Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης:Στον ναό νιώθω ολοφάνερη την παρουσία του Κυρίου, της Μητέρας Του, των ουράνιων δυνάμεων και όλων των Αγίων.

 
Στον ναό νιώθω ολοφάνερη την παρουσία του Κυρίου, της Μητέρας Του, των ουράνιων δυνάμεων και όλων των Αγίων. 
Ο ναός είναι ο επίγειος ουρανός. Εδώ αναγνωρίζεις και αισθάνεσαι τον εαυτό σου ως πραγματικό μέλος του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας Του, ιδιαίτερα την ώρα της θείας Λειτουργίας.
Ω, πώς πρέπει να ζω για ν’ αξιώνομαι να βρίσκομαι σ’ αυτόν τον επίγειο ουρανό!

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Με ποιον τρόπο ο άνθρωπος θα διαθέτει για τον εαυτό του την υψηλότερη αντίληψη…



Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1881-1956).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Κάθε άνθρωπος δεν μπορεί να αφιερωθεί στην φιλοσοφία.

Αλλά ένας κόκκος φιλοσοφίας είναι απαραίτητος σε κάθε ανθρώπινη ζωή, όπως το αλάτι στο φαγητό.

Αν ο άνθρωπος αντιληφθεί την οντότητά του ως παραγωγή της τυχαίας διακύμανσης της ύλης, ως ασυνείδητο και άσκοπο παιχνίδι στοιχείων, θα διαθέτει την κατώτερη αντίληψη για τον εαυτό του και τη σημασία του.

Αλλά από το μέγεθος της αντίληψης για τον εαυτό του εξαρτάται και το μέγεθος των ιδανικών ενός ανθρώπου, το μέγεθος των σκέψεων και των αισθήσεων και των πράξεων του.

Αν όμως ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την οντότητά του ως αποτέλεσμα και συνέχεια μιας καλλιτεχνικής αναλογίας και δημιουργικής σοφίας συμπαντικής, τότε θα διαθέτει για τον εαυτό του την υψηλότερη αντίληψη, υποταγμένος μόνο στο φαινόμενο του Θεού.
 
 Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Αγαπάτε τους φίλους σας» του βιβλίου του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς «Αργά βαδίζει ο Χριστός» των εκδόσεων Εν πλω. Μετάφραση από τα σερβικά Σβέτλανα Πέτσιν, Ηλίας Σαραγούδας, Νεφέλη Σαραγούδα-Πέτσιν, θεολογική επιμέλεια Αλέξιος Π. Παναγόπουλος, καθηγητής εκκλησιαστικής εκπαίδευσης και doctor ant Πανεπιστημίου Σερβικού Σαράγιεβο.

 https://www.pemptousia.gr/2024/05/agios-nikolaos-velimirovits-me-pion-tropo-o-anthropos-tha-diatheti-gia-ton-eafto-tou-tin-ipsiloteri-antilipsi/

Ποιος θα του το πει; – Λορέντζο Μέρλο

                                         
Οι ιστορικές συνθήκες που αναδύονται είναι ένα άμεσο μήνυμα για κάποιους από τη γενιά, στο τελευταίο τρίτο της ζωής τους, που πρόκειται να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια. Για τους υπόλοιπους, νεότερους και πιο πρόσφατους, που καταλαμβάνουν τα δύο πρώτα τρίτα, θα είναι απλά φυσιολογικές, θα είναι απλώς ο κανόνας. Κανείς από τους ηλικιωμένους δεν έχει τα μέσα και τη δύναμη επικοινωνίας να ανακοινώσει στους νέους ότι, πάνω από τα κεφάλια τους, ο ουρανός που κοιτάζουν καθημερινά είναι από χαρτόνι, όπως αυτός του Τρούμαν Μπέρμπανκ. Το ξόρκι έγινε. Και οι γραφειοκράτες των μέσων ενημέρωσης, περισσότερο από συνειδητοί υπηρέτες, που κρατούν το εκθαμβωτικό σκήπτρο της οικογενειοκρατίας, είναι εξίσου ενθουσιασμένοι από αυτό. Σε σημείο που χωρίς καμία δυσκολία άρχισαν αμέσως να ανεμίζουν τα λάβαρα της αβύσσου, εκείνου του βασιλείου όπου η ακύρωση των πολιτισμών, η επιφανειακή οικολογία, τα παιδιά κατά βούληση, οι μητέρες προς ενοικίαση, ο μηδενικός αντίκτυπος, το πολιτικά ορθό περιφέρονται σαν μογγολικές ορδές στο πνεύμα των ανθρώπων, ισοπεδώνει την ιστορία, την ταυτότητα, την αναλογία της πραγματικότητας, την ενιαία σκέψη, τον δημοκρατικό ολοκληρωτισμό, τον προοδευτισμό, την κουλτούρα που υπάρχει μέσα τους. Όπως η εξουσία που στην εποχή της διέπραξε τον αποικισμό σύμφωνα με ένα αυτοαναφορικό δικαίωμα της ζωής, του θανάτου, της καταπίεσης, της κατάχρησης και της ληστείας, έτσι και σήμερα το κάνει, με ενημερωμένες μεθόδους. Η κουλτούρα του ξύπνιου (woke culture), που θα σήμαινε αφυπνισμένου, είναι ο στόχος και η σημαία τους.

Λες και ήταν έτσι τα πράγματα. Σαν θαλάσσιες χελώνες κολυμπάμε απτόητοι προς την παραλία που γεννηθήκαμε. Οι γονείς - φορείς της ζωής - μας είχαν δώσει ό,τι ήταν απαραίτητο για να οδηγηθούμε στους ωκεανούς και να επιστρέψουμε για να δημιουργήσουμε περισσότερους απογόνους και να επιτρέψουμε στον κύκλο να κλείσει και ταυτόχρονα να ανοίξει ξανά.

Ομοίως με τις χελώνες, είχαμε και εμείς κατευθυντήριες αξίες, λογικές συμπεριφοράς, ήθη και έθιμα ή περιοχές στις οποίες δεν νιώθουμε ποτέ χαμένοι στην απέραντη θάλασσα του κόσμου, που κατοικείται από μαγευτικές σειρήνες. Κι εμείς, όπως οι χελώνες, όποιος κι αν ήταν ο πλούτος μας, είχαμε τις χρήσιμες γνώσεις για να διαιωνίσουμε αυτό που αποτελούσε την κοινότητα στο σύνολό της. Η ανάλογη διάσταση, το νερό του ωκεανού μας, ήταν ένα δίκτυο συνέχειας, μέσα από το οποίο, ό,τι κι αν ήταν, ο συνομιλητής μας είχε μια φυσιογνωμία, μια ταυτότητα, με την οποία σχετιζόμασταν, παραμένοντας και διαπράττοντας εκείνη τη στιγμή, την ανθρώπινη διάσταση του αντίληψη του κόσμου, των άλλων, του εαυτού μας. Αλλά και για το μέλλον και τα έργα που θα το γεμίσουμε.

Όπως οι χελώνες, τα δελφίνια, οι φάλαινες και οι όρκες που χάνουν ακατανόητα το σωστό μονοπάτι και την παραλία, σκοτώνοντας τον εαυτό τους και διακόπτοντας τον κύκλο της ζωής, έτσι και εμείς βρισκόμαστε πλέον χωρίς αναφορές.
Ένας πνιγμένος αλλά πλούσιος σεισμός, που γλυκαίνει από καθρέφτες και πούλιες -όπως ήταν και η αποικιοκρατία- με τη μορφή Φεστιβάλ, Champions League, ψήφους υπέρ της ελευθερίας και της δεξιάς κατά της αριστεράς, πλασματικής νοημοσύνης -που διαφημίζεται ως ουσιαστική- που ονομάζεται τεχνητή ψηφιοποίηση της καθημερινής ζωής, η βάση της σταθερότητας στην οποία βασίσαμε την ύπαρξή μας έχει καταρρεύσει. Έτσι ζαλισμένοι, δεν υπήρχε δυσκολία -υπήρχαν ουρές και θα υπάρχουν ακόμα ουρές- να εγχύσουμε τον ιό του εικονικού, δολοφόνου του εμπειρικού, στο χέρι και στο πνεύμα.

Είναι μια μακρά ιστορία ανθρώπινης δυστυχίας, αλλά τώρα βυθισμένη στην εικονικότητα της ψηφιακής τεχνολογίας, τα μονοπάτια που πάντα ακολουθούσαμε εμείς και οι πατέρες μας δεν οδηγούν πλέον σε μέρη όπου μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας. Έχουμε προσγειωθεί σε χώρες όπου δεν αναγνωρίζουμε τίποτα, και αυτό που μαθαίνουμε είναι τρομακτικό και απογοητευτικό, όπως είναι σωστό όταν αφαιρείτε σάρκα και έρωτα και προσθέτετε ολογράμματα και pixel.

Όπως τα δελφίνια, οι μέλισσες και τα αποδημητικά πουλιά που ταράζονται από το ατμοσφαιρικό κουβάρι των μαγνητικών πεδίων και άλλα έργα και συνέπειες του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού -αυτές της λεγόμενης προόδου- αναρωτιόμαστε πού πάμε. Εμπιστευτήκαμε τον καπετάνιο και τον βαρκάρη και κάναμε λάθος. Μας ζήτησαν και μας υποχρέωσαν να κωπηλατήσουμε ξανά, και το κάναμε. Εκείνοι όμως, διαψεύδοντας τα λόγια και τις υποσχέσεις τους, έλεγαν ψέματα. Δεν ήταν αλήθεια ότι κατευθυνόμασταν προς το καλό μας, είχαν στόχο τα χρήματα και τον έλεγχο. Και εμείς, αν χρειαζόταν και με μερικά ακόμα σπίρτα ως δώρο, κωπηλατήσαμε
.

Πέρα από ένα κομμάτι της γενιάς του τελευταίου τρίτου, ποσοστιαία, σχεδόν κανείς δεν ενδιαφέρεται για το πώς θα πάει η ζωντανή μετάδοση της ιστορίας που εκτυλίσσεται. Σχεδόν κανείς δεν ξέρει ότι είναι πρωταγωνιστές, πάντα νομίζει ότι είναι θεατές. Και, τελικά, ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει; Τι δύναμη θα είχαν για να αλλάξουν ή να αντιστρέψουν την τάση; Όλοι γνωρίζουν ότι κανείς από εμάς δεν θέλει να οπλίσει το Κίεβο, αλλά οι πολιτικοί και η κυβέρνηση –δεν θέλω καν να αναφέρω τον Mattarella– δεν τους νοιάζει. Κοιτάζουν αλλού. Το συμφέρον τους δεν είμαστε εμείς.

Οι ναύαρχοι του στόλου στον οποίο επιβιβαζόμαστε γνωρίζουν ότι η παλιά μας δύναμη μπορεί να χαθεί. Αν σταματήσουμε την κωπηλασία, ξέρουν ότι κάποιος μαύρος (δεν υπάρχει προσβολή με μια λέξη, αλλά στην ερμηνεία του), κάποιοι φτωχοί και άλλοι άθλιοι θα μας αντικαταστήσουν γρήγορα, ευχαριστημένοι με την κόρα του ψωμιού – που ονομάζεται εισόδημα υπηκοότητας, επισφαλής εργασία ή ένταξη – το οποίο θα λάβουν ως αντάλλαγμα.

Οι ανώτεροι αξιωματικοί γνωρίζουν ότι το να αφοσιωθούν σε μικρούς και νέους ανθρώπους θα εξοικονομήσουν την ενέργειά τους, προκειμένου να μεταφέρουν την μεταανθρωπιστική μεταχείριση μέσα στο ψηφιοποιημένο κοπάδι. Σαν διπλό φύλλο, εμείς στο τελευταίο τρίτο πεταχτήκαμε από την τράπουλα. Ακόμη και η επίκληση της δημοκρατίας και η επίκλησή της που κάποιοι από εμάς ακούμε και εξακολουθούμε να αναφέρουμε είναι, τώρα περισσότερο από ποτέ, μια παβλοφική αντίδραση, η ουρά της δυσπιστίας της ζωντανής μετάδοσης που παρακολουθούμε, του εφιάλτη που πηγάζει από αυτήν, των τρομοκρατημένων ότι δεν είναι απλώς μια παραίσθηση. Δημοκρατία, ναι. Τίποτα περισσότερο από ένα άδειο κέλυφος γεμάτο από φωνές ορθών ανθρώπων, διαβόητα χαμηλού επιπέδου φλας με τα οποία πιστεύουν ότι μπορούν να δώσουν αποφασιστική προσοχή: «Τότε πήγαινε στον Πούτιν, γράψε ό,τι μπορείς να γράψεις εδώ». Στρατιώτες ευχαρίστως να κάνουν ουρά για να κάνουν σκι. Δεν βλέπουν τα υπόλοιπα και όσο έχει χιόνι, ακόμα και ψεύτικο χιόνι, θα συνεχίσουν να αναφέρουν τον Πούτιν και την πορεία του προς τη Λισαβόνα. Η σημαία της δημοκρατίας κρέμεται από τα μπαλκόνια των θεσμών. Κάθε μέρα ανυψώνεται, γιατί κάθε μέρα, στη γέφυρα διοίκησης ξέρουν ότι υπάρχει πάντα κάποιος να κοροϊδέψει.

Στις μέρες της δημοκρατίας, εκείνης που είχε ακόμη λίγο πολτό, ξέραμε ότι η δύναμή μας ήταν το σημάδι στο ψηφοδέλτιο. Αυτό μπορεί να ειπωθεί σταθμίζοντας αυτό το πολιτιστικό πλαίσιο στο οποίο το ποσοστό των πολιτικών που αφοσιώθηκαν στις υποσχέσεις που δόθηκαν δεν ήταν λιγότερο από αστείο όπως είναι τώρα. Τώρα όμως είναι ξεκάθαρο. Ο δημοκρατικός πυλώνας, μπροστά στους προοδευτικούς κράχτες- των οποίων η δεξιά είναι ισότιμο μέρος σε σύγκριση με τα ψεύτικα αντίθετα - έχει αποτύχει. Δυστυχώς υπάρχουν ακόμη εκείνοι που, αφού δεν έχουν φοιτήσει καν στην πρώτη τάξη του κοινωνικού σχολείου, δεν ξέρουν πώς να συνδυάσουν δύο και δύο, και επομένως βλέπουν μόνο μια ψήφο που δίνεται στα χέρια των οικονομικών δυνάμεων και στους κανόνες των αγορών και των αγορών και οικονομικά, όχι μόνο δεν αξίζει τίποτα, αλλά είναι επίσης -για όσους πιστεύουν ότι η απόκρυψη στην κάλπη είναι δικαίωμα που πρέπει οπωσδήποτε να ασκηθεί- μια λυδία λίθος: όσο περισσότεροι παραδίδουν το έγγραφο και αρπάζουν το ψηφοδέλτιο, περισσότερο θα έχουν το μέτρο της αποτελεσματικότητας της προπαγάνδας τους.

Όπως οι καμπουροφάλαινες δεν ξέρουμε πια πού είναι ο Βορράς. Ή μάλλον, ο βορράς έχει γίνει αμφισβητούμενος, εικονικός ή έχει αντικατασταθεί. Η χειρουργική επέμβαση και η σιλικόνη μπορούν να κάνουν αυτό που ούτε καν φανταζόμαστε.

Η αίσθηση της γης και επομένως του ανθρώπου έχει διαβρωθεί μέχρι τον σκελετό. Ωστόσο, το κουφάρι του αναλογικού μας κόσμου έχει ουσιαστικά αναζωογονηθεί από τον ψηφιακό. Θα πεθάνουμε σε λίγα χρόνια και όσοι παραμένουν δεν θα χρειάζεται πλέον να συνειδητοποιούν ότι ο εικονικός κόσμος στον οποίο θα ζουν δεν ήταν πάντα εκεί. Και ότι η ζωή στα σημεία δεν είναι φυσιολογική. Ποιος θα τους πει όμως ότι τα αρχέτυπα πετάχτηκαν στη θάλασσα γιατί είναι άχρηστα έρμα για την πρόοδο ; Ότι η φύση δεν έφτιαξε το αυγό;

«Μας θέλουν  woke, ξυπνητούς (δηλαδή κοιμισμένους,
αφού στο Newspeak οι λέξεις σημαίνουν το αντίθετο) και θα γίνουμε. Έχουν χίλιους τρόπους να μας κατακτήσουν: άγνοια, αδιαφορία, φόβο. Κομφορμισμός, ψυχική τεμπελιά, ευκολία αποδοχής των απόψεων των υπευθύνων. Το παγκόσμιο Bignami, το υπερ-συνδεδεμένο σεμινάριο, έλειπε. Οι Χιούη, Λιούη και Ντιούη συμβουλεύτηκαν το παντογνώστη Εγχειρίδιο των Νέων Μαρμότων, που πήρε το όνομά του από το φιλικό τρωκτικό που του αρέσει να κοιμάται. Τώρα το έχουμε κι εμείς, μόλις ένα κλικ μακριά: Wokipedia, το εγχειρίδιο του ανάποδου κόσμου».
 https://www-ereticamente-net.translate.goog/chi-glielo-dira-lorenzo-merlo/?_x_tr_sl=it&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=wapp

Η επίδραση του Heidegger στον μετανθρωπισμό (3)

 Συνέχεια από:Τετάρτη 29 Μαίου 2024

Η επίδραση τού Heidegger στον μετανθρωπισμό:
Η αποδόμηση της μεταφυσικής, η τεχνολογία και η υπέρβαση του ανθρωπισμού γ

Gavin Rae, History of the Human Sciences, 2014, Vol. 27 (I) 51-69

Το πρόγραμμα τού Heidegger: Το περί τού Είναι ερώτημα και η αποδόμηση τής μεταφυσικής

Ενώ η παράδοση τής μεταφυσικής βασίζεται στον ορισμό τού Είναι, και γρήγορα και σιωπηλά ξεχνά την απόφαση που πήρε, η αποδόμηση τής μεταφυσικής περιλαμβάνει μια υπομονετική ενασχόληση με την μεταφυσική παράδοση, με σκοπό να την απογυμνώσει, αφήνοντας την με τα πρωταρχικά της στοιχεία, ώστε να προσδιορίσει ποια στοιχεία της πρέπει να εγκαταλειφθούν και ποια να επαναδιατυπωθούν, και να ανοίξουν έτσι μελλοντικές δυνατότητες (Heidegger, 1999:3). Σκοπός είναι η επιστροφή «στις πρωταρχικές εμπειρίες, στις οποίες κατορθώσαμε να βρούμε τους πρώτους δρόμους προσδιορισμού της φύσεως τού Είναι-δρόμοι που από τότε μας καθοδήγησαν» (1962: 44). Η αποδόμηση λοιπόν δεν περιλαμβάνει «κριτική σύντριψη και θρυμματισμό» (2010b: 139), αλλά υπομονετική και λεπτή εργασία, μέσα σε μια τοποθέτηση, δια τής οποίας είναι δυνατή η επιστροφή στο θεμελιακό της σημείο. Ασχολούμενος και περνώντας μέσα από την μεταφυσική παράδοση, ο Heidegger ισχυρίζεται πως «θα είναι δυνατόν να καταδείξει τις ούτω λεγόμενες «θεμελιώδεις εμπειρίες», και με τον τρόπο αυτό την κατάλληλη σφαίρα καταγωγής, στην οποία μπορεί να αναφερθεί κάθε γνήσιο φιλοσοφικό πρόβλημα, και το αντίστροφο. Δηλαδή, από την σφαίρα αυτή πρέπει να παρακινείται κάθε γνήσιο φιλοσοφικό πρόβλημα» (στο ίδιο σημείο). Η πράξη αυτή τής επιστροφής, ή τής κάθαρσης, όπως την ονομάζει ο Heidegger (1999: 154), δε θα αποκαλύψει αυτό που είχε κρύψει η μεταφυσική, αλλά θα προσφέρει επιπλέον την δυνατότητα προσδιορισμού των θετικών δυνατοτήτων της παράδοσης, και από το σημείο αυτό, μια εναλλακτική τής μεταφυσικής (1962: 44).

Δυο σημεία αναδύονται από αυτή την αποδομητική μέθοδο, σημεία τα οποία θα είναι σημαντικά όταν θα συζητήσουμε την σχέση του μετανθρωπισμού προς τον ανθρωπισμό. Κατά πρώτον, αντί να υπερβεί την μεταφυσική απορρίπτοντας την απλώς ή εγκαταλείποντας την, ο Heidegger διαπιστώνει, πως πρέπει να γίνει η συνάντηση με ό,τι είναι να υπερβαθεί. Αντί λοιπόν να υπερβαθεί η μεταφυσική με την απλή εγκατάλειψη, η μόνη δυνατότητα υπέρβασής της έγκειται στην επεξεργασία τού δρόμου που διήνυσε η μεταφυσική παράδοση. Αντί της ρήξης με αυτό που πρόκειται να υπερβαθεί, η υπέρβαση περιέχει μια απελευθέρωση δια της από-στροφής [αναφέρεται στην εικόνα τού σκοινιού που τα νήματά του ξεχωρίζουν, όταν τα στρέψουμε προς τήν αντίθετη κατεύθυνση προς την οποία έχουν συστραφεί για να κρατάνε μεταξύ τους](2013:40). Η πράξη αυτή κάνει την παράδοση να φύγει από την μεταφυσική. Κατά δεύτερον, αφού η υπέρβαση είναι μια από-στροφή, ο Heidegger μας υπενθυμίζει πως η υπέρβαση συνεπάγεται μια μετάβαση, που σημαίνει πως η υπέρβαση δεν είναι ποτέ μια πλήρης απελευθέρωση από αυτό το οποίο υπερβαίνεται. Καθώς η αποδόμηση αφήνει πάντα υπολείμματα αυτού που καταστράφηκε, ένα «ίχνος» (1991: 4) αυτού που καταστράφηκε παραμένει στα συντρίμμια, και από αυτά θα κτιστεί η εναλλακτική, και πράγματι, (το ίχνος) εκφράζεται σε αυτό που δομήθηκε από τα συντρίμμια. Ας το θέσουμε απλά: το ίχνος αυτού που καταστράφηκε, πάντα επιβιώνει της καταστροφής του. Η καταστροφή συνεπάγεται επομένως την αναδιοργάνωση τών υλικών από τα οποία αναδύθηκε η μεταφυσική παράδοση. Μαζί με αυτά, ο σκοπός είναι η ταυτοποίηση και η αποφυγή τής επανάληψης τών αποτυχιών τής παράδοσης, και η ταυτόχρονη αποκάλυψη ενός εναλλακτικού δρόμου που οδηγεί έξω από την περιοχή, από την οποία αναδύθηκε η μεταφυσική.

Ενώ η αποδόμηση τής Μεταφυσικής από τον Heidegger και η προσπάθεια αναστοχασμού του περί τού Είναι ερωτήματος, συνεπάγεται την κριτική τού τεχνολογικού είναι και του τρόπου σκέψης που σχετίζεται με την μεταφυσική, για να εκθέσουμε περαιτέρω την κριτική τού Heidegger στην μεταφυσική, θα μας βοηθούσε στην συζήτηση περί του μετανθρωπισμού, μια σύντομη έκθεση των βασικών πτυχών τής κριτικής του Heidegger στον ανθρωποκεντρισμό και ο αναστοχασμός του ανθρώπινου είναι από την προοπτική τού Είναι, που η κριτική αυτή συνεπάγεται. Όπως αναφέραμε, το μεγάλο πρόβλημα του Heidegger με τον ανθρωποκεντρισμό, είναι το γεγονός πως αυτός ξεχνά/αγνοεί το περί του Είναι ερώτημα. Αντί να υπερβεί την μεταφυσική με περισσότερη μεταφυσική, ο Heidegger κάνει ένα βήμα πίσω, για να στοχαστεί το ανθρώπινο Είναι μέσω του περί του Είναι ερωτήματος (1977a: 234). Ως συνέπεια αυτού, καταλήγει σε μια μερική αποκάλυψη: αντί να ορίζεται δια της διαφοράς του προς τα άλλα όντα, το ανθρώπινο Είναι ορίζεται δια της σχέσης του προς το Είναι, καθώς το ανθρώπινο Είναι έχει μια μοναδική σχέση προς το Είναι, καθώς αυτό, και μόνο αυτό από όλα τα όντα υπάρχει στο ξέφωτο του Είναι. Για να δούμε τι σημαίνει αυτό, ο ευκολότερος ίσως τρόπος είναι να ασχοληθούμε με την κριτική τού Heidegger στις δυαδικές αντιθέσεις, που για τον Heidegger είναι προβληματικές, καθώς βάσει αυτών, το Είναι δεν καταπιάνεται με κάθε πτυχή της αντίθεσης. Αποδεχόμενοι την δυαδική αντίθεση ανθρώπου-ζώου, η σκέψη εγκλωβίζεται σε μια αντίθεση, στην οποία ακόμα και η αντιστροφή τού προτιμώμενου όρου αποτυγχάνει στο να κατανοήσει αληθινά το «μεταξύ», που τα φέρνει σε σχέση. Με δεδομένο πως ο άνθρωπος και το ζώο είναι διαφορετικές μορφές του Είναι, ο Heidegger ισχυρίζεται, πως παρά τις διαφορές τους, μοιράζονται το κοινό τού Είναι ή της ύπαρξης. Έχουν απλώς διαφορετικές μορφές ή τύπους ύπαρξης (1991: 192-3). Αφού το έχει αναγνωρίσει αυτό, ο Heidegger θεωρεί πως το ερώτημα-κλειδί για την κατανόηση τόσο του ανθρώπου όσο και του ζώου, είναι η ενασχόληση με την κοινή τους πτυχή: το Είναι. Είναι σημαντικό να επισημανθεί, πως η κατανόηση της σχέσης αυτής δεν προκύπτει από την «ενδοσκόπηση» μέσα στο ον ή από την σύγκριση των όντων. Προέρχεται από την παρατήρηση του τύπου του Είναι που το κάθε όν «έχει».
 

Συνεχίζεται

Τώρα πιά μόνο ένας Θεός μπορεί να μας σώσει: απάντηση στον Giorgio Agamben. Roberto Pecchioli


Τώρα πιά μόνο ένας θεός μπορεί να μας σώσει. Αυτή ήταν η απάντηση που έδωσε ο Μάρτιν Χάιντεγκερ στην περίφημη μεταθανάτια συνέντευξή του στο ερώτημα σχετικά με την παρακμή της ανθρωπιστικής σκέψης, που καταπνίγεται από την τεχνολογία και την οικονομία. Η παρακμή της διαλογιζόμενης σκέψης, που αντικαταστάθηκε από την ψυχολογία, τη λογική, την κυβερνητική και τη στατιστική, φαινόταν αναπόφευκτη στον Χάιντεγκερ, εκτός αν η ανθρωπότητα ανακάλυπτε εκ νέου τις παραδόσεις που συνδέονται με τη διδασκαλία των Ελλήνων κλασικών ή την οραματική φύση ποιητών, όπως ο αγαπημένος του Hoelderlin. Προφανώς, δεν αναφερόμαστε σε μια υπερφυσική παρέμβαση που παράγει το τέλος της μετάδοσης, αλλά στους φόβους που εξέφρασε ο Giorgio Agamben για το ιστορικό και πολιτιστικό «άλμα» που προκλήθηκε από τις αντιδράσεις της εξουσίας στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η κατάσταση εξαίρεσης που επιβάλλεται τόσο εύκολα μπορεί να γίνει κατανοητή αμέσως, αλλά μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε τη σχέση μεταξύ φυσικής ζωής και πολιτικής ύπαρξης. Η κατάσταση εξαίρεσης, δηλαδή η έκτακτη και προσωρινή αναστολή της έννομης τάξης, τείνει να μετατραπεί σε κανονικότητα διαχείρισης της πόλης, σε σημείο να συγχέεται με τον κανόνα. Η κατηγορία της δημοκρατίας και η έννοια του κράτους δικαίου είναι αδιαφανείς. Ένας από τους υπαρξιακούς κινδύνους αφορά το αίσθημα της προσωρινότητας, του αρχόμενου τέλους στο οποίο ο άνθρωπος τείνει να δώσει την απάντηση που ο Θουκυδίδης, ο πατέρας της ιστορικής έρευνας, είδε στη συμπεριφορά των Ελλήνων στην πανώλη κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου: «κανείς δεν ήταν πρόθυμος να επιμείνει σε αυτό που προηγουμένως έκρινε καλό, επειδή πίστευε ότι ίσως θα μπορούσε να πεθάνει πριν φτάσει σε αυτό». Η κοινοτοπία του κακού κινδυνεύει να μας τυλίξει και να μας κατακλύσει, και μία από τις μορφές της μπορεί να είναι η νέα ενάρετη αρχή κατά της μετάδοσης, η κοινωνική αποστασιοποίηση. Αυτός είναι ένας ευφημισμός που εισάγεται στο καθημερινό λεξικό αντί του ωμού «εγκλεισμού». Οι δηλώσεις ισχυρών κύκλων πολλαπλασιάζονται με στόχο να μας κάνουν να συνηθίσουμε, να παραιτηθούμε και ακόμη και να εκτιμήσουμε έναν τρόπο ζωής στον οποίο - ιός ή κανένας ιός - η μοναξιά γίνεται η φυσιολογική κατάσταση της ζωής. Σε αυτό πρέπει να αντιταχθούμε σε ένα κατηγορηματικό όχι. Ο Agamben ζήτησε να μην ακούσουμε «τους ανόητους που προτείνουν ότι μια τέτοια κατάσταση μπορεί σίγουρα να θεωρηθεί θετική και ότι οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες έχουν από καιρό καταστήσει δυνατή την ευτυχισμένη επικοινωνία από απόσταση. Δεν πιστεύω ότι μια κοινότητα που βασίζεται στην «κοινωνική αποστασιοποίηση» είναι ανθρώπινα και πολιτικά βιώσιμη».

Ο ρόλος των διανοουμένων είναι να προβληματιστούν σχετικά με τα φαινόμενα και τις συνέπειές τους. Ήταν ο Elias Canetti που διερεύνησε τη σχέση μεταξύ μάζας και εξουσίας. Ο γερμανόφωνος βούλγαρος συγγραφέας περιγράφει μια κατάσταση πολύ παρόμοια με αυτήν που βιώνουμε τις τελευταίες εβδομάδες· Σε ένα απόσπασμα από το Μάζα και Εξουσία αναλύει τη μάζα που σχηματίζεται από μια απαγόρευση, «στην οποία πολλοί άνθρωποι συγκεντρωμένοι θέλουν να μην κάνουν πλέον αυτό που έκαναν μέχρι τότε ως άτομα. Η απαγόρευση είναι ξαφνική: την επιβάλλουν στον εαυτό τους· Σε κάθε περίπτωση, κόβει με τη μέγιστη δύναμη. Είναι τόσο κατηγορηματική όσο μια εντολή. Ωστόσο, ο αρνητικός χαρακτήρας είναι καθοριστικός γι' αυτό». Μια κοινότητα που βασίζεται στην κοινωνική αποστασιοποίηση είναι μια αντίφαση στους όρους. Επιπλέον, δεν σημαίνει μόνο, όπως θα μπορούσε κανείς να πιστέψει, τον θρίαμβο του ατομικισμού: «θα ήταν, αντίθετα, όπως αυτή που βλέπουμε γύρω μας σήμερα, μια σπάνια μάζα θεμελιωμένη σε μια απαγόρευση, αλλά, ακριβώς για αυτόν τον λόγο, ιδιαίτερα συμπαγής και παθητική». Όλα αυτά χωρίς διαμαρτυρία ή αντίθεση. Επειδή? Η διάγνωση του Agamben είναι απελπιστική. «Η υπόθεση που θα ήθελα να προτείνω είναι ότι με κάποιο τρόπο, αν και εν αγνοία μου, η πανούκλα ήταν ήδη εκεί. ότι, προφανώς, οι συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων είχαν γίνει τέτοιες που ένα ξαφνικό σημάδι ήταν αρκετό για να εμφανιστούν γι' αυτό που ήταν – δηλαδή, ανυπόφορες, σαν πανούκλα στην πραγματικότητα. Και αυτό, κατά κάποιο τρόπο, είναι το μόνο θετικό πράγμα που μπορεί να εξαχθεί από την παρούσα κατάσταση: είναι πιθανό, αργότερα, οι άνθρωποι να αρχίσουν να αναρωτιούνται αν ο τρόπος που ζούσαν ήταν σωστός. Ο Agamben θέτει ένα άλλο ερώτημα, το οποίο οι πολλοί επικριτές αποφεύγουν προσεκτικά να απαντήσουν: τι είδους κοινωνία είναι αυτή που δεν έχει άλλη αξία από την επιβίωση, ή μάλλον, σύμφωνα με τα λόγια του Curzio Malaparte, το δέρμα; Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ να ζούμε σε αιώνια κρίση και αιώνια κατάσταση έκτακτης ανάγκης που δεν συνειδητοποιούμε ότι ζούμε σε «μια καθαρά βιολογική κατάσταση [που] έχει χάσει κάθε διάσταση, όχι μόνο κοινωνική και πολιτική, αλλά ακόμη και ανθρώπινη και συναισθηματική. Μια κοινωνία που ζει σε μια διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί να είναι μια ελεύθερη κοινωνία. Στην πραγματικότητα, ζούμε σε μια κοινωνία που έχει θυσιάσει την ελευθερία στους λεγόμενους «λόγους ασφαλείας» και έχει καταδικάσει τον εαυτό της να ζει σε μια διαρκή κατάσταση φόβου και ανασφάλειας, με μεγάλο κέρδος για την εξουσία.

Τελευταίος αλλά εξίσου σημαντικός, ο Agamben ρίχνει μια ματιά φωτός, ενώ οι ιερείς παραμένουν σιωπηλοί στα σκευοφυλάκιά τους, σχετικά με την τεράστια ανάγκη για θρησκεία που αποκαλύπτει η περίσταση. Μια ένδειξη αυτού, στον σφυροκοπημένο λόγο των μέσων ενημέρωσης, είναι η ορολογία δανεισμένη από το εσχατολογικό λεξιλόγιο που, για να περιγράψει το φαινόμενο, καταφεύγει εμμονικά, ειδικά στον αμερικανικό Τύπο, στη λέξη «αποκάλυψη» και επικαλείται, συχνά ρητά, το τέλος του κόσμου. «Είναι σαν η θρησκευτική ανάγκη, την οποία η Εκκλησία δεν είναι πλέον σε θέση να ικανοποιήσει, να ψάχνει για ένα άλλο μέρος και να το βρίσκει σε αυτό που έχει γίνει τώρα η de facto θρησκεία της εποχής μας: η επιστήμη. Αυτό, όπως και κάθε θρησκεία, μπορεί να προκαλέσει δεισιδαιμονία και φόβο ή, σε κάθε περίπτωση, να χρησιμοποιηθεί για τη διάδοσή τους. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε τέτοιο θέαμα, χαρακτηριστικό των θρησκειών σε περιόδους κρίσης, διαφορετικών και αντιφατικών απόψεων και συνταγών, που να κυμαίνεται από τη μειοψηφική αιρετική θέση (που εκπροσωπείται και από διακεκριμένους επιστήμονες) εκείνων που αρνούνται τη σοβαρότητα του φαινομένου μέχρι τον κυρίαρχο ορθόδοξο λόγο που το επιβεβαιώνει και, ωστόσο, συχνά αποκλίνει ριζικά ως προς τον τρόπο αντιμετώπισής του. Και, όπως πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, ορισμένοι ειδικοί ή αυτοαποκαλούμενοι εμπειρογνώμονες καταφέρνουν να εξασφαλίσουν την εύνοια του μονάρχη, ο οποίος, όπως στις ημέρες των θρησκευτικών διαφορών που δίχασαν τον χριστιανικό κόσμο, παίρνει θέση σύμφωνα με τα δικά του συμφέροντα για το ένα ή το άλλο ρεύμα και επιβάλλει τα μέτρα του. Μια άλλη τροφή για σκέψη είναι η προφανής κατάρρευση όλων των κοινών πεποιθήσεων και πεποιθήσεων. Φαίνεται ότι οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πλέον σε τίποτα – εκτός από τη γυμνή βιολογική ύπαρξη που πρέπει να σωθεί με κάθε κόστος. «Αλλά πάνω στο φόβο της απώλειας της ζωής μπορεί να θεμελιωθεί μόνο μια τυραννία, μόνο ο τερατώδης Λεβιάθαν με το τραβηγμένο σπαθί του». Σε μια πολύ πρόσφατη συνέντευξη, ο Agamben προχωρά περισσότερο. «Η επιστήμη είναι η θρησκεία της εποχής μας. Η αναλογία με τη θρησκεία πρέπει να ληφθεί κυριολεκτικά: οι θεολόγοι δήλωσαν ότι δεν μπορούσαν να ορίσουν με σαφήνεια τι είναι ο Θεός. (...) Οι ιολόγοι παραδέχονται ότι δεν γνωρίζουν ακριβώς τι είναι ένας ιός, αλλά στο όνομά του ισχυρίζονται ότι αποφασίζουν πώς πρέπει να ζουν οι άνθρωποι.

Επιστρέφουμε στον απελπισμένο αθεϊστή Χάιντεγκερ: μόνο ένας Θεός, όπως κι αν ονομάζεται, όπου κι αν βρίσκεται, μπορεί να μας σώσει, ακόμα κι αν η σωτηρία περιορίζεται στη σωτηρία του «δέρματος», εδώ και τώρα. Ο Μαλαπάρτε ξανά: «Τίποτα δεν μένει τότε εκτός από τον αγώνα για τη σωτηρία του δέρματος: όχι η ψυχή, όπως στο παρελθόν, ή η τιμή, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, αλλά το αηδιαστικό δέρμα». Η εξουσία το γνωρίζει αυτό και ενεργεί ανάλογα. Εν τω μεταξύ, εξαπολύει τα τσιράκια της σε φρενήρεις επιθέσεις εναντίον εκείνων που εκφράζουν αποκλίνουσες σκέψεις, οι οποίες έχουν γίνει βιαστικά ψεύτικες ειδήσεις, ψεύτικες ειδήσεις όπως οι διασπείροντες πανούκλα. Απόδειξη αυτού είναι η αντίδραση που εξαπολύθηκε εναντίον του Αγκάμπεν στον περίβολο της πολιτιστικής ορθοδοξίας. Ένας παρατηρητής επιλύει τη διαμάχη δηλώνοντας ότι, δεδομένου ότι η «κύρια προϋπόθεση» του Agamben, δηλαδή το προφανές αρχικό λάθος της υποτίμησης του Covid19, αποδείχθηκε ψευδής, οι επόμενες υποθέσεις είναι εξίσου ψευδείς. Ένα εξαιρετικό μέσο για να αποφευχθεί η αντιπαράθεση επί της ουσίας: η συνήθης δαιμονοποίηση του Άλλου, ένα σίγουρο σημάδι του ανθρωπολογικού ρατσισμού της kultura που δεν φείδεται ούτε της δικής της, όταν κάποιος επιτρέπει σκέψεις που δεν είναι πιστές στη γραμμή. Πιο ενδιαφέρουσα είναι η γνώμη του Paul Flores d'Arcais, του Ιακωβίνου του χάλυβα, του άφθαρτου Διαφωτισμού όπως ο Robespierre, ο οποίος ιερουργεί τις κοσμικές ομιλίες του από άμβωνες όπως Micromega, Repubblica και il Fatto. Ο τίτλος της ομιλίας του δείχνει ήδη την κομψότητα και την ισορροπία του Flores: τα παραληρήματα του Giorgio Agamben. Το να διαφωνείς είναι να κομπάζεις, καλό είναι να ξέρεις. Αυτή είναι η έγκυρη άποψη των υπερήφανων δημοκρατών. Αφού παρέθεσε τα λόγια του Walt Whitman για να υποστηρίξει ότι το σώμα και η ψυχή είναι ένα και το αυτό, ορίζει νηφάλια τις ιδέες του Agamben ως «πνευματικό περπάτημα σε τεντωμένο σχοινί, αντιεπιστημονικούς εξορκισμούς, ακόμη και να λάμπει σε μέτριες αυταπάτες ναρκισσισμού». Εάν οι λέξεις έχουν κάποιο νόημα, ο Agamben είναι τρελός και επίσης χοίρος, αφού το grufolare είναι ένα ρήμα που προορίζεται για χοίρους. «Περισσότερος διαφωτισμός, επιστήμη, έρευνα. Έχουμε βαρεθεί τις δεισιδαιμονίες, τους γκουρού και τους αγίους ανθρώπους», λέει ο διευθυντής της Micromega και ξεστομίζει ότι «η γνώση είναι αυτή των επιστημών, όχι των ονειρικών και μετα-θεολογικών προσαυξήσεων».

Η θρησκεία στην οποία είναι αφιερωμένος ο Flores είναι η θρησκεία του Διαφωτισμού της Θεάς της Λογικής και της Επιστήμης, πάντα με κεφαλαίο γράμμα, ειδικά σε περιόδους "ψευδών ειδήσεων, όπου δεν υπάρχει πλέον διάκριση μεταξύ αλήθειας και γνώμης", φορές στις οποίες είναι απαραίτητο να προφέρουμε κάποια "μέτρια αλήθεια", για παράδειγμα - κείμενο - "ότι η φιλοσοφία του Agamben "είναι μια φιλοσοφία του fuck". Εκτός από την οξφορδική λεπτότητα, πραγματικά αντάξια του υψηλού πολιτισμού, πιστεύαμε - εμείς οι φτωχοί παραπλανημένοι ανυποψίαστοι άνθρωποι - ότι σε μια δημοκρατία η γνώμη ήταν νόμιμη. Κάναμε λάθος: μόνο η «αλήθεια» που άνθισε στα χείλη του ίδιου του Φλόρες, των συνεργατών του ή, ακόμα καλύτερα, των επιστημόνων στους οποίους, όπως φαίνεται, πρέπει να εμπιστευτούμε το μέλλον μας, μετράει. Όλα πάνε καλά, σύμφωνα με τον Flores, εκτός από το γεγονός - πολύ ενοχλητικό στα μάτια του Saint Just of Micromega - ότι «ένας ξένος αρχηγός κράτους με λευκό κοστούμι (ο Πάπας) έχει τη δυνατότητα να περιπλανηθεί στη Ρώμη χωρίς λόγο, κατά παράβαση των θεσμοθετημένων διατάξεων». Εδώ είναι το πονόδοντο στο οποίο χτυπά η γλώσσα. Θεός και θρησκεία βγαίνουν από τη μέση, ο νόμος είναι νόμος, αφού έχει «διαταχθεί», δηλαδή επιβληθεί από την κυβέρνηση χωρίς την ενοχλητική κοινοβουλευτική ψηφοφορία. Η επιστήμη έχει διατάξει τον περιορισμό, και ο εγκλεισμός είναι, για όσο διάστημα επιθυμούν οι μεταμοντέρνοι αλχημιστές. Είναι το νέο Vox Dei, η φωνή μιας πολυθεϊστικής θρησκείας, αφού οι απόψεις των ειδικών είναι αντιφατικές και ποικίλες. Έτσι πρέπει να είναι. Είναι άνθρωποι που λογικεύονται και μερικές φορές κάνουν λάθη.

Ωστόσο, ενώ η γνώμη ενός μηχανικού είναι σίγουρα σημαντική στον τομέα των κατασκευών, κανείς δεν φαντάζεται την ανάθεση της σύνταξης σχεδίων ζωνών στο Τάγμα των Μηχανικών. Με τον ίδιο τρόπο, αν, όπως είπαμε προηγουμένως, έχουμε καθήκον να ακούσουμε την επιστήμη για τον Covid 19, να της παράσχουμε μέσα και βοήθεια, είναι η πολιτική, δηλαδή η πόλη, που πρέπει να αποφασίσει, εκτός από την περίοδο που είναι απολύτως απαραίτητη για την αναχαίτιση της έκτακτης ανάγκης. Μόνο ένας Θεός μπορεί να μας σώσει, αλλά δεν είναι το εμβόλιο, ο εργαλειακός λόγος, η τεχνολογία και ακόμη λιγότερη τεχνοκρατία. Η παγκοσμιοποιημένη, υπερ-συνδεδεμένη, επιταχυνόμενη από σπασμούς, υπερφιλελεύθερη κοινωνία μας είναι εγγενώς πανδημική. Εάν η δημοκρατία και το λεγόμενο κράτος δικαίου πρόκειται να επιβιώσουν από την τρέχουσα πίεση – η οποία δεν είναι καθόλου βέβαιη – θα πρέπει να επανεφεύρουν τα θεμέλιά της. Αυτό που μάθαμε είναι ότι μια δημοκρατία δεν μπορεί να καταπολεμήσει μια επιδημία χωρίς να πάψει να είναι και να αυτοαποκαλείται έτσι. Οι λαοί, ενστικτωδώς, το καταλαβαίνουν αυτό. Τη στιγμή που κάθε διαπροσωπική σχέση γίνεται συνώνυμη με τη μετάδοση, δεν υπάρχει πλέον ελευθερία και ούτε καν μέλλον ως ελεύθερα όντα. Το γεγονός ότι η επιστήμη μας επιβάλλει την απόσταση μπορεί να σώσει το τομάρι μας σήμερα, αλλά δεν κάνει την απώλεια δικαιωμάτων λιγότερο σοβαρή και την κυρίαρχη κοινωνική μηχανική της οποίας βλέπουμε τα χαρακτηριστικά λιγότερο απειλητική. Η ελευθερία αφορά το σώμα και την ψυχή μας, πέρα από τη βιολογική ζωή. Για το λόγο αυτό, είναι λογικό να ακούμε τον Giorgio Agamben και να χασμουριόμαστε στις κραυγές του Flores. Ένα γέλιο – πικρό, σαρδόνιο, αλλά και πάλι γέλιο – θα τον θάψει. Αυτό έλεγαν οι δάσκαλοί του το 1968. Είπαν επίσης απαγορεύεται η απαγόρευση. Διαφορετικοί χρόνοι, άλλοι ιοί.

Ρομπέρτο Πετσιόλι

π. Ν. Λουδοβίκος: H Ανάσταση και η κρίση του Ανθρωπισμού γ

 

π. Ν. Λουδοβίκος: H Ανάσταση και η κρίση του Ανθρωπισμού γ

https://www.youtube.com/watch?v=hdmWCtUM5kI


Μόνο ένας θεός μπορεί να μας σώσει

… Τι είναι αυτό όμως; Η ζωή του Θεού. Αν το διαβάσει κανείς, βοούν και λένε, τι βοούν και λένε; Αυτό που είπε ο Heidegger, που προσπαθούν να το κρύψουνε, λίγο πριν πεθάνει στον Spiegel, ε μόνο ένας θεός θα μας σώσει. Και το τι συκοφαντία έχει φάει αυτό, από ποιους; Από ανθρώπους που δεν έχουνε πλέον (δείχνει το κεφάλι του) τη δυνατότητα να πάνε παραπέρα και να καταλάβουνε. Μόνο ο θεός θα μας σώσει, γιατί το είπε αυτό ο Heidegger; Γιατί δεν είπε εγώ θα σας σώσω; …αυτό είπανε. Τα παραβλέπουν, τα βάζουν σε παρένθεση αυτά. Με ποια έννοια; Με την έννοια ότι το μεγάλο άνοιγμα προς τα έξω. Αυτό εννοούσε ο Heidegger. Δεν έκανε φθηνή θεολογία, δεν ήταν φθηνός ποτέ. Φθηνός δεν υπήρξε ο Heidegger. Λοιπόν, εννοούσε αυτό το πράγμα το μεγάλο έξω, αυτό είπε και ο Levinas, η εξωτερικότητα. Totalite infinit. Totalite είναι αυτό το κλείσιμο όλο, αυτό το χάλι, και infinit είναι το απόλυτο, τι είναι, η εξωτερικότητα. Και η σχέση με τον άλλο… βλέπετε κάνουμε ιστορία της φιλοσοφίας, ψυχολογίας και θεολογίας μαζί. Τι πράγματα έχουν κάνει, η ανθρωπότητα. Και όλα αυτά σήμερα πάνε στα σκουπίδια! Totalite infinit. Totalite είναι τούτο εδώ, εγώ και συ, να μην είμαι μόνος μου και να είμαι κλεισμένος μέσα στο αυτό…και το infinit είναι το…η συνάντηση με τον πραγματικό άλλο. Γιατί; Μέσα από τις μεγάλες αυτές, με τα μεγάλα του ανοίγματα αυτά, με πραγματική, αυθεντική σχέση μεταξύ συνειδήσεων, στην κυριολεξία φαίνεται το απόλυτο εκεί μέσα. Το απόλυτο μέσα στα πιο ασήμαντα πράγματα. Και ο Levinas είχε την φιλοσοφική ευαισθησία να το δει αυτό. Και δεν είναι τυχαίο ότι είναι μελετητής των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης, ο Levinas, όπως και ο Buber. Δεν ξέρω αν έχουμε δικαιολογία να είμαστε τόσο ανόητοι όσο είμαστε. Και έχω παράπονο σας είπα, και από ανθρώπους της Εκκλησίας, και από τους θεολόγους, οι οποίοι καθεύδουσι. Με πόνο το λέω. Δεν μ’ αρέσει. Εκτός από λίγους. Οι λίγοι αυτοί υπάρχουν, δόξα τω Θεώ. Αλλά γιατί να’ ναι λίγοι; Για τους άλλους είναι το θέμα αν θα’ μαστε, πως το λένε να χτυπιούνται εκεί με τα δόντια, να τρίζουν τα δόντια, αρπάζουν το δόγμα με τα δόντια και τρίζουν τα δόντια, φονταμενταλιστές δηλαδή. Που κοιτάνε, τι είπε τώρα ο πατήρ Λουδοβίκος, τι είπε, τι είπε, μήπως εννοεί, υπάρχει αίρεση, κάποια αίρεση εκεί κρυμμένη, κάτι υπάρχει, δεν είναι λόγος καρδιακός, αυτό είναι κάτι. Τι είναι;! Καρδιακός λόγος μου γράφει η άλλη από κάτω. Ε, ελπίζω νάναι αγιοπνευματικός. Ή ένας άλλος που μου γράφει, τώρα τελευταία στα σχόλια, τι θέση πήρε ο πατήρ Λουδοβίκος για τον εμβολιασμό, και δεν ξέρει καν τι θέση πήρα. Γιατί ο πατήρ Λουδοβίκος ήταν υπέρ του κλεισίματος των εκκλησιών; Δεν το’ πα ποτέ αυτό, έγραψα το αντίθετο. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μου, για την ανάδυση του βελούδινου ολοκληρωτισμού, γράφω ξεκάθαρα ότι διαφωνώ με το κλείσιμο των εκκλησιών. Το είχα πει. Και σε μια άλλη συνέντευξη μου στον «Κόσμο του Χρήματος», το περιοδικό, λέω ξεκάθαρα με επιχειρήματα ότι δεν έπρεπε ποτέ να κλείσουν οι Εκκλησίες… εγώ ήμουν υπέρ της ελευθερίας να αποφασίσει ο καθένας (για το εμβόλιο)… Όχι! Είναι ένας τύπος εκεί, δεν μπορώ να πω το όνομα του, και γράφει συνέχεια τις μπαρούφες αυτές. Χωρίς καν να μπει στον στοιχειώδη κόπο να δει τι λέει αυτός ο άνθρωπος που πυροβολώ εγώ συνέχεια. Ή ο άλλος τις προάλλες στην ομιλία εκεί κάτω, περίμενε, μη ακούγοντας τίποτα απ’ ότι λες, να ακούσει το τόσο δα, και να ορμήξει, και αυτοί είναι και ψυχοπαθείς μερικοί από αυτούς είναι ανοικτά ψυχοπαθείς. Πως μπορώ να το ξέρω; Το βλέπω στη συμπεριφορά τους. Το θέμα είναι ότι αυτό θεωρείται ότι είναι αυθεντική ορθοδοξία. Άκουσον, άκουσον. Διαβάζουν μέσα εκεί και τους αγίους Πορφυρίους και Παΐσίους και τους εξευτελίζουν και αυτούς.

Τσοβόλα δώστα όλα ως άλλοθι αυτοδιάλυσης

Και από την άλλη, αυτό είναι ο συντηρητικός προτεσταντισμός, από την άλλη είναι ο φιλελεύθερος προτεσταντισμός. Δώστα όλα, Τσοβόλα δώστα όλα, που λέει ο Παπανδρέου. Θεός σχωρέστον. Και εκεί αναλαμβάνουν τα περιοδικά να μας πούνε τι δεν κάναμε ακόμα. Για να το κάνουμε. Και αυτό για να γίνει η Εκκλησία δεκτή. Δεκτή από ποιον; Απ’ τον άνθρωπο που δεν έχει κανένα ορίζοντα νοήματος; Που δεν έχει καμιά δυνατότητα ερμηνείας, να του επιβεβαιώσω τι; Ότι κάνει καλά που ζει, να μην πω τι. Τη ζωή που ζει; Αυτόν τον ενδιαφέρει; Τι είναι, ένα άλλοθι αυτοδιάλυσης; Γι’ αυτό ήρθε ο Χριστός στον κόσμο; Και όμως πολλοί θεολόγοι θεωρούν καθήκον τους να ενισχύσουν αυτό το πράγμα. Και μη τυχόν, και νάμαστε όλοι και προσέξτε μη χάσετε την ευαισθησία σας…όλα ναι, όλα ναι. Τι όλα ναι ναι ναι; Και στον διάβολο ακόμα αν εμφανιστεί, αν υποτεθεί ότι,… και την ύπαρξη του αμφιβάλλουμε, λέμε τώρα όμως. Όχι εγώ, άλλοι την αμφιβάλλουν. Και λένε, να πούμε και σε αυτόν ένα μεγάλο ναι, γιατί όχι. Και βέβαια είναι η αποκατάσταση των πάντων. Θεός είναι αυτός, τέτοιος κακός Θεός πια;! (όλα αυτά τα λέει με ειρωνία). Το έχω πει πολλές φορές, αλλά δεν γίνεται κατανοητό.

Κολάζει ο θεός;

Εγώ έχω φτάσει να θεωρώ, μαζί με κάποιους άλλους, ότι όταν λέει ο Χριστός, η κόλαση είναι τω διαβόλω, τω διαβόλω είναι δοτική του ποιητικού αιτίου, αλλιώς δεν μπορώ να εξηγήσω την παμπατερική γραμμή ότι ο Θεός δεν κολάζει. Αν δεν κολάζει ο Θεός, ποιος έχει κάνει την κόλαση, ο Θεός; Που δεν κολάζει. Εσείς άμα δεν έχετε να κολάσετε κάποιον του φτιάχνετε …όχι. Ποιος την φτιάχνει; Ο διάβολος την φτιάχνει. Γι’ αυτό με ρωτούσαν βλακωδώς μερικοί, συγχωρέστε με που μιλάω έτσι, δε θα ίσως, αλλά πονάω και τα λέω αυτά, γιατί; Διότι έχουμε καταποντιστεί στο τίποτα. Πότε θα τελειώσει η κόλαση; Λέω όποτε θέλει ο διάβολος. Ναι. Όποτε θέλει ο διάβολος, τότε θα τελειώσει η κόλαση. Αφού τα ξέρουμε αυτά. Αν θέλει ο διάβολος, τελειώνει και σήμερα. Τελειώνει. Ήταν και ιερωμένος αυτός και με κοίταγε με μάτια έτσι ανοιχτά. Δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Δεν είναι το μόνο πράγμα που δεν έχουμε κάνει τον κόπο να σκεφθούμε. Η κόλαση είναι άρνηση της ευχαριστίας. Αυτό είναι. Είναι η άρνηση του διαλόγου αυτού. Εγώ θα στήσω την αυτή μου, τη στήνεις, προχωρείς. Τι θα κάνει ο Θεός, θα σε κάνει ποτήρι; Και θα σε σώσει με το ζόρι; Αν σε σώσει με το ζόρι, είσαι ποτήρι πια. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Χθες με ρωτούσε ένας ιερωμένος, απ’ τους καλούς ιερωμένους, γιατί τα ζώα δεν ζουν στον παράδεισο; Μα το ζώο αν τεθεί για τη βασιλεία του Θεού το ερώτημα, θα σου πει, τι είναι αυτό; Η αιωνιότητα; Του λέω τα ζώα είναι αιώνια. Τι είπατε μου λέει!; Αφού ζουν το τώρα. Δεν κάνει προβολή στο μέλλον το ζώο. Εμείς χωρίς αυτή την προβολή στο μέλλον δεν υπάρχουμε.

Είπαμε μερικά πράγματα για την Ανάσταση, είπατε μερικά πράγματα για τον ανθρωπισμό, τι άλλα θέματα θίγετε έτσι στο βιβλίο;

Αυτό το βιβλίο έχει μια ιδιομορφία. Αποτελείται από διαλόγους στο μεγάλο βαθμό του. Αυτό που λέμε συνεντεύξεις. Με ανθρώπους του γενικού δημοσιογραφικού χώρου, που θεωρώ αξιόλογους, και έχουν αξιόλογα ερωτήματα να θέσουν. Οι συνεντεύξεις αυτές έχουν υποστεί πολλή επεξεργασία, όσοι τις άκουσαν ή τις διάβασαν, θα δουν εδώ κάτι πολύ περισσότερο. Μερικές μάλιστα πάρα πολύ. Και εξετάζω ακριβώς το ερώτημα της κρίσης του ανθρωπισμού. Ας πούμε ξεκινώ με τις αντιλήψεις της Δύσης περί Διαφωτισμού και παιδείας…είναι διαλογική η μορφή, είναι και κάπως ακαδημαϊκός ο χαρακτήρας…και το τελικό ζήτημα είναι αυτό: η δυσκολία που έχουμε σήμερα να αρθρώσουμε έναν ανθρωπισμό, και πως αυτό γεννήθηκε, πως εξελίχθηκε, πως προχώρησε, ειδικά απ’ τον Διαφωτισμό και μετά. Και πως σήμερα υπάρχει πιθανότητα να το ξανά βρούμε και να το προχωρήσουμε κιόλας. Δεν είναι επανάληψη η αλήθεια. Η αλήθεια είναι πάντοτε καινούργια και πάντοτε σημερινή. Γι’ αυτό είχε δίκαιο ο Ρεμπώ, όταν είπε ότι την αλήθεια την κρατάμε ….μέσα σε μια ψυχή και ένα σώμα, έτσι. Είναι ψυχοσωματική η αλήθεια. Είναι αυτό που με κάνει να ζω τώρα, σήμερα. Μου δίνει την αίσθηση, την περιοπή του ανθρώπου, της εικόνας του Θεού, που είμαι. Τι σημαίνει εικόνα Θεού άραγε; Πάνε να ξεχαστούνε.

Μην υπερτιμάς τον άνθρωπο

Και πραγματικά με την έννοια αυτή, το περί Χριστού είναι, όπως λέγαμε προηγουμένως, σκάνδαλο και μωρία. Με ένα ελαφρώς παρηλλαγμένο τρόπο. Σκάνδαλο με την έννοια ότι, είναι δυνατόν ο Θεός να ασχολείται με αυτό το φθηνό πλάσμα που θέλω εγώ να είμαι; Το είπε αυτό ο μεγάλος ιεροεξεταστής στον Ντοστγιέφσκι, και του λέει του Χριστού, μην υπερτιμάς τον άνθρωπο τόσο πολύ, πέντε πραγματάκια θέλει, τα οποία εμείς τα ξέρουμε. Όλοι οι ολοκληρωτισμοί αυτό λένε, ότι ξέρουμε τι έχει ανάγκη ο άνθρωπος. Και αυτό είναι ένα δυο τρία πράγματα, αυτά. Αν τα περισσότερα κάπως τα θέλει, έχουμε το τρελάδικο, έχουμε και τον κοινωνικό αποκλεισμό, έχουμε τα δικαστήρια που σε λίγο θα απαγορεύουν και να δείξουμε, …αν αυτό ενοχλεί μια αγελάδα στο λιβάδι. Και αυτή είναι ον ίδιο με μας.

Τα δικαιώματα των ζώων και των ρομπότ


Ξέρετε ότι σήμερα πολλοί οικολόγοι, και όχι οικολόγοι μόνο, πολλοί άνθρωποι, θεωρούν ότι τα ζώα έχουν ίδια δικαιώματα με τους ανθρώπους, εντελώς ίδια. Έχουν δικαιώματα, αλλά καταλαβαίνετε; Αυτός είναι σκύλος, σου λέει. Και τι διαφέρει από σένα. Και την απάντηση δεν μπορούν να την βρούνε. Σε ένα συνέδριο ρωτούσαν, και τα ζώα δεν είναι εικόνες του Θεού. Ε, όλη η κτίση διατηρεί ένα εικονισμό του Θεού, αυτό το λέει ο Άγιος Μάξιμος, αλλά άλλο πράγμα είμαι εγώ τώρα όπως εικονίζομαι στο γιο μου, και άλλο πράγμα πως εικονίζομαι στο φαΐ που τρώω το μεσημέρι, και φτιάχνω να φάω ας πούμε. Καταλάβατε; Η μία είναι κατά φύσιν εικόνα, ναι ή όχι; Ενώ το άλλο είναι κάτι το οποίο μπορώ να κάνω και χωρίς αυτό, ναι ή όχι; Αυτό το πράγμα όμως, η εικονική υφή του ανθρώπου, εκτός και αν θεωρούμε ότι, η εικόνα του θα γίνει, όπως προέβλεψε, προφήτεψε ο Heidegger, οι μηχανές του. Μπορεί να είμαστε εικόνα των μηχανών μας. Αυτό ο Heidegger το θεώρησε και ως τέλος για την ανθρωπότητα, να ξέρετε. Διότι τότε δε θα θέτουμε το ερώτημα περί του όντος εμείς, αλλά οι μηχανές. Οι μηχανές θέτουν το ερώτημα. Θα φτάσουμε εμείς κάποια στιγμή να θεωρούμε ίσως το ερώτημα ως προσβολή της προσωπικότητας του ρομπότ. Το ότι ξερνώ το αρνούμαι, του ρίχνω καμιά σπρωξιά να πάει πάρα πέρα. Νομίζω ότι κινδυνεύουμε. Οι ασκοί του Αιόλου έχουν ανοίξει. Και είπαμε και στο θέμα του γάμου, λέγαμε τις προάλλες, και λοιπά. Και θα γίνουν αυτά, αυτά έχουν ξεκινήσει ήδη, σε άλλες χώρες. Έρχεται κάποιος και λέει, εγώ θέλω πέντε γυναίκες, και αυτές με θέλουνε. Ή θέλω δυο γυναίκες και δυο άντρες. Πως να του πεις όχι, για ποιο λόγο όχι; Είμαι συγγενής, είμαι ζώο και είμαι ρομπότ. Αυτή η σοφία πολύ μ’ αρέσει. Κάθε φορά που την ακούω μένω μαγεμένος. Σκυλί, τέλεια γυναίκα. Θα σου λέει συνέχεια ναι. Σκέψου, συνέχεια ναι! Θα σου κάνει ότι θέλεις, θα μαντεύει τις επιθυμίες σου, θα σου μαγειρεύει τέλεια, θα συζητάει σε πολύ high level. Δεν κατάλαβα, σε πειράζει; Θα είναι και άφθαρτη. …και πάντα νέα. Νομίζω είναι πολύ δελεαστική πρόταση, και θα το εισηγηθώ την κατάλληλη στιγμή, ότι θα λύσει πάρα πολλά προβλήματα (γελάει), ούτε γυναικοκτονίες, ούτε διαζύγια, …και κακώς μιλάμε γι’ αυτά, όλη ανθρωπότητα έχει πέσει έξω και να τα πετάξουμε στα σκουπίδια, και να πέσουμε με τα μούτρα στην βελτίωση της τεχνικής.

Ελπίζω να μην πάρει κάποιος τα αποσπάσματα αυτά, και να συγκρατήσει μόνο..

(π.Λουδοβίκος) Γι’ αυτό θέλω να το γράφει. Υπάρχουν πάντοτε άνθρωποι οι οποίοι είναι ενδεείς φρενών. Κάποτε μιλούσα για ένα τέτοιο με τον πατέρα Παΐσιο, και μου λέει, παιδάκι μου, άλλο ευλαβής και άλλο αβλαβής. Είναι μερικοί που είναι βλαφθέντες, δεν μπορούμε να προσαρμόσουμε την ύπαρξη μας, στο να καταλάβει κάποιος, ο οποίος δε θέλει να καταλάβει. Και δε θέλει να καταλάβει, διότι θεωρεί ότι δεν έχει τίποτα να καταλάβει. Και δεν εκτιμάει τον αγώνα, και τον κόπο και τη δουλειά του άλλου. Δεν την εκτιμάει. Εδώ βλέπω ανθρώπους που μου κάνουν θεολογική και φιλοσοφική κριτική από κάτω, και οι άνθρωποι δεν έχουν ανοίξει βιβλίο. Μου έλεγε ένας τις προάλλες, δε θυμάμαι το όνομα του, για γέλια, για κλάματα, και έλεγε, αυτά που λέει, λέει αυτός, είναι πυροτεχνήματα. Και έλεγε…εεε, δεν υπάρχει διάκριση υποστάσεως στο Θεό, ούτε ο Θεός έχει να κάνει, η γέννηση του Υιού με εκχώρηση της ουσίας. Αυτά τα λέει ο Δαμασκηνός όμως. Και από αυτά που διάβασα, αυτός είναι αγράμματος. Αλλά έχει τεράστια αυτοπεποίθηση. Σου λέει, κάποιοι θα με πιστέψουν, και εγώ θα τη βγάλω ψυχολογικά για κάποιες ημέρες, ότι χτύπησα τον Λουδοβίκο ας πούμε, και είμαι κάποιος. Ενώ ο Λουδοβίκος βλέπει ότι είσαι για κλάματα. Έτσι. Και ούτε αξίζει να τους απαντήσει κανείς σ’ αυτούς, γιατί και αυτό το θεωρούν πολύ μεγάλη τιμή. Και υπάρχουν άνθρωποι τους οποίους ευχαριστώ, οι οποίοι έχουν σοβαρότητα. Υπάρχουν. Και κοιτούν να καταλάβουν το βάθος αυτών που λες, και ευτυχώς που υπάρχουνε και αυτοί. Αλλά υπάρχουν πάντοτε και οι άλλοι, οι οποίοι νοσούν, είτε πνευματικά, είτε ψυχολογικά, είτε και τα δυο, το πιο σύνηθες. Αλλά εντάξει, δεν είναι το θέμα αυτό. Το λέω με αφορμή αυτού που είπατε τώρα.


Οι γκουρού της τεχνολογίας ως νήπια

Αλλά νομίζω ότι αυτό που λέω εγώ, που είπα για την τεχνολογία, κάποιοι από τους μεγάλους γκουρού της τεχνολογίας, το πιστεύουν ακριβώς έτσι. Είναι πολλοί από αυτούς όμως, τους γκουρού της τεχνολογίας, οι οποίοι αυτό ακριβώς πιστεύουνε. Και αν τους είχαμε εδώ, θα μας λέγανε, έχουμε τη δυνατότητα να λύσουμε τα προβλήματα μας όλα.

Το πιστεύουν σαν σοβαρή εναλλακτική πρόταση;

Σαν σοβαρή πρόταση το πιστεύουν. Πιστέψτε με. Έχει τύχει να κουβεντιάσω…πάρα πολλοί, από αυτούς που ασχολούνται με την προηγμένη τεχνολογία, έχουν πνευματικότητα νηπιακή, σε σημείο που πρέπει να …αν σκεφτείτε όμως ότι αυτοί βγάζουν τα προϊόντα αυτά, και τα διαθέτουν, και πέρα απ’ τα επιχειρήματα, αν τα διαθέσουν σε μια τιμή, η οποία είναι προσιτή, ξέρετε πόσοι θα έχουν τον πειρασμό να τα πάρουνε. Ποιος; Εδώ οι πάντες έχουν αποφασίσει ότι δεν υπάρχει ψυχή. Άψυχος είμαι εγώ, άψυχος είσαι και εσύ, παίρνεις το ρομπότ, μια χαρά περνάμε. Το ρομπότ θα λέει αυτά που θες. Σας λέω, είναι ιδεώδεις καταστάσεις. Θα κάνω και δυο κουτσούβελα, τα οποία και αυτά θα μεγαλώνουν τεχνητώς, και ο μηχανικός θα τα φτιάχνει και λίγο πιο μεγάλα, και λίγο πιο μεγάλα, και θα περνάς ζωή χαρισάμενη. Και θα πιάνεις τους φιλοσόφους, και τους θεολόγους, και τους ψυχολόγους και τους κοινωνιολόγους, όλοι αυτοί θα αχρηστευθούν, πάντες. Θα ψάχνουν να βρουν δουλειά. Και οι παπάδες βέβαια. Κατά τη γνώμη αυτονών. Αλλά σας είπα, τα δυο αυτά όντα, το ρομποτάκι και ο ανθρωπάκος, δεν υπάρχουν. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα.

Διεξάγουν το μηδέν τους

Το καταλαβαίνεις με μια ματιά αυτό. Δεν έχουν καμιά δυνατότητα αναφοράς σε κανένα απόλυτο. Διεξάγουν το μηδέν τους. Διεξάγουν την απέραντη τους κατάθλιψη. Γιατί αν δεν υπάρχει ανακάλυψη άλλος προς άλλος, προς ανακάλυψη, καμιά ευτυχία και καμιά αυτοεκτίμηση δεν έχω. Αυτό είναι ένα απ’ τα διδάγματα της ψυχολογίας. Αν εγώ καταφέρω να κάνω μια φιλία, και να δουλεύει αυτή η φιλία, αυτό μου φέρνει feedback εμένα. Και το feedback λέγεται αυτοεκτίμηση, είναι το αντίθετο της κατάθλιψης. Αν εγώ με τη γυναίκα μου ή με τα παιδιά μου καταφέρω να έχω ένα επίπεδο επικοινωνίας και σχέσης τέτοιο, που να είναι ο άλλος παρών και εγώ παρών, και να δοξάζουμε και οι δυο τις δυσκολίες μας τις ανθρώπινες, αυτό είναι πηγή ευτυχίας, για μένα. Αν δεν διεξάγω κανένα τέτοιον αγώνα, και χρησιμοποιώ απέναντι μου ένα μηχάνημα, για να ικανοποιήσω ότι χειρότερο έχω μέσα μου, αυτό το πράγμα είναι η ουσία της κατάθλιψης. Δεν υπάρχει κανένας ορίζοντας ελευθερίας, καταλάβατε; Η χαρά μου είναι να αγαπιέμαι από κάποιον που είναι ελεύθερος, να μη μ’ αγαπήσει!

Ο ένας δρόμος θέλει κόπο, προσπάθεια. Ο άλλος απλώς ένα κουμπί.

Όταν το άλλο το άψυχο ον μου λέει, κοίταξε, σ’ αγαπώ, και σ’ αγαπώ τετράκις, είσαι ο καλύτερος της γης, ο πιο ωραίος άνδρας, ο πιο τέλειος…κάποια στιγμή αυτό θα μου φέρει βαρύτατη, βαθιά κατάθλιψη. Γι’ αυτό και ο Aldus Huxley, που μίλησε για τον νέο κόσμο, είπε: το απόγευμα θέλει ναρκωτικό, το πρωί έτσι. Το απόγευμα ναρκωτικό για να αντέξεις. Και να μπορείς να κοιμηθείς και την νύχτα.

[Σημείωση για τον όρο Feedback: μηχανισμός ανατροφοδότησης αυτορρυθμιζόμενων συστημάτων, που βασίζεται σε μια αλυσίδα αιτίας-αποτελέσματος, που δημιουργεί ένα κύκλωμα ή βρόχο. Πολύ διάσημη πρακτική εφαρμογή Centrifugal Governor, που ρύθμιζε τη λειτουργία των ατμομηχανών του James Watt. Είναι μια βασική έννοια της κυβερνητικής]

Συνεχίζεται

ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ, Η ΑΝΟΙΧΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΣΟΡΟΣ, Η ΑΝΟΙΧΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΠΠΕΡ. Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΣΟΒΑΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΟΣΟΙ ΔΙΑΦΩΝΟΥΝ ΕΙΝΑΙ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΙ ΕΠΙΔΕΙΞΙΕΣ. 

ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΗ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΟΗΜΑ. ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΚΑΤΗΡΓΗΣΕ Ο ΠΟΠΠΕΡ ΚΑΙ ΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΣΤΟΝ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ ΝΑ ΟΝΟΜΑΖΕΙ ΛΟΓΟ ΤΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ. 

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΑΙΩΝΟΣ, ΟΧΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.

Η ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΓΩ - JEAN-PAUL SARTRE (2)

Συνέχεια από:  Τετάρτη 29 Μαίου 2024

Η υπερβατικότητα του Ego

I. Το Εγώ και το Εγώ (Moi)

Α) Θεωρία της τυπικής παρουσίας του Εγώ (συνέχεια)

Αν εγκαταλείψουμε όλες τις ερμηνείες, τις λίγο ως πολύ βεβιασμένες, που οι νεοκαντιανοί έδωσαν στο «Εγώ Σκέπτομαι» και θελήσουμε παραταύτα να λύσουμε το πρόβλημα της εν τοις πράγμασι ύπαρξης του Εγώ στη συνείδηση, θα συναντήσουμε στο δρόμο μας τη φαινομενολογία του Χούσερλ. Η φαινομενολογία είναι επιστημονική και όχι κριτική σπουδή της συνείδησης. Η βασική διαδικασία της είναι η εποπτεία. Η εποπτεία, σύμφωνα με τον Χούσερλ, μας θέτει επί παρουσία του πράγματος [7]. Θα πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε ότι η φαινομενολογία είναι μια επιστήμη του γεγονότος και ότι τα προβλήματα που θέτει είναι προβλήματα του τι ισχύει εν τοις πράγμασι*, όπως επίσης μπορούμε να το καταλάβουμε λαμβάνοντας υπ' όψη μας ότι ο Χούσερλ την ονομάζει περιγραφική επιστήμη. Τα προβλήματα των σχέσεων του Εγώ προς τη συνείδηση είναι λοιπόν προβλήματα της ύπαρξης. Την υπερβατολογική συνείδηση του Καντ ο Χούσερλ την ξαναβρίσκει και τη συλλαμβάνει με την εποχή [8]. Αλλά αυτή η συνείδηση δεν είναι πλέον ένα σύνολο λογικών συνθηκών, είναι ένα απόλυτο γεγονός. Δεν είναι πλέον μια υπόσταση που θα έπρεπε να υπάρχει, ένα ασυνείδητο που αιωρείται ανάμεσα στο πραγματικό και στο ιδεατό. Είναι μια συνείδηση πραγματική, προσβάσιμη από τον καθένα μας, εφόσον έχει τελέσει την «αναγωγή». Βεβαίως, αυτή ακριβώς είναι η συνείδηση που συγκροτεί την εμπειρική μας συνείδηση, αυτήν την «εν τω κόσμω» συνείδηση, αυτήν την συνείδηση με το ψυχικό και ψυχοφυσικό της «εγώ» [moi]. Όσο μας αφορά, πιστεύουμε ευχαρίστως στην ύπαρξη μιάς συγκροτησιακής συνείδησης. Ακολουθούμε τον Χούσερλ σε κάθε μια από τις θαυμαστές περιγραφές του, όπου μας δείχνει πως η υπερβατολογική συνείδηση συγκροτεί τον κόσμο καθώς εγκλωβίζεται μέσα στην εμπειρική συνείδηση. Όπως εκείνος, είμαστε πεπεισμένοι ότι το ψυχικό και ψυχοφυσικό μας εγώ [moi] είναι ένα υπερβατικό αντικείμενο που υπόκειται στην εποχή. Θέτουμε όμως στον εαυτό μας το εξής ερώτημα: αυτό το ψυχικό και ψυχοφυσικό εγώ [moi] δεν είναι αρκετό; Πρέπει να το υποκαταστήσουμε με ένα υπερβατολογικό Εγώ, μια δομή της απόλυτης συνείδησης; Ας δούμε τι συνεπάγεται η απάντηση. Αν είναι αρνητική, έπεται ότι:
1. Το υπερβατολογικό πεδίο γίνεται απρόσωπο ή, αν προτιμούμε, «προπροσωπικό», είναι χωρίς Εγώ·
2. Το Εγώ δεν εμφανίζεται παρά μόνο στο επίπεδο της ανθρωπότητας, και δεν είναι παρά μία όψη του Εγώ [Moi], η δρώσα όψη του·
3. Το Εγώ Σκέπτομαι μπορεί να συνοδεύει τις παραστάσεις μας διότι εμφανίζεται σ' ένα βάθος ενότητας στη δημιουργία της οποίας δεν συνέβαλε, και αυτή η πρότερη ενότητα είναι, αντιθέτως, που το καθιστά δυνατό·
4. Θα ήταν θεμιτό να αναρωτηθούμε αν η προσωπικότητα (ακόμα και η αφηρημένη προσωπικότητα ενός Εγώ) είναι ένα αναγκαίο συνοδευτικό μιάς συνείδησης, και αν δεν γίνεται, να συλλάβουμε συνειδήσεις απολύτως απρόσωπες.

Ο Χούσερλ, όμως, απάντησε στο ερώτημα. Έχοντας προηγουμένως θεωρήσει ότι το Εγώ [Μοί] είναι ένα υπερβατικό και συνθετικό παράγωγο της συνείδησης (στις Λογικές Έρευνες) [9], επανήλθε στις Ιδέες [10] στην κλασική θέση ενός υπερβατολογικού Εγώ που υποτίθεται ότι βρίσκεται πίσω από κάθε συνείδηση, το οποίο είναι μια αναγκαία δομή αυτών των συνειδήσεων, που οι ακτίνες του (Ichstrahl) θα πέφτουν πάνω σε κάθε φαινόμενο που πρόκειται να εμφανιστεί στο πεδίο της προσοχής μας. Έτσι, η υπερβατολογική συνείδηση γίνεται αυστηρά προσωπική. Η αντίληψη αυτή ήταν αναγκαία; Είναι συμβατή με τον ορισμό που ο ίδιος ο Χούσερλ έδωσε στη συνείδηση;

Συνήθως πιστεύουμε ότι η ύπαρξη ενός υπερβατολογικού Εγώ δικαιολογείται από την ανάγκη ενότητας και ατομικότητας της συνείδησης. Είναι επειδή όλες οι αντιλήψεις και οι σκέψεις μου αναφέρονται σ' αυτή τη μόνιμη εστία, που η συνείδησή μου είναι ενοποιημένη. Λόγω του ότι εγώ μπορώ να πω η συνείδησή μου και ο Πέτρος και ο Παύλος μπορούν επίσης να μιλούν για τις συνειδήσεις τους, οι συνειδήσεις αυτές διακρίνονται μεταξύ τους. Το Εγώ είναι παραγωγός εσωτερικότητας. Είναι όμως βέβαιο ότι η φαινομενολογία δεν έχει ανάγκη να ανατρέξει σ᾽ αυτό το ενοποιό και εξατομικευτικό Εγώ. Στην πραγματικότητα, η συνείδηση ορίζεται από την αποβλεπτικότητα. Με την αποβλεπτικότητα υπερβαίνει τον εαυτό της, ενοποιείται διαφεύγοντας εαυτήν. Η ενότητα των χιλίων δρωσών συνειδήσεων με τις οποίες πρόσθεσα, προσθέτω και θα προσθέτω δύο και δύο για να κάνουν τέσσερα, είναι το υπερβατικό αντικείμενο «δύο και δύο κάνουν τέσσερα». Χωρίς τη μονιμότητα αυτής της αιώνιας αλήθειας, θα ήταν αδύνατο να συλλάβουμε μια πραγματική ενότητα και θα υπήρχαν τόσες μη-αναγώγιμες [αριθμητικές] πράξεις όσες και συνειδήσεις που τελούν [αριθμητικές] πράξεις. Ενδέχεται αυτοί που θεωρούν το «2 και 2 κάνουν 4» ως περιεχόμενο της αναπαράστασής μου, να είναι υποχρεωμένοι να ανατρέξουν σε μια υπερβατολογική και υποκειμενική αρχή ενοποίησης που σε αυτή την περίπτωση θα είναι το Εγώ. Όμως ο Χούσερλ δεν έχει ανάγκη από κάτι τέτοιο. Το αντικείμενο είναι υπερβατικό ως προς τις συνειδήσεις που το συλλαμβάνουν και σ' αυτό βρίσκεται η ενότητά τους. Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να πεί ότι είναι αναγκαία μια αρχή ενότητας μέσα στη διάρκεια, έτσι ώστε η συνεχής ροή των συνειδήσεων να είναι ικανή να θέτει υπερβατικά αντικείμενα εκτός εαυτής [11]. Πρέπει οι συνειδήσεις να είναι αέναες συνθέσεις των παρελθουσών συνειδήσεων και της ενεστώσας συνείδησης. Αυτό είναι ακριβές. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο Χούσερλ, που ερεύνησε αυτή την υποκειμενική ενοποίηση των συνειδήσεων στη μελέτη του Η Εσωτερική Συνείδηση του Χρόνου [12], δεν προσέφυγε ποτέ σε μια συνθετική δύναμη του Εγώ. Η συνείδηση είναι που ενοποιεί εαυτήν και συγκεκριμένα, μέσω ενός παιχνιδιού «εγκάρσιων» αποβλέψεων, οι οποίες είναι συγκεκριμένες και πραγματικές συγκρατήσεις προηγούμενων συνειδήσεων. Έτσι, η συνείδηση παραπέμπει αέναα στον εαυτό της –λέγοντας «μια συνείδηση» μιλάμε για ολόκληρη τη συνείδηση, και αυτή η μοναδική ιδιότητα ανήκει στην ίδια τη συνείδηση– όποιες κι αν είναι οι λοιπές σχέσεις της με το Εγώ, κατά τα λοιπά. Στους Καρτεσιανούς Στοχασμούς φαίνεται ότι ο Χούσερλ έχει διατηρήσει εξ ολοκλήρου αυτή την αντίληψη της συνείδησης που ενοποιείται μέσα στο χρόνο [13]. Από μιάν άλλη σκοπιά, η ατομικότητα της συνείδησης προέρχεται εμφανώς από τη φύση της συνείδησης. Η συνείδηση δεν μπορεί να περιοριστεί (όπως η υπόσταση του Σπινόζα)[14] παρά μόνο από την ίδια. Συγκροτεί έτσι μια συνθετική και ατομική ολότητα, πλήρως απομονωμένη από τις άλλες ολότητες του ίδιου τύπου, και το Εγώ δεν μπορεί βεβαίως να είναι κάτι άλλο από μια έκφραση (και όχι μια συνθήκη) αυτής της μη-επικοινωνησιμότητας και εσωτερικότητας των συνειδήσεων [15]. Μπορούμε λοιπόν να απαντήσουμε χωρίς δισταγμό: η φαινομενολογική αντίληψη της συνείδησης καθιστά τον ενοποιητικό και εξατομικευτικό ρόλο του Εγώ εντελώς άχρηστο. Αντιθέτως, η συνείδηση είναι εκείνη που κάνει δυνατή την ενότητα και την προσωπικότητα του Εγώ μου. Και έτσι το υπερβατολογικό Εγώ δεν έχει λόγο ύπαρξης [16].

Εξ άλλου, αυτό το περιττό Εγώ είναι βλαπτικό. Αν υπήρχε, θα αποσπούσε βίαια τη συνείδηση από τον εαυτό της, θα την τεμάχιζε, θα γλίστραγε μέσα σε κάθε συνείδηση σαν μια αδιαφανής λεπίδα. Το υπερβατολογικό Εγώ είναι ο θάνατος της συνείδησης. Στην πραγματικότητα, η ύπαρξη της συνείδησης είναι ένα απόλυτο, διότι η συνείδηση είναι συνείδηση εαυτής. Πράγμα που σημαίνει ότι το είδος της ύπαρξης της συνείδησης είναι να αποτελεί συνείδηση εαυτής. Και λαμβάνει συνείδηση εαυτής, στο μέτρο που είναι συνείδηση ενός υπερβατικού αντικειμένου. Όλα λοιπόν είναι καθαρά και φαεινά στη συνείδηση: το αντικείμενο είναι ενώπιόν της με τη χαρακτηριστική του αδιαφάνεια, αλλά εκείνη είναι αμιγώς και απλά συνείδηση του ότι είναι συνείδηση αυτού του αντικείμενου, αυτός είναι ο νόμος της ύπαρξής του. Πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτή η συνείδηση της συνείδησης –πέρα από περιπτώσεις ανασκοπημένων συνειδήσεων, στις οποίες και θα αναφερθούμε ιδιαιτέρως σε λίγο– δεν είναι θέτουσα, δηλαδή η συνείδηση δεν είναι προς αυτή την ίδια το αντικείμενό της. Το αντικείμενό της είναι φύσει εκτός εαυτής και για τούτο με μία και την αυτή κίνηση το θέτει και το συλλαμβάνει. Η ίδια δεν γνωρίζει εαυτήν παρά σαν απόλυτη εσωτερικότητα. Μια τέτοια συνείδηση θα την ονομάσουμε πρωτοβάθμια η μη-ανασκοπημένη συνείδηση. Θέτουμε το ερώτημα: υπάρχει θέση για ένα Εγώ σε μια τέτοια συνείδηση; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: προφανώς όχι. Πράγματι, αυτό το Εγώ δεν είναι ούτε αντικείμενο της συνείδησης (γιατί εξ υποθέσεως είναι κάτι εσωτερικό) ούτε ανήκει στη συνείδηση, εφόσον είναι κάτι για τη συνείδηση, ούτε μια διαφανής ποιότητα της συνείδησης, αλλά κατά κάποιον τρόπο κάτοικος [της συνείδησης]. Στην πραγματικότητα, το Εγώ, με την προσωπικότητά του, όσο τυπικό και όσο αφηρημένο κι αν το θεωρήσουμε, είναι ένα κέντρο αδιαφάνειας. Είναι για το συγκεκριμένο και ψυχοφυσικό εγώ [moi] ο,τι είναι το σημείο ως προς τις τρεις διαστάσεις: είναι ένα Εγώ [Μοί] απείρως συστελλόμενο. Αν λοιπόν εισάγουμε αυτή την αδιαφάνεια στη συνείδηση, τότε καταστρέφουμε την ίδια στιγμή τον τόσο γόνιμο ορισμό που της δώσαμε προ ολίγου, την παγώνουμε, τη συσκοτίζουμε, δεν είναι πιά μια αυθορμησία, σαν να φέρει εντός της τον σπόρο της αδιαφάνειας. Όμως, εξ άλλου, θα καταστεί αναγκαίο να εγκαταλείψουμε αυτή την πρωτότυπη και εμβριθή άποψη που κάνει τη συνείδηση ένα μη υποστασιακό απόλυτο. Μια καθαρή συνείδηση είναι ένα απόλυτο, διότι, πολύ απλά, είναι συνείδηση του εαυτού της. Παραμένει έτσι ένα «φαινόμενο» με το πολύ ιδιαίτερο νόημα όπου το «είναι» και το «φαίνεσθαι» αποτελούν ένα και το αυτό. Χαρακτηρίζεται όλη από μια ελαφρότητα, μια διαφάνεια. Σε τούτο οφείλεται ότι το Cogito του Χούσερλ είναι τόσο διαφορετικό από το καρτεσιανό Cogito [17]. Όμως αν το Εγώ είναι μια αναγκαία δομή της συνείδησης, αυτό το αδιαφανές Εγω υψώνεται, εξ αυτού, στο πεδίο του απόλυτου. Και να λοιπόν που βρισκόμαστε ενώπιον μιάς μονάδας. Και δυστυχώς αυτός είναι ο προσανατολισμός της νέας σκέψης του Χούσερλ (βλ. τους Καρτεσιανούς Στοχασμούς) [18]. Η συνείδηση έχει βαρύνει, έχει χάσει το χαρακτηριστικό που την έκανε το απόλυτο υπάρχον εξαιτίας της ανυπαρξίας [της]. Είναι βαριά και σταθμίσιμη. Όλα τα αποτελέσματα της φαινομενολογίας απειλούνται με κατάρρευση, αν το Εγώ δεν είναι, ακριβώς όπως κι ο κόσμος, ένα σχετικό υπάρχον, δηλαδή ένα αντικείμενο για τη συνείδηση.

Συνεχίζεται με το κεφάλαιο B) TO COGITO ΩΣ ΑΝΑΣΚΟΠΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Σημειώσεις
 
[7]. Το νόημα της πρότασης είναι ότι, σύμφωνα με τον Χούσερλ, η εποπτεία μας θέτει ενώπιον του πράγματος στην παρουσία του.

* Ο Χούσερλ θα έλεγε: μια επιστήμη των ουσιών. Αλλά για την οπτική μας, αυτό έγκειται στο ίδιο.

[8]. Ελληνικά στο πρωτότυπο. Η θεωρία του Χούσερλ για την εποχή αναπτύσσεται με ευκρίνεια στις §§ 53-54, 56, 59 των Ιδεών για μια Φαινομενολογία [Ideen zu einer reinen Phänomenologie und phänomenologischen Philosophie. Erstes Buch, Den Haag: Martinus Nijhoff, 1952], και στις §§ 11, 14-16 των Καρτεσιανών Στοχασμών [Carteschianische Meditationen und Pariser Vorträger, Den Haag: Martinus Njhoff, 1973 – Καρτεσιανοί Στοχασμοί, μτφρ., εισαγ. και σχόλια Παύλος Κόντος, εκδόσεις Ροές, 2002].
[9]. Πέμπτη Λογική Έρευνα, § 4. [Logische Untersuchungen. Zweiter Band, Den Hag: Martinus Nijhoff, 1984].
[10]. Βλ. Ιδέες, §§ 57, 78, 80, 92, 122.
[11]. Βλ. Ιδέες, § 57.
[12]. Βλ. Διαλέξεις για την Εσωτερική Συνείδηση του Χρόνου (1901-1910), § 39, καὶ Παράρτημα ΙΧ [Zur Phänomenologie de inneren Zeitbewusstseins (1893-1917), Den Haag: Martinus Nijhoff, 1966].
[13]. Βλ. Καρτεσιανοί Στοχασμοί, § 37.
[14]. «Με τον όρο υπόσταση εννοώ αυτό που είναι στον εαυτό του και συλλαμβάνεται μέσω του εαυτού του: δηλαδή αυτό που το εννόημά του δεν χρειάζεται το εννόημα άλλου πράγματος από το οποίο πρέπει να σχηματιστεί», Σπινόζα, Ηθική, Μέρος Πρώτο, Ορισμός 3 (μτφρ. Ε. Βανταράκης).
[15]. Βλ. Πέμπτη Λογική Έρευνα, § 12β, Ιδέες, § 82, Καρτεσιανοί Στοχασμοί, § 50.
[15]. Βλ. Πέμπτη Λογική Έρευνα, § 6.
[17]. Βλ. Ιδέες, §§ 28, 42, 44, 46.
[18]. Βλ. Καρτεσιανοί Στοχασμοί, §§ 31-33.
 
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΟΜΩΣ ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΩΣ ΕΞΕΛΙΧΘΗΚΕ Η ΑΠΟΒΛΕΠΤΙΚΟΤΗΤΑ Ή ΠΡΟΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ.

Εγώ. Το παιχνίδι της ζωής (9)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

ΕΓΩ-Μέρος Πρώτο
Η βελτίωση της ζωής
Σενάριο (β)
«Ελπίζω να λειτουργήσει»-η κρίση ως ταινία
Λογική β
Ο κάθε άνθρωπος γίνεται manager του εγώ του

Ίσως το πιο ιδιοφυές αλλά και το πιο παρανοϊκό κεφάλι σε αυτό το παιχνίδι ήταν ο Αμερικανός μαθηματικός John Nash, τον οποίο γνώρισε ο κόσμος ως τον ήρωα της βραβευμένης με Όσκαρ δραματικής ταινίας «A beautiful Mind». Ήταν αυτός που με φαινομενικά ακέραιη λογική είχε αποδείξει ότι το παιχνίδι της ζωής μπορεί μόνο τότε να παιχθεί λογικά, όταν κάθε παίχτης ωθείται από απόλυτη ιδιοτέλεια και αβυσσαλέα καχυποψία προς την άλλη πλευρά.

Ο Nash είχε διατυπώσει την θεωρία τών «μη συνεργατικών» παιγνίων. Παιχνίδια δηλαδή στα οποία δεν υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας με τον συμπαίκτη, ο ένας δεν εμπιστεύεται τον άλλο και, όπου ο καθένας προβλέπει τα πιθανότερα σχέδια του αντιπάλου.

Οι «πιο πιθανές» ή με τους όρους των θεωρητικών των παιγνίων οι «λογικότερες» κινήσεις του άλλου είναι πάντα οι ιδιοτελείς.

Ήταν μια συναίσθηση ιδιαίτερου τύπου: έπρεπε να μπει κανείς στον εγωισμό τού άλλου, για να μπορέσει να παίξει καλύτερα τον δικό του εγωισμό. Με την νηφάλια γλώσσα των θεωρητικών: να κάνεις πάντα την καλύτερη στρατηγικά κίνηση λαμβάνοντας υπ’ όψιν την καλύτερη κίνηση του άλλου. Με τον τρόπο αυτό εγκαθίσταται ένα είδος ισορροπίας.

Αυτή ήταν η διάσημη ισορροπία κατά Nash, και δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας γενικής ισχύος μαθηματικός τύπος, για ένα συνεπή και επιτυχημένο εγωισμό. Ο μαθηματικός τύπος είναι περίπλοκος. Αλλά δεν χρειάζεται να τον μάθει κανείς. Σήμερα βρίσκεται στους αλγόριθμους των χρηματιστηρίων, στους πλειστηριασμούς, στους ισχυρότερους αλγόριθμους διαφημίσεων, και πιθανόν σε αυτούς των κοινωνικών δικτύων. Ο τύπος αυτός είναι το μεγάλο εγώ-αυτόματο στην καρδιά του συστήματος μας.
Ο ιστορικός της επιστήμης Mirowski, περιγράφει ως εξής τον τύπο που κυβερνά τον κόσμο μας: «με τον τρόπο αυτό καθένας γίνεται ένας μικρός πράκτορας, και ο καθένας από μας προσπαθεί να ξεγελάσει τον άλλο. Και μέσα στα πλαίσια της ισορροπίας κατά Nash ορίζουμε τους κανόνες με τους οποίους θεωρούμε ότι θα επιτύχουμε τον σκοπό μας. Το σύστημα αυτό μας απεικονίζει με τέτοιο τρόπο, ώστε δημιουργείται η εντύπωση πως όλοι μας είμαστε κάτι αλγοριθμικοί υπολογιστές, που αγωνίζονται να ξεγελάσουν ο ένας τον άλλο... αυτό το όραμα βάσει του οποίου ο καθένας εξαρτάται από την ικανότητα για έμπνευση που κατέχει, χρησιμοποιεί κυνικά τους άλλους, χωρίς να κατέχει ούτε ίχνος κοινωνικής νοημοσύνης...: αυτή ακριβώς είναι η εικόνα ενός πράκτορα στα πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού. Με δυο λόγια: κάθε άνθρωπος μειώνεται στο επίπεδο ενός manager του εγώ του».

Είναι εφικτός ένας μεταφυσικός υπαρξισμός;

 
                                       
του Φραντσέσκο Λαμεντόλα

Ο υπαρξισμός που επικράτησε στην Ευρώπη, και πιο συγκεκριμένα στο Παρίσι, και πιο συγκεκριμένα στην αριστερή όχθη , ανάμεσα σε ανήσυχους και δυσαρεστημένους, ανώμαλους και στερημένους διανοούμενους (όπως ο Σαρτρ με τη Μποβουάρ, με τους οποίους μοιραζόταν τα πάντα, ακόμα και τις ανταλλαγές ανηλίκων) , γεμάτοι απογοήτευση και έτοιμοι να φτύσουν στο πιάτο τους, περιμένοντας την αναπόφευκτη επανάσταση που θα τα βάλει όλα πίσω στη θέση τους, είναι ένα τυπικό οπισθοδρομικό φαινόμενο, από αυτά που συμβαίνουν όταν μια κοινωνία είναι μπερδεμένη, αναστατωμένη, πικραμένη και αισθάνεται τα θεμέλια που ταλαντεύονται κάτω από τον αντίκτυπο πολύ ισχυρών δυνάμεων, ιδιαίτερα οικονομικού χαρακτήρα, που δεν έχουν ψυχή και δεν νοιάζονται για το πόσα βάσανα και πόσα εκατομμύρια άνεργες και άσχημα διαιρεμένες οικογένειες θα αφήσουν πίσω τους, όσο Η ατζέντα τηρείται και προχωρά χωρίς εμπόδια ή καθυστέρηση. Δεν ήταν πια ο υγιής, αρρενωπός, συνεκτικός υπαρξισμός του Κίρκεγκωρ: ένας έντιμος υπαρξισμός, που σε κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια και δεν σου συγχωρεί ούτε την παραμικρή απιστία. Όχι: ήταν ο άρρωστος, υστερικός, βαριεστημένος υπαρξισμός που προέκυψε από τις παρανοϊκές μηρυκασίες του Χάιντεγκερ και αναζωογονήθηκε, κάνοντας τον χειρότερο, από τον Jaspers, τον πιο άχρηστο από τους πολιτικά ορθούς φιλοσόφους, και από τον Sartre, τον μεγάλο χαμαιλέοντα, τόν μεγάλο καταναλωτή, τον πύθωνα που καταπίνει τα πάντα, ακόμη και το θήραμα πολύ μεγαλύτερο από τον εαυτό του: ένα κουρασμένο και αναίμακτο, εξαντλημένο, ετοιμοθάνατο, όπως συμβαίνει όταν οι κοινωνικές και ηθικές δυνάμεις έχουν φτάσει στο όριο, έχουν καταναλώσει τα πάντα και έχουν περιοριστεί, από απελπισία, στο μάσημα του δέρματος τής μπότας γιά να ξεγελάσεις την πείνα δουλεύοντας τα δόντια σου.

Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ πολλαπλασίαζε τις επιδρομές του στην ξύλινη καλύβα στο Μέλανα Δρυμό (κατά τύχη, έπεσε ακριβώς στη γαλλική ζώνη κατοχής που δημιούργησαν οι νικητές) και επέστρεφε με σημειωματάρια γεμάτα σημειώσεις. Τό μικρό παράσιτο  πού τό συντηρούσαν, πάντα πρόθυμος για ανηλίκους και περίεργα τρίγωνα, ήταν πεπεισμένος ότι ο βροντερός γέρος και πρώην ναζί έλεγε πάνω κάτω τα ίδια πράγματα που έπαιρναν μορφή τώρα στο μυαλό του: ότι το Είναι και ο χρόνος , από το 1927 , του διευκρίνισε τη σύνταξη του Είναι και το τίποτα του 1943. και τώρα ετοιμαζόταν να αποθησαυρίσει, σαν καλός μάνατζερ, τα καλά του ένστικτα. Ήταν σε μεγάλο βαθμό μια παρεξήγηση: επειδή ο Χάιντεγκερ ήταν ένας κακός φιλόσοφος, που έλεγε ένα πράγμα και πάντα εννοούσε άλλο, αλλά τουλάχιστον είχε ένα αυθεντικό φιλοσοφικό πάθος. ενώ ο Σαρτρ ήταν ένας ντιλετάν σε αταξία, τόσο ματαιόδοξος όσο και επιφανειακός. Και τότε ένας μύθος χτιζόταν επιδέξια, με επιμονή: ο μύθος της λυπημένης Κασσάνδρας, γιατί τα ξέρει όλα αλλά ποτέ δεν την πιστεύουν. και το μόνο που έχει να κάνει είναι να τριγυρνάει με τα αστεία του αδιάβροχα, καπνίζοντας και το τελευταίο αποτσίγαρο μέχρι το φίλτρο, με αυτό το ειρωνικό και γκρινιάρικο βλέμμα που αρέσει τόσο πολύ στους νέους και που θυμίζει τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στην Καζαμπλάνκα καθώς κάνει συμμαχία με τους " ελεύθερος Γάλλος» Claude Rains. Πολιτιστικά, επαναλαμβάνουμε, δεν υπήρχε τίποτα περισσότερο από τον φθαρμένο και μπαγιάτικο μύθο του ville lumiére που ανέπνεε για άλλη μια φορά τον αέρα της ελευθερίας (σε μορφή Yankee ). Εκτός αν θέλουμε να θεωρήσουμε τις αμφίβολες και διαχρονικές ερμηνείες της Josephine Baker, πριν και μετά την Απελευθέρωση, ως το non plus ultra μιας πολύ καλλιεργημένης και άκρως πολιτισμένης Ευρώπης λόγω των περιστάσεων, έχοντας αποτινάξει μέ το αποφασιστικό βάρος του Κόκκινου Στρατού, τόν εφιάλτη του Χίτλερ (ο ένας εφιάλτης διώχνει τον άλλον και όλοι είναι χαρούμενοι).

Λέγαμε ότι ο υπαρξισμός των χρόνων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι το σημάδι της αδυναμίας και του φιλοσοφικού τίποτα της Ευρώπης στον απόηχο της οριστικής αυτοκτονίας της. Ωστόσο, για κάποιο χρονικό διάστημα, το υπαρξιστικό αεράκι θεωρήθηκε λανθασμένα σάν ένας  δυνατός και ζωογόνος άνεμος τόσο που πολλαπλασιάστηκαν οι εκδοχές και οι προσπάθειες προσαρμογής με άλλες πολιτιστικές σφαίρες. Υπήρξε ακόμη και μια απόπειρα χριστιανικού υπαρξισμού του οποίου η πιο εξέχουσα μορφή ήταν ο Gabriel Marcel, αν και πάντα αρνιόταν μια τέτοια ταμπέλα. Αλλά μια χριστιανική εκδοχή, από τη γερμανική πλευρά, δεν είχε ήδη επιχειρηθεί από τον Karl Jaspers, φυσικά μετά από μια ενδελεχή καθαριστική πλύση, ώστε να μην μείνει τίποτα που θα μπορούσε να κάνει κάποιον να σκεφτεί τον μισητό πλέον συνάδελφό του Heidegger, αυτόν που είχε προδώσει τη γερμανική φιλοσοφία  με τον ναζισμό (και σαν να μην έφτανε αυτό, πηγαίνοντας στο κρεβάτι την πιο προικισμένη Εβραία μαθήτριά του, τη Χάνα Άρεντ, που συνέχισε να τον αγαπά ακόμα και μετά το τέλος του πολέμου), ενώ εκείνος, ο Τζάσπερς, έπρεπε να φύγει από τήν Γερμανία λόγω της Εβραίας συζύγου του, επηρεαζόμενη από τους φυλετικούς νόμους;

Στην ουσία, το ερώτημα που θέτουμε στον εαυτό μας είναι το εξής: υπάρχει κάτι στον υπαρξισμό που να επιδέχεται μεγάλες φιλοσοφικές εξελίξεις; Και συγκεκριμένα, είναι δυνατόν, είναι νοητός ένας υπαρξισμός που μπορεί να συμβιβαστεί με τη μεταφυσική παράδοση;

Ας ξεκινήσουμε από έναν ιστορικό της φιλοσοφίας με χριστιανική και αυγουστινιανή προσέγγιση, τον Primo Montanari , στο His Historical profile of philosophy, Rome, Edizioni Paoline, 1958, pp. 493-494):

Στη Γαλλία, ο υπαρξισμός εκπροσωπείται από τον Γκαμπριέλ Μαρσέλ (γενν. 1887), κριτικό και φιλόσοφο, ο οποίος στο μεταφυσικό του περιοδικό πολεμά εναντίον
τών εννοιών που ισχυρίζονται ότι έχουν αντικειμενική και καθολική ισχύ και διαμαρτύρεται για αυτές τίς αλήθειες υπέρ αυτού που ζει και βιώνει ένα πρόσωπο εδώ και τώρα, δηλαδή υπέρ της ΥΠΑΡΞΗΣ .
Ωστόσο, όσο περισσότερο είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε το ατομικό ον ως τέτοιο, τόσο περισσότερο θα βρισκόμαστε στο δρόμο για να συλλάβουμε το ον. αφού το ΑΤΟΜΙΚΟ ΟΝ είναι ο τρόπος ύπαρξης του ανθρώπου στον κόσμο, δηλαδή της ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ του στό Είναι. Στο έργο του «Being and Having», λέει: όσο περισσότερο είμαι τόσο λιγότερα έχω, πράγματι αν ΕΧΟΝΤΑΣ , π.χ. πλούτη, εκείνο πού παραμένει είναι μόνο ένα έχον, γίνεται ον που κατέχεται από τέτοια πλούτη, ενώ αντίθετα, αν δεν με κυριεύει αυτό που έχω, αν δεν με αλυσοδένουν τα υπάρχοντά μου, είμαι πιο ελεύθερος όταν αντιμετωπίσω την επιλογή των δικού μου ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ. Και επομένως, σύμφωνα με αυτόν, όποιος βρίσκεται σε αυτόν τον πλούτο του ΕΙΝΑΙ , και όχι στη φτώχεια της ύπαρξης, μπορεί να βρει τον δρόμο, γιατί η ψυχή του, απαλλαγμένη από ΤΌΝ εγωισμό, ανοίγεται στην ελπίδα, στην πίστη και στην αγάπη του Θεού. Στον εμπειρισμό του Marcel υπάρχει επομένως μια μυστικιστική ανάγκη να υπερβεί την ύπαρξη, να αναδυθεί από την εμπειρία για να προσεγγίσει το Είναι.

Δίπλα στο πνευματιστικό ρεύμα του υπαρξισμού του Marcel μπορούμε να τοποθετήσουμε τη λεγόμενη «Philosophie de l'esprtit», της Πασκαλιανής μνήμης, που σχηματίστηκε από τους Renato Le Senne (γεν. 1882) και Luigi Lavelle. Ο Le Senne έγραψε το «Duty» (1930) και το «Obstacle and Value» (1935), όπου δηλώνει ότι κάθε εμπειρία ύπαρξης είναι μια ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ , και επομένως ΑΜΦΙΒΟΛΗ. Ωστόσο, αντιμέτωποι με τα εμπόδια της αντίφασης, το καθήκον να την ξεπεράσουμε προκύπτει μέσα μας . , και επομένως η ύπαρξη παίρνει την έννοια της ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΑΞΙΑ και όχι της πίστης στο θάνατο, όπως ήθελε ο Χάιντεγκερ. Ωστόσο, αυτή η δέσμευση για την υπέρβαση της αντίφασης δεν φτάνει ποτέ στο σημείο να επανεμφανιστεί σε μια συνεχή διαλεκτική. Ο ίδιος Θεός, που ο Le Senne αντιλαμβάνεται ως Αξία που είναι Πρόσωπο, δεν μπορεί να είναι ο σκοπός του, γιατί η αντίφαση μετατοπίζεται και η ειρήνη μας, γιατί η αγάπη είναι επίσης διαλεκτική. και ως εκ τούτου, στη δυσαρέσκεια κάθε προσωρινού στόχου,  αναπτερώνει
μόνο η λαχτάρα μας προς το Αιώνιο. (…)

Εάν ο υπαρξισμός θέλει πραγματικά να είναι μια μεταφυσική της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν μπορεί να σταματήσει, όπως κάνει, σε μια μοναδική φαινομενική περιγραφή. είναι απαραίτητο να μπούμε στην καρδιά του προβλήματος και να ρωτήσουμε τον λόγο αυτής της ύπαρξης και τών ίδιων τών φαινομένων, δηλαδή. Γιατί να είσαι παρά να μην είσαι, γιατί αγωνία και όχι χαρά, γιατί θάνατος και όχι ζωή. Φυσικά, όποιος δημιούργησε και ενθάρρυνε αυτή τη φιλοσοφία ύπαρξης, τόσο με την απαισιοδοξία όσο και με την ελπίδα της, ήταν αναμφίβολα η ώθηση που αισθάνεται ο καθένας αναζητώντας αιώνιες αξίες, αλλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο συνέβαλε και η σύγχρονη νοοτροπία σε αυτό, δηλ. η νοοτροπία της τεχνολογίας, που έκανε τους ανθρώπους περήφανους με τις μεγάλες εφευρέσεις της, και ταυτόχρονα τους γοήτευσε με την άνεση και τις απολαύσεις της, απομακρύνοντάς τους όλο και περισσότερο από την πνευματικότητα και τον Θεό, και κατέληξε να τους κάνει να σκεφτούν αυτό τόν κόσμο ως τήν μόνη υπάρχουσα αξία. Η αγωνία του υπαρξισμού είναι επίσης καρπός αυτής της συγκεκριμένης κατάστασης, γιατί ακριβώς όταν ο άνθρωπος περιορίζεται στη γη και του αφαιρείται ο Θεός, τότε νιώθει όλη την αγωνία αυτού του κόσμου και υποφέρει ακόμη περισσότερο. Οι περισσότεροι ξεχνούν ότι υπάρχει ένας τρόπος ανοίγματος, μια διέξοδος, αλλά είναι ένας τρόπος που μυρίζει ταπεινοφροσύνη, δέος, ένας τρόπος που υποβάλλει και διακρίνει τα ενδεχόμενα από το αναγκαίο και το Απόλυτο, κάνοντάς μας να αναφωνήσουμε με το S,. Augustine: «Inquietum est cor nostrum donec donc requiescat in Te!» (Συν., Ι,1).

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί η διαφορετική θέση του γαλλικού υπαρξισμού. Στη «Philosophie de l'esprit», στην οποία ανήκουν οι Marcel, Le Senne και Lavelle, υπάρχει μια θεολογική ανάγκη για υπέρβαση, που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και καταβολές διαφορετικές και ανεξάρτητες από τον υπαρξισμό του Heidegger και του Jaspers. Στην πραγματικότητα, στον τελευταίο, η υπέρβαση εξακολουθεί να είναι μια εμμονή σε εκείνη την ύπαρξη που προέρχεται από το τίποτα και πηγαίνει προς το τίποτα, άρα και το τίποτα.

Ο υπαρξισμός είναι ένα σύνθημα, παρά μια πραγματική φιλοσοφία. Δεν έχει νόημα να μιλάμε για ύπαρξη διαχωρίζοντάς την από το ον του οποίου είναι η εκδήλωση ( actus essendi ). Είναι μυθοπλασία. Η ύπαρξη πραγμάτων δεν είναι απόλυτο και πρωτότυπο γεγονός. Είναι μέρος του ευρύτερου γεγονότος ότι τα πράγματα υπάρχουν και δεν υπάρχουν από μόνα τους. Δεν μπορούν να δώσουν στον εαυτό τους την ύπαρξή τους. Επομένως υπάρχουν για κάτι, με σκοπό ένα τέλος. Αλλά αυτό ακριβώς ξεφεύγει από τους υπαρξιστές. Αν το παραδεχόντουσαν, δεν θα ήταν πια τέτοιοι. Όσο για τους χριστιανούς υπαρξιστές, ή τους μεταφυσικούς υπαρξιστές, είναι μια αντίφαση ως προς τους όρους: η μεταφυσική είναι η επιστήμη του να είσαι ως όν, όχι του υπάρχοντος ως ύπαρξης. Η ύπαρξη πάντα και μόνο, δίνει ύπαρξη. Για να προχωρήσουμε παραπέρα, για να βρούμε τα θεμέλια της ύπαρξης, πρέπει να συνδυάσουμε το γεγονός της ύπαρξης με το γεγονός ότι είναι η ύπαρξη κάτι . Και επομένως είναι: γιατί μόνο από το είναι προκύπτει ότι το υπαρκτό, μια πράξη χωρίς ουσία, αγκυροβολείται σε μια αληθινή πραγματικότητα.

 https://www.brigataperladifesadellovvio.com/blog/e-possibile-un-esistenzialismo-metafisico