Συνέχεια απο : Τετάρτη, 30 Ιανουαρίου 2013
Heller
als tausend Sonnen
Λαμπρότερο από χίλιους ήλιους
του Robert Jungk
Scherz
& Goverts Verlag, 1956
Κεφάλαιο 17ο : Η συνείδηση σε κρίση και ο
πειρασμός της τεχνολογίας
VII
Στις αρχές του 1950, φαίνεται πως
η ίδια η φύση πρόβαλε μια πιο αποτελεσματική αντίσταση στα σχέδια του Edward Teller για την
κατασκευή της «Super», παρά
μερικοί ερευνητές, που στην αρχή διαμαρτυρήθηκαν αλλά στο τέλος συνεργάστηκαν.
Αμέσως μετά την γνωστοποίηση της διαταγής από τον Λευκό Οίκο, το θεωρητικό
τμήμα άρχισε τους υπολογισμούς για την βόμβα. Δυο ομάδες ρίχτηκαν στην λύση του
προβλήματος. Η πρώτη χρησιμοποιούσε την πρώτη μεγάλη υπολογιστική μηχανή, τον ENIAC. Αυτός ο
υπολογιστής ήταν κατασκευασμένος βάση των σχεδίων του von Neumann, και τον
χρησιμοποιούσαν στο πεδίο βολής πυροβολικού στο Aberdeen, με σκοπό τον
υπολογισμό των βαλλιστικών τροχιών και άλλων παρόμοιων πραγμάτων. Την δεύτερη
ομάδα αποτελούσαν δυο άνδρες: οι Ulam και Everett. Αυτοί είχαν στην διάθεση τους μια
συνηθισμένη υπολογιστική μηχανή, όπως αυτή που χρησιμοποιήθηκε για την πρώτη
ατομική βόμβα.
Η επεξεργασία ενός προβλήματος
από δυο ομάδες, οι οποίες συνέκριναν τα αποτελέσματα τους, είχε καθιερωθεί στο Los Alamos, και ήταν ένα
είδος διανοητικού αθλήματος. Ο Rolf Landshoff, που καταγόταν από το Βερολίνο, και ανήκε
στην ομάδα του Teller από τον
καιρό του πολέμου, θυμάται αυτόν τον «αγώνα δρόμου»: «ήταν μια συνάντηση στο
γραφείο του Teller, όπου
συμμετείχαν ο Fermi, ο von Neumann και ο Feynman, και εγώ, γιατί
η δουλειά μου ήταν να κάνω λεπτομερειακούς υπολογισμούς βάσει των σχεδίων που
θα συζητούσαμε. Κάθε δυο λεπτά, ο Fermi ή ο Teller, έκαναν ένα γρήγορο υπολογισμό, και
μετά άρχιζαν με τις λεπτομέρειες. Ο Feynman με την υπολογιστική μηχανή, ο Fermi με τον μικρό
του λογιστικό κανόνα που είχε πάντα μαζί του, και ο von Neumann με το κεφάλι
του. Το κεφάλι ερχόταν συνήθως πρώτο στον στόχο, και ήταν αξιοσημείωτο το πόσο
κοντά η μια στην άλλη ήταν οι τρεις απαντήσεις».
Στην περίπτωση των υπολογισμών
για την «Super»,
φαινόταν πως αυτό που ανέλαβε ο Ulam, ήταν πολύ δύσκολο. Πίστευαν ότι θα τελείωνε τους
υπολογισμούς μέρες ή βδομάδες μετά τον ENIAC. Αλλά αυτοί οι «τεχνητοί εγκέφαλοι»
μιλούσαν ως γνωστό μια δική τους γλώσσα, στην οποία έπρεπε να μεταφρασθούν όλα
τα προβλήματα τα οποία τους ετίθεντο. Αυτή η «μετάφραση» είναι πολύ σπάνια
αλάνθαστη. Η μηχανή το «παρατηρεί» αυτό. Δίνει ανόητες «απαντήσεις», η ακριβής
μελέτη των οποίων δείχνει που έγινε το λάθος στην μετάφραση.
Όλη αυτή η διαδικασία απαιτούσε
χρόνο, και ο Ulam είχε
στη διάθεση του περισσότερο χρόνο για υπολογισμούς. Προτού η ομάδα του ENIAC λύσει το
πρόβλημα με τα λάθη και θέσει εκ νέου την ερώτηση στο ηλεκτρονικό μαντείο, ο Ulam είχε ήδη φτάσει
στον στόχο, με μερικές τολμηρές συντμήσεις, και παρουσίασε τα αποτελέσματα του.
Αν ίσχυαν, ήταν καταστροφικά για τα σχέδια του Teller. Βάσει των
αποτελεσμάτων αυτών υπήρχαν δυο εκδοχές: είτε η κατασκευή της βόμβας υδρογόνου
ήταν αδύνατη έτσι όπως την σχεδίασαν, είτε απαιτούσε μια τέτοια ποσότητα
τριτίου (ισότοπο του υδρογόνου) ώστε το κόστος θα ήταν υπερβολικά μεγάλο.
Ο Teller αντέδρασε σαν
ανατολίτης δεσπότης. Δεν μπόρεσε βέβαια να αποκεφαλίσει τον αγγελιαφόρο του
κακού μηνύματος, αλλά τον έριξε σε δυσμένεια. Όταν ήρθαν τα αποτελέσματα του ENIAC, τα οποία
φαίνονταν ελπιδοφόρα, ίσως στον καχύποπτο Teller να
δημιουργήθηκε η υποψία ότι ο Ulam τον εξαπάτησε. Στο Los Alamos δούλευαν
διάφοροι τύποι, μόνο και μόνο γιατί πίστευαν ότι θα αποδειχθεί αδύνατη η
κατασκευή της «Super». Τα
επόμενα αποτελέσματα όμως της μεγάλης μηχανής από το Aberdeen, επιβεβαίωσαν
ολοκληρωτικά τον Πολωνό μαθηματικό.
Σύμφωνα με τα λόγια του Teller, ήταν με
μαθηματική ακρίβεια βέβαιο, ότι όλη η μέχρι εκείνη την στιγμή δουλειά βασίστηκε
σε «φαντασίες». Έπρεπε να αρχίσουν εκ νέου! Ήταν οι αρχικές μετρήσεις, στις
οποίες είχαν βασιστεί οι υπολογισμοί, εσφαλμένες; Αυτό μπορούσε να επιβεβαιωθεί
μόνο με ένα πείραμα. Το πείραμα αυτό όμως έπρεπε να διεξαχθεί με πολύ πιο
ακριβείς παρατηρήσεις, σε σχέση με αυτά των προηγούμενων ατομικών δοκιμών.
Απαιτούνταν όργανα πρωτοφανούς ταχύτητας και ακρίβειας. Κάμερες που έπαιρναν χιλιάδες
εικόνες το δευτερόλεπτο. Όργανα που μετέδιδαν στο αρχηγείο το σήμα αυτού που
«έζησαν», πριν καταστραφούν από την έκρηξη. Αναρίθμητα τεχνητά όργανα, «μάτια»,
«αυτιά» και «μύτες», ανώτερα από τα ανθρώπινα αισθητήρια, είχαν την αποστολή να
στέλνουν δεδομένα στα εργαστήρια που είχαν ανεγερθεί στη Νότια Θάλασσα, στο Atoll Eniwetok. Από αυτά τα
δεδομένα, οι θεωρητικοί μπορούσαν να διαπιστώσουν εάν τα πειράματα βρίσκονται
σε ένα νέο δρόμο, που θα τους οδηγούσε στην επιτυχία.
Η δοκιμή, για την οποία
προετοιμάζονταν ο Teller και οι συνεργάτες του, από το 1950 μέχρι τα μέσα Μαΐου
του 1951, έφερε την κωδική ονομασία «Greenhouse». Αυτοί όμως που την προετοίμαζαν την
ονόμαζαν πιο συχνά (και από μια άποψη ήταν πιο κατάλληλο όνομα) «Icebox»(καταψύκτης),
γιατί το «όργανο», που υφίστατο την έκρηξη, έπρεπε να διατηρείται κατεψυγμένο,
διότι το τρίτιο μόνο σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες βρισκόταν στην σωστή για την
έκρηξη κατάσταση. Αργότερα έδωσαν σε αυτήν την πιο ακριβή και απλόχερη από όλες
τις «Super»-δοκιμές,
το όνομα «Super fluous» (περιττή). Αν
και η συγκομιδή ήταν πλούσια, τα δεδομένα δεν προσέφεραν κάτι ουσιαστικό στην
λύση της κρίσης γύρω από την «Super».
Πριν λάβει χώρα η δοκιμή, ο Stan Ulam, ο ίδιος
άνθρωπος που οι υπολογισμοί του έδειχναν ότι το σχέδιο ήταν ανέφικτο, είχε
πάρει ένα νέο δρόμο. Την ιδέα του, που τον οδήγησε σε μια εντελώς διαφορετική
κατεύθυνση, την ανέφερε στον Teller, ο οποίος στο μεταξύ του είχε ζητήσει
συγγνώμη για την αμφιβολία που είχε εναντίον του. Ο Teller στην αρχή δεν
συμφωνούσε με την ιδέα, αργότερα την ακολούθησε. Την συζήτησε κατ’ αρχάς με τον
Frederic de Hoffman. Ο Hoffman διηγείται:
«ήταν βράδυ. Στην αρχή δεν πήρα πολύ στα σοβαρά το πράγμα. Ο Edward έχει πάρα
πολλές ιδέες. Δεν μπορείς να πάρεις καθεμιά στα σοβαρά. Όταν όμως το επόμενο πρωί
επέμεινε στην ιδέα, άρχισα να ασχολούμαι με το θέμα. Προσπάθησα να επιβεβαιώσω
την σκέψη με μια υπολογιστική μηχανή. Ο υπολογισμός έβγαινε!»
Έτσι από ένα ερέθισμα που έδωσε ο
Ulam,
προέκυψε εκείνη η «τρομερή ιδέα», η οποία κατέστησε δυνατή την κατασκευή της
αμερικάνικης «Super». Ο Teller ανακοίνωσε
την «ιδέα του», για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1951, παρουσία μεγάλου αριθμού
εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι είχαν έρθει στο «Institute of Advanced Study», για να
συζητήσουν εκτενώς πάνω στο «θερμοπυρηνικό ερώτημα».
Το πόσο πολύ είχε αλλάξει το
πνευματικό «κλίμα» (σε σύγκριση με το τι επικρατούσε τον Οκτώβριο του 1949,
όταν η πλειονότητα των παρόντων στην συνάντηση απέρριπτε την κατασκευή της
βόμβας υδρογόνου, λόγω πολιτικών και ηθικών κριτηρίων), φαίνεται ξεκάθαρα από
την μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα, Gordon Dean, που ήταν τότε προϊστάμενος της AEC:
«Κατά την συνάντηση αυτή στο Princeton, στις
19 Ιουνίου 1951, μου φαίνεται πως ήταν παρόντες όλοι που είχαν να πουν κάτι για
το θέμα. Ο Norris Bradbury, διευθυντής του
εργαστηρίου του Los Alamos, μαζί με ένα
δυο βοηθούς. Πιστεύω πως και ο πολύ
δραστήριος στο Η-πρόγραμμα Dr. Nordheim από το Los Alamos ήταν εκεί. Ο Johnny von Neumann από το Princeton, ένας
από τους καλύτερους στον κόσμο σε θέματα όπλων, ο Dr. Teller, ο Dr. Bethe, ο Dr. Fermi, ο Johnny Wheeler και όλοι οι
κορυφαίοι από κάθε εργαστήριο βρίσκονταν στο τραπέζι. Για δυο μέρες συζητούσαμε
το θέμα.
Στη συνάντηση αυτή προέκυψε κάτι
που ο Edward Teller είχε στο κεφάλι
του: ήταν ένας εντελώς νέος δρόμος προσέγγισης του θερμοπυρηνικού όπλου... Με
ευχαρίστηση θα το περιέγραφα, αλλά πρέπει να μείνει μυστικό. Στην αρχή ήταν μια
θεωρία. Έκαναν σχέδια στον πίνακα. Οι Dr. Bethe, Dr. Fermi και Dr. Teller συμμετείχαν με
την μεγαλύτερη ένταση. Ο Oppy ήταν επίσης πολύ ενεργός... Θυμάμαι ότι έφυγα από
την συνάντηση με την εντύπωση πως ο καθένας, χωρίς εξαίρεση, ήταν γεμάτος
ενθουσιασμό, γιατί τώρα είχαμε κάτι θετικό... Οι αντιπαλότητες ήταν παρελθόν.
Για πρώτη φορά υπήρχε πραγματικός ενθουσιασμός για το πρόγραμμα. Οι συζητήσεις
είχαν ικανοποιητική κατάληξη, και ήμαστε σε θέση να φτιάξουμε το Gadget (μηχάνημα-παιχνίδι)
εντός ενός έτους... Ο Oppenheimer προΐστατο της συνάντησης, έλαβε ενεργά μέρος και έφυγε
ενθουσιασμένος. Θυμάμαι πως μίλησα αργότερα μαζί του, και ήταν, θα μπορούσα να πω,
όλος χαρά, επειδή είχαμε στα χέρια μας κάτι που φαινόταν πως θα
λειτουργούσε...»
Αυτό δεν ακούγεται σαν να έχουμε
να κάνουμε με άνδρες, οι οποίοι μετά από σκληρό εσωτερικό αγώνα, με δυσκολία
κατέληξαν στο «και όμως...». Πως εξηγείται αυτός ο μακάβριος ενθουσιασμός, που
εξαφάνισε όλες τις προηγούμενες αμφιβολίες και αντιστάσεις εναντίον του «Super»-τέρατος; Για
το θέμα αυτό εκφράστηκε ο Oppenheimer, με ένα τρόπο, που μας δίνει τουλάχιστο
μια ένδειξη, περί του ερωτήματος, γιατί οι σημερινοί επιστήμονες, παρά τις
όποιες αμφιβολίες, «πέφτουν» εν όψη της επιτυχίας της αναζητούμενης λύσης (και
ας έχει καταστροφικά αποτελέσματα).
Ανατρέχοντας (αφού η βόμβα
υδρογόνου είχε δοκιμαστεί με επιτυχία) στην άρνηση για την βόμβα υδρογόνου, από
πλευράς της «General Advisory Committee» το 1949, ο Oppenheimer είπε (το 1951)
: «Δε θεωρώ πως έχει νόημα να κάνουμε υποθέσεις, για το ποια θα ήταν η στάση
μας τότε, εάν κατείχαμε τότε την τεχνολογία που προέκυψε αργότερα. Η γνώμη μου
για τα πράγματα αυτά είναι η εξής: όταν δει κανείς κάτι που του φαίνεται
technically sweet (τεχνολογικά γλυκύ), τότε καταπιάνεται με αυτό, και τα
ερωτήματα, για την χρήση και τις συνέπειες έρχονται μετά την επιτυχία της
κατασκευής. Έτσι ήταν και με την ατομική βόμβα. Δεν πιστεύω ότι κάποιος είχε
προβάλει αντίρρηση για την κατασκευή της. Όταν πια είχε κατασκευαστεί, έγιναν
διάφορες συζητήσεις, για το τι να την κάνουν. Πιστεύω πως αν το 1949 γνωρίζαμε
τα δεδομένα του 1951, τότε η αναφορά μας (του 1949) θα είχε τον ίδιο τόνο όπως
τώρα...»
Στο σημείο αυτό δεν ακούμε πια
τίποτα για την περίφημη ηθική αμφιβολία της «αναφοράς» του «General Advisory
Committee». Εκούσια ή ακούσια, ο Oppenheimer ξεγυμνώνει το επικίνδυνο ελατήριο
του μοντέρνου ερευνητή. Η αξιοσημείωτη εξομολόγηση του ίσως να εξηγεί
επιτέλους, γιατί ο Φάουστ του 20ου αιώνα παρασύρεται για να υπογράψει συμφωνία
με τον διάβολο.
Ότι είναι «τεχνολογικά γλυκύ»
είναι για τον ερευνητή ακαταμάχητο.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος