Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021
Η κυβέρνηση, με τα αλλοπρόσαλλα μέτρα που παίρνει καταστρέφει την υγεία και την οικονομία.
Για τον σκοτισμό της ψυχής και πώς κλονίζεται η σχέση της με τους ανθρώπους; (Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης)
Δια τεσσάρων πραγμάτων σκοτίζεται η ψυχή· δια του μισήσαι τον πλησίον, και εξουδενώσαι, και ζηλώσαι, και γογγύσαι. [7,9] Αββάς Ησαΐας
Το ένα έπεται του άλλου, διότι ο αββάς Ησαΐας θέλει να δείξη την συνάφειά τους και τον τρόπο με τον οποίο δημιουργούν το σκοτάδι στην ψυχή.
Από την αρχή των λόγων του λέγει ότι, για να μπορέση ο άνθρωπος να έχη πνευματική ζωή, να έχη το φως στην ζωή του, πρέπει να έχη τελεία επικοινωνία με το περιβάλλον του.
Αφ’ ης στιγμής δεν έχει αυτή την απλή, την φυσική, την άνετη εγκατάλειψι και παράδοσι του εαυτού του στον άλλον, και επομένως την βίωσι του άλλου ως οικείου μέλους, δεν μπορεί να έχη Θεόν.
Γι’ αυτό σκοτίζεται η ψυχή, όταν κλονίζεται η σχέσις της με τους ανθρώπους.
Πώς όμως κλονίζεται; «δια του μισήσαι τον πλησίον», με το να μισή κανείς τον πλησίον του.
Το μισώ τον πλησίον έχει κατά κύριον λόγο ενεργητική έννοια και σημαίνει, κτυπώ, αρνούμαι, επιτίθεμαι εναντίον του άλλου· εκφράζει επιθετική διάθεσι της ψυχής.
Αντί να έχω φυσική σχέσι με τον άλλον, να τον βάζω στην καρδιά μου, έχω το μίσος, που είναι μία έξοδος του άλλου από την καρδιά μου και από την ζωή μου.
Μίσος λοιπόν είναι να βλέπω ως έτερον τον άλλον, να τον πετάω έξω από την καρδιά μου, να μην τον θωρώ ως είναι μου· είναι η διπλωπία που παθαίνει ο άνθρωπος, και βλέπει τα πράγματα διπλά.
Αντί να δω ότι ο άλλος είμαι εγώ, βλέπω ότι είναι κάτι διαφορετικό. Αυτό μπορεί να είναι φυσικό για τους ανθρώπους του κόσμου, αλλά για μας, που είμαστε σώμα Χριστού, είναι αφύσικο.
Το μίσος είναι εκ των μεγάλων αμαρτημάτων, διότι είναι απόρροια μεγάλης εμπάθειας, δείχνει δε ότι ο άνθρωπος δούλεψε πολλά χρόνια στην αμαρτία και τα πάθη, και έχει σκληρυνθή τόσο πολύ η καρδιά του, ώστε έγινε ανώμαλη τρόπον τινά, και όχι μόνον δεν μπορεί να αγαπήση, αλλά και μισεί.
Χρειάζεται πολύ δάκρυ για να αποβάλη κάποιος το μίσος· δεν είναι υπόθεσις μιας αποφάσεως απλώς ή αγώνος μίας ημέρας. Όταν μισώ κάποιον, δεν μπορώ να πω, αποφασίζω να μην τον μισώ.
Μπορώ να πω, αποφασίζω να μην τον χτυπήσω, να μην τον βλάψω, αλλά, για να μην τον μισώ πλέον, χρειάζεται μια εσωτερική κάθαρσις.
Το μίσος προς τον πλησίον φανερώνει μεγάλο βάθος πάθους, γι’ αυτό και συσκοτίζει την ψυχή.
«Και εξουδενώσαι», με το να ταπεινώσης τον άλλον σκοτίζεται η ψυχή. Προφανώς, «το εξουδενώσαι» εδώ έχει την βαθειά έννοια του να κρίνω τον άλλον.
Όταν όμως τον κρίνω, τον βγάζω πάντοτε μικρό, μηδαμινό, ουδέν. Είναι τόσος ο εγωισμός του ανθρώπου, ώστε τίποτε δεν μπορεί να σταθή ενώπιον της κρίσεώς του, ούτε ένας Θεός, πόσο μάλλον ένας άνθρωπος.
Το να θεωρώ τον άλλον ως κατώτερο, περισσότερο όμως το να το εκφράζω, είναι κεφαλαιώδες αμάρτημα.
«Και ζηλώσαι». Άλλη μορφή σχέσεώς μας με τους ανθρώπους, η οποία διαταράσσει την ειρήνη και την ενότητα, είναι η ζήλεια με όλες τις έννοιες.
Ζηλεύω κάποιον από αγάπη, τον θεωρώ δικό μου και ενώνομαι αναπόσπαστα μαζί του.
Η ένωσις αυτή δεν είναι εν τω σώματι του Χριστού, είναι μία υποβίβασις του σώματος του Χριστού σε ανθρώπινη σχέσι. Είναι επίσης μία πλήρης μοιχική εσωτερική ενέργεια.
Αν πάρωμε την ζήλεια με την έννοια ότι ζηλεύω αυτόν τον άνθρωπο και τον απωθώ, τότε η ζήλεια είναι έκφρασις εσωτερικής αδυναμίας αλλά και ανώμαλης αγάπης.
Δηλαδή τον αγαπώ κατά κάποιον τρόπον εγωιστικό και αποκλειστικό, πιστεύω ότι έχω δικαιώματα στην ζωή του και ότι αυτός έχει υποχρεώσεις απέναντί μου, ότι πρέπει να μου δίνει λογαριασμό για το πού πηγαίνει και τι κάνει.
Η ζήλεια λοιπόν είναι διαταραχή των σχέσεών μας λόγω περισσής εσωτερικής ψυχικής ενεργείας.
Ζήλεια είναι κάθε στροφή προς τον άλλον, που ξεκινάει από κάτι υπερβολικό, από έναν ζήλο, από μία ζέσι, από μία βράσι.
Επομένως, ζήλος μπορεί να είναι το ενδιαφέρον μου, η αγάπη μου, η φροντίδα μου να τον σώσω, να τον βοηθήσω να βγη από την αμαρτία, να γίνει παιδί του Θεού.
Αυτή η ζέσις είναι ένας αφύσικος εσωτερικός οργασμός, μία αφύσικη πνευματική συσσωμάτωσις.
Αντίθετο του «ζηλώσαι» είναι το «γογγύσαι», το οποίο επίσης προέρχεται από αδυναμία ψυχής.
Γογγύζω σημαίνει διαμαρτύρομαι, αρνούμαι, παραπονούμαι, είμαι στεναχωρημένος, δεν ικανοποιούμαι.
Αυτόν τον γογγυσμό τον εκφράζω στο περιβάλλον μου, στα γραπτά μου, στην προσευχή μου.
Ζητώ, λόγου χάριν, κάτι από τον άλλον ή προσδοκώ ή απαιτώ κάτι.
Δεν μου το δίνει όμως, γιατί και αυτός είναι απορροφημένος από τον δικό του αγώνα και πόθο, από την δική του σκέψι, αμαρτία, χαρά, από την δική του ακολασία, αγιότητα ή αρετή.
Τότε πέφτω σε έναν γογγυσμό, διότι περιθωριοποιούμαι στην σκέψι του.
Προσεύχεται αυτός, νομίζω ότι με αφήνει μοναχό μου. Ενδιαφέρεται για μένα, νομίζω ότι δεν το έκανε από αγάπη ή ότι το έκανε ελλιπές.
Ο γογγυσμός είναι το ανικανοποίητο που νοιώθομε στην ζωή μας και προέρχεται από ένα μειονεκτικό εγώ.
Η ζήλεια προέρχεται από ένα εγώ υπερτροφικό, ενώ η εξουδένωσις από ένα εγώ αυτοτρεφόμενο και αυτοδυναμούμενο άνευ Θεού, που βλέπει τον άλλον κατώτερο, μηδαμινό.
Το μίσος είναι η διαφοροποίησις, η απώθησις του άλλου από την ύπαρξί μας.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Αρχ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, «Λόγοι ασκητικοί, Ερμηνεία στον Αββά Ησαΐα», των εκδόσεων Ίνδικτος)
(Πηγή ψηφ. κειμένου: pemptousia.gr, Επιμέλεια: Στέλιος Κούκος)
(Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης) | Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ (alopsis.gr)
Ὀντολογία τοῦ προσώπου - Χρήστος Γιανναράς (1)
Α
Κοινοὶ τόποι στὸ πεδίο τοῦ ὀντολογικοῦ προβληματισμοῦ
(προϋποθέσεις συν-εννόησης μὲ τὸν τρόπο τοῦ Wittgenstein)
1 Τὰ ὅρια τῆς γλώσσας μου εἶναι τὰ ὅρια τοῦ κόσμου μου.
1.1 Τὰ ὅσα μπορῶ νὰ πῶ γιὰ τὴν πραγματικότητα ὁριοθετοῦν τὰ ὅσα ἀντιλαμβάνομαι ὡς πραγματικότητα.
1.2 Τὰ σημαινόμενα κάθε κοσμοαντίληψης εἶναι συνάρτηση τῶν γλωσσικῶν σημαινόντων τοῦ φορέα τῆς κοσμοαντίληψης.
1.3 Χωρὶς γλώσσα δὲν ὑπάρχει σκέψη. Σκέπτομαι μὲ τὶς λέξεις-ἔννοιες τῆς γλώσσας μου.
1.3.1 Ἡ σκέψη μου συγκροτεῖται ἀπὸ ἔννοιες: ἀποτυπώσεις ἐν-νῷ ἰδεῶν-εἰκόνων ποὺ μοῦ προσπορίζουν οἱ αἰσθήσεις μου.
2 Ἡ κατα-νόηση τῆς πραγματικότητας εἶναι εἰδολογικὴ-εἰκονολογική.
2.1 Τὴν εἰκονολογικὴ κατανόηση τῆς πραγματικότητας (τὸ «φανταστικὸν τῆς ψυχῆς») συνοδεύει ἡ ἱκανότητα τοῦ νοῦ νὰ πολυμερίζει τὶς ἐν-νῷ εἰκόνες (ἔννοιες) καὶ νὰ ἀνασυνθέτει τὰ κομμάτια κάθε εἰκόνας πλάθοντας πραγματικὲς ἢ ἀνύπαρκτες (φανταστικὲς) παραστάσεις, ἐνδεικτικὲς νοητικὰ ἐνδεχόμενων «πραγματικοτήτων».
2.1.1 Συμπλοκὴ νοημάτων ἐστί τὸ ἀληθὲς ἢ ψεῦδος, λέει ὁ Ἀριστοτέλης (Περὶ ψυχῆς Γ 432α 11-12). Τὰ συνδυαστικὰ παράγωγα τῶν ἐν νῷ σημαινόντων παραπέμπουν σὲ ἐνδεχομένως ὑπαρκτὰ σημαινόμενα ἢ σὲ ἐνδεχομένως ἀνύπαρκτα (γοργόνες, κενταύρους, τραγέλαφους).
2.1.2 Ἡ νοητικὴ ἱκανότητα νὰ πιθανολογοῦμε ὡς ὑπαρκτὸ τὸ ἀνύπαρκτο, συνιστᾶ δυνατότητα προϋποθετικὴ τόσο τῆς ἐρευνητικῆς ἐπιστημονικῆς «ὑπόθεσης» (suppositio) ὅσο καὶ τῆς καινοτομίας στὴν Τέχνη.
2.2 Ἡ ἱκανότητα νὰ πιθανολογοῦμε τὸ ὑπαρκτὸ παραπέμπει στὴν εὐρύτερη (καθολικότερη) δυνατότητα, νὰ εἶναι ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου θεωρητική: Νὰ παράγει θέα-θεωρία τοῦ (αἰσθητὰ ἀνύπαρκτου) γενικοῦ-καθολικοῦ ξεκινώντας ἀπὸ τὶς αἰσθητὲς εἰκόνες (εἴδη) τῶν ἐπιμέρους ὁμοειδῶν ὑπαρκτῶν. Ἀπὸ τὰ κοινὰ εἰδητικὰ γνωρίσματα περισσότερων ἐπιμέρους ὑπαρκτῶν συνάγει ὁ νοῦς τὸ κοινὸν εἶδος ὡς ἑνικὴ εἰκόνα, ὡς ἔννοια (ἐν νῷ μόνο) ὁμοείδειας.
2.2.1 Ὁμοείδεια εἶναι ἡ ἐν νῷ εἰκόνα (ἔννοια) τοῦ κοινοῦ λόγου-τρόπου (εἴδους) ὁμάδας ἐπιμέρους ὑπαρκτῶν, λόγου-τρόπου μετοχῆς τῶν συγκεκριμένων ὑπαρκτῶν στὴν ὕπαρξη. Ὀνομάζουμε (ἀπὸ τὸ θηλυκὸ τῆς μετοχῆς ἐνεστῶτος τοῦ ρήματος εἶναι) τὴν εἰκόνα-ἔννοια τοῦ τρόπου μετοχῆς στὸ εἶναι: τὴν ὁμοείδεια.
2.3 Ἡ θεωρητικὴ νοητικὴ ἱκανότητα (παραγωγὸς θέας συνθετικῆς) εἶναι ταυτόχρονα καὶ παραγωγὸς θέας ἀφαιρετικῆς: παράγει ἀφηρημένες ἔννοιες (ἐν νῷ εἰκόνες), προϊόντα ἀφαίρεσης (ἀποκλεισμοῦ) τῶν δευτερευόντων γνωρισμάτων, προκειμένου νὰ ἀναδείξει τὸ πρωτεῦον κοινὸ γνώρισμα μιᾶς ὁμοείδειας ὑπαρκτῶν. Συνάγει ἡ νόηση τὸ πρωτεῦον γνώρισμα ὡς ἐπιθετικὸ προσδιορισμὸ ταυτότητας τῶν ὁμοειδῶν ὑπαρκτῶν. Καὶ ἀπὸ τὸν κοινὸ ἐπιθετικὸ προσδιορισμὸ παράγει ἡ νόηση τὴν ἀφηρημένη ταυτότητα ὡς ὑπαρκτικὴ ποιότητα καθεαυτήν.
2.3.1 Παράδειγμα: Μέσῳ τῶν αἰσθήσεων (ὅρασης, ἁφῆς) γνωρίζουμε ἐμπειρικὰ τὸ ὑλικὸ χῶμα. Σὲ κάθε ἀντι-κείμενο συνιστάμενο ἢ κατασκευασμένο ἀπὸ χῶμα ἡ νόηση ἀναγνωρίζει ὡς πρωτεῦον συστατικὸ καὶ γνώρισμα τὸ χῶμα, καὶ γλωσσικὰ τοῦ ἀποδίδει τὸν ἐπιθετικὸ προσδιορισμό: χοϊκός. Αὐτονομημένη-ἀφηρημένη (μὲ ἀφαίρεση-διαστολὴ ἀπὸ τὰ συγκεκριμένα ἀντικείμενα) ἡ ἰδιότητα τοῦ χοϊκοῦ συνάγεται ὡς ὑπαρκτικὴ ποιότητα καθεαυτήν: ὡς χοϊκότητα.
2.3.2 Χοῦς (χῶμα), χοϊκός, χοϊκότητα: Μετάβαση ἀπὸ τὴ θέα καὶ σήμανση τοῦ αἰσθητοῦ ἀντικειμένου, στὴν ἔννοια-εἰκόνα τοῦ κοινοῦ εἴδους καὶ τελικὰ στὴν κατα-νόηση τῆς ὁμοείδειας ὡς ὑπαρκτικῆς ποιότητας.
3 Αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε, ἀδυνατοῦμε καὶ νὰ τὸ σκεφτοῦμε.
3.1 Ὑπάρχει ὡστόσο καὶ αὐτὸ ποὺ «δὲν χωράει» στὴ γλώσσα, δὲν ἀντικειμενοποιεῖται μὲ γλωσσικὰ σημαίνοντα — ὑπάρχει τὸ ἄρρητο. Εἶναι αὐτὸ ποὺ μόνο βιώνεται ἐμπειρικὰ καὶ δείχνεται (εἰκονολογεῖται): Ὁ πόνος, ἡ ἡδονή, ἡ αἴσθηση τοῦ κάλλους, ἡ ἐρωτικὴ ἀμοιβαιότητα, ἡ βίωση τῆς τιμῆς ἢ τῆς ὑποτίμησης, τῆς ἀναγνώρισης ἢ τῆς περιφρόνησης, ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἑτερότητας καὶ μοναδικότητας εἶναι τέτοια (ἄρρητα) δεδομένα τῆς πραγματικότητας.
3.1.1 Ἡ κατάδειξη τοῦ ἀρρήτου γίνεται (ἐνδεχομένως) δυνατὴ ὄχι μὲ τὴ σημαντικὴ τῶν ἐννοιῶν (τῶν ἐν-νῷ εἰκόνων), ὅσο μὲ τὴν ἐκφραστικὴ δυνατότητα (τὴ «γλώσσα») τῶν Τεχνῶν. Ἡ σημαντικὴ τῶν ἐννοιῶν ὑπηρετεῖ τὴ γνώση ὡς κοινωνούμενη κατα-νόηση τῆς πραγματικότητας. Ἡ σημαντικὴ τῶν Τεχνῶν καλεῖ στὴν ἐμπειρία κοινωνούμενης σχέσης μὲ τὴν πραγματικότητα.
3.1.2 Ἡ κατανόηση γνωστοποιεῖ τὸ τὶ τῆς πραγματικότητας. Ἡ ἐμπειρία τῆς σχέσης γνωστοποιεῖ τὸ πῶς τῆς πραγματικότητας.
3.1.3 Τὸ τὶ τῆς πραγματικότητας ὑπόκειται μὲ τὴν κατανόηση σὲ ἀτομικὴ κατοχὴ καὶ χρήση. Τὸ πῶς τῆς πραγματικότητας «ταῖς μετοχαῖς μόναις γινώσκεται»: γίνεται γνωστὸ-προσιτὸ μόνο μὲ τὴ θελητικὴ μετοχὴ-μέθεξη στὸν τρόπο ποὺ συνιστᾶ τὸ πῶς. Δηλαδὴ μόνο ὡς κατορθούμενη σχέση.
3.2 Ἡ σχέση προϋποθέτει ἔλλογες ὑπάρξεις. Τὰ ἄλογα ὑπαρκτὰ συναντῶνται ἢ καὶ συνυπάρχουν συμπτωματικὰ (κατὰ σύμπτωσιν) ἢ νομοτελειακά (κατ’ ἀναγκαιότητα), δὲν σχετίζονται. Ἡ σχέση προϋποθέτει ἔλλογη ἐπιθυμία, θέληση, ἀπόφαση. Εἶναι ἡ ἐνεργὸς (ἐν ἔργῳ) συνάντηση ἢ συνύπαρξη, ποὺ γεννάει τὴ γνώση ὡς ἀμοιβαιότητα μετοχῆςμέθεξης στὸ πῶς (τρόπο) τῆς ἔναντι ἐνεργούμενης ἑτερότητας.
3.2.1 Τὰ ἄλογα ἔμβια ὄντα πληροφοροῦνται τὴν ἔναντι πραγματικότητα μέσῳ τῶν αἰσθητηριακῶν τους ὀργάνων καὶ λειτουργιῶν, δὲν τὴν κατανοοῦν. Οἱ λειτουργίες πληροφόρησης εἶναι ἐνστικτώδεις, αὐτοματικές, μὲ χρηστικὴ ἀποκλειστικὰ λειτουργικότητα — ὑπηρετοῦν τὰ ἀντανακλαστικὰ τῆς αὐτοσυντήρησης-ἄμυνας, ἡδονῆς ἢ ὅποιας ἄλλης ἐνστικτώδους ἀναγκαιότητας.
4 Ὁ λογικὸς ἄνθρωπος προσλαμβάνει τὴν αἰσθητὴ εἰκόνα τῆς μορφικῆς ἑτερότητας παντὸς ἔναντι ὑπαρκτοῦ ὡς λόγο ὁριστικὸ αὐτῆς τῆς ἑτερότητας. Καὶ συγκρατεῖ ἐν νῷ τὸν λόγο (ὡς ἔννοια). Προσλαμβάνει ἐπίσης καὶ τὸν λόγο-τρόπο τῆς συνύπαρξης τῶν ὑπαρκτῶν, τὴ λογικότητα τῶν συσχετισμῶν συνύπαρξης καὶ συλλειτουργίας τῶν ὑπαρκτῶν. Ἔτσι συγκροτεῖ ἐν νῷ ὁ λογικὸς ἄνθρωπος μιὰ συν-λογικὴ εἰκόνα τοῦ ἀντι-κείμενου ὅλου, μιὰ λογικὴ συν-είδηση: καθολικὴ νοητικὴ ἐποπτεία τοῦ λογικοῦ τρόπου τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως (Ἡράκλειτος) — ἀνάγεται ὁ λογικὸς ἄνθρωπος στὸν ξυνὸν (κοινὸ-συμπαντικὸ) λόγοτρόπο συνύπαρξης τῶν ὑπαρκτῶν.
4.1 Ἡ ἀναγώριση-γνώση τῆς εἰδητικῆς ἑτερότητας τοῦ λόγου, τόσο τῆς ὕπαρξης ὅσο καὶ τῆς συν-ύπαρξης τῶν ἔναντι τοῦ ἀνθρώπου ὑπαρκτῶν, ἀναδύεται στὴν ἀνθρώπινη συν-είδηση ὡς λόγος κλητικὸς σὲ σχέση. Τὸ γεγονὸς τῆς σχέσης ἔχει μιὰ δυναμικὴ προοδευτικῶν «ἀναβαθμῶν»: Ἡ εἰδητικὴ ἑτερότητα λειτουργεῖ ὡς ἐναρκτήρια νεύση-κλήση.
4.1.1 Ἡ ἀναγνώριση τῆς εἰδητικῆς ἑτερότητας τοῦ λόγου τόσο τῆς ὕπαρξης ὅσο καὶ τῆς συν-ύπαρξης τῶν ἔναντι ὑπαρκτῶν ἀναδύεται στὴ συνείδηση ὡς λόγος κλητικὸς σὲ σχέση. Ἡ λογικὴ εἴδηση-γνώση ἔρχεται πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς θεληματικῆς σχέσης, τῆς μετοχῆς στὴ γνώση. Ἡ πληροφορία (εἴδηση) γιὰ τήν παρουσία τοῦ ὑπαρκτοῦ προηγεῖται (ἢ ἁπλῶς διαφοροποιεῖται) ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς σχέσης μὲ τὸ ὑπαρκτό.
4.2 Ἡ λογικὴ εἴδηση-γνώση κατέχεται ἀπὸ τὸν νοῦ καὶ μεταβιβάζεται μὲ τὴ γλωσσικὴ σημαντικὴ τῶν ἐννοιῶν. Ἡ θελητικὴ σχέση μὲ τὰ γινωσκόμενα συνιστᾶ ἐμπειρικὴ γνώση, μετέχεται-κοινωνεῖται μὲ τὴ σημαντικὴ («γλώσσα») τῶν Τεχνῶν.
4.2.1 Ποίηση, μουσική, ζωγραφική, γλυπτική, ἀρχιτεκτονική, θέατρο, κινηματογράφος εἶναι «γλῶσσες» — ὅπως «γλώσσα» εἶναι καὶ τὰ μαθηματικά. «Λένε» αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ μὲ τὴ σημαντικὴ τῶν ἐννοιῶν (τὴ μονόδρομη, χρηστικὴ σύνδεση σημαίνοντος-σημαινομένου). Οἱ γλῶσσες τῶν Τεχνῶν ἀποβλέπουν νὰ γνωστοποιήσουν τὴν ἑτερότητα-μοναδικότητα τῆς προσωπικῆς σχέσης μὲ κάθε ἔναντι λόγο προσωπικοῦ ἐνεργήματος.
4.2.2 Κάθε ἔναντι λόγος προσωπικοῦ ἐνεργήματος δηλώνει (γνωστοποιεῖ) «νόημα» τοῦ ἐνεργήματος: Αἰτία, σκοπό, ἑτερότητα.
5 (Wittgenstein): «Τὸ νόημα τοῦ κόσμου πρέπει νὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο. Στὸν κόσμο ὅλα εἶναι, ὅπως εἶναι καὶ ὅλα συμβαίνουν, ὅπως συμβαίνουν. Μέσα στὸν κόσμο δὲν ὑπάρχουν ἀξίες, καὶ ἂν ὑπῆρχαν δὲν θὰ εἶχαν καμιὰ ἀξία. Ἂν ὑπάρχει μιὰ ἀξία ποὺ νὰ ἔχει ἀξία, πρέπει νὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ ὅλα ὅσα συμβαίνουν καὶ ἔχουν-ἔτσι. Γιατὶ ὅλα ὅσα συμβαίνουν καὶ ἔχουν-ἔτσι εἶναι συμπτωματικά. Αὐτὸ ποὺ τὰ κάνει νὰ μὴν εἶναι συμπτωματικά, δὲν μπορεῖ νὰ βρίσκεται μέσα στὸν κόσμο, γιατὶ τότε θὰ ἦταν καὶ αὐτὸ συμπτωματικό. Πρέπει νὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο» (Tractatus 6.41).
5.1 Ὀνομάζουμε «νόημα» τοῦ κόσμου, «νόημα» τῶν ὑπαρκτῶν καὶ τῆς ὕπαρξης, τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν αἰτία τους καὶ τὸν σκοπό τους. Αἰτία καὶ σκοπὸς εἶναι ἔλλογα (ἀπόλυτης ἑτερότητας) δεδομένα, ἡ ἀλογία (τὸ τυχαῖο, τὸ ἄσκοπο) δὲν συγκροτεῖ νόημα τοῦ ὑπαρκτοῦ. Ἀποκλείει τὴν ἀλογία ἀπὸ τὸν κόσμο ἡ λογικὴ δομὴ τοῦ κόσμου.
5.1.1 Στὴν ὁποιαδήποτε λογικὴ γλώσσα «δὲν ἐκφράζουμε ἐμεῖς, μὲ τὴ βοήθεια τῶν σημείων» αὐτὸ ποὺ πιστοποιοῦμε. «Ἀποφαίνεται στὴ λογικὴ ἡ ἴδια ἡ φύση τῶν φυσικὰ ἀναγκαίων σημείων» (in der Logik sagt die Natur den naturnotwendigen Zeichen selbst aus – Tractatus 6.124).
5.1.2 «Ἡ λογικὴ δὲν εἶναι θεωρία (ἀφηρημένο νοητικὸ συναγόμενο ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ παρατήρηση), ἀλλὰ ἕνας κατοπτρισμὸς τοῦ κόσμου (στὸν ἀνθρώπινο νοῦ). Ἡ λογικὴ εἶναι ὑπερβατική» (Tractatus 6.13). Τὸ ὑπερβατικὸ στοιχεῖο τῆς λογικῆς εἶναι ἡ ἑτερότητά της (ποὺ γνωρίζεται-γίνεται γνωστὴ μόνο ὡς ἐμπειρία προσωπικῆς σχέσης).
MΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΚΡΙΝΟΥΜΕ ΗΔΗ ΤΗΝ ΗΘΕΛΗΜΕΝΗ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ. ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΣΤΟΧΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ ΜΑΣ ΣΤΟ ΕΝΘΑΔΕ ΣΤΟΝ ΑΙΣΘΗΤΟ ΚΟΣΜΟ.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΝ ΝΟΥ ΔΕΝ ΤΟΝ ΑΧΡΗΣΤΕΥΣΕ ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΟ ΕΝΝΟΙΑ (ΕΝ-ΝΩ-ΕΙΚΟΝΩΝ-ΙΔΕΩΝ). ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ, ΤΟ ΕΓΩ, Η ΕΝΝΟΙΑ, Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΑΡΝΗΤΙΚΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΚΑΙ Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΑΠΛΩΣ ΓΝΩΡΙΖΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Η ΛΟΓΙΚΗ ΕΦΤΑΝΕ ΣΤΗΝ ΣΚΕΨΗ, ΤΗΝ ΔΙΑ-ΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΑΝΟΙΓΕ ΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ, ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΑΡΧΕΣ.
Γιατί οι άνθρωποι προσπαθούν να φαίνονται πιο σπουδαίοι και πιο καλοί απ’ ό,τι πραγματικά είναι;
Τα χόρτα του αγρού δεν το επιδιώκουν αυτό, ούτε τα ψάρια στο νερό ή τα πουλιά στον αέρα. Γιατί τότε οι άνθρωποι το θέλουν τόσο πολύ και το προσπαθούν; Επειδή έναν καιρό ήταν πραγματικά πιο σπουδαίοι και πιο καλοί απ’ ό,τι είναι σήμερα κι η σκιά της μνήμης αυτής τους πιέζει να υπερβάλουν σε μεγαλοσύνη και καλοσύνη. Κινούνται πάνω σ’ ένα νήμα που πότε τεντώνουν και πότε χαλαρώνουν οι δαίμονες.
Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2019/04/blog-post_14.html#ixzz5l5rx2hUB
Για την κάθαρση της καρδιάς χρειάζεται ευχή και αγώνας.
Γέροντα, δώστε μου μια ευχή, για να συμμαζέψω τον νού μου.
– Εύχομαι να μαζευθή ο νούς σου στην καρδιά. Τί εννοούμε, όταν λέμε «καρδιά»;Η καρδιά δεν είναι στάμνα, που μέσα της θα βάλουμε τον νού· η καρδιά είναι αυτό που νιώθουμε.
Επομένως, όταν λέμε «νά συμμαζευθή ο νούς μέσα στην καρδιά», εννοούμε να συμμαζευθή στην αγάπη, στην καλωσύνη, στην λαχτάρα, σε αυτό το σκίρτημα, σε αυτό το γλυκό πράγμα...
Αφού ο Θεός είναι Αγάπη και η καρδιά έχει αγάπη, αν η καρδιά είναι εξαγνισμένη, τότε ο άνθρωπος έχει μέσα του τον Θεό. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου...». Να Τον αγαπήσης με όλο σου το είναι.
Αν ο νούς γλυκαθή από την αγάπη και την καλωσύνη της καρδιάς, όταν θα λέη το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», θα συγκλονίζεται ολόκληρος.
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου.
– Με την ταπείνωση, την ανεξικακία, την θυσία, την ανιδιοτέλεια, την εξαγόρευση, την άσκηση, την προσευχή, και προπαντός με την ευχή, καθαρίζει η καρδιά. Η ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με»,πετάει όλη την σαβούρα που έχει η καρδιά.
– Μπορεί, Γέροντα, μόνο με την ευχή να καθαρίση η καρδιά;
– Όχι, δεν γίνεται η κάθαρση μόνο με την ευχή, αν παράλληλα δεν υπάρχη ταπείνωση και δεν γίνεται ο ανάλογος αγώνας. Αν προσεύχεσαι και δεν προσπαθής να τηρήσης και τα άλλα που είπα, τότε χαμένος κόπος.
Ή, αν τηρής εκείνα και παραμελής την προσευχή, πάλι χαμένος κόπος.
Αγωνίζεσαι και συγχρόνος προσεύχεσαι, ζητάς την βοήθεια του Θεού με την προσευχή, και έτσι σιγά‐σιγά καθαρίζει η καρδιά.
Αγώνας και προσευχή πάνε μαζί.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής»
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ Αὐτός τὴν κυβερνάει. Δὲν εἶναι Ναός ποὺ κτίζεται μὲ πέτρες, ἄμμο καὶ ἀσβέστη ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ καταστρέφεται μὲ φωτιά βαρβάρων, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός».
Τακαρίδης Γεώργιος - Η οντολογία του νού κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά (13)
Συνέχεια από: Τετάρτη, 24 Μαρτίου 2021
Η ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ
Άρθρο του Francesco Lamendola
Το ‘68 ήταν ο θρίαμβος των νέων, ήταν μια γιορτή τους. Μίλαγαν, μίλαγαν, μίλαγαν και δεν σταματούσαν τις συζητήσεις, πίστευαν ότι κατάλαβαν τα πάντα και δεν ολοκλήρωναν ποτέ τίποτα. Αυτό ασφαλώς είναι λογικό, διότι για να ολοκληρώσεις κάτι, πρέπει να ξέρεις αυτό που θέλεις, αλλά εκείνοι δεν το γνώριζαν. Ως παιδιά μιας καμένης γενιάς, ήξεραν μόνο εκείνο που δεν ήθελαν. Δεν ήθελαν να κρίνονται (βλ. Caterina Caselli)• δεν ήθελαν να τους λένε όχι οι γονείς (βλ. Moravia, Dacia Maraini και οι ψυχαναλυτές)• δεν ήθελαν να σέβονται τους αστικούς κανόνες (βλ. Marx, Lenin, κλπ.)• δεν ήθελαν να τους ‘χαλάσει’ μία κακή και άσχημη κοινωνία (βλ. Rousseau)• δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν ένα Θεό που Αυτός βρίσκεται στο κέντρο (βλ. ανθρωπολογική στροφή της θεολογίας)• δεν ήθελαν να δουλεύουν (βλ. Χίπις)• δεν ήθελαν να εξετάζονται από τους καθηγητές(βλ. ‘όχι στην καταπίεση’)• δεν ήθελαν τις ψυχιατρικές κλινικές, ούτε να αποδεχτούν ότι υπάρχει η ψυχική ασθένεια (βλ. Foucault, Basaglia και μερικά χρόνια μετά το έργο Στη Φωλιά του Κούκου)• δεν ήθελαν θρησκεία, κράτος, οικογένεια (βλ. το Imagine του John Lennon). Οι δάσκαλοί τους ήταν η Caterina Caselli, ο Alberto Moravia, η Maraini, ο Freud, ο Marx, ο Lenin, ο Che Guevara, ο Karl Rahner, ο Jack Kerouac, ο Bob Dylan, ο don Milani, ο Foucault, ο Basaglia, ο John Lennon και οι Beatles, ο Sartre και οι Υπαρξιστές και όλοι οι λυπημένοι και κλαψιάρηδες ποιητές.
Όταν φθάνουμε σε μια ορισμένη ηλικία, ας πούμε κοντά στα εξήντα, αρχίζουμε επιτέλους να σκεφτόμαστε με πραγματιστικό τρόπο. Μερικοί το κάνουν πιο πριν, αλλά είναι λίγοι. Συνήθως γινόμαστε πραγματιστές στην ηλικία που θα μπορούσαμε να γίνουμε παππούδες. Και αυτό είναι ιδιαίτερα αληθινό στην μοντέρνα κοινωνία, που, όντας εμποτισμένη από την ψευδό- παιδαγωγία της ανεκτικότητας και της ελευθεριότητας, τείνει να καθυστερεί πέραν του ορίου την ανάληψη της υπευθυνότητας από μέρους των ατόμων. Σήμερα, στην πράξη, η ωριμότητα αρχίζει να αναπτύσσεται σημαντικά μετά τα τριάντα έτη ή ακόμη πιο αργά γύρω στα σαράντα. Μέχρι πριν δύο γενιές, αυτό συνέβαινε περίπου στην ηλικία των είκοσι ετών.
Αλήθεια, πόση υποκρισία κρύβει η προοδευτική κουλτούρα, η οποία μιλά πάντα για τα δικαιώματα του ενός ή του άλλου, αλλά αρνείται να ορίσει τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και να επιβάλει αυστηρές κυρώσεις στους παραβάτες της πολιτισμένης συμβίωσης; Πριν μερικές ημέρες, στο Τρεβίζο, ένας Νιγηριανός, υποτιθέμενος πρόσφυγας, συνελήφθει με μία μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, ήταν αυτός που εφοδίαζε τους μικροέμπορους. Ο δικαστής δεν θέλησε να τον κρατήσει στην φυλακή ούτε για ένα βραδυ και αποφάσισε ότι τα χρήματα που του είχαν κατασχεθεί έπρεπε να του επιστραφούν, γιατί “δεν είχε αποδειχτεί ότι εκείνα τα χρήματα προέρχονταν από παράνομες δραστηριότητες”. Ιδού λοιπόν, αυτή είναι η κουλτούρα της ανεκτικότητας (ασυδοσίας), αυτοί είναι οι καρποί του σχετικισμού. Όλοι οι εγκληματίες ελεύθεροι.
Μήπως επιτέλους πρέπει να συνέλθουμε; Η ζωή είναι σοβαρό πράγμα, φτάνουν οι φλυαρίες, καιρός να γίνουμε ενήλικες…
Η ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΤΗΣ ΦΩΛΙΑΣ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ - ΤΟ ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ-ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ
Λόγος Πέμπτος
Περί άκρας και εκτεταμένης βίας της καρδιακής ευχής, έξ ής γεννάται μέν ό δριμύς πόνος έσω είς τόν άνθρωπον, εκ δέ του πόνου γεννώνται τά αένναα δάκρυα καί εκ τούτων προέρχεται η θυμηδία και η παράκλησις του Αγίου Πνεύματος είς τήν ψυχήν. ’Έτι δέ καί περί του πώς πτύει τινάς αίμα, έως ου νά έξορίση από τήν καρδίαν του τόν σαταναν μέ όλα του τά τάγματα.
Ευλόγησον πάτερ
Ω μοναχέ, όπου πραγματεύεσαι την ατίμητον και ουράνιον πραγματείαν της σωτηρίας διά μέσου τών θείων καί φωτεινών σου δακρύων! Όταν στερήσαι ταυτα τά σωτήρια καί άγια δάκρυα καί είναι η διάνοιά σου τετυφλωμένη καί κατασυννεφιασμένη από κάποιαν παχυτάτην ομίχλην τής αναισθησίας, η οποία περιχύνεται επάνω εις τήν ψυχήν σου καί κρατεί τόν νούν σου έν σκότει καί σκιά θανάτου κρατημένον καί δεδεμένον, όταν, λέγω, πάσχης ταύτα, μή γυρεύης άλλην θεραπείαν είς τήν ψυχήν σου, μήτε άλλο μέσον διά τού οποίου ημπορείς νά αποβάλης από τήν διάνοιάν σου τήν παχυτάτην εκείνην αντάραν της αναισθησίας καί νά ελευθερώσεις τον σκλαβωμένον σου νουν από τά δεσμά της ψυχικής σου τυφλώσεως, παρά γύρευε, όσον δύνασαι, νά εύρης τά δάκρυα, οπού τά στερείσαι. Διότι μόνον τών δακρύων έργον είναι νά λαμπρύνουν την διάνοιάν σου, νά φωτίσουν την ψυχήν σου, νά διεγείρουν τήν καρδίαν σου καί νά τήν θερμάνουν είς τήν θείαν εργασίαν καί νά υποτάξουν τό σώμα σου είς τά θελήματα της ψυχής σου.Αυτά τά δάκρυα προέρχονται μέν καί γεννώνται από πολλάς καί διαφόρους αρετάς, πλήν κατ’ εξαίρετον τρόπον προέρχονται ευθύς - ευθύς καί βρύουν εν τω άμα αεννάως από τήν υπερβολικήν βίαν της καρδιακής ευχής. Διότι η καρδιακή ευχή, όταν λέγεται βιαίως, δεν βάνει αργοπορίαν είς το να τα γέννηση είς τό σώμα καί να τα δώση είς τήν ψυχήν διά νά πλυθη με ταύτα καί λευκανθη υπέρ τήν χιόνα. «Πλυνείς με, λέγει, καί υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι».Αλλά ίσως μου αποκρίνεσαι καί μου λέγεις· εγώ πολλάκις εβίασα τήν καρδίαν μου μέ τήν ευχήν καί ποσώς δεν είδα δάκρυον. Ναι! σέ πιστεύω ότι εβίασες τήν καρδίαν σου μέ τήν ευχήν, αλλά πόσον τήν εβίασες δέν μου λέγεις. Διότι βία από βίαν διαφέρει, καθώς διαφέρει αρετή από αρετήν, τέχνη από τέχνην, ζώον από ζώον, καί άνθρωπος από άνθρωπον.Όταν δέ βιάζης τήν καρδίαν μέ τήν ευχήν, ανίσως δέν σου έρχεται τό δάκρυον, ήξευρε ότι δέν εφθασας μέ τήν βίαν σου έως είς τόν πόνον της καρδίας σου καί έως είς τήν πληγήν της καρδίας σου, ώστε οπού νά σέ πονή εκεί οπού λέγεται η ευχή μέ κάποιαν άκραν δριμύτητα του πόνου, ωσάν νά εκατάκοψεν εκείνο τό μέρος του στήθους σου καμμία κοπτερή μάχαιρα καί διά τούτο δέν είδες τό δάκρυον. Διότι όση διαφορά είναι είς ένα άνθρωπον, όστις προσεύχεται από τό βάθος της καρδίας, έως είς άλλον ενα, όστις δέν προσεύχεται από τό βάθος της καρδίας, τόση διαφορά είναι και εις εκείνον, όστις προσεύχεται με πόνον της καρδίας και λέγει την ευχήν από το κέντρον του πόνου, έως εις εκείνον, όστις προσεύχεται μέν μόνον με την καρδίαν από καρδίας, όμως δίχως πόνον καρδίας, δίχως πληγήν καρδίας και δίχως τήν εσωτερικήν μάχαιραν του στήθους (ό αναγινώσκων νοείτω, ό αναγινώσκει, και ό δυνάμενος χωρείν, χωρείτω. Ου πάντες γάρ χωρούσι τό λεγόμενον τούτο, μάρτυς ό οφθαλμός του Θεού, ό βλέπων τα κρυπτά και ό έτάζων καρδίας καί νεφρούς, ου ψεύδομαι). Διότι πόνος της καρδίας είναι εκεί όπου είναι ή εσωτερική άκρα βία της ευχής, η όποια κόπτει έσωθεν τό στήθος του άγωνιστου εις μέρη - εις μέρη, ωσάν με μάχαιραν κοπτερήν.Τούτο λοιπόν είναι εκείνο όπου γεννά εν τω άμα τήν κατάνυξιν. Καί άλλοτε μέν χύνονται κρουνηδόν τα δάκρυα και βρέχεται όχι μόνον τό πρόσωπον του ανθρώπου, άλλα καί τα φορέματά του καί τό έδαφος της γης, άλλοτε δε πάλιν βρέχονται από τα δάκρυα μόνον τά όμματα, καί άλλοτε, καθώς δροσίζεται η επιφάνεια της γης τήν άνοιξιν από τήν δρόσον του ουρανού έν καιρώ της νυκτός, τοιουτοτρόπως δροσίζεται η διάνοια καί η καρδία έσωθεν. Άλλα πάλιν, αφού παύσουν τά δάκρυα, ανίσως στέκεται έτι ό πόνος σου έσω σου δριμύς καί η πληγή σου νεκρά, δίχως νά καταπραΰνη η δριμύτης του πόνου σου καθόλου καί δίχως νά ύγιάνη η πληγή σου καί δίχως νά αναλάβη η καρδία σου έν τω άμα, πάλιν ημπορείς νά ξαναφέρης τά δάκρυά σου, όταν θέλης. Διότι ή πηγή από τήν οποίαν βρύουν καί χύνονται είναι ανοικτή καί δεν εσφαλίσθη. Βρύει ακόμη καί δεν εστέρεψεν.Άλλοτε δε πάλιν τά άνανεώνεις με τήν ιδίαν έμπονον ευχήν, διότι λέγοντας πάλιν τήν ευχήν μέ βίαν καί μέ πόνον καί μέ προσοχήν, γνωρίζεις καί εσύ ο ίδιος ότι μαζί μέ τήν ευχήν εξέρχονται τά δάκρυα από τον ίδιον τόπον, από τον όποιον εξέρχεται καί η ευχή. Διότι έν τω άμα όπου βιάζεις τήν καρδίαν σου μέ τήν ευχήν, κατανύγεται έσω σου η καρδία καί οι οφθαλμοί σου.Άλλοτε πάλιν, όταν είναι νέος ό πόνος της καρδίας σου, ανανεώνεις τήν κατάνυξιν μέ τήν θεωρίαν του νοός σου. Διότι ώντας έτι ο νους σου καθαρώτατος, λαμπικαρώτατος καί υψηλότατος, εκτείνεται είς τά ουράνια κάλλη, εις τά άφθαρτα ποιήματα, είς τά νοητά τάγματα, είς τήν δοξολογίαν του Θεού, είς τήν προσκύνησιν του Κτίστου σου, είς τον θαυμασμόν τών ποιημάτων Αυτού, είς τήν έκπληξιν τής μεγαλοσύνης Του καί είς τό ακατανόητον τής θεότητος.
Αυτά μελετώντας μέ κάποιαν ζωηρότητα ό καθαρώτατος καί αθόλωτος νους γλυκαίνεται αρρήτως. Γλυκαινόμενος δέ ανανεώνει τήν κατάνυξιν είς τήν καρδίαν σου καί χύνουν οί οφθαλμοί σου δάκρυα, όχι όλιγώτερα από τά πρώτα, διότι τότε, πίπτοντας προύμητα, εσύ ό πραγματευόμενος τήν σωτηρίαν σου διά μέσου τών δακρύων, δέν σηκώνεσαι εκείθεν έως νά χορτάσης κλαίοντας καί εως ού νά σέ σηκώση αοράτως ο άγιος άγγελος τής πνευματικής παρακλήσεως καί ευφροσύνης.
Μετά δέ τήν χύσιν τών δακρύων, φεύγει η αναισθησία τής ψυχής σου, εξορίζεται η απελπισία τής σωτηρίας σου, φυγαδεύεται η ανευλάβεια από λόγου σου, χάνεται η αμέλεια, διαλύεται η ολιγοπιστία της καρδίας σου καί η διάνοιά σου, τόσον φαίνεται καθαρή (καί είναι τή αληθεία), ωσάν φαίνεται καθαρός ο ουρανός μετά την κατάπαυσιν τής βροχής.Ταύτα δέ τά δάκρυα σου τά εχάρισεν ό Θεός διά μικρήν σου παρηγορίαν, πρός αρραβώνα τής ουρανίου βασιλείας, επειδή καί έσυ Του έθυσίασες, όχι θυσίαν ολοκαυτωμάτων, όπου δέν τήν θέλει, καθώς λέγει· «ολοκαυτώματα ούκ ευδοκήσεις», αλλά Του εθυσίασες θυσίαν τής καρδίας σου, θυσίαν του εαυτού σου, θυσίαν του πνεύματός σου· «θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον». Διότι ό δριμύς πόνος, όπου σέ κυριεύει έσω είς τό στήθος σου καί τό αίμα, οπού πτύεις από την καρδίαν σου διά τήν βίαν της καρδιακής ευχής, λογίζονται ενώπιον του Θεού ώσαν ευπρόσδεκτος θυσία.Άλλά διατί εγινεν ό πόνος είς τό κέντρον του στήθους σου και όχι αλλού πούποτε; Και διατί εκατάκοψεν εκεί η ευχή εσωθεν είς μέρη - είς μέρη τό στήθος σου, ώσαν νά ήτον καμμία κοπτερή μάχαιρα; Και διατί πτύεις αίμα, ποτέ μέν κατάμαυρον και ψυχρόν, ποτέ δέ κόκκινον και ζεστόν; Τούτο σου ηκολούθησεν αγαπητέ, διατί είς αυτό τό μέρος του στήθους σου επάλευσε και επολέμησε δυνατά η χαριτωμένη ευχή μέ τόν διάβολον και μέ τούς υπηρέτας του διά τήν λύτρωσιν και διά τήν σωτηρίαν της ψυχής σου. Διότι είς αυτά τά μέρη η δίστομος μάχαιρα του ονόματος του Χριστου ευρούσα τόν σατανάν αναπαυμένον μέ τά στρατεύματά του, τόν εκατάκοψε μεληδόν και αυτόν καί τά στρατεύματά του· και οχι μόνον τόν εκατάκοψε, αλλά και τόν εκατάκαυσε, διότι τό όνομα του Θεου είναι όχι μόνον δίστομος μάχαιρα κατά του διαβόλου, κατά τής αμαρτίας λέγω, αλλά είναι ακόμη και πύρ καταναλίσκον.
Εκεί πρώτα εβασίλευεν ο σατανάς μέ επτά άρχοντας, διότι επτά είναι τά θανάσιμα αμαρτήματα, αλλά, αφού εισήλθεν εκεί η νοητή ρομφαία του ονόματος του Χριστού και αφού επροχώρησεν έως εκεί η βία της καρδιακής σου ευχής, εφοβήθη ευθύς ο δείλαιος καί δειλός εκείνος τύραννος βασιλεύς. Λέγομεν εφοβήθη ό διάβολος νά μή τόν κατασφάξη καί νά μή τόν κατακαύση τό φοβερόν καί άστεκτον όνομα του Θεού, καί αύτόν καί τά στρατεύματά του· διά τούτο είσηλθεν είς τά εσώτερα μέρη τού στήθους καί ετράβηξεν εμπροστά του κάποιον μπερτέν, διά νά μή φανή πώς είναι εκεί κρυμμένος.
Αυτός δέ ό μπερτές είς τόν όποιον οπίσω κρύπτεται ό διάβολος είναι καί εύρίσκεται είς τά εσωτερικά μέρη του στήθους. Λέγομεν αυτός ό μπερτές είναι νοητόν τίποτες και αίσθητόν τίποτε, καθώς καί το ξύλον τής γνώσεως, από τού όποιου τον καρπόν έφαγεν ό Αδάμ, γροικάται αισθητόν τίποτε και νοητόν τίποτε. Καί καθώς ο άνθρωπος είναι αισθητός καί νοητός, ομοίως καί καθώς ό Παράδεισος γροικάται τρόπον τινά αισθητός καί νοητός, τοιουτοτρόπως είναι καί ούτος ο μπερτές νοητόν τίποτε καί αίσθητόν τίποτε· Καί νοητόν μέν τίποτες είναι αυτός ό μπερτές, διότι αυτός είναι όλη ή δύναμις τού σατανά. Σού κυριεύει τά βοσκήματα της καρδίας ανεπαισθήτως. Αίσθητόν δέ τίποτε πάλιν φαίνεται νά είναι, διότι, όταν τον επιτυχής μέ τήν έσωτερικήν καρδιακήν ευχήν καί προσοχήν, αισθάνεσαι καί έσυ μόνος σου ότι ευρήκεν η έσω σου ευχή τον τόπον τού διαβόλου, τήν φωλεάν τού σατανά, τήν κατοικίαν τού Βεελζεβούλ, τον θρόνον τού εωσφόρου καί τήν πόλιν τών δαιμόνων. Τό όποιον δεν θέλει ποτέ νά τό νοήση ό άνθρωπος, διά νά μή ζητηση τήν ευχήν καί διωχθη εκείθεν, καθώς λέγει ο Σιναΐτης Γρηγόριος καί άλλοι νηπτικοί Πατέρες. Καί ανίσως δεν είναι αίσθητόν τίποτες εκείνος ό μπερτές, εκείνος ο σελτζιτές (σελτζιτές καί μπερντές = αδιαπέραστες όφθαλμικώς κουρτίνες. Οί λέξεις είναι τουρκικές.) τού σατανά, πώς είναι δυνατόν νά τον αίσθανθης ότι τον έπέτυχεν η έσω σου ευχή; Τούτο δέ νά τό είπη τινας κοινότερα θεωρείται τοιουτοτρόπως.
Όταν εσύ, ώ άνθρωπε, ερευνάς τά βάθη τού εαυτού σου μέ τήν δύναμιν καί μέ τήν σοφίαν καί μέ τήν κρίσιν της νοεράς προσευχής, τότε ευρίσκεις τόσον τον έσω άνθρωπον τού εαυτού σου, όσον καί τον εξω, ότι είναι όλος ζυμωμένος μέ τά πάθη καί ότι κλίνει πάντοτε είς τά θελήματα τού διαβόλου, ανίσως δέν τον εμποδίζης μέ τον φόβον τού Θεού καί δέν τον χαλινώνης μέ τήν ένθυμησιν της φρικτης κολάσεως. Διότι, όσον πλησιάζεις είς τον Θεόν μέ τήν εργασίαν τών άγιων Του εντολών, τόσον βλέπεις τον εαυτόν σου απομεμακρυσμένον άπο τον Θεόν (Είναι χαρακτηριστικόν τής αγιότητος τών Πατέρων μας, ότι όσον έπλησίαζαν ώς καθαροί τόν καθαρώτατον Κύριον, τόσον αισθάνονταν τήν μικρότητα τής ανθρωπίνης φύσεως. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι έν προκειμένω η σχετική κατήχησις του Αββά Δωροθέου. Αύτή είναι «τό συντετριμμένον πνεύμα» και ή θεία ταπείνωσις.) καί, όσον καθαρίζεται ή καρδία σου μέ την ευχήν καί φωτίζεται η διάνοιά σου άπο τά αένναα δάκρυα, τόσον σου φαίνεται ότι είσαι άμαρτωλός καί άσωτος.
Αλλά διατί, προτού νά καθαρισθη η καρδία σου καί νά φωτισθη ή διάνοιά σου, δέν έβλεπες τοιούτον τον εαυτόν σου; Καί πρώτα μέν δέν εβλεπες τον εαυτόν σου τοιούτον, διότι δέν ήξευρες τί πράγμα είναι οί άγγελοι καί αυτός ό Θεός καί ό Παράδεισος. Τώρα όμως όπού τά έθεώρησεν οποσούν η καρδία σου, κατά τήν καθαρότητά της, καί τά είδεν η διάνοιά σου, κατά τήν φώτησίν της, βλέπεις τον εαυτόν σου τοιούτον άχρηστον καί άσωτον, διότι έβεβαιώθης, οποίαν άκραν καθαρότητα είχαν οί θείοι άγγελοι καί οποίαν ακατανόητον καί ανέκφραστον ωραιότητα καί καθαρότητα έχει ό Κύριος.
Διά τούτο λοιπόν έλεγε καί ό ευλογημένος εκείνος Πατήρ, ό ουράνιος μάλλον ή επίγειος, ό άσαρκος μάλλον ή μέ σώμα, ό Συμεών λέγω ό Μεταφραστής «Ήδη δέ καί έν τοίς έργοις διεπραξάμην πορνείαν, μοιχείαν, υπερηφάνειαν, άλαζονείαν, λοιδορίαν, βλασφημίαν, άργολογίαν, βρασμόν γέλωτος, μέθην, γαστριμαργίαν, αδηφαγίαν, μίσος, φθόνον, φιλαργυρίαν, φιλοχρηματίαν, πλεονεξίαν, φιλαυτίαν, φιλοδοξίαν, άρπαγήν, αδικίαν, αισχροκέρδειαν, ζηλοτυπίαν, καταλαλιάν, παρανομίαν, πάσαν μου αισθησιν καί πάν μέλος εμίανα, έφθειρα, ηχρείωσα, εργαστήριον γενόμενος καθόλου του διαβόλου». Διότι τίς είναι όστις δέν μετέχει από όλα ταύτα ολίγον ή πολύ; Βέβαια όλοι μας μετέχομεν από ταύτα, ώς σώμα φορούντες καί ώς τον κόσμον οικούντες καί ώς έκ του διαβόλου πλανώμενοι.
Διά τούτο λοιπόν λέγομεν ότι εκείνος ό μπερτές είναι τό αγγείον της πονηριάς του διαβόλου, εκείνος είναι τό θησαυροφυλάκιόν του, διότι εκεί ό σατανάς εχει μαζωμένα όλα τά σπέρματα τής πονηριάς. Εκείθεν πηγάζει ή πορνεία, εκείθεν πηγάζει η ακρασία, εκείθεν πηγάζει η ασωτεία, εκείθεν πηγάζει και βρύει η αρρενομανία, εκείθεν βρύει η φιλαργυρία, η πλεονεξία, η αισχροκέρδεια, η αρπαγή, η αδικία, εκείθεν εξέρχεται η φιληδονία, η υπερηφάνεια, η οίησις, η ανθρωπαρέσκεια, εκείθεν κατάγεται τό μίσος, η έχθρα, ό φθόνος, η κατάκρισις, εκείθεν βρύει η κατάχρησις, η καύχησις, η κακή επιθυμία, η βλασφημία, καί συντόμως ειπείν, εκείθεν πηγάζουν όλαι αί κακίαι, ωσάν ωπό καμμίαν βρωμεράν καί δυσώδη πηγήν. Τούτο δέ φανερώνει καί έκείνο όπου λέγει ό Κύριος είς τό ίερόν Αυτού Ευαγγέλιον «έκ της καρδίας τού ανθρώπου έξέρχονται πορνείαι, φόνοι, βλασφημίαι, κακείνα κοινοί τον άνθρωπον», ήγουν, όταν τινάς δέν επιμελήται νά καθαρίση έσωθεν την καρδίαν του, ήτοι τον εσω άνθρωπον, τότε γίνεται η καρδία του, λέγομεν, γίνεται ό εσω άνθρωπος καθολικόν κατοικητήριον καί δοχείον του σατανά, από τό όποιον βρύουν καί εξέρχονται όλα τά κακά, τά όποια μολύνουν τον άνθρωπον, ήτοι κολάζουν τήν ψυχήν του ανθρώπου.
Είδες λοιπόν, αγαπητέ, ότι όλα τά κακά εξέρχονται άπό τήν καρδίαν, όπου έγινεν φωλεά καί κατοικία του σατανά; Εκεί εχει ό σατανάς θησαυρισμένα όλα τά πονηρά σπέρματα της πονηριάς του καί όλα τά φθοροποιά εφευρέματα της πανουργίας του καί κακίας, επάνω είς τά όποια αναπαύεται αυτός, ωσάν είς κανένα μαλακόν καί πολύτιμον αυτού στρώμα. Αλλ’ όμως, αφού φθάση η ευχή εως είς εκείνην τήν κατοικίαν του σατανά καί τήν σπαράξη καί τήν ταράξη δυνατά, ταράττεται ευθύς καί συγχύζεται ό σατανάς μέ τους πονηρούς του άγγέλους, ωσάν ταράζονται καί θυμώνονται αί σφήκες, όταν ταράξης τήν φωλεάν αυτών.
Άλλα έσύ, ώ Μοναχέ, όπου Χάριτι Θεού έφθασες και επροχώρησες τήν εύχήν της καρδίας σου εως εκεί κοντά, σέ παρακαλώ, διά τήν αγάπην της ψυχής σου καί σέ παρακινώ, βάλε όλην σου την δύναμιν είς τήν εύχήν της καρδίας σου, διά νά ξεσχίσης εκείνον τόν μπερτέν του σατανά. Διότι εκείνος ό μπερτές είναι τό χειρόγραφον του διαβόλου, εκείνος είναι τό κατάστιχον της αμαρτίας, εκείνος είναι η έγγραφος ομολογία του εωσφόρου, είς τήν οποίαν έχει ο διάβολος γεγραμμένας όλας τάς αμαρτίας.
Ανίσως όμως ήθελες ξεσχίσει τούτον τόν νοητόν καί αίσθητόν μπερτέν του διαβόλου καί του εαυτού σου μέ τήν βίαν της καρδιακής σου ευχής, εξαλείφεις ευθύς όλας σου τάς αμαρτίας, οπού είναι γεγραμμέναι είς αύτόν, καί ματαιώνεις όλους τούς κόπους του διαβόλου, οπού έκοπίασεν, έως οπού νά ιστορίσει εκεί πάσας τάς κακίας σου· Τόν ξεσχίζεις δέ μέ τήν βιαίαν εύχήν, ώς είρηται.
Η δέ βιαία ευχή, όταν ήθελε φθάσει εκεί, γνωρίζεις ευθύς ότι εκεί κάθηται ο νοητός λύκος, όστις παραμονεύει εκείθεν να αρπάξη καί να ξεσχίσει τήν νοητήν αμνάδα του Κυρίου, λέγομεν τήν ψυχήν σου, έν τη ώρα του θανάτου σου, καί νά καταφάγη όλας τάς αγαθοεργίας σου. Διά τουτο λοιπόν εκείνην τήν ώραν καθ’ ήν αισθάνεται η καρδία σου ότι εκεί εμφωλεύει ό παλαιός όφις διά νά φαρμακώση τήν ψυχήν σου, κατ’ εκείνην, λέγω, τήν ώραν σου, έρχεται αοράτως καί θαυμασίως κάποια προθυμία είς τό νά σπαράξης εκείνον τόν μπερτέν του διαβόλου μέ όλην τήν δύναμιν της καρδιακής ευχής. Διότι, αφού ήθελες καταλάβει τάς ενεργείας του σατανά, θείω ζήλω κινούμενος, τότε αποφασίζεις μέ τόν εαυτόν σου καί λέγεις· «ή εγώ νά αποθάνω ταύτην τήν στιγμήν τής ώρας, από τήν ύπερβολικήν βίαν τής εύχής, ή ό διάβολος νά έξορισθη καί νά φυγαδευθή από την καρδίαν μου μαζί μέ τάς πονηρίας του». Όθεν μέ τούτον τόν τρόπον βιάζεις καί υπέρ βιάζεις καί σπαράττεις καί κατασπαράττεις τόν μπερτέν του διαβόλου, έως οπού νά τρυπηθή καί νά ξεσχισθή.
Καί λοιπόν, αφού ήθελε φθάσει είς τά εσώτερα μέρη η αήττητος και κραταιά ευχή, εξορίζει εκείθεν τον διάβολον μέ τους δαίμονας του καί, τέλος πάντων, κατακαίει θαυμασίως και αρρήτως όλον εκείνον τόν τόπον καί όλα εκείνα τά σπέρματα καί τάς αιτίας της αμαρτίας καί τών παθών καί έρχεται μετά ταύτα έν τώ άμα η παρηγορία τού Θεού. Διά τούτο λέγει καί ό ύμνογράφος· «κατάφλεξον πυρί αΰλω τάς αμαρτίας μου, και εμπλησθήναι τής έν σοί τρυφής καταξίωσον».
ΣΧΟΛΙΟ: Αυτό είναι τό θεμέλιο τής ΑΥΤΟΑΝΑΦΟΡΑΣ. Μέ τά σύγχρονα δεδομένα καί χωρίς πνευματική καθοδήγηση, ο σημερινός χριστιανός ορίζεται από αυτό τό τείχος πού τόν χωρίζει από τόν Θεό. Ή τόν προστατεύει από τόν θεό. Ολες οι σύγχρονες αξίες πηγάζουν από αυτό τό παρασκήνιο, τό παραπέτασμα. Αυτοσυνειδησία, αυθυπέρβαση, πρόσωπο. Είναι τά χαρακτηριστικά τού ''Γιού Σατανά''. Η αυτοδικαίωση καί ο Φαρισαϊσμός εδώ βρίσκουν πατρίδα. Σήμερα μάλιστα η επίδειξη αυτοδικαιώσεως θεωρείται παλληκαριά. Η μόνη μας ευχή νά αποδειχθή, έστω κάποια στιγμή, ότι έχουμε δίκαιο.
Aμέθυστος