Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Απίστευτο! Άνοιξε ξενοδοχείο με μασάζ στο Άγιο Όρος!

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ONLINE: Τα προνόμια του πρώτου ξενοδοχείου που άνοιξε στη Δάφνη, θα φέρει επισκέπτες με το… τσουβάλι!

Πριν λίγες ημέρες, το Άγιον Όρος υποδέχτηκε μια νέα επενδυτική κίνηση με την λειτουργία ενός σούπερ μάρκετ ΑΒ Βασιλόπουλος, ενός ξενοδοχείου και ενός εστιατορίου στο λιμάνι του Αγίου Όρους, την Δάφνη.

Πρόκειται για το πρώην κελί του Αγίου Νικολάου (το λεγόμενο Σαμαράδικο), που ανήκει στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Η κατασκευή του νέου κτιρίου από τη ΣΑΤΤΩ ΙΚΕ μέσω της εταιρείας ΟΙΚΟΔΟΜΕΙΝ ΙΚΕ των αδερφών Δημήτρη και Σταύρου Σουάνη, ξεκίνησε το 2020 και ολοκληρώθηκε το 2023. Και πριν μερικές εβδομάδες λειτούργησε.

Το νέο ξενοδοχείο, με την επωνυμία «ΣΑΜΑΡΑΔΙΚΟ» με τιμή διαμονής 40 ευρώ ανά διανυκτέρευση, προσφέρει μια προσιτή επιλογή διαμονής στους επισκέπτες του Αγίου Όρους. Στην τιμή δεν περιλαμβάνονται και επιπλέον υπηρεσίες, όπως μασάζ για το οποίο ακούγονται θετικά σχόλια καθώς προσφέρει πλήρη αναζωογόνηση .

Το εστιατόριο που προσφέρει παραδοσιακή αγιορείτικη κουζίνα είναι επίσης μια πολύ ενδιαφέρουσα προσθήκη για τους επισκέπτες του Αγίου Όρους. Η αγιορείτικη κουζίνα, γνωστή για την απλότητα και την πλούσια γεύση της, προσφέρει μια μοναδική γαστρονομική εμπειρία, που περιλαμβάνει παραδοσιακά πιάτα με βασικά υλικά από την τοπική φύση και τα μοναστήρια της περιοχής. Από καφέ και παραδοσιακά γλυκίσματα μέχρι πιο σύνθετα πιάτα, το εστιατόριο προσφέρει στους επισκέπτες μια γευστική αναδρομή στην κουλτούρα και την παράδοση του Αγίου Όρους
.

Απίστευτο! Άνοιξε ξενοδοχείο με μασάζ στο Άγιο Όρος! - ΕΚΚΛΗΣΙΑ ONLINE


ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΗΔΗ ΒΑΘΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΜΒΩ.

Τι είναι ένα ανθρώπινο ον; Θεολογία, νευροβιολογία του ασυνειδήτου και τεχνητή νοημοσύνη



Ανώνυμος είπε...

Κολ 4:10 – 18
Ἀδελφοί, ἀσπάζεται ὑμᾶς Ἀρίσταρχος ὁ συναιχμάλωτός μου, καὶ Μᾶρκος ὁ ἀνεψιὸς Βαρνάβα, — περὶ οὗ ἐλάβετε ἐντολάς· ἐὰν ἔλθῃ πρὸς ὑμᾶς, δέξασθε αὐτόν, — καὶ Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Ἰοῦστος, οἱ ὄντες ἐκ περιτομῆς, οὗτοι μόνοι συνεργοὶ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, οἵτινες ἐγενήθησάν μοι παρηγορία. ἀσπάζεται ὑμᾶς Ἐπαφρᾶς ὁ ἐξ ὑμῶν, δοῦλος Χριστοῦ, πάντοτε ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ ὑμῶν ἐν ταῖς προσευχαῖς, ἵνα στῆτε τέλειοι καὶ πεπληρωμένοι ἐν παντὶ θελήματι τοῦ Θεοῦ· μαρτυρῶ γὰρ αὐτῷ ὅτι ἔχει ζῆλον πολὺν ὑπὲρ ὑμῶν καὶ τῶν ἐν Λαοδικείᾳ καὶ τῶν ἐν Ἱεραπόλει. ἀσπάζεται ὑμᾶς Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς ὁ ἀγαπητὸς καὶ Δημᾶς. ἀσπάσασθε τοὺς ἐν Λαοδικείᾳ ἀδελφοὺς καὶ Νυμφᾶν καὶ τὴν κατ᾽ οἶκον αὐτοῦ ἐκκλησίαν· καὶ ὅταν ἀναγνωσθῇ παρ᾽ ὑμῖν ἡ ἐπιστολή, ποιήσατε ἵνα καὶ ἐν τῇ Λαοδικέων ἐκκλησίᾳ ἀναγνωσθῇ, καὶ τὴν ἐκ Λαοδικείας ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀναγνῶτε. καὶ εἴπατε Ἀρχίππῳ· βλέπε τὴν διακονίαν ἣν παρέλαβες ἐν Κυρίῳ, ἵνα αὐτὴν πληροῖς. Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου. μνημονεύετέ μου τῶν δεσμῶν. Ἡ χάρις μεθ᾽ ὑμῶν· ἀμήν.

Λκ 19:12 – 28
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι. καλέσας δὲ δέκα δούλους ἑαυτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δέκα μνᾶς καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι. οἱ δὲ πολῖται αὐτοῦ ἐμίσουν αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν πρεσβείαν ὀπίσω αὐτοῦ λέγοντες· οὐ θέλομεν τοῦτον βασιλεῦσαι ἐφ᾿ ἡμᾶς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπανελθεῖν αὐτὸν λαβόντα τὴν βασιλείαν, καὶ εἶπε φωνηθῆναι αὐτῷ τοὺς δούλους τούτους οἷς ἔδωκε τὸ ἀργύριον, ἵνα ἐπιγνῷ τίς τί διεπραγματεύσατο. παρεγένετο δὲ ὁ πρῶτος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου προσειργάσατο δέκα μνᾶς. καὶ εἶπεν αὐτῷ· εὖ, ἀγαθὲ δοῦλε! ὅτι ἐν ἐλαχίστῳ πιστὸς ἐγένου, ἴσθι ἐξουσίαν ἔχων ἐπάνω δέκα πόλεων. καὶ ἦλθεν ὁ δεύτερος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου ἐποίησε πέντε μνᾶς. εἶπε δὲ καὶ τούτῳ· καὶ σὺ γίνου ἐπάνω πέντε πόλεων. καὶ ἕτερος ἦλθε λέγων· κύριε, ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου, ἣν εἶχον ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ. ἐφοβούμην γάρ σε, ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρὸς εἶ· αἴρεις ὃ οὐκ ἔθηκας, καὶ θερίζεις ὃ οὐκ ἔσπειρας, καὶ συνάγεις ὅθεν οὐ διεσκόρπισας. λέγει αὐτῷ· ἐκ τοῦ στόματός σου κρινῶ σε, πονηρὲ δοῦλε. ᾔδεις ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρός εἰμι ἐγώ, αἴρων ὃ οὐκ ἔθηκα, καὶ θερίζων ὃ οὐκ ἔσπειρα, καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισα· καὶ διατί οὐκ ἔδωκας τὸ ἀργύριόν μου ἐπὶ τὴν τράπεζαν, καὶ ἐγὼ ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν ἔπραξα αὐτό; καὶ τοῖς παρεστῶσιν εἶπεν· ἄρατε ἀπ᾿ αὐτοῦ τὴν μνᾶν καὶ δότε τῷ τὰς δέκα μνᾶς ἔχοντι. καὶ εἶπον αὐτῷ· κύριε, ἔχει δέκα μνᾶς. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι παντὶ τῷ ἔχοντι δοθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ᾿ αὐτούς, ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου. Καὶ εἰπὼν ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἱεροσόλυμα.22/11/24 8:02 μ.μ. 

Πρμ ιʹ 7
Μνήμη δικαίου μετʼ ἐγκωμίων, καὶ εὐλογία Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν αὐτοῦ. Μακάριος ἄνθρωπος, ὃς εὗρε σοφίαν, καὶ θνητὸς ὃς εἶδε φρόνησιν. Κρεῖττον γὰρ αὐτὴν ἐμπορεύεσθαι, ἢ χρυσίου καὶ ἀργυρίου θησαυρούς. Τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν· (οὐκ ἀντιτάσσεται αὐτῇ οὐδὲν πονηρόν, εὔγνωστός ἐστι πᾶσι τοῖς ἐγγίζουσιν αὐτήν). Πᾶν δὲ τίμιον, οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστιν. Ἐκ γὰρ τοῦ στόματος αὐτῆς ἐκπορεύεται δικαιοσύνη. Νόμον δὲ καὶ ἔλεον ἐπὶ γλώσσης φορεῖ. Τοιγαροῦν, ἀκούσατέ μου, ὦ τέκνα· σεμνὰ γὰρ ἐρῶ καὶ μακάριος ἄνθρωπος, ὃς τὰς ἐμὰς ὁδοὺς φυλάξει. Αἱ γὰρ ἔξοδοί μου, ἔξοδοι ζωῆς, καὶ ἑτοιμάζεται θέλησις παρὰ Κυρίου. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ ὑμᾶς, καὶ προΐεμαι ἐμὴν φωνὴν υἱοῖς ἀνθρώπων. Ὅτι ἐγὼ ἡ Σοφία κατεσκεύασα βουλὴν καὶ γνῶσιν καὶ ἒννοιαν ἐγὼ ἐπεκαλεσάμην. Ἐμὴ βουλὴ καὶ ἀσφάλεια, ἐμὴ φρόνησις, ἐμὴ δὲ ἰσχύς. Ἐγὼ τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δὲ ἐμὲ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν. Νοήσατε τοίνυν ἄκακοι πανουργίαν, οἱ δὲ ἀπαίδευτοι ἔνθεσθε καρδίαν. Εἰσακούσατέ μου καὶ πάλιν· σεμνὰ γὰρ ἐρῶ, καὶ ἀνοίγω ἀπὸ χειλέων ὀρθά. Ὅτι ἀλήθειαν μελετήσει ὁ λάρυγξ μου, ἐβδελυγμένα δὲ ἐναντίον ἐμοῦ χείλη ψευδῆ. Μετὰ δικαιοσύνης πάντα τὰ ῥήματα τοῦ στόματός μου, οὐδὲν ἐν αὐτοῖς σκολιόν, οὐδὲ στραγγαλιῶδες. Πάντα εὐθέα ἐστὶ τοῖς νοοῦσι, καὶ ὀρθὰ τοῖς εὑρίσκουσι γνῶσιν. Διδάσκω γὰρ ὑμῖν ἀληθῆ, ἵνα γένηται ἐν Κυρίῳ ἡ ἐλπὶς ὑμῶν, καὶ πλησθήσεσθε Πνεύματος.

Σολ 4:7 – 15
Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται· γῆρας γὰρ τίμιον, οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δέ ἐστι φρόνησις ἀνθρώποις, καὶ ἡλικία γήρως, βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος Θεῷ γενόμενος, ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν, μετετέθη. Ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ, ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ. Βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά, καὶ ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν ἄκακον. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς· ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐπὶ διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ

Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (Κεφάλαιο ΙΙΙ)

 Συνέχεια από: Κεφάλαιο ΙΙ

Giovanni Reale 

ΠΛΑΤΩΝ

IIΙ

Η ΝΈΑ ΜΟΡΦΉ ΠΡΟΦΟΡΙΚΌΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΎΡΓΗΣΕ Η ΦΙΛΟΣΟΦΊΑ ΚΑΙ ΘΕΩΡΉΘΗΚΕ ΑΠΌ ΤΟΝ ΠΛΆΤΩΝΑ ΩΣ ΑΠΑΡΑΊΤΗΤΟ ΜΈΣΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΊΑΣ

Από τη «μιμητική προφορικότητα» στη «διαλεκτική προφορικότητα».
Το αποκορύφωμα της σωκρατικής μεθοδολογίας του ανατρεπτικού και του μαϊευτικού διαλόγου

Μαζί με την άνοδο της φιλοσοφικής θεωρίας ήρθε και μια νέα μορφή προφορικότητας σαφώς διακριτή από την ποιητική-μιμητική προφορικότητα.

ΌΠΩΣ έλεγα προηγουμένως, ο Havelock και άλλοι μαζί του υπέθεσαν ότι η γένεση της φιλοσοφίας αποδεικνύεται στενά συνδεδεμένη με την αναδιάρθρωση της σκέψης που σχετίζεται με την ποιητική προφορικότητα σε σχέση με την εμφάνιση της γραφής, δηλαδή με μια αλλαγή στην τεχνολογία της επικοινωνίας.

Καθώς πρόκειται για μια ευρέως διαδεδομένη, αλλά λανθασμένη πεποίθηση, όπως θα αποδείξω στην πορεία αυτού του κεφαλαίου, θεωρώ σκόπιμο στο μεταξύ να παραθέσω μερικά από τα σημαντικότερα χωρία του Χάβελοκ, τα οποία δίνουν μια καλή εικόνα της εν λόγω θέσης.

Ακολουθεί ένα πρώτο απόσπασμα: «Η οπτικοποίηση που χρησιμοποιούσαν οι αοιδοί ήταν έμμεση. Οι λέξεις ομαδοποιούνταν με τέτοιο τρόπο ώστε να τονίζεται η οπτική πλευρά των πραγμάτων, ενθαρρύνοντας έτσι τον ακροατή να δει με τα μάτια του νου. Οι άμεσες τεχνικές μνημονικής μάθησης ήταν όλες ακουστικές και απευθύνονταν στη ρυθμική αποδοχή από το αυτί. Με την έλευση του γραπτού λόγου, η αίσθηση της όρασης προστέθηκε σε εκείνη της ακοής ως μέσο διατήρησης και επανάληψης της επικοινωνίας. Οι λέξεις μπορούσαν πλέον να απομνημονεύονται με το μάτι, γεγονός που εξοικονομούσε σημαντική ποσότητα ψυχικής ενέργειας. Η απομνημόνευση δεν χρειαζόταν πλέον να μεταφέρεται στη ζωντανή μνήμη. Θα μπορούσε να μείνει στην άκρη, αχρησιμοποίητη, μέχρι να χρειαστεί να αναγνωριστεί. Αυτό μείωνε δραστικά την ανάγκη να διατυπώνεται ο λόγος με τρόπο που να είναι οπτικός, και κατά συνέπεια ο βαθμός αυτής της οπτικοποίησης μειωνόταν. Πράγματι, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αύξηση του αλφαβητισμού ήταν αυτή που άνοιξε το δρόμο για τα πειράματα αφαίρεσης. Μόλις απελευθερώθηκε από την ανάγκη να διατηρεί την εμπειρία με ζωντανή μορφή, ο δημιουργός ήταν πιο ελεύθερος να την αναδιοργανώσει με στοχαστικό τρόπο».

Η αφύπνιση από την υπνωτική έκσταση που σχετίζεται με τη μιμητική προφορικότητα και, επομένως, η γέννηση της ίδιας της έννοιας της συνείδησης και της διαλεκτικής, σύμφωνα με τον Havelock, «πρέπει να έγκειται στην αλλαγή που έλαβε χώρα στην τεχνολογία της επικοινωνίας. Η ανανέωση της μνήμης μέσω των γραπτών σημείων επέτρεψε στον αναγνώστη να απαλλαγεί από ένα μεγάλο μέρος της συναισθηματικής ταύτισης, χάρη στην οποία η ακουστική μαρτυρία μπορούσε να θυμηθεί με ασφάλεια. Αυτό μπορούσε να απελευθερώσει ψυχική ενέργεια, η οποία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να επανεξεταστεί και να αναδιοργανωθεί ό,τι πλέον ήταν γραμμένο και μπορούσε να ιδωθεί ως αντικείμενο και όχι μόνο να ακουστεί και να γίνει αισθητό. Με άλλα λόγια, μπορούσε κανείς να το ξαναδεί. Και αυτή η διάκριση του υποκειμένου από τη λέξη που ανακαλείται στη μνήμη είναι ίσως, με τη σειρά της, η προϋπόθεση για τη διαρκώς αυξανόμενη χρήση, κατά τη διάρκεια του πέμπτου αιώνα, ενός τεχνάσματος που συχνά θεωρείται χαρακτηριστικό του Σωκράτη, αλλά που ίσως είχε γενικό χαρακτήρα και χρησιμοποιούνταν για να επιτεθεί στη συνήθεια της ποιητικής ταύτισης και να ωθήσει τους ανθρώπους να την απορρίψουν. Αυτό ήταν το μέθοδος της διαλεκτικής».

Με λίγα λόγια: η νέα τεχνολογία της επικοινωνίας, δηλαδή η «τεχνολογία της γραφής», «προσέφερε μια δεύτερη μέθοδο», υπερβαίνοντας «την ακουστική τεχνολογία του έπους». «Αυτό θα επέτρεπε επίσης […] να επεκταθεί και να διευρυνθεί η εγκυκλοπαίδεια με χίλιους τρόπους, αφού θα είχε απελευθερωθεί από τους περιορισμούς που είχε επιβάλει η οικονομία της μνημονικής ανάγκης».

Ο ίδιος ο Σωκράτης, στα μηνύματά του που παραδόθηκαν μέσω της προφορικότητας, στην πραγματικότητα «ήταν δεσμευμένος σε μια τεχνική που, ακόμα και αν δεν το γνώριζε, μπορούσε να πραγματοποιηθεί πλήρως μόνο στον γραπτό λόγο, και μάλιστα είχε φθάσει στο κατώφλι της δυνατότητας μόνο χάρη στην ύπαρξη του γραπτού λόγου».

Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πώς, με βάση αυτές τις προϋποθέσεις, το ίδιο το έργο του Πλάτωνα θεωρείται ως κορυφή της επανάστασης που επέφερε η γραφή, και το σώμα των γραπτών του Πλάτωνα νοείται ως ο ακρογωνιαίος λίθος αυτής της επανάστασης που άλλαξε την ανθρώπινη ιστορία.

Στην πραγματικότητα, αυτή η άποψη είναι αποτέλεσμα ενός σφάλματος προοπτικής, στο οποίο αναπόφευκτα πέφτει κάποιος, όπως ο Havelock, που περιορίζεται στο να ερμηνεύει και να περιγράφει τις βασικές συνιστώσες της αρχικής προφορικότητας, δηλαδή της «ομηρικής», δηλαδή της ποιητικο-μιμητικής σε δοξαστική διάσταση, η οποία παρέμεινε κυρίαρχη μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ. Εστιάζοντας την προσοχή του στη λεπτομερή μελέτη αυτής της μορφής προφορικότητας και των ανθρωπολογικών, κοινωνικοπολιτικών και ψυχολογικών προϋποθέσεών της, ο Havelock δεν αντιλήφθηκε επαρκώς τη γέννηση και την ανάπτυξη μιας διαφορετικής μορφής προφορικότητας, δηλαδή της προφορικότητας που δημιούργησαν οι φιλόσοφοι. Δεν αντιλήφθηκε την ουσία και τη σημασία της, τη συνοχή και το εύρος της, και συνεπώς δεν κατανόησε πώς, αν είναι αληθές ότι η γραφή ήταν ουσιώδης για τη δημοσίευση, τη λήψη, την υποδοχή, τη διάδοση και τη διατήρηση των φιλοσοφικών μηνυμάτων, είναι επίσης αληθές, ταυτόχρονα, και το αντίθετο. Με άλλα λόγια, στην ανάπτυξη και την επιτυχία της γραφής καθοριστική ήταν η εννοιολογική αναδιάρθρωση της σκέψης που έφεραν οι φιλόσοφοι, οι οποίοι για μεγάλο χρονικό διάστημα λειτουργούσαν κυρίως στην προφορική διάσταση, ή ακόμη, όπως ο Θαλής και ο Σωκράτης, αποκλειστικά στη σφαίρα της προφορικότητας, την οποία, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του ίδιου του Σωκράτη, είναι σωστό να αποκαλούμε «διαλεκτική προφορικότητα». Αυτή η μορφή προφορικότητας έφερε μια ριζική επανάσταση, δηλαδή κοσμογονική μετάβαση από μια σκέψη που περιοριζόταν σε εικόνες σε μια σκέψη μέσω εννοιών.

Ωστόσο, θα δούμε πώς ο ίδιος ο Havelock αναγκάζεται να διατυπώσει ισχυρισμούς που, αν και όχι καταρχήν, τουλάχιστον πρακτικά, συγκλίνουν με αυτά που λέω. Αλλά, πριν προσκομίσω τις αποδείξεις για αυτήν τη δήλωσή μου, θεωρώ σκόπιμο να κάνω μια γενική παρατήρηση, την οποία θεωρώ πολύ σημαντική.

Η γραφή δεν είναι ένα εντελώς αυτόνομο μέσο επικοινωνίας, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προφορικότητα. 

Ο WALTER ONG (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δεν απομακρύνεται από τη βασική θέση του Havelock) κάνει μια ανάλυση που από πολλές απόψεις είναι καθοριστική για την επίλυση του ζητήματος που εξετάζουμε.

Η γραφή, καθώς παραδίδει τον λόγο στον χώρο, διευρύνει σημαντικά τις δυνατότητες της γλώσσας, αναδιαρθρώνει τον τρόπο σκέψης, πολλαπλασιάζει τους όρους, εμπλουτίζοντας σημαντικά τον σημασιολογικό χώρο, ανοίγοντας ορίζοντες στους οποίους η προφορικότητα από μόνη της δεν θα μπορούσε να φτάσει. Ωστόσο, παρ' όλα αυτά, στην γραφή αναβιώνει σε μεγάλο βαθμό η προφορική έκφραση, και, ως εκ τούτου, η γραφή είναι αδιανόητη χωρίς την προφορικότητα.

Διαβάζουμε την εξής σελίδα του Ong: «Αλλά σε όλους τους θαυμαστούς κόσμους που ανοίγονται από την γραφή, κατοικεί ακόμη και ζει η προφορική έκφραση: όλα τα γραπτά κείμενα, για να επικοινωνήσουν, πρέπει να συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα, με τον κόσμο του ήχου, το φυσικό περιβάλλον της γλώσσας. Το “διάβασμα” ενός κειμένου σημαίνει τη μετατροπή του σε ήχο με τη φαντασία, συλλαβή προς συλλαβή σε αργή ανάγνωση, ή συνοπτικά και αποσπασματικά στην ταχεία ανάγνωση που είναι χαρακτηριστική των πολιτισμών με προηγμένη τεχνολογία. Η γραφή δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει χωρίς την προφορικότητα. Υιοθετώντας έναν ορισμό που χρησιμοποιήθηκε για ελαφρώς διαφορετικούς σκοπούς από τον Jurij Lotman, μπορούμε να αποκαλέσουμε τη γραφή ένα “δευτερεύον σύστημα μοντελοποίησης”, εξαρτώμενο από ένα πρωτογενές σύστημα, δηλαδή την ομιλούμενη γλώσσα (τον προφορικό λόγο). Η προφορική έκφραση μπορεί να υπάρξει, και ως επί το πλείστον υπήρξε, χωρίς κανένα αντίστοιχο σύστημα γραφής, ενώ η γραφή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την προφορικότητα».

Ήδη με βάση αυτές τις ορθές παρατηρήσεις, θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε στην άμεση απόδειξη της θέσης μας. Αλλά θεωρούμε πιο κατάλληλο, για μαιευτικούς λόγους, να δείξουμε πώς ο Havelock κάνει χρήση της θέσης αυτής με τρόπο λανθάνοντα, χωρίς να το αντιλαμβάνεται.

Ο Havelock αναγνωρίζει, έστω και αν δεν το κάνει επί της αρχής, ότι οι Προσωκρατικοί δημιούργησαν μια νέα μορφή προφορικότητας.

Ο HAVELOCK αφιέρωσε στους προσωκρατικούς φιλοσόφους (ή μάλλον στους «προπλατωνικούς», όπως τους αποκαλεί) μεγάλη προσοχή: είχε ξεκινήσει τις μελέτες του ακριβώς από αυτούς και ήθελε να ολοκληρώσει τις έρευνές του με μια συστηματική επανερμηνεία των αποσπασμάτων τους και με μια νέα παρουσίασή τους, που θα ανανέωνε ριζικά τη συλλογή των Diels-Kranz.

Θα ήταν λοιπόν σκόπιμο να αναφέρουμε μια σειρά από παρατηρήσεις του, οι οποίες, αν αποδεσμευτούν από τις υποκείμενες παραδοχές τους και από τις προϋποθέσεις που τις στηρίζουν, οδηγούν στα συμπεράσματά μου.

Οι πρώτοι κοσμολόγοι, στην προσπάθειά τους να ανασυγκροτήσουν το σύμπαν, γνώριζαν ότι πρότειναν κάτι καινούργιο, τόσο ως προς τις παραδοχές βάσει των οποίων κινούνταν όσο και ως προς τη μεθοδολογία που χρησιμοποιούσαν για την έρευνά τους. Πράγματι, από την επική αφήγηση και τις ομηρικές και Ησιόδειες ιστορίες, που εξηγούσαν τα φαινόμενα μέσω γεγονότων, εικόνων και προσώπων, επιδίωξαν να αφαιρέσουν τα φαινόμενα αυτά και να τα εξηγήσουν ορθολογικά με καινοτόμα κριτήρια και με μεθοδικό τρόπο.

Κατά συνέπεια, οι Προσωκρατικοί προσπάθησαν να θέσουν σε εφαρμογή θεμελιώδεις κανόνες μιας μεθόδου που καθιστούσε δυνατή μια νέα μορφή ανασυγκρότησης και ορθολογικής εξήγησης της εμπειρίας. Αυτό συνεπαγόταν γενικά μια αξεπέραστη σύγκρουση με την ποιητική γλώσσα και, ειδικότερα, τη γέννηση ενός εντελώς νέου λεξιλογίου και συντακτικού, ακριβώς στο πλαίσιο της προφορικότητας.

Ακολουθούν κάποιες διευκρινίσεις του μελετητή.

«Οι ίδιοι οι Προσωκρατικοί ήταν ουσιαστικά προφορικοί στοχαστές, προφήτες του συγκεκριμένου, συνδεδεμένοι με μακρά εξοικείωση με το παρελθόν και με μορφές έκφρασης που ήταν επίσης μορφές εμπειρίας. Όμως, προσπάθησαν να επινοήσουν ένα λεξιλόγιο και μια σύνταξη κατάλληλα για την αφηρημένη διατύπωση. Αυτό ήταν το θεμελιώδες έργο τους, που απορρόφησε το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς τους. Μακριά από το να εφεύρουν συστήματα, όπως οι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι, αφιερώθηκαν στην πρωταρχική αποστολή της εφεύρεσης μιας γλώσσας που θα καθιστούσε δυνατά τα μελλοντικά συστήματα».

Αναμφίβολα, ο Πλάτωνας ήταν αυτός που ανέτρεψε με συστηματικό και ριζικό τρόπο τον «ομηρικό» τρόπο αναπαράστασης των εικόνων. Αλλά ανάμεσα στον Όμηρο και τον Πλάτωνα μεσολαβούν τρεις αιώνες. Και, παρά την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του Ομήρου, εισήχθη σιγά-σιγά, ως «πρόλογος», ένας νέος τρόπος σκέψης, που με τον Πλάτωνα γιορτάζει τον «επίλογό» του. Και ο πρόλογος ήταν ακριβώς το έργο των Προσωκρατικών.

Ο Havelock γράφει: Ο Πλάτων «δεν είναι ένας απλός ιδιοφυής στοχαστής, ούτε ένας εκκεντρικός στο ρεύμα της ιστορίας, που παράγει ένα, έστω και τρομερό, δογματικό σύμπλεγμα δικής του επινόησης. Αντίθετα, είναι ένας από εκείνους τους στοχαστές στους οποίους ωριμάζουν οι αρχέγονες μορφές μιας ολόκληρης εποχής. Σκέφτεται τις ασυνείδητες σκέψεις των συγχρόνων του. Μπορεί να προβλέψει τις σκέψεις που μπορεί να σκέφτονται, αλλά δεν ξέρουν ακόμη ότι θέλουν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δίνει στα πνευματικά ρεύματα της εποχής του την κατεύθυνση και την ώθησή τους. Θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι η συγκεκριμένη πρωτοποριακή αποστολή του επιδίωξε να δημιουργήσει το ίδιο το ρεύμα του στοχασμού, ανιχνεύοντας και σκάβοντας το κανάλι μέσα στο οποίο προσπάθειες παρόμοιες με τη δική του, προηγουμένως διασκορπισμένες, θα μπορούσαν τώρα να ρέουν με ορμή»

Οι αρχέγονες/πρωτογενείς μορφές που ο Πλάτων φέρνει στην ωριμότητα είναι, όπως ανέφερα παραπάνω, ακριβώς αυτές που δημιούργησαν οι Προσωκρατικοί. Πράγματι, λέει ο Havelock, οι Προσωκρατικοί ξεκίνησαν συνθέτοντας ποιητικά έργα, εντασσόμενοι έτσι στην προφορική παράδοση. Ωστόσο, «προφανώς αισθάνονταν αποστροφή γι' αυτήν και την πολεμούσαν, ταυτίζοντάς την με το πρόσωπο της “πλειοψηφίας” και με το πρόσωπο του Ομήρου και του Ησιόδου, τους οποίους μερικές φορές ονομάζουν ως αντιπάλους. Διεκδικούν λοιπόν την ανώτερη «ευφυΐα» του αοιδού ως κυρίαρχου της Ελλάδας, αλλά προσπαθούν να προσαρμόσουν αυτή την αντίληψη σε μια νέα τάξη του πνεύματος, η οποία προορίζεται να αντικαταστήσει την ποιητική ευφυΐα. [...] Πρέπει λοιπόν να προετοιμαστούμε για την υπόθεση ότι η αρχαϊκή ελληνική φιλοσοφία αντιπροσωπεύει ένα εγχείρημα που βρέθηκε αντιμέτωπη με τα ίδια προβλήματα αφαίρεσης στα οποία ο Πλάτωνας έδωσε μια λύση που, εν μέρει, αυτή είχε προβλέψει».

Εν ολίγοις, ο Havelock παραδέχεται ότι οι Προσωκρατικοί, και αργότερα ο Σωκράτης, όπως θα δούμε, όχι μόνο εισήγαγαν μια νέα γλώσσα και άλλαξαν το συντακτικό πλαίσιο του λόγου, αλλά εξήγησαν τις φυσικές και νοητικές διαδικασίες με επαναστατικό τρόπο.

Αν όμως το έκαναν αυτό κατά κύριο λόγο στη διάσταση της προφορικότητας, τότε πρέπει να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ της ποιητικής-μιμητικής προφορικότητας, εναντίον της οποίας έδρασαν, και της προφορικότητας που χρησιμοποίησαν, η οποία είναι ακριβώς η διαλεκτική προφορικότητα. Και ήταν ακριβώς αυτή η «διαλεκτική προφορικότητα» που επέβαλε την αναγκαιότητα του βιβλίου, εισάγοντας ολοένα και μεγαλύτερες ανάγκες για τη διατήρηση όσων δημοσιεύονταν μέσω της προφορικότητας, η οποία δεν ήταν πλέον αξιομνημόνευτη ως ποίηση. Ήταν λοιπόν η διαλεκτική προφορικότητα που συνέβαλε αποφασιστικά στον θρίαμβο της κουλτούρας της γραφής.

Έτσι, τα συμπεράσματα που θα μπορούσαν να εξαχθούν θα ήταν τα εξής: ήταν μέσα στο χώρο της προφορικότητας, και σε ορισμένες περιπτώσεις επίσης με το αρχαίο εργαλείο της ποίησης, που οι Προσωκρατικοί δημιούργησαν έναν νέο τρόπο σκέψης, και κατά συνέπεια μια νέα γλώσσα, νέους όρους και μια νέα σύνταξη: τελικά, μια προφορικότητα σε αντίθεση με την ποιητική-μιμητική.

Για να επιβεβαιωθεί όμως επαρκώς αυτή η θέση, θεωρώ απαραίτητο να αρθρώσω λεπτομερώς αυτούς τους ισχυρισμούς και να δώσω ορισμένα ακριβή παραδείγματα.

Ο επαναστατικός τρόπος με τον οποίο οι Ξενοφάνης και Παρμενίδης εκφράστηκαν μέσω της ποίησης, διαλύοντας μερικά από τα ουσιώδη παραδοσιακά της περιεχόμενα. 

Ο HAVELOCK θεωρεί ότι μόνο η γραφή, και ειδικότερα ο πεζός λόγος, αποτελούσαν τον αντίποδα της ποιητικής προφορικότητας και το κίνητρο της πολιτιστικής επανάστασης. Αντίθετα, η γέννηση της φιλοσοφικής σκέψης συνέβαλε στην υλοποίηση της επανάστασης όχι μόνο στη σφαίρα της καθαρής προφορικότητας, αλλά και μέσω συνθέσεων σε στίχους. Προφανώς, ο στίχος είχε ακόμα τον σκοπό να διευκολύνει την απομνημόνευση των μηνυμάτων, αλλά αυτά ήταν μηνύματα που, κάνοντας χρήση του παραδοσιακού ποιητικού εργαλείου, ανέτρεπαν τα περιεχόμενά του, και μάλιστα ριζικά. Με άλλα λόγια, οι φιλόσοφοι, σε ποιητική μορφή, ανατίναζαν τους παραδοσιακούς τρόπους δημιουργίας ποίησης και, με τα παλιά μέσα της ποιητικής-μιμητικής προφορικότητας, δημιουργούσαν μια άλλη μορφή προφορικότητας.

Ο ίδιος ο Πλάτωνας, σε ένα χωρίο που ήδη αναφέραμε στο δεύτερο κεφάλαιο, υπενθυμίζει ότι «η αντιπαράθεση μεταξύ ποίησης και φιλοσοφίας είναι παλιά υπόθεση». Ένας από τους πρώτους αντιπάλους ήταν ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, που εξαπέλυσε σφοδρές επιθέσεις εναντίον της ποίησης χρησιμοποιώντας την ίδια την ποίηση.

Ο Cerri έχει αναλύσει με μεγάλη προσοχή το πρώτο απόσπασμα του Ξενοφάνη και έχει επισημάνει τις αξιοσημείωτες και εκπληκτικές αντιστοιχίες μεταξύ της κριτικής της παραδοσιακής ποίησης που παρουσιάζει και της κριτικής του Πλάτωνα, την οποία παρουσιάσαμε παραπάνω.

Αξιοσημείωτοι είναι οι παρακάτω στίχοι, που προλαμβάνουν τον Πλάτωνα με τρόπο εκπληκτικό:

«...και να επαινούν αυτόν που, πίνοντας, αφηγείται ευγενείς ιστορίες,
όπως του υπαγορεύει η μνήμη και η αγάπη για την αρετή,
όχι να διηγείται μάχες Τιτάνων, ούτε Γιγάντων,
ούτε Κενταύρων, επινοήσεις των προγόνων μας,
ούτε αιματηρές συγκρούσεις, στις οποίες δεν υπάρχει τίποτα χρήσιμο,
αλλά να δείχνει πάντα τον ορθό σεβασμό προς τους θεούς».

Ο Cerri αποδεικνύει, και δικαίως, ότι «η ελεγεία του Ξενοφάνη περιέχει εν σπέρματι, δηλαδή έμμεσα, αλλά όχι λιγότερο ξεκάθαρα, όλες τις κύριες διατυπώσεις αυτού που αργότερα θα αποτελούσε τη σκέψη του Πλάτωνα· αποτελεί επομένως για μας την αρχαιότερη ιστορική τεκμηρίωση αυτής της γραμμής σκέψης».

Συμφωνώ πλήρως με τον Τσέρρι και θεωρώ ότι η κριτική του Ξενοφάνη στον ανθρωπομορφισμό, τόσο σωματικό όσο και ηθικό, στη θεώρηση των θεών από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, καθιστά αυτή τη θέση αναμφισβήτητη.

Ας διαβάσουμε τα αποσπάσματα του Ξενοφάνη που μας έχουν διασωθεί, όπου ασκεί κριτική στην αρχαία πεποίθηση των ποιητών ότι οι θεοί πρέπει να έχουν μορφές και συμπεριφορές όμοιες με αυτές των ανθρώπων:

«Όμως εάν τα βόδια, τα άλογα και τα λιοντάρια είχαν χέρια,
ή μπορούσαν να ζωγραφίζουν και να δημιουργούν αυτά που οι άνθρωποι
δημιουργούν με τα χέρια τους,
τα άλογα θα ζωγράφιζαν εικόνες των θεών σαν άλογα,
τα βόδια σαν βόδια, και θα σχημάτιζαν τους θεούς
κατά την εμφάνιση που έχει καθένα από αυτά».

«Οι Αιθίοπες λένε ότι οι θεοί τους είναι μαύροι και με πλακουτσωτές μύτες,
οι Θράκες, αντίθετα, λένε ότι έχουν γαλάζια μάτια και κόκκινα μαλλιά».

Όμως οι θεοί όχι μόνο δεν μπορούν να έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, αλλά ούτε και συμπεριφορές παρόμοιες με αυτές των ανθρώπων, και δεν διαπράττουν σε καμία περίπτωση ανήθικες και άδικες πράξεις:

«Στους θεούς ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν
ό,τι είναι ντροπή και αίσχος για τους ανθρώπους:
κλέβουν, διαπράττουν μοιχεία, εξαπατούν ο ένας τον άλλο».

Επιπλέον, οι θεοί δεν μπορούν ούτε να γεννιούνται, ούτε να δρουν, ούτε να κινούνται όπως οι άνθρωποι:

«Αλλά οι θνητοί πιστεύουν ότι οι θεοί γεννιούνται,
ότι έχουν ρούχα και φωνές και μορφές σαν κι αυτούς»

Παραμένει στο ίδιο μέρος, χωρίς να κινείται καθόλου,
ούτε του ταιριάζει να περιφέρεται από εδώ κι από εκεί.

Όσον αφορά τα «πειράματα αφαίρεσης» που αναφέρει ο Χάβελοκ, παραθέτω ένα εξαιρετικό παράδειγμα, σε στίχους, όπου ο Ξενοφάνης απομυθοποιεί τη μορφή της Ίριδας και την ερμηνεύει λογικά:

«Αυτό που ονομάζουν Ίριδα, είναι όμως ένα σύννεφο,
πορφυρό, βιολετί και κιτρινοπράσινο στην όψη»

Ακόμα μεγαλύτερα είναι τα βήματα που έκανε ο Παρμενίδης για τη δομική τροποποίηση της ποιητικής-μιμητικής προφορικότητας, εισάγοντας εξαιρετικές έννοιες και μια νέα σύνταξη, πάλι μέσω της σύνθεσης στίχων. Από καιρό οι μελετητές έχουν επισημάνει την έλλειψη ομορφιάς και την τραχύτητα των στίχων του παρμενιδείου ποιήματος. Και βέβαια, αν διαβαστεί με ομηρική αισθητική, αυτή ακριβώς την εντύπωση δίνει: στην πραγματικότητα, ο Παρμενίδης ανατρέπει τον τρόπο σκέψης του Ομήρου, ενώ συνεχίζει να εκφράζεται με το ίδιο εργαλείο.

Όπως είναι γνωστό, στον Όμηρο δεν εμφανίζεται η έννοια του «είναι»· αντίθετα, ο Παρμενίδης εστιάζει ολόκληρη την ομιλία του ακριβώς στη μορφή του Είναι, και μάλιστα σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο: το Είναι είναι το καθαρό θετικό, το μη-Είναι είναι το καθαρό αρνητικό· πράγματι, το Είναι είναι ακόμη και το απόλυτο θετικό απόλυτα απαλλαγμένο από οποιαδήποτε αρνητικότητα, ενώ το μη-είναι είναι το απόλυτο αντίθετο αυτού του απόλυτου θετικού: εκτός του Eίναι δεν υπάρχει τίποτε άλλο.

Ο Χάβελοκ θα έπρεπε να αναγνωρίσει αυτό που εδώ και καιρό έχουν ομόφωνα επισημάνει οι μελετητές, ότι ο Παρμενίδης παρουσιάζει ακόμη και (σε στίχους) την πρώτη διατύπωση της αρχής της μη αντίφασης, την οποία θα φέρει στο προσκήνιο ο Αριστοτέλης, θεωρώντας την ως την πρώτη και υπέρτατη αρχή, δηλαδή την αδυνατότητα οι αντιφατικοί όροι να συνυπάρχουν ταυτόχρονα: το Είναι είναι και δεν μπορεί να μην είναι· το μη-Είναι δεν είναι και δεν μπορεί να Είναι. Ολόκληρο το παρμενίδειο ποίημα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συστηματική ανάπτυξη αυτής της αρχής, εφαρμοσμένης στην έννοια του Είναι με αυστηρά μονοσήμαντη έννοια.

Και ιδού οι στίχοι του παρμενιδείου ποιήματος που ανατρέπουν ακριβώς τον κεντρικό άξονα του ομηρικού έπους, το οποίο βασιζόταν στην παρουσίαση γεγονότων «παρελθόντων, παρόντων ή μελλοντικών», δηλαδή στη διάσταση του γίγνεσθαι που χαρακτηρίζει τη δόξα:

«Ούτε κάποτε ήταν, ούτε θα είναι, επειδή τώρα είναι μαζί όλα, ένα, συνεχές. Ποια αρχή, λοιπόν, θα αναζητήσεις για αυτό; Πώς και από πού αναπτύχθηκε; Από το μη-είναι δεν σου επιτρέπω ούτε να το πεις, ούτε να το σκεφτείς, γιατί δεν είναι δυνατόν ούτε να ειπωθεί, ούτε να σκεφτεί ότι δεν είναι. Ποια ανάγκη θα το είχε αναγκάσει να γεννηθεί, μετά ή πριν, αν προερχόταν από το τίποτα; Γι' αυτό είναι αναγκαίο να είναι ολόκληρο (να υπάρχει εξ ολοκλήρου), ή να μην είναι καθόλου. Και ούτε από το είναι θα παραχωρήσει η δύναμη μιας βεβαιότητας να γεννηθεί κάτι που να είναι δίπλα του. Για αυτόν τον λόγο, ούτε η γέννηση ούτε η φθορά τού επιτράπηκαν από τη Δικαιοσύνη, λύνοντάς το από τις αλυσίδες, αλλά το κρατάει σφιχτά. Η απόφαση γύρω από αυτά τα πράγματα έγκειται σε αυτό: είναι ή δεν είναι».

Ο Παρμενίδης φτάνει μάλιστα στο σημείο να απορροφήσει στο Είναι όλες τις διαφορές: και, με αυτή την έννοια, φως και νύχτα «είναι ίσα και τα δύο, γιατί με κανένα από αυτά τα δύο δεν υπάρχει το τίποτα»! Συνεπώς, θα είναι απλώς μάταια ονόματα όλα όσα οι θνητοί αποκαλούν τα διάφορα πράγματα και τις υποτιθέμενες καταστάσεις τους, μέσα στην καθαρή διάσταση της εμφάνισης:

«...θα είναι ονόματα όλα εκείνα που όρισαν οι θνητοί, πεπεισμένοι ότι ήταν αληθινά: γέννηση και φθορά, είναι και μη-είναι, αλλαγή τόπου και μεταβολή του λαμπρού χρώματος».

Όπως γίνεται σαφές, με αυτή την οπτική ανατρέπεται σχεδόν πλήρως ο κόσμος του έπους στο σύνολό του, με τον σχεδόν πλήρη μηδενισμό της διάστασης στην οποία εντάσσεται και των δομών που τον συγκροτούν: και αυτό γίνεται ακριβώς μέσω ποιητικών στίχων και κυρίως στον χώρο, στη σφαίρα της προφορικότητας.

Οι μεγάλες «αφηρημένες» έννοιες του Μέλισσου και η διαλεκτική του Ζήνωνα

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ βρίσκεται ο μαθητής του Μέλισσος, και αυτή τη φορά με μια δική του πεζογραφία.

Σε αυτό το γραπτό, του οποίου παρουσίασα μια έκδοση με σχολιασμό (G. Reale, Μέλισσος. Μαρτυρίες και αποσπάσματα. Εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια, La Nuova Italia, Φλωρεντία 1970), εντυπωσιάζουν η ριζοσπαστικότητα της προσέγγισης και η εξαιρετική «ελκυστική» δύναμη.

Συγκεκριμένα, ο Μέλισσος, στο μεγάλο απόσπασμα 8, οδηγεί στα άκρα την άρνηση του Παρμενίδη για την αξία της δοξασίας καθώς και την εγκυρότητα όλων όσων οι αισθήσεις φαίνεται να μαρτυρούν. Αξίζει να διαβάσουμε το απόσπασμα, καθώς επιβεβαιώνει πλήρως τη θέση που υποστηρίζουμε στον αντίποδα της θέσης του Havelock. Ο Μέλισσος αποδεικνύει την αδυναμία της ύπαρξης των πολλών με τον ακόλουθο τρόπο:

«Αν, λοιπόν, υπήρχαν τα πολλά, αυτά θα έπρεπε να είναι όπως λέω ότι είναι το Ένα. Αν, λοιπόν, υπήρχαν η γη, το νερό, ο αέρας, η φωτιά, ο σίδηρος, ο χρυσός, από τη μια πλευρά ό,τι είναι ζωντανό και από την άλλη ό,τι είναι νεκρό, ό,τι είναι μαύρο και ό,τι είναι άσπρο, και όλα τα άλλα πράγματα που οι άνθρωποι λένε ότι είναι αληθινά· αν, λοιπόν, όλα αυτά τα πράγματα υπάρχουν, και εμείς βλέπουμε και ακούμε ορθά, τότε το καθένα από αυτά πρέπει να είναι όπως φάνηκε σε εμάς την πρώτη φορά και να μην αλλάζει ούτε να γίνεται διαφορετικό, αλλά το καθένα πρέπει να παραμένει πάντα το ίδιο όπως είναι. Τώρα, λέμε ακριβώς ότι βλέπουμε και ακούμε με ορθό τρόπο. Από την άλλη, μας φαίνεται ότι το θερμό γίνεται ψυχρό και το ψυχρό γίνεται θερμό, το σκληρό γίνεται μαλακό και το μαλακό γίνεται σκληρό, το ζωντανό πεθαίνει και το ζωντανό γεννιέται από το μη ζωντανό, και όλα αυτά τα πράγματα μεταβάλλονται και ό,τι ήταν δεν είναι ίδιο με αυτό που είναι τώρα, και ο σίδηρος, αν και σκληρός, φθείρεται όταν έρχεται σε επαφή με το δάχτυλο, και το ίδιο και ο χρυσός και η πέτρα, και όλα όσα φαίνονται ισχυρά, και ότι η γη και η πέτρα δημιουργούνται από το νερό. Συνεπώς, προκύπτει ότι ούτε βλέπουμε ούτε γνωρίζουμε τα πράγματα που είναι. Αυτά τα πράγματα, λοιπόν, δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Και αν ακόμα λέμε ότι τα όντα είναι πολλά, προικισμένα με αιώνιες μορφές και δύναμη, μας φαίνεται, μετά, ότι όλα αλλάζουν και γίνονται διαφορετικά από ό,τι τα είδαμε την κάθε φορά. Είναι λοιπόν φανερό ότι δεν βλέπουμε ορθά και ότι αυτά τα πράγματα μας φαίνονται να είναι με λανθασμένο τρόπο. Διότι, αν υπήρχαν πραγματικά, δεν θα μεταβάλλονταν, αλλά το καθένα θα έπρεπε να είναι όπως μας φάνηκε ότι ήταν. Διότι τίποτα δεν είναι ισχυρότερο από αυτό που πραγματικά είναι. Αν όμως μεταλλασσόταν, τότε το είναι θα χανόταν και θα γεννιόταν το μη-είναι. Έτσι, λοιπόν, αν υπήρχαν τα πολλά, θα έπρεπε να είναι όπως είναι το Ένα»(Μέλισσος, απ. 8 Diels-Kranz).

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό κείμενο, το οποίο πολλοί μελετητές θεωρούν ένα από τα πιο αξιοσημείωτα, όχι μόνο των Ελεατών αλλά και των Προσωκρατικών γενικά. Κάποιοι το κρίνουν ως το ακραίο σημείο στην ελεατική αντίληψη του όντος· άλλοι μελετητές πιστεύουν ότι μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και ως ένα είδος «Κριτικής του Καθαρού Λόγου», όπως θα μπορούσε να τη γράψει ένας Έλληνας του πέμπτου αιώνα π.Χ.

Πράγματι, είναι αδιαμφισβήτητο ότι το απόσπασμα αυτό γιορτάζει έναν πραγματικό θρίαμβο της αντίληψης από την οποία γεννήθηκε η ελληνική φιλοσοφία και την οποία ακριβώς οι Ελεάτες οδήγησαν στις ακραίες συνέπειές της, δηλαδή την πεποίθηση της απόλυτης υπεροχής του λόγου έναντι των αισθήσεων και των αισθητών παραστάσεων.

Βρισκόμαστε ακριβώς στο αντίθετο επίπεδο από εκείνο στο οποίο κινείται το ομηρικό έπος, και μάλιστα με έναν εξαιρετικά εμφανή μακροσκοπικό τρόπο. Και ο αναγνώστης που σκοπεύει να διανύσει την πορεία που ακολούθησε ο Μέλισσος μέχρι τέλους (και ιδίως να γνωρίσει τις εξαιρετικές «αφηρημένες» έννοιες -αφηρημένες με την ελληνική έννοια, όπως θα πούμε αργότερα-, όπως αυτή του απείρου του όντος και αυτή της ασώματης φύσης του), θα μπορέσει να βρει όλο το υλικό στην έκδοσή μας των αποσπασμάτων του φιλοσόφου, με αναλυτικό σχολιασμό.

Μένοντας στο πλαίσιο της ελεατικής σχολής, αξίζει να αναφερθεί και η θέση που έλαβε ο Ζήνωνας.

Στην πραγματικότητα, για να υπερασπιστεί τις θέσεις του Παρμενίδη από τις πολλές κριτικές που τις αντιμετώπιζαν, ο Ζήνωνας υιοθέτησε το κριτήριο του ελέγχου, δηλαδή της «αντίκρουσης/αναίρεσης/διάψευσης», ή αλλιώς το κριτήριο της αναγωγής στο παράλογο των θέσεων που παρουσιάζονταν εναντίον εκείνων του Παρμενίδη (τα Παράδοξα του Ζήνωνα).

Η αλήθεια είναι ότι ήδη ο Παρμενίδης παρουσίαζε τη συζήτηση της θεάς που περιλαμβάνεται στο ποίημά του ως πολύδειρον ἔλεγχον, δηλαδή ως διαψευστική απόδειξη, και σε κάθε περίπτωση ως απόδειξη με πολλή συζήτηση, η οποία κρίνεται με βάση τον καθαρό λόγο. Όμως, ήταν ο Ζήνωνας που έδωσε συστηματική μορφή στην απόδειξη με διάψευση. Ο Πλάτωνας, με αδιαμφισβήτητο θαυμασμό, αν και με κάποια ειρωνεία, λέει για αυτόν: «... μιλούσε με τέτοια τέχνη που φαινόταν στους ακροατές ότι τα ίδια πράγματα ήταν ταυτόχρονα όμοια και ανόμοια, ένα και πολλά, ακίνητα και κινητά». Και δικαίως ο Αριστοτέλης τον θεωρούσε ως τον ιδρυτή της διαλεκτικής. Και τη στιγμή που ο Ζήνωνας παρουσίαζε τις θέσεις του, η γραφή απείχε ακόμα πολύ από το να έχει πλήρη κυριαρχία επί της προφορικότητας, αλλά βασιζόταν ακριβώς σε αυτήν.

Ο Πυθαγόρας ανάγεται σε «φάντασμα» από τον Havelock, καθώς αποτελούσε ένα «αντίθετο παράδειγμα» στο πλαίσιο του ερμηνευτικού του παραδείγματος.

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ αναπτύχθηκε παράλληλα με τις μαθηματικές σπουδές. Και η αναγνώριση της ύπαρξης των μαθηματικών σπουδών στο πλαίσιο της σκέψης των Προσωκρατικών αποτελεί μια επιπλέον απόδειξη της θέσης που υποστηρίζω.
Ο Havelock κατανοούσε καλά ότι, για τη θέση του, ο Πυθαγόρας αποτελούσε ένα πραγματικό «αντι-παράδειγμα».


Και σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να επέμβει στο «αντι-παράδειγμα», παρουσιάζοντάς το ως ανα-κατασκευασμένο και τεχνητά-κατασκευασμένο, αφού η γέννηση και η ανάπτυξη των μαθηματικών στο πλαίσιο της προφορικότητας σήμαινε σε κάθε περίπτωση μια σχεδόν πλήρη θόλωση του ερμηνευτικού παραδείγματος. Ο Havelock επέλεξε λοιπόν τη μοναδική διέξοδο που του απέμενε: αρνήθηκε το ίδιο το γεγονός, θεωρώντας τον μαθηματικό Πυθαγόρα ως ένα είδος επινόησης, έτσι ώστε, με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο, να δώσει τον εξής τίτλο στο κεφάλαιο που αφιέρωσε στον φιλόσοφο της Σάμου: Το πυθαγόρειο φάντασμα.

Ο Havelock, αν και δεν υιοθέτησε την παλαιότερη θέση του Frank, σύμφωνα με την οποία «οι λεγόμενοι Πυθαγόρειοι» ήταν ουσιαστικά μέλη της Ακαδημίας ή μια παράταξη εντός της ίδιας της Ακαδημίας, παρουσιάζει μια θέση που βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτήν, υποστηρίζοντας ότι ο πυθαγορισμός είναι σίγουρα μετασωκρατικός, λίγο πριν ή ακόμα και σύγχρονος με τον Πλάτωνα.

Διαβάζουμε τους ισχυρισμούς του: Εν συντομία: εκείνη η ομάδα των φιλοσοφικών δογμάτων που συνήθως αποδίδεται, στις σύγχρονες ιστορίες, σε έναν πυθαγορισμό του 6ου αιώνα π.Χ. ή μεταγενέστερο, ήταν στην πραγματικότητα το δημιούργημα μιας κοινότητας που ονομάστηκε πυθαγόρεια και είχε επικεφαλής τον Αρχύτα, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στον Τάραντα στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.. Ήταν «μετασωκρατική», αλλά πιθανότατα «προπλατωνική», με την έννοια ότι οι επαφές που είχε με αυτήν ο Πλάτωνας στον Τάραντα, κατά τα ταξίδια του στο εξωτερικό, του παρείχαν ένα πρότυπο για το προσωπικό του πείραμα στην Αθήνα».


Όμως η σχολή του Πυθαγόρα γεννήθηκε ως μια φιλοσοφική-θρησκευτική αίρεση που βασιζόταν, μεταξύ άλλων, στη μυστικότητα των δογμάτων. Όπως είναι γνωστό, όσοι παραβίαζαν το απόρρητο αποβάλλονταν από τη σχολή και τιμωρούνταν. Στη σχολή, η επικοινωνία των μηνυμάτων γινόταν, για αρκετό καιρό, κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στη στην προφορική διάσταση. Ο πρώτος που έγραψε και δημοσίευσε έργα ήταν ο Φιλόλαος, σύγχρονος του Σωκράτη. Βέβαια μέχρι τότε είχε εξελιχθεί η διδασκαλία. Είναι όμως πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί τι ανήκει στον πρώτο Πυθαγορισμό και τι ανήκει στον δεύτερο, αφού η διδασκαλία της Σχολής θεωρούνταν κοινό αγαθό, στο οποίο οι μαθητές αντλούσαν και στο οποίο προσπαθούσαν να προσθέσουν, μελετώντας και ερευνώντας όλοι μαζί. Ωστόσο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη του πρώτου πυθαγορισμού.
Ο ισχυρισμός του Havelock, σύμφωνα με τον οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης δεν αναφέρει ποτέ ρητά τον Πυθαγόρα, αλλά μιλάει για τους Πυθαγορείους, στην πραγματικότητα δεν αποδεικνύει καθόλου τη θέση του, αλλά μάλλον, αν καταλάβουμε καλά τον Αριστοτέλη, την αντικρούει.

Πράγματι, όταν ασχολείται με τους Πυθαγόρειους, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί την έκφραση «οι λεγόμενοι Πυθαγόρειοι».

Γιατί όμως χρησιμοποιεί αυτή την παράξενη για εμάς έκφραση;

Η Maria Timpanaro Cardini είχε ήδη δώσει την εξήγηση αυτού του προβλήματος: «[Ο Αριστοτέλης] βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα μοναδικό γεγονός: από τους άλλους φιλοσόφους που αναφέρθηκαν προηγουμένως [στο πρώτο βιβλίο των Μεταφυσικών, όπου μιλάει για τους προκατόχους του] ο καθένας εκπροσωπούσε τον εαυτό του· είχαν βέβαια μαθητές και οπαδούς, αλλά όχι ιδιαίτερους δεσμούς Σχολής. Οι Πυθαγόρειοι, από την άλλη πλευρά, συνιστούν ένα νέο φαινόμενο: μελετούν και εργάζονται, για να χρησιμοποιήσουμε έναν σύγχρονο όρο, ως ομάδα· το όνομά τους είναι ένα πρόγραμμα, ένα ακρωνύμιο· τέλος, είναι ένας τεχνικός όρος, που υποδηλώνει έναν δεδομένο νοητικό προσανατολισμό, μια συγκεκριμένη θεώρηση της πραγματικότητας στην οποία συμφωνούν άνδρες και γυναίκες διαφορετικών πατρίδων και συνθηκών. Ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται αυτό το χαρακτηριστικό, αισθάνεται ότι, εισάγοντας τους Πυθαγόρειους στον λόγο, πρέπει κατά κάποιον τρόπο να αποτρέψει κάποια απορία του ακροατή ή του αναγνώστη: πώς είναι δυνατόν; Μέχρι τώρα παρουσιάζονταν καλά αναγνωρίσιμες μορφές φιλοσόφων, ο καθένας με τις δικές του προσωπικές απόψεις· και τώρα έρχεται αυτή η ομάδα, αλλά ανώνυμη σε σχέση με τα άτομα που την απαρτίζουν; Τέτοιο είναι το όνομά τους, διαβεβαιώνει ο Αριστοτέλης, τέτοια είναι η επίσημη ονομασία που έχουν ως Σχολή, και η οποία, με την πάροδο του χρόνου, αντιπροσωπεύει την ενότητα και τη συνέχεια της διδασκαλίας τους.

Ο Πλάτωνας έλεγε για τον Πυθαγόρα ότι, λόγω του τρόπου ζωής που δημιούργησε, «ήταν στον ύψιστο βαθμό αγαπητός και οι διάδοχοί του, που ονόμασαν τον τρόπο ζωής τους Πυθαγόρειο, κατά μία έννοια ξεχωρίζουν ανάμεσα σε όλους τους άλλους».

Και, βέβαια, το να κρίνει κανείς αυτά που λέει ο Πλάτωνας ως επινόηση και τον Πυθαγόρα ως φάντασμα, προκειμένου να υποστηρίξει τη δική του θέση, όπως κάνει ο Havelock, είναι παράλογο: πρόκειται για εκείνη τη διαδικασία που υιοθετεί συχνά, όπως ανέφερα παραπάνω, δηλαδή την εξάλειψη του αντι-παραδείγματος (την εξάλειψη του αντιφατικού), μέσω της άρνησης της ύπαρξής του.


Ο Σωκράτης και η κορύφωση της διαλεκτικής προφορικότητας

ΑΝ ΚΑΙ οι Προσωκρατικοί έθεσαν τα θεμέλια της διαλεκτικής προφορικότητας, δημιουργώντας ένα νέο λεξιλόγιο και μια νέα σύνταξη, ήταν ο Σωκράτης αυτός που έδωσε στη διαλεκτική προφορικότητα μια ολοκληρωμένη μορφή, βασίζοντάς την στην ανακάλυψη της ουσίας του ανθρώπου ως «ψυχής», δηλαδή ως νου, ως ικανότητα σκέψης και επιδίωξης του αγαθού. Αυτή η αντίληψη, σε συνεργασία με την ανασκευαστική και μαιευτική μέθοδο, ανέτρεψε πλήρως τα θεμέλια και τα πρότυπα της μιμητικής-ποιητικής προφορικότητας.

Ο Havelock, αφού προσπάθησε να επιβεβαιώσει τη σύνδεση αυτής της ανακάλυψης της αυτοσυνειδησίας με την αλλαγή που επήλθε στην τεχνολογία της επικοινωνίας και τον διαχωρισμό του υποκειμένου από τη «μνημονευόμενο λόγο» που προκάλεσε ο γραπτός λόγος, διευκρινίζει τα εξής: «Και αυτός ο διαχωρισμός του υποκειμένου από τον μνημονευόμενο λόγο είναι ίσως με τη σειρά του η προϋπόθεση για την αυξανόμενη χρήση, κατά τη διάρκεια του πέμπτου αιώνα, ενός μέσου που συχνά θεωρείται χαρακτηριστικό του Σωκράτη, αλλά που ίσως είχε γενικό χαρακτήρα και χρησιμοποιήθηκε για να επιτεθεί στη συνήθεια της ποιητικής ταύτισης και να ωθήσει τους ανθρώπους να της γυρίσουν την πλάτη. Αυτό ήταν το μέσο της διαλεκτικής: όχι αναγκαστικά εκείνη η εξελιγμένη μορφή αλυσιδωτής λογικής συλλογιστικής που βρίσκουμε στους διαλόγους του Πλάτωνα, αλλά η αρχική μορφή του, η οποία συνίστατο στο να ζητάει από τον συνομιλητή να επαναλάβει ό,τι είχε πει και να εξηγήσει τι εννοούσε. Στα ελληνικά, οι λέξεις που εκφράζουν το λέγειν, το εξηγείν και το σημαίνειν μπορεί να συμπίπτουν. Δηλαδή, η αρχική λειτουργία της διαλεκτικής ερώτησης ήταν απλώς να αναγκάσει τον συνομιλητή να επαναλάβει μια ήδη ειπωμένη δήλωση, με τη σιωπηρή παραδοχή ότι αυτή η δήλωση είχε κάτι το ανεπαρκές και ότι θα ήταν καλύτερο να διατυπωθεί ξανά. Τώρα, η δήλωση αυτή, εάν αφορούσε σημαντικά ζητήματα πολιτιστικής παράδοσης και ηθικής, έπρεπε να έχει ποιητικό χαρακτήρα και να χρησιμοποιεί εικόνες, και συχνά ακόμη και τους ρυθμούς της ποίησης. Αυτή προσκαλούσε τον ακροατή να ταυτιστεί με κάποιο συναισθηματικά αποτελεσματικό παράδειγμα και να το επαναλάβει ξανά και ξανά. Αλλά το να λέει κανείς “Τι εννοείς; Επανέλαβέ το” διατάρασσε απότομα την ευχάριστη ικανοποίηση που προσέφερε ο τύπος ή η ποιητική εικόνα. Σήμαινε να χρησιμοποιεί κανείς άλλες λέξεις, και αυτές οι ισοδύναμες λέξεις δεν ήταν ποιητικές· ήταν πεζές. Τη στιγμή που γινόταν η ερώτηση, οι φαντασιώσεις του συνομιλητή και του δασκάλου διαταράσσονταν, και το όνειρο, τρόπον τινά, διαλυόταν, αντικαθιστώμενο από κάποια δυσάρεστη προσπάθεια προβληματισμού και υπολογισμού. Εν συντομία, η διαλεκτική, εργαλείο που υποθέτουμε ότι χρησιμοποιούνταν με αυτή τη μορφή από μια ολόκληρη ομάδα διανοουμένων στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα, ήταν ένα εργαλείο για να ξυπνήσει τη συνείδηση από τη γλώσσα του ονείρου και να την παρακινήσει να σκέφτεται αφηρημένα. Έτσι δημιουργήθηκε η αντίληψη “σκέφτομαι γύρω από τον Αχιλλέα”, σε αντίθεση με την άλλη “ταυτίζομαι με τον Αχιλλέα”».

Και ακόμα: οι Προσωκρατικοί και οι Σοφιστές «αναγνωρίζονταν από την κοινή γνώμη ως εκπρόσωποι του διανοητικού κινήματος. Αν τους αποκαλούσαν “φιλοσόφους”, αυτό δεν οφειλόταν στα δόγματά τους καθαυτά, αλλά στο είδος του λεξιλογίου και της σύνταξης που χρησιμοποιούσαν και στις ιδιαίτερες ψυχικές ενέργειες που αντιπροσώπευαν. Οι σοφιστές, οι προσωκρατικοί και ο Σωκράτης είχαν ένα μοιραίο κοινό χαρακτηριστικό: επιχείρησαν να ανακαλύψουν και να ασκήσουν την αφηρημένη σκέψη. Η σωκρατική διαλεκτική επιδίωξε αυτόν τον στόχο με μεγαλύτερη ενέργεια, και ίσως επέμεινε πιο σταθερά ότι πάνω σε αυτές τις γραμμές, και μόνο σε αυτές τις γραμμές, θα έπρεπε να διεξαχθεί το νέο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Σωκράτης χτυπήθηκε από τον κεραυνό της δημόσιας αποδοκιμασίας».

Αλλά αυτή η παραδοχή επιβεβαιώνει πλήρως τη θέση που υποστηρίζουμε: στη σφαίρα του προφορικού πολιτισμού, παράλληλα με τον ποιητικό-μιμητικό, διαμορφώθηκε η διαλεκτική προφορικότητα, η οποία δημιουργήθηκε από τους φιλοσόφους και οδηγήθηκε από τον Σωκράτη στις ακραίες συνέπειές της. Και θα είναι ακριβώς αυτή η «διαλεκτική προφορικότητα» που ο Πλάτων θα θεωρήσει απαραίτητη για τον φιλόσοφο, και την οποία, λόγω της ικανότητάς της να μεταδίδει τα έσχατα μηνύματα της φιλοσοφίας, θα κρίνει σαφώς ανώτερη από τη γραφή, όπως θα δούμε.

Τέλος του ΙΙΙ Κεφαλαίου

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (162)

Συνέχεια από  Δευτέρα, 4 Νοεμβρίου 2024

PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ:
ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

27. ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ (6η συνέχεια)


… Και είναι επίσης προφανές, πως αυτο-ονομάζονται οι ίδιοι ως πολιτικοί, και πως έτσι τούς αποκαλεί και το πλήθος, και πως είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να τους διακρίνη κανείς απ’ τους «πραγματικά πολιτικούς και βασιλικούς άνδρες». Κάτι που πρόκειται ωστόσο να γίνη ακριβώς εδώ.

Αυτό δεν συμβαίνει όμως μέ  «κατ’ ευθείαν οδό». Διατυπώνεται δηλ., με μια καινούργια παρένθεση, ένα σύστημα (όλων…) τών πιθανών πολιτευμάτων. Τα οποία αποκρυσταλλώθηκαν μεν σε μυθικές σχεδόν υπάρξεις στο Όγδοο Βιβλίο τής «Πολιτείας», σε «καθαρές διαμορφώσεις τών πνευματικών συλλογικοτήτων, οι οποίες είχαν εκφρασθή είτε αποσπασματικά είτε και ανάμεικτες στις εμπειρικές πόλεις-κράτη», εμφανίζονται ωστόσο εδώ με μια σαφή και απλή τυπολογία, ανάλογα με το αν κυβερνά ένας ή περισσότεροι ή το πλήθος, και ανάλογα με το αν αυτή η διακυβέρνηση βασίζεται στη βία ή στην ελεύθερη συγκατάθεση των κυβερνωμένων. Το οποίο και «αποδίδει» τρία «διπλά» (με δύο όψεις…) πολιτεύματα: τη μοναρχία και την τυραννία, την αριστοκρατία και την ολιγαρχία, και τελικά τη δημοκρατία στις δυό δικές της εκφάνσεις.

Παρόμοια, αλλά απλούστερα, είχε τοποθετήσει ήδη ο Πίνδαρος τις τρεις βασικές πολιτειακές μορφές «τη μια δίπλα στην άλλη», και ο Ηρόδοτος είχε θέσει υπό συζήτηση τις περσικές «εκτιμήσεις» για τα υπέρ και τα κατά τών τριών αυτών μορφών. Ενώ και ο Ξενοφών σημειώνει, εν μέσω εντελώς διαφορετικών συνθηκών, στα «Απομημονεύματά» του, ότι ο Σωκράτης παρέθετε πέντε πολιτεύματα: τη βασιλεία και την τυραννία, την αριστοκρατία, την πλουτοκρατία – εμφανιζόμενη για πρώτη φορά εδώ – και τη δημοκρατία. Όπου οι δυό πρώτες συναποτελούν ένα «δίδυμο», όπως και στον Πλάτωνα, διακρινόμενες αναμεταξύ τους από τα ίδια χαρακτηριστικά: την ελεύθερη ή μη συγκατάθεση των κυβερνωμένων, και τη νομιμότητα ή μη των κυβερνώντων. Ενώ ως προς τα τρία υπόλοιπα πολιτεύματα, ο Ξενοφών μοιάζει αδύναμος να τα συστηματοποιήση, και αποβαίνει έτσι μάταιο και το ερώτημα, τί σχέση μπορεί να έχη τελικά αυτό το σύντομο «πολιτειακό» τμήμα τών «Απομνημονευμάτων» με τον αναφερόμενο εκεί Σωκράτη. Ο Ξενοφών το είχε «συλλέξει» προφανώς από σύγχρονές του συζητήσεις, από «σωκρατικούς» ίσως κύκλους, ενώ και η «συνήχηση» προς τον πλατωνικό «Πολιτικό» θα μπορούσε να μας οδηγήση να αναρωτηθούμε, αν είχαν φτάσει π.χ. και συζητήσεις απ’ την (πλατωνική…) Ακαδημία στα αυτιά τού Ξενοφώντα.

Ο Αριστοτέλης παραλαμβάνει στην «Ηθική» και την «Πολιτική» του το σύστημα του διαλόγου «Πολιτικός», έστω κι αν θεμελιώνη διαφορετικά τη διάκριση των τριών «καλών» πολιτευμάτων απ’ τις τρεις «πεπλανημένες» μορφές τους. Ενώ και ο Πολύβιος στηρίζεται για την κατάταξή του των πολιτευμάτων «στον Πλάτωνα, καθώς και σε κάποιους άλλους φιλοσόφους», έστω κι αν ο συγκεκριμένος πολιτικός και ιστορικός δεν συμμερίζεται τον τελικό σκοπό τού Πλάτωνα. Γιατί σκοπός τού Πλάτωνα, που καθοδηγεί και όλη τη «συστηματική» του, είναι μια σύντομη απόδειξη, πως κανένα απ’ αυτά τα πολιτεύματα δεν μπορεί να είναι «σωστό», εφ’ όσον η διακυβέρνηση σ’ αυτά στηρίζεται στο κριτήριο του μικρού ή μεγάλου αριθμού, της ελεύθερης ή μη αποδοχής, της νομιμότητας ή μη νομιμότητας, του πλούτου ή της πτωχείας, τη στιγμή που το σωστό πολίτευμα και ο σωστός πολιτικός δεν διακρίνονται απ’ τα «φαύλα» παρά με ένα πράγμα: με την επιστήμη. Γι’ αυτό και παρουσιάστηκε άλλωστε εκείνο το σύστημα των πιθανών πολιτευμάτων, για να δείξη δηλ. ότι, εξαιρουμένων τών δημοκρατιών, που δεν μπορούν να έχουν καμμιά σχέση με τη γνώση λόγω τού αριθμού τών κυβερνόντων, η «σωστή πολιτεία» μπορεί να «κρύβεται» πίσω απ’ όλες τις (άλλες…) μορφές. Καθώς υπάρχει ένα και μοναδικό γι’ αυτήν κριτήριο: ότι δηλ. οι εκεί κυβερνώντες «χρησιμοποιούν γνώση και δικαιοσύνη, ώστε να την καταστήσουν κατά το δυνατόν καλύτερη». Είναι (πράγματι…) το παλαιό εκείνο κριτήριο απ’ την εποχή τού «Θρασύμαχου», του «Αλκιβιάδη» και του «Γοργία», το οποίο και καθίσταται τελικά σε αρχή οικοδομήσεως της παιδαγωγικής πόλης στην «Πολιτεία». Και το οποίο αν λείπη – και λείπει δυστυχώς σχεδόν πάντοτε –, τα υφιστάμενα πολιτεύματα δεν αποτελούν παρά αποτυχημένες, περισσότερο ή λιγότερο, απομιμήσεις εκείνης τής μοναδικής σωστής πολιτείας, η οποία είναι πάντοτε, όσο λίγα κι αν λέγονται γι’ αυτήν εδώ συγκεκριμένα, η κατά βάσιν οικοδομημένη «με τη δικαιοσύνη» πόλη.

Τελικά αναδεικνύεται, ύστερα από μιαν (ακόμη…) μεγάλη παρέκκλιση (ΙΙΙ 2 b), στην οποία και θα πρέπη να επανέλθουμε, μια αξιολογική κατάταξη των «μη σωστών πολιτευμάτων», που θυμίζει τον υπολογισμό ευδαιμονίας στα Βιβλία VIII και IX της «Πολιτείας». Όπως ακριβώς υπολογίζεται δηλ. εκεί η κλιμακωτή αριθμητικά απόσταση των παρακμιακών πολιτευμάτων απ’ την αληθινή πολιτεία και τη χαρά που κυριαρχεί σ’ αυτήν, έτσι τίθεται κι εδώ το ερώτημα για το ποια απ’ τις (μη σωστές…) πολιτειακές μορφές είναι η περισσότερο και ποια η λιγότερο «βαρειά και βεβαρυμένη» για όσους ζουν εκεί. Και περισσότερο δείχνεται παρά λέγεται, ότι οι έννομες πολιτείες είναι τόσο χειρότερες, όσο μεγαλύτερος είναι και ο αριθμός τών κυβερνώντων, σε αντίθεση προς τις ά-νομες και άνευ νόμου πολιτείες, ότι δηλ. η ζωή (κατα)πιέζεται αυξητικά στην πρώτη περίπτωση καθώς περνούμε από τη μοναρχία στην αριστοκρατία και μετά στην έννομη δημοκρατία, ενώ στη δεύτερη καθώς περνούμε απ’ την άνευ νόμων δημοκρατία στην ολιγαρχία και στην τυραννία. Το σωστό πολίτευμα βρίσκεται κι εδώ τόσο έξω και πέρα απ’ αυτές τις απαριθμήσεις, όσο είναι πέρα από κάθε τι το ανθρώπινο και ο Θεός – κάτι που θα μπορούσε να ονομασθή και ως εξής, με την «έννοια» του ακροωμένου εδώ απλώς Σωκράτη: το τέλειο, το αληθινό, το ύψιστο «Είναι» πέρα απ’ το Είναι.

Με όλα αυτά έγινε ακόμα μια φορά σαφές, ότι αυτοί που μετέχουν σε κείνη την πολιτειακή μορφή πρέπει να διαχωριστούν απ’ τον ίδιον τον πολιτικό, που εδώ αναζητούμε. Δεν είναι δηλ. και οι ίδιοι πολιτικοί, αλλά πρόκειται για «στασιαστές», όπως αναφέρεται μ’ ένα αμετάφραστο παιχνίδι τών λέξεων, που σημαίνει άνδρες «κομματικοί» αντί για πολιτικοί, που συμμετέχουν σε μια διασπασμένη από εμφύλιες διαμάχες, αντί σε μιαν εύτακτη κοινοτική ζωή και οντότητα. Αποτελούν απομιμήσεις και απατηλά φαινόμενα της αληθινής πολιτείας, όντας και οι ίδιοι ομοιώματα και αντικατοπτρισμοί· πιθηκίζουν και «τερατουργούν» στον μέγιστο βαθμό, όντας οι πιο μεγάλοι σοφιστές ανάμεσα στους σοφιστές. Επαναλαμβάνονται έτσι κατά λέξιν όσα ειπώθηκαν προηγουμένως (291 Α-C), και γίνεται άλλη μια φορά φανερό το σμήνος από Κενταύρους και Σατύρους. Και βλέπουμε και ’μείς, γιατί αποκαλούνται «σοφιστές»· γιατί είναι ακριβώς ο σοφιστής εκείνος που συνιστά, όπως το μαθαίνουμε απ’ τον «αδελφό» διάλογο (Σοφ. 235 Α 1), «έναν τερατουργό και απομιμητή αυτού που πραγματικά υπάρχει». Αυτό ήταν λοιπόν και το νόημα αυτού τού διαλογικού τμήματος, να ξεχωρίσουμε δηλ. τον αληθινό πολιτικό από όλους εκείνους που γενικά ονομάζονται έτσι, και να τον ξεχωρίσουμε ανάγοντας αυτή τη διαφορά και διάκριση στη διαφορά Είναι και Φαίνεσθαι. Η οντολογική μάλιστα διαφορά Είναι και Φαίνεσθαι αποτελεί και τη «γέφυρα», που συνενώνει αυτό το ζεύγος διαλόγων, τον «Σοφιστή» και τον «Πολιτικό».

Επιστρέφουμε τώρα στη μεγάλη παρέκκλιση, που βρίσκεται στη μέση τού τριμερούς μεσαίου μέρους τού τρίτου κυρίως μέρους. (Τόσο πλήρες «κρυφής» αρχιτεκτονικής είναι δηλ. αυτό το όψιμο πλατωνικό έργο, με τις εντελώς ελεύθερες φαινομενικά περιπλοκές του.) Ένας παράξενος λόγος είχε κατατεθή πολλάκις (293 Α 7. C 8): όπως όλα τα άλλα κριτήρια ήταν αδιάφορα για την ορθότητα της μιας και σωστής πολιτείας, έτσι συμβαίνει και μ’ αυτό, το αν δηλ. αυτοί που άρχουν σ’ αυτήν στηρίζονται σε γραπτούς νόμους ή αν ηγεμονεύουν χωρίς αυτούς. Κάτι που ακούγεται, όντως, ύψιστα παράδοξο, παρέχοντας στον συνομιλητή την αφορμή για ένα γεμάτο έκπληξη ερώτημα, που γίνεται με τη σειρά του το «πέρασμα» προς ένα απ’ τα πιο εκπληκτικά κομμάτια στο σύνολο πλατωνικό έργο – εκείνη δηλ. τη συζήτηση, που προσδιορίζει τη σχέση τής αληθινής πολιτείας προς τον νόμο. Όπου το ουσιαστικό είναι εδώ το εξής: Ότι ο νόμος δεν αναπτύσσεται, στην απλότητά του, αντίστοιχα προς την πολλαπλότητα της ζωής. Είναι (απλώς…) ένα αναγκαίο βοήθημα απέναντι στην ελεύθερη από νόμους και δημιουργική ηγεμονία τού αληθινού πολιτικού, με τον ίδιον τρόπο που θα ήταν παρανοϊκοί οι οποιοιδήποτε νόμοι που θα ήθελαν να επιβληθούν στην εμπειρία ενός καπετάνιου ή ενός γιατρού ή και ενάντια σε κάθε γνήσια επαγγελματική γνώση και σε κάθε επιστήμη, μέχρι και, στο ανώτατο επίπεδο, στα μαθηματικά. Όταν ο αληθινός πολιτικός πράττει ενάντια στον υφιστάμενο νόμο, τότε πράττει «το αληθέστατο», αυτό το οποίο και αντιστοιχεί στο αληθινό, τις περισσότερες φορές, Είναι. Ο νόμος έχει ωστόσο, «μετρημένος» μόνο μ’ αυτό το μέτρο, κατώτερη αξία. Ο νόμος αποτελεί μάλιστα τη «δεύτερη καλύτερη διαδρομή», εκεί όπου η καλύτερη δεν είναι (καν…) δυνατή. Καθώς σ’ αυτόν τον νόμο συμπυκνώνεται πράγματι μια μακρά (ανθρώπινη…) πείρα. Γι’ αυτό και πρέπει να περιβάλλεται προστατευτικά και απαράβατα με τις πιο αυστηρές τιμωρίες το «ηγεμονεύειν», όταν λείπη ο αληθινός πολιτικός. Αυτή είναι και η διαλεκτική (σχέση…) νόμου και ελευθερίας απ’ τον νόμο…

… Η συζήτηση αυτή κορυφώνεται ωστόσο, με κάθε είδους σκωπτικό όσο και πανηγυρικό λόγο, αλλά και με το ότι ο σύντομος κατά τα άλλα συνομιλητής μιλά εδώ πιο εμφαντικά από οπουδήποτε αλλού (299 Ε), εκεί δηλ. όπου αντιλαμβανόμαστε, ελάχιστα συγκεκαλυμμένη, τη μοίρα τού Σωκράτη, μαζί με το εναντίον του κατηγορητήριο (299 BC), και όπου η απάντηση του (άλλου και…) νεαρού Σωκράτη απηχεί ακριβώς τον υπερασπιστικό λόγο τού γηραιού Σωκράτη (299 Ε). Αυτός είναι ο αληθινός πολιτικός! Γιατί γνωρίζει το αληθινό Είναι, του οποίου οι υφιστάμενοι νόμοι δεν αποτελούν παρά απομιμήσεις και σχετικά, κατά προσέγγιση, αντίγραφα. Η δε μοίρα του συνιστά την αναπόφευκτη σύγκρουση της έννομης πολιτείας με τον άνθρωπο, που ενσαρκώνει στην ύπαρξή του την ελεύθερη από νόμους γνώση τού βασιλικού πολιτικού. Το βλέμμα μας – όχι το βλέμμα τού Ελεάτη αλλά το δικό μας – πέφτει έτσι πάλι στον σιωπηλό παριστάμενο, μη παραβλέποντας ακόμα και σ’ αυτό το όψιμο έργο τη δραματική βούληση του Πλάτωνα, αλλά ενθυμούμενοι ότι ο Σωκράτης έπρεπε να παραστή «χθες», μετά τα τελευταία λόγια του «Θεαίτητου», μπροστά στο κατηγορητήριο. Η ίδια η μορφή του είναι και η απάντηση στο ερώτημα του διαλόγου, και όλη αυτή η τελευταία, και παρεκκλίνουσα πάλι φαινομενικά απ’ την «κεντρική οδό» συζήτηση, χρησιμεύει ακριβώς στο να αποδοθή η προσήκουσα θέση στον αληθινό πολιτικό: πολύ πιο πάνω απ’ τον υπερέχοντα νόμο, στην περιοχή και στο πεδίο τού αληθινού Είναι.

( συνεχίζεται )

Ομιλεί ο Νεκτάριος Δαπέργολας

ΚΑΙ ΜΑΣ ΦΩΤΙΖΕΙ!!!

 

ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟΝ ΠΕΚΙΟΛΙ.

Ανώνυμος είπε...
Σολ 4:7 – 15
Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται· γῆρας γὰρ τίμιον, οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δέ ἐστι φρόνησις ἀνθρώποις, καὶ ἡλικία γήρως, βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος Θεῷ γενόμενος, ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν, μετετέθη. Ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ, ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ. Βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά, καὶ ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν ἄκακον. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς· ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐπὶ διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ.

Σολ γʹ 1 – 9
Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι. Καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν, καὶ ἡ ἀφʼ ἡμῶν πορεία σύντριμμα, οἱ δὲ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ. Καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης. Καὶ ὀλίγα παιδευθέντες, μεγάλα εὐεργετηθήσονται, ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτούς, καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ. Ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτούς, καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς. Καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀναλάμψουσι, καὶ ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται. Κρινοῦσιν ἔθνη, καὶ κρατήσουσι λαῶν καὶ βασιλεύσει αὐτῶν Κύριος εἰς τοὺς αἰῶνας, οἱ πεποιθότες ἐπʼ αὐτόν, συνήσουσιν ἀλήθειαν, καὶ οἱ πιστοὶ ἐν ἀγάπῃ προσμενοῦσιν αὐτῷ, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ.

Ὁ Ἀπόστολος

Τοῦ Ὁσίου.
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ἀνάγνωσμα.

Γαλ 5:22 – 26; 6:1 – 2
Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ Εὐαγγέλιον


Τοῦ Ὁσίου.
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον ἁγίου Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα.

Μτ 11:27 – 30
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ των Αγίων και η ΑΛΛΗ διδασκαλία των αντι-Οικουμενιστών!

Ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης: 

«Ἡ συντροφιὰ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μπορεῖ νὰ μᾶς δηλητηριάσει καὶ νὰ μᾶς θανατώσει πνευματικά»


«Ἂν εἴμαστε πνευματικὰ ἀδύναμοι καὶ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἄλλου μᾶς ἐπηρεάζει ἀρνητικά, τότε πρέπει νὰ μὴ τὸν κατηγοροῦμε, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀποφεύγουμε καὶ νὰ μὴν ἔχουμε μαζί του συναναστροφὲς καὶ συνέπειες. Καὶ ἂν εἶναι αἱρετικὸς τότε νὰ τὸν ἀποφεύγουμε τελείως καὶ νὰ μὴν τὸν δεχόμαστε. Γιατὶ ἡ συντροφιὰ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι ἐπικίνδυνη, μπορεῖ νὰ μᾶςδηλητηριάσει καὶ νὰ μᾶς θανατώσει πνευματικά».

Ἅγ. Ἰάκωβος Τσαλίκης

Πηγή

σσ. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι μᾶς διδάσκουν ὅτι ἡ αἵρεση, εἴτε εἶναι καταδικασμένη, εἴτε ἀκαταδίκαστη, μολύνει, δηλητηριάζει, καὶ θανατώνει τὸν πιστὸ πνευματικὰ καὶ ψυχικά, ὁδηγώντας τον στὴν ἀπώλεια τῆς σωτηρίας του, ὅπως καὶ ὁ ἅγ. Ἰάκωβος, ἕνας σύγχρονος μὰ πιστὸς στὴν Ἱ. Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας Ἅγιος, παραπάνω μᾶς λέει! Καὶ λέει καὶ κάτι ἄλλο ἀξιοσημείωτο ὁ ἅγ. Ἰάκωβος, τὸ ὁποῖο δὲν χρειάζεται κανεὶς ἰδιαίτερα ὑψηλὴ πνευματικὴ κατάσταση γιὰ νὰ συμφωνήσει μαζί του: Ὄχι μόνο οἱ αἱρετικοί, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἡ κακὴ συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων ἐπηρεάζει τοὺς ἀδύνατους! Πόσο λοιπόν, μᾶλλον ἡ αἵρεση, ὅταν μάλιστα αὐτὴ ἐμφανίζεται ὑπὸ τὸ πέπλο τῆς "ἀγάπης" καὶ τῆς "εὐσεβείας";

Κι ὅμως οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς συνιστοῦν στοὺς πιστοὺς νὰ ἐξομολογοῦνται, νὰ καθοδηγοῦνται, νὰ κοινωνοῦν ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές, τοὺς ὁποίους οἱ ἴδιοι οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς μὲ τακτικὰ γραπτά τους κατονομάζουν καὶ καταδικάζουν!!! Ἔτσι, δίνουν τὴν δυνατότητα στοὺς Οἰκουμενιστὲς νὰ ἐμπεδώσουν τὴν Παναίρεση στο ποίμνιο καὶ οὐσιαστικὰ ἀφαιροῦν κάθε ἐμπόδιο γιὰ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ὁλοκληρώνουν πιὰ τό «ρίζωμα» τῆς Παναιρέσεως στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου


Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΠΙΚΟ ΔΟΓΜΑ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΑΛΑΘΗΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΔΙΚΩΝ ΤΟΥΣ. ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΤΑ ΚΑΘΕΚΑΣΤΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΥ;ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑΝ ΝΑ ΑΝΑΤΡΕΨΟΥΝ ΤΗΝ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΠΛΑΝΗ Η ΟΠΟΙΑ ΜΑΤΑΙΩΝΕ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ, ΤΗΝ ΑΝΙΕΡΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ. ΟΧΙ ΝΑ ΑΔΕΙΑΣΟΥΝ ΤΙΣ ΑΡΕΙΑΝΙΚΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ. ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΠΕΙΘΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΠΟΝΗΡΟΥΣ ΚΑΙ ΓΟΗΤΕΣ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΠΟΧΕΣ. ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΠΡΟΒΑΛΛΕΤΕ ΤΗΝ ΑΝΩΤΕΡΟΤΗΤΑ ΣΑΣ ΜΕΧΡΙ ΒΑΡΕΜΑΡΑΣ.. 
ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΝΤΟ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΑΚΩΒΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΟΥΣΑΝ ΗΤΑΝ ΜΑΓΑΡΙΣΜΕΝΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ; ΔΕΝ ΕΠΑΙΡΝΑΝ ΤΗΝ ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΗ ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΑΓΝΟΙΑΣ ΜΑΣ;
ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΣ ΣΑΣ ΚΑΤΑΝΟΟΥΜΕ. ΠΗΡΑΤΕ ΜΙΑ ΒΙΑΣΤΙΚΗ ΝΕΟΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΦΑΡΙΣΑΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ ΒΡΕΘΗΚΑΤΕ ΜΟΝΟΙ ΣΑΣ ΣΤΗΝ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΝΑ ΞΕΠΑΓΙΑΖΕΤΕ.ΑΣ ΠΡΟΣΕΧΑΤΕ!

Χρήστος Γιανναράς - ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (4)

 Συνέχεια από: Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

§ 3. Τὸ χάρισμα τῆς ἑνότητας (2η συνέχεια)

Ἡ μεταμόρφωση τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας καὶ τῆς φύσης τοῦ κόσμου μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι πραγματικὴ καὶ συγκεκριμένη, τόσο πραγματικὴ ὅσο καὶ ἡ πτώση μας καὶ ἡ φθορὰ τοῦ κόσμου, ποὺ δὲν ἀναιρεῖται μαγικὰ ἢ ἀλληγορικά. Ἡ πτώση μας καὶ ἡ φθορὰ εἶναι ἕνας τρόπος ὑπάρξεως, καὶ ἡ μεταμόρφωσή μας καὶ ἡ ἀφθαρσία εἶναι ἕνας ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως, καὶ ἡ ζωή μας μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι μιὰ δυναμικὴ κίνηση καὶ ἀδιάκοπη δοκιμασία τῆς ἐλευθερίας μας στὰ ὅρια τῶν δύο αὐτῶν τρόπων ὑπάρξεως ἢ, σωστότερα, στὰ ὅρια τῆς ἀνυπαρξίας καὶ τῆς ὕπαρξης, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς. 

«Καθ' ἡμέραν γευόμεθα τοῦ θανάτου» καὶ μὲ τὴ μετάνοια ἐγκεντριζόμαστε στη ζωή, μετρώντας μὲ τὴν ἐμπειρικὴ ἐπίγνωση τοῦ θανάτου τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔνσαρκη στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ18. «Καθ' ἡμέραν γευόμεθα τοῦ θανάτου», βιώνουμε τὴν τραγική μας πτώση στὴν ἀτομικότητα, στὴν ἀτομικὴ ἐπιβίωση, στὴν ἀτομικὴ ἡδονή, στὴν ἀτομικὴ νοητική μας αὐτοβεβαιότητα, στὴν ἀτομικὴ ἐρωτική μας εὐαισθησία καὶ ἀκόρεστη δίψα πληρότητας. Καὶ ταυτόχρονα ζοῦμε τὸ χάρισμα τῆς καινῆς ζωῆς, τὴν πρόσληψή μας ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν «ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος» τοῦ Θεοῦ19, τὴν πρόσληψή μας ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν ἁγίων καὶ τῆς Θεοτόκου. Αὐτὴ ἡ ἀγαπητικὴ πρόσληψη μεταμορφώνει τὴν ἁμαρτία μας σὲ μετάνοια καὶ κοινωνία, μᾶς ἐξασφαλίζει τὴ μετοχὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ μᾶς δίνει τὴν ἐλπίδα τῆς ζωῆς. Τὴν ἐλπίδα ὄχι ὡς προσδοκία, ἀλλὰ ὡς ἄμεση βεβαιότητα καὶ βιωματικὴ γεύση, ἄγκυρα ἀσφαλὴ στὴν πέτρα τῆς πίστεως, τῆς ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης καὶ αὐτοπαράδοσης στὸ Χριστό.[ΠΟΛΥ ΜΑΝΙΧΑΙΣΤΙΚΟ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ. ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ; ΔΙΑΘΕΤΕΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ; ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ; ΜΗΠΩΣ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΜΑΣ; ΜΗΠΩΣ ΕΠΕΣΕ; ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟ ΠΩΣ ΝΑ ΤΟΝ ΟΝΟΜΑΣΟΥΜΕ;ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΜΑΣ;ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ;]

Καὶ ὄχι μόνο ἡ προσωπική μας ζωή, ἀλλὰ καὶ ὁ σύνολος ἱστορικὸς βίος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτὴ ἡ ἀδιάκοπη δοκιμασία στὰ ὅρια τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ ἀντικειμενικὴ ὁλοκλήρωση στὸν ἱστορικὸ χρόνο τοῦ πληρώματος τῆς ζωῆς, μιὰ ἀντικειμενικὴ πραγμάτωση συλλογικῆς τελειότητας, γιατὶ τότε οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ μέναμε ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴν τελειότητα, δίχως ἐλπίδα πρόσληψης καὶ σωτηρίας. Ἡ Ἐκκλησία – τὸ εἴπαμε πιὸ πάνω – δὲν «βελτιώνει» τὴν ἁμαρτία μας μὲ μέτρα ἀντικειμενικῆς ἠθικῆς τελειότητας, ἀλλὰ ἀναιρεῖ τὴν ἁμαρτία μας μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ταπεινὴ ἐπίγνωση τῆς ἀνάγκης ποὺ ἔχουμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων, μὲ τὴν ἀποδοχὴ αὐτοῦ τοῦ πλούτου τῆς φιλανθρωπίας. [ΑΝΑΓΚΗ; Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ;ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ; ΕΙΝΑΙ ΑΚΕΦΑΛΗ ΡΙΓΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΡΟΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ; Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΕΝ ΝΙΚΗΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ; Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΔΕΝ ΝΙΚΗΣΕ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ; ΔΕΝ ΦΟΒΑΤΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΑΥΤΟ ΔΙΔΑΣΚΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ. ΤΗΝ ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΓΩ ΤΟΥ. ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ . ΤΗΝ ΝΙΚΗ ΑΥΤΗ ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΜΕ ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΥΠΟΔΟΥΛΩΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΝΔΥΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ.ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΛΥΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΒΙΟΥ. ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΛΗΣΕΙ ΟΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ. ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΝΙΧΑΙΣΜΟΣ. ΜΙΑ ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΣΤΑ ΕΣΧΑΤΑ. ΜΙΑ ΜΑΤΑΙΗ ΕΛΠΙΔΑ]

Μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεώρηση, ἡ ἀναξιότητα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας – κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἡ ἀτομικὴ ἀδυναμία, ἀνεπάρκεια καὶ ἀποτυχία, ὅπως καὶ οἱ ἀδυναμίες τοῦ σύνολου ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, εἶναι ὀδύνη καὶ πόνος γιὰ τὴν πτώση τῆς κοινῆς μας φύσης, ἀλλὰ εἶναι καὶ παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυση, γιατὶ ὅλα αὐτὰ βεβαιώνουν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτωλότητα δὲν ἀποκλείεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀντίθετα, ὑπογραμμίζει τὸ θαυμαστὸ «παράδοξο» τῆς σωτηρίας.[ΧΡΙΣΤΟΣ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ;]

Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑνοποίηση καὶ ἑνοείδεια τῆς ζωῆς, ἔτσι ὅπως πραγματώνεται καὶ ἀποκαλύπτεται στὸ γεγονὸς τῆς Εὐχαριστίας. Τίποτε δὲν ἀποκλείεται ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἑνότητα, οὔτε καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς «ἐν μετανοίᾳ» ἄνθρωπος.[Happy end;] Ἡ ζωὴ τῆς Εὐχαριστίας μπορεῖ νὰ προσλάβη ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, νὰ ἐγκεντρίση τὸ θάνατο στὴ ζωή.[ΜΗΠΩΣ ΑΝΤΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ;ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΖΟΜΠΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ; ΜΗΠΩΣ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΠΛΑΝΗ;]  Αὐτὴ ἡ πρόσληψη καὶ ὁ ἐγκεντρισμὸς τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου στη ζωὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ὁ καινούργιος τρόπος ὑπάρξεως ποὺ ἐνσαρκώνει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ὅπως φανερώνεται κάθε φορὰ στὴν εὐχαριστιακή σύναξη.[ΠΟΙΟΣ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΑΡΑΓΕ;ΠΟΙΑ ΕΩΣΦΟΡΙΚΗ ΠΛΑΝΗ ΚΑΤΕΛΑΒΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;]

Ἡ Εὐχαριστία ἑνοποιεῖ τὴ διεσπασμένη μας ὕπαρξη καὶ τὴν τεμαχισμένη μας φύση – τὴ βιολογική μας ζωὴ καὶ τὴν πνευματική μας ζωή, τοὺς ζῶντες καὶ τοὺς τετελειωμένους, τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ἁγίους – «εἰς ἔνθεον ὁμοτροπίαν, εἰς ἑνοειδῆ καὶ μίαν σύμπνοιαν»[Η ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΕΧΕΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ Η ΠΛΑΝΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟ ΝΟΗΜΑ. ΕΩΣΦΟΡΙΚΟ.ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ, ΣΑΝ ΘΕΟΙ ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΜΙΛΑΜΕ. ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ. Η ΠΙΚΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ Β'ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ ΤΟΥ ΜΑΗ ΤΟΥ 68.]20. Ενοποιεῖ τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο στὴν ἀδιάστατη ἀμεσότητα [ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΧΑΡΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ]τῆς μεταξύ μας κοινωνίας καὶ τῆς κοινωνίας μας μὲ τὸ Θεό. Συγκεφαλαιώνει τὶς ὑπαρκτικές δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου – τη λογική, τὴν ποιητική, τὴν ἀγαπητικὴ δυνατότητα – στὴν ἱερουργία τῆς λογοποίησης τοῦ ὑλικοῦ τοῦ κόσμου, στὴν ἑνοείδεια τοῦ καθολικοῦ λόγου τῆς κτίσης ποὺ γίνεται μιὰ κατάφαση καὶ ἀποδοχὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, σάρκα καὶ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.[Η ΣΥΓΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ. Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΑΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ, ΤΗΝ ΑΓΟΡΑΣΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ Ο ΦΛΩΡΟΦΣΚΙ]

Σημειώσεις

18. Κἀγὼ εἶπον ... ἐγὼ καθ' ἡμέραν γεύομαι τοῦ θανάτου. Κἀκεῖνος αὖθις· ὁ Θεὸς εἶπεν ἀγαπᾶ σε, σιώπα. ΙΣΑΑΚ τοῦ Σύρου, Τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικά, Λόγος Γ΄, σελ. 13.

19. Αὐτός, ὁ πάντων αἴτιος ... δι' ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται καὶ οἷον ἀγαθότητι καὶ ἀγαπήσει καὶ ἔρωτι θέλγεται. Καὶ ἐκ τοῦ ὑπὲρ πάντα καὶ πάντων ἐξῃρημένου πρὸς τὸ ἐν πᾶσι κατάγεται κατ' ἐκστατικὴν ὑπερούσιον δύναμιν ἀνεκφοίτητον ἑαυτοῦ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ θείων Ονομάτων, IV, P.G. 3, 712AB.

20. Ἐν ταύταις (ταῖς ἱεραῖς συνάξεσιν) ὁ βλέπων ἱερῶς ὅιψε ται τὴν ἐνοειδῆ καὶ μίαν σύμπνοιαν, ὡς ὑφ' ἑνὸς τοῦ θεαρχικοῦ Πνεύματος κεκινημένην… Ἡ θειοτάτη τοῦ ἑνὸς καὶ ταὐτοῦ καὶ ἄρτου καὶ ποτηρίου κοινὴ καὶ εἰρηναία μετάδοσις ὁμοτροπίαν (ἡμῖν) ἔνθεον ὡς ὁμοτρόφοις νομοθετεί. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας ΙΙΙ, P.G. 3, 432B.


ΘΕΣΜΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΤΕΛΟΣ ΑΓΑΠΗΤΟΙ. ΕΜΕΙΝΑΝ ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ. ΓΙ' ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΕΝΙΣΧΥΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΤΛΟΥΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΙ ΠΤΥΧΙΩΝ

 

Ἀπάντηση στὸν π.Δημήτριο Ἀθανασίου γιὰ τὶς τοποθετήσεις του [1]   περὶ τῶν ἀντιδρώντων πιστῶν γιὰ τὸ θέμα τοῦ Ἐσταυρωμένου/Σταυροῦ

Παναγιώτης Σαρρὴς,  Θεολόγος - Οἰκονομολόγος

π.Δημήτριε,

   Μὲ μεγάλη λύπη βλέπουμε ἕναν ἱερέα/ποιμένα, ἕναν χριστιανό, ἕναν ἀγωνιστὴ στὰ θέματα πίστεως νὰ γράφει κείμενα μὲ τέτοιο ὕφος ἀπέναντι σὲ ἄλλους χριστιανούς, ἀδελφούς, πιστοὺς ποὺ ὁμολογοῦν, ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ γι’αυτό λοιδοροῦνται, χλευάζονται, δέχονται ποικιλόμορφο πόλεμο καθημερινὰ καὶ διὰ ζώσης (μὴ ξεχνᾶτε ὀτι διαμένουν, κινοῦνται καὶ ἐργάζονται στὴν περιοχὴ τοῦ προβλήματος σὲ μιὰ πόλη ποὺ διατηρεῖ ἀκόμα τὸ "περιβάλλον τῆς γειτονιᾶς").

Η Συνέχεια:ΑΚΤΙΝΕΣ: Ἀπάντηση στὸν π.Δημήτριο Ἀθανασίου γιὰ τὶς τοποθετήσεις του περὶ τῶν ἀντιδρώντων πιστῶν γιὰ τὸ θέμα τοῦ Ἐσταυρωμένου/Σταυροῦ

Οφειλόμενη απάντηση στον κ. Παναγιώτη Σαρρὴ (Θεολόγο – Οικονομολόγο)


πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου (χημικού)

Κύριε Παναγιώτη Σαρρή,

Με έκπληξη διάβασα άρθρο σας με τίτλο «Απάντηση στον π.Δημήτριο Ἀθανασίου για τις τοποθετήσεις του περί των αντιδρώντων πιστών για το θέμα του Εσταυρωμένου/Σταυρού/» που δημοσιεύτηκε στις 21 Νοεμβρίου 2024

«Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε σε Μητρόπολη της Αττικής, μετά την απομάκρυνση του Εσταυρωμένου από το πίσω μέρος της Αγίας Τραπέζης, εκτός των άλλων, ανέδειξε και ένα νέο πρόβλημα. Την άγνοια του χριστεπωνύμου πληρώματος εκτός των άλλων και για τις Λατινικές επιδράσεις στην Ορθόδοξη λατρεία. Γνωρίζουμε την οικουμενιστική νοοτροπία του επισκόπου της συγκεκριμένης Μητρόπολης. Ο Επίσκοπος αυτός είναι  υπέρμαχος  του ΕΠΙΣΚΟΠΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΥ  και προέβη και σε άλλες  οικουμενιστικές ενέργειές, για τις οποίες το χριστεπώνυμο πλήρωμα ΑΔΙΑΦΟΡΗΣΕ ΠΛΗΡΩΣ. Όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια,  όλες οι μαρτυρίες των ειδικών λειτουργιολόγων της λειτουργικής θεολογίας  και των υπαρχόντων μοναστηριακών τυπικών ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΩΝΟΥΝ το  χριστεπώνυμο πλήρωμα.

…. Επίλογος

Διαπιστώνουμε από όσα εκτέθηκαν παραπάνω ότι οι απόψεις του Μητροπολίτη Περιστερίου είναι απόλυτα σύμφωνες με την Παράδοση των Αγίων Πατέρων πριν την Τουρκοκρατία και την αυξανόμενη επιρροή της Δύσεως επί της Ανατολικής Εκκλησίας. Επίσης, ας έχουμε υπόψη και τα εξής: Όποιος Επίσκοπος θέλει να επαναφέρει στοιχεία της αρχαίας λατρείας στη σημερινή πραγματικότητα ή να διορθώσει τυχόν «λάθη», που έχουν γίνει, θα πρέπει για λόγους συνέπειας να μην χρησιμοποιήσει πλέον την Μίτρα και τον Σάκκο, διότι αυτά δεν ανήκουν στα άμφια του Επισκόπου, αλλά είναι Αυτοκρατορικά ενδύματα, και φυσικά δεν χρησιμοποιούνται από Επισκόπους, πριν από τον 15ο αιώνα, όπως πιστοποιούν αδιάψευστα και οι τοιχογραφίες που απεικονίζουν Επισκόπους πριν από τον 15ο αιώνα.»

. Στα άρθρα, που δημοσίευσα, παρουσιάζω τις θέσεις των Αγίου Νικόδημου Αγιορείτη, Συμεώνος Θεσσαλονίκης, τις οδηγίες του ΤΥΠΙΚΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ κ.α που δίνουν απαντήσεις για τη θέση του Εσταυρωμένου και τη λειτουργική χρήση του. Με τα υπόλοιπα περί «μη ορθόδοξης διδασκαλίας περὶ Ἐσχάτων που παρουσιάζετε» ΔΕΝ ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΙ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ ΜΟΥ. Εσείς όμως ΑΠΟΣΙΩΠΑΤΕ τα προηγούμενα και στην «Απάντησή σας…» εμμέσως πλην σαφώς με κατατάσσετε στους αποδέκτες των απόψεων αυτών. Αυτό πώς χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστικό γλώσσα;;;


ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΗ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΚΕΝΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΘΕΜΑ. Ο ΠΙΣΤΟΣ ΛΑΟΣ ΑΝΤΙΔΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΤΡΟΠΟ ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙ ΠΡΟ ΠΟΛΛΟΥ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ. ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΣΑΙ; ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΔΟΞΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ. 
Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΧΕΙ ΜΕΙΩΣΕΙ ΧΥΔΑΙΑ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟ... ΚΑΙ; ΑΓΡΟΝ ΗΓΟΡΑΣΑΜΕ; ΟΙ ΜΩΑΜΕΘΑΝΟΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΘΑ ΕΝΩΘΟΥΜΕ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΜΟΝΟΘΕΙΣΤΙΚΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΔΕΝ ΑΝΕΧΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΙΔΕΑ ΕΝΟΣ ΘΕΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ. 
ΑΛΛΑ ΤΟ ΚΥΡΙΩΤΕΡΟ ΟΠΩΣ ΤΟ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ Ο ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ. Η ΚΑΘΕΤΟΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΠΕΒΑΛΛΕ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΤΑΡΓΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΔΙΕΣΤΡΕΨΕ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ. 
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΠΑΤΡΙΩΤΗ. ΟΙ ΕΞΥΠΝΟΙ ΕΧΟΥΝ ΚΑΚΟ ΤΕΛΟΣ. ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΟ.

χαλαρωσε είπε...

ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ, ΩΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΡΩΤΑΜΕ: ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΔΟΞΑ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΝΑ ΘΕΑΤΑΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ ΝΟΗΤΑ ΚΑΙ ΜΗ; ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΠΟΙΑ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΡΟΚΑΛΕΙ; Ο ΠΑΠΑ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΟΠΩΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΝΑ ΜΑΣ ΚΑΤΑΤΡΟΠΩΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙ ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΤΟΥ. ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΣΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΓΡΑΠΤΟ ΤΟΥ. ΤΟ ΑΝΤΙΤΙΜΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΔΑΡΜΕΝΟ ΧΡΙΣΤΕΠΩΝΥΜΟ ΠΛΗΡΩΜΑ. ΑΔΑΕΣ ΚΑΙ ΣΚΙΑΓΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΝΑ ΤΟ ΣΚΥΛΕΥΣΟΥΜΕ. ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΙΘΥΝΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΕΥΟΝΤΕΣ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΣΚΟΠΕΥΟΥΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ. ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΙΧΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΑΣ Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΕΠΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΠΟΥ ΑΓΩΝΙΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΤΟΥΣ, ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΕΚΕΙ ΩΣ ΒΑΣΙΛΕΑ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ ΚΑΙ ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗΣ ΕΠΙΡΟΗΣ Η ΟΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΛΥΠΑΜΑΙ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ. ΤΟΥΣ ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΔΙΚΑΙΩΣΟΥΝ ΚΑΙ ΟΧΙ ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ. ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΑΛΛΙΩΣ ΓΡΑΦΟΥΝ ΦΙΛΕ. ΚΑΙ Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΕΙΔΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΗΡΩΔΙΩΝΑ ΤΟΝ ΡΟΥΜΑΝΟ ΚΑΙ ΕΜΕΙΝΕ ΣΤΑ ΚΟΝΣΕΡΒΟΚΟΥΤΙΑ. Ο ΑΓΑΠΗΤΟΣ ΚΑΘΟΛΑ αμεθυστος ΤΟ ΣΥΝΟΨΙΣΕ. Η ΕΞΥΠΝΑΔΑ ΔΕΝ ΥΠΗΡΕΤΕΙ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΩΣ ΤΕΤΟΙΑ. ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΤΟΝ ΥΠΗΡΕΤΕΙ Ο ΔΕΔΙΩΓΜΕΝΟΣ ΕΝΕΚΕΝ ΚΥΡΙΟΥ. ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΛΑΜΠΑΔΑ ΠΟΥ ΑΝΑΨΑΝ ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΑΝΟΡΘΟΞΗ ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ, ΠΕΣΑΝΕ ΤΑ ΟΡΝΙΑ ΟΛΑ ΝΑ ΤΗΝ ΣΒΗΣΟΥΝ ΜΙΑ ΩΡΑ ΑΡΧΙΤΕΡΑ. ΚΑΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΑΥΤΗΝ Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ Η ΟΠΟΙΑ ΕΔΡΑΖΕΤΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΣΕ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΚΑΘΟΛΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΩΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΔΕΝ ΦΕΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ. ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ ΚΙ ΕΦΟΣΟΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΩ ΣΕ ΔΙΝΩ ΔΙΚΙΟ ΣΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΟΥ. Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΣΕ ΦΥΛΑΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΣΕ ΤΑΠΕΙΝΩΝΕΙ. ΚΑΤΕΒΑ ΑΠΟ ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΡΕΣΜΕΝΑ ΤΩΝ ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΩΝ