες τού γίγνεσθαι είναι άλλες τόσες μορφές τού μηδενισμού.

          Νομίζω όμως ότι η “Αρχή τού Παρμενίδη” βρίσκεται εκτεθειμένη σε τουλάχιστον δύο αντιρρήσεις, η πρώτη των οποίων δεν είναι μοιραία, αλλά επιβάλλει μία επαναδιατύπωση για να αποφευχθούν ασάφειες, ενώ η δεύτερη, νομίζω και δικαίως, είναι μοιραία, δηλαδή θανατηφόρος (από απόψεως λογικής εννοείται).

          Η πρώτη αντίρρηση είναι ότι η “Αρχή τού Παρμενίδη”, λέγοντας ότι “το Είναι είναι”, κάνει το κατηγόρημα “είναι” (τέτοιο είναι κάθε ρήμα, ακόμη και στον άπειρο τρόπο) το υποκείμενο τής πράξεως την οποία αυτό το ίδιο δείχνει, σαν να έλεγε κάποιος “το βάδισμα βαδίζει “ή η τροφή τρώει” (ακόμη και ο Χάιντεγκερ κάνει το ίδιο λέγοντας ότι: “das Nichts nichtet” ή “το μηδέν μηδενίζει”). Αυτό ισούται με την υποστασιοποίηση, με την ουσιοποίηση τού Είναι, δηλαδή με την μείωση του σε ουσία (ένα λάθος το οποίο ο Χάιντεγκερ αποδίδει στον Αριστοτέλη, ενώ βάσει αυτής της διατυπώσεως ανήκει στον Παρμενίδη). Η αντίρρηση ξεπερνιέται μέσω της αλλαγής τού Είναι με το όν ή μέ τά όντα ή με τα πράγματα και με την επακόλουθη δήλωση “τα όντα είναι” ή “τα πράγματα είναι” κάτι που είναι πρόθυμος να αποδεχθεί ο Σεβερίνο και χρειάζεται να διευκρινίσει πιθανές ασάφειες γύρω από την σημασία τής λέξης “είναι”. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι εάν αυτή η τελευταία σημαίνει το Είναι στην πληρότητά του, ή το καθ’αυτό Είναι ή το ανώτατο Είναι δηλαδή τον Θεό-όπως πιστεύουν πολλοί-τότε η “Αρχή του Παρμενίδη” γίνεται μία αυτονόητη αλήθεια, αποδεκτή από όλους (τουλάχιστον τους “μεταφυσικούς”). Εάν όμως το “είναι” σημαίνει τα όντα ή τα πράγματα, τότε έχουμε ακριβώς την θέση του Παρμενίδη και του Σεβερίνο, η οποία όπως θα δείξουμε μόνον κατανοητή και αποδεκτή δεν είναι.

          Αυτό που δυσκολεύει πράγματι, στην “Αρχή του Παρμενίδη”, διατυπωμένη σ’αυτή την τελευταία και ακριβέστερη μορφή (τρόπο) δεν είναι προφανώς η πρώτη δήλωση, δηλαδή ότι τα όντα ή τα πράγματα είναι, αλλά η δεύτερη, δηλαδή ότι αυτά δεν μπορούν να μην είναι! Εδώ λοιπόν αναδύεται η προϋπόθεση που βρίσκεται στην βάση τής υποτιθέμενης “Αρχής” και η οποία πρέπει να απωθηθεί για δύο λόγους: 1) διότι προϋποτιθέμενη (ο λόγος είναι επίσης ad hominem, καθότι ο Σεβερίνο μοιράζεται με την μεταφυσική την έννοια της φιλοσοφίας σαν κριτικής σκέψης, μη δογματικής, ελεύθερης από προϋποθέσεις) και 2) διότι είναι λάθος!

          Να λοιπόν η δεύτερη αντίρρηση. Η “Αρχή του Παρμενίδη” δηλώνοντας ότι όχι μόνον το είναι (ή το όν) είναι, αλλά επίσης και ότι αυτό δεν μπορεί να μην είναι, υπολογίζει το κατηγορούμενο “είναι” σαν ταυτόν με το υποκείμενο (είναι ή όν), δηλαδή θεωρεί την διαβεβαίωση αυτή μία βεβαίωση της ταυτότητος, και όχι της χορηγήσεως (παροχής) ή τουλάχιστον μία βεβαίωση ουσιώδη, μη τυχαία, δηλαδή για να το πούμε με όρους Καντιανούς-μία αναλυτική κρίση, μη συνθετική, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι την τοποθετεί στον τρόπο τής ανάγκης (“δεν μπορεί να μην”), που είναι ακριβώς ο τρόπος των βεβαιώσεων τής ταυτότητος, ή ουσιώδεις ή αναλυτικές κρίσεις.

          Η επιβεβαίωση ότι αυτή είναι ακριβώς η σκέψη τού Σεβερίνο προκύπτει αν και εμμέσως, από τις ίδιες του τις σκέψεις στο τελευταίο του βιβλίο : «Η αποτυχημένη πατροκτονία». Γράφει λοιπόν εναντιωνόμενος στον Αριστοτέλη: “να πιστέψουμε ότι υπάρχει ένας χρόνος στον οποίο τα πράγματα (δηλαδή το μη-τίποτα) είναι τίποτα είναι σαν να πιστεύουμε ότι υπάρχει ένας χρόνος στον οποίο ο κύκλος είναι τετράγωνος κ.τ.λ. “Είναι γνωστό όμως ότι η δήλωση «ο κύκλος είναι τετράγωνος» είχε χρησιμοποιηθεί από τον Κάντ, στην κριτική του καθαρού λόγου, σαν παράδειγμα τής αντιφάσεως εξ’αντικειμένου, αρνήσεως τής αρχής τής ταυτότητος, την οποία ο Κάντ θεωρούσε την υπέρτατη αρχή τών αναλυτικών κρίσεων. Να πούμε ότι ο κύκλος είναι τετράγωνος είναι μία αντίφαση, όπως θα ήταν να λέγαμε ότι είναι τρίγωνος ή τετράγωνος ή οποιασδήποτε άλλης μορφής που δεν είναι ο κύκλος, εκείνη λόγω της οποίας ορίζεται σαν κύκλος, που υποχρεώνει να πούμε “ο κύκλος είναι κυκλικός”. Για τον Κάντ λοιπόν η αρχή τής ταυτότητος (η οποία διακρίνεται απολύτως από την Αριστοτελική αρχή της μη-αντιφάσεως) υποχρεώνει να σχηματίσουμε αναλυτικές κρίσεις, δηλαδή ταυτολογικές και γι’αυτό αναγκαίες. Γι’αυτό η ένδειξη τού χρόνου στριμωγμένη στην διατύπωση του Αριστοτέλη είναι περιττή. Αυτό ισχύει και για τον Σεβερίνο : κάθε κρίση μη-αναλυτική, δηλαδή μη ταυτολογική, σχετικά με το Είναι, είναι αντιφατική. Αλλά ας δούμε γιατί στην βάση αυτής τής εννοιολογήσεως υπάρχει η προϋπόθεση τής μονοσημαντότητος τού Είναι.

          Όποιος λέει “το είναι (ή το όν) δεν μπορεί να μην είναι”, καθιστά το Είναι (κατηγορούμενο) την ίδια την ουσία (ή ένα ουσιώδες κατηγόρημα, δηλαδή ένα μέρος της ουσίας) τού όντος (υποκείμενο), δηλαδή όλου αυτού που είναι, κάτι που αληθεύει μόνον εάν το Είναι συνιστά πραγματικά την ουσία όλου αυτού που υπάρχει! Ήδη όμως μ’αυτή την προϋπόθεση ο Κάντ δεν θα συμφωνούσε, διότι γι’αυτόν-όπως είναι γνωστό-το Είναι, δηλαδή η ύπαρξη, δεν προσθέτει τίποτε στην ουσία αυτού για το οποίο χρησιμοποιείται σαν κατηγόρημα, δηλαδή δεν αποτελεί μέρος και φυσικά δεν το συστήνει. Ότι το είναι αποτελεί το ουσιώδες σε όλο αυτό που υπάρχει, θα έπρεπε να αποδειχθεί, διότι δεν είναι ταυτολογία, και επι πλέον οι μεταφυσικοί, στην περίπτωση εκείνου του μοναδικού όντος στο οποίο αποδίδουν σαν ουσία το Είναι, δηλαδή ο Θεός, προσπαθούν να αποδείξουν την ισχύ αυτής της απόδοσης, δηλαδή την ανάγκη της υπάρξεως του Θεού. Καθ’αυτό, πράγματι δεν είναι φανερό ότι ένα κατηγόρημα, μόνο και μόνο επειδή αναπαράγει ένα από τα σημεία στα οποία ανατρέχει για να δείξει το υποκείμενο, είναι ουσιώδες σ’αυτό. Όταν λέμε για παράδειγμα, “αυτός που βαδίζει δεν μπορεί να μην βαδίζει”, δεν λέμε καθόλου ένα προφανές πράγμα, αναντίρρητο, ταυτολογικό, διότι αυτός που βαδίζει θα μπορούσε πολύ καλά να είναι κάποιος ο οποίος παρότι βαδίζει για παράδειγμα ένας άνθρωπος, να μην έχει σαν ουσία του, και ούτε σαν μέρος της, το βαδίζειν ή το είναι βαδίζων.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΘΕΟΣ ως ο Θεός μέσα στην αλήθεια του Είναι (Seyn) ως συμβάν (Ereignis) β

 Συνέχεια από: Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΘΕΟΣ ως ο Θεός μέσα στήν αλήθεια τού Είναι (Seyn) ως συμβάν (Ereignis) 

Του Friedrich-Wilhelm von Herrmann

Στην αρχή τής ενότητας 254, με τον τίτλο «Η άρνηση» (σελ. 405) λέει: «Εισερχόμαστε στον χρόνο-χώρο τής απόφασης περί τής φυγής και τού ερχομού τών θεών», περί της από-φάνισης ή εμ-φάνισης των θεών, του μέχρι τώρα θεού και του τελευταίου θεού. Πρόκειται για μια απόφαση βασισμένη στην ιστορία τού Είναι, το εάν ο μέχρι τώρα Θεός θα δραπετεύσει από το Είναι ως ολότητα, ή ίσως πλησιάσει και έρθει με τρόπο, το εάν ο τελευταίος Θεός θα εμφανιστεί καθόλου, αλλά φύγει ή εάν θα πλησιάσει και θα έρθει. «Θα γίνει είτε το ένα είτε το άλλο», η φυγή ή η άφιξη του Θεού, «μελλοντικό συμβάν (Geschehnis)», και τότε πρέπει είτε η φυγή είτε η άφιξη του Θεού να «καθορίσει την οικοδομητική προσδοκία». Η «οικοδομητική προσδοκία» ανήκει στην «τοποθέτηση θεμελίων (Er-gründung)» τού φέροντος θεμελίου τής αληθείας. Η οικοδομητική τοποθέτηση θεμελίων θα «καθοριστεί» είτε από την φυγή είτε από την άφιξη του Θεού, δηλαδή, η φυγή-Θεού ή η άφιξη-Θεού καθορίζει το πώς τής οικοδομητικής τοποθέτησης θεμελίων. Ή μήπως-αυτό το ερώτημα τίθεται-«είναι η απόφαση το άνοιγμα ενός εντελώς άλλου χρόνο-χώρου…για την πρώτη θεμελιωτική αλήθεια τού Είναι (Seyn)», για το συμβάν (Ereignis) δηλαδή;

Τίθενται περαιτέρω ερωτήματα: «Τι γίνεται, αν εκείνο το εύρος τών αποφάσεων μέσα στην ολότητα», το εύρος αποφάσεων περί φυγής ή άφιξης των Θεών, «ήταν το ίδιο το τέλος;», το τέλος της έναρξης στην περιοχή τής ιστορίας τού Είναι; «Και τι γίνεται αν το Είναι (Seyn) θα έπρεπε να γίνει αντιληπτό για πρώτη φορά μέσα στην αλήθεια του», και μάλιστα ως το συμβάν (Ereignung), ως εκείνο που συμβαίνει, και το οποίο ονομάζουμε άρνηση (Verweigerung);» Θέλει να πει: περί τής φυγής ή τής άφιξης των Θεών ή του Θεού, μπορεί να ληφθεί η απόφαση, μόνο εάν το Είναι (Seyn) μέσα στην αλήθεια του «για πρώτη φορά» γίνει αντιληπτό «ως συμβάν (Ereignung-έχει την ίδια σημασία με το Ereignis)», ως το συμβαίνειν (Sich-er-eignen) τής άρνησης (Verweigerung)». Τι είναι όμως αυτή η «άρνηση»; Είναι «κάτι πηγαίο/αρχέγονο», και ως τέτοιο, είναι «η διαβεβαίωση (Gewährung) τού Είναι μέσα στην άρνηση», μιλούμε δηλαδή για την άρνηση της πληρότητας της διαβεβαίωσης, η οποία προηγείται της διαβεβαίωσης του Είναι, της αλήθειας δηλαδή του Είναι ως συμβάντος (Ereignis). Το οντολογικό φαινόμενο (Seinsphänomen) τής άρνησης είναι η οντολογική δυνατότητα τής διαβεβαίωσης της αλήθειας του Είναι ως τής περιοχής εκείνης στην οποία λαμβάνεται η απόφαση για τη φυγή η την άφιξη του Θεού. Για τον λόγο αυτό, η άρνηση είναι «η ύψιστη ευγένεια του δώρου», και ως τέτοια, «το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της απόκρυψης» ως καταγωγής τής διαβεβαίωσης και δώρου τής αλήθειας τού Είναι ως συμβαίνοντος συμβάντος (er-eignendes Ereignis, σελ. 406). Ο «αποκαλυπτικός χαρακτήρας» (Offenbarkeit) της απόκρυψης καθ’ εαυτής «είναι η πρωταρχική ουσία τής αλήθειας τού Είναι», εφόσον η απόκρυψη είναι η καταγωγή τής απόκρυψης της αλήθειας του Είναι. Η δια τής άρνησης διαβεβαιωμένη αλήθεια (μη απόκρυψη) τού Είναι (Seyn) ονομάζεται «το σιωπηλό πέρασμα του τελευταίου Θεού (σελ. 406)». Είναι η σιωπή για το «πέρασμα» (Vorbeigang), για την παροδική εμφάνιση και εξαφάνιση του τελευταίου Θεού ως του Θεού της αλήθειας του Είναι (Seyn). Το «πέρασμα» είναι η θεμελιώδης έννοια τού Heidegger για να χαρακτηρίσει την εκάστοτε εμφάνιση-εξ-αφάνιση , την περαστική εμφάνιση του τελευταίου Θεού. Για το Da-sein όμως λέει, πως βρίσκεται μέσα στο Είναι (Seyn), μέσα στην αλήθεια του Είναι, και εκδηλώνεται-συμβαίνει «ως η εγκαθίδρυση τής φύλαξης αυτής της σιωπής» για το πέρασμα του τελευταίου Θεού. «Η εγκαθίδρυση τής σιωπής» σημαίνει την εγκαθίδρυση της φροντίδας για την σιωπή του περάσματος του τελευταίου Θεού. Η «φύλαξη» (Wächterschaft) του Da-sein είναι επίσης μια θεμελιώδης έννοια τής βασισμένης στην ιστορία του Είναι σκέψης, μέσα στην οποία είσήλθε το υπαρκτικό στοιχείο (Existential) της φροντίδας (Sorge) προερχόμενο από την αναλυτική του Είναι (Daseinsanalytik). «Φυγή και άφιξη των Θεών», του Θεού, πλησιάζουν μεταξύ τους μέσα στο συμβεβηκός (Gewesene) και αφαιρούνται από το παρελθόν»-αυτό σημαίνει, πως η φυγή και άφιξη των Θεών, του Θεού, πλησιάζουν μεταξύ τους μέσα σε αυτό που λαμβάνει χώρα ως ήδη συμβεβηκός (Gewesende), αυτό δηλαδή που δεν είναι παρελθόν. Το συμβεβηκός (Gewesene) με την έννοια του συμβαίνοντος ως ήδη συμβεβηκός (Gewesende), κατονομάζει την διαχείριση εκ μέρους του για το μελλοντικό και το παρόν του.

Το μελλοντικό όμως, η αλήθεια του Είναι (κατ’ αρχάς) ως άρνηση, περιλαμβάνει μια «διαβεβαίωση μεγαλείου», τη διαβεβαίωση, πως η αλήθεια του Είναι θα εκδηλωθεί ως συμβάν (Ereignis), μέσα στο οποίο ο Θεός μπορεί να εμφανιστεί ή να εξαφανιστεί. Με προοπτική αυτή την εμφάνιση-εξαφάνιση, το «μεγάλο» είναι αυτή η εγγυημένη αλήθεια του Είναι. Το μεγαλείο αυτού του μεγάλου δεν, το κενό «τεράστιο», που ανήκει στην μηχανορραφία και την εγκατάλειψη του Είναι. Η «διαβεβαίωση του μεγαλείου» είναι μάλλον η εγγύηση της «συντομότερης διαδρομής» (σελ. 406), που είναι μια λεκτική δημιουργία του Heidegger, για να σημάνει κάθε φορά, την στιγμή μέσα στην ιστορία του Είναι, κατά την οποία εμφανίζεται, κάνοντας ένα νεύμα, ο τελευταίος Θεός.

Ο Heidegger όμως επισημαίνει, πως στην άρνηση, δηλαδή στην ακόμα αρνούμενη αλήθεια του Είναι, ανήκει και η «συγκάλυψη του μη όντος (Unseiendes) καθ’ εαυτού» και η «αποδέσμευση και εκτίναξη του Είναι» (σελ. 406). Η «συγκάλυψη του μη όντος» θέλει να πει, πως το μη ον, το ον της μηχανορραφίας για παράδειγμα, της μηχανορραφικής ύπαρξης του Είναι, δεν βιώνεται με την μορφή του μη όντος. Αλλά και η «αποδέσμευση» (Losgebundenheit) και η «εκτίναξη του Είναι» (Verschleuderung des Seyns), είναι ένας τρόπος ύπαρξης (Wesungsweise) του Είναι, ο τρόπος ύπαρξης του μη όντος (Unwesen). Ο Heidegger θέλει να πει: «συγκάλυψη τού μη όντος», «αποδέσμευση και εκτίναξη του Είναι» ανήκουν στον τρόπο ύπαρξης της άρνησης του μεγαλείου της αλήθειας του Είναι. Μέσα σε εκείνη την άρνηση κυριαρχεί ακόμα η συγκάλυψη, η αποδέσμευση και η εκτίναξη, και συνεπώς η εγκατάλειψη του υπαρκτού από το Είναι. Τώρα ακολουθεί μια εξήγηση της «αποδέσμευσης του Είναι»: αυτή δεν είναι όπως θα νόμιζε κανείς «κενή αυθαιρεσία και αταξία», αλλά το αντίθετο αυτού-«Όλα είναι τώρα δεμένα στην σχεδιασμένη ελεγξιμότητα και ακρίβεια τής βέβαιης πορείας και ολοκληρωτικής κυριαρχίας» (σελ. 406). Όλα όσα αναφέρθηκαν ανήκουν στην «μηχανορραφία», στον μηχανορραφικό τρόπο ύπαρξης τού Είναι, στο μη-ον τού Είναι. Αυτός ο τρόπος ύπαρξης του Είναι «προστατεύει το μη ον κάτω από ένα φαινομενικό Είναι», παρουσιάζει δηλαδή το μη ον, το υπαρκτό που δεν μπορεί να ανασυρθεί (bergungslos), ως το πλήρες υπαρκτό (Seiendes). Μέσα σε αυτόν τον μηχανορραφικό τρόπο ύπαρξης του Είναι, για το μη ον, για το Είναι που δεν μπορεί να ανασυρθεί, «ανήκει και η ερήμωση του ανθρώπου», ο οποίος δεν ζει σύμφωνα με την εμπειρία του υπαρκτού που έχει ανασυρθεί από το Είναι, αλλά κυρίως σύμφωνα με το «βίωμα», με την μορφή, ώστε το «βίωμα» να είναι ο κυρίαρχος τρόπος συμπεριφοράς προς το υπαρκτό. Η έννοια «βίωμα» στα πλαίσια της ιστορίας του Είναι, δεν πρέπει να συγχέεται με την «έννοια του βιώματος» από την εποχή των διαλέξεων του Heidegger (1915/16-1923), όπου χρησιμοποιεί θετικά την έννοια, στην ερμηνευτική φαινομενολογία του ζώντος, της πραγματικής ζωής.

Συνεχίζεται

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ, ΤΗΣ ΑΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΒΙΩΜΑΤΟΣ.

ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (2)

 Συνέχεια από: Tετάρτη 26 Μαίου 2021

ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ 

ΤΟΥ ENRICO BERTI.

  Ο πιο ιδιοφυής κατασκευαστής και αντιπρόσωπος τού διαλεκτικιστικού οράματος τής ιστορίας είναι ακόμη ο Χέγκελ, αλλά όχι πλέον ο νεαρός Χέγκελ, ο οποίος επηρεασμένος από τους συμμαθητές του, τού Stift τής Τυβίγκης δοξολογούσε την ελληνικότητα σαν ιδανικό αιώνιας τελειότητος, υποτιμώντας απέναντι της τον Χριστιανισμό, σαν έκφραση τού σχίσματος ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο, δηλαδή τής “δυστυχισμένης συνειδήσεως” ,αλλά ο Χέγκελ ο οποίος ανακάλυψε τήν θετική αξία τού σχίσματος, δηλαδή τού αρνητικού και συνεπώς δήλωσε την διαλεκτική υπέρβαση τής ελληνικότητος από μέρους τού Χριστιανο-γερμανικού κόσμου.

          Με την αρχαία φιλοσοφία ο Χέγκελ ασχολήθηκε ιδιαιτέρως στα “Μαθήματα τής ιστορίας τής φιλοσοφίας”, όπου παρότι συνεχίζει να εκτιμά την προσφορά των Ελλήνων, όπως αποδεικνύει και η έκταση που καταλαμβάνει η φιλοσοφία τους στο σύνολο τού έργου, δεν μπορεί πλέον να απαλλαγεί από τον νόμο τής διαλεκτικής του, σύμφωνα με τον οποίο “οι πρώτες φιλοσοφίες είναι οι πιο φτωχές και αφηρημένες” και η “όψιμη φιλοσοφία, η σύγχρονη, η πιο νέα, είναι και η πιο εξελιγμένη, πιο πλούσια και πιο βαθιά”. Διακρίνοντας λοιπόν την αρχαία φιλοσοφία, δηλαδή την ελληνική, από την μοντέρνα, την Χριστιανο-γερμανική, ο Χέγκελ δηλώνει ότι “ο Ελληνικός κόσμος στην ανάπτυξη τής σκέψης έφτασε μέχρι την ιδέα, ενώ ο Χριστιανο-γερμανικός κόσμος συνέλαβε την σκέψη σαν πνεύμα”, όπου σαν ιδέα εννοεί το απόλυτο σαν σκέψη, δηλαδή αφηρημένο, ενώ σαν πνεύμα εννοεί το απόλυτο σαν σκεπτόμενο τον εαυτό του, δηλαδή συγκεκριμένο.

          Η απόδειξη τής αμεσότητος και τής αφαίρεσης που χαρακτηρίζει την ελληνική φιλοσοφία, βρίσκεται τώρα κατά τον Χέγκελ στην αδυναμία να διακριθεί το πνεύμα από την φύση, που βρίσκει την πληρέστερη έκφραση της στην αισθητική διαίσθηση! Η χαρακτηριστική φόρμα τού ελληνικού πολιτισμού είναι εκείνη του κάλλους. Ο Κλασικισμός του Βίνκελμαν προσλαμβάνεται και μαζί υπερβαίνεται, με μία τυπική Εγελιανή πράξη.

          Στο μονοπάτι της ερμηνείας τού Χέγκελ κινείται όλη η ιστοριογραφία του ‘800, υποστηριζόμενη και επιβεβαιούμενη στην κατεύθυνσή της από την εκπληκτική πρόοδο που πραγματοποίησαν οι ιστορικές επιστήμες και οι φιλολογικές παράλληλα, σε εκείνο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε και να ορίσουμε σαν τον Μεγάλο τους αιώνα. Αυτό ισχύει πάνω απ’όλα για τον Zeller, ο οποίος στην μνημειώδη του επανασύσταση τής “φιλοσοφίας των Ελλήνων”, παρά την διαφωνία του για την μέθοδο του Χέγκελ, δεν απομακρύνεται κατ’ουσίαν από τα σχήματά του! Και για τον Zeller όπως και για τον Χέγκελ, η αρμονία ανάμεσα σε πνεύμα και φύση την οποία καθόρισαν οι Έλληνες, είναι ακόμη άμεση, δηλαδή επιβεβαιωμένη δογματικά, μέσω της μειώσεως του πνεύματος σε φύση, ενώ στην μοντέρνα φιλοσοφία αυτή κατακτάται, δηλαδή μεσολαβείται από το κριτικό πρόβλημα, το οποίο, διακρίνοντας φύση και πνεύμα, αντικείμενο και υποκείμενο, μειώνει την φύση σε φανέρωση του πνεύματος. Σ’αυτή την κρίση είναι προφανής η υποτίμηση της αρχαίας σκέψης σαν στιγμή ιστορικά προηγούμενη και γι’αυτό στοχαστικά κατώτερη της μοντέρνας σκέψης. Αυτό εξηγεί την απόλυτη ψυχρότητα και απάθεια με την οποία ο συγγραφέας οδηγεί την έκθεσή του, παρότι επενδύει σ’αυτή έναν αυθεντικό εξοπλισμό ιστορικής καλλιέργειας.

          Αλλά και η ιστοριογραφία θετικιστικής στάσης, η οποία περιλαμβάνει λαμπρά ονόματα όπως του Tanney, Burnet, Gomperz, δεν απομακρύνεται από τον Χέγκελ, όταν ερμηνεύει την αρχαία φιλοσοφία με φυσιοκρατική και επιστημονικοφανή σημασία, υπονοώντας ότι ξεπεράστηκε από την αναπαράσταση της φύσεως της μοντέρνας επιστήμης.

          Ένας παρόμοιος ιστορικισμός συνεχίζει να κυριαρχεί και στην ιστοριογραφία νεοϊδεαλιστικής κατεύθυνσης, του Croce και του Gentile, επαναλαμβάνοντας ακούραστα τους αιώνιους κοινούς τόπους μίας αντικειμενικής φυσιοκρατικής αρχαιότητος! Και στις δύο προοπτικές, την κλασικιστική και την ιστορικιστική, η μελέτη τής αρχαίας φιλοσοφίας χάνει κάθε της σημασία! Στην πρώτη περίπτωση καταλήγει σε μία βαρετή επανάληψη, άγονη μιάς νέας φιλοσοφίας, ενώ στην δεύτερη εξαντλείται σε μία ενοχλητική καλλιεργημένη έρευνα, στην προσπάθειά της να ξανασυναντήσει μία φιλοσοφία η οποία δεν έχει τίποτε να πει στον σημερινό άνθρωπο. Μπορεί να έχει κάποια σημασία μόνον σε μία στάση νέα, διαφορετική από τις προηγούμενες, στην οποία δεν μπορούμε παρά να δώσουμε το ένδοξο όνομά της, παρότι βιασμένο πολλές φορές, του ανθρωπισμού.

          Ο αυθεντικός ανθρωπισμός υπάρχει όταν η μελέτη τών αρχαίων μπορεί νά είναι μιά αληθινή πηγή μίας νέας πνευματικότητος, μίας βαθύτερης κατανοήσεως τών αξιών, μιας κουλτούρας πιο πλήρως ανθρώπινης. Προκειμένου όμως αυτό να καταστεί εφικτό, είναι ανάγκη να απορρίψουμε την ιστορικιστική προϋπόθεση και νά είμαστε έτοιμοι να ξαναβρούμε στην ιστορία κάποιο σπόρο αλήθειας, κάποια αφορμή ικανή να ανοίξει στην έρευνα νέους ορίζοντες. Αλλά ταυτόχρονα είναι αναγκαίο να μην αφαιρέσουμε την αλήθεια από την ιστορία, δηλαδή από την κατάσταση μέσα στην οποία φανερώθηκε συγκεκριμένα και ξεδίπλωσε τήν επάρκειά της! Δεν είναι δυνατόν πράγματι να εννοήσουμε τον κλασικισμό μίας αξίας, δηλαδή την ικανότητά της να ικανοποιεί τις απαιτήσεις και τις ανάγκες των ανθρώπων κάθε εποχής, εάν δεν κατανοείται ακριβώς το μέτρο στο οποίο αυτή η αξία κατόρθωσε να ικανοποιήσει τις ανάγκες τής εποχής της!

          Ο ανθρωπισμός σύμφωνα μ’αυτή την έννοια, επραγματοποιήθη κάθε φορά που πέτυχε η επιστροφή στούς αρχαίους και κατόρθωσε να γονιμοποιήσει μία νέα κουλτούρα. Τυπική είναι ως προς αυτό, κάτω από πολλές πλευρές, εκείνος που συνδέεται με την Ιταλική Αναγέννηση. Σχετικά με την αρχαία φιλοσοφία και μετά τήν ανάπτυξη τών μοντέρνων ιστορικών επιστημών, η μεγαλύτερης σημασίας αυτών των επιστροφών είναι μάλλον ο γερμανικός ανθρωπισμός της τρίτης και τέταρτης δεκαετίας αυτού του αιώνος, συγκεντρωμένος στην Gesellschaft fur antike kultur και στο όργανό του, το περιοδικό Die Antike, το οποίο αντιπροσώπευσαν κυρίως ο Werner Jaeger και ο Julius Stenzel. Κατόρθωσε να συνενώσει την πίστη τών ηθικών ιδανικών τής παιδείας τών Ελλήνων, τα οποία θεώρησαν σαν το μοναδικό φάρμακο στην κρίση τών αξιών που καθορίστηκε από την στρατιωτική ήττα του Ράιχ, μέ μία βαθιά ιστορική γνώση τού αρχαίου κόσμου, την οποία κατόρθωσαν από την μοντέρνα αρχαιότητα!

          Η γονιμότης τού ανθρωπισμού τού Stenzel και τού Jaeger πιστοποιείται από την αξία τών προσφορών του στις μελέτες τής ιστορίας τής αρχαίας φιλοσοφίας, σημειώνοντας αποφασιστικές στροφές στις ιστοριογραφικές κατευθύνσεις και καθορίζοντας συχνά κατακτήσεις αποφασιστικής σημασίας. Αλλά το έργο τους ωφέλησε περισσότερο την ιστορική γνώση τής αρχαίας σκέψης παρά την θεωρητική της κατανόηση, λόγω της υπερβολικής γενικότητος των καθαρά θεωρητικών  αναφορών,  που περιείχαν. Μπορούμε να πούμε μάλιστα ότι το όριο τού γερμανικού ανθρωπισμού είναι το γεγονός ότι είναι πολύ φιλολογικός και λίγο φιλοσοφικός, δηλαδή δεν κατόρθωσε να κερδίσει από την αρχαία φιλοσοφία, παρά την κλασσική του πεποίθηση, συγκεκριμένες θεωρητικές θέσεις.

          Θα προσπαθήσω με την σειρά μου να δείξω με συντομία μερικές όψεις τής αρχαίας φιλοσοφίας, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν αληθινά κλασσικές!

Συνεχίζεται

Αμέθυστος.

«Δέν ὑπάρχει Ἱ. Κανόνας!» Ὑπό ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

«Δέν ὑπάρχει Ἱ. Κανόνας!»

Ὑπό ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

           Ἕνα ἀπό τά σχόλια πού ἀναρτήθηκε μέ ἀφορμή τό ἄρθρο μας «Θ. Λειτουργία & Θ. Κοινωνία» (anastasiosk.blogspot.com) ἦταν: «Από ότι γνωρίζω δεν υπάρχει κάποιος κανόνας ο οποίος ορίζει την νηστεία προ της Θ. Κοινωνίας. Όσα βιβλία σχετικά έχω διαβάσει ούτε σε ένα δεν έχω δει. Όλα λένε ότι αυτό επαφίεται στην διακριτική ευελιξία του Πνευματικού». Αυτό μου είχε πει και ο Πνευματικός μου όταν τον ρώτησα». (26 Μαΐου 2021 - 11:15 π.μ.).

Θεολόγοι καί Ἱερεῖς, παντοῦ, στήν Ἑλλάδα,  Ρωσία,  Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, Ἀμερική,  κ.λ.π.,  προκειμένου νά στηρίξουν τή μοντέρνα ἄποψη, ὅτι δέν ἀπαιτεῖται νηστεία πρό τῆς Θ. Κοινωνίας, φέρουν ὡς  μοναδικό (!) ἐπιχείρημα «δέν ὑπάρχει  Ἱ. Κανόνας».

Οἱ  Κανόνες  θεσπίζονταν, ὅταν  προέκυπτε  κάποιο πρόβλημα, γιά νά λυθεῖ τό πρόβλημα.  Π.χ. ὑπῆρχαν χριστιανοί  πού νήστευαν μαζί μέ τους Ἰουδαίους. Θεσπίσθηκε Κανόνας πού ἀπαγόρευσε  μιά τέτοια νηστεία.[1]  Ὑπῆρχαν  χριστιανοί  πού νήστευαν Κυριακή καί Σάββατο. Θεσπίσθηκε Κανόνας πού ἀπαγόρευσε καί αὐτή τή νηστεία[2] κ.λ.π.

Καί στή μακρόχρονη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας δέν προέκυψε πρόβλημα,  ἄν θά πρέπει νά νηστεύουν πρό τῆς Θ. Κοινωνίας, γιατί ἤδη (ἀπό τόν 4ον αἰ.), νήστευαν. Ἄν ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἀντίθετη μέ αὐτή τή νηστεία,  κάποια Οἰκουμενική Σύνοδος, τουλάχιστον ἡ Πενθέκτη (691 μ.Χ.)  θά  θέσπιζε Κανόνα,  γιά νά τήν ἀκυρώσει. Ὅμως,  καμία Σύνοδος δέν  τήν ἀκύρωσε.  Πῶς, λοιπόν, ἀκυρώνουμε μιά παράδοση,  πού ἦταν ὑπό τήν ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας;

Ὑπάρχει Κανόνας γιά τό ἀπόρρητο τῆς ἐξομολογήσεως; Ὄχι! Ἰσχύει ἤ ὄχι τό ἀπόρρητο; Ἰσχύει! Μά δέν  ὑπάρχει  Κανόνας! Ὑπάρχει  παράδοση, πού κατά τόν Μ. Βασίλειο ἔχει ἰσχύ νόμου, δηλαδή Ἱ. Κανόνος.[3]

Ὑπάρχει Κανόνας γιά τή νηστεία τοῦ Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου); Ὄχι! Ὑπάρχει παράδοση.

Ὑπάρχει Κανόνας γιά τίς νηστεῖες τῶν Χριστουγέννων, Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῆς Παναγίας; Ὄχι! Ὑπάρχει παράδοση.

Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τή νηστεία πρό τῆς Θ. Κοινωνίας.  Ὑπάρχει παράδοση, πενθήμερης (!) καί  ἑπταήμερης  (!)  νηστείας πρό τῆς Θ.Κοινωνίας![4]

          «Ἡ πρό τῆς θείας κοινωνίας νηστεία τριῶν ἤ περισσοτέρων ἡμερῶν ἐπαφίεται εἰς τήν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν», ἦταν ἡ ἀπόφαση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τῆς Κρήτης (2016). Καί ἄν  ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν  δέν φανεῖ  στό κορυφαῖο αὐτό  Μυστήριο, ποῦ θά φανεῖ;   «Μπορεῖς νά νηστέψεις ἀπό κρέας, γαλακτερά καί ψάρι;», εἶπα   (1989) σέ μιά γριούλα, πού ζήτησε νά κοινωνήσει. «Τί  λές παππούλη μου; Γιά  τό  Χριστό, ἀνάλαδη νά  μείνω γιά μιά  ὁλόκληρη  ἑβδομάδα!», ἦταν ἡ   ἀπάντησή της!

          Τό θέμα, λοιπόν,  δέν εἶναι, ἄν ὑπάρχει Κανόνας πρό τῆς Θ. Κοινωνίας, ἀλλά  ἄν ὑπάρχει  διάθεση  (φιλότιμο!) γιά τόν ἀγώνα τῆς νηστείας. Διαφορετικά, καί  Κανόνας νά ὑπῆρχε,  ἡ κοιλιά μας θά  εὕρισκε τρόπο, νά τόν  καταφρονήσει! «Ἡ  νηστεία δέν εἶναι ἀπό τή φύση της βαριά, ἀλλά ἐμεῖς εἴμαστε χαμηλά πνευματικά, γι’αὐτό μᾶς φαίνεται βαριά», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. [5]  Καί ὁ λόγος του  αὐτός θά πρέπει  νά  μᾶς προβληματίσει...


[1] Ο΄ Ἁγίων Ἀποστόλων
[2] ΞΔ΄ Ἁγίων Ἀποστόλων
[3]  ΠΖ΄ Mεγάλου Βασιλείου
[4]Ἅγιος Συμεών ὁ Θεσ/νίκης. Ἅπαντα. Παράρτημα. Μέρος Δεύτερο. Κεφἀλαιο ΙΒ σελ. 479.
[5] Ὁμιλία Λ΄ εἰς τό κατά Ματθαῖον P.G. 57: 366 


ΔΕΝ ΑΠΟΦΥΓΑΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΜΑΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ. 
ΚΑΛΥΨΑΜΕ ΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΕ ΤΟΣΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΝΤΑΣ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΥ.

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Περί της κατασκευής του ανθρώπου (16)

 Συνέχεια από: Σάββατο, 29 Μαΐου 2021

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16ο

Εξέταση του θειου ρητού που λέγει. «Ας ποιήσουμε άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν μας». Όπου εξετάζεται ποιά είναι η σημασία της εικόνος και αν το εμπαθές και θνητό ομοιώνεται με το μακάριο και απαθές, και πως στην εικόνα υπάρχει το άρρεν και το θήλυ, αφού αυτή η διάκριση (άρρεν και θήλυ) δεν υπάρχει στο πρωτότυπο

Αλλά ας επαναλάβουμε άλλη μια φορά τη θεία φωνή, «Ας ποιήσουμε άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν μας». Πόσο μικρά και ανάξια της μεγαλοφυΐας του ανθρώπου εφαντάσθηκαν μερικοί έκτος Χριστιανισμού σοφοί, μεγαλύνοντας το ανθρώπινο, όπως ενόμιζαν, με τη σύγκριση προς τον κόσμο τούτον. Διότι λέγουν ότι ο άνθρωπος είναι μικρός κόσμος (μικρόκοσμος είναι όρος των Στωικών), εφ’ όσον αποτελείται από τα ίδια με το σύμπαν στοιχεία. Αυτοί πού με το υπερήφανο όνομα απέδωσαν τέτοιον έπαινο στην ανθρώπινη φύσιν, λησμόνησαν ότι μεγαλύνουν τον άνθρωπο με ιδιώματα που ταιριάζουν στο κουνούπι και το ποντίκι. Πράγματι και σ’ εκείνα η κράσις από τα τέσσαρα τούτα στοιχεία (γη, πυρ, αήρ, ύδωρ) αποτελείται, διότι βέβαια κάποιο μέρος, μεγάλο ή μικρό, του καθενός από τα όντα που υφίσταται γύρω από τη ζωτική του δύναμη συνίσταται σε τέτοια στοιχεία, χωρίς τα οποία δεν έχει φυσικό υπόστρωμα για να συσταθεί κάτι από τα μετέχοντα των αισθήσεων. Τί σπουδαιότητα λοιπόν έχει να νομισθεί ο άνθρωπος χαρακτήρ και ομοίωμα του κόσμου; Του ουρανού που παρέρχεται, της γης που μεταβάλλεται, όλων των πραγμάτων που περικρατούνται μέσα σ’ αυτά, τα οποία χάνονται μαζί με το πέρασμα του περιέχοντος αυτά;

Σε τί λοιπόν έγκειται το ανθρώπινο μεγαλείο κατά τον εκκλησιαστικό λόγο; Δεν έγκειται στην ομοιότητα προς τον κτιστό κόσμο, αλλά στο ότι έγινε κατ’ εικόνα του κτίστου της φύσεως. Ποιά λοιπόν είναι η έννοια της εικόνος; Θα πεις ίσως. Πώς ομοιώνεται το ασώματο με το σώμα; Πώς ομοιώνεται το πρόσκαιρο με το αΐδιο, το μεταβαλλόμενο δια τροπής με το αναλλοίωτο, το εμπαθές και φθειρόμενο με το απαθές και το άφθαρτο, το πάντοτε σύνοικο και σύντροφο της κακίας με το απαλλαγμένο από κάθε κακία; Διότι υπάρχει μεγάλη απόσταση του νοουμένου κατά το αρχέτυπο και του γεγενημένου κατά την εικόνα. Η εικών, αν έχει την ομοιότητα προς το πρωτότυπο, έχει κυριολεκτικώς αυτό το όνομα· αν όμως η μίμησις ξεφεύγει από το πρωτότυπο, αυτό είναι κάτι άλλο και όχι εικών εκείνου.

Πώς λοιπόν ό άνθρωπος, τούτο το θνητό και εμπαθές και πρόσκαιρο, είναι εικών της άφθαρτης και καθαράς και αΐδιας φύσεως; Τον αληθινό γι’ αυτό το πράγμα λόγο τον γνωρίζει σαφώς μόνο η όντως Αλήθεια. Εμείς όμως, όσο μπορούμε να ανιχνεύσουμε με στοχασμούς και υποθέσεις, έχουμε την παρακάτω άποψη για το ζήτημα.

Ούτε ο θειος λόγος ψεύδεται, που είπε ότι ο άνθρωπος έγινε κατ’ εικόνα Θεού, ούτε η ελεεινή ταλαιπωρία της ανθρώπινης φύσεως καθομοιώνεται με την μακαριότητα της απαθούς ζωής. Πράγματι όποιος συγκρίνει τη δική μας ύπαρξη με τον Θεό αναγκαίως θα ομολογήσει το ένα από τα δύο, ή ότι το Θείο είναι παθητό ή ότι το ανθρώπινο είναι απαθές, ώστε ο λόγος της ομοιότητος να εκλαμβάνεται και για τούς δυο με ίσους όρους. Αν όμως ούτε το Θείο είναι εμπαθές ούτε το ανθρώπινο είναι απαθές, τότε υπολείπεται κάποιος άλλος λόγος, με βάση τον όποιο ισχυριζόμαστε ότι αληθεύει η θεία φωνή που λέγει ότι ο άνθρωπος έγινε κατ’ εικόνα Θεού.

Ας επαναλάβουμε λοιπόν τη θεία Γραφή, μήπως δοθεί κάποια χειραγώγηση προς το ζητούμενο από τα γραμμένα. Μετά τη φράση, «ας ποιήσουμε άνθρωπο κατ’ εικόνα», και για ποιο σκοπό να τον κάμουμε, προσθέτει τούτον το λόγο, ότι «και εποίησε ο Θεός τον άνθρωπο και κατ’ εικόνα Θεού τον εποίησε· τούς εποίησε άρρεν και θήλυ». Έχει ήδη λεχθεί και προηγουμένως ότι ο λόγος αυτός διακηρύχθηκε από πριν για καθαίρεση της αιρετικής ασεβείας, ώστε, αφού διδαχθήκαμε ότι ο μονογενής Θεός εποίησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Θεού, να μη διακρίνουμε για κανένα λόγο τη θεότητα του Πατρός και του Υιού, εφ’ όσον η αγία Γραφή ονομάζει εξ ίσου Θεό και τον ένα και τον άλλο, και εκείνον που εποίησε τον άνθρωπο και εκείνον κατ’ εικόνα του οποίου έγινε.

Ας αφήσουμε όμως τον λόγο γι’ αυτά και ας επιστρέψουμε τη συζήτηση προς το θέμα μας. Πώς, ενώ και το θείο είναι μακάριο και το ανθρώπινο είναι ελεεινό, από τη Γραφή ονομάζεται όμοιο τούτο μ’ εκείνο; Ας εξετάσουμε λοιπόν με ακρίβεια τα λόγια. Διότι θα βρούμε ότι κάτι άλλο είναι το γενόμενο κατ’ εικόνα και άλλο το τώρα παρουσιαζόμενο σε ταλαίπωρη κατάσταση. «Εποίησε ο Θεός τον άνθρωπο», λέγει, «τον εποίησε κατ’ εικόνα Θεού». Τελειώνει η δημιουργία του κατ’ εικόνα γεγενημένου. Έπειτα επαναλαμβάνει τον περί της κατασκευής λόγο και λέγει· «τους εποίησε άρρεν και θήλυ». Νομίζω ότι ο καθένας γνωρίζει ότι τούτο νοείται έξω (μακριά) από το πρωτότυπο. Διότι, όπως λέει ο απόστολος, «στον Ιησού Χριστό δεν υπάρχει ούτε άρρεν ούτε θήλυ». Αλλά εδώ όμως ο λόγος λέει ότι έχει διαιρεθεί ο άνθρωπος.

Επομένως η κατασκευή της φύσεως μας είναι διπλή· πρώτα είναι η φύσις που είχε ομοιωθεί με το Θείο και έπειτα είναι η φύσις που διαιρέθηκε κατά τη διαφορά στα γένη. Διότι κάτι τέτοιο υπαινίσσεται ο λόγος με τη σύνταξη των γεγραμμένων της Γραφής, αφού πρώτα είπε ότι, «εποίησε ο Θεός τον άνθρωπο, κατ' εικόνα Θεού τον εποίησε», έπειτα όμως πάλι πρόσθεσε στα λεχθέντα ότι «τους εποίησε άρρεν και θήλυ», κάτι πού είναι ξένο προς τις ιδιότητες του Θεού. Εγώ λοιπόν νομίζω ότι με τα λεγάμενα από τη θεία Γραφή παραδίδεται κάποιο δόγμα μέγα και υψηλό. Το δόγμα είναι το έξης.

Το ανθρώπινο βρίσκεται στο μέσο δύο άκρως αντιθέτων μεταξύ τους πραγματικοτήτων, της θείας και ασώματης φύσεως και της αλόγου και κτηνώδους ζωής. Πράγματι είναι δυνατό στο ανθρώπινο σύνθεμα να παρατηρήσουμε μέρος του καθενός από τα δυο αναφερθέντα προηγουμένως· του μεν θείου το λογικό και διανοητικό, το οποίο δεν αποδέχεται τη διάκριση σε άρρεν και θήλυ· του δε αλόγου τη σωματική κατασκευή και διάπλαση, χωρισμένη σε άρρεν και θήλυ. Διότι το καθένα από αυτά βρίσκεται πάντως σε κάθε τι που μετέχει της ανθρώπινης ζωής. Αλλά, όπως μάθαμε από τον εκθέσαντα με τάξη την ανθρωπογονία (τον Μωυσή), προτερεύει το νοερό στον άνθρωπο, ενώ η κοινωνία και συγγένεια προς το άλογο είναι επιγέννημα. Διότι πρώτα λέγει ότι «εποίησε ο Θεός κατ' εικόνα Θεού τον άνθρωπο», δεικνύοντας με τα λεγόμενα, όπως λέγει ο απόστολος, ότι σ’ αυτόν άρρεν και θήλυ δεν υπάρχει. Έπειτα προσθέτει τα ιδιώματα της ανθρώπινης φύσεως, ότι «τους εποίησε άρρεν και θήλυ». Τί μαθαίνουμε λοιπόν με αυτό; Και κάνεις να μη μου θυμώσει που αρχίζω από μακριά την επιχειρηματολογία για το προκείμενο θέμα.

Ο Θεός κατά τη φύσιν του είναι παν ό,τι είναι δυνατό να συλλάβουμε κατ’ έννοια ως αγαθό· ή μάλλον όντας επέκεινα κάθε αγαθού που νοείται και καταλαμβάνεται, δεν κτίζει για τίποτε άλλο την ανθρώπινη ζωή παρά για το ότι είναι αγαθός. Κι’ επειδή τέτοιος είναι και για τούτο όρμησε προς τη δημιουργία της ανθρωπίνης φύσεως, δεν θα έδειχνε ημιτελή τη δύναμιν της αγαθότητος, δίνοντας το ένα μέρος από τα προσόντα του και το άλλο κρατώντας το ζηλότυπα· αλλά το τέλειο είδος της αγαθότητος έγκειται σε τούτο, ότι και παρήγαγε τον άνθρωπο στη γένεσιν από το μη ον και ανενδεή των αγαθών τον κατέστησε. Επειδή δε o κατάλογος των επί μέρους αγαθών είναι μεγάλος, δεν είναι εύκολο να περιληφθούν σε αρίθμηση. Γι’ αυτό ο λόγος τα δήλωσε περιληπτικώς όλα με το να πει ότι ο άνθρωπος έγινε κατ’ εικόνα Θεού· διότι τούτο είναι το ίδιο με το να ειπεί ότι έκαμε την ανθρώπινη φύσιν μέτοχο κάθε αγαθού. Πράγματι, αν το Θείο είναι πλήρωμα των αγαθών, εκείνου δε είναι εικών ο άνθρωπος, άρα η εικών έχει την ομοιότητα προς το αρχέτυπο κατά το ότι είναι πλήρης κάθε αγαθού.

Επομένως μέσα μας υπάρχει κάθε καλού ιδέα, όλη η αρετή και η σοφία και κάθε τι που θεωρείται καλύτερο. Ένα δε από όλα είναι και η ελευθερία από κάθε ανάγκη και η απαλλαγή από φυσική καταδυνάστευση, ώστε να έχουμε αυτεξούσια τη γνώμη για τις αποφάσεις. Διότι η αρετή είναι κάτι το ελεύθερο και το εκούσιο, ενώ το αναγκαστικώς και εκβιαστικώς γινόμενο δεν μπορεί να είναι αρετή. Αν λοιπόν η εικών έφερε καθ’ όλα τον χαρακτήρα του πρωτοτύπου κάλλους, αν δεν είχε διαφορά σε κάτι, δεν θα ήταν φυσικά ομοίωμα, αλλά θα ήταν το ίδιο μ’ εκείνο καθ’ όλα, απαράλλακτο σε όλα. Ποιά διαφορά λοιπόν καθορούμε ανάμεσα στο Θεό και στο ομοιωμένο με το Θείο; Βρίσκουμε στο ότι το μεν Θείο είναι άκτιστο, το δε όμοιό του έγινε δια κτίσεως. Η διαφορά δε αυτής της ιδιότητος είχε ως συνέπεια άλλα ιδιώματα. Διότι συνομολογείται γενικά και οπωσδήποτε, ότι η μεν άκτιστη φύσις είναι και άτρεπτη και είναι πάντοτε η αυτή, ενώ η κτιστή είναι αδύνατο να μείνει χωρίς αλλοίωση. Άλλωστε το ίδιο το πέρασμα από το μη οv στο Είναι (στην ύπαρξη) είναι κάποια κίνησις και αλλοίωσις του μη όντος που κατά το θείο βούλημα μεταφέρεται στο είναι. Και όπως το ευαγγέλιο τον χαρακτήρα τού καίσαρος επάνω στο χάλκινο νόμισμα τον λέγει εικόνα, πράγμα από το οποίο μαθαίνουμε ότι τυπικώς μεν η μορφή έχει την ομοίωση προς τον καίσαρα, ως προς το υποκείμενο όμως έχει διαφορά· έτσι και στην παρούσα πραγματεία αντί χαρακτήρων (χαραγμάτων) εξετάζοντας τα παρατηρούμενα στη θεία και στην ανθρώπινη φύσιν που έχουν την ομοιότητα, βρίσκουμε στο υποκείμενο τη διαφορά, η οποία καθοράται στο άκτιστο και το κτιστό.

Επειδή λοιπόν το ένα μένει πάντοτε το ίδιο, ενώ το άλλο αφού έγινε δια κτίσεως άρχισε το Eίναι από αλλοίωση και έχει συγγενώς με αυτήν την τροπή του είδους αυτού· για τούτο, αυτός που γνωρίζει τα πάντα πριν από τη γένεσή τους, όπως λέγει η προφητεία, αντιλήφθηκε ή μάλλον προκατάλαβε με την προγνωστική του δύναμη προς τί ρέπει η κίνησις της ανθρωπίνης προαιρέσεως κατά το αυτόνομο και αυτεξούσιο· και επειδή είδε τί θα συμβεί, επινοεί (επιτεχνάται) στην εικόνα τη διαφορά μεταξύ άρρενος και θήλεος, η οποία δεν βλέπει προς το θείο αρχέτυπο, αλλά, όπως έχει λεχθεί, είναι προσοικειωμένη προς την αλογώτερη φύσιν. Την αιτία αυτής της επινοήσεως (επιτεχνήσεως) θα μπορούσαν να την ξέρουν οι αυτόπτες της αληθείας και υπηρέτες του λόγου.

Εμείς όμως που, όσο είναι δυνατό, φανταστήκαμε την αλήθεια με στοχασμούς και εικόνες, εκθέτουμε ό,τι μας ήλθε στον νουν, όχι αποφαντικώς, αλλά ως ένα είδος γυμνάσματος χάριν των φρόνιμων ακροατών.

Τί λοιπόν είναι αυτό που διανοηθήκαμε; Λέγοντας ο λόγος της Γενέσεως ότι ο Θεός εποίησε τον άνθρωπο, με το αόριστο της εκφράσεως δεικνύει όλο το ανθρώπινο γένος. Διότι δεν ονομάστηκε τώρα μαζί με την κτίσιν ο Αδάμ, όπως λέγει στα επόμενα η διήγησις· αλλά όνομα στον άνθρωπο που εκτίσθηκε δεν είναι ο ποιός, είναι ο καθολικός. Με την καθολική ονομασία της φύσεως λοιπόν μας γίνεται σύσταση να υπονοούμε κάτι τέτοιο, ότι με τη θεία πρόγνωσιν και δύναμιν στην πρώτη κατασκευή συμπεριελήφθηκε όλη η ανθρωπότης. Διότι δεν πρέπει να νομίζουμε ότι υπάρχει τίποτε αόριστο στα γενόμενα από αυτόν· αλλά ότι κάθε όντος υπάρχει κάποιο πέρας και μέτρο, που περιμετρείται με τη σοφία του πλάστη. Όπως λοιπόν ο τάδε άνθρωπος περικλείεται στην ποσότητα του σώματός του και μέτρο της υποστάσεως του είναι το μέγεθος που συναπαρτίζεται από την επιφάνεια τού σώματος· έτσι νομίζω ότι όλο το πλήρωμα της ανθρωπότητος έχει περιληφθεί σαν σε ένα σώμα από τον Θεό των όλων δια της προγνωστικής δυνάμεως και ότι τούτο διδάσκει ο λόγος που είπε ότι και «εποίησε ο Θεός τον άνθρωπο και κατ’ εικόνα Θεού εποίησε αυτόν». Πράγματι η εικών δεν είναι σ’ ένα μέρος της φύσεως και η χάρις δεν είναι μέσα σε κάποιο από τα ευρισκόμενα μέσα του· αλλά η δύναμις αυτή διαπερνά όλο το γένος σε ίσο βαθμό.

Απόδειξη (σημείον) τούτου είναι το γεγονός ότι ο νους είναι εγκαθιδρυμένος σε όλους κατά τον ίδιο τρόπο· όλοι έχουν τη δύναμιν να διανοούνται και να προβουλεύονται, και όλα τα άλλα, δια των οποίων η θεία φύσις απεικονίζεται στο κατά την εικόνα της δημιούργημα. Με όμοιο τρόπο υπάρχουν o άνθρωπος που εμφανίσθηκε μαζί με την πρώτη κατασκευή και εκείνος πού θα γίνει κατά τη συντέλεια του σύμπαντος· επίσης  εφ’ εαυτών φέρουν τη θεία εικόνα. Γι’ αυτό το σύνολο της ανθρωπότητος ονομάστηκε ένας άνθρωπος, διότι για τη δύναμιν του Θεού δεν υπάρχει παρελθόν και μέλλον, αλλά και το αναμενόμενο περικρατείται εξ ίσου με το παρόν με την περιεκτική ενέργεια του παντός. Όλη λοιπόν η ανθρωπίνη φύσις, που από τα πρώτα φθάνει έως τα έσχατα, είναι μια εικόνα του όντος· η δε διαφορά του γένους ανάμεσα στο άρρεν και το θήλυ προστέθηκε τελευταία στο πλάσμα, για την ταύτην, όπως νομίζω, αιτίαν.

(Συνεχίζεται)

ΑΥΤΟ ΧΑΣΑΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΙΔΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΑΣ ΘΕΜΕΛΙΟ. ΤΟΝ ΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΑΘΟ -ΥΙΟΘΕΤΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΤΥΣΤΗ ΑΝΑΛΟΓΙΑ, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΠΛΕΟΝ, ΔΙΟΤΙ ΜΟΝΟ ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΡΟΟΔΕΥΕΙ ΕΠΙ ΤΟ ΧΕΙΡΟΝ. 

ΥΙΟΘΕΤΗΣΑΜΕ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΒΑΠΤΙΣΕ, ΚΑΤ' ΑΝΑΛΟΓΙΑΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΠΑΤΕΡΑ, ΤΗΝ ΣΚΕΨΗ ΥΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ, ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΜΑΣ, ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΜΑΣ.

ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ ΜΑΣ ΕΜΕΙΝΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

Ακούσαμε το νέο podcast του Σαββόπουλου που ξαφνιάζει: Από την πρώτη πτήση του Ζέπελιν ως τον Ελευθέριο Βενιζέλο να τραγουδά

 

Σαν τους μάγους που κουνάνε ένα ρολόι μπροστά στα μάτια σου και σε υπνωτίζουν, για να τους ακολουθήσεις, η φωνή του Διονύση Σαββόπουλου στο δεύτερο podcast που ετοίμασε για την Επιτροπή Ελλάδα 2021, ταξιδεύει από το 1900 ως το 1930 με διαρκείς ανατροπές.

Αν στο πρώτο podcast που βρήκε ανήμερα το Πάσχα ένιωθες ότι ανοίγεις τα χέρια για να αγγίξεις τον ώμο του άλλου και να χορέψετε, ή...

βγάζεις ένα μαντήλι για ένα επικό τσάμικο, τώρα, το δεύτερο podcast που βγήκε στον αέρα την Κυριακή, μετριάζει κάπως το γλέντι. Βαθαίνει, γίνεται πιο πολιτικό, πιο πικρό μέσα συνειδητοποιήσεις και αυτοκριτική, με κάθε τόσο μικρές αναπάντεχες εκρήξεις χαράς ή γέλιου, πριν επιστρέψει σε μοιρολόγια, σε λόγια χωρισμού, ξενιτεμού. Και επιφυλάσσει μια μέγιστη έκπληξη: τον Ελευθέριο Βενιζέλο, σε μια ηχογράφιση ντοκουμέντο, να τραγουδά τον Διγενή. Ακούγοντας τη φωνή του,  a capella, χωρίς μουσική, είναι αδύνατον να μην νιώσεις το ρίγος μιας σχεδόν πρόσωπο-πρόσωπο συνάντησης με έναν θρύλο. Με ένα πρόσωπο που καθόρισε την Ελλάδα.

Φωνές προτομές, αρχετυπικές: Σαμίου, Αηδονίδης, Δανάη…

Το δεύτερο podcast που εκκινεί με ιδανικό σαββοπουλικό τρόπο: από την πρώτη πτήση του Ζέπελιν το καλοκαίρι του 1900, την ευφορία, την δημιουργία προσδοκιών για κάτι μεγάλο, ανίκητο. Διανύει την απόσταση από το 1900 ως το 1930. Και σαν ένα μικρό χαστούκι στον παραζαλισμένο που έχει χάσει το κέντρο του, μας θυμίζει την καθηλωτική δύναμη των φωνών, της ερμηνείας. Δόμνα Σαμίου, Δανάη, Χρόνης Αηδονίδης, Αργύρης Μπακιρτζής, Γιώργος Νταλάρας… Φωνές προτομές, αρχετυπικές. Μέσα σε μια μιντιακή καθημερινότητα πνιγμένη σε διαρκή φάλτσα και φαλτσέτας, φωνές ναρκισσιστικές που υποτάσσονται στη χορογραφία, μέσα σε τηλεοπτικές ακαδημίες και talent show, το να ακούσεις τον Χρόνη Αηδονίδη μπορεί να σου κόψει την ανάσα. Και η φωνή της Δόμνας Σαμίου, ξαφνικά, μέσα στον ορυμαγδό των φωνών ολούθε, να σε κάνει να θες να σταματήσεις το αυτοκίνητο στην άκρη, για να την ακούσεις

Ο Παύλος Μελάς από τον Αλέξη Κυριτσόπουλου για το podcast του Διονύση Σαββόπουλου / Eλλάδα 2021

Η κυριαρχία μιας μόδας εντελώς χαζής

Ο Σαββόπουλος -αν και το είχαμε υποψιαστεί ήδη από το πρώτο podcast- αποκαλύπτει την αδυναμία του στον Θεόφραστο Σακελλαρίδη, τον πρύτανη της οπερέτας, που κυριαρχεί με πλήθος τραγουδιών. Η αρχή γίνεται μουσικά με όλες τις ελληνικές εκδοχές δημοφιλών γαλλικών τραγουδιών, όπως το «Η Κική και η Κοκό», το «Είναι πεταχτή». Με το Ζέπελιν να πετά στους ουρανούς και να κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα, «υπάρχει βουβή ανάγκη για μεγάλες χειρονομίες, θριαμβεύει ο ρομαντισμός», όμως κάτι έρχεται, το νιώθεις στον αέρα, φοιτητές επιχειρούν να κάψουν το Βασιλικό Θέατρο γιατί ανεβάζει Αισχύλο στη δημοτική.

Μουσικά κυριαρχεί μια «μόδα εντελώς χαζή» με τα ξένα σουξέ που τα κλέβουν σχεδόν και βάζουν ελληνικούς στίχους. Ακόμα και ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης το παραδέχθηκε σε συνέντευξή του που επικαλείται ο Σαββόπουλος. Όταν ο Αττίκ επιχειρεί να γράψει τη μουσική για μια επιθεώρηση, αποτυγχάνει παταγωδώς, το έργο κατεβαίνει άρον άρον. Η χώρα, πληγωμένη από την ήττα του 97, τις πολεμικές αποζημιώσεις, τις διαρκείς αλλαγές πρωθυπουργών, θέλει να ξεχαστεί, θέλει να νιώσει ότι ανήκει στη Δύση. Κινδυνέψαμε να γίνουμε μουσική αποικία, «ανθυποβέλγιο» όπως λέει ο Σαββόπουλος. Ωσπου ήρθαν να μας σώσουν οι καντάδες. Δομικά τους στοιχεία συναντάμε αργότερα στα ρεμπέτικα, ακόμα και στα έντεχνα. Ακούμε την εμβληματική «Ανθισμένη αμυγδαλιά» και ο γητευτής Σαββόπουλος μας μεταφέρει μέσα στον πίνακα του Ιάκωβου Ρίζου με τον νεαρό αξιωματικό που διαβάζει το βιβλίο του μαζί με δυο γυναίκες σε μια βεράντα που νομίζεις ότι αν απλώσεις το χέρι θα αγγίξει την Ακρόπολη. Και ως ιδανικός «πωλητής» δίνει και πάσα στους ακροατές να επισκεφθούν την Πινακοθήκη όπου και βρίσκεται ο πίνακας.

<em>Ρίζος Ιάκωβος</em> (1849 - 1926) Στην ταράτσα, 1897 Λάδι σε μουσαμά/ Εθνική Πινακοθήκη

Ο Βενιζέλος τραγουδά «ε, να ανέβαινα στον ουρανό»

Ο Παύλος Μελάς είναι ένα από τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε αυτό το podcast. Aλλωστε, λέει ο Σαββόπουλος που αποκαλύπτει πολλά μυστικά εδώ, η «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» ήταν αγαπημένο του τραγούδι. Και έτσι, ακαριαία, περνάμε μουσικά από το άκουσμα της καντάδας στο μοιρολόι για τον Μελά «Εκεί ψηλά στην Καστοριά» και αμέσως μετά σε ένα σλαβόφωνο μοιρολόι «Παύλε Καπετάντε». Ο Σαββόπουλος ξέρει ότι η γιορτή, δεν μπορεί να μην περικλείει την απουσία, τον πόνο. Και ότι οι κορυφές είναι ο έρωτας και ο θάνατος.

«Ε να ανέβαινα στον ουρανό, να ανέβαινα στον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω». Μια ανδρική φωνή, που βγαίνει βαθιά από τον λάρυγγα. Νιώθεις ότι προσπαθεί να στρογγυλέψει κάπως τους στίχους, να δώσει έναν στόμφο, χωρίς να λείπει ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στη φωνή του. Είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε ένα ντοκουμέντο που εξασφάλισε ο Σαββόπουλος. Τραγουδά μόνος, χωρίς μουσική Aργότερα, ακούμε και μια σπάνια ηχογράφηση από το 1919 του «Της Αμύνης τα παιδιά». Στη συνέχεια ακούμε και άλλες εκτελέσεις του τραγουδιού, με κλείσιμο από «τη δύναμη της φύσεως που λέγεται Γιώργος Νταλάρας». Aλλά και το «Τρία καράβια πάνε» με τη φωνή του Χρόνη Αηδονίδη.

Η πατριδογνωσία του νόστου και της περηφάνειας

Και από αυτό δέος αμέσως ο Σαββόπουλος μας βγάζει στο ξέφωτο του παιχνιδιού, της ερωτικής χαράς, με διηγήσεις για τη μάνα του, τον έρωτα τον κεραυνοβόλο που ένιωσε για τον πατέρα του όταν τον πρωτοείδε στην οδό Αναλήψεως στη Θεσσαλονίκη. Μόλις είχε φτάσει από το Φανάρι, κάτι που ίσως της αρκούσε αρχικά για να τον θαυμάσει. Ο Σακελλαρίδης με το «Σφίξε με» επελαύνει, ακολουθεί το «Κοριτσάκι» και κρυφές ματιές του Σαββόπουλου σε αυτό που ήταν η σχέση των γονιών του.

<br>Δημιουργία του Αλέξη Κυριτσόπουλου για το podcast του Διονύση Σαββόπουλου / Eλλάδα 2021

Και μετά, πατριδογνωσία του νόστου και της περηφάνειας. «Τι σε νοιάζει εσένανε από που είμαι εγώ» και ο Σαββόπουλος μας μεταφέρει σε ένα μπαρ στο Μανχάταν να ακούει έκπληκτος τον διπλανό του Αμερικάνο να λέει ότι κατάγεται από τη Σμύρνα των ΗΠΑ. Ρωτώντας τον βυζαντινολόγο Σπυρίδωνα Βρυώνει, έμαθε: τον 17ο αιώνα ένας Αγγλος πλοιοκτήτης με δυο σκάφη έψαχνε πλήρωμα για να πάει στην Αμερική. Ηταν αδύνατο. Φτάνοντας στη Χίο, ερωτεύθηκε μια  Σμυρνιά, παντρεύτηκαν και αυτοί έπεισε πατριώτες της να πάνε όλοι μαζί στην άγνωστη ήπειρο. Εφτασαν. Αφησαν τα πλοία, περπάτησαν για μέρες, η καπετάνισσα πέθανε από τις κακουχίες. Προς τιμή της ονόμασαν την πόλη Smyrna. Και κάθε 23 Ιουνίου, ακόμα και τώρα, στην πόλη αυτή της Τζόρτζια, πηδάνε φωτιές.

Πρώτα ήρθε ο ήχος τους, μετά οι σκιές με τους μπόγους των προσφύγων

Η ροή του podcast συνεχίζει με διάφορες εκδοχές του Τζιβαέρι -και με ένα κλείσιμο του ματιού του ως προς την υπεροχή του σε σχέση με τη φορτισμένη σουφραζέτα του «Είμαι η νέα γυναίκα», πάλι του Σακελλαρίδη. Και μετά έρχονται τα τραγούδια της Σμύρνης, αυθεντικά, στη συνάντησή τους με το ρεμπέτικο, ακόμα με το αμερικάνικο ragtime. Ερχεται όμως και μια υπόκλιση και μαζί μια συγνώμη του Σαββόπουλου για τους σπουδαίους μουσικούς, τους συνθέτες, τους μαέστρους της Μικράς Ασίας που ήρθαν στην Ελλάδα μετά το 1922 και οι «κομπλεξικοί» συνάδελφοί τους δεν τους υποδέχθηκαν όπως άρμοζε -αν και βαθιά τους θαύμαζαν.  «Πρώτα ήρθε ο ήχος τους στην Ελλάδα» λέει ο Σαββόπουλος και μετά άρχισαν να φαίνονται οι σκιές με του μπόγους.

Η λάγνα Ανατολή κυριαρχεί, το πλοίο της Δύσης εγκαταλείπεται, ο κόσμος θέλει τώρα Νότο, οριενταλισμό, σωματικότητα. Η Μεγάλη Ιδέα εγκαταλείφθηκε όπως και το Ζέπελιν που έσκασε με δεκάδες θύματα «εξερράγη ο Τιτανικός του ουρανού» Και κάπως έτσι μπαίνει η «Μισιρλού» με την πέραν του κόσμου τούτου φωνή της Δανάης. Για το κλείσιμο, και πάλι η τιτάνια φωνή που περικλείει την Ελλάδα. Η Δόμνα Σαμίου με το «Εχε γεια Παναγιά». Αποχαιρετισμός μέχρι την επόμενη συνάντηση με τα podcasts του Σαββόπουλου. Ακούγοντάς του, κατάλαβα σχεδόν πώς ένιωθε ο παππούς μου που θεωρούσε ιερές τις στιγμές κάθε απόγευμα πλάι στο μεγάλο Grundig στο σαλόνι.

Αυτά ήταν μερικά μόνο από τα σχεδόν 30 τραγούδια που ακούγονται στα 60 λεπτά του podcast. Tην εικαστική επιμέλεια έχει ο Αλέξης Κυριτσόπουλος, την έρευνα επιμελήθηκαν ο Λάμπρος Λιάβας και ο Γιώργος Κοντογιάννης, τον ήχο τα Sierra Studios. 

Ακούστε το podcast ΕΔΩ

Πηγή: iefimerida.gr

Ε Μ ΠΡΟ Σ... για Ανάπτυξη ! (emprosdrama.blogspot.com)

Ο ΛΑΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΙΤ. ΤΑ ΔΥΟ PODCAST. Η ΜΙΜΗΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΣ ΜΗΔΕΝ. ΚΑΜΜΙΑ ΑΠΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΑΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ.

«Κάλλιο σαρίκι τούρκικο παρά τιάρα παπική».

Κρειτότερον εστίν ειδέναι εν μέση
τη πόλει Φακιόλιον Βασιλεύον
Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν.
Ρήση που αποδίδεται στον Λουκά Νοταρά Μέγα Δούκα της περιόδου 1448 – 1453

ΠΑΡΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ. ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΖΟΥΜΕ ΣΑΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ. ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΟΥΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΓΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. ΚΑΙ ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΧΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΤΑΥΤΙΖΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΗ ΡΩΜΗ.

ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΤΡΑΒΑΕΙ ΤΗΝ ΑΝΗΦΟΡΑ ΠΛΗΝ ΕΛΛΗΝΩΝ.

ΓΙΑΤΙ ΝΑ  ΔΙΑΛΕΞΟΥΜΕ ΚΑΙ  ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΜΕ ΕΛΛΗΝΕΣ;