Κυριακή 31 Μαρτίου 2024
«Τι οφείλει η Ελλάδα στη Ρωσία»; Απλά μαθήματα Ιστορίας για ανιστόρητους από τον Η.Ηλιόπουλο
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΣ (1)
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ (1975)
Πέρα από τον Ορθόδοξο περσοναλισμό: Νέοι προβληματισμοί για τη θεολογική σημασία του εαυτού (4)
Συνέχεια από: Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024
Ένας άλλος όρος είναι η «διυποστατική συνενέργεια»313 που αφορά στο πως θα συζητήσουμε το θέμα της πραγματικής παρουσίας του άλλου μέσα στην διαπροσωπική σχέση: αυτό πράγματι συμβαίνει όταν ο άλλος είναι ενεργός μέσα μου. Αυτός είναι ένας τρόπος να καταλάβουμε και τον Παλαμά σήμερα. Ναι, βεβαίως με τον τρόπο αυτό οι ενέργειες έχουν προσωπικό χαρακτήρα παρόλο που είναι φυσικές ενέργειες. Όπως και εγώ έχω εντελώς προσωπικό χαρακτήρα ως ενεργών, παρόλο που είμαι φυσικό ον. Υπάρχει κοινωνία μεταξύ των υποστάσεων συν-ενεργητική, δεν υπαγορεύεται η κοινωνία, δεν υπαγορεύεται η ετερότητα.
Ένας άλλος όρος είναι η «διαλογική αμοιβαιότητα»314. Η αμοιβαιότητα μπορεί να είναι μονολογική: αν διαβάσετε Ακινάτη, αυτό θα δείτε. Σχετίζεται ο Θεός με τα όντα μέσα του. Και στον Αυγουστίνο: ο Θεός σχετίζεται με τον κόσμο, εντός του όμως. Οι περίφημες ψυχολογικές τριάδες παράγουν ένα μοντέλο όπου η εξωτερική σχέση διαδραματίζεται μεν αλλά είναι απόλυτα ναρκισσική. Ναρκισσισμός, όχι ως απουσία αλλά ως παρουσία σχέσης που όμως διαδραματίζεται κυρίως μέσα μου.
Ένας άλλος όρος είναι η «αναλογική έκσταση»315. Υπάρχει έκσταση που δεν είναι αναλογική: εξίσταται κανείς, στον Πλωτίνο, αλλά το Εν δεν εξίσταται προς αυτόν. Στον Heidegger υπάρχει έκσταση παράλληλη, εξίσταται το Εν, εξίσταμαι και εγώ, αλλά οι δύο εκστάσεις βαίνουν παράλληλα, δεν συναντώνται ποτέ. Υπάρχει έκσταση που να είναι μετοχή ή που να γίνεται και με τους όρους τους δικούς μου και με τους όρους του Άλλου; Αυτή είναι η αναλογική έκσταση όπου πραγματικά δηλαδή μετέχω στις προδιαγραφές και τις προθέσεις –τις ενέργειες– του άλλου, ταυτόχρονα μένοντας εγώ ενεργών ως αυτός που είμαι.
Ένας άλλος όρος είναι η έννοια του «ομοούσιου εαυτού»316: εδώ πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα πως και για ποιο λόγο η μετοχή μας στον Θεό είναι αυθεντική, όταν είναι. Αυτό συμβαίνει μόνον όταν περιέχω και τους άλλους. Ακριβώς, το μυστήριο της αυθεντικότητας της μετοχής έχει να κάνει με τη βούληση του διαμοιρασμού των λαμβανόμενων δωρεών. Με αυτή την διαπίστωση, που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια ολόκληρη θεωρία του εαυτού, μπορούμε να συζητήσουμε πολύ καλά με την σύγχρονη Ψυχολογία και την Φαινομενολογία, ξεκινώντας από τα κείμενα του Διονυσίου Αρεοπαγίτη.
Ένας άλλος όρος είναι η «άσκηση του ομουσίου»317, που απαντά στο ερώτημα της οντολογικής υφής της Χριστιανικής ασκητικής.
Μια άλλη έννοια είναι η έννοια της «διεννοημάτωσης»318, όπου φέρνουμε σε επαφή τον Παλαμά με τον Wittgenstein. Το νόημα δεν μπορεί να είναι ιδιωτικό, δεν μπορεί δηλ. ο θεούμενος να παράγει ένα σύμπαν νοημάτων το οποίο οι άλλοι απλώς το βλέπουν θαυμαστικά. Θεούμενος είναι αυτός που ποιεί νόημα μαζί με τους άλλους, έχει έναν τρόπο να εκμαιεύει το νόημα της ύπαρξής μου και να το συνδέει με το δικό του.
Άλλος όρος είναι το «μη αυτοαναφορικό υποκείμενο»319, η δυνατότητα δηλαδή να επαναθεμελιώσουμε το υποκείμενο, μέσω μιας επαναπραγμάτευσης της Θωμιστικής κατανόησης του υπάρχειν, στο φως της θεωρίας για την υπαρκτική αμοιβαιότητα του αγ. Μαξίμου του Ομολογητή.
Υπάρχει και ένας έσχατος όρος που είναι οι «αναλογικές ταυτότητες»320. Αυτός είναι ο τίτλος ενός βιβλίου που μόλις τελείωσα στα Αγγλικά και αντιπροσωπεύει καταρχήν μια προσπάθεια να γίνει μια υπέρβαση του Πλατωνισμού, στη θεωρία περί υποκειμένου του Ελληνο-δυτικού Χριστιανικού κόσμου – του Πλατωνισμού που ορίζει ακόμη, σε Ανατολή και Δύση και παρά τη θεολογική γιγαντομαχία αιώνων εναντίον του, το νόημα εν πολλοίς κάθε «πνευματικότητας». Η ίδια αυτή μοιραία και επικίνδυνη λέξη σημαίνει άκριβώς ότι υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού που για κάποιο λόγο είναι πιο ιερό και θεοειδές από το υπόλοιπο, και που πρέπει να το απομονώσουμε από τον άλλο μη αξιόλογο εαυτό μας, για να μπορέσουμε αυτό το κομμάτι έτσι να το σώσουμε. Ο Ησυχασμός υπήρξε εδώ αναπάντεχα χρήσιμος και θεωρώ πως τρεις είναι αυτοί οι οποίοι, περισσότερο ίσως από όλους, ουσιαστικά βοήθησαν την ανθρωπότητα να ξεπεράσει τον Πλατωνισμό, ο Μάξιμος Ομολογητής, ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος και ο Παλαμάς – πρέπει όμως να δούμε βήμα-βήμα το γιατί, πως δηλαδή κατάφεραν να δημιουργήσουν μία αναλογική πραγματικότητα του εαυτού, μια όλο και βαθύτερη αποκάλυψη του τι είναι ο εαυτός, πράγμα καθόλου αυτονόητο. Το βιβλίο προχωρεί για να περιγράψει στη συνέχεια την υφή του Χριστιανικού εαυτού, σε Ανατολή και Δύση, διορθώνοντας τις ανεπάρκειες και ανακρίβειες του Φουκώ και άλλων, διαπιστώνοντας συγκλίσεις και αποκλίσεις και συζητώντας, θεολογικά και φιλοσοφικά, την δυνατότητα μιας ενιαίας θεωρίας του εαυτού -των διαδοχικών εκφάνσεων της δημιουργίας του εαυτού- στον Ελληνο-δυτικό Χριστιανικό κόσμο. Εξηγήστε μου κάποιος τι σημαίνει αίφνης αυτό που λέγει ο Μάξιμος, ότι ο άνθρωπος δεν είναι το σώμα του, δεν είναι η ψυχή του, δεν είναι το άθροισμά τους αλλά είναι κάτι που δεν προέρχεται από αυτά, όμως σε αυτά αναφέρεται, ύπερπροσδιορίζοντάς τα – τι ακριβώς λοιπόν εννοεί; Μια απάντηση είναι ότι εννοεί την άβυσσο της ελευθερίας του ανθρώπου, (που, πόσο αβυσσαλέα μπορεί να είναι;) ως αυτο-δημιουργία εν διαλόγω – αλλά τότε τι είναι ο εαυτός;
Ψυχή Αγέννητος- Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής.
“Πεύσεις και αποκρίσεις”, τόμος 14Α, εκδόσεις Μερετάκη, Ερώτησις 104, Απόκρισις:
«Η ψυχή, νους υπάρχουσα κατά την δύναμιν αυτής, έχει ως αγέννητον εαυτήν, εαυτώ γεννώντα γεννητώς, ως είναι τον λόγον τον εν τω νω και εκ του νου γεννώμενον άλλον αυτώ εκείνο τον γεννώντα νουν μετά της κατά την γέννησιν ιδιότητος της μηδαμώς δεχομένης αντιστροφήν.
Διότι άφετον και απλούν κατά την ουσίαν η μόνον το Θείον, τα δε άλλα πάντα, όσα μετά Θεόν και εκ Θεού το είναι έχει, εξ ουσίας και ποιότητος ήτουν δυνάμεως είναι, τουτέστιν εξ ουσίας και συμβεβηκότος.
Αυτός ουν ο λόγος ο ούτω και ων και γεννώμενος, της υπουργού φύσεως την φωνήν λαμβάνων, προφέρεται και γεννά λόγον εν άλλω νοί, διά της του δεχομένου ακοής τω νω παραπεμπόμενος.»
312. Βλ. π. Ν. Λουδοβίκου, Ψυχανάλυση και Ὀρθόδοξη Θεολογία: Περί Επιθυμίας, Καθολικότητας, και Εσχατολογίας, Ἀθήνα: Ἁρμός, 2003, Δεύτερη Μελέτη.
313. Π. Ν. Λουδοβίκου, Ὀρθοδοξία καί Ἐκσυγχρονισμός... ὅ.π., 81-82.
314. Βλ. Ν. Loudovikos, A Eucharistic Ontology: Maximus the Confessor's Eschatological Ontology of Dialogical Reciprocity, Boston: Holy Cross Sem. Press, 2010.
315. Βλ.Ν. Loudovikos, "Analogical Ecstasis: Maximus the Confessor, Plotinus, Heidegger, and Lacan", in (S.Mitralexis, G. Steiris, M. Podbielski, S. Lalla, eds), Maximus the Confessor as a European Philosopher, Eugene, Oregon, 241-254.
316. N. Loudovikos, “Consubstantial Selves: a discussion between Orthodox personalism, existential psychology, Heinz Kohut, and Jean-Luc Marion”, στο Α. Torrance, S. Paschalidis eds, Personhood in the Byzantine Christian Tradition: Early, Medieval, and Modern Perspectives, Routledge 2018, 182-196.
317. N. Loudovikos, "Practising Consubstantiality: The Theotokos and Ever-Virgin Mary between Synergy and Sophia in St Nicholas Cabasilas and Sergius Bulgakov, and in a Post-modern Perspective", in Analogia, 1, 2016, 53-76.
318. N. Loudovikos, «Διεννοημάτωσις, or Inter-meaningfulness: Re-reading Wittgenstein through Gregory Palamas', and Thomas Aquinas' Readings of Aristotle' in S. Mitralexis ed. Ludwig Wittgenstein, between Analytic Philosophy and Apophaticism, Cambridge Scholars Publishing, 2015, 151-166.
319. N. Loudovikos, "Being and Essence Revisited: Reciprocal Logoi and Energies in Maximus the Confessor and Thomas Aquinas, and the Genesis of the Self-referring Subject", in Revista Portuguesa de Filosofia, Vol.72(1), 117-146.
320. Βλ. Ν. Loudovikos, Analogical Identities: The Creation of the Christian Self. Beyond Spirituality and Mysticism, in the Patristic Era, Brepols 2019.
Παρόλα αυτά η πρόθεση "εν, μέσα" και όχι "συν, μαζί" επειδή ήταν βαθειά ριζωμένη στην Αγία Τριάδα και στην παράδοση επικράτησε τελικώς παρά το αρχικό λάθος του Μ. Βασιλείου, ώσπου φτάνουμε στον Κύριλλο ο οποίος επέμεινε ιδιαιτέρως στην ενότητα των προσώπων. Ομολογεί (θησαυρός, 32, 284Ε) ότι ο Υιός κατέχει μία μοναδική ουσία με τον Πατέρα και έτσι κατοικεί (ενυπάρχει) στην ταυτότητα της Φύσεως με (προς) αυτόν που τον Γένησε.
Ο ένας περιέχεται από τον άλλον όχι όμως όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους, όπου η ουσία που περιέχει έχει έναν κενό χώρο μέσα στον οποίο περιέχει, χωρεί την περιεχόμενη ουσία . Κάθε πρόσωπο λοιπόν είναι ουσιωδώς μέσα στο Άλλο. Το όνομα που δόθηκε σ' αυτή την συγκατοίκηση των προσώπων είναι λοιπόν η περιχώρησις!
Ομιλία κατά την Κυριακή Β’ Νηστειών της Αγίας Τεσσαρακοστής (Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς)
Μικρή περίληψη της 10ης ομιλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: Εις τον παραλυτικόν της Καπερναούμ, την δευτέραν Κυριακήν των Νηστειών, την μετέπειτα αφιερωθείσαν εις τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν.
2. Επειδή λοιπόν η βασιλεία του Θεού και ήγγισε και μέσα μας είναι και σε λίγον καιρό φθάνει, ας καταστήσωμε τους εαυτούς μας με τα έργα της μετανοίας αξίους αυτής. Ας βιάσωμε τους εαυτούς μας ανακόπτοντας τις πονηρές προλήψεις και συνήθειες· διότι η βασιλεία των ουρανών είναι βιαστή και οι βιασταί την αρπάζουν. Ας ζηλεύσωμε την υπομονή, την ταπείνωσι και την πίστι των θεοφόρων πατέρων μας· διότι λέγει, «εξετάζοντας τα αποτελέσματα της διαγωγής τούτων, να μιμήσθε την πίστι τους» (Εβρ. 13, 7). Ας νεκρώσωμε τα μέλη μας τα επίγεια, πορνεία, ακαθαρσία, κάθε κακό πάθος, και την πλεονεξία, και μάλιστα κατά την διάρκεια των ιερών τούτων ημερών της νηστείας. Γι’ αυτό ακριβώς η χάρις του Πνεύματος κατά σειρά, πρώτα μας εδίδαξε περί της μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσεως του Θεού, έπειτα μας υπενθύμισε περί της εξορίας του Αδάμ και μετά από αυτό μας υπέδειξε την ασφαλέστατη πίστι [Ο Γρηγόριος εννοεί το εορταστικό περιεχόμενο των τριών πρώτων Κυριακών του Τριωδίου, Απόκρεω, Τυρινής, Ορθοδοξίας], έτσι ώστε με το φόβο της πρώτης και με τον θρήνο της δευτέρας να τηρούμε με βεβαιότητα την πίστι, να συμμαζεύωμε τους εαυτούς μας, να μη παραδιδώμαστε στην ακράτεια, να μη ανοίγωμε θύρα και προσφέρωμε χώρο δια της άπιστης και άπληστης κοιλίας σε όλα τα πάθη και φθάνωμε στην ευρύχωρη και πλατειά οδό, καταστρεφόμενοι μ’ ευχαρίστησι κατά κάποιον τρόπο· αλλά, αφού αγαπήσωμε την στενή και θλιμμένη οδό που οδηγεί στην αιώνια ζωή, της οποίας αρχή και πρώτο στάδιο είναι η νηστεία, να διανύσωμε αυτήν την τεσσαρακοστή των νηστησίμων ημερών με ευρωστία.
3. Πραγματικά εάν, όπως για κάθε πράγμα υπάρχει ο κατάλληλος καιρός, κατά τον Σολομώντα (Εκκλ. 3, 1) και για όλα υπάρχει ο χρόνος, έτσι και για την εκτέλεσι της αρετής πρέπει κανείς να ζητήση τον κατάλληλο καιρό, αυτός εδώ είναι καιρός, αυτή η τεσσαρακοστή των ημερών. Εάν δε και όλος ο βίος των ανθρώπων είναι επιτήδειος για την κατάκτησι της σωτηρίας, πολύ περισσότερο είναι ο καιρός αυτός της νηστείας· καθ’ όσον και ο αρχηγός και χορηγός της σωτηρίας μας Χριστός έκαμε την αρχή από νηστεία, και στο στάδιό της κατεπάλαισε και κατεντρόπιασε τον δημιουργό των παθών Διάβολο, που του επετέθηκε παντοιοτρόπως. Όπως πραγματικά η ακρασία της κοιλιάς που αναιρεί τις αρετές είναι γεννήτρια της εμπαθείας, έτσι και η εγκράτεια, που αναιρεί τους από την ακρασία μολυσμούς, είναι γεννήτρια της απαθείας. Εάν δε η ακρασία προξενεί και προξένησε τα πάθη που δεν υπήρχαν σ’ εμάς, πώς, όταν υπάρχουν, δεν θα τα αυξήση και στηρίξη, όπως η νηστεία θα τα μειώση και θα τα αφανίση; Είναι δε συζυγικαί μεταξύ τους η νηστεία και η εγκράτεια, έστω και αν για τους συνετούς ερευνητάς πότε πλεονεκτή η μία και πότε η άλλη.
4. Ας μη τις διαζεύξωμε λοιπόν κι’ εμείς τώρα, αλλά κατά την διάρκεια των πέντε ημερών της εβδομάδος ας τηρούμε περισσότερο τη νηστεία, ενώ κατά το Σάββατο και την Κυριακή ας προσέχωμε μάλλον στην εγκράτεια παρά στην νηστεία, για να ακούωμε με σύνεσι τα ευαγγελικά λόγια, τα οποία θα μας αναγγείλουν σήμερα την θαυμαστή ίασι του παραλύτου που πραγματοποιήθηκε από τον Κύριο όχι στα Ιεροσόλυμα, αλλά στην Καπερναούμ (Μαρκ. 2, 1-12, Ματθ. 9, 1-8, Λουκ. 5, 17-26). Τον καιρό εκείνο, λέγει ο θεηγόρος Μάρκος, «εισήλθε πάλι ο Ιησούς στην Καπερναούμ για ημέρες» (Μάρκ. 2, 1). Αυτήν δε την Καπερναούμ ονομάζει ιδιαιτέρα πόλι του Κυρίου ο Ματθαίος. Διότι ιστορώντας και αυτός τα σχετικά με τον παράλυτο τούτον, λέγει, «ήλθε ο Ιησούς στη δική του πόλι» (Ματθ. 4, 12). Πραγματικά, αφού εβαπτίσθηκε στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη και το Πνεύμα επέταξε επάνω σ’ αυτόν, εξάγεται στην έρημο από το Πνεύμα για δοκιμασία και μετά την νίκη του κατά του πειρασμού επανήλθε και περιερχόταν τα πλησιόχωρα του Ιορδάνη διδάσκοντας και μαρτυρούμενος με πολλούς τρόπους από τον Βαπτιστή, μέχρις ότου ο Ιωάννης εφυλακίσθηκε από τον Ηρώδη. Τότε δε, όπως λέγει ο Ματθαίος, «ανεχώρησε στην Γαλιλαία και εγκαταλείποντας την Ναζαρέτ, ήλθε και κατοίκησε στην παραθαλάσσια Καπερναούμ» (Ματθ. 4, 12).
5. Εξερχόταν λοιπόν από αυτήν στις ερήμους χάριν προσευχής και στις κωμοπόλεις των γειτόνων για να κηρύττη και πάλι επανερχόταν σ’ αυτήν. Γι’ αυτό ο μεν ευαγγελιστής Ματθαίος την ωνόμασε ιδιαιτέρα πόλι του, ο δε Μάρκος λέγει ότι εισήλθε πάλι στην Καπερναούμ για ημέρες. «Και άκουσαν ότι είναι σ’ ένα οίκο και αμέσως συναθροίσθηκαν πολλοί, ώστε να μη χωρούν άλλους ούτε τα σημεία γύρω από τη θύρα»· διότι, αφού τον περισσότερο χρόνο έμενε εκεί, αναγνωρίσθηκε καλύτερα δια των πολλών και μεγάλων θαυμάτων και λόγων, γι’ αυτό και εποθείτο υπερβολικά. Καθώς ήκουσαν λοιπόν ότι είναι πάλι κοντά, συνέρρευσαν πολυπληθείς· όπως δε λέγει ο Λουκάς είχαν συνέλθει και από κάθε πόλι, μεταξύ δε των συνελθόντων ήσαν Γραμματείς και Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι· και απηύθυνε προς αυτούς τον λόγο. Τούτο δε ήταν το κυριώτερο έργο του, όπως και προκαταβολικώς εδήλωσε με τα λόγια· «εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού» (Λουκ. 8, 5), δηλαδή τον λόγο της διδασκαλίας, και «ήλθα να καλέσω τους αμαρτωλούς σε μετάνοια» (Ματθ. 9, 13), η δε κλήσις γίνεται με τον διδακτικό λόγο. Τούτο ήθελε να δήλωση και ο Παύλος όταν έλεγε, «η πίστις γεννάται από την ακοή, η δε ακοή δια του λόγου του Θεού» (Ρωμ. 10, 17).
6. Απηύθυνε λοιπόν ο Κύριος σ’ όλους γενικώς και χωρίς φθόνο τον λόγο της μετανοίας, το ευαγγέλιο της σωτηρίας, τα λόγια της αιώνιας ζωής. Και όλοι μεν ήκουαν, αλλά δεν υπήκουαν όλοι· διότι φιλήκοοι μεν και φιλοθεάμονες είμαστε όλοι, φιλάρετοι δε δεν είμαστε όλοι. Πραγματικά είμαστε καμωμένοι να ποθούμε πλην των άλλων να γνωρίζωμε και τα σχετικά με την σωτηρία, γι’ αυτό οι περισσότεροι όχι μόνο ακούουν ευχαρίστως την ιερά διδασκαλία, αλλά και διερευνούν τους λόγους, εξετάζοντάς τους κατά την άποψί του ο καθένας σύμφωνα με την άγνοια ή σύνεσι που τον κατέχει. Για να φέρωμε όμως τους λόγους σε έργο ή και να καρπωνώμαστε από αυτούς ωφέλιμη πίστι, χρειάζεται ευγνωμοσύνη και αγαθή προαίρεσις, η οποία δεν ευρίσκεται εύκολα, και μάλιστα ανάμεσα σ’ αυτούς που δικαιώνουν εαυτούς και είναι κατά τους εαυτούς των ειδήμονες, όπως ακριβώς ήσαν οι Γραμματείς και Φαρισαίοι μεταξύ των Ιουδαίων.
7. Γι’ αυτό και τότε, μένοντας στον οίκο εκείνο, ήκουσαν το λόγο κι’ έβλεπαν τα τελούμενα θαύματα, εβλασφημούσαν όμως περισσότερο παρά επαινούσαν τον δια των έργων και λόγων ευεργέτην. Πραγματικά, όταν ο Κύριος εδίδασκε και όλοι ή οι περισσότεροι εδέχονταν με ανοικτά αυτιά τους λόγους της χάριτος που εκπορεύονταν από το στόμα του, λέγει, «έρχονται κάποιοι προς αυτόν, που έφεραν ένα παραλυτικό και τον εσήκωναν τέσσερις, οι οποίοι μη μπορώντας να τον πλησιάσουν εξ αιτίας του πλήθους εξεσκέπασαν την στέγη της οικίας όπου ήταν ο Κύριος και ανοίγοντας τρύπα κατέβασαν το κρεββάτι στο οποίο εκοιτόταν ο παραλυτικός». Είναι δυνατό να νομισθή ότι η πράξις όλη είναι αποτέλεσμα της πίστεως των συνοδών και ότι ο Κύριος έδωσε στη συνέχεια την ίασι διότι εξετίμησε την πίστι τους· αλλ’ εγώ νομίζω ότι τούτο δεν είναι αληθινό. Εάν πραγματικά ο Κύριος, θεραπεύοντας το αγόρι του αρχισυναγώγου, δεν εζήτησε την πίστι από αυτό, όπως ούτε από την θυγατέρα της Χαναναίας ή του Ιαείρου, αρκούμενος στην πίστι αυτών που προσήλθαν υπέρ αυτών, αλλ’ από αυτούς η μεν θυγατέρα του Ιαείρου ήταν αποθαμένη, η της Χαναναίας ήταν ψυχοπαθής, το δε αγόρι ούτε καν ήταν παρόν· ο παράλυτος αυτός όμως ήταν παρών και κύριος του λογικού του, αν και ήταν παράλυτος στο σώμα. Γι’ αυτό νομίζω ότι μάλλον από την ελπίδα και πίστι του παραλυτικού εδέχθηκαν την πίστι στον Κύριο και οι συνοδοί του κι’ ενθαρρύνθηκαν να προσέλθουν σ’ αυτόν. Πειθόμενοι στον παραλυτικό τούτον τον μετέφεραν και τον ανέβασαν επάνω στη στέγη και τον κατέβασαν από εκεί εμπρός στον Κύριο. Βέβαια εκείνοι δεν θα ενεργούσαν έτσι χωρίς τη θέλησι αυτού και η επίτασις της παραλύσεως προφανώς δεν είχε διαλύσει το λογικό αλλά μάλλον τα εμπόδια και προσκόμματα στην πίστι.
8. Ο έρως της ανθρωπίνης δόξης απεμάκρυνε τους Φαρισαίους από την πίστι προς τον Κύριο· γι’ αυτό έλεγε προς αυτούς, «πώς μπορείτε να πιστεύετε σ’ έμενα, δεχόμενοι δόξα από ανθρώπους και μη ζητώντας τη δόξα από τον μόνο Θεό;» (Ιω. 5, 44). Αλλους πάλι τους εμπόδισαν από την προσέλευσι αγροί και γάμοι και φροντίδες βιωτικών έργων, πράγματα που η πάρεσις (μυϊκή παράλυση) του σώματος τα παρέλυσε όλα και τα εξέβαλε από τους λογισμούς του παραλύτου. Και γι’ αυτό στους αμαρτωλούς η νόσος είναι μερικές φορές ανώτερη της υγείας, διότι συνεργεί στη σωτηρία τους, και τις μεν έμφυτες ορμές προς την κακία αμβλύνοντας, το δε χρέος των σφαλμάτων εξοφλώντας κατά κάποιον τρόπο δια της κακώσεως, τους καθίστα δεκτικούς πρώτα της ψυχικής θεραπείας, έπειτα και της θεραπείας του σώματος, και μάλιστα όταν ο ασθενής, κατανοώντας ότι το κτύπημα είναι θεραπεία από τον Θεό, το βαστάζει γενναίως, προσπίπτει με πίστι στον Θεό και επικαλείται τον ιλασμό δια των έργων με όση δύναμι έχει. Τούτο υπέδειξε κατά την δύναμί του και ο παράλυτος και παρέστησε ο Κύριος με τα λόγια και τα έργα του, αν και οι Φαρισαίοι, μη μπορώντας να το συλλάβουν, εβλασφημούσαν κι’ εγόγγυζαν «αφού είδε», λέγει, «ο Ιησούς την πίστι τους, δηλαδή του κλινήρους που κατεβαζόταν και αυτών που τον κατέβαζαν από τη στέγη, λέγει στον παραλυτικό, τέκνο, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου».
9. Τι μακαρία ονομασία. Ακούει το όνομα «τέκνο» και υιοποιείται από τον ουράνιο Πατέρα και προσκολλάται στον αναμάρτητο Θεό, γενόμενος και αυτός αμέσως αναμάρτητος δια της αφέσεως των αμαρτιών· για ν’ ακολουθήση η ανακαίνισις του σώματος, λαμβάνει πρωτύτερα την ψυχή ανωτέρα της αμαρτίας από τον γνωρίζοντα ότι, αφού πρώτα υπέπεσε η ψυχή στους βρόχους της αμαρτίας, επηκολούθησαν κατά τη δικαία κρίσι του οι νόσοι του σώματος και ο θάνατος.
10. Αλλ’ οι Γραμματείς, όταν άκουσαν αυτά, «διαλογίζονταν», λέγει, μέσα τους, γιατί λαλεί αυτός βλάσφημα; ποιός μπορεί να αφήση αμαρτίες, εκτός ενός, του Θεού; Ο δε Κύριος, γνωρίζοντας ως ποιητής καρδιών και τους αφανείς λογισμούς των καρδιών των Γραμματέων, λέγει προς αυτούς· «τί διαλογίζεσθε αυτά τα πράγματα στις καρδιές σας; τί είναι ευκολώτερο, να ειπώ στον παραλυτικό, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή να του ειπώ, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;». Επειδή κατά τους Γραμματείς ο Κύριος αδυνατούσε να θεραπεύση τον παράλυτο, κατέφυγε προς το αφανές μέρος, την άφεσι των αμαρτημάτων, που και μόνο να την ειπής με τον λόγο, και μάλιστα τόσο αυθεντικώς και προστακτικώς, είναι μεν βλάσφημο, αλλά εύκολο και στου καθενός το χέρι. Γι’ αυτό λέγει προς αυτούς ο Κύριος, εάν ήθελα να εκφέρω κενούς λόγους, που δεν έχουν αποτέλεσμα σε πράξεις, θα ήταν εξ ίσου εύκολο να ειπώ χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα και την έγερσι του παραλυτικού και την άφεσι των αμαρτιών. Για να μάθετε όμως ότι ο λόγος μου δεν είναι ανενεργός, και ότι δεν κατέφυγα στην άφεσι της αμαρτίας επειδή τάχα αδυνατώ να προσφέρω την θεραπεία της νόσου, αλλ’ έχω εξουσία θεϊκή επί της γης, ως Υιός ομοούσιος με τον ουράνιο Πατέρα, αν και έγινα ομοούσιος με σας τους αχαρίστους κατά σάρκα – τότε λέγει στον παραλυτικό-, «σου λέγω, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου· και αμέσως εσηκώθηκε και παίρνοντας το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων».
11. Είναι αντίθετα προς τους διαλογισμούς των Γραμματέων και ο λόγος και το θαύμα τούτο, σε μερικά όμως σημεία και συμφωνούν. Πραγματικά το ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί αφ’ εαυτού να συγχωρήση αμαρτίες, το αποδεικνύουν αληθινό, εκείνο όμως των Φαρισαίων, το ότι ο Χριστός είναι ψιλός άνθρωπος αλλ’ όχι Θεός παντοδύναμος, το αποδεικνύουν ψευδές και ασύνετο· διότι αυτό, που δεν είδε ποτέ κανείς ούτε άκουσε, εφανερώθηκε τώρα, ο ίδιος Θεός και άνθρωπος, που έχει διπλή φύσι και ενέργεια· ελάλησε κατά τον τρόπο μας ως άνθρωπος, έκαμε όσα θέλει με μόνο τον λόγο του και το πρόσταγμά του ως Θεός και επιβεβαίωσε με τα έργα ότι και στην αρχή, κατά το ψαλμικό, αυτός τα πάντα «είπε και έγιναν, διέταξε και εκτίσθηκαν» (Ψαλ. 32, 9). Γι’ αυτό και τώρα στο λόγο του αμέσως επακολούθησε το έργο. Πραγματικά αμέσως εσηκώθηκε ο παραλυτικός «και αφού πήρε το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων, ώστε να θαυμάζουν όλοι». Η μεν άφεσις των πταισμάτων με τον λόγο ενεργείται και από τους ανθρώπους, αν κάμη κάποιος πταίσμα σε βάρος τους, ασθένεια δε, και μάλιστα τόσο σοβαρή, να φυγαδευθή με πρόσταγμα και λόγο μόνο είναι στην εξουσία μόνο του Θεού. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής επισημαίνει ότι εθαύμασαν όλοι όσοι είδαν και εδόξασαν τον Θεό, δηλαδή ασφαλώς τον ίδιο τον εκτελεστή του παραδόξου τούτου έργου, μάλλον δε αυτόν που πράττει ένδοξα και εξαίσια έργα, των οποίων δεν υπάρχει αριθμός· «έλεγαν, ότι ποτέ έως τώρα δεν είδαμε τέτοια πράγματα».
12. Αλλ’ εκείνοι μεν αποδίδοντας την δοξολογία με λόγια και παρουσιάζοντας το θαύμα μεγαλύτερο από τα προηγούμενα έλεγαν αυτά, ποτέ δεν είδαμε έως τώρα τέτοια πράγματα, εμείς όμως που δεν μπορούμε να λέγωμε τώρα τούτο (διότι είδαμε πολλά και πολύ μεγαλύτερα από αυτό θαύματα που ετελέσθηκαν όχι μόνο από τον Χριστό, αλλά και από τους μαθητάς του και τους διαδόχους των στη συνέχεια με μόνη την επίκλησι του ονόματος του Χριστού)· εμείς λοιπόν, αδελφοί, ας τον δοξάσωμε με έργα τώρα, λαμβάνοντας και το θαύμα τούτο αναγωγικώς ως υπόδειγμα προς την αρετή. Διότι ο καθένας από τους προσκολλημένους στις ηδονές είναι παράλυτος στην ψυχή, κατακείμενος επάνω στην κλίνη της ηδυπαθείας και της φαινομενικής σαρκικής ανέσεως επάνω σ’ αυτήν· αλλ’ όταν πειθόμενος στις ευαγγελικές παραινέσεις με την εξομολόγησι κατανικά τις αμαρτίες του και την από αυτές προκληθείσα παράλυσι της ψυχής του, φέρεται προς τον Κύριο από τις εξής τέσσερις δυνάμεις· την αυτοκριτική, την εξομολόγησι των προηγουμένων αμαρτιών, την υπόσχεσι αποχής από τα κακά στο μέλλον και την δέησι προς τον Θεό. Αλλ’ αυτά δεν μπορούν να φέρουν κοντά στο Θεό, αν δεν ξεσκεπάσουν την οροφή, ρίπτοντας κάτω τα κεραμίδια και το χώμα και τα άλλα υλικά. Όροφος δε είναι σ’ εμάς το λογιστικό της ψυχής, εφ’ όσον ευρίσκεται επάνω από όλα όσα είναι σ’ εμάς· έχει δε τούτο πολύ υλικό ευρισκόμενο επάνω του, την σχέσι προς τα πάθη και τα γήινα. Όταν λοιπόν αυτή η σχέσις λυθή και αποτιναχθή από τα τέσσερα προλεχθέντα, τότε πραγματικά μπορούμε να κατεβασθούμε, δηλαδή να ταπεινωθούμε αληθινά και να προσπέσωμε και να προσεγγίσωμε τον Κύριο, να ζητήσωμε και να λάβωμε από αυτόν την θεραπεία.
13. Πότε δε γίνονται αυτά τα έργα της μετανοίας; Γίνονται όταν ήλθε ο Ιησούς στην πόλι του, δηλαδή μετά την σαρκική επιδημία του στον κόσμο, ο οποίος είναι δικός του αφού εκτίσθηκε από αυτόν, όπως λέγει περί αυτού και ο ευαγγελιστής, ότι «ήλθε στα δικά του, αλλά οι δικοί του δεν τον υποδέχθηκαν σ’ εκείνους δε που τον υποδέχθηκαν έδωσε εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού, σ’ αυτούς που πιστεύουν στο όνομά του» (Ιω. 1, 11). Γι’ αυτό και ο παραλυτικός νους, όταν προσκύνησε με τόση πίστι, ακούει αμέσως από αυτόν το όνομα «τέκνο» και λαμβάνει την άφεσι και την θεραπεία· και όχι μόνο αυτά αλλά προσλαμβάνει και δύναμι να σηκώνη και μεταφέρη το κρεββάτι στο οποίο ήταν ξαπλωμένος. Ως κρεββάτι δε να εννοήσης το σώμα στο οποίο είναι προσδεδεμένος και δια του οποίου επιδίδεται στα έργα της αμαρτίας ο νους που ακολουθεί τις σαρκικές ορέξεις.
14. Μετά τη θεραπεία όμως ο νους μας άγει και φέρει το σώμα σαν υποχείριο και δι’ αυτού επιδεικνύει τους καρπούς και τα έργα της μετανοίας· ώστε όσοι βλέπουν, να δοξάσουν τον Θεό, βλέποντας σήμερα ευαγγελιστή τον χθεσινό τελώνη, απόστολο τον διώκτη, θεολόγο τον ληστή, υιόν του ουρανίου Πατρός τον προηγουμένως ζώντα με τους χοίρους, εάν δε θέλης, και σχεδιάζοντα μέσα του αναβάσεις και πορευόμενο από δόξα σε δόξα με την καθημερινή προκοπή προς το ανώτερο. Γι’ αυτό και ο Κύριος λέγει προς τους ιδικούς του, «έτσι ας λάμψη το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να ιδούν τα καλά σας έργα και δοξάσουν τον επουράνιο Πατέρα σας» (Ματθ. 5, 16). Λέγει δε τούτο, για να παραγγείλη όχι να επιδεικνύωνται, αλλά να πολιτεύωνται θεοφιλώς. Όπως δε το φως ελκύει ανέτως τους οφθαλμούς των ορώντων, έτσι και η θεοφιλής διαγωγή μαζί με τους οφθαλμούς προσελκύει και τη διάνοια. Και όπως πάλι στην περίπτωσι του ηλιακού φωτός δεν επαινούμε τον αέρα που μετέχει της λαμπρότητος, αλλά τον ήλιο που έχει και παρέχει την αυγή της λαμπρότητος, και αν επαινέσωμε τον αέρα ως φωτεινό, πολύ περισσότερο πρέπει τον ήλιο· έτσι και με εκείνον που δια των έργων της αρετής επιδεικνύει την λαμπρότητα του ηλίου της δικαιοσύνης· διότι αυτός, μόλις ιδωθή, σύρει προς την δόξα του επάνω στους ουρανούς Πατρός του ηλίου της δικαιοσύνης Χριστού.
15. Και για να παραλείψω τώρα εγώ τις μεγαλύτερες αρετές θα αναφέρω τούτο· όταν μέσα στην ιερά εκκλησία παραστεκόμενος στον Θεό μαζί με σας στραφώ και ιδώ αυτούς που αναπέμπουν τους ύμνους και τις δεήσεις προς τον Θεό με σύνεσι και κατάνυξι ή κάποιον που στέκεται σιωπηλός και ακούει σύννους, ενθουσιάζομαι αμέσως και με μόνη τη θέα αυτή και γεμίζω αγαλλίασι και δοξάζω τον ουράνιο Πατέρα Χριστό, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να πράξη κανείς κανένα καλό και δια του οποίου κατορθώνεται κάθε επίτευγμα των ανθρώπων.
16. Αλλά τί θα ειπούμε τώρα προς αυτούς που ούτε σιωπηλοί στέκονται ούτε συμψάλλουν, αλλά συναντούν αλλήλους και αναμιγνύουν τη λογική προς τον Θεό λατρεία μας με κοσμική συναναστροφή, ώστε ούτε αυτοί ακούουν τα ιερά και θεόπνευστα λόγια κι’ εκείνους που θέλουν ν’ ακούουν εμποδίζουν; «Έως πότε, αγαπητοί, θα χωλαίνετε κι’ από τα δύο πόδια», θα έλεγε ο θεσβίτης Ηλίας (Γ’ Βασ. 18, 21), θέλοντας να επιδίδεσθε συγχρόνως με την προσευχή και σε λόγους ακαίρους και γηίνους και μη κατορθώνοντας φυσικά κανένα από τα δύο, αλλά καταστρέφοντας το ένα με το άλλο, μάλλον δε φθείροντας αυτά δι’ αλλήλων; Έως πότε κι’ εδώ δεν θ’ αποφύγετε τα λόγια της ματαιότητος, αλλά θα κάμετε τον οίκο της προσευχής οίκο εμπορείας ή λόγον εμπαθείας, οίκο στον οποίο λέγονται και ακούονται λόγια αιώνιας ζωής, αλλά από εμάς καθώς ζητούμε από τον Θεό με ακαταίσχυντη ελπίδα την αιώνια ζωή, αλλά δε από τον Θεό καθώς την προσφέρει σ’ αυτούς που την ζητούν με όλη την ψυχή και τη διάνοια, αλλ’ όχι σ’ αυτούς που δεν στρέφουν ούτε καν όλη τη γλώσσα προς την αίτησι;
17. Τώρα, αδελφοί, η θυσία μας προς τον Θεό δεν τελείται με φωτιά, όπως επί του Μωυσέως, αλλά δια λόγου. Τότε λοιπόν, όταν ο Θεός εδεχόταν την θυσία φερομένην προς τα άνω με πυρ, οι μαζί με τον Κορέ επαναστάτες, επειδή προσέφεραν ξένο απ’ έξω πυρ, κατεκάησαν από το ιερό πυρ που ώρμησε προς αυτούς αυτομάτως (Αρ. 16, 34). Ας φοβηθούμε λοιπόν κι’ εμείς μήπως, φέροντας απ’ έξω ξένους λόγους στο λογικό τούτο θυσιαστήριο του Θεού, στην Εκκλησία δηλαδή, κατακριθούμε τελεσιδίκως από τους θείους λόγους που είναι σ’ αυτήν, καθιστώντας έτσι τους εαυτούς μας αξίους της απαισίας φωνής και καταδίκης. Ναι, ας φοβηθούμε, παρακαλώ, και όσο είμαστε εδώ να προσφέρωμε την ικεσία παριστάμενοι στον Θεό με φόβο· όταν δε εξέλθωμε από εδώ, θα επιδείξωμε την από εδώ μεταβολή των τρόπων προς το καλύτερο, μη γοητευόμενοι από κέρδη, και μάλιστα άδικα, αποφεύγοντας όρκους και μάλιστα τους ψευδείς, απέχοντας αισχρών λόγων, πολύ δε περισσότερο των σχετικών με αυτά πράξεων, της καταλαλιάς, του δόλου, της μεγαλαυχίας, διαπαιδαγωγώντας και κινώντας με θεόφρονα νου κάθε μέλος και αίσθησι, και φέροντας το σώμα και αναβιβάζοντάς το με λόγο και θείο φόβο, αλλά μη καταβιβαζόμενοι και κατεχόμενοι από το σώμα προς τις χαμερπείς και βδελυρές ορέξεις· διότι εμάθαμε από τον Παύλο κι’ εγνωρίσαμε ότι, αν μεν ζούμε σαρκικώς, πρόκειται ν’ αποθάνωμε, αν δε θανατώνωμε με το πνεύμα τις πράξεις του σώματος, θα ζήσωμε αιωνίως (Ρωμ. 8, 13).
18. Και τώρα ας κινήσωμε όλους όσοι μας βλέπουν σε δοξολόγησι του Θεού, αφού γνωρίσουν καλά ότι ο οίκος αυτός φέρει μέσα του τον Χριστό, που σφίγγει τους παραλύτους κατά την ψυχή και παραγγέλλει να σηκώνουν και ανεβάζουν προς αυτόν με πνευματικό και θεοφιλή λογισμό τις σωματικές αισθήσεις και αντιλήψεις, αλλά να μη φέρωνται και καταρρίπτωνται από αυτές ασυνέτως· και έτσι να υπάγουν στον πραγματικά δικό μας οίκο, δηλαδή στον ουρανό και στον υπερουράνιο χώρο, όπου ευρίσκεται τώρα ο Χριστός, ο κληρονόμος και κληροδότης μας.
19. Σ’ αυτόν πρέπει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
Roberto Pecchioli - Ο Τζορτζ Σόρος και η Ανοιχτή Κοινωνία (ΟΛΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ)
KATA ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ (ΤΟ ΑΝΤΙΦΩΝΟ ΤΟΥ ΣΟΡΟΣ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Επιμέλεια Lorenzo Maria Pacini
Όταν αρχίσαμε να ακούμε για τη Μεγάλη Επαναφορά, λίγοι κατάλαβαν περί τίνος επρόκειτο, και ακόμη λιγότεροι κατάλαβαν ότι ήταν μια πραγματική επανάσταση σε εξέλιξη, η οποία σίγουρα ξεκίνησε όχι αμέσως μετά τη διακήρυξή της, αλλά σε μια μακρά ιστορία μετασχηματισμών που χαρακτήρισαν τη νεωτερικότητα. Μεταξύ αυτών, η ανοιχτή κοινωνία, ή the open society για να το θέσουμε στα αγγλικά σύμφωνα με τον αρχικό ορισμό, είναι ίσως ένα από τα θεμελιώδη στάδια για την κατανόηση αυτού που βιώνουμε.
Εδώ έγκειται η μεγάλη αξία του συγγραφέα αυτού του βιβλίου, του Roberto Pecchioli, ενός φιλοσόφου με εξαιρετική ευφυΐα και παραγωγική πένα, ακούραστου στην πολιτιστική του πρωτοπορία. Tο να μιλάμε για ανοιχτή κοινωνία σημαίνει, στην πραγματικότητα, να εξερευνούμε μια από τις πιο σύνθετες εσοχές της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δυναμικής που άνοιξε το δρόμο για τη μεγάλη παγκόσμια επανεκκίνηση (Great Reset).
Aφετηρία είναι ο ορισμός της ανοικτής κοινωνίας, μια έννοια που δίνει το όνομά της στην κατήχηση της φιλελεύθερης σκέψης "The Open Society and Its Enemies" (H ανοικτή κοινωνία και οι εχθροί της) του Karl Popper, ένα δοκίμιο πολιτικής φιλοσοφίας που χρονολογείται από το 1945. Tο έργο του Popper αποτελεί αριστούργημα της δικαστικής αντίληψης της φιλοσοφίας, διότι όχι μόνο ασκεί δριμεία κριτική στα λεγόμενα ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά αναζητά και τα εμπνευσμένα μυστικά τους, τα οποία, σύμφωνα με τον Popper, βρίσκονται στον Πλάτωνα, τον Hegel και τον Marx, που θεωρούνται οι τρεις μεγάλοι θεμελιωτές μιας κοινωνίας την οποία ορίζει ως "κλειστή", "ολοκληρωτική", εχθρό της φιλελεύθερης κοινωνίας. H αντίληψη του Popper είναι μια αντίληψη που μπορούμε με ασφάλεια να χαρακτηρίσουμε δογματική, με στόχο όχι τόσο να απονομιμοποιήσει τα υπάρχοντα ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά μάλλον να προτείνει ένα είδος διανοητικής ανοσοποίησης ενάντια στην πιθανή αυγή οποιουδήποτε καθεστώτος εκτός από το φιλελεύθερο. Συγκεκριμένα, ο Πλάτων επικρίνεται για την ουτοπική του ιδέα της τέλειας δημοκρατίας, της Καλλίπολης, του ουράνιου παραδείγματος που πρέπει να υλοποιηθεί στη γη. O Χέγκελ ως θεωρητικός του αστικού κράτους με την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής έναντι της οικονομίας. O Μαρξ ως προφήτης των κομμουνιστικών ουτοπιών, που αποκλείεται tout court τόσο στην αρχική του μορφή όσο και στις διάφορες αποκλίσεις του. Tο έργο του Popper είναι στην πραγματικότητα ένα ιδεολογικό έργο, το οποίο διεκδικεί να γίνει σημείο αναφοράς για τη σκέψη του εικοστού αιώνα. Σχεδόν ογδόντα χρόνια αργότερα και χάρη σε αυτό το κείμενο του Pecchioli, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ποππεριανή προφητεία έχει εκπληρωθεί. Tο μόνο αποδεκτό μοντέλο κοινωνίας είναι το φιλελεύθερο - και εδώ έγκειται ο ιδεολογικός και φονταμενταλιστικός χαρακτήρας του έργου - κηρύσσοντας κάθε άλλη πολιτική μορφή παράνομη, εξορισμένη με την πολυχρηστική κατηγορία του ολοκληρωτισμού. Aπό αυτή την άποψη, θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι η ανοιχτή κοινωνία αποκαλύπτεται ως η πιο κλειστή κοινωνία, επειδή δεν επιτρέπει σε κανέναν να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Eίναι επιτρεπτό να σκεφτεί κανείς οτιδήποτε άλλο εκτός από μια διαφορετικά δομημένη κοινωνία. H μόνη δυνατή ελευθερία είναι αυτή που βασίζεται στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Σε ένα σημείο, πρέπει να παραδεχτούμε, ο Popper είχε δίκιο: υπάρχει μια λεπτή σύνδεση μεταξύ του Πλάτωνα, του Hegel και του Marx, όχι μόνο όσον αφορά τη φιλοσοφική τους εγγύτητα μεταξύ τους στη σκέψη τους στην αντίδρασή τους στα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα της εποχής τους, αλλά κυρίως όσον αφορά την εντελώς δυσαρμονική φύση της φιλελεύθερης τάξης που προωθούσαν οι τρεις φιλόσοφοι. Η υπεροχή της πολιτικής έναντι της οικονομίας είναι ακριβώς αυτό που ο Popper και η ανοικτή κοινωνία του δεν μπορούν να ανεχθούν.
Υπάρχει επίσης μια εθνοεπιστημονική προοπτική που πρέπει να ληφθεί υπόψη, η οποία είναι επίσης γλωσσική και δημολογική. Γίναμε μάρτυρες μιας μαζικής και αναγκαστικής εισαγωγής πολλών νέων όρων στη γλώσσα των μαζών σύμφωνα με ένα ακριβές χρονικό μοτίβο, μια αναγκαία ακολουθία που έχει φορτώσει πολλά λήμματα από το σημασιολογικό μητρώο του κόσμου της υγείας, με εσχατολογική αξία, και αυτό επειδή η Μεγάλη Επαναφορά θα έρθει μόνο μετά από αυτή την υποχρεωτική μετάβαση, ακολουθώντας την πορεία που υπέδειξε ο ήδη γνωστός γκουρού του Νταβός, Klaus Schwab, πρόεδρος του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, αλλά ακόμη νωρίτερα μας το διηγήθηκαν οι "προφήτες" και οι "ακόλουθοι" της ανοικτής κοινωνίας, μεταξύ των οποίων ο Ζακ Αττάλι, ο Μπιλ Γκέιτς και ο Τζορτζ Σόρος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Πολλές ήταν, στην πραγματικότητα, οι προφητικές προειδοποιήσεις, που είχαν προαναγγελθεί όλα αυτά τα χρόνια, και τώρα αυτή η μορφοποίηση προτείνεται ως κάτι αναπόφευκτο, μάλιστα θετικό και απαραίτητο, για να βγούμε από την κρίση της υγείας, που ακολούθησε την οικονομική, η οποία μέσα σε τριάντα χρόνια συνέτριψε εντελώς τα πορτοφόλια των ανθρώπων. Αυτοί οι χαρακτήρες αλλάζουν τη γλώσσα, γιατί αλλάζοντάς την αλλάζουν τους ανθρώπους, επαναπρογραμματίζοντας τις νευρολογικές τους διαμορφώσεις μέσω της εισαγωγής λέξεων που έχουν πολύ ισχυρή σημασία, με διάφορα οξύμωρα, αναδεικνύοντας μια αφήγηση γεγονότων που ανατρέπει την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων της κοινωνίας. Ας σκεφτούμε, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, την έννοια της κρίσης, ετυμολογικά θετική, αλλά κοινωνικά μετασχηματισμένη σε αρνητική, σε σημείο που να χρησιμοποιείται σαν να ήταν μια πολιτική αναγκαιότητα, ο μόνος τρόπος για να αλλάξει ο κόσμος. Μια διαφορετική γλώσσα, αυτή της ανοιχτής κοινωνίας, η οποία είναι χαρακτηριστική της μαγείας, των αποκρυφιστικών πρακτικών, επειδή είναι προσιτή μόνο σε λίγους, εσωτεριστική στο αυθεντικό της νόημα και εξωτεριστική στην εμμονική της εφαρμογή, με αποτέλεσμα στην πλειοψηφία των ανθρώπων να εμφανίζεται ασαφής και ενίοτε τρομακτική. Εδώ είναι που ο φόβος γίνεται το κατ' εξοχήν όργανο της εξουσίας, μια δικαιολογία που υιοθετείται για να στερήσει από τον πληθυσμό την ατομική και συλλογική ελευθερία. Εκεί που το μοντέλο του Popper δεν έφτασε με μακροπρόθεσμες αλλαγές, εδώ έρχονται οι βραχυπρόθεσμες στρατηγικές κοινωνικής μηχανικής, που απευθύνονται στα αρχετυπικά ανθρώπινα συναισθήματα.
Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης εύκολο να κάνει κανείς μια σύγκριση μεταξύ των νομικών αλλαγών που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των δεκαετιών και της απότομης νομοθεσίας "έκτακτης ανάγκης" που μας συνοδεύει τα τελευταία δύο χρόνια. Στην πρώτη περίπτωση, παρατηρούμε έναν μετασχηματισμό από το κράτος δικαίου στο κράτος των δικαιωμάτων, μια πραγματική δοκιμασία της ποππεριανής γυμναστικής, διότι εδώ είναι που έλαβε χώρα το πιο εμφανές άνοιγμα, αυτό που διεύρυνε τις ρωγμές του κοινωνικού ιστού στον καμβά των αξιών και των αρχών, οδηγώντας μας στον καθαγιασμό κάθε ιδιοτροπίας, στο όνομα μιας απαραβίαστης προσωπικής ελευθερίας που αξίζει να διεκδικηθεί ακόμη και πολεμικά, όταν είναι απαραίτητο. Στη δεύτερη περίπτωση, η λεγόμενη πανδημία είδε, αντιθέτως, μια καταστροφή των βεβαιοτήτων του δικαίου, κάνοντας όλες τις υποτιθέμενες επιτυχίες του αρχικού ανοίγματος να εξαφανιστούν με ένα μόνο χτύπημα. Στο όνομα των έτοιμων δικαιωμάτων φτάσαμε στην άρνηση των δικαιωμάτων· επικαλούμενοι την ελευθερία για όλους, βρεθήκαμε να βιώνουμε την ελευθερία κανενός. Μια τυχαία επακόλουθη διαδικασία ή το υπολογισμένο αποτέλεσμα ενός ακριβούς προγράμματος;
Σε αυτό το βιβλίο, ο συγγραφέας μάς δίνει μια εις βάθος ανάλυση ορισμένων από τα πιο ενδιαφέροντα στάδια του μετασχηματισμού της ανοικτής κοινωνίας, δίνοντας έμφαση στην καθαρά πολιτική, και μάλιστα βιοπολιτική πτυχή της πρόσφατης ιστορίας. Όπου ο άνθρωπος δεν θεωρείται πια βιος αλλά απλή ζωή, ο βιοπολιτικός έλεγχος γίνεται η συνήθης διοίκηση σε ένα κράτος, το οποίο μοιάζει περισσότερο με ζωοτεχνικό εργοστάσιο, όπου το κατεστημένο σηματοδοτεί και ελέγχει κάθε στιγμή και διαδικασία της ύπαρξης των αντικειμένων που περιέχονται εντός του περιβόλου των εργαστηριακών ορίων. Από την άλλη πλευρά, ένα εμφανές πλέον ρίζωμα της μετανεωτερικότητας είναι η εξάλειψη των ορίων με την ανάμειξη ζωής και θανάτου, που γεννά μια νεκρή ζωή, το bios necros, υποβαθμίζοντας την αξιοπρέπεια του πνευματικά εμψυχωμένου σώματος, στα ελληνικά bios, σε εκείνη της απλής ύλης, το zoe. Η ζωή δεν είναι πια το υπερβατικό άνοιγμα αλλά η οριζόντια, ριζωματική υπόσταση, που ρίχνεται δραματικά στην πεπερασμένη υπόσταση κάποιου πράγματος που δεν έχει ελπίδα ή δυνατότητα να πάει πέρα από αυτήν.
Έτσι, οι μή νεκροί γίνονται κύριοι ενός νέου συλλογικού φαντασιακού μαζί με τους μή-θνητούς: είναι η εποχή των ζόμπι, των cyborgs, της τεχνητής νοημοσύνης, όλων εκείνων των υβριδικών ή καλύτερα των εντελώς τεχνικών μορφών που προσομοιάζουν τη ζωή αλλά δεν την περιέχουν. Εκεί που κηρύξαμε την υπέρβαση του υλομορφικού αναγωγισμού του Αριστοτέλη, θέλοντας να υπερβούμε τη φαινομενική απλοποίηση της "κίνησης" ως αρχής της ζωής και κεντρικού σημείου της υπαρξιακής τοπογραφίας μέσα στις γνωστές διαστατικές συντεταγμένες, φτάσαμε όχι μόνο να μήν υπερβούμε αλλά να συρρικνώσουμε ακόμη περισσότερο τα κριτήρια αναγνώρισης της ζωής, απορρίπτοντάς την μόνο στην τεχνική πτυχή, στο ζώο, απορρίπτοντας κάθε άλλο στοιχείο, φτάνει κανείς να μισεί τη ζωή από την αρχή της μέχρι την ολοκλήρωσή της, επειδή δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ζωή, αφού δεν εμπίπτει στον νέο αξιωματικό ορισμό. Η ζωή είναι τώρα byte, είναι δεδομένο, είναι παρόρμηση. Τίποτα απρόβλεπτο δεν επιτρέπεται. Μόνο ό,τι είναι ελέγξιμο και ελεγχόμενο είναι αποδεκτό ως υπάρχον.
Η ζωή έχει μετατραπεί σε αρρώστια· η ίδια η ζωή είναι ένας ιός, ειδικά όταν εξετάζεται υπό το πρίσμα του "πράσινου" οικολογισμού (κάτι εντελώς διαφορετικό από την οικολογία), ο οποίος ερμηνεύει τον άνθρωπο ως παράσιτο που πρέπει να εξαλειφθεί από τον πλανήτη Γη, αλλά και αυτό μόνο σε βάρος μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ανθρώπων, αφήνοντας ανέγγιχτη την ελίτ που κηρύττει από άμβωνος την υποταγή σε καθεστώτα αυτοεξόντωσης, ενώ οι ίδιοι χορταίνουν στις δικές τους πολυτελείς ανέσεις. Με αυτόν τον τρόπο, είναι προφανές ότι όλοι είμαστε άρρωστοι ή δυνητικά άρρωστοι, ακόμη και χωρίς να το γνωρίζουμε, και η υγεία γίνεται προνόμιο μιας πιστοποίησης της οποίας το νομικό καθεστώς δεν δίνεται πλέον από εμπειρικά αξιολογήσιμες ιατρικές αποδείξεις, αλλά από τη θεσμοθετημένη εξουσία μιας φαρμακευτικής εταιρείας, ενός υπουργείου, ενός γραμμωτού κώδικα ή ενός κώδικα QR που μπορεί να κατεβεί στο τηλέφωνο.
Εύλογα, μπορούμε να μιλάμε για βιοκρατία, για την κυβέρνηση της ζωής, όχι με την υποκειμενική αλλά με την αντικειμενική έννοια, κάνοντας μια γλωσσική αντιστροφή, διότι δεν είναι η ζωή που κυβερνά, αλλά η ζωή που κυβερνάται.
Η θριαμβευτική επιτυχία της βιοπολιτικής της Φουκωικής μνήμης, μάς εισάγει στη δεύτερη λειτουργία που ανιχνεύεται στις μπατονέτες: στό να επηρεάζουν συμβολικά τη συλλογική φαντασία. Αυτό συμβαίνει μέσω της ιερής επικοινωνίας που γίνεται γι' αυτές και της άμεσης σύνδεσης με την πρακτική τους χρήση, επειδή η μπατονέτα (του rapid test) παραμένει η τελευταία λύση για την απόκτηση της πράσινης άδειας, επιβάλλοντας τον εαυτό της -ή μάλλον γινόμενη αποδεκτή- ως συμβιβασμός "του μικρότερου κακού". Η βιοασφάλεια έχει γίνει η μεθοδολογία ανατροπής των φιλελεύθερων αστικών δημοκρατιών, οι οποίες δίνουν τη θέση τους σε μια νέα δεσποτεία λίγων ολιγαρχών, οι οποίοι, υπό τον ήχο των αμφίβολων διαταγμάτων, κατεδαφίζουν την έννομη τάξη των κρατών. Μια διαδικασία, αυτή της αποδόμησης της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία έχει πράγματι τη θετική και μοιραία κατεύθυνσή της, αλλά το πρόβλημα που ανακύπτει είναι: προς ποιες νέες μορφές βαδίζουμε; Εδώ ο Pecchioli θέτει το θέμα: η ανοιχτή κοινωνία του Soros, μια επικαιροποιημένη εκδοχή της κοινωνίας του προγόνου του Popper, από τι αποτελείται; Μπροστά στην κατάλυση των σημαντικότερων δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου, στην εκμηδένιση της μεταφυσικής του διάστασης στο όνομα μιας ζωής που στήνεται ως απόλυτο, και στην επιβολή νέων τεχνοκρατικών και οικολογικο-χρηματοοικονομικών μοντέλων, δεν υπάρχει σίγουρα καμία ελπίδα για μια νέα παγκόσμια αναγέννηση. Εξαιρετική κοινωνική μηχανική, πρέπει να αναγνωριστεί. Οι προτάσεις που μας προαναγγέλλονται ως ήδη αποφασισμένες άνωθεν είναι αυτές του ολοκληρωμένου τρανσουμανισμού (υπερανθρωπισμού), η αποθέωση του ανοίγματος χωρίς αν και αλλά, σενάρια που μέχρι πριν από λίγα χρόνια αποτελούσαν προνόμιο μόνο μιας ορισμένης δυστοπικής και πρωτοεπιστημονικής λογοτεχνίας, και που τώρα παίζονται με ανατροπές στα διάφορα θέατρα των ανθρωπιστικών επιστημών. Η υπαρξιακή γεωπολιτική συνδέεται επίσης με τη γεωγραφία, όπως είναι λογικό. Όσο περισσότεροι λαοί καταρρέουν, τόσο περισσότερα κράτη εξαφανίζονται, και αυτό αποτελεί ένα νόστιμο μεζέ για τους αδηφάγους συνωμότες της νέας διακυβέρνησης. Η εχθρότητα απέναντι σε κάθε ταυτότητα απαιτεί τη ρευστοποίηση κάθε πολιτικής μορφής εκτός από εκείνη που προτιμούν οι λίγοι ανέγγιχτοι. Η διεισδυτικότητα, από την άλλη πλευρά, είναι ένα οντολογικό χαρακτηριστικό του υπερανθρωπισμού, διότι έχει ακραία ανάγκη αφενός για ασυνείδητη προσκόλληση και αφετέρου για ανθρώπινο "κρέας για σφαγή", ως πρακτικό εργαστήριο, προκειμένου να μπορέσει να αυτοεκπληρωθεί. Οι ίδιες οι διαδικασίες πειθούς και πολιτικής κυριαρχίας που τίθενται σε εφαρμογή μας υπενθυμίζουν την ανάγκη του συστήματος για προσκόλληση και τροφή: αν οι άνθρωποι άρχιζαν να ξυπνούν, όλα θα κατέρρεαν σύντομα, διότι η βάση της πολιτικής εξουσίας είναι η ανάθεση που λαμβάνουν από τα μέλη της κοινωνίας. Όλα αυτά είναι ανιχνεύσιμα από εκείνα τα περιπτωσιολογικά παραδείγματα που αποτελούν την αρχή της έρευνας όλων των επιστημών.