Συνέχεια από: Σάββατο, 29 Μαΐου 2021
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16ο
Εξέταση του θειου ρητού που λέγει. «Ας ποιήσουμε άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν μας». Όπου εξετάζεται ποιά είναι η σημασία της εικόνος και αν το εμπαθές και θνητό ομοιώνεται με το μακάριο και απαθές, και πως στην εικόνα υπάρχει το άρρεν και το θήλυ, αφού αυτή η διάκριση (άρρεν και θήλυ) δεν υπάρχει στο πρωτότυπο
Αλλά ας επαναλάβουμε άλλη μια φορά τη θεία φωνή, «Ας ποιήσουμε άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν μας». Πόσο μικρά και ανάξια της μεγαλοφυΐας του ανθρώπου εφαντάσθηκαν μερικοί έκτος Χριστιανισμού σοφοί, μεγαλύνοντας το ανθρώπινο, όπως ενόμιζαν, με τη σύγκριση προς τον κόσμο τούτον. Διότι λέγουν ότι ο άνθρωπος είναι μικρός κόσμος (μικρόκοσμος είναι όρος των Στωικών), εφ’ όσον αποτελείται από τα ίδια με το σύμπαν στοιχεία. Αυτοί πού με το υπερήφανο όνομα απέδωσαν τέτοιον έπαινο στην ανθρώπινη φύσιν, λησμόνησαν ότι μεγαλύνουν τον άνθρωπο με ιδιώματα που ταιριάζουν στο κουνούπι και το ποντίκι. Πράγματι και σ’ εκείνα η κράσις από τα τέσσαρα τούτα στοιχεία (γη, πυρ, αήρ, ύδωρ) αποτελείται, διότι βέβαια κάποιο μέρος, μεγάλο ή μικρό, του καθενός από τα όντα που υφίσταται γύρω από τη ζωτική του δύναμη συνίσταται σε τέτοια στοιχεία, χωρίς τα οποία δεν έχει φυσικό υπόστρωμα για να συσταθεί κάτι από τα μετέχοντα των αισθήσεων. Τί σπουδαιότητα λοιπόν έχει να νομισθεί ο άνθρωπος χαρακτήρ και ομοίωμα του κόσμου; Του ουρανού που παρέρχεται, της γης που μεταβάλλεται, όλων των πραγμάτων που περικρατούνται μέσα σ’ αυτά, τα οποία χάνονται μαζί με το πέρασμα του περιέχοντος αυτά;
Σε τί λοιπόν έγκειται το ανθρώπινο μεγαλείο κατά τον εκκλησιαστικό λόγο; Δεν έγκειται στην ομοιότητα προς τον κτιστό κόσμο, αλλά στο ότι έγινε κατ’ εικόνα του κτίστου της φύσεως. Ποιά λοιπόν είναι η έννοια της εικόνος; Θα πεις ίσως. Πώς ομοιώνεται το ασώματο με το σώμα; Πώς ομοιώνεται το πρόσκαιρο με το αΐδιο, το μεταβαλλόμενο δια τροπής με το αναλλοίωτο, το εμπαθές και φθειρόμενο με το απαθές και το άφθαρτο, το πάντοτε σύνοικο και σύντροφο της κακίας με το απαλλαγμένο από κάθε κακία; Διότι υπάρχει μεγάλη απόσταση του νοουμένου κατά το αρχέτυπο και του γεγενημένου κατά την εικόνα. Η εικών, αν έχει την ομοιότητα προς το πρωτότυπο, έχει κυριολεκτικώς αυτό το όνομα· αν όμως η μίμησις ξεφεύγει από το πρωτότυπο, αυτό είναι κάτι άλλο και όχι εικών εκείνου.
Πώς λοιπόν ό άνθρωπος, τούτο το θνητό και εμπαθές και πρόσκαιρο, είναι εικών της άφθαρτης και καθαράς και αΐδιας φύσεως; Τον αληθινό γι’ αυτό το πράγμα λόγο τον γνωρίζει σαφώς μόνο η όντως Αλήθεια. Εμείς όμως, όσο μπορούμε να ανιχνεύσουμε με στοχασμούς και υποθέσεις, έχουμε την παρακάτω άποψη για το ζήτημα.
Ούτε ο θειος λόγος ψεύδεται, που είπε ότι ο άνθρωπος έγινε κατ’ εικόνα Θεού, ούτε η ελεεινή ταλαιπωρία της ανθρώπινης φύσεως καθομοιώνεται με την μακαριότητα της απαθούς ζωής. Πράγματι όποιος συγκρίνει τη δική μας ύπαρξη με τον Θεό αναγκαίως θα ομολογήσει το ένα από τα δύο, ή ότι το Θείο είναι παθητό ή ότι το ανθρώπινο είναι απαθές, ώστε ο λόγος της ομοιότητος να εκλαμβάνεται και για τούς δυο με ίσους όρους. Αν όμως ούτε το Θείο είναι εμπαθές ούτε το ανθρώπινο είναι απαθές, τότε υπολείπεται κάποιος άλλος λόγος, με βάση τον όποιο ισχυριζόμαστε ότι αληθεύει η θεία φωνή που λέγει ότι ο άνθρωπος έγινε κατ’ εικόνα Θεού.
Ας επαναλάβουμε λοιπόν τη θεία Γραφή, μήπως δοθεί κάποια χειραγώγηση προς το ζητούμενο από τα γραμμένα. Μετά τη φράση, «ας ποιήσουμε άνθρωπο κατ’ εικόνα», και για ποιο σκοπό να τον κάμουμε, προσθέτει τούτον το λόγο, ότι «και εποίησε ο Θεός τον άνθρωπο και κατ’ εικόνα Θεού τον εποίησε· τούς εποίησε άρρεν και θήλυ». Έχει ήδη λεχθεί και προηγουμένως ότι ο λόγος αυτός διακηρύχθηκε από πριν για καθαίρεση της αιρετικής ασεβείας, ώστε, αφού διδαχθήκαμε ότι ο μονογενής Θεός εποίησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Θεού, να μη διακρίνουμε για κανένα λόγο τη θεότητα του Πατρός και του Υιού, εφ’ όσον η αγία Γραφή ονομάζει εξ ίσου Θεό και τον ένα και τον άλλο, και εκείνον που εποίησε τον άνθρωπο και εκείνον κατ’ εικόνα του οποίου έγινε.
Ας αφήσουμε όμως τον λόγο γι’ αυτά και ας επιστρέψουμε τη συζήτηση προς το θέμα μας. Πώς, ενώ και το θείο είναι μακάριο και το ανθρώπινο είναι ελεεινό, από τη Γραφή ονομάζεται όμοιο τούτο μ’ εκείνο; Ας εξετάσουμε λοιπόν με ακρίβεια τα λόγια. Διότι θα βρούμε ότι κάτι άλλο είναι το γενόμενο κατ’ εικόνα και άλλο το τώρα παρουσιαζόμενο σε ταλαίπωρη κατάσταση. «Εποίησε ο Θεός τον άνθρωπο», λέγει, «τον εποίησε κατ’ εικόνα Θεού». Τελειώνει η δημιουργία του κατ’ εικόνα γεγενημένου. Έπειτα επαναλαμβάνει τον περί της κατασκευής λόγο και λέγει· «τους εποίησε άρρεν και θήλυ». Νομίζω ότι ο καθένας γνωρίζει ότι τούτο νοείται έξω (μακριά) από το πρωτότυπο. Διότι, όπως λέει ο απόστολος, «στον Ιησού Χριστό δεν υπάρχει ούτε άρρεν ούτε θήλυ». Αλλά εδώ όμως ο λόγος λέει ότι έχει διαιρεθεί ο άνθρωπος.
Επομένως η κατασκευή της φύσεως μας είναι διπλή· πρώτα είναι η φύσις που είχε ομοιωθεί με το Θείο και έπειτα είναι η φύσις που διαιρέθηκε κατά τη διαφορά στα γένη. Διότι κάτι τέτοιο υπαινίσσεται ο λόγος με τη σύνταξη των γεγραμμένων της Γραφής, αφού πρώτα είπε ότι, «εποίησε ο Θεός τον άνθρωπο, κατ' εικόνα Θεού τον εποίησε», έπειτα όμως πάλι πρόσθεσε στα λεχθέντα ότι «τους εποίησε άρρεν και θήλυ», κάτι πού είναι ξένο προς τις ιδιότητες του Θεού. Εγώ λοιπόν νομίζω ότι με τα λεγάμενα από τη θεία Γραφή παραδίδεται κάποιο δόγμα μέγα και υψηλό. Το δόγμα είναι το έξης.
Το ανθρώπινο βρίσκεται στο μέσο δύο άκρως αντιθέτων μεταξύ τους πραγματικοτήτων, της θείας και ασώματης φύσεως και της αλόγου και κτηνώδους ζωής. Πράγματι είναι δυνατό στο ανθρώπινο σύνθεμα να παρατηρήσουμε μέρος του καθενός από τα δυο αναφερθέντα προηγουμένως· του μεν θείου το λογικό και διανοητικό, το οποίο δεν αποδέχεται τη διάκριση σε άρρεν και θήλυ· του δε αλόγου τη σωματική κατασκευή και διάπλαση, χωρισμένη σε άρρεν και θήλυ. Διότι το καθένα από αυτά βρίσκεται πάντως σε κάθε τι που μετέχει της ανθρώπινης ζωής. Αλλά, όπως μάθαμε από τον εκθέσαντα με τάξη την ανθρωπογονία (τον Μωυσή), προτερεύει το νοερό στον άνθρωπο, ενώ η κοινωνία και συγγένεια προς το άλογο είναι επιγέννημα. Διότι πρώτα λέγει ότι «εποίησε ο Θεός κατ' εικόνα Θεού τον άνθρωπο», δεικνύοντας με τα λεγόμενα, όπως λέγει ο απόστολος, ότι σ’ αυτόν άρρεν και θήλυ δεν υπάρχει. Έπειτα προσθέτει τα ιδιώματα της ανθρώπινης φύσεως, ότι «τους εποίησε άρρεν και θήλυ». Τί μαθαίνουμε λοιπόν με αυτό; Και κάνεις να μη μου θυμώσει που αρχίζω από μακριά την επιχειρηματολογία για το προκείμενο θέμα.
Ο Θεός κατά τη φύσιν του είναι παν ό,τι είναι δυνατό να συλλάβουμε κατ’ έννοια ως αγαθό· ή μάλλον όντας επέκεινα κάθε αγαθού που νοείται και καταλαμβάνεται, δεν κτίζει για τίποτε άλλο την ανθρώπινη ζωή παρά για το ότι είναι αγαθός. Κι’ επειδή τέτοιος είναι και για τούτο όρμησε προς τη δημιουργία της ανθρωπίνης φύσεως, δεν θα έδειχνε ημιτελή τη δύναμιν της αγαθότητος, δίνοντας το ένα μέρος από τα προσόντα του και το άλλο κρατώντας το ζηλότυπα· αλλά το τέλειο είδος της αγαθότητος έγκειται σε τούτο, ότι και παρήγαγε τον άνθρωπο στη γένεσιν από το μη ον και ανενδεή των αγαθών τον κατέστησε. Επειδή δε o κατάλογος των επί μέρους αγαθών είναι μεγάλος, δεν είναι εύκολο να περιληφθούν σε αρίθμηση. Γι’ αυτό ο λόγος τα δήλωσε περιληπτικώς όλα με το να πει ότι ο άνθρωπος έγινε κατ’ εικόνα Θεού· διότι τούτο είναι το ίδιο με το να ειπεί ότι έκαμε την ανθρώπινη φύσιν μέτοχο κάθε αγαθού. Πράγματι, αν το Θείο είναι πλήρωμα των αγαθών, εκείνου δε είναι εικών ο άνθρωπος, άρα η εικών έχει την ομοιότητα προς το αρχέτυπο κατά το ότι είναι πλήρης κάθε αγαθού.
Επομένως μέσα μας υπάρχει κάθε καλού ιδέα, όλη η αρετή και η σοφία και κάθε τι που θεωρείται καλύτερο. Ένα δε από όλα είναι και η ελευθερία από κάθε ανάγκη και η απαλλαγή από φυσική καταδυνάστευση, ώστε να έχουμε αυτεξούσια τη γνώμη για τις αποφάσεις. Διότι η αρετή είναι κάτι το ελεύθερο και το εκούσιο, ενώ το αναγκαστικώς και εκβιαστικώς γινόμενο δεν μπορεί να είναι αρετή. Αν λοιπόν η εικών έφερε καθ’ όλα τον χαρακτήρα του πρωτοτύπου κάλλους, αν δεν είχε διαφορά σε κάτι, δεν θα ήταν φυσικά ομοίωμα, αλλά θα ήταν το ίδιο μ’ εκείνο καθ’ όλα, απαράλλακτο σε όλα. Ποιά διαφορά λοιπόν καθορούμε ανάμεσα στο Θεό και στο ομοιωμένο με το Θείο; Βρίσκουμε στο ότι το μεν Θείο είναι άκτιστο, το δε όμοιό του έγινε δια κτίσεως. Η διαφορά δε αυτής της ιδιότητος είχε ως συνέπεια άλλα ιδιώματα. Διότι συνομολογείται γενικά και οπωσδήποτε, ότι η μεν άκτιστη φύσις είναι και άτρεπτη και είναι πάντοτε η αυτή, ενώ η κτιστή είναι αδύνατο να μείνει χωρίς αλλοίωση. Άλλωστε το ίδιο το πέρασμα από το μη οv στο Είναι (στην ύπαρξη) είναι κάποια κίνησις και αλλοίωσις του μη όντος που κατά το θείο βούλημα μεταφέρεται στο είναι. Και όπως το ευαγγέλιο τον χαρακτήρα τού καίσαρος επάνω στο χάλκινο νόμισμα τον λέγει εικόνα, πράγμα από το οποίο μαθαίνουμε ότι τυπικώς μεν η μορφή έχει την ομοίωση προς τον καίσαρα, ως προς το υποκείμενο όμως έχει διαφορά· έτσι και στην παρούσα πραγματεία αντί χαρακτήρων (χαραγμάτων) εξετάζοντας τα παρατηρούμενα στη θεία και στην ανθρώπινη φύσιν που έχουν την ομοιότητα, βρίσκουμε στο υποκείμενο τη διαφορά, η οποία καθοράται στο άκτιστο και το κτιστό.
Επειδή λοιπόν το ένα μένει πάντοτε το ίδιο, ενώ το άλλο αφού έγινε δια κτίσεως άρχισε το Eίναι από αλλοίωση και έχει συγγενώς με αυτήν την τροπή του είδους αυτού· για τούτο, αυτός που γνωρίζει τα πάντα πριν από τη γένεσή τους, όπως λέγει η προφητεία, αντιλήφθηκε ή μάλλον προκατάλαβε με την προγνωστική του δύναμη προς τί ρέπει η κίνησις της ανθρωπίνης προαιρέσεως κατά το αυτόνομο και αυτεξούσιο· και επειδή είδε τί θα συμβεί, επινοεί (επιτεχνάται) στην εικόνα τη διαφορά μεταξύ άρρενος και θήλεος, η οποία δεν βλέπει προς το θείο αρχέτυπο, αλλά, όπως έχει λεχθεί, είναι προσοικειωμένη προς την αλογώτερη φύσιν. Την αιτία αυτής της επινοήσεως (επιτεχνήσεως) θα μπορούσαν να την ξέρουν οι αυτόπτες της αληθείας και υπηρέτες του λόγου.
Εμείς όμως που, όσο είναι δυνατό, φανταστήκαμε την αλήθεια με στοχασμούς και εικόνες, εκθέτουμε ό,τι μας ήλθε στον νουν, όχι αποφαντικώς, αλλά ως ένα είδος γυμνάσματος χάριν των φρόνιμων ακροατών.
Τί λοιπόν είναι αυτό που διανοηθήκαμε; Λέγοντας ο λόγος της Γενέσεως ότι ο Θεός εποίησε τον άνθρωπο, με το αόριστο της εκφράσεως δεικνύει όλο το ανθρώπινο γένος. Διότι δεν ονομάστηκε τώρα μαζί με την κτίσιν ο Αδάμ, όπως λέγει στα επόμενα η διήγησις· αλλά όνομα στον άνθρωπο που εκτίσθηκε δεν είναι ο ποιός, είναι ο καθολικός. Με την καθολική ονομασία της φύσεως λοιπόν μας γίνεται σύσταση να υπονοούμε κάτι τέτοιο, ότι με τη θεία πρόγνωσιν και δύναμιν στην πρώτη κατασκευή συμπεριελήφθηκε όλη η ανθρωπότης. Διότι δεν πρέπει να νομίζουμε ότι υπάρχει τίποτε αόριστο στα γενόμενα από αυτόν· αλλά ότι κάθε όντος υπάρχει κάποιο πέρας και μέτρο, που περιμετρείται με τη σοφία του πλάστη. Όπως λοιπόν ο τάδε άνθρωπος περικλείεται στην ποσότητα του σώματός του και μέτρο της υποστάσεως του είναι το μέγεθος που συναπαρτίζεται από την επιφάνεια τού σώματος· έτσι νομίζω ότι όλο το πλήρωμα της ανθρωπότητος έχει περιληφθεί σαν σε ένα σώμα από τον Θεό των όλων δια της προγνωστικής δυνάμεως και ότι τούτο διδάσκει ο λόγος που είπε ότι και «εποίησε ο Θεός τον άνθρωπο και κατ’ εικόνα Θεού εποίησε αυτόν». Πράγματι η εικών δεν είναι σ’ ένα μέρος της φύσεως και η χάρις δεν είναι μέσα σε κάποιο από τα ευρισκόμενα μέσα του· αλλά η δύναμις αυτή διαπερνά όλο το γένος σε ίσο βαθμό.
Απόδειξη (σημείον) τούτου είναι το γεγονός ότι ο νους είναι εγκαθιδρυμένος σε όλους κατά τον ίδιο τρόπο· όλοι έχουν τη δύναμιν να διανοούνται και να προβουλεύονται, και όλα τα άλλα, δια των οποίων η θεία φύσις απεικονίζεται στο κατά την εικόνα της δημιούργημα. Με όμοιο τρόπο υπάρχουν o άνθρωπος που εμφανίσθηκε μαζί με την πρώτη κατασκευή και εκείνος πού θα γίνει κατά τη συντέλεια του σύμπαντος· επίσης εφ’ εαυτών φέρουν τη θεία εικόνα. Γι’ αυτό το σύνολο της ανθρωπότητος ονομάστηκε ένας άνθρωπος, διότι για τη δύναμιν του Θεού δεν υπάρχει παρελθόν και μέλλον, αλλά και το αναμενόμενο περικρατείται εξ ίσου με το παρόν με την περιεκτική ενέργεια του παντός. Όλη λοιπόν η ανθρωπίνη φύσις, που από τα πρώτα φθάνει έως τα έσχατα, είναι μια εικόνα του όντος· η δε διαφορά του γένους ανάμεσα στο άρρεν και το θήλυ προστέθηκε τελευταία στο πλάσμα, για την ταύτην, όπως νομίζω, αιτίαν.
(Συνεχίζεται)
ΑΥΤΟ ΧΑΣΑΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΙΔΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΑΣ ΘΕΜΕΛΙΟ. ΤΟΝ ΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΑΘΟ -ΥΙΟΘΕΤΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΤΥΣΤΗ ΑΝΑΛΟΓΙΑ, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΠΛΕΟΝ, ΔΙΟΤΙ ΜΟΝΟ ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΡΟΟΔΕΥΕΙ ΕΠΙ ΤΟ ΧΕΙΡΟΝ.
ΥΙΟΘΕΤΗΣΑΜΕ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΒΑΠΤΙΣΕ, ΚΑΤ' ΑΝΑΛΟΓΙΑΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΠΑΤΕΡΑ, ΤΗΝ ΣΚΕΨΗ ΥΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ, ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΜΑΣ, ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΜΑΣ.
ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ ΜΑΣ ΕΜΕΙΝΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ