Ο κ. ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Ο Συνοδικός Θεσμός
«Ο Συνοδικός Θεσμός αποτελεί για την ορθόδοξη θεολογία τον κορμό τής διοικήσεως και της κανονικής δομής τής Εκκλησίας».
Τον κορμό τίνος δένδρου απομένει να το ανακαλύψουμε, διότι υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο να ανακαλύψουμε ξανά το δένδρο τού θανάτου αντί τού δένδρου τής ζωής.
Πρόκειται για μιά καταπληκτική συστηματική εργασία, η οποία έχει γίνει με πολύ συγκεκριμένο στόχο, με την μέθοδο των Ευρωπαϊκών διδακτορικών διατριβών. Δηλ. με την ιστορική μέθοδο σύμφωνα με την οποία ερευνούμε όλες τις εργασίες που έχουν γίνει γύρω από το θέμα μας, βγάζοντας στο τέλος τα συμπεράσματά μας. Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως όλες οι οντολογικές ή λογικές εργασίες στηρίζονται στα a priori.
Όποιος καταβάλλει την προσπάθεια να διαβάσει το κείμενο θα βρεί μια τέλεια περιγραφή του σκελετού τής εκκλησίας, μιά ανατομία τής εκκλησίας, χωρίς το περιεχόμενό της. Γνωρίζουμε εξάλλου πως το μόνο περιεχόμενο τής οντολογίας είναι η ταυτότητα. Τύπου, όπου ο επίσκοπος και η εκκλησία ή στην προκείμενη εργασία, όπου σύνοδος και πρωτείο! Αφού δεχθήκαμε την πρώτη ταυτότητα και ανακηρύξαμε τον κ. Ζηζιούλα τον μεγαλύτερο εν ζωή θεολόγο, τώρα θα δεχθούμε την δεύτερη που μάς προτείνει ευκολότερα.
Η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος αναφέρεται ΜΟΝΟ δύο φορές, ενώ αντιθέτως η εργασία είναι γεμάτη με νόμους, κανόνες, κρίσεις, δικαιώματα. Θεολογικά η εργασία στηρίζεται σε δύο αμφισβητούμενες θέσεις: «ο επίσκοπος είναι το ένα στόμα τής εκκλησίας του επειδή αυτός, ως εικόνα του Χριστού, μεταφέρει την ευλογία και τήν εξουσία του Κυρίου στον Λαό, τον οποίο, ως προεστώς τής ευχαριστίας συνάπτει σε ένα σώμα». Γιατί κ. Ζηζιούλα να χρειάζεται μεταφορέα ο Κύριος;;
Αλλάζει την αρχαία αρετή τής ομόνοιας με την σύγχρονη φιλοσοφική έννοια τής κοινωνίας. Έτσι γράφει «ουδείς αρχαίος κανόνας προβλέπει συλλογική προεδρία συνόδου, διότι στήν νοοτροπία τής αρχαίας εκκλησίας (ποτέ στην Εκκλησία δεν κατοίκησε το Άγιο Πνεύμα για τον μεγαλύτερο θεολόγο. Ακόμη και η πρώτη Εκκλησία έφτιαχνε με τους κανόνες εκκλησιαστικές νοοτροπίες), επικρατούσε η αρχή ότι παρότι τα πάντα στήν εκκλησία συντελούνται εν κοινωνία, η κοινωνία αυτή εκφράζεται δι ενός μόνο αντιπροσώπου (του Πέτρου κατά προτίμησιν). Στην ίδια αρχή (του ενός μόνο) βασίζεται και η ανάπτυξη και διαμόρφωση του επισκοπικού λειτουργήματος, η οποία συνδέεται κατά βάθος με την Τριαδική ζωή του Θεού, στην οποία η κοινωνία των τριών προσώπων γίνεται ενότητα μόνο σε ένα πρόσωπο, την υπόσταση τού Πατρός».
Άξιζε η κουραστική μεταφορά διότι αυτή η θέση έχει ήδη καταδικαστεί από σύνοδο. Ατύχησε όμως να μην γίνει κανόνας διαφορετικά ο κ. Ζηζιούλας θα τον γνώριζε σίγουρα.
Έτσι λοιπόν οι ιστορικές πανεπιστημιακές εργασίες είναι ισάξιες και ανώτερες τών πατερικών κειμένων, διότι όπου τα κείμενα των πατέρων διαφωνούν με τα διδακτορικά εγκαταλείπονται. Παραδείγματι: Άγιος Κυπριανός «Εφ' όσον ο δεσμός τής ομόνοιας υφίσταται και το μυστήριο τής καθολικής εκκλησίας εξακολουθεί να παραμένει αδιαίρετο, κάθε επίσκοπος ρυθμίζει από μόνος του τις πράξεις του και την διοίκησίν του, όπως εκείνος φρονεί, αποδίδοντας λόγο μόνο στον Κύριο». Είναι το μοναδικό σημείο τού κειμένου στο οποίο αναφέρεται κάτι από το περιεχόμενο τής εκκλησίας. Ιδού η αντίδραση τού Ζηζιούλα. Πώς συμβιβάζεται μια τέτοια γνώμη με την έννοια του συνοδικού θεσμού; (Γνώμη ο Άγιος Κυπριανός. Γνώμη το περιεχόμενο της σωτηρίας. Η δική του έννοια έχει οπωσδήποτε προτεραιότητα.) Εάν κάθε επίσκοπος, συνεχίζει, διοικεί τα της επισκοπής του "αποδίδοντας λόγο μόνο στον Κύριο" πιά εξουσία μπορεί να έχει η σύνοδος επί της τοπικής εκκλησίας και του επισκόπου της; Πώς νοείται ο συνοδικός θεσμός, αν δεν έχει εξουσία παρέμβασης στα θέματα της τοπικής εκκλησίας;
Μεγάλο πρόβλημα ο Άγιος Κυπριανός λοιπόν. Διότι η σύνοδος του κ. Ζηζιούλα δεν ασχολείται μόνον με τα προβλήματα, με τίς παρεκτροπές απο την οικονομία τής σωτηρίας, είναι αυτή η ίδια το περιεχόμενο τής εκκλησίας.
Ο κ. Ζηζιούλας είναι ένας απλός άθεος. Δεν εξηγείται διαφορετικά το πάθος του να εξαφανίσει το έργο τής σωτηρίας τού Κυρίου μέσα σ’ αύτον τον λαβύρινθο κανόνων και θεσμών. «ο επίσκοπος όχι μόνον είναι το κέντρο της τοπικής του εκκλησίας αλλά και ο συνδετικός κρίκος με τις άλλες τοπικές εκκλησίες. Για τον λόγο αυτό, δεν είναι δυνατόν η εκλογή και κατάσταση επισκόπου να αποτελεί "εσωτερικό θέμα" μιας τοπικής εκκλησίας μολονότι πρός εκείνη συνδέεται η επισκοπική εκλογή και χειροτονία. Όπως οι πρεσβύτεροι, οι διάκονοι, οι λαϊκοί κ.α. δεν μπορούν να έχουν άμεση σχέση με τον συνοδικό θεσμό, παρά μόνον διά του τοπικού τους Επισκόπου, έτσι και η σύνοδος δεν μπορεί να δημιουργήσει οποιαδήποτε σχέση με το πλήρωμα της εκκλησίας, παρά μόνον διά του επισκόπου.
Εάν κάθε πιστός μπορεί να έχει σχέση άμεση με την εκκλησία στο σύνολό της και όχι σχέση διά της τοπικής του εκκλησίας και του επισκόπου της, τότε η εκκλησία γίνεται σύνολο ατόμων και όχι κοινωνία κοινοτήτων και εκκλησιών. Τότε η σύνοδος παύει να είναι ένας θεσμός και ένα λειτούργημα, το οποίο ενώνει τους πιστούς σε ένα σώμα. (Καταργείται απολύτως το Άγιο Πνεύμα). Η σύνοδος λοιπόν ενώνει τους πιστούς σε ένα σώμα ώστε τελικά να αποφευχεί ο ατομικισμός».
ΕΔΩ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΤΟΝ ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΤΗΝ ΦΙΛΟΚΑΛΛΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ.
Στήν θεολογία του Ζηζιούλα δεν υπάρχει θεός. Η εκκλησία ανήκει στον Πρώτο και στην σύνοδο μολονότι σταυρώθηκε ο Χριστός γι’ αυτή.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτή η αλλοτρίωση από την πίστη μας και την σωτηρία μας; Αλλοτρίωση τυπική και όχι παθητική; Αλλοτρίωση που ξεπερνά και τον φαρισαισμό; Θα μας το εξηγήσουν οι πατέρες.
ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ: Πρός Θαλάσσιον, περί απόρων (Ερωτήσεις Α-ΝΓ)
Ποιά είναι η συκιά του ευαγγελίου που ξεράθηκε φαινομενικά παράλογα;
Ο Θεός Λόγος που οικονομεί τα πάντα για χάρη της σωτηρίας των ανθρώπων, αφού παιδαγώγησε πρώτα τη φύση μας με το νόμο που περιέχει σωματικότερη λατρεία -γιατί δεν μπορούσε να δεχτεί την αλήθεια γυμνή από τυπικά προκαλύμματα εξαιτίας της άγνοιας και της αλλοτρίωσης που της προκλήθηκε προς τα αρχέτυπα θεία πράγματα- ύστερα, ερχόμενος στον κόσμο αφού έγινε φανερά από τον εαυτό του άνθρωπος παίρνοντας σάρκα που είχε νοερή, και λογική ψυχή, κι αφού ως Λόγος μετέφερε τη φύση μας στην άυλη, γνωστική, πνευματική λατρεία, δεν ήθελε, αφού πια φάνηκε στη ζωή η αλήθεια, να εξουσιάζει η σκιά, που τύπος της ήταν η συκιά.
Γι' αυτό λέει• επιστρέφοντας από τη Βηθανία στα Ιεροσόλυμα, [Ματθ. 21,18• Μάρκ. 11,11ε.] δηλαδή μετά την τυπική και σκιώδη και που ήταν κρυμμένη μέσα στο νόμο παρουσία του, ερχόμενος ξανά στους ανθρώπους με τη σάρκα -γιατί έτσι πρέπει να εκληφθεί το επιστρέφοντας- είδε στο δρόμο μια συκιά που είχε μόνο φύλλα, [Ματθ. 21,18• Μάρκ 11,13] που υπήρχε στη σκιά και στους τύπους, δηλαδή τη σωματική λατρεία του νόμου κατά την άστατη και παροδική -επειδή ήταν δίπλα στο δρόμο- παράδοση, τη λατρεία των τύπων μόνο και των θεσμών που περνούν.
Γιατί ο Ισραήλ, λέει ο θείος απόστολος, με το να επιδιώκει το νόμο της δικαιοσύνης, δηλαδή το νόμο της σκιάς και των τύπων, δεν έφτασε στο νόμο της δικαιοσύνης, [Ρωμ. 9,31] δηλαδή το νόμο που ολοκληρώνεται με το Πνεύμα του Χριστού.
Ή πάλι επειδή το πλήθος των ιερέων και γραμματέων και νομικών και Φαρισαίων, άρρωστοι από την κενή δόξα με την επίδειξη της πλαστής ευλάβειας των ηθών, φαινόμενοι ότι ασκούσαν δικαιοσύνη, έτρεφαν την έπαρση της οίησης, ο Λόγος λέει ότι η οίηση αυτών που αναφέρθηκαν είναι συκιά άκαρπη πλούσια μόνο σε φύλλα, την οποία, αυτός που επιθυμεί τη σωτηρία όλων των ανθρώπων και πεινά τη θέωσή τους, την καταριέται ως άκαρπη και την ξεραίνει, ώστε, προκρίνοντας από το να φαίνονται το να είναι δίκαιοι, αφού ξεντυθούν το χιτώνα της ηθικής υπόκρισης και φορέσουν το γνήσιο χιτώνα της αρετής, όπως θέλει ο θείος Λόγος, να περάσουν μ' ευσέβεια τη ζωή τους παρουσιάζοντας στο Θεό της ψυχής μάλλον τη διάθεση, παρά την πλαστότητα των ηθών στους ανθρώπους.
Σε σύγχρονη γλώσσα θα περιγράφαμε την προσπάθεια του Ζηζιούλα σαν έναν προπονητή ποδοσφαίρου που διδάσκει όλους τους κανόνες του παιχνιδιού νομίζοντας πως διδάσκει ποδόσφαιρο. Ή σαν την πεποίθηση ενός γραμματικού ή ενός σχολαστικού πώς η γραμματική φτιάχνει την γλώσσα.
Είναι όλα τόσο παρανοϊκά πλέον στην εκκλησία.
Ο Θεός να βάλει και τα δυό του χέρια.
Aμέθυστος
Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010
Ο 34ος Αποστολικός Κανών και ο πατήρ Γεώργιος Τσέτσης
Αποστολικός Κανόνας 34: «Οι Επίσκοποι εκάστου έθνους πρέπει να γνωρίζουν τον πρώτο μεταξύ αυτών και να τον θεωρούν ως την κεφαλήν και τίποτε το περιττόν να μη κάνουν άνευ της γνώμης του, αλλά έκαστος ας κάνει μόνον ότι αφορά «τη εκείνου παροικία» (=επισκοπή) και των διαμερισμάτων αυτής. Αλλά ούτε τούτος (ο Πρώτος) να μην κάνει τίποτε άνευ της πάντων γνώμης, (δηλαδή άνευ των υπολοίπων Επισκόπων), διότι έτσι θα υπάρξει ομόνοια και θα δοξαστεί ο Θεός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι, Πατήρ και Υιός καί Άγιο Πνεύμα».
Να υπενθυμίσουμε πως τούτος ο 34ος Αποστολικός Κανών είναι παρόμοιος με τον 9ον κανόνα της Συνόδου της Αντιοχείας, (340-341 μ.Χ.), ο οποίος αφορά το ίδιον θέμα κάπως αναλυτικότερον από τον πρώτον, ενώ στηρίζεται και επικαλείται αυτόν τον 34ον Αποστολικό Κανόνα, ειδικά με τα λόγια: «Κατά τον αρχαιότερο κρατούντα εκ των Πατέρων ημών κανόνα». Άλλωστε, τούτος ο 34ος Αποστολικός Κανόνας είναι ένας από τους θεμελιώδεις Κανόνες της Αρχαίας Εκκλησίας, ο οποίος συνδέει την συνοδική ζωή και την συνοδική οργάνωση της Εκκλησίας με την μίμησιν καί την αντανάκλασιν του υπέρ νούν ασυγκρίτου Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, διότι η Εκκλησία είναι δημιουργημένη και ζει και εργάζεται κατ’ εικόνα της Θείας Τριάδος ( Εφ. 2, 10-22, Κορινθ. Β΄ 13, 13, Μυσταγωγία Αγίου Μαξίμου).
Επαναλαμβάνοντες εν περιλήψει το περιεχόμενο του 34ου Αποστολικού Κανόνος, ο Κωνσταντινοπολίτης Κανονολόγος Ιωάννης Ζωναράς υπενθυμίζει πως ο 34ος Κανόνας εντέλλεται εις τους Επισκόπους κανείς να μην ενεργεί ανεξάρτητα εν σχέσει προς «την κοινήν της Εκκλησίας κατάστασιν», δηλαδή σε θέματα δογματικά, οικονομίας, δηλαδή διευθετήσεως γενικών λαθών, χειροτονίας Αρχιερέων καί άλλα παρόμοια, αλλά γύρω από αυτά τα θέματα μαζί με τον Πρώτο να συνδυασκέπτωνται καί να συναποφασίζουν το καλύτερον δι’ όλους… Αλλά καί εις τον Πρώτον Επίσκοπον δεν επιτρέπει (ο Κανών) «τη τιμή καταχρώμενον εις δυναστείαν ταύτην αμείβειν και εναυθεντείν», δηλαδή να μην κάνει κατάχρησιν της τιμής που έχει (πρωτείο τιμής) και να μη την μετατρέπη σε δυναστεία (=εξουσία) καί αυθαιρεσία, άνευ της κοινής γνώμης των Συλλειτουργών του, ενεργών κάτι από τα αναφερθέντα ή άλλα παρόμοια. Διότι (ο Κανών) επιθυμεί «ομονοείν τους αρχιερείς» και να είναι συνδεδεμένοι με «τω της αγάπης δεσμώ (Κολ. 3,14)» και να γίνονται «υπόδειγμα προς αγάπην τε και ομόνοιαν» στους κληρικούς τους και στον λαό, ώστε έτσι να δοξασθή ο Θεός κατά την ευαγγελικήν διδασκαλίαν, η οποία λέγει: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών των εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5, 16). Και θα δοξασθή ο Θεός (ο Πατήρ) διά του Κυρίου, διότι αυτός εφανέρωσεν το Όνομά του εν τοις ανθρώποις και την αγάπην ενομοθέτησεν. Και θα δοξασθή εν Αγίω Πνεύματι, διότι δια μέσου Αυτού οι Απόστολοι έγιναν σοφοί και εδίδαξαν τα έθνη (Σύνταγμα Ράλλη -Ποτλή, 2. 45-46).
Λοιπόν, και η απλή σύγκρισις του 34ου Αποστολικού Κανόνος, ιδιαιτέρως κατά την πιστήν ερμηνείαν του Ζωναρά, με το κείμενο του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση, που έγραψε με αφορμή την πρόσφατη Συνεδρίασι της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στο Σαμπεζύ της Γενεύης, όπου ήτο παρών καί ο π. Τσέτσης (άλλωστε γνωστός ως «πανταχού παρών» της Γενεύης), δείχνει, για να πούμε απλά, δύο κόσμους ή για να πούμε με τα τελευταία δικά του λόγια, μεταξύ των λόγων του και των του Κανόνος «χάσμα μέγα εστήρικται» (Λουκ. 16, 26).
Διότι την στιγμή ακριβώς που οι Ορθόδοξοι έτειναν καί κατώρθωσαν νά συμφωνήσουν στην Γενεύη και να λειτουργήση με σωστόν τρόπο ο 34ος Αποστολικός Κανόνας περί της Συνοδικότητος της ζωής, οργανώσεως καί λειτουργίας των Ορθοδόξων Εκκλησίων στο επίπεδο των διαβοήτων «Αυτοκεφαλιών» - καίτοι ζήτημα είναι εάν ο Κανόνας ούτος λειτουργεί και μέσα σ’ αυτά τα περιφρουρημένα «κάστρα», διότι και εκεί συχνά συμβαίνει ώστε «τη τιμή καταχρώμενος είς δυναστείαν ταύτην αμείβων και εναυθεντών», ο Πρώτος μεταξύ των ίσων γίνεται όλο και συχνότερα ο «Πρώτος» καί ο «Μοναδικός», και στο Φανάρι, και στο Βορρά, και στο Νότο, καί στην Ανατολή καί στην Δύση, όπως παλαιά έκανε καί επί αιώνες κάνει η Παλαιά Ρώμη, και συχνά τον μιμούνται και η Νέα καί η Τρίτη (Ρώμη), μη εμμένοντας εις αυτό που υπαγορεύει ο Αποστολικός Κανόνας παραπέμποντάς μας όλους στό Ευαγγέλιο καί την Λειτουργία - ξαφνικά εμφανίζεται ο π. Τσέτσης, ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος, με τη δική του «νότα» ή «θρήνο», το οποίο εκείνος μουσικά ονομάζει «ημιτελή συμφωνία», δηλαδή συγκρίνει αυτό πού συνέβη στη Γενεύη μέ τήν «ημιτελή συμφωνία» του Σούμπερτ.
Εμείς όμως οι άμουσοι ή οι ημιμαθείς μουσικοί, ξέρουμε πώς οι ορθόδοξοι μιλάνε καί μαρτυρούν περί της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος ως «πολυφωνική συμφωνία και συμφωνική πολυφωνία», και αυτό είναι εκείνο πού αρμονικά αντηχεί ο 34ος Αποστολικός Κανόνας στα αυτιά μας, στίς καρδιές μας, στίς διάνοιες καί στίς ψυχές μας, όταν συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεύμα.
Όμως ο π. Τσέτσης σαν να μην ακούει τον Κανόνα αυτόν, καί μας κάνει μάθημα περί «των λεπτών θεολογικών, εκκλησιολογικών καί κανονικών ζητημάτων». Τέτοια και παρόμοια «μαθήματα», χρόνια τώρα, ακούμε από αυτόν και τούς ομοίους του, καί λόγω αυτής της πολυλογίας τους αυτοί οι ίδιοι δέν ακούν τήν ευαγγελική, τήν πεντηκοστιανή καί τήν αγιοκανονική ΟΜΟΝΟΙΑ της πάντων γνώμης.
Εκείνην τήν ομόνοια καί εκείνην τήν γνώμη, διά τήν οποία μιλούσαν καί μαρτυρούσαν ακόμα οι παλαιοί Πατέρες: ο Άγ. Ιγνάτιος Αντιοχείας καί ο Άγ. Ειρηναίος Λυώνος. Ο πρώτος μαρτυρών περί της ισότητος, συμφώνου γνώμης καί ενότητος όλων των στην Οικουμένην Επισκόπων, στην Γνώμη του Χριστού, όπως Αυτός είναι στήν ΓΝΩΜΗ του Πατρός, καί ο δεύτερος γράφων περί της συμφωνίας της ΓΝΩΜΗΣ της Εκκλησίας με την Ευχαριστία και περί της Ευχαριστίας, ως βεβαίωση της ΓΝΩΜΗΣ καί Ενότητος της Εκκλησίας καί Εκκλησιών Ορθοδόξων.
Από τότε που μερικοί τέτοιοι, όπως ο π. Τσέτσης, σταμάτησαν να διαβάζουν και να κατανοούν τι διαβάζουν, δηλαδή ν’ ακούν την λειτουργικο - ευχαριστιακή γλώσσα των Αγίων Ευαγγελίων, και των Αγίων Κανόνων και της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας, της Μιάς, Καθολικής, Αποστολικής καί Ορθοδόξου, από Ανατολή έως Δύσι, και από Νότο έως Βορρά, από τότε άρχισαν να υποκινούν τέτοια ζητήματα, όπως αυτός κάνει μέ το μικρό του, αλλά πικρό άρθρο, μέ τό οποίο ουσιαστικά προκαλεί ζημία ακριβώς σ΄ αυτό πού θέλει να υπερασπιστή.
Το ότι έχουμε νά κάνωμε μέ ένα πικρό κείμενο γραμμένο μετά την Πανορθόδοξη συμφωνία στο Σαμπεζύ, άρθρο πικρό για τοΟρθόδοξο Πλήρωμα από τά Ιεροσόλυμα έως τό Ιλλυρικό καί μέχρι τόν Ειρηνικό, είναι φανερό άλλωστε καί από αυτό τό ίδιο το κείμενο.
Νά υπενθυμίσωμε πως ο Πατήρ Γεώργιος Τσέτσης γράφει σαν να κουνάει μπροστά μας ένα μπαϊράκι (=σημαία) περί του «ορατού σημείου της ορθοδόξου ενότητος», περί «του εκφραστού της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανά τη οικουμένη», «εκφραστού εις το παγκόσμιο - οικουμενικό επίπεδο της αντιλήψεως "Πανορθοδοξίας" κ.λ.π., γιά νά καταλήξη μέ λόγια βλάσφημα γιά τήν Ορθόδοξη Εκκλησία γράφοντας: «Από σκοπιάς εκκλησιολογικής, σε τι διαφέρουμε, τελικά, από Λουθηρανούς, Κονγκρεγκασιοναλιστές καί Μεταρρυθμισμένους, όταν, βάσει εθνο-φυλετικών κριτηρίων καί πολιτικών υπολογισμών ….. διασπούμε την Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική Εκκλησία και ενεργούμε πλέον ως δεκαπέντε ανεξάρτητες απ΄αλλήλων μονάδες, ως αυτοδιάθετα «καπετανάτα»!;
Τέτοια αυθάδεια πραγματικά δέν περιμέναμε νά ακούσουν οι Ορθόδοξες Αδελφικές Εκκλησίες από τήν Γενεύη από τό Σαμπεζύ καί μάλιστα από ένα Μέγα Πρωτοπρεσβύτερο!
Γράφει ακόμα σε αυτό τό πικρό άρθρο του: «Δέν είναι δύσκολο πίσω από τη δυσχέρεια αυτή (γιά τήν υπογραφή του τόμου Αυτοκεφαλίας) νά δει κανείς μία υποβόσκουσα τάσι ορισμένων Ορθοδόξων Εκκλησίων των βορείων καί ανατολικών διαμερισμάτων της Ευρώπης, να περιορίσουν τό διακόνημα τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ως Πρώτου της Ορθοδοξίας Επισκόπου καί νά αμφισβητήσουν τόν θεσμικό του ρόλο, ως ορατού σημείου της Ορθοδόξου ενότητος …» κ.λ.π.
Τέτοιες ύποπτες, επικίνδυνα ύποπτες καταγγελίες, ακούμε προσφάτως, αλλά αυτές εκφράζουν περισσότερο την ταραχή και αβεβαιότητα τέτοιων αλλοιωμένων αντιλήψεων καί ερμηνειών περί της τιμής καί υπολήψεως και από αιώνων αιτιολογημένα καί κανονικά παραδεκτής θέσεως καί ρόλου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, εν Συνάξει των «πάντα ευσχημόνως καί κατά τάξιν» (Α΄ Κορινθ. 14, 40) γινομένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ανά την Οικουμένη, από τά πρεσβυγενή έως καί τά νεώτερα καί νεώτατα Ορθόδοξα Πατριαρχεία καί Αρχιεπισκοπές, πού αποτελούν δωρεές καί θεσμούς του Ενός και του Αυτού Πνεύματος του Παρακλήτου της Εκκλησίας, της Αγίας καί Ομοουσίου καί Ζωοποιού καί Αδιαιρέτου Τριάδος.
Δέν επιθυμούμε να σχολιάσουμε άλλο τό έν λόγω καί με τοιούτον λεξιλόγιον γραμμένον κείμενον του Πρωτοπρεσβυτέρου από τη Γενεύη, καθώς καί τήν ταραχή τήν οποίαν κρύβουν τά λόγια του – ταραχή τήν οποία φέρει κάθε φιλαρχία, η οποία δέν δημιουργείται, καί δέν μπορεί νά δημιουργηθή, από μία αληθινή βίωση καί πραγματοποίησι των Ευαγγελικών λογίων του Χριστοῦ, του Πρώτου καί του Θεμελίου καί της Κεφαλής καί του Κέντρου της Εκκλησίας, της Ορατής καί Αοράτου, Επιγείου και Ουρανίου: «Ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται ημών δούλος, ώσπερ ο Υιός του Ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Ματθ. 20, 27-28).
Ένα είναι τό βέβαιο •πως όλοι οι αληθινά Ορθόδοξοι, αληθινά Εκκλησιαστικοί (Ecclesiastici, όπως ονόμαζε τους Ορθοδόξους ο Άγιος Ειρηναίος) επιθυμούμε καί προσευχόμαστε νά γίνει επιτέλους η Μεγάλη Ορθόδοξος Σύνοδος, όπως ήδη καί υπήρξαν Οικουμενικοί Σύνοδοι μετά τήν 7η Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά θεωρούμε πως η «κατ’ επιλογήν» (λίγο - πολύ ολοΐδιοι άνθρώποι)• αντιπροσώπευσι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως γίνεται στη Γενεύη, δέν αποτελεῖ πραγματική έκφρασι καί αντανάκλασι της Καθολικότητος καί Συνοδικότητος της Αποστολικής Εκκλησίας, των Ορθοδόξων Εκκλησιών ανά την Οικουμένην, ούτε ακόμη έκφρασι της πραγματικής τους χαρισματικο - λειτουργικής και κανονικής ενότητος, εκπεφρασμένης καί αδιαιρέτως μετεχομένης και μεταλαμβανομένης και κοινωνουμένης εν πληρότητι εις «την ενότητα της πίστεως καί την Κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος», όπως προσευχόμαστε εις τήν Θεία Λειτουργία.
Δόξα καί ευχαριστία εις τον Θεόν, διότι τό έργο Του είναι η ύπαρξις αληθινής και αδιαιρέτου Ενότητος και Κοινωνίας πίστεως, χάριτος και κανονικής τάξεως των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις τον Ένα Χριστό Θεάνθρωπο και εις το Ένα Σώμα Του, κι όχι σ΄εκείνη την ενότητα της Ουάσιγκτον, των Βρυξελλών, της Ρώμης, της Γενεύης εις τήν οποίαν θά ήθελε όλοι νά αποβλέπουμε ο π. Τσέτης (του οποίου φαίνεται πως τό «μέτρο» της «παγκόσμιας ενότητος» είναι τά Ηνωμένα Έθνη ή η «Ευρωπαϊκή Ένωσις», όπως καί στους συγγραφείς της περιλαλήτου Εγκυκλίου του 1920, τήν οποία ούτε έγραψε, ούτε εξέδωσε ο Πρώτος του Φαναρίου, διότι τότε δέν υπήρχε στό θρόνο!
Τό μέτρον τους, φαίνεται, ήταν η Liga (=ομοσπονδία) των «Εθνών/λαών» καί η εγκύκλιος του 1920 κηρύττει αντί «Liga» (=ομοσπονδία) των «Εκκλησίων» λανθασμένα μεταφράζοντας αυτό μέ μη παραδεκτή διά τήν Ορθόδοξη Εκκλησιαστικό - ευχαριστιακή αντίληψι και έκφρασι «Κοινωνία των Εκκλησιών», εννοώντας ακριβώς τις Προτεσταντικές αιρέσεις, τις οποίες αναφέρει ο π. Τσέτσης, καθώς καί διά το σχίσμα της Δύσεως, το οποίον όλως παραδόξως στό άρθρο του δέν αναφέρει, αλλά φανερά όμως υπονοεί καί διαβλέπει, αφού έτσι ερμηνεύει τη θέσι του Πρώτου μεταξύ ίσων καί ομοίων στην Ορθοδοξία, δηλαδή ακριβώς τό αντίθετο από τά γράμματα καί το πνεύμα του 34ου Αποστολικού Κανόνος).
Νά προσθέσουμε, τέλος, αυτό το οποίον είπαμε εδώ καί μερικούς μήνες στόν Σεβασμιώτατο Προεδρεύοντα στίς δύο πρόσφατες Συνάξεις στήν Γενεύη (Ιούνιο – Δεκέμβριο): «Θεωρούμε καί νομίζουμε καί επιθυμούμε, όχι μόνον προσωπικώς, αλλά επαναλαμβάνοντας την αναφορά καί τα συμπεράσματα πολύ μεγαλυτέρων από εμάς Ορθοδόξων: Ιδού ολόκληρη χιλιετία, τό πρώτο έργο της μελλοντικής Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας, υπό τήν Προεδρίαν του Πρώτου Πατριάρχου καί Αρχιερέως της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως καί Συμπροεδρευόντων Ορθοδόξων Αρχιερέων – όπως γινόταν πάντοτε διά μέσου των αιώνων άχρι και σήμερον – θά πρέπει να είναι: κατάφασι όλων των μέχρι σήμερα Επτά Οικουμενικών Συνόδων καί ταυτοχρόνως ένταξις καί συναρίθμησις είς αυτάς τουλάχιστον δύο κατόπιν γινομένων Συνόδων οι οποίες ήταν πραγματικά Οικουμενικές Σύνοδοι: της Μεγάλης Συνόδου του Αγίου Φωτίου (880 μ.Χ.) καί της Μεγάλης Συνόδου του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (1341 καί 1351 μ.Χ.).
Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, ἐν έτει 2009 -2010
+ Επ. Αθανάσιος εφησυχάζων Ερζεγοβίνης
Πηγή : Ρομφαία
Να υπενθυμίσουμε πως τούτος ο 34ος Αποστολικός Κανών είναι παρόμοιος με τον 9ον κανόνα της Συνόδου της Αντιοχείας, (340-341 μ.Χ.), ο οποίος αφορά το ίδιον θέμα κάπως αναλυτικότερον από τον πρώτον, ενώ στηρίζεται και επικαλείται αυτόν τον 34ον Αποστολικό Κανόνα, ειδικά με τα λόγια: «Κατά τον αρχαιότερο κρατούντα εκ των Πατέρων ημών κανόνα». Άλλωστε, τούτος ο 34ος Αποστολικός Κανόνας είναι ένας από τους θεμελιώδεις Κανόνες της Αρχαίας Εκκλησίας, ο οποίος συνδέει την συνοδική ζωή και την συνοδική οργάνωση της Εκκλησίας με την μίμησιν καί την αντανάκλασιν του υπέρ νούν ασυγκρίτου Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, διότι η Εκκλησία είναι δημιουργημένη και ζει και εργάζεται κατ’ εικόνα της Θείας Τριάδος ( Εφ. 2, 10-22, Κορινθ. Β΄ 13, 13, Μυσταγωγία Αγίου Μαξίμου).
Επαναλαμβάνοντες εν περιλήψει το περιεχόμενο του 34ου Αποστολικού Κανόνος, ο Κωνσταντινοπολίτης Κανονολόγος Ιωάννης Ζωναράς υπενθυμίζει πως ο 34ος Κανόνας εντέλλεται εις τους Επισκόπους κανείς να μην ενεργεί ανεξάρτητα εν σχέσει προς «την κοινήν της Εκκλησίας κατάστασιν», δηλαδή σε θέματα δογματικά, οικονομίας, δηλαδή διευθετήσεως γενικών λαθών, χειροτονίας Αρχιερέων καί άλλα παρόμοια, αλλά γύρω από αυτά τα θέματα μαζί με τον Πρώτο να συνδυασκέπτωνται καί να συναποφασίζουν το καλύτερον δι’ όλους… Αλλά καί εις τον Πρώτον Επίσκοπον δεν επιτρέπει (ο Κανών) «τη τιμή καταχρώμενον εις δυναστείαν ταύτην αμείβειν και εναυθεντείν», δηλαδή να μην κάνει κατάχρησιν της τιμής που έχει (πρωτείο τιμής) και να μη την μετατρέπη σε δυναστεία (=εξουσία) καί αυθαιρεσία, άνευ της κοινής γνώμης των Συλλειτουργών του, ενεργών κάτι από τα αναφερθέντα ή άλλα παρόμοια. Διότι (ο Κανών) επιθυμεί «ομονοείν τους αρχιερείς» και να είναι συνδεδεμένοι με «τω της αγάπης δεσμώ (Κολ. 3,14)» και να γίνονται «υπόδειγμα προς αγάπην τε και ομόνοιαν» στους κληρικούς τους και στον λαό, ώστε έτσι να δοξασθή ο Θεός κατά την ευαγγελικήν διδασκαλίαν, η οποία λέγει: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών των εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5, 16). Και θα δοξασθή ο Θεός (ο Πατήρ) διά του Κυρίου, διότι αυτός εφανέρωσεν το Όνομά του εν τοις ανθρώποις και την αγάπην ενομοθέτησεν. Και θα δοξασθή εν Αγίω Πνεύματι, διότι δια μέσου Αυτού οι Απόστολοι έγιναν σοφοί και εδίδαξαν τα έθνη (Σύνταγμα Ράλλη -Ποτλή, 2. 45-46).
Λοιπόν, και η απλή σύγκρισις του 34ου Αποστολικού Κανόνος, ιδιαιτέρως κατά την πιστήν ερμηνείαν του Ζωναρά, με το κείμενο του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση, που έγραψε με αφορμή την πρόσφατη Συνεδρίασι της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στο Σαμπεζύ της Γενεύης, όπου ήτο παρών καί ο π. Τσέτσης (άλλωστε γνωστός ως «πανταχού παρών» της Γενεύης), δείχνει, για να πούμε απλά, δύο κόσμους ή για να πούμε με τα τελευταία δικά του λόγια, μεταξύ των λόγων του και των του Κανόνος «χάσμα μέγα εστήρικται» (Λουκ. 16, 26).
Διότι την στιγμή ακριβώς που οι Ορθόδοξοι έτειναν καί κατώρθωσαν νά συμφωνήσουν στην Γενεύη και να λειτουργήση με σωστόν τρόπο ο 34ος Αποστολικός Κανόνας περί της Συνοδικότητος της ζωής, οργανώσεως καί λειτουργίας των Ορθοδόξων Εκκλησίων στο επίπεδο των διαβοήτων «Αυτοκεφαλιών» - καίτοι ζήτημα είναι εάν ο Κανόνας ούτος λειτουργεί και μέσα σ’ αυτά τα περιφρουρημένα «κάστρα», διότι και εκεί συχνά συμβαίνει ώστε «τη τιμή καταχρώμενος είς δυναστείαν ταύτην αμείβων και εναυθεντών», ο Πρώτος μεταξύ των ίσων γίνεται όλο και συχνότερα ο «Πρώτος» καί ο «Μοναδικός», και στο Φανάρι, και στο Βορρά, και στο Νότο, καί στην Ανατολή καί στην Δύση, όπως παλαιά έκανε καί επί αιώνες κάνει η Παλαιά Ρώμη, και συχνά τον μιμούνται και η Νέα καί η Τρίτη (Ρώμη), μη εμμένοντας εις αυτό που υπαγορεύει ο Αποστολικός Κανόνας παραπέμποντάς μας όλους στό Ευαγγέλιο καί την Λειτουργία - ξαφνικά εμφανίζεται ο π. Τσέτσης, ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος, με τη δική του «νότα» ή «θρήνο», το οποίο εκείνος μουσικά ονομάζει «ημιτελή συμφωνία», δηλαδή συγκρίνει αυτό πού συνέβη στη Γενεύη μέ τήν «ημιτελή συμφωνία» του Σούμπερτ.
Εμείς όμως οι άμουσοι ή οι ημιμαθείς μουσικοί, ξέρουμε πώς οι ορθόδοξοι μιλάνε καί μαρτυρούν περί της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος ως «πολυφωνική συμφωνία και συμφωνική πολυφωνία», και αυτό είναι εκείνο πού αρμονικά αντηχεί ο 34ος Αποστολικός Κανόνας στα αυτιά μας, στίς καρδιές μας, στίς διάνοιες καί στίς ψυχές μας, όταν συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεύμα.
Όμως ο π. Τσέτσης σαν να μην ακούει τον Κανόνα αυτόν, καί μας κάνει μάθημα περί «των λεπτών θεολογικών, εκκλησιολογικών καί κανονικών ζητημάτων». Τέτοια και παρόμοια «μαθήματα», χρόνια τώρα, ακούμε από αυτόν και τούς ομοίους του, καί λόγω αυτής της πολυλογίας τους αυτοί οι ίδιοι δέν ακούν τήν ευαγγελική, τήν πεντηκοστιανή καί τήν αγιοκανονική ΟΜΟΝΟΙΑ της πάντων γνώμης.
Εκείνην τήν ομόνοια καί εκείνην τήν γνώμη, διά τήν οποία μιλούσαν καί μαρτυρούσαν ακόμα οι παλαιοί Πατέρες: ο Άγ. Ιγνάτιος Αντιοχείας καί ο Άγ. Ειρηναίος Λυώνος. Ο πρώτος μαρτυρών περί της ισότητος, συμφώνου γνώμης καί ενότητος όλων των στην Οικουμένην Επισκόπων, στην Γνώμη του Χριστού, όπως Αυτός είναι στήν ΓΝΩΜΗ του Πατρός, καί ο δεύτερος γράφων περί της συμφωνίας της ΓΝΩΜΗΣ της Εκκλησίας με την Ευχαριστία και περί της Ευχαριστίας, ως βεβαίωση της ΓΝΩΜΗΣ καί Ενότητος της Εκκλησίας καί Εκκλησιών Ορθοδόξων.
Από τότε που μερικοί τέτοιοι, όπως ο π. Τσέτσης, σταμάτησαν να διαβάζουν και να κατανοούν τι διαβάζουν, δηλαδή ν’ ακούν την λειτουργικο - ευχαριστιακή γλώσσα των Αγίων Ευαγγελίων, και των Αγίων Κανόνων και της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας, της Μιάς, Καθολικής, Αποστολικής καί Ορθοδόξου, από Ανατολή έως Δύσι, και από Νότο έως Βορρά, από τότε άρχισαν να υποκινούν τέτοια ζητήματα, όπως αυτός κάνει μέ το μικρό του, αλλά πικρό άρθρο, μέ τό οποίο ουσιαστικά προκαλεί ζημία ακριβώς σ΄ αυτό πού θέλει να υπερασπιστή.
Το ότι έχουμε νά κάνωμε μέ ένα πικρό κείμενο γραμμένο μετά την Πανορθόδοξη συμφωνία στο Σαμπεζύ, άρθρο πικρό για τοΟρθόδοξο Πλήρωμα από τά Ιεροσόλυμα έως τό Ιλλυρικό καί μέχρι τόν Ειρηνικό, είναι φανερό άλλωστε καί από αυτό τό ίδιο το κείμενο.
Νά υπενθυμίσωμε πως ο Πατήρ Γεώργιος Τσέτσης γράφει σαν να κουνάει μπροστά μας ένα μπαϊράκι (=σημαία) περί του «ορατού σημείου της ορθοδόξου ενότητος», περί «του εκφραστού της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανά τη οικουμένη», «εκφραστού εις το παγκόσμιο - οικουμενικό επίπεδο της αντιλήψεως "Πανορθοδοξίας" κ.λ.π., γιά νά καταλήξη μέ λόγια βλάσφημα γιά τήν Ορθόδοξη Εκκλησία γράφοντας: «Από σκοπιάς εκκλησιολογικής, σε τι διαφέρουμε, τελικά, από Λουθηρανούς, Κονγκρεγκασιοναλιστές καί Μεταρρυθμισμένους, όταν, βάσει εθνο-φυλετικών κριτηρίων καί πολιτικών υπολογισμών ….. διασπούμε την Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική Εκκλησία και ενεργούμε πλέον ως δεκαπέντε ανεξάρτητες απ΄αλλήλων μονάδες, ως αυτοδιάθετα «καπετανάτα»!;
Τέτοια αυθάδεια πραγματικά δέν περιμέναμε νά ακούσουν οι Ορθόδοξες Αδελφικές Εκκλησίες από τήν Γενεύη από τό Σαμπεζύ καί μάλιστα από ένα Μέγα Πρωτοπρεσβύτερο!
Γράφει ακόμα σε αυτό τό πικρό άρθρο του: «Δέν είναι δύσκολο πίσω από τη δυσχέρεια αυτή (γιά τήν υπογραφή του τόμου Αυτοκεφαλίας) νά δει κανείς μία υποβόσκουσα τάσι ορισμένων Ορθοδόξων Εκκλησίων των βορείων καί ανατολικών διαμερισμάτων της Ευρώπης, να περιορίσουν τό διακόνημα τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ως Πρώτου της Ορθοδοξίας Επισκόπου καί νά αμφισβητήσουν τόν θεσμικό του ρόλο, ως ορατού σημείου της Ορθοδόξου ενότητος …» κ.λ.π.
Τέτοιες ύποπτες, επικίνδυνα ύποπτες καταγγελίες, ακούμε προσφάτως, αλλά αυτές εκφράζουν περισσότερο την ταραχή και αβεβαιότητα τέτοιων αλλοιωμένων αντιλήψεων καί ερμηνειών περί της τιμής καί υπολήψεως και από αιώνων αιτιολογημένα καί κανονικά παραδεκτής θέσεως καί ρόλου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, εν Συνάξει των «πάντα ευσχημόνως καί κατά τάξιν» (Α΄ Κορινθ. 14, 40) γινομένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ανά την Οικουμένη, από τά πρεσβυγενή έως καί τά νεώτερα καί νεώτατα Ορθόδοξα Πατριαρχεία καί Αρχιεπισκοπές, πού αποτελούν δωρεές καί θεσμούς του Ενός και του Αυτού Πνεύματος του Παρακλήτου της Εκκλησίας, της Αγίας καί Ομοουσίου καί Ζωοποιού καί Αδιαιρέτου Τριάδος.
Δέν επιθυμούμε να σχολιάσουμε άλλο τό έν λόγω καί με τοιούτον λεξιλόγιον γραμμένον κείμενον του Πρωτοπρεσβυτέρου από τη Γενεύη, καθώς καί τήν ταραχή τήν οποίαν κρύβουν τά λόγια του – ταραχή τήν οποία φέρει κάθε φιλαρχία, η οποία δέν δημιουργείται, καί δέν μπορεί νά δημιουργηθή, από μία αληθινή βίωση καί πραγματοποίησι των Ευαγγελικών λογίων του Χριστοῦ, του Πρώτου καί του Θεμελίου καί της Κεφαλής καί του Κέντρου της Εκκλησίας, της Ορατής καί Αοράτου, Επιγείου και Ουρανίου: «Ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται ημών δούλος, ώσπερ ο Υιός του Ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Ματθ. 20, 27-28).
Ένα είναι τό βέβαιο •πως όλοι οι αληθινά Ορθόδοξοι, αληθινά Εκκλησιαστικοί (Ecclesiastici, όπως ονόμαζε τους Ορθοδόξους ο Άγιος Ειρηναίος) επιθυμούμε καί προσευχόμαστε νά γίνει επιτέλους η Μεγάλη Ορθόδοξος Σύνοδος, όπως ήδη καί υπήρξαν Οικουμενικοί Σύνοδοι μετά τήν 7η Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά θεωρούμε πως η «κατ’ επιλογήν» (λίγο - πολύ ολοΐδιοι άνθρώποι)• αντιπροσώπευσι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως γίνεται στη Γενεύη, δέν αποτελεῖ πραγματική έκφρασι καί αντανάκλασι της Καθολικότητος καί Συνοδικότητος της Αποστολικής Εκκλησίας, των Ορθοδόξων Εκκλησιών ανά την Οικουμένην, ούτε ακόμη έκφρασι της πραγματικής τους χαρισματικο - λειτουργικής και κανονικής ενότητος, εκπεφρασμένης καί αδιαιρέτως μετεχομένης και μεταλαμβανομένης και κοινωνουμένης εν πληρότητι εις «την ενότητα της πίστεως καί την Κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος», όπως προσευχόμαστε εις τήν Θεία Λειτουργία.
Δόξα καί ευχαριστία εις τον Θεόν, διότι τό έργο Του είναι η ύπαρξις αληθινής και αδιαιρέτου Ενότητος και Κοινωνίας πίστεως, χάριτος και κανονικής τάξεως των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις τον Ένα Χριστό Θεάνθρωπο και εις το Ένα Σώμα Του, κι όχι σ΄εκείνη την ενότητα της Ουάσιγκτον, των Βρυξελλών, της Ρώμης, της Γενεύης εις τήν οποίαν θά ήθελε όλοι νά αποβλέπουμε ο π. Τσέτης (του οποίου φαίνεται πως τό «μέτρο» της «παγκόσμιας ενότητος» είναι τά Ηνωμένα Έθνη ή η «Ευρωπαϊκή Ένωσις», όπως καί στους συγγραφείς της περιλαλήτου Εγκυκλίου του 1920, τήν οποία ούτε έγραψε, ούτε εξέδωσε ο Πρώτος του Φαναρίου, διότι τότε δέν υπήρχε στό θρόνο!
Τό μέτρον τους, φαίνεται, ήταν η Liga (=ομοσπονδία) των «Εθνών/λαών» καί η εγκύκλιος του 1920 κηρύττει αντί «Liga» (=ομοσπονδία) των «Εκκλησίων» λανθασμένα μεταφράζοντας αυτό μέ μη παραδεκτή διά τήν Ορθόδοξη Εκκλησιαστικό - ευχαριστιακή αντίληψι και έκφρασι «Κοινωνία των Εκκλησιών», εννοώντας ακριβώς τις Προτεσταντικές αιρέσεις, τις οποίες αναφέρει ο π. Τσέτσης, καθώς καί διά το σχίσμα της Δύσεως, το οποίον όλως παραδόξως στό άρθρο του δέν αναφέρει, αλλά φανερά όμως υπονοεί καί διαβλέπει, αφού έτσι ερμηνεύει τη θέσι του Πρώτου μεταξύ ίσων καί ομοίων στην Ορθοδοξία, δηλαδή ακριβώς τό αντίθετο από τά γράμματα καί το πνεύμα του 34ου Αποστολικού Κανόνος).
Νά προσθέσουμε, τέλος, αυτό το οποίον είπαμε εδώ καί μερικούς μήνες στόν Σεβασμιώτατο Προεδρεύοντα στίς δύο πρόσφατες Συνάξεις στήν Γενεύη (Ιούνιο – Δεκέμβριο): «Θεωρούμε καί νομίζουμε καί επιθυμούμε, όχι μόνον προσωπικώς, αλλά επαναλαμβάνοντας την αναφορά καί τα συμπεράσματα πολύ μεγαλυτέρων από εμάς Ορθοδόξων: Ιδού ολόκληρη χιλιετία, τό πρώτο έργο της μελλοντικής Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας, υπό τήν Προεδρίαν του Πρώτου Πατριάρχου καί Αρχιερέως της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως καί Συμπροεδρευόντων Ορθοδόξων Αρχιερέων – όπως γινόταν πάντοτε διά μέσου των αιώνων άχρι και σήμερον – θά πρέπει να είναι: κατάφασι όλων των μέχρι σήμερα Επτά Οικουμενικών Συνόδων καί ταυτοχρόνως ένταξις καί συναρίθμησις είς αυτάς τουλάχιστον δύο κατόπιν γινομένων Συνόδων οι οποίες ήταν πραγματικά Οικουμενικές Σύνοδοι: της Μεγάλης Συνόδου του Αγίου Φωτίου (880 μ.Χ.) καί της Μεγάλης Συνόδου του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (1341 καί 1351 μ.Χ.).
Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, ἐν έτει 2009 -2010
+ Επ. Αθανάσιος εφησυχάζων Ερζεγοβίνης
Πηγή : Ρομφαία
Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010
NEA ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Πολυπολιτισμική πολυθρησκευτική κοινωνία
και το κατηχητικό έργο της εκκλησίας
Του Παντελή Καλαϊτζίδη
Ο κ.Καλαϊτζίδης με τα πολυμέσα του. Ο μαϊντανός των εκσυγχρονιστών και το golden-boy της Μητρόπολης Δημητριάδος! Οι συνεργάτες του γίνονται Αρχιεπίσκοποι! Πάρτε σειρά! Άς ακούσουμε με γαλήνη και χαρά τον αληθινό τίτλο του κειμένου το οποίο περιέχεται στο τρίτο τεύχος της "Θεολογίας": «Οι μετανάστες στην υπό διαμόρφωση πολυπολιτισμική Ελληνική κοινωνία: μιά πρόκληση γιά την Εκκλησία». Η αποθέωση της Εκκοσμικεύσεως. Ατύχησε ο νέος αστήρ της θεολογίας διότι έγραψε το κείμενό του πρίν την Αγγλική αποκάλυψη, πως η κυβέρνηση του Brown, χαλάρωσε τούς ελέγχους της στα σύνορα, για να εισέλθουν παράνομα στη χώρα χιλιάδες μετανάστες, ώστε να γίνει η χώρα του πολυπολιτισμική! Δηλαδή Μοντέρνα! Το μέτρο το κρατούν στα χέρια τους οι Ηνωμένες Πολιτείες. Όλες οι κοινωνίες είναι υποχρεωμένες να τους μιμηθούν. Για να κάθονται στο ίδιο τραπέζι και να συζητούν τα σοβαρότατα προβλήματα τής πολυπολιτισμικότητος, η οποία αποτελεί απόδειξη μοντερνισμού! Υπέρβαση της παραδόσεως!
Σε μάς φρόντισαν οι γειτόνισσες, η Αλβανία και η Τουρκία.
Πώς ήταν παληά, η απόδειξη του μοντερνισμού, η μίνι φούστα της Τουϊγκυ;
Ο κ.Καλαϊτζίδης με μεγάλες οργανωτικές ικανότητες, παρά διανοητικές, δεν μάς πληροφορεί σωστά πως το κατηχητικό της έργο η Εκκλησία το έχει παραχωρήσει στούς θεολόγους. Ότι δεν θα ήθελε με τίποτε να μπλεχτεί με την κατήχηση και γι αυτό βοηθά τους θεολόγους σε ότι ζητήσουν διότι η κατήχηση θα τής αποσπούσε πολύτιμο χρόνο από την εξομολόγηση και τα έργα πρόνοιας. Εάν όμως το μάθημα τής θεολογίας μετατραπεί σε μάθημα θρησκειολογίας την κατήχηση ποιός θα την συνεχίσει; Δέν καταλαβαίνουν οι ιεράρχες πώς με τις αλλαγές θα αναγκαστούν να αποδείξουν πως είναι Χριστιανοί, πως δεν θα μπορούν απλώς να παρίστανται πλέον;
Άς δώσουμε όμως το λόγο στον αγαπητό Καλαϊτζίδη: «Η Ελλάδα μόλις τώρα αξιώνεται να γνωρίσει την πολυπολιτισμικότητα και την ετερότητα, την συμβίωση, την συνοίκηση και την συνάντηση με τον «ξένο», τον «άλλο», τον διαφορετικό, που όμως ταυτόχρονα πρέπει πάση θυσία να γίνει οικείος και γνώριμος»
Θα πρέπει λοιπόν οι Έλληνες διωκόμενοι από αιώνες για την πίστη τους ταπεινωμένοι και σκλαβωμένοι να αναγνωρίσουν δικαιώματα σ' αυτούς τούς ίδιους τούς διώκτες τους. Επειδή πρέπει. Νά πώς θυμάται ο κ.Καλαϊτζίδης την αλήθεια! Μιλώντας για την Θεσσαλονίκη λέει: «Κάποιοι φαίνεται να ξεχνούν πως είμαστε όλοι πρόσφυγες σε αυτήν την πόλη, σε αυτήν τη γωνιά του κόσμου και το μόνο που μάς διαφοροποιεί είναι η ημερομηνία αφήξεως» Τελευταίοι φτάνουν οι "Μακεδόνες"!
Μάς θυμίζει την πικρή περιπέτεια τού άδικου φρονήματός μας με τούς σημαιοφόρους! Δέν είχε πληροφορηθεί ακόμη πώς ο αριστούχος Αλβανός σπουδάζει με χρήματα του Σόρος στην Αμερική, τα Ελληνικά Παν/μια είναι χαμηλής στάθμης για την νοημοσύνη του, και ετοιμάζεται να ηγηθεί νομίμου Αλβανικού κόμματος, παρότι δεν είναι καθαρός Αλβανός για να μήν τον αδικούμε, διότι έχει κάτι από τις πυραμίδες της Αιγύπτου.
Γιατί οι Έλληνες έχουν ξενομανία; Αυτό δεν είναι το επαναλαμβανόμενο, διά μέσου τών γενεών, πρόβλημά μας; Λόγω της απιστίας, τού μίσους που τρέφει ο ένας Έλληνας για τον άλλον, του φθόνου, της υποτιμήσεως τού ενός από τον άλλον. Σ' έναν ξένον αντίθετα είσαι ότι του πείς! Θα σε πιστέψει, είναι έτοιμος να γοητευθεί. Όπως λένε και οι φιλόσοφοι του Έλληνα του λείπει το Εγώ κι έχει ανάγκη τον άλλον, τού λείπει και η πίστη. Γι αυτό για λίγη αναγνώριση, για λίγη αυτοπεποίθηση πουλάει και μάνα και πατέρα.
Από την τρίτη κιόλας σελίδα αποκαλύπτεται ο γεννημένος κατηχητής «Άς αναλογιστούμε λοιπόν τι θα έκανε ο Χριστός στη θέση μας; Θα σιωπούσε; Θα συναινούσε; Θα κρυβόταν; Θα μιλούσε για δικούς του και ξένους, για ντόπιους και μετανάστες, για ημεδαπούς και αλλοδαπούς; Αυτός που γεννήθηκε ως ξένος και αλλοδαπός; Αυτός που μεγάλωσε ως μετανάστης και ως φυγάς;» !!!!!!
Όλα γιά το Χριστό τα κάνει ο άνθρωπος. Είναι αληθινός Χριστιανός κι άς χρησιμοποιεί το όνομα τού Κυρίου επί ματαίω. Εμείς θα προσθέταμε και το μοντέρνο πνεύμα πού μεταφέρουν μαζί τους οι μετανάστες. Τήν σεξουαλική απελευθέρωση, που γεύονται έστω και καθυστερημένα οι γριούλες της υπαίθρου.
Κανείς μας δεν πρέπει να σκεφτεί διαβάζοντας το σημαντικό πόνημα τού κ.Καλαϊτζίδη πως οφείλεται στο πνεύμα της εποχής και μόνο. Στηρίζεται στην αλάθητη θεολογία του κ.Ζηζιούλα, ο οποίος ανέδειξε την ετερότητα και διαφορετικότητα των προσώπων της Αγίας Τριάδος, αναλόγως της οποίας υποχρεούμεθα να ζήσουμε.
Εξίσου σημαντικός εν προκειμένω είναι και ο πνευματικός μόχθος του Σεβ.Μητροπολίτου πρώην Σερβίων και Κοζάνης κ.Αμβρόσιου: «Η διακίνηση πληθυσμών επάνω στον πλανήτη εμφανίζεται όχι μόνον απλώς θεμιτή, αλλά ως προαιώνιο θέλημα του Θεού». Εν ολίγοις ολόκληρη η Αγία Γραφή είναι μιά προφητική μαρτυρία για το επικείμενο πολυπολιτισμικό μοντέλο. Οι Αμερικανοί πχ, ο πιό θρησκευτικός λαός της γής αυτή τη στιγμή, με αληθινό κόπο και θυσίες, μετέφεραν τόσους και τόσους πληθυσμούς από την Αφρική γιά να πετύχουν το πολυπολιτισμικό μοντέλο πού επιτάσσει η Αγία Γραφή.
Η εκκλησία λοιπόν της Ελλάδος είναι σε βαθειά κρίση, οι Έλληνες Χριστιανοί χλιαροί και βολεμένοι, αιρετικοί του εθνοφυλετισμού, όπως μας καταγγέλλει και ο άλλος μαϊντανός, ο θεοφιλέστατος Κάλλιστος Γουέαρ. Όλα όμως θα διορθωθούν εάν πάψουμε να διαμαρτυρόμεθα, εάν δεχθούμε αγόγγυστα την ένταξή μας στην Ιστιορία. Εάν γίνουμε τελικώς μιά εκκλησία και μιά θεολογία τού διαλόγου, πράγμα πού σημαίνει ο ΠΑΠΑΣ ΠΡΟ ΤΩΝ ΠΥΛΩΝ.
Αμέθυστος
και το κατηχητικό έργο της εκκλησίας
Του Παντελή Καλαϊτζίδη
Ο κ.Καλαϊτζίδης με τα πολυμέσα του. Ο μαϊντανός των εκσυγχρονιστών και το golden-boy της Μητρόπολης Δημητριάδος! Οι συνεργάτες του γίνονται Αρχιεπίσκοποι! Πάρτε σειρά! Άς ακούσουμε με γαλήνη και χαρά τον αληθινό τίτλο του κειμένου το οποίο περιέχεται στο τρίτο τεύχος της "Θεολογίας": «Οι μετανάστες στην υπό διαμόρφωση πολυπολιτισμική Ελληνική κοινωνία: μιά πρόκληση γιά την Εκκλησία». Η αποθέωση της Εκκοσμικεύσεως. Ατύχησε ο νέος αστήρ της θεολογίας διότι έγραψε το κείμενό του πρίν την Αγγλική αποκάλυψη, πως η κυβέρνηση του Brown, χαλάρωσε τούς ελέγχους της στα σύνορα, για να εισέλθουν παράνομα στη χώρα χιλιάδες μετανάστες, ώστε να γίνει η χώρα του πολυπολιτισμική! Δηλαδή Μοντέρνα! Το μέτρο το κρατούν στα χέρια τους οι Ηνωμένες Πολιτείες. Όλες οι κοινωνίες είναι υποχρεωμένες να τους μιμηθούν. Για να κάθονται στο ίδιο τραπέζι και να συζητούν τα σοβαρότατα προβλήματα τής πολυπολιτισμικότητος, η οποία αποτελεί απόδειξη μοντερνισμού! Υπέρβαση της παραδόσεως!
Σε μάς φρόντισαν οι γειτόνισσες, η Αλβανία και η Τουρκία.
Πώς ήταν παληά, η απόδειξη του μοντερνισμού, η μίνι φούστα της Τουϊγκυ;
Ο κ.Καλαϊτζίδης με μεγάλες οργανωτικές ικανότητες, παρά διανοητικές, δεν μάς πληροφορεί σωστά πως το κατηχητικό της έργο η Εκκλησία το έχει παραχωρήσει στούς θεολόγους. Ότι δεν θα ήθελε με τίποτε να μπλεχτεί με την κατήχηση και γι αυτό βοηθά τους θεολόγους σε ότι ζητήσουν διότι η κατήχηση θα τής αποσπούσε πολύτιμο χρόνο από την εξομολόγηση και τα έργα πρόνοιας. Εάν όμως το μάθημα τής θεολογίας μετατραπεί σε μάθημα θρησκειολογίας την κατήχηση ποιός θα την συνεχίσει; Δέν καταλαβαίνουν οι ιεράρχες πώς με τις αλλαγές θα αναγκαστούν να αποδείξουν πως είναι Χριστιανοί, πως δεν θα μπορούν απλώς να παρίστανται πλέον;
Άς δώσουμε όμως το λόγο στον αγαπητό Καλαϊτζίδη: «Η Ελλάδα μόλις τώρα αξιώνεται να γνωρίσει την πολυπολιτισμικότητα και την ετερότητα, την συμβίωση, την συνοίκηση και την συνάντηση με τον «ξένο», τον «άλλο», τον διαφορετικό, που όμως ταυτόχρονα πρέπει πάση θυσία να γίνει οικείος και γνώριμος»
Θα πρέπει λοιπόν οι Έλληνες διωκόμενοι από αιώνες για την πίστη τους ταπεινωμένοι και σκλαβωμένοι να αναγνωρίσουν δικαιώματα σ' αυτούς τούς ίδιους τούς διώκτες τους. Επειδή πρέπει. Νά πώς θυμάται ο κ.Καλαϊτζίδης την αλήθεια! Μιλώντας για την Θεσσαλονίκη λέει: «Κάποιοι φαίνεται να ξεχνούν πως είμαστε όλοι πρόσφυγες σε αυτήν την πόλη, σε αυτήν τη γωνιά του κόσμου και το μόνο που μάς διαφοροποιεί είναι η ημερομηνία αφήξεως» Τελευταίοι φτάνουν οι "Μακεδόνες"!
Μάς θυμίζει την πικρή περιπέτεια τού άδικου φρονήματός μας με τούς σημαιοφόρους! Δέν είχε πληροφορηθεί ακόμη πώς ο αριστούχος Αλβανός σπουδάζει με χρήματα του Σόρος στην Αμερική, τα Ελληνικά Παν/μια είναι χαμηλής στάθμης για την νοημοσύνη του, και ετοιμάζεται να ηγηθεί νομίμου Αλβανικού κόμματος, παρότι δεν είναι καθαρός Αλβανός για να μήν τον αδικούμε, διότι έχει κάτι από τις πυραμίδες της Αιγύπτου.
Γιατί οι Έλληνες έχουν ξενομανία; Αυτό δεν είναι το επαναλαμβανόμενο, διά μέσου τών γενεών, πρόβλημά μας; Λόγω της απιστίας, τού μίσους που τρέφει ο ένας Έλληνας για τον άλλον, του φθόνου, της υποτιμήσεως τού ενός από τον άλλον. Σ' έναν ξένον αντίθετα είσαι ότι του πείς! Θα σε πιστέψει, είναι έτοιμος να γοητευθεί. Όπως λένε και οι φιλόσοφοι του Έλληνα του λείπει το Εγώ κι έχει ανάγκη τον άλλον, τού λείπει και η πίστη. Γι αυτό για λίγη αναγνώριση, για λίγη αυτοπεποίθηση πουλάει και μάνα και πατέρα.
Από την τρίτη κιόλας σελίδα αποκαλύπτεται ο γεννημένος κατηχητής «Άς αναλογιστούμε λοιπόν τι θα έκανε ο Χριστός στη θέση μας; Θα σιωπούσε; Θα συναινούσε; Θα κρυβόταν; Θα μιλούσε για δικούς του και ξένους, για ντόπιους και μετανάστες, για ημεδαπούς και αλλοδαπούς; Αυτός που γεννήθηκε ως ξένος και αλλοδαπός; Αυτός που μεγάλωσε ως μετανάστης και ως φυγάς;» !!!!!!
Όλα γιά το Χριστό τα κάνει ο άνθρωπος. Είναι αληθινός Χριστιανός κι άς χρησιμοποιεί το όνομα τού Κυρίου επί ματαίω. Εμείς θα προσθέταμε και το μοντέρνο πνεύμα πού μεταφέρουν μαζί τους οι μετανάστες. Τήν σεξουαλική απελευθέρωση, που γεύονται έστω και καθυστερημένα οι γριούλες της υπαίθρου.
Κανείς μας δεν πρέπει να σκεφτεί διαβάζοντας το σημαντικό πόνημα τού κ.Καλαϊτζίδη πως οφείλεται στο πνεύμα της εποχής και μόνο. Στηρίζεται στην αλάθητη θεολογία του κ.Ζηζιούλα, ο οποίος ανέδειξε την ετερότητα και διαφορετικότητα των προσώπων της Αγίας Τριάδος, αναλόγως της οποίας υποχρεούμεθα να ζήσουμε.
Εξίσου σημαντικός εν προκειμένω είναι και ο πνευματικός μόχθος του Σεβ.Μητροπολίτου πρώην Σερβίων και Κοζάνης κ.Αμβρόσιου: «Η διακίνηση πληθυσμών επάνω στον πλανήτη εμφανίζεται όχι μόνον απλώς θεμιτή, αλλά ως προαιώνιο θέλημα του Θεού». Εν ολίγοις ολόκληρη η Αγία Γραφή είναι μιά προφητική μαρτυρία για το επικείμενο πολυπολιτισμικό μοντέλο. Οι Αμερικανοί πχ, ο πιό θρησκευτικός λαός της γής αυτή τη στιγμή, με αληθινό κόπο και θυσίες, μετέφεραν τόσους και τόσους πληθυσμούς από την Αφρική γιά να πετύχουν το πολυπολιτισμικό μοντέλο πού επιτάσσει η Αγία Γραφή.
Η εκκλησία λοιπόν της Ελλάδος είναι σε βαθειά κρίση, οι Έλληνες Χριστιανοί χλιαροί και βολεμένοι, αιρετικοί του εθνοφυλετισμού, όπως μας καταγγέλλει και ο άλλος μαϊντανός, ο θεοφιλέστατος Κάλλιστος Γουέαρ. Όλα όμως θα διορθωθούν εάν πάψουμε να διαμαρτυρόμεθα, εάν δεχθούμε αγόγγυστα την ένταξή μας στην Ιστιορία. Εάν γίνουμε τελικώς μιά εκκλησία και μιά θεολογία τού διαλόγου, πράγμα πού σημαίνει ο ΠΑΠΑΣ ΠΡΟ ΤΩΝ ΠΥΛΩΝ.
Αμέθυστος
Η διερεύνηση της έννοιας Gelassenheit
ΠΕΡΙ ΣΚΕΨΕΩΣ
Martin Heidegger
Ερευνητής (Ε)
Μορφωμένος (Μ)
Διδάσκαλος (Δ)
Ε: Τελευταίως είχατε ισχυριστεί, πως το ερώτημα περί της ουσίας του ανθρώπου δεν είναι ερώτημα περί του ανθρώπου.
Δ: Απλώς είχα πει, πως θα είναι αναπόφευκτη η σκέψη, μήπως τα πράγματα με το ερώτημα για την ουσία είναι όντως έτσι.
Ε: Για μένα πάντως είναι ακατανόητο, πως μπορεί ποτέ να βρεθεί η ουσία του ανθρώπου, απομακρύνοντας το βλέμμα από τον άνθρωπο.
Δ: Και για μένα είναι ακατανόητο. Γι' αυτό προσπαθώ να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, κατά πόσον αυτό είναι δυνατόν ή και αναγκαίο (να βρεθεί η ουσία).
Ε: Να δει κανείς την ουσία του ανθρώπου χωρίς να κοιτάζει τον άνθρωπο!
Δ: Ναι. Αν η σκέψη είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ουσίας του ανθρώπου, τότε το ουσιώδες αυτής της ουσίας, δηλαδή η ουσία της σκέψης, μπορεί μόνο να ιδωθεί, με το να αποστρέψουμε το βλέμμα μας από την σκέψη.
Μ: Η σκέψη όμως, που στην παράδοση κατανοείται ως αναπαράσταση, είναι θέληση (Wollen). Και ο Καντ κατανοεί την σκέψη έτσι, όταν την χαρακτηρίζει αυθορμητισμό. Η σκέψη είναι θέληση και η θέληση σκέψη.
Ε: Ο ισχυρισμός, πως η ουσία της σκέψης είναι κάτι διαφορετικό από την σκέψη, λέει πάντως, πως η σκέψη είναι κάτι διαφορετικό από την θέληση.
Δ: Γι' αυτό σας απαντώ στο ερώτημα, τι ακριβώς θέλω με τον στοχασμό μας πάνω στην ουσία της σκέψης, θέλω αυτό: εγώ θέλω την μη-θέληση.
Ε: Αυτή η έκφραση μας έχει αποκαλυφθεί ως δίσημη.
Μ: Η μη-θέληση σημαίνει μια θέληση, τέτοια όμως, όπου ένα μη διοικεί, με την έννοια ενός μη που προσανατολίζεται στην θέληση και την αρνείται (ή της αρνείται κάτι). Σύμφωνα με αυτά, η μη-θέληση σημαίνει θεληματική άρνηση της θελήσεως. Στην περίπτωση αυτή, η μη-θέληση σημαίνει εκείνο που μένει έξω από κάθε είδος θέλησης(βούλησης).
Ε: Για τον λόγο αυτό δεν μπορεί μια θέληση να το θέληση και δεν μπορεί μέσω μιας θέλησης να επιτευχθεί.
Δ: Ίσως όμως την πλησιάζουμε με μια θέληση της ήδη αναφερθείσας μη-θέλησης.
Μ: Βλέπετε λοιπόν μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ της μιας και της άλλης μη-θέλησης.
Δ: Δεν βλέπω απλά αυτή την σχέση. Αν μου επιτρέπεται να το ομολογήσω, η σχέση αυτή μου απευθύνεται, αν δεν με καλεί κιόλας, από τότε που προσπαθώ να σκεφτώ αυτά που κινούν την συνομιλία μας.
Ε: Σκέφτομαι ορθώς όταν προσπαθώ να προσδιορίσω την σχέση των δυο μη-θελήσεων ως εξής; Θέλετε μια μη-θέληση με την έννοια μιας άρνησης στην θέληση(όχι της θέλησης), ώστε μέσω αυτής της μη-θέλησης να μπορούμε να ασχοληθούμε με την αναζητούμενη ουσία της σκέψης, η οποία (σκέψη) δεν είναι θέληση, ή τουλάχιστο να προετοιμασθούμε για την ενασχόληση αυτή.
Δ: Δεν σκέφτεστε απλά ορθώς, αλλά, μα τους θεούς, θα έλεγα εάν δεν είχαν φύγει μακριά από μας, έχετε βρει κάτι ουσιαστικό.
Μ: Αν ανήκε σε κάποιον από μας να μοιράζει επαίνους, και αν αυτό δεν ήταν ενάντια στο στιλ των συνομιλιών μας, θα είχα τον πειρασμό να πω, πως με την έκθεση της διπλής σημασίας του λόγου περί της μη-θελήσεως, έχετε υπερβεί και εμάς και εσάς τον ίδιο.
Ε: Το ότι το πέτυχα αυτό δεν οφείλεται σε μένα, αλλά στην νύχτα που στο μεταξύ έχει ξεπροβάλει, και αναγκάζει στην περισυλλογή, χωρίς να εξασκεί βία.
Μ: Μας αφήνει χρόνο να ξανασκεφτούμε, με το να επιβραδύνει το βήμα.
Δ: Για τον λόγο αυτό είμαστε ακόμα μακριά από την κατοικία των ανθρώπων.
Ε: Όλο και πιο ελεύθερα εμπιστεύομαι τον αόρατο συνοδό, που στην συνομιλία αυτή μας παίρνει από το χέρι, ή ορθότερα από την λέξη.
Μ: Χρειαζόμαστε αυτόν τον συνοδό, γιατί η συνομιλία γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Δ: Αν με το δύσκολο εννοείτε το ασυνήθιστο, που συνίσταται στο ότι απογαλακτιζόμαστε από την βούληση.
Μ: Λέτε την βούληση, όχι την θέληση...
Ε: Και εκφράζετε μια συνταρακτική υπόθεση με ηρεμία (gelassen).
Δ: Και αν είχα την σωστή ηρεμία (εγκατάλειψη, Gelassenheit), θα ήμουν σύντομα πέρα από τον αναφερθέντα απογαλακτισμό.
Μ: Με το ότι όμως μπορούμε να απογαλακτιστούμε από την θέληση τουλάχιστον, βοηθούμε το ξύπνημα της εγκατάλειψης.
Δ: Μάλλον βοηθούμε να διατηρηθεί η εγκατάλειψη ξύπνια.
Μ: Γιατί όχι το ξύπνημα;
Δ: Επειδή την εγκατάλειψη δεν την ξυπνούμε εμείς εντός μας.
Ε: Δρά λοιπόν από κάπου αλλού.
Δ: Δεν δρά, της επιτρέπεται να έρθει.
Μ: Δεν ξέρω ακόμα βέβαια, τι εννοεί η λέξη εγκατάλειψη. Υποπτεύομαι όμως πως ξυπνά, όταν στην ουσία μας επιτρέπεται(zugelassen) να αφεθεί(einzulassen)(να καταπιαστεί με) με εκείνο που δεν είναι θέληση.
Ε: Μιλάτε συνεχώς για ένα άφημα (Lassen), ώστε δημιουργείται η εντύπωση, πως πρόκειται για ένα είδος παθητικότητας. Παράλληλα πιστεύω πως γνωρίζω, πως σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για ένα ανίσχυρο άφημα των πραγμάτων να γλιστρούν και να κινούνται παθητικά(treiben).
Μ: Ίσως κρύβεται στην εγκατάλειψη μια δράση ανώτερη από όλες τις πράξεις του κόσμου και όλα τα έργα των ανθρωποτήτων...
Δ: Και η οποία ανώτερη πράξη (δράση) δεν είναι δράση (ενέργεια).
Ε: Σύμφωνα με αυτά, η εγκατάλειψη βρίσκεται (liegen, ξαπλώνω, ή σε οριζόντια θέση), αν μπορεί να μιλήσει κανείς εδώ για Liegen, έξω από την διάκριση ενεργητικότητας και παθητικότητας...
Μ: Γιατί η εγκατάλειψη δεν ανήκει στον χώρο της βούλησης.
Ε: Η μετάβαση από την θέληση στην εγκατάλειψη μου φαίνεται πως είναι το δύσκολο.
Δ: Μάλιστα τότε, όταν η ουσία της εγκατάλειψης μας είναι κρυμμένη.
Μ: Και αυτό προπάντων γιατί και εντός του χώρου της βουλήσεως μπορεί να σκεφτεί κανείς την εγκατάλειψη, όπως συμβαίνει στους παλιότερους δασκάλους (Meister) της σκέψης, για παράδειγμα στον Meister Έκαρτ.
Δ: Από τον οποίο επίσης έχουμε πολλά καλά να μάθουμε.
Μ: Σίγουρα. Αλλά η εγκατάλειψη που ονομάσαμε προφανώς δεν εννοεί την απόρριψη αμαρτωλής φιλαυτίας και την απόθεση του ιδίου θελήματος χάριν του θείου.
Δ: Αυτό όχι.
Ε: Τι δεν σημαίνει η λέξη εγκατάλειψη για μάς μού είναι από πολλές απόψεις ξεκάθαρο. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζω όλο και λιγότερο για ποιο πράγμα μιλάμε. Προσπαθούμε πάντως να προσδιορίσουμε την ουσία της σκέψης. Τι σχέση έχει η εγκατάλειψη με την σκέψη;
Δ: Τίποτα, αν κατανοούμε την σκέψη σύμφωνα με την μέχρι τώρα έννοια, ως αναπαράσταση. Ίσως όμως η ουσία της σκέψης την οποία αναζητούμε, να είναι βυθισμένη (eingelassen) στην εγκατάλειψη.
Ε: Και με την καλύτερη θέληση, δεν μπορώ να φανταστώ αυτή την ουσία της σκέψης.
Δ: Γιατί ακριβώς αυτή η καλύτερη θέληση και το είδος της σκέψης σας ως φαντασίας (αναπαράστασης) σας εμποδίζουν.
Ε: Και τί στο καλό πρέπει να κάνω;
Μ: Και εγώ αυτό διερωτώμαι.
Δ: Τίποτα δεν πρέπει να κάνουμε αλλά να περιμένουμε.
(Συνεχίζεται)
Mετάφραση: Πέτρος
Αμέθυστος
Martin Heidegger
Ερευνητής (Ε)
Μορφωμένος (Μ)
Διδάσκαλος (Δ)
Ε: Τελευταίως είχατε ισχυριστεί, πως το ερώτημα περί της ουσίας του ανθρώπου δεν είναι ερώτημα περί του ανθρώπου.
Δ: Απλώς είχα πει, πως θα είναι αναπόφευκτη η σκέψη, μήπως τα πράγματα με το ερώτημα για την ουσία είναι όντως έτσι.
Ε: Για μένα πάντως είναι ακατανόητο, πως μπορεί ποτέ να βρεθεί η ουσία του ανθρώπου, απομακρύνοντας το βλέμμα από τον άνθρωπο.
Δ: Και για μένα είναι ακατανόητο. Γι' αυτό προσπαθώ να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, κατά πόσον αυτό είναι δυνατόν ή και αναγκαίο (να βρεθεί η ουσία).
Ε: Να δει κανείς την ουσία του ανθρώπου χωρίς να κοιτάζει τον άνθρωπο!
Δ: Ναι. Αν η σκέψη είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ουσίας του ανθρώπου, τότε το ουσιώδες αυτής της ουσίας, δηλαδή η ουσία της σκέψης, μπορεί μόνο να ιδωθεί, με το να αποστρέψουμε το βλέμμα μας από την σκέψη.
Μ: Η σκέψη όμως, που στην παράδοση κατανοείται ως αναπαράσταση, είναι θέληση (Wollen). Και ο Καντ κατανοεί την σκέψη έτσι, όταν την χαρακτηρίζει αυθορμητισμό. Η σκέψη είναι θέληση και η θέληση σκέψη.
Ε: Ο ισχυρισμός, πως η ουσία της σκέψης είναι κάτι διαφορετικό από την σκέψη, λέει πάντως, πως η σκέψη είναι κάτι διαφορετικό από την θέληση.
Δ: Γι' αυτό σας απαντώ στο ερώτημα, τι ακριβώς θέλω με τον στοχασμό μας πάνω στην ουσία της σκέψης, θέλω αυτό: εγώ θέλω την μη-θέληση.
Ε: Αυτή η έκφραση μας έχει αποκαλυφθεί ως δίσημη.
Μ: Η μη-θέληση σημαίνει μια θέληση, τέτοια όμως, όπου ένα μη διοικεί, με την έννοια ενός μη που προσανατολίζεται στην θέληση και την αρνείται (ή της αρνείται κάτι). Σύμφωνα με αυτά, η μη-θέληση σημαίνει θεληματική άρνηση της θελήσεως. Στην περίπτωση αυτή, η μη-θέληση σημαίνει εκείνο που μένει έξω από κάθε είδος θέλησης(βούλησης).
Ε: Για τον λόγο αυτό δεν μπορεί μια θέληση να το θέληση και δεν μπορεί μέσω μιας θέλησης να επιτευχθεί.
Δ: Ίσως όμως την πλησιάζουμε με μια θέληση της ήδη αναφερθείσας μη-θέλησης.
Μ: Βλέπετε λοιπόν μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ της μιας και της άλλης μη-θέλησης.
Δ: Δεν βλέπω απλά αυτή την σχέση. Αν μου επιτρέπεται να το ομολογήσω, η σχέση αυτή μου απευθύνεται, αν δεν με καλεί κιόλας, από τότε που προσπαθώ να σκεφτώ αυτά που κινούν την συνομιλία μας.
Ε: Σκέφτομαι ορθώς όταν προσπαθώ να προσδιορίσω την σχέση των δυο μη-θελήσεων ως εξής; Θέλετε μια μη-θέληση με την έννοια μιας άρνησης στην θέληση(όχι της θέλησης), ώστε μέσω αυτής της μη-θέλησης να μπορούμε να ασχοληθούμε με την αναζητούμενη ουσία της σκέψης, η οποία (σκέψη) δεν είναι θέληση, ή τουλάχιστο να προετοιμασθούμε για την ενασχόληση αυτή.
Δ: Δεν σκέφτεστε απλά ορθώς, αλλά, μα τους θεούς, θα έλεγα εάν δεν είχαν φύγει μακριά από μας, έχετε βρει κάτι ουσιαστικό.
Μ: Αν ανήκε σε κάποιον από μας να μοιράζει επαίνους, και αν αυτό δεν ήταν ενάντια στο στιλ των συνομιλιών μας, θα είχα τον πειρασμό να πω, πως με την έκθεση της διπλής σημασίας του λόγου περί της μη-θελήσεως, έχετε υπερβεί και εμάς και εσάς τον ίδιο.
Ε: Το ότι το πέτυχα αυτό δεν οφείλεται σε μένα, αλλά στην νύχτα που στο μεταξύ έχει ξεπροβάλει, και αναγκάζει στην περισυλλογή, χωρίς να εξασκεί βία.
Μ: Μας αφήνει χρόνο να ξανασκεφτούμε, με το να επιβραδύνει το βήμα.
Δ: Για τον λόγο αυτό είμαστε ακόμα μακριά από την κατοικία των ανθρώπων.
Ε: Όλο και πιο ελεύθερα εμπιστεύομαι τον αόρατο συνοδό, που στην συνομιλία αυτή μας παίρνει από το χέρι, ή ορθότερα από την λέξη.
Μ: Χρειαζόμαστε αυτόν τον συνοδό, γιατί η συνομιλία γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Δ: Αν με το δύσκολο εννοείτε το ασυνήθιστο, που συνίσταται στο ότι απογαλακτιζόμαστε από την βούληση.
Μ: Λέτε την βούληση, όχι την θέληση...
Ε: Και εκφράζετε μια συνταρακτική υπόθεση με ηρεμία (gelassen).
Δ: Και αν είχα την σωστή ηρεμία (εγκατάλειψη, Gelassenheit), θα ήμουν σύντομα πέρα από τον αναφερθέντα απογαλακτισμό.
Μ: Με το ότι όμως μπορούμε να απογαλακτιστούμε από την θέληση τουλάχιστον, βοηθούμε το ξύπνημα της εγκατάλειψης.
Δ: Μάλλον βοηθούμε να διατηρηθεί η εγκατάλειψη ξύπνια.
Μ: Γιατί όχι το ξύπνημα;
Δ: Επειδή την εγκατάλειψη δεν την ξυπνούμε εμείς εντός μας.
Ε: Δρά λοιπόν από κάπου αλλού.
Δ: Δεν δρά, της επιτρέπεται να έρθει.
Μ: Δεν ξέρω ακόμα βέβαια, τι εννοεί η λέξη εγκατάλειψη. Υποπτεύομαι όμως πως ξυπνά, όταν στην ουσία μας επιτρέπεται(zugelassen) να αφεθεί(einzulassen)(να καταπιαστεί με) με εκείνο που δεν είναι θέληση.
Ε: Μιλάτε συνεχώς για ένα άφημα (Lassen), ώστε δημιουργείται η εντύπωση, πως πρόκειται για ένα είδος παθητικότητας. Παράλληλα πιστεύω πως γνωρίζω, πως σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για ένα ανίσχυρο άφημα των πραγμάτων να γλιστρούν και να κινούνται παθητικά(treiben).
Μ: Ίσως κρύβεται στην εγκατάλειψη μια δράση ανώτερη από όλες τις πράξεις του κόσμου και όλα τα έργα των ανθρωποτήτων...
Δ: Και η οποία ανώτερη πράξη (δράση) δεν είναι δράση (ενέργεια).
Ε: Σύμφωνα με αυτά, η εγκατάλειψη βρίσκεται (liegen, ξαπλώνω, ή σε οριζόντια θέση), αν μπορεί να μιλήσει κανείς εδώ για Liegen, έξω από την διάκριση ενεργητικότητας και παθητικότητας...
Μ: Γιατί η εγκατάλειψη δεν ανήκει στον χώρο της βούλησης.
Ε: Η μετάβαση από την θέληση στην εγκατάλειψη μου φαίνεται πως είναι το δύσκολο.
Δ: Μάλιστα τότε, όταν η ουσία της εγκατάλειψης μας είναι κρυμμένη.
Μ: Και αυτό προπάντων γιατί και εντός του χώρου της βουλήσεως μπορεί να σκεφτεί κανείς την εγκατάλειψη, όπως συμβαίνει στους παλιότερους δασκάλους (Meister) της σκέψης, για παράδειγμα στον Meister Έκαρτ.
Δ: Από τον οποίο επίσης έχουμε πολλά καλά να μάθουμε.
Μ: Σίγουρα. Αλλά η εγκατάλειψη που ονομάσαμε προφανώς δεν εννοεί την απόρριψη αμαρτωλής φιλαυτίας και την απόθεση του ιδίου θελήματος χάριν του θείου.
Δ: Αυτό όχι.
Ε: Τι δεν σημαίνει η λέξη εγκατάλειψη για μάς μού είναι από πολλές απόψεις ξεκάθαρο. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζω όλο και λιγότερο για ποιο πράγμα μιλάμε. Προσπαθούμε πάντως να προσδιορίσουμε την ουσία της σκέψης. Τι σχέση έχει η εγκατάλειψη με την σκέψη;
Δ: Τίποτα, αν κατανοούμε την σκέψη σύμφωνα με την μέχρι τώρα έννοια, ως αναπαράσταση. Ίσως όμως η ουσία της σκέψης την οποία αναζητούμε, να είναι βυθισμένη (eingelassen) στην εγκατάλειψη.
Ε: Και με την καλύτερη θέληση, δεν μπορώ να φανταστώ αυτή την ουσία της σκέψης.
Δ: Γιατί ακριβώς αυτή η καλύτερη θέληση και το είδος της σκέψης σας ως φαντασίας (αναπαράστασης) σας εμποδίζουν.
Ε: Και τί στο καλό πρέπει να κάνω;
Μ: Και εγώ αυτό διερωτώμαι.
Δ: Τίποτα δεν πρέπει να κάνουμε αλλά να περιμένουμε.
(Συνεχίζεται)
Mετάφραση: Πέτρος
Αμέθυστος
Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010
ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ "ΠΑΡΕΛΘΟΝ"
Σήμερα στην ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ διαβάσαμε για το επικείμενο τέλος της Ορθοδοξίας. Δεν έδοξε τελικώς στην Ιεραρχία ούτε στο Άγιο Πνεύμα όπως καθησύχαζαν εαυτούς και αλλήλους κληρικοί της Ορθοδοξίας! Ο Κάσπερ έδωσε συνέντευξη με τις εντυπώσεις του από την Πάφο. Από τη συνέντευξη του Κάσπερ θα τονίσουμε τα εξής!
«-Σε ποιό σημείο βρίσκεται ο διάλογος;
-Σε αυτές τις συναντήσεις εξετάσαμε το ζήτημα του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία.
Νομίζω πως από τον διάλογο εξήλθε μια ομόψυχη συμφωνία στο γεγονός πως δεν επρόκειτο μόνο για ένα πρωτείο τιμής!
Είναι κάτι περισσότερο!
Αν στη Ραβέννα το 2007 συμφωνήσαμε στο γεγονός πως στην αρχαία εκκλησία ο επίσκοπος Ρώμης ήταν ό “πρώτος” στην κανονική τάξη, εδώ στην Πάφο εισήλθαμε στην ουσία του ζητήματος, εξετάζοντας (με την μέθοδο της Ι. Εξέτασης, με την οποία ακόμη και τα κείμενα αναγκάζονται να πουν ΝΑΙ;) τα πατερικά κείμενα και τους αποστολικούς κανόνες.
Είναι πρόδηλη “η ιδιαίτερη επιρροή”, η οποία ασκήθηκε πάνω* στην εκκλησία από τον επίσκοπο Ρώμης, αλλά υπήρξαν αποκλίσεις στην ερμηνεία του ρόλου του.
Προς στιγμήν, δεν υπάρχει συμφωνία στο πώς να οριστεί επακριβώς αυτή η μορφή εξουσίας! Οφείλουμε να προχωρήσουμε προς τα εμπρός και να συνεχίσουμε να συνδιαλεγόμαστε».
Μετά το πρωτείο του χρήματος που αναγνώρισε ο Ελληνικός Λαός στο Μάαστριχτ, με τα γνωστά πλέον αποτελέσματα, έρχεται να μας βάλει ταφόπλακα το πρωτείο του ΠΑΠΑ!
Εμείς θα θέλαμε πάρα πολύ, παρότι είναι υποχρέωση της Εκκλησίας και δεν θα έπρεπε να εκλιπαρούμε για την ενημέρωσή μας, να γνωρίσουμε τα κείμενα, τα ντοκουμέντα, πατερικά και αποστολικά, που καθιστούν πρόδηλη την ιδιαίτερη επιρροή της εξουσίας του ΠΑΠΑ.
Εάν είναι τόσο πρόδηλη, είμαστε μάλλον όλοι μας βλάκες, διότι δεν κατορθώνουμε να την εντοπίσουμε καν. Εάν είναι τόσο πρόδηλη όμως, είμαστε πρόθυμοι και να το ομολογήσουμε, αρκεί να είναι!
Διότι εμείς, ο απλός Λαός, καταλαβαίνουμε διαφορετικά την πρόδηλη επιρροή της εξουσίας του ΠΑΠΑ! Πιο κλασσικά! Όπως είναι στην πραγματικότητα :
*ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Είναι αδύνατον στη γλώσσα να μην εμφανιστεί η αλήθεια, ο Λόγος. Τί θέλει από πάνω μας ο πάπας; Ούτε Τούρκος να ήταν!
Αμέθυστος
«-Σε ποιό σημείο βρίσκεται ο διάλογος;
-Σε αυτές τις συναντήσεις εξετάσαμε το ζήτημα του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία.
Νομίζω πως από τον διάλογο εξήλθε μια ομόψυχη συμφωνία στο γεγονός πως δεν επρόκειτο μόνο για ένα πρωτείο τιμής!
Είναι κάτι περισσότερο!
Αν στη Ραβέννα το 2007 συμφωνήσαμε στο γεγονός πως στην αρχαία εκκλησία ο επίσκοπος Ρώμης ήταν ό “πρώτος” στην κανονική τάξη, εδώ στην Πάφο εισήλθαμε στην ουσία του ζητήματος, εξετάζοντας (με την μέθοδο της Ι. Εξέτασης, με την οποία ακόμη και τα κείμενα αναγκάζονται να πουν ΝΑΙ;) τα πατερικά κείμενα και τους αποστολικούς κανόνες.
Είναι πρόδηλη “η ιδιαίτερη επιρροή”, η οποία ασκήθηκε πάνω* στην εκκλησία από τον επίσκοπο Ρώμης, αλλά υπήρξαν αποκλίσεις στην ερμηνεία του ρόλου του.
Προς στιγμήν, δεν υπάρχει συμφωνία στο πώς να οριστεί επακριβώς αυτή η μορφή εξουσίας! Οφείλουμε να προχωρήσουμε προς τα εμπρός και να συνεχίσουμε να συνδιαλεγόμαστε».
Μετά το πρωτείο του χρήματος που αναγνώρισε ο Ελληνικός Λαός στο Μάαστριχτ, με τα γνωστά πλέον αποτελέσματα, έρχεται να μας βάλει ταφόπλακα το πρωτείο του ΠΑΠΑ!
Εμείς θα θέλαμε πάρα πολύ, παρότι είναι υποχρέωση της Εκκλησίας και δεν θα έπρεπε να εκλιπαρούμε για την ενημέρωσή μας, να γνωρίσουμε τα κείμενα, τα ντοκουμέντα, πατερικά και αποστολικά, που καθιστούν πρόδηλη την ιδιαίτερη επιρροή της εξουσίας του ΠΑΠΑ.
Εάν είναι τόσο πρόδηλη, είμαστε μάλλον όλοι μας βλάκες, διότι δεν κατορθώνουμε να την εντοπίσουμε καν. Εάν είναι τόσο πρόδηλη όμως, είμαστε πρόθυμοι και να το ομολογήσουμε, αρκεί να είναι!
Διότι εμείς, ο απλός Λαός, καταλαβαίνουμε διαφορετικά την πρόδηλη επιρροή της εξουσίας του ΠΑΠΑ! Πιο κλασσικά! Όπως είναι στην πραγματικότητα :
*ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Είναι αδύνατον στη γλώσσα να μην εμφανιστεί η αλήθεια, ο Λόγος. Τί θέλει από πάνω μας ο πάπας; Ούτε Τούρκος να ήταν!
Αμέθυστος
ΦΩΤΑ ΟΛΟΧΡΩΜΑ
Η ΦΙΛΟΚΑΚΙΑ ΤΟΥ ΡΑΜΦΟΥ (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Εκείνο που εντυπωσιάζει ήδη στις ερμηνευτικές θέσεις του κ. Ράμφου είναι το πάθος του να εκμηδενίσει την Ορθόδοξη παράδοση και στην θέση της να βάλει την δική του ερμηνεία η οποία οδηγεί κατευθείαν στις ευκολίες, στις κακοδοξίες και στην φιλοσοφική βαρβαρότητα της Δύσης. Γιατί να μην προσφέρει την ερμηνεία του, η οποία είναι εμπεριστατωμένη, για όποιον επιθυμεί να την ερευνήσει αλλά εκβιάζει την νοημοσύνη μας τρυπώνοντας στην Πατερική μας παράδοση, στην εκκλησιαστική εμπειρία με ανύπαρκτες εμπειρίες και με ελάχιστες γνώσεις;
Ένας απίστευτος αφορισμός που θα κρέμεται στην τόσο ποθητή φήμη του για πάντα: όλα τα φώτα της παραδόσεως είναι σαν τα φώτα που έζησε και περιέγραψε ο Ευάγριος. Και όχι μόνον, οι Σούφι, οι Κινέζοι, οι Ινδοί. Αυτά τα φώτα εκμεταλλεύτηκε ο Χριστός και έκανε το κομμάτι του. Τα ίδια που ατένισε και ο Μέσκος και απέκτησε προσωπικότητα.
Το τρίτο του «μάθημα» στην φιλοκαλία αφορούσε την ερμηνεία της §39 και §40 από το έργο “περί λογισμών” του Ευάγριου.
«Όταν ο νους τον παλαιόν άνθρωπον αποδυσάμενος τον εκ Χάριτος επενδύσηται (Κολ. 3,9-10), τότε και την εαυτού κατάστασιν όψεται κατά τον καιρόν της προσευχής σαπφείρω ή ουρανίω χρώματι παρεμφερή, ήντινα και τόπον Θεού η Γραφή ονομάζει υπό των πρεσβυτέρων οφθέντα επί του όρους Σινά».
Από εδώ ξεκινά την παρερμηνεία του ο κ. Ράμφος. Ταυτίζοντας τον τόπο Θεού της Γραφής, αυτόν που είδαν οι πρεσβύτεροι πάνω στο όρος Σινά, με τον Ίδιο τον Θεό! Δηλαδή αυτό που είδαν οι πρεσβύτεροι απέξω, με αυτό που είδε ο Μωυσής μέσα στην κατοικία του Θεού.
Πάει ακόμη παραπέρα τονίζοντας πως ο τόπος του Θεού, είναι ο τόπος της Βασιλείας, άρα η Βασιλεία εντός μας υπάρχει. Ο θεός υπάρχει μέσα μας, δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε τον Χριστό σαν Θεό, κι αυτός τον ίδιο θεό πίστευε, την εσωτερικότητα, τον Σάπφειρο.
Στην αντοψία έχουμε μια εσωτερίκευση, μια καινούργια σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του. Ιδρυτική πράξη είναι η αναγνώριση του θείου ως Χρώματος. Ζήτω ο Σάπφειρος, λοιπόν, ο πατήρ.
Το θαβώρειο Φως και το άκτιστο Φως του ησυχασμού είναι αυτό ακριβώς που περιγράφει ο Ευάγριος, αυτό που βιώνουν οι Σούφι, οι Ινδοί και οι Κινέζοι. Μπρος στο πάθος του να βρει ίχνη εσωτερικότητος, υποκειμενισμού, θυσιάζει ακόμη και την νοημοσύνη του!
Πώς είναι δυνατόν να ξεθάβει μια κακοδοξία, του Βαρλαάμ, η οποία έχει καταδικαστεί από Σύνοδο της Εκκλησίας; Να μας σέρνει βίαια στο παρελθόν για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε μέλλον; Τόσο πολύ εξαρτάται το μέλλον του κ. Ράμφου από ένα κατάλληλο παρελθόν; Και γιατί να προτιμήσουμε την δική του θρησκεία και όχι τον Κύριο, ο οποίος δεν ζητά από εμάς το παρελθόν μας; Πιστεύει πως είναι πιο δυνατός από τον Βαρλαάμ και θα νικήσει; Πιστεύει πως δεν έχει αντίπαλο; Εφόσον σαν μοναδικό του αντίπαλο υπολόγιζε τον κ. Γιανναρά και ο Γιανναράς έγινε χειρότερος υβριστής της παραδόσεώς μας από τον ίδιο; Γιατί η ιστορία ανέδειξε νικητή τον Βαρλαάμ, επειδή δίδαξε αρχαία ελληνικά τον Πετράρχη; Ο οποίος έβαλε σαν κέντρο του ανθρώπου την συγκίνηση, αρχή της εσωτερικότητος;
Από το ένα μέρος συμφωνεί με τον Ευάγριο πως για να δούμε τον εαυτό μας πρέπει να αδειάσουμε τον Νου από τις σκέψεις, τα νοήματα των πραγμάτων, για να αποκτήσουμε ταυτότητα και εσωτερική βεβαιότητα, από την άλλη ο Αυγουστίνος έσωσε την Δύση επειδή μετέτρεψε το δόγμα σε σύμβολο και ελευθέρωσε την σκέψη!!!
«Το έγχρωμο φως του Νου, απηχεί τον βαθμό του ασκητού στην κλίμακα των αρετών». Μα αυτό δεν είναι η ψυχή; Τί δουλειά έχει ο Νους με την πολλαπλότητα; Δεν διάβασε ποτέ του Πλωτίνο; Ο Νους γεννά την ψυχή, την πολλαπλότητα! Και της δίνει ενότητα. Ακριβώς όπως ισχυρίζεται ο ίδιος πως όλα τα φώτα είναι ίδια! Μια κοινή εμπειρία διατρέχει τις θρησκείες!
Οι ψυχικοί άνθρωποι που υψώνουν το ανάστημά τους! Πόσο βαρετοί είναι! Ακόμη και να τους αντικρούσεις!
Θέλει λοιπόν με πάθος να μπούμε στην εσωτερικότητα της Δύσεως και στο υποκείμενό της, για να δημιουργήσουμε τον χρόνο μας και την κατοικία μας! Ψάχνει λοιπόν ίχνη, πατήματα εσωτερικότητος στα κείμενα τής Παραδόσεώς μας. Και όμως εμείς διαβάσαμε στην απαντητική επιστολή του Χάιντεγκερ στον Γιάσπερς πως υποκείμενο-αντικείμενο δεν υπάρχει στους Αρχαίους Έλληνες και γι’ αυτό εστράφη στην Ανατολή, η οποία είναι το βασίλειο του υποκειμένου. Μήπως κατορθώσει να βρει ένα διαφορετικό υποκείμενο που δεν θα δημιουργεί και δεν θα εξαρτάται από την τεχνολογία η οποία καταστρέφει τον άνθρωπο και τον κόσμο.
Γιατί εμείς να “σωθούμε’’ μπαίνοντας σ’ έναν κόσμο υπό διάλυση; Μήπως αυτός ο διαλυμένος άνθρωπος της Δύσεως σαν και τον ίδιο το Ράμφο δεν ευθύνεται για την Ελληνική κρίση;
Άς δούμε για λίγο αυτή την ενδιαφέρουσα έρευνα για το έγχρωμο Φώς τι αξία έχει! Το χρώμα παράγεται από την ένωση του Φωτός με το νερό, την ύλη! Όπως βλέπουμε και στο ουράνιο τόξο. Τα χρώματα του εαυτού αποδεικνύουν καταρχάς την διαφορετική σύσταση της ανθρώπινης ύλης από τη φυσική. Η διαφορά οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος, η ύλη του, είναι χειροποίητος! Δεν κατάγεται από τη φύση. Γι’ αυτό μπορεί να την υπερβαίνει. Δυστυχώς ο Δαρβίνος δεν διαθέτει εσωτερικό οφθαλμό ούτε ο κ. Γιανναράς που μας πολιορκεί συνεχώς με τα δεδομένα της παλαιοντολογίας! Ερεύνησε λοιπόν τα νοήματα του Γκαίτε, τους καταλόγους των Σούφι που σήκωσαν κεφάλι χωρίς λόγο, έβγαλε συμπεράσματα και δεν άνοιξε μια σελίδα από την Θιβετανική Βίβλο των Νεκρών, όπου θα ανακάλυπτε όλα τα Μυστήρια τού χρώματος και ίσως σοκαριζόνταν και από την ιδέα πως κάνει Μελέτη θανάτου, και διδάσκει το Εύ Θνήσκειν. Θα μπορούσε ίσως να καταλάβει τον Λόγο του Κυρίου «άσε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους».
Ιεραρχικά λοιπόν τα φώτα που συναντά ο νεκρός και με τα οποία καλείται να ταυτιστεί για να γλιτώσει το κάρμα, την ζωή των αισθήσεων είναι:
Το καθαρό φώς της πραγματικότητος, που είναι ο Αλάνθαστος Νούς.
Το καθαρό φώς επάνω στην Ατραπό, η συνάντηση της Μητέρας-πραγματικότητος, βλέπει δηλ. το νοητικό σώμα ή σώμα σκέψεως ή επιθυμητικό σώμα. Το δεύτερο στάδιο ανατέλλει πάνω στο σώμα - των σκέψεων. Το σώμα είναι το αστραφτερό σώμα της πλάνης, το αστρικό σώμα της Θεοσοφίας, το αιθερικό αντίστοιχο τού Φυσικού σώματος. Αυτό το αιθερικό σώμα θα εξυμνήσει σαν το πνευματικό σώμα του Ωριγένη πού επιτυγχάνει τις ερμηνείες των πραγμάτων και της Βίβλου. Γιατί να μην διαβάσουμε από την αρχή το ΜΠΑΡΝΤΟ ΤΟΝΤΟΛ;
Η ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΩΝ ΕΙΡΗΝΙΚΩΝ ΘΕΟΤΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΗ ΗΜΕΡΑ
Ημέρα πρώτη. Το φώς της ημέρας αυτής είναι το σύνολο της συνειδήσεως αναλυμένης στην πρωταρχική κατάστασή της που είναι το κυανό φώς!
Την δεύτερη ημέρα η αγνή μορφή του νερού θα λάμψει σαν ένα λευκό Φώς. Αυτό το λαμπρό, εκθαμβωτικό, διαφανές λευκό Φώς είναι η Σοφία.
Την τρίτη ημέρα η πρωταρχική μορφή του στοιχείου γη θα λάμψη μπροστά σου σαν ένα κίτρινο φώς. Είναι η ακτινοβολία της δικής σου διάνοιας.
Την τέταρτη ημέρα το κόκκινο φώς η πρωταρχική μορφή της φωτιάς, είναι το σύνολο των αισθημάτων και σαν Σοφία βοηθά το κράτημα της διάνοιας στην κατάσταση της απαρνήσεως.
Την Πέμπτη ημέρα το πράσινο φώς έχει σειρά. Είναι η φυσική δύναμη της σοφίας της δικής μας διάνοιας. Δίνει απάρνηση και αμεροληψία.
Την έκτη ημέρα τα τέσσερα χρώματα των τεσσάρων στοιχείων θα λάμψουν ταυτόχρονα και είναι εκπορεύσεις των δικών μας μορφών σκέψεων.
Την δε εβδόμη ημέρα η ποικιλόχρωμη ακτινοβολία των εξαγνισμένων ροπών θα έλθει και θα λάμψει, είναι η δική σου σοφία.
Οι Σούφι λοιπόν αναγνωρίζουν πως είναι ανώτεροι από εμάς στο θάνατο, και έχουν δίκηο. Εάν δεν υπήρχαν οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι ακόμη θα συλλάβιζαν τα γράμματα. Ας δούμε λοιπόν το Ένα το νεοπλατωνικό, το επέκεινα της ουσίας, το αγαθό του Πλάτωνος, ή το φώς των μεγάλων καμπαλιστών το οποίο παρότι δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το άκτιστο Φώς της Εκκλησίας, είναι παρόλα αυτά ζωή και όχι πολύχρωμος θάνατος. Διότι το υποκείμενο είναι προς τον θάνατον.
«Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ» του Ernst Benz . (ένα μικρό απόσπασμα από το κεφάλαιο IV)
«Η νέα φιλοσοφία της ζωής, την οποία ανέπτυξε ο Oetinger και την οποία στήριξε στην ηλεκτρική του θεωρία, έχει για σημείο εκκίνησης μια νέα ερμηνεία της ιστορίας της Δημιουργίας. Αυτή η νέα ερμηνεία βρίσκεται σε συμφωνία με την βασική του κατανόηση της σχέσεως της βιβλικής αποκαλύψεως με τις επιστήμες της φύσεως. Ο Oetinger αρχίζει με το πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως όπου διαβάζουμε: Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γή... ήταν σκοτάδι πάνω από την άβυσσο και πάνω στα νερά έπνεε πνεύμα Θεού.
Τότε είπε ο Θεός να γίνει φώς, και έγινε φώς. Ο Θεός είδε το φώς, ήταν καλό και το χώρισε από το σκοτάδι. Το φώς το ονόμασε ημέρα και το σκοτάδι νύχτα. Ημέρα πρώτη».
Τί είναι λοιπόν αυτό το φώς της πρώτης ημέρας της δημιουργίας; Δεν μπορεί να είναι το φώς του ήλιου, διότι ο ήλιος δημιουργήθηκε την τέταρτη ημέρα. Άρα είναι κάτι άλλο. Η ερμηνεία του βασίζεται σε δύο προβλήματα που είναι αναγκασμένος να αντιμετωπίσει για να λύσει το Μυστήριο. Πρώτον τί ήταν αυτό το φώς καθ’ εαυτό και δεύτερον τί του συνέβη μετά την δημιουργία του ήλιου;
Ο Oetinger υπήρξε διάσημος καββαλιστής και επηρέασε βαθειά τους Γερμανούς, όπως και τους Hegel και Marx.
Έτσι λοιπόν δεν θα είχαμε καμμία αντίρρηση να μας περιγράψει ο κ. Ράμφος τον βαθύτερό μας εαυτό. Αλλά από εδώ μέχρις του σημείου να δηλώνει πως όλα τα φώτα της παραδόσεώς μας, από το Θαβώρ, μέχρι την Δαμασκό και το Άγιον Όρος είναι αυτά που βίωσε ο Ευάγριος πάει πολύ. Ζητά πολλά από μας. Και εμείς δεν του ‘χουμε ζητήσει τίποτε μέχρι στιγμής. Ούτε να είναι σοβαρός! Τι σόι εσωτερικό Φως είναι αυτό της Δαμασκού που τύφλωσε τον Παύλο;
Τελειώνοντας θα θέλαμε να αναφερθούμε σε μία σημαντική επισήμανση του Νίτσε (!) η οποία περιλαμβάνεται στο κείμενό του εναντίον του Στράους. Λέει: «Καλά δεν καταλαβαίνει ακόμη ο κ. Στράους πως δεν υπάρχουν πλέον Χριστιανοί, πως είναι όλοι Βουδιστές;» Ενάμιση αιώνα πριν. Και εμείς ακόμη να το υποπτευθούμε! Ο Παν φεύγει το Νιρβάνα έρχεται!
Γιάννης Πατρῶζος
Αμέθυστος
Εκείνο που εντυπωσιάζει ήδη στις ερμηνευτικές θέσεις του κ. Ράμφου είναι το πάθος του να εκμηδενίσει την Ορθόδοξη παράδοση και στην θέση της να βάλει την δική του ερμηνεία η οποία οδηγεί κατευθείαν στις ευκολίες, στις κακοδοξίες και στην φιλοσοφική βαρβαρότητα της Δύσης. Γιατί να μην προσφέρει την ερμηνεία του, η οποία είναι εμπεριστατωμένη, για όποιον επιθυμεί να την ερευνήσει αλλά εκβιάζει την νοημοσύνη μας τρυπώνοντας στην Πατερική μας παράδοση, στην εκκλησιαστική εμπειρία με ανύπαρκτες εμπειρίες και με ελάχιστες γνώσεις;
Ένας απίστευτος αφορισμός που θα κρέμεται στην τόσο ποθητή φήμη του για πάντα: όλα τα φώτα της παραδόσεως είναι σαν τα φώτα που έζησε και περιέγραψε ο Ευάγριος. Και όχι μόνον, οι Σούφι, οι Κινέζοι, οι Ινδοί. Αυτά τα φώτα εκμεταλλεύτηκε ο Χριστός και έκανε το κομμάτι του. Τα ίδια που ατένισε και ο Μέσκος και απέκτησε προσωπικότητα.
Το τρίτο του «μάθημα» στην φιλοκαλία αφορούσε την ερμηνεία της §39 και §40 από το έργο “περί λογισμών” του Ευάγριου.
«Όταν ο νους τον παλαιόν άνθρωπον αποδυσάμενος τον εκ Χάριτος επενδύσηται (Κολ. 3,9-10), τότε και την εαυτού κατάστασιν όψεται κατά τον καιρόν της προσευχής σαπφείρω ή ουρανίω χρώματι παρεμφερή, ήντινα και τόπον Θεού η Γραφή ονομάζει υπό των πρεσβυτέρων οφθέντα επί του όρους Σινά».
Από εδώ ξεκινά την παρερμηνεία του ο κ. Ράμφος. Ταυτίζοντας τον τόπο Θεού της Γραφής, αυτόν που είδαν οι πρεσβύτεροι πάνω στο όρος Σινά, με τον Ίδιο τον Θεό! Δηλαδή αυτό που είδαν οι πρεσβύτεροι απέξω, με αυτό που είδε ο Μωυσής μέσα στην κατοικία του Θεού.
Πάει ακόμη παραπέρα τονίζοντας πως ο τόπος του Θεού, είναι ο τόπος της Βασιλείας, άρα η Βασιλεία εντός μας υπάρχει. Ο θεός υπάρχει μέσα μας, δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε τον Χριστό σαν Θεό, κι αυτός τον ίδιο θεό πίστευε, την εσωτερικότητα, τον Σάπφειρο.
Στην αντοψία έχουμε μια εσωτερίκευση, μια καινούργια σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του. Ιδρυτική πράξη είναι η αναγνώριση του θείου ως Χρώματος. Ζήτω ο Σάπφειρος, λοιπόν, ο πατήρ.
Το θαβώρειο Φως και το άκτιστο Φως του ησυχασμού είναι αυτό ακριβώς που περιγράφει ο Ευάγριος, αυτό που βιώνουν οι Σούφι, οι Ινδοί και οι Κινέζοι. Μπρος στο πάθος του να βρει ίχνη εσωτερικότητος, υποκειμενισμού, θυσιάζει ακόμη και την νοημοσύνη του!
Πώς είναι δυνατόν να ξεθάβει μια κακοδοξία, του Βαρλαάμ, η οποία έχει καταδικαστεί από Σύνοδο της Εκκλησίας; Να μας σέρνει βίαια στο παρελθόν για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε μέλλον; Τόσο πολύ εξαρτάται το μέλλον του κ. Ράμφου από ένα κατάλληλο παρελθόν; Και γιατί να προτιμήσουμε την δική του θρησκεία και όχι τον Κύριο, ο οποίος δεν ζητά από εμάς το παρελθόν μας; Πιστεύει πως είναι πιο δυνατός από τον Βαρλαάμ και θα νικήσει; Πιστεύει πως δεν έχει αντίπαλο; Εφόσον σαν μοναδικό του αντίπαλο υπολόγιζε τον κ. Γιανναρά και ο Γιανναράς έγινε χειρότερος υβριστής της παραδόσεώς μας από τον ίδιο; Γιατί η ιστορία ανέδειξε νικητή τον Βαρλαάμ, επειδή δίδαξε αρχαία ελληνικά τον Πετράρχη; Ο οποίος έβαλε σαν κέντρο του ανθρώπου την συγκίνηση, αρχή της εσωτερικότητος;
Από το ένα μέρος συμφωνεί με τον Ευάγριο πως για να δούμε τον εαυτό μας πρέπει να αδειάσουμε τον Νου από τις σκέψεις, τα νοήματα των πραγμάτων, για να αποκτήσουμε ταυτότητα και εσωτερική βεβαιότητα, από την άλλη ο Αυγουστίνος έσωσε την Δύση επειδή μετέτρεψε το δόγμα σε σύμβολο και ελευθέρωσε την σκέψη!!!
«Το έγχρωμο φως του Νου, απηχεί τον βαθμό του ασκητού στην κλίμακα των αρετών». Μα αυτό δεν είναι η ψυχή; Τί δουλειά έχει ο Νους με την πολλαπλότητα; Δεν διάβασε ποτέ του Πλωτίνο; Ο Νους γεννά την ψυχή, την πολλαπλότητα! Και της δίνει ενότητα. Ακριβώς όπως ισχυρίζεται ο ίδιος πως όλα τα φώτα είναι ίδια! Μια κοινή εμπειρία διατρέχει τις θρησκείες!
Οι ψυχικοί άνθρωποι που υψώνουν το ανάστημά τους! Πόσο βαρετοί είναι! Ακόμη και να τους αντικρούσεις!
Θέλει λοιπόν με πάθος να μπούμε στην εσωτερικότητα της Δύσεως και στο υποκείμενό της, για να δημιουργήσουμε τον χρόνο μας και την κατοικία μας! Ψάχνει λοιπόν ίχνη, πατήματα εσωτερικότητος στα κείμενα τής Παραδόσεώς μας. Και όμως εμείς διαβάσαμε στην απαντητική επιστολή του Χάιντεγκερ στον Γιάσπερς πως υποκείμενο-αντικείμενο δεν υπάρχει στους Αρχαίους Έλληνες και γι’ αυτό εστράφη στην Ανατολή, η οποία είναι το βασίλειο του υποκειμένου. Μήπως κατορθώσει να βρει ένα διαφορετικό υποκείμενο που δεν θα δημιουργεί και δεν θα εξαρτάται από την τεχνολογία η οποία καταστρέφει τον άνθρωπο και τον κόσμο.
Γιατί εμείς να “σωθούμε’’ μπαίνοντας σ’ έναν κόσμο υπό διάλυση; Μήπως αυτός ο διαλυμένος άνθρωπος της Δύσεως σαν και τον ίδιο το Ράμφο δεν ευθύνεται για την Ελληνική κρίση;
Άς δούμε για λίγο αυτή την ενδιαφέρουσα έρευνα για το έγχρωμο Φώς τι αξία έχει! Το χρώμα παράγεται από την ένωση του Φωτός με το νερό, την ύλη! Όπως βλέπουμε και στο ουράνιο τόξο. Τα χρώματα του εαυτού αποδεικνύουν καταρχάς την διαφορετική σύσταση της ανθρώπινης ύλης από τη φυσική. Η διαφορά οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος, η ύλη του, είναι χειροποίητος! Δεν κατάγεται από τη φύση. Γι’ αυτό μπορεί να την υπερβαίνει. Δυστυχώς ο Δαρβίνος δεν διαθέτει εσωτερικό οφθαλμό ούτε ο κ. Γιανναράς που μας πολιορκεί συνεχώς με τα δεδομένα της παλαιοντολογίας! Ερεύνησε λοιπόν τα νοήματα του Γκαίτε, τους καταλόγους των Σούφι που σήκωσαν κεφάλι χωρίς λόγο, έβγαλε συμπεράσματα και δεν άνοιξε μια σελίδα από την Θιβετανική Βίβλο των Νεκρών, όπου θα ανακάλυπτε όλα τα Μυστήρια τού χρώματος και ίσως σοκαριζόνταν και από την ιδέα πως κάνει Μελέτη θανάτου, και διδάσκει το Εύ Θνήσκειν. Θα μπορούσε ίσως να καταλάβει τον Λόγο του Κυρίου «άσε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους».
Ιεραρχικά λοιπόν τα φώτα που συναντά ο νεκρός και με τα οποία καλείται να ταυτιστεί για να γλιτώσει το κάρμα, την ζωή των αισθήσεων είναι:
Το καθαρό φώς της πραγματικότητος, που είναι ο Αλάνθαστος Νούς.
Το καθαρό φώς επάνω στην Ατραπό, η συνάντηση της Μητέρας-πραγματικότητος, βλέπει δηλ. το νοητικό σώμα ή σώμα σκέψεως ή επιθυμητικό σώμα. Το δεύτερο στάδιο ανατέλλει πάνω στο σώμα - των σκέψεων. Το σώμα είναι το αστραφτερό σώμα της πλάνης, το αστρικό σώμα της Θεοσοφίας, το αιθερικό αντίστοιχο τού Φυσικού σώματος. Αυτό το αιθερικό σώμα θα εξυμνήσει σαν το πνευματικό σώμα του Ωριγένη πού επιτυγχάνει τις ερμηνείες των πραγμάτων και της Βίβλου. Γιατί να μην διαβάσουμε από την αρχή το ΜΠΑΡΝΤΟ ΤΟΝΤΟΛ;
Η ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΩΝ ΕΙΡΗΝΙΚΩΝ ΘΕΟΤΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΗ ΗΜΕΡΑ
Ημέρα πρώτη. Το φώς της ημέρας αυτής είναι το σύνολο της συνειδήσεως αναλυμένης στην πρωταρχική κατάστασή της που είναι το κυανό φώς!
Την δεύτερη ημέρα η αγνή μορφή του νερού θα λάμψει σαν ένα λευκό Φώς. Αυτό το λαμπρό, εκθαμβωτικό, διαφανές λευκό Φώς είναι η Σοφία.
Την τρίτη ημέρα η πρωταρχική μορφή του στοιχείου γη θα λάμψη μπροστά σου σαν ένα κίτρινο φώς. Είναι η ακτινοβολία της δικής σου διάνοιας.
Την τέταρτη ημέρα το κόκκινο φώς η πρωταρχική μορφή της φωτιάς, είναι το σύνολο των αισθημάτων και σαν Σοφία βοηθά το κράτημα της διάνοιας στην κατάσταση της απαρνήσεως.
Την Πέμπτη ημέρα το πράσινο φώς έχει σειρά. Είναι η φυσική δύναμη της σοφίας της δικής μας διάνοιας. Δίνει απάρνηση και αμεροληψία.
Την έκτη ημέρα τα τέσσερα χρώματα των τεσσάρων στοιχείων θα λάμψουν ταυτόχρονα και είναι εκπορεύσεις των δικών μας μορφών σκέψεων.
Την δε εβδόμη ημέρα η ποικιλόχρωμη ακτινοβολία των εξαγνισμένων ροπών θα έλθει και θα λάμψει, είναι η δική σου σοφία.
Οι Σούφι λοιπόν αναγνωρίζουν πως είναι ανώτεροι από εμάς στο θάνατο, και έχουν δίκηο. Εάν δεν υπήρχαν οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι ακόμη θα συλλάβιζαν τα γράμματα. Ας δούμε λοιπόν το Ένα το νεοπλατωνικό, το επέκεινα της ουσίας, το αγαθό του Πλάτωνος, ή το φώς των μεγάλων καμπαλιστών το οποίο παρότι δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το άκτιστο Φώς της Εκκλησίας, είναι παρόλα αυτά ζωή και όχι πολύχρωμος θάνατος. Διότι το υποκείμενο είναι προς τον θάνατον.
«Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ» του Ernst Benz . (ένα μικρό απόσπασμα από το κεφάλαιο IV)
«Η νέα φιλοσοφία της ζωής, την οποία ανέπτυξε ο Oetinger και την οποία στήριξε στην ηλεκτρική του θεωρία, έχει για σημείο εκκίνησης μια νέα ερμηνεία της ιστορίας της Δημιουργίας. Αυτή η νέα ερμηνεία βρίσκεται σε συμφωνία με την βασική του κατανόηση της σχέσεως της βιβλικής αποκαλύψεως με τις επιστήμες της φύσεως. Ο Oetinger αρχίζει με το πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως όπου διαβάζουμε: Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γή... ήταν σκοτάδι πάνω από την άβυσσο και πάνω στα νερά έπνεε πνεύμα Θεού.
Τότε είπε ο Θεός να γίνει φώς, και έγινε φώς. Ο Θεός είδε το φώς, ήταν καλό και το χώρισε από το σκοτάδι. Το φώς το ονόμασε ημέρα και το σκοτάδι νύχτα. Ημέρα πρώτη».
Τί είναι λοιπόν αυτό το φώς της πρώτης ημέρας της δημιουργίας; Δεν μπορεί να είναι το φώς του ήλιου, διότι ο ήλιος δημιουργήθηκε την τέταρτη ημέρα. Άρα είναι κάτι άλλο. Η ερμηνεία του βασίζεται σε δύο προβλήματα που είναι αναγκασμένος να αντιμετωπίσει για να λύσει το Μυστήριο. Πρώτον τί ήταν αυτό το φώς καθ’ εαυτό και δεύτερον τί του συνέβη μετά την δημιουργία του ήλιου;
Ο Oetinger υπήρξε διάσημος καββαλιστής και επηρέασε βαθειά τους Γερμανούς, όπως και τους Hegel και Marx.
Έτσι λοιπόν δεν θα είχαμε καμμία αντίρρηση να μας περιγράψει ο κ. Ράμφος τον βαθύτερό μας εαυτό. Αλλά από εδώ μέχρις του σημείου να δηλώνει πως όλα τα φώτα της παραδόσεώς μας, από το Θαβώρ, μέχρι την Δαμασκό και το Άγιον Όρος είναι αυτά που βίωσε ο Ευάγριος πάει πολύ. Ζητά πολλά από μας. Και εμείς δεν του ‘χουμε ζητήσει τίποτε μέχρι στιγμής. Ούτε να είναι σοβαρός! Τι σόι εσωτερικό Φως είναι αυτό της Δαμασκού που τύφλωσε τον Παύλο;
Τελειώνοντας θα θέλαμε να αναφερθούμε σε μία σημαντική επισήμανση του Νίτσε (!) η οποία περιλαμβάνεται στο κείμενό του εναντίον του Στράους. Λέει: «Καλά δεν καταλαβαίνει ακόμη ο κ. Στράους πως δεν υπάρχουν πλέον Χριστιανοί, πως είναι όλοι Βουδιστές;» Ενάμιση αιώνα πριν. Και εμείς ακόμη να το υποπτευθούμε! Ο Παν φεύγει το Νιρβάνα έρχεται!
Γιάννης Πατρῶζος
Αμέθυστος
Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010
Ο Heidegger και η ανατολή (Συνέχεια)
Από το βιβλίο του Cai Werntgen
Στροφή: Martin Heidegger und Gothard Günther
Η ευρωπαϊκή σκέψη μεταξύ ανατολής και δύσης
Παραμόρφωση. Η μεταφυσική στην σκέψη του Martin Heidegger. Με μια ματιά προς την Ιαπωνία
Διαφορετικά από τον May, που σχεδόν τυφλά (όσον αφορά τα συμφραζόμενα των κειμένων) προϋποθέτει πως ο διάλογος Ανατολής-Δύσης στον Heidegger είναι αυτοσκοπός, και διαφορετικά από τον Vetsch, που στην προσπάθεια του να ανιχνεύσει την “διαπολιτισμικότητα” (ως έννοια στο έργο) του Heidegger, περιορίζεται σε μια ασυνάρτητη πρόσληψη (προσαρμογή) του σχήματος της “νέας αρχής”, ο Weinmayr θέτει πιο ουσιαστικά το ερώτημα περί της συστηματικής λειτουργίας του ορίζοντα Ανατολής-Δύσης εντός ολόκληρου του συμπλέγματος που λέγεται “υπέρβαση της μεταφυσικής” στον Heidegger. Το “βλέμμα προς την Ιαπωνία” δηλαδή, σύμφωνα με την κεντρική θέση του Weinmayr, συνάπτεται ως συνέπεια των τριών βημάτων του Heidegger, ο οποίος 1) κατανοεί την βασική πορεία της ευρωπαϊκής-δυτικής ιστορίας, ως σαφώς φιλοσοφική, 2) αυτήν την φιλοσοφία (“Η φιλοσοφία είναι στην ουσία της τόσο θεμελιωδώς δυτική, ώστε φέρει το θεμέλιο της ιστορίας της Δύσεως” και “Η φιλοσοφία καθορίζει τον εσώτατο χαρακτήρα της δυτικής-ευρωπαϊκής μας ιστορίας”) προσδιορίζει ακριβέστερα ως μεταφυσική, δηλαδή ως αυθεντική-ευρωπαϊκή γραμματική μιας “αναπαριστώσας σκέψης”, η οποία εν τέλει 3) με ένα πλανητικό-παγκόσμιο τρόπο τελειούται στην μορφή της σύγχρονης τεχνολογίας (“Μόνο από το έδαφος της ιστορίας της Δύσεως φύτρωσε η τεχνολογία. Υπάρχει μόνο μια δυτική τεχνολογία. Και είναι συνέπεια της "φιλοσοφίας" και τίποτε άλλο”), που αλλιώς ονομάζεται “Gestell”(σκελετός ενός κτιρίου, σκαλωσιά... στον Heidegger: η αυτονομημένη τεχνολογία που θέτει τον άνθρωπο σε πρόκληση, ή τεχνολογία που εκ-θέτει την χρήση των πραγμάτων). Το “βλέμμα προς την Ιαπωνία” λειτουργεί αντίστοιχα ως όργανο συστηματικής “παραμόρφωσης” (Entstellung, ως λειτουργία αντίθετη προς το Gestell), δηλ ως ένα μέσο ευρωπαϊκής αυτοαπομάκρυνσης από την πλανητική κατάρα της λογικής της αναπαραστάσεως εντός του “Gestell”. Η Ανατολή επομένως ως ερώτημα περί των “ορίων του ευρωπαϊκού”, ως σύμβουλος και ώθηση “για ένα περιορισμό και μεταβολή του αναγκαίου χαρακτήρα(ο οποίος θέτει σε πρόκληση, εκθέτει) της μοντέρνας τεχνολογίας”.
“Το ενδιαφέρον του Heidegger για τον διαπολιτισμικό διάλογο πηγάζει κατά πρώτον από την υποψία πως άλλοι κόσμοι-πηγές δεν είναι με τον ίδιο τρόπο διαποτισμένοι από τέτοια εκ-θέση όπως είναι ο ευρωπαϊκός κόσμος, και κατά δεύτερον από την αναμονή(ελπίδα) πως από τον διάλογο με τέτοιους κόσμους-πηγές θα μπορούσαν να προκύψουν ωθήσεις για την προσπάθεια στροφής και μεταβολής του ευρωπαϊκού Gestell, που στο μεταξύ έχει γίνει παγκόσμιο”.(Weinmayr, σελ.275)
Και εφόσον ο Heidegger χρησιμοποιεί τον τίτλο “φιλοσοφία” αποκλειστικά και μόνο για την Ευρώπη -“δεν υπάρχει καμιά άλλη, ούτε κινέζικη, ούτε ινδική”- λειτουργεί “το βλέμμα προς την Ιαπωνία” και ως όργανο για αυτοεγκατάλειψη της (ευρωπαϊκής) φιλοσοφίας χάριν μιας (καινούριας-) αρχής της σκέψης. Η Ανατολή λοιπόν ως δρόμος μιας σκέψης που δεν υπακούει στην συνηθισμένη ευρωπαϊκή λογική της αναπαραστάσεως η οποία(αναπαράσταση) θεμελιώνει, ενώνει και σταθεροποιεί. Και αυτό είναι ακόμα πιο πιεστικό, καθώς ο Heidegger στην περίφημη ομιλία “Ende der Philosophie und die Aufgabe des Denkens”(το τέλος της φιλοσοφίας και η αποστολή της σκέψης) που έγινε το 1966, ταυτόχρονα με την άρνηση της θέσης περί “μεταβολής της ουσίας της αληθείας από την (προσωκρατική) παρουσία στην (πλατωνική) ορθότητα”, θέτει και σε ερώτημα την δυνατότητα ενδοευρωπαϊκής διαφοροποίησης. Ακριβώς στο μέτρο που ο Heidegger επαναπροσλαμβάνει τον προσωκρατικό δρόμο της διαφοροποίησης μέσα στο ευρωπαϊκό-δυτικό συνεχές του Gestell, αυξάνεται συστηματικά η σημασία της έξω-ευρωπαϊκής διαφοροποίησης. Ως πρόσθετο κίνητρο για την απόφαση του Heidegger να στραφεί προς την ανατολή (μέσα στα πλαίσια δηλαδή του διαπολιτισμικού του ανοίγματος) ο Weinmayr αναφέρει, πέρα από το επιχείρημα του Parkes (που είναι η ενθουσιώδης αποδοχή του Heidegger στην Ιαπωνία) την συγγένεια που πηγάζει από το γεγονός πως και οι δυο (Heidegger και Ιαπωνία) ανήκουν σε ανώτερο πολιτισμό. Ως “κεντρική περιοχή διάδοσης του Mahayana-Βουδισμού, που ως θρησκεία με μεγάλη διάδοση απαιτεί να έχει παγκόσμια σημασία, και ως έδρα διαφόρων, πολύ παλιών ανώτερων πολιτισμών” η ανατολική Ασία, σύμφωνα με τον Weinmayr, κατέχει λόγω της θέσης της ένα επαναστατικό πολιτισμικό πλεονέκτημα για την Ευρώπη, “σε σχέση με τις αφρικάνικες ή ινδιάνικες παραδόσεις”. Το “έξω”, το οποίο ο Heidegger ανοίγει για την Ευρώπη με την ασιατική ετερότητα, παραμένει λοιπόν εν μέρει, όντας στην εσωτερικότητα(Immanenz) του συνεχούς (Kontinuum), ένας “ανώτερος πολιτισμός”. Επιπρόσθετα σε αυτά, ο Weinmayr χαρακτηρίζει συνολικά την πράξη του Heidegger να ανοιχτεί σε μια διαπολιτισμική ετερότητα, ως μια διπλή στρατηγική “διακοπτόμενης συνέχειας” και ως “οικειοποίηση και μεταμόρφωση”. Στα πλαίσια μιας επιφανειακής διαπραγμάτευσης “των πραγμάτων που σχετίζονται με τις συνομιλίες και μεταφράσεις” καταλήγει στο συμπέρασμα, πως ο σκοπός του διαλόγου με την ανατολική Ασία για τον Heidegger δεν είναι ούτε “να οδηγήσει την Ευρώπη πίσω σε μια κοινή πηγή δυτικών και ανατολικών παραδόσεων, που στην Ευρώπη (αυτή η πηγή) είχε παραμερισθεί μέσω της μεταφυσικής και τις αναπαραστάσεις της”, ούτε όμως και να αντικαταστήσει τον ευρωκεντρισμό με τον “ασιοκεντρισμό”. Ο σκοπός ήταν πολύ περισσότερο η υπέρβαση “ενός στοχάζεσθαι που έχει ως αρχή την ενότητα και την κεντρικότητα”. Με την αναφορά σε μια υπόδειξη του Heidegger για ένα κρυμμένο ορίζοντα συνομιλίας, -ο Heidegger μιλά στον διάλογο με τον Ιάπωνα περί μιας “και μόνης κρυμμένης πηγής, από την οποία η Ευρώπη και η Ασία θα μπορούσαν να έρθουν σε διάλογο”- ο Weinmayr μιλά για ένα “τρίτο δρόμο” του διαλόγου, ο οποίος δεν θεμελιώνεται με στοχασμούς ερμηνευτικούς και της θεωρίας των επικοινωνιών, αλλά μόνο μέσω της ολοκλήρωσης του ανοίγει και συνεχίζεται. Με αυτή την έννοια, ο Weinmayr κατανοεί την άρνηση του Heidegger, για μια συστηματική θεμελίωση των στοχασμών περί των συνθηκών μιας διαπολιτισμικής κατανόησης, όχι ως έλλειψη, αλλά αντίθετα ως “απλή συνέπεια” της άρνησης της ευρωπαϊκής-δυτικής λογικής των αναπαραστάσεων. Η μυστική πολιτική του Heidegger δηλαδή, όσον αφορά την συγγένεια του προς την ανατολική Ασία, ως πληρωμή και σοβαρή περίπτωση της επιχείρησης του, που σκοπό είχε την κριτική της μεταφυσικής. Κωδικοποιώντας: Όποιος θέλει να λύσει το μυστικό της μυστικής(δηλ που προσπαθεί να κρατήσει κάτι μυστικό)πολιτικής του Heidegger, πρέπει να λύσει πρώτα τον γρίφο του λόγου περί “Offenheit fürs Geheimnis“ (Δεκτικότητα για το μυστικό). Η προσπάθεια απελευθέρωσης από την κατάρα του Gestell (που είναι χαρακτηριστική για την Ευρώπη) μέσω ενός “βλέμματος προ την ανατολική Ασία”, εκπληρώνεται στο γεγονός πως το “δια” του διαπολιτισμικού διαλόγου εισάγεται στο παιχνίδι ως ανοιχτός και ελεύθερος από ιεραρχίες χώρος, μέσα στον οποίο “οι δυο κόσμοι πλησιάζουν ο ένας τον άλλο χωρίς να πρέπει να αρνηθούν και να προσαρμόσουν την απόσταση και την διαφορετικότητα τους”. Στη θέση των απλών αρνήσεων μπαίνει εδώ μια διαλεκτική της "μετάθεσης", όπου το “μετά” (über) δεν πηδάει απλώς κάπου μακρυά, αλλά με την σημασία που του δίνει ο Heidegger, πίσω-δηλαδή “πίσω στον χώρο απ' όπου ξεπήδησε”, ο οποίος μόνο στο φως του άλλου ανήκει στον εαυτό του, και με τον τρόπο αυτό γίνεται προσιτός και ανοικτός για μια μελλοντική μεταμόρφωση. Ποια περιπλοκή όμως προκύπτει από αυτή την διαλεκτική της ετερότητας περί “οικειοποίησης και μεταμόρφωσης”, ο Weinmayr τονίζει μόνο επιγραμματικά. Με τους τίτλους “'Stellen' ως αντίθεση μεταξύ γερμανικού και ιαπωνικού” και “Το ερώτημα περί του 'άλλου οίκου του Είναι'“, τονίζει στα δυο τελευταία κεφάλαια τα προβληματικά σημεία: α) την “απουσία της λέξης stellen στα ιαπωνικά”, β) την διαφορά μιας εμπειρίας της πραγματικότητας, που στο όνομα “Είναι και κενό” ξεκινά από μια “τελευταία αστάθεια (τρεπτότητα) και αμορφία του υπαρκτού”, 3) την διαφορά της ιαπωνικής λογικής και γραμματικής, που με την “δομή η οποία προσανατολίζεται σε ρήματα που αναφέρονται σε γεγονότα” και με την “αρχή της αλληλοαναφοράς και συνεχούς συσχέτισης” αντιτίθεται συστηματικά στην συγκεντρωτική ιεραρχία της δυτικής λογικής των αναπαραστάσεων. Και τέλος η υπενθύμιση στην υπόδειξη του Tsujimura για την εγγύτητα και απόσταση “στο ερώτημα περί του Είναι και στο απόλυτο τίποτα”. Παρόλο την συγγένεια της λογικής του “τίποτα” μεταξύ του Heidegger και του Ζεν-βουδισμού, μια θεμελιώδης διαφορά συνίσταται στο ότι ο Heidegger επιμένει στο πρωτείο της λογικής και κατανοεί το τίποτα ως φιλοσοφική, μη πνευματική πρόκληση. Επειδή προσπαθεί να σκεφτεί την πηγή της σκέψης μέσα στο τίποτα, ο Heidegger παραμένει, σύμφωνα με την υπόδειξη του Tsujimura, φιλόσοφος και Ευρωπαίος, ο οποίος -τουλάχιστο με την ματιά της Ασίας- αφού υπερέβη το Είναι-Νοείν, μένει στα μισά του δρόμου προσπαθώντας να σκεφτεί το τίποτα-Νοείν. Με αυτή ακριβώς την έννοια, μίλησε ο Hempel, στην κλασσική πια εργασία από το 1987, "Heidegger und Zen", για μια οπισθοδρόμηση.
T E Λ Ο Σ
Μετάφραση: Πέτρος
Αμέθυστος
Στροφή: Martin Heidegger und Gothard Günther
Η ευρωπαϊκή σκέψη μεταξύ ανατολής και δύσης
Παραμόρφωση. Η μεταφυσική στην σκέψη του Martin Heidegger. Με μια ματιά προς την Ιαπωνία
Διαφορετικά από τον May, που σχεδόν τυφλά (όσον αφορά τα συμφραζόμενα των κειμένων) προϋποθέτει πως ο διάλογος Ανατολής-Δύσης στον Heidegger είναι αυτοσκοπός, και διαφορετικά από τον Vetsch, που στην προσπάθεια του να ανιχνεύσει την “διαπολιτισμικότητα” (ως έννοια στο έργο) του Heidegger, περιορίζεται σε μια ασυνάρτητη πρόσληψη (προσαρμογή) του σχήματος της “νέας αρχής”, ο Weinmayr θέτει πιο ουσιαστικά το ερώτημα περί της συστηματικής λειτουργίας του ορίζοντα Ανατολής-Δύσης εντός ολόκληρου του συμπλέγματος που λέγεται “υπέρβαση της μεταφυσικής” στον Heidegger. Το “βλέμμα προς την Ιαπωνία” δηλαδή, σύμφωνα με την κεντρική θέση του Weinmayr, συνάπτεται ως συνέπεια των τριών βημάτων του Heidegger, ο οποίος 1) κατανοεί την βασική πορεία της ευρωπαϊκής-δυτικής ιστορίας, ως σαφώς φιλοσοφική, 2) αυτήν την φιλοσοφία (“Η φιλοσοφία είναι στην ουσία της τόσο θεμελιωδώς δυτική, ώστε φέρει το θεμέλιο της ιστορίας της Δύσεως” και “Η φιλοσοφία καθορίζει τον εσώτατο χαρακτήρα της δυτικής-ευρωπαϊκής μας ιστορίας”) προσδιορίζει ακριβέστερα ως μεταφυσική, δηλαδή ως αυθεντική-ευρωπαϊκή γραμματική μιας “αναπαριστώσας σκέψης”, η οποία εν τέλει 3) με ένα πλανητικό-παγκόσμιο τρόπο τελειούται στην μορφή της σύγχρονης τεχνολογίας (“Μόνο από το έδαφος της ιστορίας της Δύσεως φύτρωσε η τεχνολογία. Υπάρχει μόνο μια δυτική τεχνολογία. Και είναι συνέπεια της "φιλοσοφίας" και τίποτε άλλο”), που αλλιώς ονομάζεται “Gestell”(σκελετός ενός κτιρίου, σκαλωσιά... στον Heidegger: η αυτονομημένη τεχνολογία που θέτει τον άνθρωπο σε πρόκληση, ή τεχνολογία που εκ-θέτει την χρήση των πραγμάτων). Το “βλέμμα προς την Ιαπωνία” λειτουργεί αντίστοιχα ως όργανο συστηματικής “παραμόρφωσης” (Entstellung, ως λειτουργία αντίθετη προς το Gestell), δηλ ως ένα μέσο ευρωπαϊκής αυτοαπομάκρυνσης από την πλανητική κατάρα της λογικής της αναπαραστάσεως εντός του “Gestell”. Η Ανατολή επομένως ως ερώτημα περί των “ορίων του ευρωπαϊκού”, ως σύμβουλος και ώθηση “για ένα περιορισμό και μεταβολή του αναγκαίου χαρακτήρα(ο οποίος θέτει σε πρόκληση, εκθέτει) της μοντέρνας τεχνολογίας”.
“Το ενδιαφέρον του Heidegger για τον διαπολιτισμικό διάλογο πηγάζει κατά πρώτον από την υποψία πως άλλοι κόσμοι-πηγές δεν είναι με τον ίδιο τρόπο διαποτισμένοι από τέτοια εκ-θέση όπως είναι ο ευρωπαϊκός κόσμος, και κατά δεύτερον από την αναμονή(ελπίδα) πως από τον διάλογο με τέτοιους κόσμους-πηγές θα μπορούσαν να προκύψουν ωθήσεις για την προσπάθεια στροφής και μεταβολής του ευρωπαϊκού Gestell, που στο μεταξύ έχει γίνει παγκόσμιο”.(Weinmayr, σελ.275)
Και εφόσον ο Heidegger χρησιμοποιεί τον τίτλο “φιλοσοφία” αποκλειστικά και μόνο για την Ευρώπη -“δεν υπάρχει καμιά άλλη, ούτε κινέζικη, ούτε ινδική”- λειτουργεί “το βλέμμα προς την Ιαπωνία” και ως όργανο για αυτοεγκατάλειψη της (ευρωπαϊκής) φιλοσοφίας χάριν μιας (καινούριας-) αρχής της σκέψης. Η Ανατολή λοιπόν ως δρόμος μιας σκέψης που δεν υπακούει στην συνηθισμένη ευρωπαϊκή λογική της αναπαραστάσεως η οποία(αναπαράσταση) θεμελιώνει, ενώνει και σταθεροποιεί. Και αυτό είναι ακόμα πιο πιεστικό, καθώς ο Heidegger στην περίφημη ομιλία “Ende der Philosophie und die Aufgabe des Denkens”(το τέλος της φιλοσοφίας και η αποστολή της σκέψης) που έγινε το 1966, ταυτόχρονα με την άρνηση της θέσης περί “μεταβολής της ουσίας της αληθείας από την (προσωκρατική) παρουσία στην (πλατωνική) ορθότητα”, θέτει και σε ερώτημα την δυνατότητα ενδοευρωπαϊκής διαφοροποίησης. Ακριβώς στο μέτρο που ο Heidegger επαναπροσλαμβάνει τον προσωκρατικό δρόμο της διαφοροποίησης μέσα στο ευρωπαϊκό-δυτικό συνεχές του Gestell, αυξάνεται συστηματικά η σημασία της έξω-ευρωπαϊκής διαφοροποίησης. Ως πρόσθετο κίνητρο για την απόφαση του Heidegger να στραφεί προς την ανατολή (μέσα στα πλαίσια δηλαδή του διαπολιτισμικού του ανοίγματος) ο Weinmayr αναφέρει, πέρα από το επιχείρημα του Parkes (που είναι η ενθουσιώδης αποδοχή του Heidegger στην Ιαπωνία) την συγγένεια που πηγάζει από το γεγονός πως και οι δυο (Heidegger και Ιαπωνία) ανήκουν σε ανώτερο πολιτισμό. Ως “κεντρική περιοχή διάδοσης του Mahayana-Βουδισμού, που ως θρησκεία με μεγάλη διάδοση απαιτεί να έχει παγκόσμια σημασία, και ως έδρα διαφόρων, πολύ παλιών ανώτερων πολιτισμών” η ανατολική Ασία, σύμφωνα με τον Weinmayr, κατέχει λόγω της θέσης της ένα επαναστατικό πολιτισμικό πλεονέκτημα για την Ευρώπη, “σε σχέση με τις αφρικάνικες ή ινδιάνικες παραδόσεις”. Το “έξω”, το οποίο ο Heidegger ανοίγει για την Ευρώπη με την ασιατική ετερότητα, παραμένει λοιπόν εν μέρει, όντας στην εσωτερικότητα(Immanenz) του συνεχούς (Kontinuum), ένας “ανώτερος πολιτισμός”. Επιπρόσθετα σε αυτά, ο Weinmayr χαρακτηρίζει συνολικά την πράξη του Heidegger να ανοιχτεί σε μια διαπολιτισμική ετερότητα, ως μια διπλή στρατηγική “διακοπτόμενης συνέχειας” και ως “οικειοποίηση και μεταμόρφωση”. Στα πλαίσια μιας επιφανειακής διαπραγμάτευσης “των πραγμάτων που σχετίζονται με τις συνομιλίες και μεταφράσεις” καταλήγει στο συμπέρασμα, πως ο σκοπός του διαλόγου με την ανατολική Ασία για τον Heidegger δεν είναι ούτε “να οδηγήσει την Ευρώπη πίσω σε μια κοινή πηγή δυτικών και ανατολικών παραδόσεων, που στην Ευρώπη (αυτή η πηγή) είχε παραμερισθεί μέσω της μεταφυσικής και τις αναπαραστάσεις της”, ούτε όμως και να αντικαταστήσει τον ευρωκεντρισμό με τον “ασιοκεντρισμό”. Ο σκοπός ήταν πολύ περισσότερο η υπέρβαση “ενός στοχάζεσθαι που έχει ως αρχή την ενότητα και την κεντρικότητα”. Με την αναφορά σε μια υπόδειξη του Heidegger για ένα κρυμμένο ορίζοντα συνομιλίας, -ο Heidegger μιλά στον διάλογο με τον Ιάπωνα περί μιας “και μόνης κρυμμένης πηγής, από την οποία η Ευρώπη και η Ασία θα μπορούσαν να έρθουν σε διάλογο”- ο Weinmayr μιλά για ένα “τρίτο δρόμο” του διαλόγου, ο οποίος δεν θεμελιώνεται με στοχασμούς ερμηνευτικούς και της θεωρίας των επικοινωνιών, αλλά μόνο μέσω της ολοκλήρωσης του ανοίγει και συνεχίζεται. Με αυτή την έννοια, ο Weinmayr κατανοεί την άρνηση του Heidegger, για μια συστηματική θεμελίωση των στοχασμών περί των συνθηκών μιας διαπολιτισμικής κατανόησης, όχι ως έλλειψη, αλλά αντίθετα ως “απλή συνέπεια” της άρνησης της ευρωπαϊκής-δυτικής λογικής των αναπαραστάσεων. Η μυστική πολιτική του Heidegger δηλαδή, όσον αφορά την συγγένεια του προς την ανατολική Ασία, ως πληρωμή και σοβαρή περίπτωση της επιχείρησης του, που σκοπό είχε την κριτική της μεταφυσικής. Κωδικοποιώντας: Όποιος θέλει να λύσει το μυστικό της μυστικής(δηλ που προσπαθεί να κρατήσει κάτι μυστικό)πολιτικής του Heidegger, πρέπει να λύσει πρώτα τον γρίφο του λόγου περί “Offenheit fürs Geheimnis“ (Δεκτικότητα για το μυστικό). Η προσπάθεια απελευθέρωσης από την κατάρα του Gestell (που είναι χαρακτηριστική για την Ευρώπη) μέσω ενός “βλέμματος προ την ανατολική Ασία”, εκπληρώνεται στο γεγονός πως το “δια” του διαπολιτισμικού διαλόγου εισάγεται στο παιχνίδι ως ανοιχτός και ελεύθερος από ιεραρχίες χώρος, μέσα στον οποίο “οι δυο κόσμοι πλησιάζουν ο ένας τον άλλο χωρίς να πρέπει να αρνηθούν και να προσαρμόσουν την απόσταση και την διαφορετικότητα τους”. Στη θέση των απλών αρνήσεων μπαίνει εδώ μια διαλεκτική της "μετάθεσης", όπου το “μετά” (über) δεν πηδάει απλώς κάπου μακρυά, αλλά με την σημασία που του δίνει ο Heidegger, πίσω-δηλαδή “πίσω στον χώρο απ' όπου ξεπήδησε”, ο οποίος μόνο στο φως του άλλου ανήκει στον εαυτό του, και με τον τρόπο αυτό γίνεται προσιτός και ανοικτός για μια μελλοντική μεταμόρφωση. Ποια περιπλοκή όμως προκύπτει από αυτή την διαλεκτική της ετερότητας περί “οικειοποίησης και μεταμόρφωσης”, ο Weinmayr τονίζει μόνο επιγραμματικά. Με τους τίτλους “'Stellen' ως αντίθεση μεταξύ γερμανικού και ιαπωνικού” και “Το ερώτημα περί του 'άλλου οίκου του Είναι'“, τονίζει στα δυο τελευταία κεφάλαια τα προβληματικά σημεία: α) την “απουσία της λέξης stellen στα ιαπωνικά”, β) την διαφορά μιας εμπειρίας της πραγματικότητας, που στο όνομα “Είναι και κενό” ξεκινά από μια “τελευταία αστάθεια (τρεπτότητα) και αμορφία του υπαρκτού”, 3) την διαφορά της ιαπωνικής λογικής και γραμματικής, που με την “δομή η οποία προσανατολίζεται σε ρήματα που αναφέρονται σε γεγονότα” και με την “αρχή της αλληλοαναφοράς και συνεχούς συσχέτισης” αντιτίθεται συστηματικά στην συγκεντρωτική ιεραρχία της δυτικής λογικής των αναπαραστάσεων. Και τέλος η υπενθύμιση στην υπόδειξη του Tsujimura για την εγγύτητα και απόσταση “στο ερώτημα περί του Είναι και στο απόλυτο τίποτα”. Παρόλο την συγγένεια της λογικής του “τίποτα” μεταξύ του Heidegger και του Ζεν-βουδισμού, μια θεμελιώδης διαφορά συνίσταται στο ότι ο Heidegger επιμένει στο πρωτείο της λογικής και κατανοεί το τίποτα ως φιλοσοφική, μη πνευματική πρόκληση. Επειδή προσπαθεί να σκεφτεί την πηγή της σκέψης μέσα στο τίποτα, ο Heidegger παραμένει, σύμφωνα με την υπόδειξη του Tsujimura, φιλόσοφος και Ευρωπαίος, ο οποίος -τουλάχιστο με την ματιά της Ασίας- αφού υπερέβη το Είναι-Νοείν, μένει στα μισά του δρόμου προσπαθώντας να σκεφτεί το τίποτα-Νοείν. Με αυτή ακριβώς την έννοια, μίλησε ο Hempel, στην κλασσική πια εργασία από το 1987, "Heidegger und Zen", για μια οπισθοδρόμηση.
T E Λ Ο Σ
Μετάφραση: Πέτρος
Αμέθυστος
Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΕΡΜΟΣ
Σήμερα στην Ελληνική επικράτεια παλεύουν δύο είδη πνευμάτων. Τό ένα είδος είναι οπλισμένο με την Θεολογία και είναι το πιό τίμιο μέρος της διαμάχης, διότι το πολιορκούμενο ανήκει στη θεολογία. Το άλλο είδος είναι οπλισμένο με την σύγχρονη φιλοσοφία. Υπάρχουν αληθινοί εραστές της Δυτικής φιλοσοφίας και πληροφορημένοι. Όλοι οι εκσυγχρονιστές πουλάνε φιλοσοφία καθότι αξιοπρεπής και μοντέρνα. Προσφέρεται. Το νέο εκσυγχρονιστικό αστέρι πρ.Θερμός που έχει τη δύναμη του Ιερώνυμου στα χέρια του είναι η πιό φτηνή εκδοχή τών εκσυγχρονιστών, καθώς την φιλοσοφία την έμαθε διαβάζοντας εφημερίδες.
Σήμερα στην Ελληνική επικράτεια παλεύουν δύο είδη πνευμάτων. Τό ένα είδος είναι οπλισμένο με την Θεολογία και είναι το πιό τίμιο μέρος της διαμάχης, διότι το πολιορκούμενο ανήκει στη θεολογία. Το άλλο είδος είναι οπλισμένο με την σύγχρονη φιλοσοφία. Υπάρχουν αληθινοί εραστές της Δυτικής φιλοσοφίας και πληροφορημένοι. Όλοι οι εκσυγχρονιστές πουλάνε φιλοσοφία καθότι αξιοπρεπής και μοντέρνα. Προσφέρεται. Το νέο εκσυγχρονιστικό αστέρι πρ.Θερμός που έχει τη δύναμη του Ιερώνυμου στα χέρια του είναι η πιό φτηνή εκδοχή τών εκσυγχρονιστών, καθώς την φιλοσοφία την έμαθε διαβάζοντας εφημερίδες.
Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010
Ο ''ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ'' ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΑΘΕΪΣΜΟΥ
Όπως βλέπουμε οι επιθέσεις τών εκσυχρονιστών της Ελλάδος εναντίον τής Εκκλησίας, με τελευταία της εκδήλωση τήν επίθεση εναντίον τού Σταυρού, όπως ακόμη και η προγραμματιζόμενη "ένωση" των Εκκλησιών και τών θρησκειών, ακολουθούν έναν δρόμο που έχει ήδη χαράξει ο δαιμονισμένος Μοοn. Όπως θα δούμε η γυναίκα τού Μοοn έθεσε τις βάσεις εδώ στην Ελλάδα ακόμη και της θεολογίας του φεμινισμού, τόσο αγαπητής στον κ.Καλαϊτζίδη και στην νέα ένωση "θεολόγων" ο ΚΑΙΡΟΣ.
Στις 31 Ιανουαρίου 2009 ο «αιδεσιμότατος» Sun Myung Moon, (Μουν), ιδρυτής της «Ενωτικής Εκκλησίας»(Unification Church), γιόρτασε τα 90α γενέθλιά του και μάλιστα δύο φορές. Πρώτα στην Σεούλ της Ν. Κορέας και στη συνέχεια, μόλις 15 ώρες αργότερα, στην Νέα Υόρκη, σε μία φαντασμαγορική συγκέντρωση στο Hammerstein Ballroom στο Μανχάταν, όπου μαζεύτηκαν πάνω από 3.000 θρησκευτικοί ηγέτες, διπλωμάτες και ηγέτες διαφόρων κοινοτήτων, όπως αναφέρει η πλευρά του Μουν.
Το 1993, η γυναίκα του, μετά από περιοδεία στην Ευρώπη, ήρθε και στην Αθήνα, στις 2 Δεκεμβρίου, σε γνωστό ξενοδοχείο, όπου την παρουσίασε πρώην πρωθυπουργός της χώρας!!!
Όπως ισχυρίζεται ο ίδιος το 1935, του εμφανίστηκε ο "Ιησούς Χριστός" και τον παρακάλεσε να συνεχίσει το έργο που Εκείνος είχε ξεκινήσει πριν από 2000 χρόνια. Ο "Ιησούς" του ζήτησε να ολοκληρώσει το έργο της εγκαθίδρυσης της Βασιλείας των Ουρανών στη Γη και της παγκόσμιας ειρήνης. Ο Moon τότε κατάλαβε ότι ο Χριστός απέτυχε να ολοκληρώσει την αποστολή του και την άφησε στη μέση για να την τελειώσει ο ίδιος…
Σύμφωνα επίσης με την διδασκαλία του Μουν, ο Χριστός δεν «κατανόησε την αληθινή αποστολή του», να ασκήσει τη λειτουργία του Αδάμ και να παλινορθώσει την Εύα πού έπεσε, δηλαδή να παντρευτεί, δημιουργώντας έτσι το τέλειο ζεύγος, και με τη γέννηση παιδιών την τέλεια οικογένεια σαν αφετηρία τού παραδείσου.
Τον Φεβρουάριο του 2003, ο Μουν ξεκίνησε την απίστευτη καμπάνια του με τίτλο "κατεβάστε κάτω τον σταυρό" ('tear down the cross'). Ο σταυρός για τον Moon θυμίζει τον πόνο του Ιησού και διαιρεί τους ανθρώπους των διαφορετικών θρησκειών.
Η καμπάνια περιλάμβανε λοιπόν κάψιμο και θάψιμο σταυρών! Κι όμως υπήρχαν «χριστιανοί» πάστορες που υπάκουσαν και κατέβασαν τους σταυρούς από τις εκκλησίες τους!
Οι φωτογραφίες δείχνουν τα αποτελέσματα της καμπάνιας"κατεβάστε κάτω τον σταυρό".
Πάνω βλέπετε χριστιανούς (;) υπακούωντας στις "αποκαλύψεις" του Μουν, να κατεβάζουν περιχαρείς τον σταυρό από τον τοίχο της εκκλησίας τους (πίσω από τον άμβωνα) και να τον πετάνε στα… σκουπίδια και στην άλλη φωτογραφία : ένας σταυρός θάβεται από τους Moonies στο Ισραήλ.Ο Moon μάλιστα, ήθελε να τον θάψει στον Γολγοθά!!!
Πηγή : Κόκκινος Ουρανός
Τρίτη, 04 Αυγούστου 2009
Αμέθυστος
Στις 31 Ιανουαρίου 2009 ο «αιδεσιμότατος» Sun Myung Moon, (Μουν), ιδρυτής της «Ενωτικής Εκκλησίας»(Unification Church), γιόρτασε τα 90α γενέθλιά του και μάλιστα δύο φορές. Πρώτα στην Σεούλ της Ν. Κορέας και στη συνέχεια, μόλις 15 ώρες αργότερα, στην Νέα Υόρκη, σε μία φαντασμαγορική συγκέντρωση στο Hammerstein Ballroom στο Μανχάταν, όπου μαζεύτηκαν πάνω από 3.000 θρησκευτικοί ηγέτες, διπλωμάτες και ηγέτες διαφόρων κοινοτήτων, όπως αναφέρει η πλευρά του Μουν.
Το 1993, η γυναίκα του, μετά από περιοδεία στην Ευρώπη, ήρθε και στην Αθήνα, στις 2 Δεκεμβρίου, σε γνωστό ξενοδοχείο, όπου την παρουσίασε πρώην πρωθυπουργός της χώρας!!!
Όπως ισχυρίζεται ο ίδιος το 1935, του εμφανίστηκε ο "Ιησούς Χριστός" και τον παρακάλεσε να συνεχίσει το έργο που Εκείνος είχε ξεκινήσει πριν από 2000 χρόνια. Ο "Ιησούς" του ζήτησε να ολοκληρώσει το έργο της εγκαθίδρυσης της Βασιλείας των Ουρανών στη Γη και της παγκόσμιας ειρήνης. Ο Moon τότε κατάλαβε ότι ο Χριστός απέτυχε να ολοκληρώσει την αποστολή του και την άφησε στη μέση για να την τελειώσει ο ίδιος…
Σύμφωνα επίσης με την διδασκαλία του Μουν, ο Χριστός δεν «κατανόησε την αληθινή αποστολή του», να ασκήσει τη λειτουργία του Αδάμ και να παλινορθώσει την Εύα πού έπεσε, δηλαδή να παντρευτεί, δημιουργώντας έτσι το τέλειο ζεύγος, και με τη γέννηση παιδιών την τέλεια οικογένεια σαν αφετηρία τού παραδείσου.
Τον Φεβρουάριο του 2003, ο Μουν ξεκίνησε την απίστευτη καμπάνια του με τίτλο "κατεβάστε κάτω τον σταυρό" ('tear down the cross'). Ο σταυρός για τον Moon θυμίζει τον πόνο του Ιησού και διαιρεί τους ανθρώπους των διαφορετικών θρησκειών.
Η καμπάνια περιλάμβανε λοιπόν κάψιμο και θάψιμο σταυρών! Κι όμως υπήρχαν «χριστιανοί» πάστορες που υπάκουσαν και κατέβασαν τους σταυρούς από τις εκκλησίες τους!
Οι φωτογραφίες δείχνουν τα αποτελέσματα της καμπάνιας"κατεβάστε κάτω τον σταυρό".
Πάνω βλέπετε χριστιανούς (;) υπακούωντας στις "αποκαλύψεις" του Μουν, να κατεβάζουν περιχαρείς τον σταυρό από τον τοίχο της εκκλησίας τους (πίσω από τον άμβωνα) και να τον πετάνε στα… σκουπίδια και στην άλλη φωτογραφία : ένας σταυρός θάβεται από τους Moonies στο Ισραήλ.Ο Moon μάλιστα, ήθελε να τον θάψει στον Γολγοθά!!!
Πηγή : Κόκκινος Ουρανός
Τρίτη, 04 Αυγούστου 2009
Αμέθυστος
Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010
Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Η πατριαρχική εγκύκλιος περιέχει την νέα εκκλησιολογία, ήδη ολοκληρωμένη και Ιστορικά κατοχυρωμένη, τα πνευματικά δικαιώματα τής οποίας ανήκουν στόν κ. Βαρθολομαίο και στους συνεργάτες του. Μία μεγάλη ομάδα που αποθέωσε τον κληρικαλισμό και πέταξε έξω από την Εκκλησία ολοκληρωτικά τον Κύριο. Η νέα Εκκλησία έχει σάν αντίπαλό της την παλαιά Εκκλησία του κληρικαλισμού η οποία προσκολλημένη στο παρελθόν έχει εγκατελειφθεί ήδη απ'ο την πρόοδο της Ιστορίας σαν ανεπίδεκτη μαθήσεως. Ο σκοπός του Κυρίου και τών αγίων του είναι να προστατεύουν και να εξασφαλίζουν την επιβίωση της Εκκλησίας. Η οποία είναι κάτι πολύτιμο, σάν μία κιβωτός που ταξιδεύει μέσα στον Χρόνο και παρ’ όλες τις αντιξοότητες συνεχίζει να υπάρχει. Θα μπορούσε να είναι, όπως και είναι μία κιβωτός που κρύβει στα σπλάχνα της ένα Ιερό βιβλίο βάση του οποίου ερμηνεύουμε και δίνουμε απαντήσεις στα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου.
Ένα σύγχρονο μαντείο των Δελφών εγκαταστημένο στο πλοίο τής αγάπης, τιμονιέρης του οποίου είναι ο ατρόμητος και πολύπαθος Βαρθολομαίος. Ξεκουράζεται μόνον αφήνοντας το τιμόνι για λίγο στον έμπειρο κ. Ζηζιούλα. Γράμματα, Κανόνες, Ερμηνείες. Δεν αποτελείται από ανθρώπους. Αλλά από χρυσές στολές, πανηγυρικούς λόγους, πανηγυρικές συν-ομιλίες. Λόγω τής εσωτερικότητος που επικράτησε στον Δυτικό πολιτισμό, το πανηγύρι μετεφέρθη στο εσωτερικό του Ναού. Ο μόνος που κρατά το ανθρώπινο δικαίωμα φαίνεται να είναι ο Επίσκοπος. Και δεν φαίνεται να είναι ακριβώς άνθρωπος, είναι πρόσωπο. Kαι αυτό γεμάτο διακρίσεις, Κανόνες, Εικόνα τού απόντος Θεού, εκ-πρόσωπος. Μ' αυτό τον όρο διαφοροποιείται ο σύγχρονος θριαμβεύων κληρικαλισμός, από τον παλαιό, του οποίου αποτελεί την πρόοδο. Ο παληός κληρικός ήταν αντι-πρόσωπος του Θεού.
Η ανακαινισμένη εκκλησία, αντί για την διαρκή μνήμη των κανόνων ή της αμαρτίας, που είναι το ίδιο (μιά μνήμη που αντικατέστησε την διαρκή Μνήμη Κυρίου) θα «ευρίσκεται εις διαρκή διάλογον με τον κόσμον» όπως ακριβώς το υποκείμενο με το αντικείμενο.
Η εκκλησία δεν αποτελείται πλέον από ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν στον κόσμο και ακολούθησαν την κλίση του Θεού. Αποτελείται από ανθρώπους οι οποίοι αφού νίκησαν τα συγγνωστά πάθη ντύθηκαν τούς ιερούς θεσμούς, τούς ενσάρκωσαν, και συνεχίζουν την ζωή τους σε διαρκή διάλογο, είτε με τα προβλήματα της εποχής, είτε με την αμαρτία της εποχής.
Νομίζουμε πως η Ρομποτική θα είχε πολλά να διδαχθεί από τον κληρικαλισμό της εποχής μας.
Μας άρεσε όμως ο τρόπος με τον οποίο κατανοεί τους παληούς του συναδέλφους ο κ.Βαρθολομαίος. «Ωρισμένοι κύκλοι που διεκδικούν δια τον εαυτόν των αποκλειστικώς τον τίτλον του ζηλωτού και υπερασπιστού της ορθοδοξίας»
Λένε μερικοί πως Λειτουργία σημαίνει το έργο του Λαού.
Αφού ο Λαός αντικατεστάθη από Τιτουλάριους, πώς πρέπει να ονομάσουμε την νέα Λειτουργία, την Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία; Ποιό είναι το έργο των Τιτουλάριων; ΤΙΤΟΥΛΑΡΓΕΙΑ;
Αμέθυστος
Ένα σύγχρονο μαντείο των Δελφών εγκαταστημένο στο πλοίο τής αγάπης, τιμονιέρης του οποίου είναι ο ατρόμητος και πολύπαθος Βαρθολομαίος. Ξεκουράζεται μόνον αφήνοντας το τιμόνι για λίγο στον έμπειρο κ. Ζηζιούλα. Γράμματα, Κανόνες, Ερμηνείες. Δεν αποτελείται από ανθρώπους. Αλλά από χρυσές στολές, πανηγυρικούς λόγους, πανηγυρικές συν-ομιλίες. Λόγω τής εσωτερικότητος που επικράτησε στον Δυτικό πολιτισμό, το πανηγύρι μετεφέρθη στο εσωτερικό του Ναού. Ο μόνος που κρατά το ανθρώπινο δικαίωμα φαίνεται να είναι ο Επίσκοπος. Και δεν φαίνεται να είναι ακριβώς άνθρωπος, είναι πρόσωπο. Kαι αυτό γεμάτο διακρίσεις, Κανόνες, Εικόνα τού απόντος Θεού, εκ-πρόσωπος. Μ' αυτό τον όρο διαφοροποιείται ο σύγχρονος θριαμβεύων κληρικαλισμός, από τον παλαιό, του οποίου αποτελεί την πρόοδο. Ο παληός κληρικός ήταν αντι-πρόσωπος του Θεού.
Η ανακαινισμένη εκκλησία, αντί για την διαρκή μνήμη των κανόνων ή της αμαρτίας, που είναι το ίδιο (μιά μνήμη που αντικατέστησε την διαρκή Μνήμη Κυρίου) θα «ευρίσκεται εις διαρκή διάλογον με τον κόσμον» όπως ακριβώς το υποκείμενο με το αντικείμενο.
Η εκκλησία δεν αποτελείται πλέον από ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν στον κόσμο και ακολούθησαν την κλίση του Θεού. Αποτελείται από ανθρώπους οι οποίοι αφού νίκησαν τα συγγνωστά πάθη ντύθηκαν τούς ιερούς θεσμούς, τούς ενσάρκωσαν, και συνεχίζουν την ζωή τους σε διαρκή διάλογο, είτε με τα προβλήματα της εποχής, είτε με την αμαρτία της εποχής.
Νομίζουμε πως η Ρομποτική θα είχε πολλά να διδαχθεί από τον κληρικαλισμό της εποχής μας.
Μας άρεσε όμως ο τρόπος με τον οποίο κατανοεί τους παληούς του συναδέλφους ο κ.Βαρθολομαίος. «Ωρισμένοι κύκλοι που διεκδικούν δια τον εαυτόν των αποκλειστικώς τον τίτλον του ζηλωτού και υπερασπιστού της ορθοδοξίας»
Λένε μερικοί πως Λειτουργία σημαίνει το έργο του Λαού.
Αφού ο Λαός αντικατεστάθη από Τιτουλάριους, πώς πρέπει να ονομάσουμε την νέα Λειτουργία, την Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία; Ποιό είναι το έργο των Τιτουλάριων; ΤΙΤΟΥΛΑΡΓΕΙΑ;
Αμέθυστος
Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010
Ο Heidegger και η ανατολή
Από το βιβλίο του Cai Werntgen
Η ευρωπαϊκή σκέψη μεταξύ ανατολής και δύσης
Ο Heidegger και η ανατολική Ασία
«...παραμένει ως αναπόφευκτη κατάσταση ανάγκης το γεγονός, πως ο αναγνώστης, που κατά φυσικό τρόπο συναντά την εργασία αυτή απ' έξω, κατ' αρχάς και για πολύ καιρό, δεν αναπαριστά και δεν ερμηνεύει τα προς σκέψη πράγματα βάσει των αποσιωπημένων πηγών...» Heidegger, Holzwege
Στο ευχαριστήριο γράμμα της 6 Αυγούστου του 1949 από τον St. Moritz, εκφράζοντας τις ευχαριστίες για την λήψη των τριών βιβλίων-κλειδιών της στροφής(“Τι είναι η μεταφυσική”, “Περί της ουσίας της αληθείας” και “Περί του ανθρωπισμού), ο Karl Jaspers μας προδίδει προσωπική του ερμηνευτική συνταγή για την αποκωδικοποίηση της “στροφής” του Heidegger: «Οι ερμηνείες σας των αρχαίων είναι πάντα μια έκπληξη. Είτε είναι ορθές είτε λανθασμένες, είναι αδιάφορο μπρος σ' αυτό από το οποίο μιλάτε και ως προς αυτό όπου σκοπεύετε να οδηγήσετε τον αναγνώστη. Τα κείμενά μου απευθύνονται, χωρίς να τα έχω ξεκαθαρίσει. Αναπηδούν πολλά ερωτήματα. Δεν έχω ακόμα καταφέρει να βρεθώ εν μέσω του όλου πράγματος. Βοηθιέμαι ενθυμούμενος πράγματα ασιατικά... Το “Είναι”, “το ξέφωτο του Είναι” όπως τα χρησιμοποιείτε, η αντιστροφή που κάνετε της αναφοράς μας στο Είναι σε αναφορά του είναι σε μας- όλα αυτά πιστεύω κάπου τα συνάντησα στην Ασία...»
Η απάντηση του Heidegger στις 12.8 είναι κυριολεκτικά μια επιστροφή του γράμματος:
«Αυτό που λέτε περί ασιατικών πραγμάτων είναι συγκλονιστικό. Ένας Κινέζος, που τα χρόνια 1943-44 άκουσε τις παραδόσεις μου για τον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη, βρήκε επίσης απηχήσεις της ασιατικής σκέψης. Όπου η γλώσσα δεν είναι πατρίδα μου παραμένω σκεπτικός(εν αμφιβολία). Και αυτό εντάθηκε όταν ο Κινέζος, που ήταν Χριστιανός θεολόγος και φιλόσοφος, μετέφρασε μαζί μου μερικές λέξεις του Λάο Τσε. Ρωτώντας έμαθα πόσο ξένη μας είναι η όλη ουσία της γλώσσας. Είχαμε παρατήσει την προσπάθεια. Παρόλα αυτά, εδώ βρίσκεται κάτι πολύ ενδιαφέρον, και όπως πιστεύω, κάτι ουσιώδες για το μέλλον, όταν μετά από εκατοντάδες χρόνια θα έχει ξεπεραστεί η ερήμωση. Οι απηχήσεις όμως έχουν πιθανόν μια εντελώς άλλη ρίζα. Από το 1910 με συντροφεύει ο δάσκαλος (Meister) της γραφής και της ζωής Έκαρτ. Αυτός και η πάντα καινούρια προσπάθεια στοχασμού πάνω στο “το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι” του Παρμενίδη. Το συνεχές ερώτημα για το “αυτό”, που δεν είναι ούτε “νοείν” ούτε “είναι”. Η απουσία της σχέσης υποκειμένου-αντικειμένου στον Ελληνισμό, με οδήγησαν, παράλληλα με την σκέψη μου, σε κάτι που φαίνεται σαν μια αντιστροφή, αλλά είναι και κάτι άλλο και προηγείται αυτουνού.»
Αυτή η απάντηση στον διαισθητικό συνειρμό του Jaspers, μας φαίνεται χαρακτηριστική για την επίσημη πληροφοριακή πολιτική του Heidegger ως προς το θέμα “Ανατολική Ασία”, που πιθανός εμπνευστής και καταλύτης της “στροφής” του: στην αρχή μια κίνηση εμπνευσμένης συμμετοχής -“συγκλονιστικό”- που βαθμιαία σχετικοποιείται και ελαττώνεται, και τελικά φτάνει σε μια αμφίσημη αλυσίδα αρνήσεων: στην αρχή, στη θέση των άμεσων απαντήσεων, γίνεται λόγος για “απηχήσεις”, για τις οποίες μαρτυρεί ένας Κινέζος, ο σύντροφος στις μεταφράσεις του Λάο Τσε, ο Hsiao, ο οποίος αναφέρεται ως ο ακροατής των παραδόσεων για τους Προσωκρατικούς. Στη συνέχεια βάζει σε σκέψη-υποψία τις “απηχήσεις” με την επισήμανση της θεμελιώδους διαφοράς στην “ουσία της γλώσσας” που οδήγησε στην διακοπή των μεταφράσεων. Παράλληλα όμως υποδεικνύει- με το τυπικά μεγαλομανές χρονικό διάστημα των εκατοντάδων ετών- την σημασία που έχει για το μέλλον το ερώτημα περί Ανατολικής Ασίας. Στο τέλος φέρνει στο προσκήνιο, με μια επιπλέον κίνηση εναντίωσης, τους γνωστούς “ελληνοτευτονικούς” μάρτυρες “Μάϊστερ Έκαρτ” και “Παρμενίδη”, ως τους καθαυτό εμπνευστές της στροφής.
Αντίστοιχα πολύφωνο και αντιφατικό είναι στο σύνολο του το υλικό του Heidegger για τον διάλογο μεταξύ ανατολής και δύσης. Θα μπορούσε σχεδόν να γίνει λόγος για ένα σκηνοθετημένο, καλά υπολογισμένο λαβύρινθο: Η στο μεταξύ πλούσια τεκμηρίωση των γεγονότων (δηλ πως ο Heidegger το αργότερο από το 1930, μετά την επιλεγμένη μετάφραση των παροιμιών του Tschuang Tse από τον Buber είχε έντονη επαφή με τα κείμενα της κινέζικης σκέψης του Ταοϊσμού, πως από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 είχε εγκατασταθεί μια έντονη προσωπική επαφή με την ιαπωνική σκέψη του Ζεν-Βουδισμού μέσω των επισκεπτών φοιτητών και καθηγητών από την Ασία, και που με την μετάφραση του “Είναι και Χρόνος” το 1931 είχε προκαλέσει στην Ιαπωνία την πλούσια σε συνέπειες νέα πρόσληψη της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας μέσα από την οπτική του Heidegger), βρίσκεται σε προφανή αντίθεση προς τον σχεδόν ανύπαρκτο αριθμό διασκορπισμένων, σαφών ανατολικοασιατικών κειμένων στα μέχρι τότε εκδοθέντα έργα. Δίπλα στο σχετικό έργο “Gespräch mit einem Japaner” (“Συνομιλία με ένα Γιαπωνέζο”) από το έτος 1954, έχουμε τις εξής αναφορές: 1) μια παρατήρηση στο έργο “Satz der Identität“ (1957, Αρχή (πρόταση) της ταυτότητος) όπου ο Heidegger τοποθετεί την δική του έννοια "Ereigni" (συμβάν, τυχαίο) σε μια σειρά με αμετάφραστες θεμελιώδεις λέξεις "όπως η ελληνική λέξη λόγος και η κινέζικη λέξη Τάο". 2) Η ήδη αναφερθείσα υπόδειξη στο "Wissenschaft und Besinnung" (1953, Επιστήμη και συνείδηση) όπου σχετικοποιεί την συνομιλία με την Asia minor άλλως Ελλάδα, ως conditio sine non qua (αναγκαία συνθήκη) “για τον αναπόφευκτο διάλογο με τον κόσμο της ανατολικής Ασίας”. Λίγο αργότερα στο "Zur Seinsfrage" (1956, Περί του ερωτήματος για το Είναι) θεμελιώνεται ως προετοιμασία για μια "πλανητική οικοδόμηση". 3) Κοντά σε αυτά, στην διάλεξη "Grundsätze des Denkens" (1957, Θεμέλια της σκέψης) με την υπόδειξη σε αυτή ακριβώς την πλανητική συγκυρία έρχεται η προειδοποίηση για τον κίνδυνο ενός “ανούσιου-φλύαρου” διαλόγου, όπου υπάρχει ο κίνδυνος “οι Ινδίες, η Κίνα και η Ιαπωνία” κάτω από την υπερδύναμη του δυτικού λόγου που τα ξεριζώνει όλα, να αναλάβουν τον ρόλο “των Άγγλων εμπειριστών και των καντιανών”. Και 4) το 1959 στο έργο "Hölderlins Himmel und Erde" (Ο ουρανός και η γη στον Hölderlin) το ήδη αναφερθέν άνοιγμα της έννοιας της αρχής (“Anfang”) από την “δυτική της απομόνωση” σε ένα διαπολιτισμικό πληθυντικό. Τέλος 5) το 1962 στο βιβλίο για το ταξίδι στην Ελλάδα "Aufenthalte" (διαμονές) παρουσιάζεται ο τονισμός του διαλόγου Ανατολής-Δύσης ως απόφαση για την μοίρα της Ευρώπης, και αυτού που λέγεται δυτικός κόσμος.
Είναι προφανές πως όλες οι πιο πάνω αναφερθείσες θέσεις δείχνουν μεν ξεκάθαρα την συνείδηση του Heidegger για την σημασία της συνομιλίας μεταξύ Ανατολής-Δύσης, σιωπούν όμως χαρακτηριστικά για τις ιδιαίτερες θέσεις του Heidegger εντός αυτής της διαπολιτισμικής τοπογραφίας. Η ανακατασκευή του διαλόγου Ανατολής-Δύσης που έκανε ο Heidegger, εξαρτάται, λόγω έλλειψης επιβεβαιωτικών στοιχείων -είτε είναι σημειώσεις, επιστολές είτε απλά αποδείξεις δανεισμού βιβλίων από την βιβλιοθήκη- πρωτίστως από σκόρπιες επισημάνσεις, ανέκδοτα και ιδιωτικούς μύθους. Για παράδειγμα η μαρτυρία του William Barrett, του Αμερικανού εκδότη του έργου του Suzuki "Ζεν Βουδισμός" (1956), στον οποίο πρέπει να είχε πει ο Heidegger μετά την ανάγνωση του έργου, πως ακριβώς αυτά είναι που ήθελε να πει σε όλα του τα έργα. Έναντι αυτού βρίσκεται σε περίοπτη θέση, στη συνέντευξη που έδωσε στον Spiegel το 1966, και που είναι η μεταθανάτια φιλοσοφική παρακαταθήκη του Heidegger για την ευρεία γερμανική δημοσιότητα, το προγραμματικά διατυπωμένο αξίωμα περί του ομοιοπαθητικού πρωτείου του ευρωπαϊκού αυτοφωτισμού έναντι των εξορμήσεων προς την Ανατολή:
“Η πεποίθηση μου είναι, πως μόνο από τον ίδιο χώρο, στον οποίο δημιουργήθηκε ο μοντέρνος τεχνολογικός κόσμος, μπορεί να προετοιμασθεί και μια (αντι-)στροφή, και πως δεν μπορεί να γίνει αυτό με την πρόσληψη του Ζεν-Βουδισμού και άλλων ανατολικών κοσμικών εμπειριών. Είναι αναγκαίο να γίνουν νέες σκέψεις για την ευρωπαϊκή παράδοση και την νέα πρόσληψη της. Η σκέψη μεταβάλλεται μόνο με την σκέψη, που έχει την ίδια πηγή και προορισμό.”
Και αυτή όμως η θέση αποτελεί ένα περαιτέρω σημείο εναντίωσης ως προς τον αυτοσχολιασμό του Heidegger το 1969 στα πλαίσια μιας ιδιωτικής σειράς σεμιναρίων στην πόλη Le Thor, όπου αναφέρει πως “χρησιμοποιώντας το συμβεβηκώς δεν σκεφτόμαστε πια ελληνικά”. Λίγο πριν όμως, το 1968, σε μια επίσης μετά θάνατον δημοσιευθείσα επιστολή προς τον Ιάπωνα φιλόσοφο Tsujirmura, ο Heidegger είχε χαρακτηρίσει την “σκέψη του περί ξέφωτου” ως πιθανό πρόδρομο, που θα «έφερνε την μεταβληθείσα ευρωπαϊκή σκέψη σε μια γόνιμη αντιμετώπιση της ανατολικοασιατικής “σκέψης”».
Ενώπιον μιας τέτοιας σύγχυσης φωνών και στοιχείων, δεν φαίνεται να είναι τυχαίο πως η έρευνα περί του Heidegger καταπιάστηκε διστακτικά μέχρι τώρα με το σύμπλεγμα “του διαλόγου Ανατολής-Δύσης”. Σε αυτά προστίθεται, σύμφωνα με τον Graham Parkes, εκδότη της πρώτης ανθολογίας "Heidegger and Asian Thought" (1987), δίπλα στα σημαντικά γλωσσικά εμπόδια και η υποτίμηση τόσο της σκέψης του Heidegger όσο και της ασιατικής, από το αμερικάνικο “mainstream” της αναλυτικής φιλοσοφίας, μέχρι τις αρχές του 1980. Παρά τις ξεκάθαρες ενθαρρύνσεις όχι μόνο του Heidegger, αλλά και του Hans-Georg Gadamer, να προχωρήσει συστηματικά η συγκριτική μελέτη των "Asian philosophies", οι συστηματικές εργασίες προς αυτή την κατεύθυνση, στα πλαίσια της έρευνας για τον Heidegger, μπορούν αν μετρηθούν στα δάκτυλα ενός χεριού, απ' όσο ξέρουμε: 1) Το έργο του Reinhard May "Ex oriente lux. Heideggers Werk unter ostasiatischem Einfluss" (1989, Το φως από την ανατολή. Το έργο του Heidegger κάτω από την επίδραση της ανατολικής Ασίας), 2) Το δοκίμιο, συμπληρωματικό προς την αγγλική μετάφραση του έργου του May, του Graham Parkes με τον τίτλο "Rising Sun over Black Forest" (1996), 3) Η ήδη πολλές φορές αναφερθείσα ανάλυση "Martin Heideggers Angang(;) der interkulturellen Auseinandersetzung" (1992) του Florian Vetsch και τέλος η έρευνα του Elmar Weinmayr "Entstellung. Die Metaphysik im Denken Martin Heideggers. Mit einem Blick nach Japan" (1991, Παραμόρφωση. Η μεταφυσική στη σκέψη του Martin Heidegger. Με μια ματιά προς την Ιαπωνία).
Η ιδιαίτερη αξία αυτής της τετράδας βρίσκεται στο ότι η αποκρυπτογράφηση ασιατικών στοιχείων και συμπλεγμάτων στο έργο του Heidegger, παραμένει εδώ προσκολλημένη στο ερώτημα περί της για τον Heidegger ιδιαίτερης χρήσης του διαπολιτισμικού διαλόγου, που επίσης σημαίνει: Το πρόβλημα της μυστικής πολιτικής του Heidegger όσον αφορά την ανατολή. Συναντιούνται στην πρόκληση να ανιχνεύσουν τα ανείπωτα ανατολικά στοιχεία της σκέψης του, όχι μόνο χωρίς την βοήθεια του, αλλά πιθανόν και ενάντια στην επιθυμία του.
Ρώτησα: πού είναι η αμαρτία μου; και μια φωνή απάντησε: αμαρτία είναι το ότι είσαι εδώ, πιο βαρειά δεν υπάρχει (αγνώστου)
ώ πόνε, εσύ, φλογερή θέα τής μεγάλης ψυχής, γιατί;
η ψυχή είναι κάτι ξένο πάνω στη γή! (Τράκλ)
Στην τεχνολογία εντοπίζεται η αιχμή της καταστροφής του Δυτικού πολιτισμού κατά τον Χάϊντεγκερ. Γι' αυτό και γράφει: «εμείς μπορούμε και διαφορετικά. Ναί μεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τα αντικείμενα της τεχνολογίας και να μένουμε ελεύθεροι από αυτά, αφού κάθε στιγμή μπορούμε να τα αφήσουμε ! Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα αντικείμενα της τεχνολογίας όπως πρέπει: Αλλά μπορούμε και να τα αφήσουμε ταυτόχρονα να ησυχάσουν, ως κάτι δηλ. που στο εσωτερικό και στο πραγματικό (όπως είναι δηλ.) δεν μας αφορά»
Και ο Χάϊντεγκερ επίσης ξεκινά από την υπόθεση πως το αντίπαλο ζεύγος δηλ. η διπολική διαφορά υποκειμένου-αντικειμένου είναι ανατολικής προελεύσεως. Καί αυτός δρομολογεί την σχέση (relation) ως σχέση, για να πάψει το υποκείμενο, με τον τρόπο της ανατολής, να είναι προβολέας φαντασιών (παραστάσεων Vorstellung). Και το πρόγραμμα που εγκαθιστά για το σκοπό αυτό είναι επίσης ανατολικής προελεύσεως: ουδετεροποίηση, αποπροσωποποίηση, ανωνυμοποίηση, δηλ τεχνικές εκμηδένισης, επιστροφής του εγωϊδούς υποκειμένου σε εκείνη την «άδεια και αφηρημένη υπόσταση του τίποτα». Έτσι το Νιρβάνα είναι το επέκεινα που εξαφανίζεται στον εαυτό του, το υπερβατικό σύνορο-όριο όλων των πιθανών κόσμων που βρίσκονται στό παρασκήνιο.
Ο Χάϊντεγκερ στρατολογεί-κινητοποιεί (rekrutieren) το ανατολικό μηδέν οντολογικά, δηλ. ως όργανο μιάς μεταλλαγμένης προθέσεως που είναι όμως πάντοτε οντολογική. Μεταρρυθμίζει την Δυτική οντολογία κάνοντάς την ανατολική. Πρόκειται για έναν εμπλουτισμό του φάσματος δράσης της δυτικής οντολογίας με ανατολικά στοιχεία.
Ο νεοπροσανατολισμός του Χάϊντεγκερ πρός την ανατολή δέν είναι τόσο επαναστατικός όσο η ανακάλυψή του σχετικά με την δυνατότητα που προσφέρουν παμπάλαιες τεχνικές της ανατολής στο σχέδιο της επαναλήψεως του δυτικού ερωτήματος της οντολογίας του πράγματος. Μιά πνευματική τεχνική στην υπηρεσία του ερωτήματος περί του είναι, που μεταμορφώνει ανατολικά την Καρτεσιανή άσκηση της πρόσφατης μύησης στο υποκείμενο (subjektinitiation) σε διαλογιστική (Μeditative) οντολογία.
Το «βήμα προς τα πίσω» που προτείνει ο Χάϊντεγκερ να γίνει προς την ανατολη, εντάσσεται μέσα στο πλωτινικό αξίωμα του πρωτείου της αρχής : «Το καλύτερο είναι το απο πού, το χειρότερο το προς τα πού». (Εννεάδες, Γ, 8-8.38).
Ο Χάϊντεγκερ κατά βάση δεν εγκαταλείπει το ψυχοδυναμικό πλαίσιο της πρωτογενούς σκηνής του υψηλού πολιτισμού. Όπως και πριν παραμένουν, η σκηνή του θανάτου, το αίνιγμα της διαφοράς πνεύματος και σώματος, ψυχής και πράγματος, πέτρας και σκέψης, αυτά που καθορίζουν τον χώρο της σκέψης του. Η διαφορά που σηματοδοτεί την στροφή του συνίσταται σε μιά τροποποίηση, για την ακρίβεια μια εντατικοποίηση, αύξηση σε μέγιστο βαθμό του φόβου και της αποξένωσης από τον κόσμο, που υφίσταται στον δυτικό πολιτισμό. Ο αέρας του Χάϊντεγκερ που μας μεταφέρει πέρα από το σύνορο της δυτικής μεταφυσικής, προέρχεται απο το πανάρχαιο. Πάει πίσω για να ξαναεπινοήσει εκεί τις αρχέγονες φιγούρες του δυτικού πολιτισμού, πιό αρχέγονα, πιό έντονα.
Αν ο Χάϊντεγκερ μετακομίζει από το είναι στο τίποτα, το κάνει για να διδάξει εκεί στο υποκείμενο, εκ νέου την αρχαία τέχνη του θαυμασμού και του φόβου. Αποσαρκώνει τον αξιακό χώρο για να κάνει το είναι εκ νέου αινιγματικό και μαγεμένο. Το τίποτα το χρησιμοποιεί για να μεταφέρει το είναι, νεοπρωτόγωνα και νεοκοπερνικά ταυτόχρονα, σε ένα ακόμα πιο μυστηριώδες πλησίασμα. Πιό μυστηριώδες γιατί εδώ πρόκειται για έκσταση μπρός στο καθημερινό, το φαινομενικά απλό και συνηθισμένο. Χάϊντεγκερ : αυτός που βγήκε για να μάθει εκ νέου, ακόμη πιο ριζοσπαστικά, τον μεταφυσικό φόβο. Γιατί όπως στο παραμύθι των Grimm, πιο φοβερό απο το φάντασμα και το πτώμα είναι ο κουβάς γεμάτος χέλια.
Μετάφραση Πέτρος Χαραλάμπους
Υ.Γ. Η κοινή υποκειμενικότης στην οποία επαναστατεί ο Χάϊντεγκερ με τον τρόπο του, που θεωρήθηκε επανάσταση στον καιρό της, φανερώνεται καθαρά σε έναν παληό διάλογο μεταξύ του Ινδού ποιητού Ταγκόρ και του Αϊνστάϊν.
Αϊνστάϊν : «Υπάρχουν δύο διαφορετικές απόψεις για την φύση του Σύμπαντος. Ο κόσμος ως ενότητα που εξαρτάται από την ανθρωπότητα και ο κόσμος ως πραγματικότητα ανεξάρτητη από τον ανθρώπινο παράγοντα».
Ταγκόρ : «Αυτός ο κόσμος είναι ένας ανθρώπινος κόσμος, η επιστημονική του άποψη είναι επίσης αυτή του επιστημονικού ανθρώπου. Γιαυτό και δεν υπάρχει ο κόσμος εκτός από μας : είναι ένας σχετικός κόσμος του οποίου η πραγματικότητα εξαρτάται από τη συνειδητότητά μας».
Α : «Τότε η αλήθεια ή η ομορφιά δεν είναι ανεξάρτητες από τον άνθρωπο;»
Τ : «Όχι»
Α : «Αν δεν υπήρχαν πλέον άνθρωποι, δεν θα ήταν ωραίος ο Απόλλωνας του Μπελβεντέρι;»
Τ : «Όχι»
Α : «Συμφωνώ ως προς αυτή την άποψη της ομορφιάς, όχι όμως ως προς την αλήθεια»
Τ : «Γιατί όχι; Η αλήθεια αναγνωρίζεται από τους ανθρώπους»
Α : «Δεν μπορώ να αποδείξω την ορθότητα αυτής της αφηρημένης ιδέας μου, είναι όμως η θρησκεία μου. Πιστεύω στο Πυθαγόρειο επιχείρημα ότι η αλήθεια είναι ανεξάρτητη από τα όντα»
Τ : «Αν υπάρχει μιά αλήθεια απολύτως άσχετη από την ανθρωπότητα, τότε σε κάθε περίπτωση είναι για μας απολύτως μη υπαρκτή».
[Αυτό το κενό καλύπτει η τεχνολογία, λόγω της απάνθρωπης αναπτύξεως της επιστήμης. Αυτή είναι η ουσία της. Η υποκειμενικότητά της]
Αμέθυστος
Η ευρωπαϊκή σκέψη μεταξύ ανατολής και δύσης
Ο Heidegger και η ανατολική Ασία
«...παραμένει ως αναπόφευκτη κατάσταση ανάγκης το γεγονός, πως ο αναγνώστης, που κατά φυσικό τρόπο συναντά την εργασία αυτή απ' έξω, κατ' αρχάς και για πολύ καιρό, δεν αναπαριστά και δεν ερμηνεύει τα προς σκέψη πράγματα βάσει των αποσιωπημένων πηγών...» Heidegger, Holzwege
Στο ευχαριστήριο γράμμα της 6 Αυγούστου του 1949 από τον St. Moritz, εκφράζοντας τις ευχαριστίες για την λήψη των τριών βιβλίων-κλειδιών της στροφής(“Τι είναι η μεταφυσική”, “Περί της ουσίας της αληθείας” και “Περί του ανθρωπισμού), ο Karl Jaspers μας προδίδει προσωπική του ερμηνευτική συνταγή για την αποκωδικοποίηση της “στροφής” του Heidegger: «Οι ερμηνείες σας των αρχαίων είναι πάντα μια έκπληξη. Είτε είναι ορθές είτε λανθασμένες, είναι αδιάφορο μπρος σ' αυτό από το οποίο μιλάτε και ως προς αυτό όπου σκοπεύετε να οδηγήσετε τον αναγνώστη. Τα κείμενά μου απευθύνονται, χωρίς να τα έχω ξεκαθαρίσει. Αναπηδούν πολλά ερωτήματα. Δεν έχω ακόμα καταφέρει να βρεθώ εν μέσω του όλου πράγματος. Βοηθιέμαι ενθυμούμενος πράγματα ασιατικά... Το “Είναι”, “το ξέφωτο του Είναι” όπως τα χρησιμοποιείτε, η αντιστροφή που κάνετε της αναφοράς μας στο Είναι σε αναφορά του είναι σε μας- όλα αυτά πιστεύω κάπου τα συνάντησα στην Ασία...»
Η απάντηση του Heidegger στις 12.8 είναι κυριολεκτικά μια επιστροφή του γράμματος:
«Αυτό που λέτε περί ασιατικών πραγμάτων είναι συγκλονιστικό. Ένας Κινέζος, που τα χρόνια 1943-44 άκουσε τις παραδόσεις μου για τον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη, βρήκε επίσης απηχήσεις της ασιατικής σκέψης. Όπου η γλώσσα δεν είναι πατρίδα μου παραμένω σκεπτικός(εν αμφιβολία). Και αυτό εντάθηκε όταν ο Κινέζος, που ήταν Χριστιανός θεολόγος και φιλόσοφος, μετέφρασε μαζί μου μερικές λέξεις του Λάο Τσε. Ρωτώντας έμαθα πόσο ξένη μας είναι η όλη ουσία της γλώσσας. Είχαμε παρατήσει την προσπάθεια. Παρόλα αυτά, εδώ βρίσκεται κάτι πολύ ενδιαφέρον, και όπως πιστεύω, κάτι ουσιώδες για το μέλλον, όταν μετά από εκατοντάδες χρόνια θα έχει ξεπεραστεί η ερήμωση. Οι απηχήσεις όμως έχουν πιθανόν μια εντελώς άλλη ρίζα. Από το 1910 με συντροφεύει ο δάσκαλος (Meister) της γραφής και της ζωής Έκαρτ. Αυτός και η πάντα καινούρια προσπάθεια στοχασμού πάνω στο “το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι” του Παρμενίδη. Το συνεχές ερώτημα για το “αυτό”, που δεν είναι ούτε “νοείν” ούτε “είναι”. Η απουσία της σχέσης υποκειμένου-αντικειμένου στον Ελληνισμό, με οδήγησαν, παράλληλα με την σκέψη μου, σε κάτι που φαίνεται σαν μια αντιστροφή, αλλά είναι και κάτι άλλο και προηγείται αυτουνού.»
Αυτή η απάντηση στον διαισθητικό συνειρμό του Jaspers, μας φαίνεται χαρακτηριστική για την επίσημη πληροφοριακή πολιτική του Heidegger ως προς το θέμα “Ανατολική Ασία”, που πιθανός εμπνευστής και καταλύτης της “στροφής” του: στην αρχή μια κίνηση εμπνευσμένης συμμετοχής -“συγκλονιστικό”- που βαθμιαία σχετικοποιείται και ελαττώνεται, και τελικά φτάνει σε μια αμφίσημη αλυσίδα αρνήσεων: στην αρχή, στη θέση των άμεσων απαντήσεων, γίνεται λόγος για “απηχήσεις”, για τις οποίες μαρτυρεί ένας Κινέζος, ο σύντροφος στις μεταφράσεις του Λάο Τσε, ο Hsiao, ο οποίος αναφέρεται ως ο ακροατής των παραδόσεων για τους Προσωκρατικούς. Στη συνέχεια βάζει σε σκέψη-υποψία τις “απηχήσεις” με την επισήμανση της θεμελιώδους διαφοράς στην “ουσία της γλώσσας” που οδήγησε στην διακοπή των μεταφράσεων. Παράλληλα όμως υποδεικνύει- με το τυπικά μεγαλομανές χρονικό διάστημα των εκατοντάδων ετών- την σημασία που έχει για το μέλλον το ερώτημα περί Ανατολικής Ασίας. Στο τέλος φέρνει στο προσκήνιο, με μια επιπλέον κίνηση εναντίωσης, τους γνωστούς “ελληνοτευτονικούς” μάρτυρες “Μάϊστερ Έκαρτ” και “Παρμενίδη”, ως τους καθαυτό εμπνευστές της στροφής.
Αντίστοιχα πολύφωνο και αντιφατικό είναι στο σύνολο του το υλικό του Heidegger για τον διάλογο μεταξύ ανατολής και δύσης. Θα μπορούσε σχεδόν να γίνει λόγος για ένα σκηνοθετημένο, καλά υπολογισμένο λαβύρινθο: Η στο μεταξύ πλούσια τεκμηρίωση των γεγονότων (δηλ πως ο Heidegger το αργότερο από το 1930, μετά την επιλεγμένη μετάφραση των παροιμιών του Tschuang Tse από τον Buber είχε έντονη επαφή με τα κείμενα της κινέζικης σκέψης του Ταοϊσμού, πως από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 είχε εγκατασταθεί μια έντονη προσωπική επαφή με την ιαπωνική σκέψη του Ζεν-Βουδισμού μέσω των επισκεπτών φοιτητών και καθηγητών από την Ασία, και που με την μετάφραση του “Είναι και Χρόνος” το 1931 είχε προκαλέσει στην Ιαπωνία την πλούσια σε συνέπειες νέα πρόσληψη της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας μέσα από την οπτική του Heidegger), βρίσκεται σε προφανή αντίθεση προς τον σχεδόν ανύπαρκτο αριθμό διασκορπισμένων, σαφών ανατολικοασιατικών κειμένων στα μέχρι τότε εκδοθέντα έργα. Δίπλα στο σχετικό έργο “Gespräch mit einem Japaner” (“Συνομιλία με ένα Γιαπωνέζο”) από το έτος 1954, έχουμε τις εξής αναφορές: 1) μια παρατήρηση στο έργο “Satz der Identität“ (1957, Αρχή (πρόταση) της ταυτότητος) όπου ο Heidegger τοποθετεί την δική του έννοια "Ereigni" (συμβάν, τυχαίο) σε μια σειρά με αμετάφραστες θεμελιώδεις λέξεις "όπως η ελληνική λέξη λόγος και η κινέζικη λέξη Τάο". 2) Η ήδη αναφερθείσα υπόδειξη στο "Wissenschaft und Besinnung" (1953, Επιστήμη και συνείδηση) όπου σχετικοποιεί την συνομιλία με την Asia minor άλλως Ελλάδα, ως conditio sine non qua (αναγκαία συνθήκη) “για τον αναπόφευκτο διάλογο με τον κόσμο της ανατολικής Ασίας”. Λίγο αργότερα στο "Zur Seinsfrage" (1956, Περί του ερωτήματος για το Είναι) θεμελιώνεται ως προετοιμασία για μια "πλανητική οικοδόμηση". 3) Κοντά σε αυτά, στην διάλεξη "Grundsätze des Denkens" (1957, Θεμέλια της σκέψης) με την υπόδειξη σε αυτή ακριβώς την πλανητική συγκυρία έρχεται η προειδοποίηση για τον κίνδυνο ενός “ανούσιου-φλύαρου” διαλόγου, όπου υπάρχει ο κίνδυνος “οι Ινδίες, η Κίνα και η Ιαπωνία” κάτω από την υπερδύναμη του δυτικού λόγου που τα ξεριζώνει όλα, να αναλάβουν τον ρόλο “των Άγγλων εμπειριστών και των καντιανών”. Και 4) το 1959 στο έργο "Hölderlins Himmel und Erde" (Ο ουρανός και η γη στον Hölderlin) το ήδη αναφερθέν άνοιγμα της έννοιας της αρχής (“Anfang”) από την “δυτική της απομόνωση” σε ένα διαπολιτισμικό πληθυντικό. Τέλος 5) το 1962 στο βιβλίο για το ταξίδι στην Ελλάδα "Aufenthalte" (διαμονές) παρουσιάζεται ο τονισμός του διαλόγου Ανατολής-Δύσης ως απόφαση για την μοίρα της Ευρώπης, και αυτού που λέγεται δυτικός κόσμος.
Είναι προφανές πως όλες οι πιο πάνω αναφερθείσες θέσεις δείχνουν μεν ξεκάθαρα την συνείδηση του Heidegger για την σημασία της συνομιλίας μεταξύ Ανατολής-Δύσης, σιωπούν όμως χαρακτηριστικά για τις ιδιαίτερες θέσεις του Heidegger εντός αυτής της διαπολιτισμικής τοπογραφίας. Η ανακατασκευή του διαλόγου Ανατολής-Δύσης που έκανε ο Heidegger, εξαρτάται, λόγω έλλειψης επιβεβαιωτικών στοιχείων -είτε είναι σημειώσεις, επιστολές είτε απλά αποδείξεις δανεισμού βιβλίων από την βιβλιοθήκη- πρωτίστως από σκόρπιες επισημάνσεις, ανέκδοτα και ιδιωτικούς μύθους. Για παράδειγμα η μαρτυρία του William Barrett, του Αμερικανού εκδότη του έργου του Suzuki "Ζεν Βουδισμός" (1956), στον οποίο πρέπει να είχε πει ο Heidegger μετά την ανάγνωση του έργου, πως ακριβώς αυτά είναι που ήθελε να πει σε όλα του τα έργα. Έναντι αυτού βρίσκεται σε περίοπτη θέση, στη συνέντευξη που έδωσε στον Spiegel το 1966, και που είναι η μεταθανάτια φιλοσοφική παρακαταθήκη του Heidegger για την ευρεία γερμανική δημοσιότητα, το προγραμματικά διατυπωμένο αξίωμα περί του ομοιοπαθητικού πρωτείου του ευρωπαϊκού αυτοφωτισμού έναντι των εξορμήσεων προς την Ανατολή:
“Η πεποίθηση μου είναι, πως μόνο από τον ίδιο χώρο, στον οποίο δημιουργήθηκε ο μοντέρνος τεχνολογικός κόσμος, μπορεί να προετοιμασθεί και μια (αντι-)στροφή, και πως δεν μπορεί να γίνει αυτό με την πρόσληψη του Ζεν-Βουδισμού και άλλων ανατολικών κοσμικών εμπειριών. Είναι αναγκαίο να γίνουν νέες σκέψεις για την ευρωπαϊκή παράδοση και την νέα πρόσληψη της. Η σκέψη μεταβάλλεται μόνο με την σκέψη, που έχει την ίδια πηγή και προορισμό.”
Και αυτή όμως η θέση αποτελεί ένα περαιτέρω σημείο εναντίωσης ως προς τον αυτοσχολιασμό του Heidegger το 1969 στα πλαίσια μιας ιδιωτικής σειράς σεμιναρίων στην πόλη Le Thor, όπου αναφέρει πως “χρησιμοποιώντας το συμβεβηκώς δεν σκεφτόμαστε πια ελληνικά”. Λίγο πριν όμως, το 1968, σε μια επίσης μετά θάνατον δημοσιευθείσα επιστολή προς τον Ιάπωνα φιλόσοφο Tsujirmura, ο Heidegger είχε χαρακτηρίσει την “σκέψη του περί ξέφωτου” ως πιθανό πρόδρομο, που θα «έφερνε την μεταβληθείσα ευρωπαϊκή σκέψη σε μια γόνιμη αντιμετώπιση της ανατολικοασιατικής “σκέψης”».
Ενώπιον μιας τέτοιας σύγχυσης φωνών και στοιχείων, δεν φαίνεται να είναι τυχαίο πως η έρευνα περί του Heidegger καταπιάστηκε διστακτικά μέχρι τώρα με το σύμπλεγμα “του διαλόγου Ανατολής-Δύσης”. Σε αυτά προστίθεται, σύμφωνα με τον Graham Parkes, εκδότη της πρώτης ανθολογίας "Heidegger and Asian Thought" (1987), δίπλα στα σημαντικά γλωσσικά εμπόδια και η υποτίμηση τόσο της σκέψης του Heidegger όσο και της ασιατικής, από το αμερικάνικο “mainstream” της αναλυτικής φιλοσοφίας, μέχρι τις αρχές του 1980. Παρά τις ξεκάθαρες ενθαρρύνσεις όχι μόνο του Heidegger, αλλά και του Hans-Georg Gadamer, να προχωρήσει συστηματικά η συγκριτική μελέτη των "Asian philosophies", οι συστηματικές εργασίες προς αυτή την κατεύθυνση, στα πλαίσια της έρευνας για τον Heidegger, μπορούν αν μετρηθούν στα δάκτυλα ενός χεριού, απ' όσο ξέρουμε: 1) Το έργο του Reinhard May "Ex oriente lux. Heideggers Werk unter ostasiatischem Einfluss" (1989, Το φως από την ανατολή. Το έργο του Heidegger κάτω από την επίδραση της ανατολικής Ασίας), 2) Το δοκίμιο, συμπληρωματικό προς την αγγλική μετάφραση του έργου του May, του Graham Parkes με τον τίτλο "Rising Sun over Black Forest" (1996), 3) Η ήδη πολλές φορές αναφερθείσα ανάλυση "Martin Heideggers Angang(;) der interkulturellen Auseinandersetzung" (1992) του Florian Vetsch και τέλος η έρευνα του Elmar Weinmayr "Entstellung. Die Metaphysik im Denken Martin Heideggers. Mit einem Blick nach Japan" (1991, Παραμόρφωση. Η μεταφυσική στη σκέψη του Martin Heidegger. Με μια ματιά προς την Ιαπωνία).
Η ιδιαίτερη αξία αυτής της τετράδας βρίσκεται στο ότι η αποκρυπτογράφηση ασιατικών στοιχείων και συμπλεγμάτων στο έργο του Heidegger, παραμένει εδώ προσκολλημένη στο ερώτημα περί της για τον Heidegger ιδιαίτερης χρήσης του διαπολιτισμικού διαλόγου, που επίσης σημαίνει: Το πρόβλημα της μυστικής πολιτικής του Heidegger όσον αφορά την ανατολή. Συναντιούνται στην πρόκληση να ανιχνεύσουν τα ανείπωτα ανατολικά στοιχεία της σκέψης του, όχι μόνο χωρίς την βοήθεια του, αλλά πιθανόν και ενάντια στην επιθυμία του.
Ρώτησα: πού είναι η αμαρτία μου; και μια φωνή απάντησε: αμαρτία είναι το ότι είσαι εδώ, πιο βαρειά δεν υπάρχει (αγνώστου)
ώ πόνε, εσύ, φλογερή θέα τής μεγάλης ψυχής, γιατί;
η ψυχή είναι κάτι ξένο πάνω στη γή! (Τράκλ)
Στην τεχνολογία εντοπίζεται η αιχμή της καταστροφής του Δυτικού πολιτισμού κατά τον Χάϊντεγκερ. Γι' αυτό και γράφει: «εμείς μπορούμε και διαφορετικά. Ναί μεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τα αντικείμενα της τεχνολογίας και να μένουμε ελεύθεροι από αυτά, αφού κάθε στιγμή μπορούμε να τα αφήσουμε ! Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα αντικείμενα της τεχνολογίας όπως πρέπει: Αλλά μπορούμε και να τα αφήσουμε ταυτόχρονα να ησυχάσουν, ως κάτι δηλ. που στο εσωτερικό και στο πραγματικό (όπως είναι δηλ.) δεν μας αφορά»
Και ο Χάϊντεγκερ επίσης ξεκινά από την υπόθεση πως το αντίπαλο ζεύγος δηλ. η διπολική διαφορά υποκειμένου-αντικειμένου είναι ανατολικής προελεύσεως. Καί αυτός δρομολογεί την σχέση (relation) ως σχέση, για να πάψει το υποκείμενο, με τον τρόπο της ανατολής, να είναι προβολέας φαντασιών (παραστάσεων Vorstellung). Και το πρόγραμμα που εγκαθιστά για το σκοπό αυτό είναι επίσης ανατολικής προελεύσεως: ουδετεροποίηση, αποπροσωποποίηση, ανωνυμοποίηση, δηλ τεχνικές εκμηδένισης, επιστροφής του εγωϊδούς υποκειμένου σε εκείνη την «άδεια και αφηρημένη υπόσταση του τίποτα». Έτσι το Νιρβάνα είναι το επέκεινα που εξαφανίζεται στον εαυτό του, το υπερβατικό σύνορο-όριο όλων των πιθανών κόσμων που βρίσκονται στό παρασκήνιο.
Ο Χάϊντεγκερ στρατολογεί-κινητοποιεί (rekrutieren) το ανατολικό μηδέν οντολογικά, δηλ. ως όργανο μιάς μεταλλαγμένης προθέσεως που είναι όμως πάντοτε οντολογική. Μεταρρυθμίζει την Δυτική οντολογία κάνοντάς την ανατολική. Πρόκειται για έναν εμπλουτισμό του φάσματος δράσης της δυτικής οντολογίας με ανατολικά στοιχεία.
Ο νεοπροσανατολισμός του Χάϊντεγκερ πρός την ανατολή δέν είναι τόσο επαναστατικός όσο η ανακάλυψή του σχετικά με την δυνατότητα που προσφέρουν παμπάλαιες τεχνικές της ανατολής στο σχέδιο της επαναλήψεως του δυτικού ερωτήματος της οντολογίας του πράγματος. Μιά πνευματική τεχνική στην υπηρεσία του ερωτήματος περί του είναι, που μεταμορφώνει ανατολικά την Καρτεσιανή άσκηση της πρόσφατης μύησης στο υποκείμενο (subjektinitiation) σε διαλογιστική (Μeditative) οντολογία.
Το «βήμα προς τα πίσω» που προτείνει ο Χάϊντεγκερ να γίνει προς την ανατολη, εντάσσεται μέσα στο πλωτινικό αξίωμα του πρωτείου της αρχής : «Το καλύτερο είναι το απο πού, το χειρότερο το προς τα πού». (Εννεάδες, Γ, 8-8.38).
Ο Χάϊντεγκερ κατά βάση δεν εγκαταλείπει το ψυχοδυναμικό πλαίσιο της πρωτογενούς σκηνής του υψηλού πολιτισμού. Όπως και πριν παραμένουν, η σκηνή του θανάτου, το αίνιγμα της διαφοράς πνεύματος και σώματος, ψυχής και πράγματος, πέτρας και σκέψης, αυτά που καθορίζουν τον χώρο της σκέψης του. Η διαφορά που σηματοδοτεί την στροφή του συνίσταται σε μιά τροποποίηση, για την ακρίβεια μια εντατικοποίηση, αύξηση σε μέγιστο βαθμό του φόβου και της αποξένωσης από τον κόσμο, που υφίσταται στον δυτικό πολιτισμό. Ο αέρας του Χάϊντεγκερ που μας μεταφέρει πέρα από το σύνορο της δυτικής μεταφυσικής, προέρχεται απο το πανάρχαιο. Πάει πίσω για να ξαναεπινοήσει εκεί τις αρχέγονες φιγούρες του δυτικού πολιτισμού, πιό αρχέγονα, πιό έντονα.
Αν ο Χάϊντεγκερ μετακομίζει από το είναι στο τίποτα, το κάνει για να διδάξει εκεί στο υποκείμενο, εκ νέου την αρχαία τέχνη του θαυμασμού και του φόβου. Αποσαρκώνει τον αξιακό χώρο για να κάνει το είναι εκ νέου αινιγματικό και μαγεμένο. Το τίποτα το χρησιμοποιεί για να μεταφέρει το είναι, νεοπρωτόγωνα και νεοκοπερνικά ταυτόχρονα, σε ένα ακόμα πιο μυστηριώδες πλησίασμα. Πιό μυστηριώδες γιατί εδώ πρόκειται για έκσταση μπρός στο καθημερινό, το φαινομενικά απλό και συνηθισμένο. Χάϊντεγκερ : αυτός που βγήκε για να μάθει εκ νέου, ακόμη πιο ριζοσπαστικά, τον μεταφυσικό φόβο. Γιατί όπως στο παραμύθι των Grimm, πιο φοβερό απο το φάντασμα και το πτώμα είναι ο κουβάς γεμάτος χέλια.
Μετάφραση Πέτρος Χαραλάμπους
Υ.Γ. Η κοινή υποκειμενικότης στην οποία επαναστατεί ο Χάϊντεγκερ με τον τρόπο του, που θεωρήθηκε επανάσταση στον καιρό της, φανερώνεται καθαρά σε έναν παληό διάλογο μεταξύ του Ινδού ποιητού Ταγκόρ και του Αϊνστάϊν.
Αϊνστάϊν : «Υπάρχουν δύο διαφορετικές απόψεις για την φύση του Σύμπαντος. Ο κόσμος ως ενότητα που εξαρτάται από την ανθρωπότητα και ο κόσμος ως πραγματικότητα ανεξάρτητη από τον ανθρώπινο παράγοντα».
Ταγκόρ : «Αυτός ο κόσμος είναι ένας ανθρώπινος κόσμος, η επιστημονική του άποψη είναι επίσης αυτή του επιστημονικού ανθρώπου. Γιαυτό και δεν υπάρχει ο κόσμος εκτός από μας : είναι ένας σχετικός κόσμος του οποίου η πραγματικότητα εξαρτάται από τη συνειδητότητά μας».
Α : «Τότε η αλήθεια ή η ομορφιά δεν είναι ανεξάρτητες από τον άνθρωπο;»
Τ : «Όχι»
Α : «Αν δεν υπήρχαν πλέον άνθρωποι, δεν θα ήταν ωραίος ο Απόλλωνας του Μπελβεντέρι;»
Τ : «Όχι»
Α : «Συμφωνώ ως προς αυτή την άποψη της ομορφιάς, όχι όμως ως προς την αλήθεια»
Τ : «Γιατί όχι; Η αλήθεια αναγνωρίζεται από τους ανθρώπους»
Α : «Δεν μπορώ να αποδείξω την ορθότητα αυτής της αφηρημένης ιδέας μου, είναι όμως η θρησκεία μου. Πιστεύω στο Πυθαγόρειο επιχείρημα ότι η αλήθεια είναι ανεξάρτητη από τα όντα»
Τ : «Αν υπάρχει μιά αλήθεια απολύτως άσχετη από την ανθρωπότητα, τότε σε κάθε περίπτωση είναι για μας απολύτως μη υπαρκτή».
[Αυτό το κενό καλύπτει η τεχνολογία, λόγω της απάνθρωπης αναπτύξεως της επιστήμης. Αυτή είναι η ουσία της. Η υποκειμενικότητά της]
Αμέθυστος
Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010
Hannah Arendt - ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ (KIERKEGAARD)
Hannah Arendt
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: KIERKEGAARD
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ.
Με τον Κίρκεγκαρντ ξεκινά ουσιαστικά η μοντέρνα φιλοσοφία της υπάρξεως. Δεν υπάρχει ούτε ένας φιλόσοφος της υπάρξεως στον οποίο να μην είναι εμφανής η επιρροή του! Είναι γνωστό πως ξεκινά απο μια κριτική στον Hegel (και θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, από την σιωπή του για τον Σέλλινγκ, του οποίου γνώριζε την ύστερη φιλοσοφία μέσα από τα μαθήματά του). Στο Εγελιανό σύστημα που απαιτούσε να συλλάβει και να εξηγήσει το «Όλον», αντιθέτει τον «μοναδικό», το ανθρώπινο άτομο που δεν έβρισκε ούτε θέση ούτε νόημα στο όλον, που βρισκόταν κάτω από την επιρροή του πνεύματος του κόσμου. Με άλλους όρους, ο Κίρκεγκαρντ ξεκινά από την συνθήκη της αλλοτριώσεως του ατόμου σ’ έναν κόσμο τόσο ξεκαθαρισμένο από την νόηση. Σε σχέση μ’ έναν κόσμο τόσο φωτισμένο η μοναδικότης βρίσκεται σε συνεχή αντίφαση, καθώς η υπαρξίς της – δηλαδή το απλό γεγονός της τυχαίας της υπάρξεως (το γεγονός πώς ακριβώς εγώ, και όχι ένας άλλος, είμαι και ακριβώς εγώ είμαι αντί να μην υπάρχω) – δεν μπορεί να προβλεφθεί απο την νόηση ούτε μπορεί να μειωθεί σε κάτι που απλώς σκεπτόμαστε.
Έτσι, το μόνο πράγμα για το οποίο μπορώ να είμαι σίγουρος μ’ έναν αναμφίβολο τρόπο είναι αυτή ακριβώς η ύπαρξη που είμαι σε κάθε στιγμή και την οποία δεν μπορώ να κατανοήσω νοητικώς. Το καθήκον του ανθρώπου λοιπόν είναι να «γίνει υποκειμενικός», να γίνει ένα όν που υπάρχει συνειδητά και το οποίο συλλαμβάνει σταθερά τις παράδοξες συνέπειες που έχει η ζωή του στον κόσμο. Όλα τα βασικά προβλήματα της φιλοσοφίας, π.χ. της αθανασίας της ψυχής, της ελευθερίας του ανθρώπου, της ενότητος του κόσμου, όλες δηλαδή οι απορίες, των οποίων ο Kant είχε αποδείξει τον αντινομικό τους χαρακτήρα στις αντινομίες του Καθαρού λόγου, μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνον σαν «υποκειμενικές αλήθειες», δεν μπορούν όμως να γίνουν κατανοητές από μια αντικειμενική οπτική γωνία.
Ο Σωκράτης γίνεται το πρωτότυπο του «υπαρξιακού» φιλοσόφου με εκείνον τον λόγο «εάν υπάρχει μια αθανασία.....». «Μήπως αμφιβάλει και αυτός;» συνεχίζει ο Κίρκεγκαρντ, σε μια από τις πιο μεγάλες ερμηνείες που υπάρχουν μέσα στο έργο του, τόσο γεμάτο από τέτοιες στιγμές.
«Καθόλου, πάνω σ’αυτό το "εάν" αφιέρωσε όλη του τη ζωή, αντιμετώπισε τον θάνατο. Η Σωκρατική αγνωσία ήταν μ’ αυτόν τον τρόπο η έκφραση του γεγονότος πως η αιώνια αλήθεια σχετίζεται με κάποιον υπαρκτό και πρέπει να γίνει γι’ αυτόν τον λόγο, γι’αυτόν, το παράδοξο όλης του της ζωης όσο αυτή διαρκεί».
Γι’ αυτό η καθολικότης, η οποία είχε απασχολήσει την φιλοσοφία μέσα στα πλαίσια της καθαρής γνώσεως, πρέπει να έλθει σε πραγματική σχέση με τον άνθρωπο. Αυτή η σχέση θα παραμείνει πάντοτε μια μοναδικότης. Μέσα στο εσωτερικό αυτού του παραδόξου το άτομο μπορεί να συλλάβει το καθόλου, μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο της υπάρξεώς του και να ζήσει γι’ αυτό μια παράδοξη ύπαρξη, όπως ακριβώς ο Κίρκεγκαρντ μας περιγράφει τον εαυτό του. Στην παράδοξη ύπαρξη ο άνθρωπος φτάνει να πραγματοποιήσει πρακτικώς την αντίφαση σύμφωνα με την οποία, εάν η καθολικότης θέλει να γίνει πραγματικότης και γι’ αυτό να απαιτήσει σημασία για τον άνθρωπο, τότε τοποθετείται σαν μοναδικότης. Στην συνέχεια ο Κίρκεγκαρντ ερμήνευσε μια τέτοια ύπαρξη μέσα από την κατηγορία της «Εξαιρέσεως», η εξαίρεσις δηλαδή σε σύγκριση με την γενική μεσαία καθημερινή ύπαρξη, στην οποία ο άνθρωπος πραγματοποιείται μόνον επειδή ο θεός τον κάλεσε για να φανερώσει σ’ αυτόν το παράδειγμα της παράδοξης ζωής του ανθρώπου μέσα στον κόσμο!
Στην εξαίρεση ο άνθρωπος, καθότι Μοναδικότης, πραγματοποιεί τις καθολικές δομές της υπάρξεως. Είναι χαρακτηριστικό όλης της φιλοσοφίας της υπάρξεως πως με τον όρο «υπαρκτικό» (existentiell) περιλαμβάνει κατά βάθος αυτό που ο Κίρκεγκαρντ εννοούσε με την κατηγορία της εξαιρέσεως. Στην υπαρκτική στάση το πρόβλημα είναι η πραγματοποίηση (σε αντίθεση με τον απλό στοχασμό) των καθολικών δομών της ζωής.
Το πάθος της υποκειμενικότητος ανάβει στο Κίρκεγκαρντ με την αγωνία απέναντι στον θάνατο, απέναντι σ`ένα γεγονός στο οποίο είμαι στα σίγουρα μόνος, μια μοναδικότης χωρισμένη από την μεσαία καθημερινή ζωή. Η σκέψη του θανάτου γίνεται «πράξη», διότι σ' αυτή ο άνθρωπος γίνεται υποκειμενικός, χωρίζει από τον κόσμο και την καθημερινή ζωή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Από μια ψυχολογική οπτική γωνία ετούτη η εσωτερική στοχαστική τεχνική βασίζεται απλώς στην προϋπόθεση ότι, μαζί με την σκέψη πως μια μέρα δεν θα υπάρχω πλέον, θα σβύσει και το ενδιαφέρον γι' αυτό που υπάρχει. Είναι ένα χαρακτηριστικό της μοντέρνας φιλοσοφίας πως αυτή η προϋπόθεση έγινε αποδεκτή χωρίς καμία εξέταση, από ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Πάνω σ' αυτή την προϋπόθεση δεν βασίζεται μόνον η μοντέρνα «εσωτερικότης» αλλά και εκείνος ο λίγο φανατικός τρόπος -ο οποίος ξεκινά και αυτός από τον Κίρκεγκαρντ- να ληφθεί στα σοβαρά η «στιγμή» και να θεωρηθή σαν η μοναδική βεβαίωση της υπάρξεως, δηλ. της πραγματικότητος.
Αυτή η καινούρια σοβαρότης απέναντι στη ζωή με αφετηρία της τον θάνατο δεν εμπλέκει αναγκαίως ένα Ναί στη ζωή ή στην ύπαρξη τού ανθρώπου σαν ανθρώπου. Μόνον ο Νίτσε και μετά απ' αυτόν ο Γιάσπερς βάσισαν ξεκάθαρα την φιλοσοφία τους πάνω σ' ένα τέτοιο Ναί. Αυτός δε είναι και ο λόγος για τον οποίο, ξεκινώντας από τους φιλοσοφικούς τους στοχασμούς, υπάρχει η δυνατότης μιας θετικής προόδου πρός την φιλοσοφία. Ο Κίρκεγκαρντ και ακολουθώντας την γραμμή του ο Χάϊντεγκερ, ερμήνευσαν πάντοτε τον θάνατο σαν την αυθεντική «αντίρρηση» προς το είναι του ανθρώπου, σαν την απόδειξη του «μηδενισμού» του- ιδιαιτέρως εκεί όπου η Χαϊντεγκεριανή ανάλυση του θανάτου και όλων των πλευρών της ανθρώπινης ζωής που συνδέονται μαζί του υπερέχει της αντιστοίχου αναλύσεως τού Κίρκεγκαρντ.
Είναι ξεκάθαρο όμως πως η χαρακτηριστική εσωτερική πράξη του Κίρκεγκαρντ, το ότι «γίνεται υποκειμενικός», οδηγεί κατευθείαν έξω από την φιλοσοφία. Αυτή η πράξη αφορά την φιλοσοφία μόνον στο μέτρο που μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε τους φιλοσοφικούς λόγους της επαναστάσεως του φιλοσόφου εναντίον της φιλοσοφίας. Παρομοίως, παρότι ανήκει στο άλλο άκρο, είναι και η περίπτωση του Μάρξ, ο οποίος περιορίζει με την σειρά του τις φιλοσοφικές του θέσεις στην ομολογία πως ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και επομένως πρέπει να σταματήσει να τον ερμηνεύει. Και οι δυό τους έχουν κοινή την επιθυμία να περάσουν κατευθείαν στην πράξη και το ότι δεν συνέλαβαν ποτέ τους την ιδέα, αφού ξεκίνησαν να αμφιβάλλουν για την σκοπιμότητα του στοχασμού και να απελπίζονται γύρω από την δυνατότητα κάθε γνώσεως καθαρά στοχαστικής, να ξαναρχίσουν την φιλοσοφία από νέες βάσεις. Σαν αποτέλεσμα ο Κίρκεγκαρντ κατέφυγε στην ψυχολογία με τον σκοπό να περιγράψει την εσωτερική πράξη και ο Μάρξ σε μια πολιτική επιστήμη σχετική με την εξωτερική πράξη. Όμως μέ αυτή τη διαφορά. Ότι ο Μάρξ δέχθηκε τελικώς την σιγουριά της Εγελιανής φιλοσοφίας, τροποποιώντας την πολύ λιγότερο από ότι νομίζουμε για να την «επαναφέρει με το κεφάλι ψηλά». Ότι ο Μαρξ αντάλλαξε την Εγελιανή αρχή τού πνεύματος με την Μαρξιστική αρχή της ύλης, υπήρξε πολύ λιγότερο σημαντικό για την φιλοσοφία από το γεγονός πως ξανασιγούρεψε την ενότητα του κόσμου και του ανθρώπου με δογματικό τρόπο, καθαρά υποθετικό και γι' αυτό καθόλου πειστικό για τους μοντέρνους ανθρώπους.
Ο Κίρκεγκαρντ είναι πιό σημαντικός από τον Μαρξ για την εξέλιξη και τη συνέχεια της φιλοσοφίας διότι δεν σταμάτησε να απελπίζεται με την φιλοσοφία. Από αυτόν προήλθαν όλα τα καινούρια περιεχόμενα, τα οποία είναι συγκεκριμένα: ο θάνατος, καθώς εξασφαλίζει την αρχή της εξατομικεύσεως (principium inviduationis), καθώς ο θάνατος παρότι είναι ότι πιό καθολικό υπάρχει με συναντά αναπόφευκτα μόνο. Η τύχη, καθώς εξασφαλίζει την πραγματικότητα σαν απλό δεδομένο, η οποία με νικά και με πείθει μέσα από το απρόβλεπτο γεγονός της και την αδυναμία της σκέψης να την συλλάβει . Η ενοχή, καθώς είναι κατηγορία κάθε ανθρώπινης πράξεως και η οποία πράξη είναι αόριστη όχι λόγω τού κόσμου, αλλά από μόνη της, καθότι αναλαμβάνω πάντοτε ευθύνες πού ξεπερνούν τον ορίζοντά μου και έτσι αποφασίζοντας, είμαι πάντοτε αναγκασμένος να εγκαταλείπω κάτι. Η ενοχή λοιπόν είναι ο τρόπος μέσω τού οποίου εγώ ο ίδιος γίνομαι πραγματικός, μέσω του οποίου σχετίζομαι με την πραγματικότητα.
Τα νέα περιεχόμενα της φιλοσοφίας αναδύονται ξεκάθαρα για πρώτη φορά με τον Γιάσπερς στην «ψυχολογία των οραμάτων του κόσμου» και με την μορφή των «οριακών – καταστάσεων», καταστάσεων στις οποίες ο άνθρωπος βρίσκεται λόγω της αντινομικής δομής της υπάρξεώς του και οι οποίες μπορούν να δώσουν αυθεντικές ωθήσεις στην φιλοσοφική του δραστηριότητα. Από αυτό του το έργο ήδη, με το οποίο πρωτοεμφανίζεται φιλοσοφικά, ο Γιάσπερς προσπαθεί να βασίσει σ' αυτές τις καταστάσεις έναν νέο τύπο φιλοσοφίας, και στά περιεχόμενα που προέρχονται από τον Κίρκεγκαρντ, προσθέτει ένα άλλο, το οποίο μερικές φορές ονομάζει πάλη, μερικές αγάπη, και το οποίο θα γίνει γι' αυτόν στη συνέχεια, στην θεωρία της «επικοινωνίας», η νέα μορφή επικοινωνίας της φιλοσοφίας. Αντιτιθέμενος στον Γιάσπερς και χρησιμοποιώντας αυτά τα νέα περιεχόμενα, ο Χάϊντεγκερ προσπαθεί να ξαναδώσει ζωή στην συστηματική φιλοσοφία, ακριβώς δε με το παραδοσιακό της νόημα.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: KIERKEGAARD
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ.
Με τον Κίρκεγκαρντ ξεκινά ουσιαστικά η μοντέρνα φιλοσοφία της υπάρξεως. Δεν υπάρχει ούτε ένας φιλόσοφος της υπάρξεως στον οποίο να μην είναι εμφανής η επιρροή του! Είναι γνωστό πως ξεκινά απο μια κριτική στον Hegel (και θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, από την σιωπή του για τον Σέλλινγκ, του οποίου γνώριζε την ύστερη φιλοσοφία μέσα από τα μαθήματά του). Στο Εγελιανό σύστημα που απαιτούσε να συλλάβει και να εξηγήσει το «Όλον», αντιθέτει τον «μοναδικό», το ανθρώπινο άτομο που δεν έβρισκε ούτε θέση ούτε νόημα στο όλον, που βρισκόταν κάτω από την επιρροή του πνεύματος του κόσμου. Με άλλους όρους, ο Κίρκεγκαρντ ξεκινά από την συνθήκη της αλλοτριώσεως του ατόμου σ’ έναν κόσμο τόσο ξεκαθαρισμένο από την νόηση. Σε σχέση μ’ έναν κόσμο τόσο φωτισμένο η μοναδικότης βρίσκεται σε συνεχή αντίφαση, καθώς η υπαρξίς της – δηλαδή το απλό γεγονός της τυχαίας της υπάρξεως (το γεγονός πώς ακριβώς εγώ, και όχι ένας άλλος, είμαι και ακριβώς εγώ είμαι αντί να μην υπάρχω) – δεν μπορεί να προβλεφθεί απο την νόηση ούτε μπορεί να μειωθεί σε κάτι που απλώς σκεπτόμαστε.
Έτσι, το μόνο πράγμα για το οποίο μπορώ να είμαι σίγουρος μ’ έναν αναμφίβολο τρόπο είναι αυτή ακριβώς η ύπαρξη που είμαι σε κάθε στιγμή και την οποία δεν μπορώ να κατανοήσω νοητικώς. Το καθήκον του ανθρώπου λοιπόν είναι να «γίνει υποκειμενικός», να γίνει ένα όν που υπάρχει συνειδητά και το οποίο συλλαμβάνει σταθερά τις παράδοξες συνέπειες που έχει η ζωή του στον κόσμο. Όλα τα βασικά προβλήματα της φιλοσοφίας, π.χ. της αθανασίας της ψυχής, της ελευθερίας του ανθρώπου, της ενότητος του κόσμου, όλες δηλαδή οι απορίες, των οποίων ο Kant είχε αποδείξει τον αντινομικό τους χαρακτήρα στις αντινομίες του Καθαρού λόγου, μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνον σαν «υποκειμενικές αλήθειες», δεν μπορούν όμως να γίνουν κατανοητές από μια αντικειμενική οπτική γωνία.
Ο Σωκράτης γίνεται το πρωτότυπο του «υπαρξιακού» φιλοσόφου με εκείνον τον λόγο «εάν υπάρχει μια αθανασία.....». «Μήπως αμφιβάλει και αυτός;» συνεχίζει ο Κίρκεγκαρντ, σε μια από τις πιο μεγάλες ερμηνείες που υπάρχουν μέσα στο έργο του, τόσο γεμάτο από τέτοιες στιγμές.
«Καθόλου, πάνω σ’αυτό το "εάν" αφιέρωσε όλη του τη ζωή, αντιμετώπισε τον θάνατο. Η Σωκρατική αγνωσία ήταν μ’ αυτόν τον τρόπο η έκφραση του γεγονότος πως η αιώνια αλήθεια σχετίζεται με κάποιον υπαρκτό και πρέπει να γίνει γι’ αυτόν τον λόγο, γι’αυτόν, το παράδοξο όλης του της ζωης όσο αυτή διαρκεί».
Γι’ αυτό η καθολικότης, η οποία είχε απασχολήσει την φιλοσοφία μέσα στα πλαίσια της καθαρής γνώσεως, πρέπει να έλθει σε πραγματική σχέση με τον άνθρωπο. Αυτή η σχέση θα παραμείνει πάντοτε μια μοναδικότης. Μέσα στο εσωτερικό αυτού του παραδόξου το άτομο μπορεί να συλλάβει το καθόλου, μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο της υπάρξεώς του και να ζήσει γι’ αυτό μια παράδοξη ύπαρξη, όπως ακριβώς ο Κίρκεγκαρντ μας περιγράφει τον εαυτό του. Στην παράδοξη ύπαρξη ο άνθρωπος φτάνει να πραγματοποιήσει πρακτικώς την αντίφαση σύμφωνα με την οποία, εάν η καθολικότης θέλει να γίνει πραγματικότης και γι’ αυτό να απαιτήσει σημασία για τον άνθρωπο, τότε τοποθετείται σαν μοναδικότης. Στην συνέχεια ο Κίρκεγκαρντ ερμήνευσε μια τέτοια ύπαρξη μέσα από την κατηγορία της «Εξαιρέσεως», η εξαίρεσις δηλαδή σε σύγκριση με την γενική μεσαία καθημερινή ύπαρξη, στην οποία ο άνθρωπος πραγματοποιείται μόνον επειδή ο θεός τον κάλεσε για να φανερώσει σ’ αυτόν το παράδειγμα της παράδοξης ζωής του ανθρώπου μέσα στον κόσμο!
Στην εξαίρεση ο άνθρωπος, καθότι Μοναδικότης, πραγματοποιεί τις καθολικές δομές της υπάρξεως. Είναι χαρακτηριστικό όλης της φιλοσοφίας της υπάρξεως πως με τον όρο «υπαρκτικό» (existentiell) περιλαμβάνει κατά βάθος αυτό που ο Κίρκεγκαρντ εννοούσε με την κατηγορία της εξαιρέσεως. Στην υπαρκτική στάση το πρόβλημα είναι η πραγματοποίηση (σε αντίθεση με τον απλό στοχασμό) των καθολικών δομών της ζωής.
Το πάθος της υποκειμενικότητος ανάβει στο Κίρκεγκαρντ με την αγωνία απέναντι στον θάνατο, απέναντι σ`ένα γεγονός στο οποίο είμαι στα σίγουρα μόνος, μια μοναδικότης χωρισμένη από την μεσαία καθημερινή ζωή. Η σκέψη του θανάτου γίνεται «πράξη», διότι σ' αυτή ο άνθρωπος γίνεται υποκειμενικός, χωρίζει από τον κόσμο και την καθημερινή ζωή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Από μια ψυχολογική οπτική γωνία ετούτη η εσωτερική στοχαστική τεχνική βασίζεται απλώς στην προϋπόθεση ότι, μαζί με την σκέψη πως μια μέρα δεν θα υπάρχω πλέον, θα σβύσει και το ενδιαφέρον γι' αυτό που υπάρχει. Είναι ένα χαρακτηριστικό της μοντέρνας φιλοσοφίας πως αυτή η προϋπόθεση έγινε αποδεκτή χωρίς καμία εξέταση, από ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Πάνω σ' αυτή την προϋπόθεση δεν βασίζεται μόνον η μοντέρνα «εσωτερικότης» αλλά και εκείνος ο λίγο φανατικός τρόπος -ο οποίος ξεκινά και αυτός από τον Κίρκεγκαρντ- να ληφθεί στα σοβαρά η «στιγμή» και να θεωρηθή σαν η μοναδική βεβαίωση της υπάρξεως, δηλ. της πραγματικότητος.
Αυτή η καινούρια σοβαρότης απέναντι στη ζωή με αφετηρία της τον θάνατο δεν εμπλέκει αναγκαίως ένα Ναί στη ζωή ή στην ύπαρξη τού ανθρώπου σαν ανθρώπου. Μόνον ο Νίτσε και μετά απ' αυτόν ο Γιάσπερς βάσισαν ξεκάθαρα την φιλοσοφία τους πάνω σ' ένα τέτοιο Ναί. Αυτός δε είναι και ο λόγος για τον οποίο, ξεκινώντας από τους φιλοσοφικούς τους στοχασμούς, υπάρχει η δυνατότης μιας θετικής προόδου πρός την φιλοσοφία. Ο Κίρκεγκαρντ και ακολουθώντας την γραμμή του ο Χάϊντεγκερ, ερμήνευσαν πάντοτε τον θάνατο σαν την αυθεντική «αντίρρηση» προς το είναι του ανθρώπου, σαν την απόδειξη του «μηδενισμού» του- ιδιαιτέρως εκεί όπου η Χαϊντεγκεριανή ανάλυση του θανάτου και όλων των πλευρών της ανθρώπινης ζωής που συνδέονται μαζί του υπερέχει της αντιστοίχου αναλύσεως τού Κίρκεγκαρντ.
Είναι ξεκάθαρο όμως πως η χαρακτηριστική εσωτερική πράξη του Κίρκεγκαρντ, το ότι «γίνεται υποκειμενικός», οδηγεί κατευθείαν έξω από την φιλοσοφία. Αυτή η πράξη αφορά την φιλοσοφία μόνον στο μέτρο που μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε τους φιλοσοφικούς λόγους της επαναστάσεως του φιλοσόφου εναντίον της φιλοσοφίας. Παρομοίως, παρότι ανήκει στο άλλο άκρο, είναι και η περίπτωση του Μάρξ, ο οποίος περιορίζει με την σειρά του τις φιλοσοφικές του θέσεις στην ομολογία πως ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και επομένως πρέπει να σταματήσει να τον ερμηνεύει. Και οι δυό τους έχουν κοινή την επιθυμία να περάσουν κατευθείαν στην πράξη και το ότι δεν συνέλαβαν ποτέ τους την ιδέα, αφού ξεκίνησαν να αμφιβάλλουν για την σκοπιμότητα του στοχασμού και να απελπίζονται γύρω από την δυνατότητα κάθε γνώσεως καθαρά στοχαστικής, να ξαναρχίσουν την φιλοσοφία από νέες βάσεις. Σαν αποτέλεσμα ο Κίρκεγκαρντ κατέφυγε στην ψυχολογία με τον σκοπό να περιγράψει την εσωτερική πράξη και ο Μάρξ σε μια πολιτική επιστήμη σχετική με την εξωτερική πράξη. Όμως μέ αυτή τη διαφορά. Ότι ο Μάρξ δέχθηκε τελικώς την σιγουριά της Εγελιανής φιλοσοφίας, τροποποιώντας την πολύ λιγότερο από ότι νομίζουμε για να την «επαναφέρει με το κεφάλι ψηλά». Ότι ο Μαρξ αντάλλαξε την Εγελιανή αρχή τού πνεύματος με την Μαρξιστική αρχή της ύλης, υπήρξε πολύ λιγότερο σημαντικό για την φιλοσοφία από το γεγονός πως ξανασιγούρεψε την ενότητα του κόσμου και του ανθρώπου με δογματικό τρόπο, καθαρά υποθετικό και γι' αυτό καθόλου πειστικό για τους μοντέρνους ανθρώπους.
Ο Κίρκεγκαρντ είναι πιό σημαντικός από τον Μαρξ για την εξέλιξη και τη συνέχεια της φιλοσοφίας διότι δεν σταμάτησε να απελπίζεται με την φιλοσοφία. Από αυτόν προήλθαν όλα τα καινούρια περιεχόμενα, τα οποία είναι συγκεκριμένα: ο θάνατος, καθώς εξασφαλίζει την αρχή της εξατομικεύσεως (principium inviduationis), καθώς ο θάνατος παρότι είναι ότι πιό καθολικό υπάρχει με συναντά αναπόφευκτα μόνο. Η τύχη, καθώς εξασφαλίζει την πραγματικότητα σαν απλό δεδομένο, η οποία με νικά και με πείθει μέσα από το απρόβλεπτο γεγονός της και την αδυναμία της σκέψης να την συλλάβει . Η ενοχή, καθώς είναι κατηγορία κάθε ανθρώπινης πράξεως και η οποία πράξη είναι αόριστη όχι λόγω τού κόσμου, αλλά από μόνη της, καθότι αναλαμβάνω πάντοτε ευθύνες πού ξεπερνούν τον ορίζοντά μου και έτσι αποφασίζοντας, είμαι πάντοτε αναγκασμένος να εγκαταλείπω κάτι. Η ενοχή λοιπόν είναι ο τρόπος μέσω τού οποίου εγώ ο ίδιος γίνομαι πραγματικός, μέσω του οποίου σχετίζομαι με την πραγματικότητα.
Τα νέα περιεχόμενα της φιλοσοφίας αναδύονται ξεκάθαρα για πρώτη φορά με τον Γιάσπερς στην «ψυχολογία των οραμάτων του κόσμου» και με την μορφή των «οριακών – καταστάσεων», καταστάσεων στις οποίες ο άνθρωπος βρίσκεται λόγω της αντινομικής δομής της υπάρξεώς του και οι οποίες μπορούν να δώσουν αυθεντικές ωθήσεις στην φιλοσοφική του δραστηριότητα. Από αυτό του το έργο ήδη, με το οποίο πρωτοεμφανίζεται φιλοσοφικά, ο Γιάσπερς προσπαθεί να βασίσει σ' αυτές τις καταστάσεις έναν νέο τύπο φιλοσοφίας, και στά περιεχόμενα που προέρχονται από τον Κίρκεγκαρντ, προσθέτει ένα άλλο, το οποίο μερικές φορές ονομάζει πάλη, μερικές αγάπη, και το οποίο θα γίνει γι' αυτόν στη συνέχεια, στην θεωρία της «επικοινωνίας», η νέα μορφή επικοινωνίας της φιλοσοφίας. Αντιτιθέμενος στον Γιάσπερς και χρησιμοποιώντας αυτά τα νέα περιεχόμενα, ο Χάϊντεγκερ προσπαθεί να ξαναδώσει ζωή στην συστηματική φιλοσοφία, ακριβώς δε με το παραδοσιακό της νόημα.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010
Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΡΙΟΥ
Η ΦΙΛΟΚΑΚΙΑ ΤΟΥ ΡΑΜΦΟΥ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Ο κ. Ράμφος παρέδωσε στους ακροατές του την δεύτερη διάλεξή του, σχετική με το νόημα της Φιλοκαλίας σ’ έναν σύγχρονο κόσμο. Γίνεται ξεκάθαρο πως ο κ. Ράμφος αγνοεί την Εκκλησιαστική παράδοση, οι λίγες γνώσεις που διαθέτει προέρχονται από διαβάσματα Δυτικής Βιβλιογραφίας, και επίσης πως, βασικώς, δεν πιστεύει! Οι πεποιθήσεις του στηρίζονται στον Διαφωτισμό του Kant και του Κασσίρερ. Φαίνεται επίσης ξεκάθαρο πως ο σκοπός του, όπως και στο Μυστικό του Ιησού, είναι να αμφισβητήσει και να διαγράψει την θεότητα του Κυρίου. Φιλοσοφικά ανήκει στην μεγάλη ομάδα των μοντέρνων διανοουμένων οι οποίοι δεν χρησιμοποιούν τον νόμο τής μή-αντιφάσεως της αρχαίας Διαλεκτικής και στην θέση της εργάζονται με την εσωτερική (τους) λογική. Φυσικά παρουσιάζουν τεράστια Χάσματα, τα οποία είτε δεν καταλαβαίνουν, είτε προσπαθούν να τα καλύψουν με το νέο φάρμακο αθανασίας που έχει κατασκευάσει η Δύση, την Ιστορία!
Ένα παράδειγμα μας φτάνει: Η θέωση, λέει, είναι ο συντονισμός της θελήσεως του ανθρώπου με το θέλημα του θεού! Ένα ρεαλιστικό αίτημα! Για τον σκοπό αυτό εξοβελίζεται η Φαντασία.
Στην Αναγέννηση αντιθέτως ισχυρίζεται ο κ. Ράμφος η Φαντασία είναι η κυρίαρχη λειτουργία του ανθρώπου διότι έχει να κάνει με την επιβεβαίωση της ανθρώπινης θεογνωστικής δυνατότητος! Δηλαδή με «Βυζαντινούς» όρους, αναζητάται ο συντονισμός του θελήματος του θεού με την θέληση του ανθρώπου.
Αυτή είναι η εξέλιξη του Δυτικού πολιτισμού, η οποία ονομάζεται στην Εκκλησιαστική γλώσσα, Αντίχριστος.
Η πρόθεσίς του, η προαίρεσίς του όπως λέγεται επίσης, φαίνεται και από την ερμηνεία των λόγων των όντων. Λέει λοιπόν πως το δεύτερο επίπεδο της οδού προς την θέωση είναι η Γνώση των όντων, σύμφωνα με τον Ευάγριο. Δηλαδή η Γνώση της θέσεώς τους στην οικονομία της Δημιουργίας. Αυτή η Γνώση είναι η γνώση των λόγων των όντων. Εκτός του ότι αυτή η Γνώση είναι η Μεταφυσική απορροή των όντων του Πλωτίνου από το Ένα, ο κ. Ράμφος καταργεί την οικονομία της Σωτηρίας, χάριν μιας αρμονίας, λόγω Γνώσεως, με την Δημιουργία! Θέωση όμως τώρα είναι η Γνώση του θεού, με την οποία επιτυγχάνει τον συντονισμό του θελήματος του ανθρώπου με του θεού. Και την Γνώση επομένως της θέσεώς του στην οικονομία της Δημιουργίας; Το πρωτείο του;
Σημασία έχει να σωθεί ο κόσμος τούτος, λοιπόν, στον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να κερδίσει την αξιοπρέπειά του.
Από τα ασκητικά του Ευάγριου χάνεται η υπερηφάνεια! Διότι δεν μπορεί να δεχθεί ο κ. Ράμφος την ύπαρξη, την πραγματικότητα του Εωσφόρου και των δαιμόνων. «Οι λογισμοί πηγάζουν μόνον από την αιχμαλωσία στα αισθητήρια». Ο Νόμος του Μωϋσέως όμως που δίδαξε στους ανθρώπους την αιτία της δουλειάς τους, λέει να μην επιθυμήσεις τα αγαθά του άλλου, την γυναίκα του άλλου! Δεν λέει να αρνηθείς το ωραίο ή το μερικό, την αυτοβεβαίωση! Λέει του άλλου! Εξηγώντας την ύπαρξη των δαιμόνων στην Ασκητική γραμματεία, μας πληροφορεί ο κ. Ράμφος πως στην Αρχαιότητα οι δαίμονες ήταν αγαθοί και βοηθοί του ανθρώπου, ενώ οι Ασκητές επηρεάστηκαν από την δαιμονολογία της Βίβλου και τους είδαν σαν εχθρούς. Η αλήθεια όμως είναι πως προσπαθώντας να εφαρμόσουν τον ΝΟΜΟ οι Εβραίοι, άρχισαν να ξεφεύγουν από τις επιρροές αυτές και προκάλεσαν την αντίδρασή τους. Ενώ μετά την Ανάσταση του Κυρίου οι δαίμονες νικημένοι μίσησαν τον άνθρωπο, έγιναν ανθρωποκτόνοι.
Όλη η σπουδή του Ευάγριου και επομένως όλης της Χριστιανικής Ασκητικής η οποία ακολούθησε τα βήματά του (στην φαντασίωση του Ράμφου ο Ευάγριος υπήρξε ο Δάσκαλος όλων, παίρνοντας την θέση και του αληθινού Διδασκάλου. Φυσικό και επόμενο για έναν άνθρωπο που δεν πιστεύει στον Θεό και επομένως στο Άγιο Πνεύμα), όλη η σπουδή λοιπόν είναι να αποκοπεί ο Νους από το σώμα! Να νεκρωθεί το σώμα με την άσκηση και να προσφέρει στον Νου την απάθεια. Με την βοήθεια της οποίας ο Νους κατορθώνει την καθαρότητά του, την κένωσή του! Ο Νους ελευθερώνεται όταν αδειάζει από τις σκέψεις. Σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να αναρωτηθούμε! Εφόσον το άδειασμα του σώματος από τα πάθη το ονομάζουμε νέκρωση του σώματος, γιατί το άδειασμα του Νου από τις σκέψεις δεν το ονομάζουμε με την σειρά του νέκρωση του Νου;
Κατά τα άλλα είναι μια ευχάριστη διάλεξη η οποία φωτίζει πολλές πλευρές του μοντέρνου πνεύματος της εποχής μας, διότι από τον Ευάγριο υπάρχουν ελάχιστα πράγματα. Γίνεται όμως ξεκάθαρο σ’ αυτό το σημείο πως το μοντέρνο πνεύμα της ανθρωπότητος είναι Ινδουιστικό, και γι’ αυτό όλες οι ερμηνείες οδηγούν προς το Νιρβάνα.
Εδώ θα σταματήσουμε το σχόλιό μας διότι ο κ. Ράμφος υποσχέθηκε να μιλήσει στην συνέχεια για το Φως. Και θα τον περιμένουμε! Πιστοί πάντοτε στην εναντίωσή μας σε όσους αρνούνται κάτι που αγνοούν παντελώς.
Γιάννης Πατρῶζος
Αμέθυστος
Ο κ. Ράμφος παρέδωσε στους ακροατές του την δεύτερη διάλεξή του, σχετική με το νόημα της Φιλοκαλίας σ’ έναν σύγχρονο κόσμο. Γίνεται ξεκάθαρο πως ο κ. Ράμφος αγνοεί την Εκκλησιαστική παράδοση, οι λίγες γνώσεις που διαθέτει προέρχονται από διαβάσματα Δυτικής Βιβλιογραφίας, και επίσης πως, βασικώς, δεν πιστεύει! Οι πεποιθήσεις του στηρίζονται στον Διαφωτισμό του Kant και του Κασσίρερ. Φαίνεται επίσης ξεκάθαρο πως ο σκοπός του, όπως και στο Μυστικό του Ιησού, είναι να αμφισβητήσει και να διαγράψει την θεότητα του Κυρίου. Φιλοσοφικά ανήκει στην μεγάλη ομάδα των μοντέρνων διανοουμένων οι οποίοι δεν χρησιμοποιούν τον νόμο τής μή-αντιφάσεως της αρχαίας Διαλεκτικής και στην θέση της εργάζονται με την εσωτερική (τους) λογική. Φυσικά παρουσιάζουν τεράστια Χάσματα, τα οποία είτε δεν καταλαβαίνουν, είτε προσπαθούν να τα καλύψουν με το νέο φάρμακο αθανασίας που έχει κατασκευάσει η Δύση, την Ιστορία!
Ένα παράδειγμα μας φτάνει: Η θέωση, λέει, είναι ο συντονισμός της θελήσεως του ανθρώπου με το θέλημα του θεού! Ένα ρεαλιστικό αίτημα! Για τον σκοπό αυτό εξοβελίζεται η Φαντασία.
Στην Αναγέννηση αντιθέτως ισχυρίζεται ο κ. Ράμφος η Φαντασία είναι η κυρίαρχη λειτουργία του ανθρώπου διότι έχει να κάνει με την επιβεβαίωση της ανθρώπινης θεογνωστικής δυνατότητος! Δηλαδή με «Βυζαντινούς» όρους, αναζητάται ο συντονισμός του θελήματος του θεού με την θέληση του ανθρώπου.
Αυτή είναι η εξέλιξη του Δυτικού πολιτισμού, η οποία ονομάζεται στην Εκκλησιαστική γλώσσα, Αντίχριστος.
Η πρόθεσίς του, η προαίρεσίς του όπως λέγεται επίσης, φαίνεται και από την ερμηνεία των λόγων των όντων. Λέει λοιπόν πως το δεύτερο επίπεδο της οδού προς την θέωση είναι η Γνώση των όντων, σύμφωνα με τον Ευάγριο. Δηλαδή η Γνώση της θέσεώς τους στην οικονομία της Δημιουργίας. Αυτή η Γνώση είναι η γνώση των λόγων των όντων. Εκτός του ότι αυτή η Γνώση είναι η Μεταφυσική απορροή των όντων του Πλωτίνου από το Ένα, ο κ. Ράμφος καταργεί την οικονομία της Σωτηρίας, χάριν μιας αρμονίας, λόγω Γνώσεως, με την Δημιουργία! Θέωση όμως τώρα είναι η Γνώση του θεού, με την οποία επιτυγχάνει τον συντονισμό του θελήματος του ανθρώπου με του θεού. Και την Γνώση επομένως της θέσεώς του στην οικονομία της Δημιουργίας; Το πρωτείο του;
Σημασία έχει να σωθεί ο κόσμος τούτος, λοιπόν, στον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να κερδίσει την αξιοπρέπειά του.
Από τα ασκητικά του Ευάγριου χάνεται η υπερηφάνεια! Διότι δεν μπορεί να δεχθεί ο κ. Ράμφος την ύπαρξη, την πραγματικότητα του Εωσφόρου και των δαιμόνων. «Οι λογισμοί πηγάζουν μόνον από την αιχμαλωσία στα αισθητήρια». Ο Νόμος του Μωϋσέως όμως που δίδαξε στους ανθρώπους την αιτία της δουλειάς τους, λέει να μην επιθυμήσεις τα αγαθά του άλλου, την γυναίκα του άλλου! Δεν λέει να αρνηθείς το ωραίο ή το μερικό, την αυτοβεβαίωση! Λέει του άλλου! Εξηγώντας την ύπαρξη των δαιμόνων στην Ασκητική γραμματεία, μας πληροφορεί ο κ. Ράμφος πως στην Αρχαιότητα οι δαίμονες ήταν αγαθοί και βοηθοί του ανθρώπου, ενώ οι Ασκητές επηρεάστηκαν από την δαιμονολογία της Βίβλου και τους είδαν σαν εχθρούς. Η αλήθεια όμως είναι πως προσπαθώντας να εφαρμόσουν τον ΝΟΜΟ οι Εβραίοι, άρχισαν να ξεφεύγουν από τις επιρροές αυτές και προκάλεσαν την αντίδρασή τους. Ενώ μετά την Ανάσταση του Κυρίου οι δαίμονες νικημένοι μίσησαν τον άνθρωπο, έγιναν ανθρωποκτόνοι.
Όλη η σπουδή του Ευάγριου και επομένως όλης της Χριστιανικής Ασκητικής η οποία ακολούθησε τα βήματά του (στην φαντασίωση του Ράμφου ο Ευάγριος υπήρξε ο Δάσκαλος όλων, παίρνοντας την θέση και του αληθινού Διδασκάλου. Φυσικό και επόμενο για έναν άνθρωπο που δεν πιστεύει στον Θεό και επομένως στο Άγιο Πνεύμα), όλη η σπουδή λοιπόν είναι να αποκοπεί ο Νους από το σώμα! Να νεκρωθεί το σώμα με την άσκηση και να προσφέρει στον Νου την απάθεια. Με την βοήθεια της οποίας ο Νους κατορθώνει την καθαρότητά του, την κένωσή του! Ο Νους ελευθερώνεται όταν αδειάζει από τις σκέψεις. Σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να αναρωτηθούμε! Εφόσον το άδειασμα του σώματος από τα πάθη το ονομάζουμε νέκρωση του σώματος, γιατί το άδειασμα του Νου από τις σκέψεις δεν το ονομάζουμε με την σειρά του νέκρωση του Νου;
Κατά τα άλλα είναι μια ευχάριστη διάλεξη η οποία φωτίζει πολλές πλευρές του μοντέρνου πνεύματος της εποχής μας, διότι από τον Ευάγριο υπάρχουν ελάχιστα πράγματα. Γίνεται όμως ξεκάθαρο σ’ αυτό το σημείο πως το μοντέρνο πνεύμα της ανθρωπότητος είναι Ινδουιστικό, και γι’ αυτό όλες οι ερμηνείες οδηγούν προς το Νιρβάνα.
Εδώ θα σταματήσουμε το σχόλιό μας διότι ο κ. Ράμφος υποσχέθηκε να μιλήσει στην συνέχεια για το Φως. Και θα τον περιμένουμε! Πιστοί πάντοτε στην εναντίωσή μας σε όσους αρνούνται κάτι που αγνοούν παντελώς.
Γιάννης Πατρῶζος
Αμέθυστος
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)