Το
πνευματικό και το κοσμικό
Η απομυθοποίηση της ενώσεως των θρησκειών καί τής θρησκειολογίας
Η πνευματικότητα στην μοντέρνα κοινωνία
Peter
van der Veer
Princeton University Press, 2014
Αφαίρεση και πνευματικότητα
Η πνευματικότητα δεν πρέπει να καταχωρηθεί στο περιθώριο
της μοντέρνας εποχής, όπως συχνά συμβαίνει, καθώς βρίσκεται στην καρδιά της
δυτικής νεωτερικότητας. Σε ποιο βαθμό η πνευματικότητα αποτελεί σημείο της
δυτικής νεωτερικότητας μπορεί να φανεί με τον καλύτερο τρόπο, παρατηρώντας την
άμεση σύνδεση της με την αφηρημένη τέχνη. Τον Δεκέμβριο του 1911, ο Wassily Kandinsky, ένας πρωτοπόρος της αφηρημένης τέχνης, δημοσίευσε το
έργο του Über das Geistige in der Kunst(περί του πνευματικού στην τέχνη), ένα από τα
σημαντικότερα κείμενα που έγραψε ένας καλλιτέχνης στον 20ο αιώνα. Ο Kandinsky είχε δηλώσει, πως ο σκοπός τού
βιβλίου ήταν να ξυπνήσει την δυνατότητα να έχει κανείς την εμπειρία του πνευματικού
μέσα στα υλικά και αφηρημένα πράγματα. Προσέθεσε, πως αυτή η ικανότητα έδινε
την δυνατότητα απόκτησης εμπειριών οι οποίες θα ήταν στο μέλλον απολύτως
απαραίτητες και ατελεύτητες. Ο Kandinsky επεσήμανε, πως δεν
δημιουργούσε μια λογική θεωρία, αλλά ως καλλιτέχνης ενδιαφερόταν για εμπειρίες
που ήταν εν μέρει ασυνείδητες.
Μια από τις αποφασιστικές εμπειρίες που περιγράφει, είναι
και η συνάντηση του σε μια έκθεση στην Γαλλία, με τον πίνακα του Claude Monet, με τον τίτλο «Θημωνιά»:
«Και ξαφνικά, για πρώτη φορά είδα μια Εικόνα. Το ότι ήταν
η "Θημωνιά" το διάβασα στον κατάλογο. Το ότι δεν την αναγνώρισα ήταν πολύ
επίπονο για μένα. Σκέφτηκα επίσης, πως ο ζωγράφος δεν έχει το δικαίωμα να
ζωγραφίζει με τόση ασάφεια. Βίωσα ανεπαίσθητα πως δεν υπήρχε κάποιο αντικείμενο
σε αυτή την εικόνα. Και τότε πρόσεξα, ξαφνιασμένος και ανήσυχος, πως η ζωγραφιά
όχι μόνο πιάνει, αλλά εντυπώνεται ανεξίτηλα στην μνήμη και φεύγει, πάντοτε
αναπάντεχα, με την τελευταία λεπτομέρεια μπροστά στα μάτια σου.»
Η αφηρημένη τέχνη είναι ένα από πιο χαρακτηριστικά σημεία
τής ευρωπαϊκής νεωτερικότητας. Μπορεί να μελετήσει κανείς την βαθμιαία εξέλιξή της από τον
ιμπρεσιονισμό του Monet και των άλλων δια
μέσον του συμβολισμού. Είναι όμως πολύ δύσκολο να ξεφύγεις από την αίσθηση ενός
ριζικού ρήγματος ως προς την αναπαραστατική τέχνη. Ο Kandinsky συνδέει την αφαίρεση με το πνευματικό. Στο σημείο αυτό
δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς και άλλοι πρωτοπόροι της αφηρημένης τέχνης, όπως
οι Frantisek Kupka, Piet Mondrian, Kazimir Malevich, θεώρησαν τους εαυτούς τους εμπνευσμένους από την
πνευματικότητα, είτε μέσω τής επίδρασης τής θεοσοφίας και της ανθρωποσοφίας,
είτε με άλλο τρόπο11.
Αυτά που μόλις αναφέρθηκαν μπορεί να φαίνονται αναπάντεχα
σε εκείνους που θεωρούν την μοντέρνα μεταμόρφωση της ζωής στην Ευρώπη, κατά τον
19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, σύμφωνα με τους όρους του Weber, ως από-μυστικοποίηση (demystification). Στην μοντέρνα τέχνη, που
είναι μια από τις πιο περιεκτικές εκφράσεις της νεωτερικότητας, το πνευματικό
έχει την θέση του comeback, της επιστροφής
του απωθημένου. Ο σύνδεσμος μεταξύ τέχνης και πνευματικότητας μάς δείχνει τον
δρόμο διά του οποίου η τέχνη φτάνει στο σημείο να εκφράζει την υπερβατική
ερμηνεία τής εμπειρίας, που δεν είναι πια αποκλειστικό προνόμιο της θεσμικής
θρησκείας. Και επειδή μερικές από τις θεωρίες που συναντά κανείς στο πεδίο αυτό
φαίνεται να είναι παρανοϊκές (ο Mondrian ιδιαιτέρως, τείνει
να είναι απίστευτα συγχυσμένος, αλλά και να προκαλεί σύγχυση στα γραπτά του),
πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, να μην τις απορρίψουμε βεβιασμένα ως άσχετες
προς το θέμα μας12. Οι καλλιτέχνες ψηλαφούν ένα ριζικά νέο τρόπο
έκφρασης της υπερβατικής αλήθειας [ΤΗΣ ΑΠΡΟΣΩΠΗΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ, ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΗ, ΦΑΝΕΡΩΝΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΡΟΣΩΠΟ ΕΙΝΑΙ Η ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ] και συχνά τα καταφέρνουν καλύτερα, να
εκφράσουν αυτό που θέλουν να πουν, με το μέσο το οποίο επέλεξαν να εργαστούν,
παρά με τις λέξεις. Η υπερβατική και ηθική σημασία τής μοντέρνας τέχνης, που
φυλάσσεται στα μουσεία και τις εκθέσεις, μας κάνει νά θεωρούμε τις ιδεολογικές επιθέσεις πάνω στην τέχνη ως
αναπόφευκτες. Αυτές οι επιθέσεις προσλαμβάνουν τον χαρακτηρισμό της βλασφημίας
και εικονοκλασίας, όπως στην περίπτωση της καύσης της «εκφυλισμένης τέχνης» από
τους Ναζί. Μπορούμε να πούμε πως η πνευματικότητα της Δύσεως φυλάσσεται μέσα
στην τέχνη.
Ο
υλισμός και η Μεγάλη Μεταμόρφωση
Η πνευματικότητα συνιστά για τους θρησκευτικούς στοχαστές
ένα πράγμα ανώτερης αξίας, σε σχέση προς τις πιο βασικές πτυχές της κοινωνικής
ζωής, συμπεριλαμβανομένης και της οργανωμένης θρησκείας. Αυτή η αντίληψη
συνδέει τους Γερμανούς φιλοσόφους του19ου αιώνα με τον σημαντικό φιλόσοφο και
ποιητή από το Harvard George Santayana, ο οποίος θεωρούσε πως «αυτή η φιλόδοξη πτυχή της
θρησκείας μπορεί να ονομασθεί πνευματικότητα»13. Για τους
ρομαντικούς εθνικιστές, η πνευματικότητα συνιστά την ουσία του λαού, το
συλλογικό του πνεύμα, που προσελκύει την προσοχή μας στην γόνιμη σύνδεση πνευματικότητας
και εθνικισμού, που θα εξετάσουμε αργότερα στο παρόν βιβλίο. Τέλος, η
πνευματικότητα συνιστά την υπέρβαση του σώματος, ή αλλιώς, την χρήση του
σώματος προς απόκτηση πνευματικών εμπειριών. Στην έννοια της πνευματικότητας,
βαρύνουσα σημασία έχουν οι εξής αντιθέσεις: εμπειρία – αναπαράσταση,
πνευματικότητα – υλισμός, πνεύμα του έθνους – άτομο, πνεύμα – σώμα. Το πιο
σημαντικό σημείο είναι ότι η πνευματικότητα χρησιμοποιείται ως το αντίθετο του
υλισμού, και συνεπώς ως κριτική του μοντέρνου, βιομηχανικού καπιταλισμού.
Ας εκθέσουμε εν συντομία μερικά στοιχεία του υλισμού στα
οποία αντιτίθεται η πνευματικότητα. Η Μεγάλη Μεταμόρφωση, που έλαβε χώρα κατά
τον 19ο αιώνα, είναι πρωταρχικά μια οικονομική μεταμόρφωση, την
οποία χαρακτηρίζει με τον καλύτερο τρόπο το «αόρατο χέρι», μια έννοια που
εισήγαγε ο Adam Smith. Αυτό που οι οικονομολόγοι και
πολιτικοί επιστήμονες ονομάζουν «λογική επιλογή των ατόμων», και που ο Smith είχε ονομάσει «ατομική
επιδίωξη της ευτυχίας», οδηγεί σύμφωνα με αυτή την άποψη, με ένα μηχανικό τρόπο
στην γενική ευημερία. Όπως το έθεσε ο Alexander Pope στο «Essay on Man»: «αληθινή αγάπη
του εαυτού και το κοινωνικό είναι το ίδιο»14. Και επειδή αυτό είναι
το θεμέλιο του φιλελεύθερου καπιταλισμού, ο διαλεκτικός υλισμός του Μαρξ δεν
διαφέρει, εφόσον επιλέγει την οικονομία ως τον πρωταρχικό κινητήρα. Με τον
τρόπο αυτό, η οικονομία γίνεται ο πιο σημαντικός σκοπός της κοινωνίας. Ευτυχώς,
η οικονομία έχει αιτιοκρατικούς νόμους. Τουλάχιστον αυτό θέλουν να μας κάνουν
οι οικονομολόγοι να πιστέψουμε. Οι στατιστικές συλλέγονται για να παρέχουν μια
αντικειμενική άποψη της πραγματικότητας, η οποία δίνει την δυνατότητα εφαρμογής
της κοινωνικής μηχανικής. Το ατομικό και το συλλογικό τοποθετούνται ταυτόχρονα
σε ένα οικονομικό πλαίσιο το οποίο είναι κοσμικό, όχι με την έννοια ότι δεν
είναι θρησκευτικό (αφού τα άτομα μπορεί να ακολουθούν θρησκευτικούς σκοπούς),
αλλά με την έννοια ότι η θεόσδοτη τάξη της κοινωνίας έχει αντικατασταθεί από
μια τάξη η οποία παράγεται σταθερά από τον homo economicus.
Αυτό το κοσμικό πλαίσιο είναι στον ίδιο βαθμό μεταφυσική,
όσο και το θρησκευτικό το οποίο είχε προηγηθεί. Η οικονομική ισχύς δεν είναι
πάντα φανερή, και παρουσιάζεται με χρηματικά σύμβολα. Το χρήμα είναι το
καλύτερο σημάδι εθνικής κυριαρχίας, όπως η λέξη «κυριαρχία» το υποδεικνύει, και
όπως τα πορτραίτα και σύμβολα και οι επιγραφές στα χρήματα το επισημαίνουν.
Επίσης, η δύναμη ενός κράτους εξαρτάται από την φορολογική του βάση. Και
πράγματι, η ευημερία ενός έθνους αλλά και η αποτελεσματικότητα ενός κράτους
εξαρτώνται από την χρηματική αξία. Πληθωρισμός, υποτίμηση, ανατίμηση,
συναλλαγματική αξία, η αξία της εργασίας - όλα αυτά είναι σημάδια υγιούς
πολιτικής και φερεγγυότητας των πολιτικών ηγετών. Το κράτος εγγυάται την αξία
των χρημάτων, και οι άνθρωποι επιδεικνύουν ισχυρή πίστη στην αόρατη δύναμη του κράτους, όταν παίρνουν
στα χέρια τους τα ορατά κέρματα. Το κράτος θεωρείται υπεύθυνο για την
λειτουργία της αγοράς, και αυτό είναι πιο σημαντικό για την πολιτική κρίση του
λαού από ότι άλλες πολιτικές πράξεις. Παρόλα αυτά, η αξία των χρημάτων
εξαρτάται από τις αόρατες δυνάμεις της αγοράς οι οποίες δεν ελέγχονται, ή
ελέγχονται μόνο εν μέρει από το έθνος-κράτος. Στο σημείο αυτό έρχεται πάλι το
αόρατο, αλλά αυτή την φορά ξένο χέρι, να δικαιολογήσει τις ξαφνικές αλλαγές
στην τύχη ενός έθνους. Εσωτερικά, αυτό το αόρατο χέρι υποβοηθείται από την
αναξιοπιστία των περιθωριακών οικονομικών ομάδων, όπως είναι οι Εβραίοι, οι
Λιβανέζοι, οι Ινδοί ή οι Κινέζοι, οι οποίοι συνδέουν το τοπικό με το παγκόσμιο,
μέσω του εμπορίου και τού δανεισμού χρημάτων. Και αφού το χρήμα σηματοδοτεί την
ανταλλαγή (θεωρείται συχνά ως η βάση της κοινωνίας, από τον Claude Levi-Strauss για παράδειγμα),
προσελκύει τον ηθικό στοχασμό πάνω στις
δυνατότητες και τους περιορισμούς της
ανταλλαγής15. Το χρήμα είναι τότε η πηγή του κακού, η επαρχία του
διαβόλου. Και πράγματι, η χριστιανική και η ισλαμική σκέψη, επηρεασμένες από
τον Αριστοτέλη, εστιάζεται στις τράπεζες και τον τόκο. Η ισλαμική σκέψη περί
τοκογλυφίας, δανεισμού και επιτοκίου είναι μόνο μια πτυχή. Μέσω του φετιχισμού
και της κυκλοφορίας, το χρήμα υπερβαίνει την καθαρότητα και ανοίγει την πόρτα
για την διαφθορά στην κοινωνική ζωή. Η διαφθορά θεωρείται συχνά μια πτυχή της
οικονομικής πρακτικής η οποία λαμβάνει χώρα στα παρασκήνια, στο σκοτάδι. Τι
γίνεται όμως με το αόρατο χέρι της αγοράς; Αυτό είναι ένα πεδίο όπου η φαντασία
περί συνωμοσίας οργιάζει, και όπου η απαίτηση για διαφάνεια είναι ανεκπλήρωτη
σε μεγάλο βαθμό. Και έτσι απασχολεί
άμεσα τους κεντρικούς θεσμούς του έθνους-κράτους.
Η εκκοσμικευμένη μεταφυσική της οικονομίας είναι βασική
για την μοντέρνα κοινωνιολογία και την πολιτική πράξη, αλλά και υπεύθυνη για
την απόρριψή της ως υλισμού. Ο Charles Taylor είχε επισημάνει, πως στο
αρχαίο καθεστώς, η υπερβολική επιδίωξη προσωπικής ευημερίας θεωρήθηκε ως
διαφθορά η οποία απειλούσε την κοινωνική τάξη, ενώ στην μοντέρνα αντίληψη, η
επιδίωξη αυτή δημιουργεί την τάξη16. Η επισήμανση όμως, πως η
θεώρηση της κοινωνίας από την σκοπιά τής οικονομίας είναι διεφθαρμένη,
συνεχίζει με μοντέρνα μορφή την απόρριψη του υλισμού. Η απόρριψη αυτή αφορά
κυρίως στην καταναλωτική πτυχή της οικονομίας. Επειδή η λαιμαργία και η
απληστία θεωρήθηκαν ανέκαθεν ως πάθη, η απόρριψη της απεριόριστης κατανάλωσης
λαμβάνει κεντρική θέση, όπως η κατανάλωση στην μοντέρνα αντίληψη της κοινωνίας.
Η παλιά απόρριψη του κόσμου του χρήματος και του κέρδους,
μεταμορφώθηκε στην μοντέρνα εποχή στην απόρριψη του θεμελίου της
νεωτερικότητας, της εκκοσμικευμένης κοινωνίας. Η πνευματικότητα συσχετίζεται με
ένα μεγάλο φάσμα πολιτικών κινημάτων, από τον σοσιαλισμό μέχρι τα ρομαντικά
κινήματα, όπως ο εθνικισμός και ο φασισμός, αλλά και τα μεταρρυθμιστικά
κινήματα των θρησκειών του κόσμου. Αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί οπισθοδρομική
στάση, που θα εξαφανιστεί λόγω της προόδου. Στην πραγματικότητα, η παρούσα
οικονομική κρίση, όπως και οι προηγούμενες κρίσεις, μας δείχνουν ξεκάθαρα πως
ζούμε σε μια «οικονομία που βασίζεται στην πίστη», όπως το έθεσε ο πρώην
πρόεδρος των ΗΠΑ George W. Bush. Στα πλαίσια της
οικονομίας αυτής, οι λογικοί υπολογισμοί και η έννοια της προόδου δέχονται
επίθεση. Η πνευματικότητα μπορεί να θεωρηθεί ως κριτική σχετιζόμενη με την
πίστη στο χρήμα και την στρατιωτική ισχύ. Όπως έχουμε δει, το ενδιαφέρον για
την πνευματικότητα στην Βρετανία του 19ου αιώνος συνδυάζεται με την
απόρριψη της αποικιοκρατίας. Η παλαιότερη κριτική της αποικιοκρατίας όπως την
βρίσκουμε στον Edmund Burke, ότι απειλεί τις αξίες της
ελεύθερης Βρετανίας, μεταμορφώνεται στην κριτική των αξιών αυτών, οι οποίες
είναι ενσωματωμένες στους παραδοσιακούς θεσμούς, όπως η Εκκλησία και το στέμμα17.
Ένα μέρος αυτής της πνευματικής κριτικής βρίσκει τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό,
εφόσον στον δρόμο αυτό δεν βάζει εμπόδια ο υλισμός του μαρξισμού. Μερικά
στοιχεία πάνε στα ριζοσπαστικά κινήματα, όπως η θεοσοφία. Και μερικά βρίσκουν
τον δρόμο προς την παιδεία, ιδιαίτερα στην νέα επιστήμη της συγκρητιστικής
θρησκείας. Επαναλαμβάνω, η πνευματικότητα δεν είναι θρησκεία, τουλάχιστον καμιά
καθιερωμένη θρησκεία. Στην Αγγλία του 19ου αιώνα, αλλά και στις ΗΠΑ,
είναι μια έννοια που χρησιμοποιείται για να ασκήσει κριτική στην θρησκεία. Αν
και είναι αντίθετη προς τον εκκοσμικευμένο υλισμό, δεν είναι αντιδραστική, με
την έννοια ότι μένει προσκολλημένη στην παραδοσιακή εποχή. Τα επιχειρήματα υπέρ
της πνευματικότητας παρουσιάζονται συχνά
ως επιστημονικά. Η ίδια η επιστήμη θεωρείται ως το υπερβατικό πνεύμα της εποχής. Μια καλή
απεικόνιση αυτού του ευτυχισμένου γάμου της επιστήμης και της πνευματικότητας
είναι κάτι που έλαβε χώρα στις 8 Νοεμβρίου του 2005: κάτω από σοβαρές
αντιδράσεις, ο Dalai Lama είχε κληθεί ως
πνευματικός ηγέτης, να απευθύνει λόγο στην ετήσια συνάντηση της Εταιρίας
Νευροεπιστημών στην Washington, DC.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος