Συνέχεια από Κυριακή, 28 Μαρτίου 2021
iγ Αριστοτέλης
Ο Αριστοτέλης ακολουθεί το διαλεκτικό πνεύμα του Πλάτωνα, αλλά και το αγωνιστικό του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, με την φιλοσοφική του διαφοροποίηση από σειρά θέσεων και θεωριών της πλατωνικής σχολής: αντιπαραβάλλει τη μέθοδό του, αλλά και την οπτική του γωνία (Μετά τά Φυσικά Ν 1090b 13 – 1091a 22, Φυσικά 193a 1 – 6, Περὶ ψυχῆς Α΄ βιβλίο, Περί Οὐρανοῦ 294b 6 – 13 κ.α.), με αντίθετες θεωρίες, υποβάλλει τις ενστάσεις του και τα αντίστοιχα επιχειρήματά του κατά της πλατωνικής υποβάθμισης του αισθητού κόσμου, κατά του αναγωγιστικού στοιχείου στις προσωκρατικές αντιλήψεις της ψυχής, ασκώντας κριτική ακόμη και στις δικές του αντιλήψεις, όταν θεωρεί σκόπιμο να ερευνήσει εκ νέου δύσκολα και σκοτεινά ζητήματα.
Στο Περὶ ψυχῆς, προτείνοντας την θέση ότι η ψυχή αποτελεί την ἐντελέχεια του ζωντανού φυσικού σώματος, ανασκευάζει παλαιότερες απόψεις στοχαστών που υποστήριζαν τη θεϊκή προέλευση, αιώνια προΰπαρξη, αθανασία της ψυχής και «φυλάκισή» της στο σώμα. Ενώ αρχικά φαίνεται να αποδέχεται την πλατωνική θεωρία, σύμφωνα με την οποία η ψυχή ταυτίζεται ή ανάγεται σε μια νοητική ουσία, κατά την εκδίπλωση της δικής του συστηματικής εξέτασης απομακρύνεται ριζικά από την θέση αυτή. Και τούτη η διάσταση της θεωρίας του εκφράζεται χαρακτηριστικά με τον περίφημο ορισμό της ψυχής ως πρώτης ἐντελεχείας του σώματος, ήδη από τα πρώτα κεφάλαια του Περὶ ψυχῆς (Περὶ ψυχῆς 402a 1-4).
Ως προς το ζήτημα της δημιουργικής ταυτότητας του ανθρώπου, μέσω της θεωρίας του Αριστοτέλη, εισαγόμεθα στις έννοιες του ἐνεργείᾳ και πρώτου κινοῦντος ἀκινήτου. Αρχικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι από οντολογική άποψη, στον Αριστοτέλη επικρατεί μια μονιστική λογική, καθώς τονίζει ότι αυτό που υπάρχει πραγματικά, η ουσία, ως το έμψυχο σώμα, είναι ένα και ενιαίο ον, ως προς τον τρόπο του λέγειν όμως και από την πλευρά της περιγραφής του, θεωρεί ότι χρειάζεται και προϋποτίθεται ένα δυιστικό γλωσσικό ιδίωμα. Όπως υποστηρίζει ο Αριστοτέλης στο Περὶ ψυχῆς, αντί να αναζητούμε το πού βρίσκεται η ψυχή και ποια η σχέση της με το σώμα, είναι προτιμότερο να επικεντρωθούμε στο τί είναι και σε τί συνίσταται. Και ασχολείται συστηματικά με τούτο στο έργο του αναδεικνύοντας την σχέση της μελέτης του ανθρώπου με την επιστήμη ως αντικειμενική και βέβαιη γνώση των δυνάμεων και λειτουργιών της ψυχής του179. Στο υπόβαθρο της αριστοτελικής διάκρισης των επιστημών σε θεωρητικές, πρακτικές και ποιητικές, η πραγμάτευση της ψυχής ανήκει στην κατηγορία των θεωρητικών. Ο κύριος κορμός του θεωρητικού αυτού έργου του Αριστοτέλη είναι το Περὶ ψυχῆς και η σχετική θεματολογία συμπληρώνεται στα Μετά τά Φυσικά, στα Μικρά Φυσικά, αλλά και στα Ηθικά Νικομάχεια.
Μιλώντας γενικά, η ψυχή στην αριστοτελική θεωρία αντιμετωπίζεται ως φαινόμενο του φυσικού κόσμου, επειδή κατοικεί σε κάθε φυσικό σώμα εντός του κόσμου. Αυτό που προαπαιτείται στη μελέτη της είναι η παρατήρηση της φύσης και συγκεκριμένα των φυσικών σωμάτων, ώστε να δούμε πώς λειτουργεί η ψυχή εκεί. Περαιτέρω, αναζητείται η αρχή με την έννοια του αιτίου που διέπει τις λειτουργίες της κατευθύνοντας κι εξηγώντας τη συμπεριφορά των εμψύχων σωμάτων της φύσης. Υπό την έννοια αυτή, ο Αριστοτέλης ενδιαφέρει την σύγχρονη φιλοσοφία του νου, η οποία με επίκεντρο τον αγγλο–αμερικανικό ερευνητικό και ακαδημαϊκό χώρο ασχολείται – κυρίως από τα μέσα του 20ου αιώνα να προσδιορίσει τη σχέση σώματος – ψυχής. Έχει μάλιστα θεωρηθεί εισηγητής και πρόδρομος σύγχρονων θεωριών και ρευμάτων στο χώρο της φιλοσοφίας του νου (philosophy of mind)[είναι η νόηση όχι ο νούς, διότι ο Αριστοτέλης αναφέρεται στήν βιολογική ψυχή], όπως του φυσικοεπιστημονισμού (physicalism), του αναγωγισμού (reductionism) ή ακόμη και του λειτουργισμού (functionalism).180
iγ.i Η αριστοτελική θεωρία της σχέσης σώματος - ψυχής
Ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με το να δώσει απάντηση στο πρόβλημα της διάκρισης ή σχέσης σώματος και ψυχής, αλλά και με το να συνδέσει τα διαφορετικά μέρη και τις λειτουργίες της ψυχής σε μία συστηματική θεώρηση. Η προσέγγισή του στο ζήτημα της ψυχής δίνει προτεραιότητα σε οντολογικά ερωτήματα, σχετικά με την ταυτότητα του όντος και της ουσίας – αυτού που πραγματικά είναι και υπάρχει – άρρηκτα δεμένα στην ιστορία της σκέψης με γνωσιολογικά ζητήματα.
Οι πρό αυτού δοξασίες παρουσίαζαν την ψυχή ως κάτι το ασώματο μεν, αλλά με κίνηση και αίσθηση. Ο Αριστοτέλης δεχόμενος τις ίδιες προϋποθέσεις απορρίπτει την αιτιολόγησή τους και υποστηρίζει τέσσερα είδη κίνησης, τη φορά, την αλλοίωση, την ελάττωση και την αύξηση και ότι δεδομένων αυτών η ψυχή κινείται με δικό της ιδιαίτερο τρόπο (Περὶ ψυχῆς 406a 12 – 14). Η κίνησή της δεν μπορεί να είναι τυχαία (κατά συμβεβηκός), αλλά πρέπει κατ’ ανάγκη να απορρέει από την ίδια τη φύση της και αφού για την ύπαρξη της κίνησης απαιτείται η ύπαρξη χώρου, έτσι λοιπόν και η κινούμενη ψυχή θα πρέπει να βρίσκεται σε έναν συγκεκριμένο τόπο, να καταλαμβάνει συγκεκριμένο χώρο.
Tον Αριστοτέλη απασχολεί η αναλογία της κίνησης του σώματος και της ψυχής και συμπεραίνεται ότι η ψυχή ως δύναμη που κινεί το σώμα, δεν θα ήταν λογικό να μετατοπίζεται συνέχεια, όπως το σώμα, ούτε να μπαίνει ή να βγαίνει διαρκώς κι επομένως ο τρόπος που κινεί το σώμα δεν είναι μηχανικός, αλλά μέσω της νόησης και της ελεύθερης βούλησης.182
Στην πλατωνική θεωρία ο Αριστοτέλης καταλογίζει το σφάλμα ότι προσδίδει μέγεθος στην ψυχή ταυτίζοντάς την με τον νου, ενώ για τον ίδιο, ο νους πρέπει να γίνει αντιληπτός ως ενότητα και συνέχεια κατά το πρότυπο της σειράς των αριθμών, όχι ως μέγεθος. Κατά τον ίδιο τρόπο καταπιάνεται με κριτικό τρόπο ο Αριστοτέλης με όσους μίλησαν για τη φύση της ψυχής στο παρελθόν και δεν προσδιόρισαν το σώμα σε σχέση με αυτήν, όπως οι πυθαγόρειοι μύθοι που υποθέτουν την μετενσάρκωση χωρίς να λένε σε ποιο σώμα «ταιριάζει» η κάθε ψυχή. Η προσοχή του Αριστοτέλη στρέφεται στο σώμα και μάλιστα στο κάθε σώμα χωριστά ως φορέα της ουσίας και της μορφής (407b 20-24). Αλλά και η ταύτιση της ψυχής με την αρμονία καταρρίπτεται στο πρώτο βιβλίο του Περὶ ψυχῆς, καθώς η αρμονία ως αναλογική σύνθεση και μείξη στοιχείων δεν έχει την ικανότητα, όπως η ψυχή, να κινεί το σώμα, δεν αποτελεί πηγή κίνησης. Το περιεχόμενο και η σημασία του όρου ἁρμονία, θα πρέπει να συνδέονται με τη σωματική διάπλαση και ισορροπία και όχι με τις καταστάσεις της ψυχής που δεν χαρακτηρίζονται από αρμονία και αναλογία, όπως συμβαίνει με τα συναισθήματα, για παράδειγμα. Ούτε και η αναλογία ψυχής και σώματος μπορεί να γίνει κατανοητή ως σύνθεση ή αρμονία στοιχείων (408a 16-18).
Στο σημείο αυτό συντελείται μια λεπτή διανοητική στροφή από τον Αριστοτέλη, αφού διακρίνει την έννοια του ανθρώπου από αυτήν της ψυχής και μάλιστα στην προσπάθειά του να ορίσει ποιο το υποκείμενο του αισθάνεσθαι και του συναισθάνεσθαι, καταστάσεων δηλαδή που προϋποθέτουν μεν την κίνηση, της ψυχής ή του σώματος, όμως ολοκληρώνονται – συνειδητοποιούνται – θα λέγαμε με άλλα λόγια – από το όλον του ανθρώπου, τον ίδιο τον άνθρωπο.183
Έχοντας αντιμετωπίσει τις βασικότερες από τις αντίπαλες θεωρίες, ο Αριστοτέλης στο δεύτερο Περὶ ψυχῆς βιβλίο προχωρεί στον πληρέστερο ορισμό της ψυχής ως οὐσίας κι ἐντελεχείας του δυνάμει ζωντανού φυσικού σώματος (412a 19-21) και στην ταξινόμηση και ανάλυση των λειτουργιών και των τμημάτων της. Αναλυτικότερα, στα χωρία 412a έως 414b, ο Αριστοτέλης ορίζοντας την ψυχή ως μορφή του σώματος, τονίζει την ενότητα μεταξύ σώματος και νου, θεωρώντας τα την ίδια στιγμή δύο διαφορετικές εννοιακές οντότητες. Η προσέγγισή του είναι ουσιοκρατική, δεν δίδει ορισμό εννοιών αλλά υποστάσεων, διότι όλα όσα υπάρχουν, υπάρχουν ως ουσίες. Ως οὐσία δε ορίζει εκείνο που αποτελείται από ύλη και μορφή (412 a 6-9). Η ειδητική ουσία, ως σύνολο ὕλης και μορφῆς είναι ἐντελέχεια και συνεπώς η ψυχή είναι ἐντελέχεια ενός συγκεκριμένου κατάλληλα οργανωμένου σώματος. Η μορφή – στους ορισμούς για την ψυχή που προτείνονται στο Περὶ ψυχῆς – σημαίνει την ἐντελέχεια των εμψύχων, το σκοπό της ύπαρξής τους. Χάρη στην ἐντελέχεια, η μορφή δίνει υπόσταση στην ύλη, επομένως πρόκειται για μια σημαντικότατη έννοια για το πώς πρέπει να κατανοήσουμε την ψυχή (412a 21). Η ψυχή δεν είναι ψυχή οποιουδήποτε σώματος, αλλά του φυσικού (ενυπάρχει στο σώμα) (414a 22), το οποίο διαθέτει αρχή κίνησης και στάσης μέσα του και η αρχή αυτή είναι η ψυχή (412b 14-17). Με άλλα λόγια, η μετάβαση του όντος από το δυνάμει στο ἐνεργείᾳ υλοποιείται μέσω της διαδικασίας της κίνησης, της οποίας αίτιο είναι η ψυχή.184
Σε μια ερμηνευτική απόπειρα θα συνοψίσουμε παρακάτω τις αντιλήψεις του Αριστοτέλη για την ψυχή και τον άνθρωπο μέσα στον κόσμο των όντων:
Τα σώματα υποδιαιρούνται σε φυσικά και τεχνητά, όπου τα πρώτα είναι τα πρότυπα ή οι αρχές των δεύτερων. Τα δε φυσικά υποδιαιρούνται στα έχοντα και μη έχοντα ζωή. Τα έχοντα ζωή, όσα δηλαδή εμφανίζουν τις λειτουργίες της ζωής είναι ταυτόσημα με τα έμψυχα, ενώ τα μη έχοντα ζωή δεν είναι τα νεκρά σώματα, αλλά όσα δεν εμφανίζουν δυνάμει το φαινόμενο της ζωής. Το σώμα υπάρχει χωρίς την ψυχή ως άψυχο, αλλά κάθε έμψυχο έχει και σώμα. Η ψυχή ενεργοποιεί μέρος των σωμάτων. Ποσοτικά είναι περισσότερα τα άψυχα φυσικά σώματα, ενώ υποσύνολο είναι τα έμψυχα και υποσύνολο των εμψύχων είναι τα φυτά, τα ζώα και ο άνθρωπος. Σε αυτήν την οντολογική διαβάθμιση ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως το ανώτερο δημιούργημα της φύσης και όλα φαίνεται ότι υπάρχουν με σκοπό να τον εξυπηρετούν185. Κύρια δε διαφορά του ανθρώπου από τα υπόλοιπα όντα θεωρείται το ότι διαθέτει το νοητικό μέρος της ψυχής. Η νοητική δε φύση της ψυχής ενέχει τη δυνατότητα της γνώσης εντός της, την προσεγγίζει όμως βαθμιαία.186
Σώμα και ψυχή βρίσκονται σε αδιάσπαστη ενότητα στην περίπτωση των έμψυχων ή ζωντανών όντων, ενώ όλα αδιαίρετα τα όντα χαρακτηρίζονται από την κατάσταση του δυνάμει και του ἐνεργείᾳ, σε συνεχή διαδοχή. Η ψυχή όμως, ως κατηγόρημα του σώματος – ως μορφή – αποτελεί την ἐντελέχεια φυσικού σώματος, δυνάμει έχοντος ζωή. Σύμφωνα μ’ αυτόν τον προσδιορισμό, η ἐντελέχεια, αποτελεί τον ανώτατο και σημαντικότατο σκοπό της ύπαρξης του σώματος. Σημαίνει αυτό, το οποίο τείνει να γίνει ένα ον, σύμφωνα με την ουσία του (Περὶ ψυχῆς 412b 11). Η παρουσία ή απουσία της ζωής βέβαια είναι η βασική κατά κάποιο τρόπο προϋπόθεση ύπαρξης της ψυχής, καθώς σε μία σειρά συλλογισμών του δεύτερου βιβλίου φαίνεται πως ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζει την ψυχή ως συνάρτηση του φαινομένου της ζωής (413a 21-22). Η ζωή είναι σημαντική για την αριστοτελική θεωρία της ψυχής, αλλά δεν είναι όπως η ἐντελέχεια, δεν ταυτίζεται με την έννοια της ψυχής, η ζωή είναι θα λέγαμε η προϋπόθεση της ψυχής. Μέσω της ζωής οδηγούμαστε στον τελικό ορισμό της ψυχής, χωρίς να εξαντλείται η ανάλυση του Αριστοτέλη σε αυτό, αλλά απαιτείται μια εξαιρετικά σύνθετη οντολογική προσέγγιση, για να αποδοθεί σωστά η σχέση σώματος – ψυχής. Πρόκειται για μια σχέση, η οποία έχει κεντρική θέση στην αριστοτελική ψυχολογία του Περὶ ψυχῆς σε όλες τις βαθμίδες της οντολογικής του ύπαρξης, τόσο των ζώων όσο και των ανθρώπων, ειδωμένη όμως ως ἐντελέχεια. Η έννοια κλειδί στην κατανόησή της είναι αυτή της πράξης187, καθώς την αντιλαμβανόμαστε ως δηλώνουσα μια δυναμική εξελικτική κατάσταση, που περιγράφει τη μετάβαση από το δυνάμει στο ἐνεργείᾳ.
Στο φως της ἐντελεχείας, η ψυχή είναι η ζωογόνος αρχή και κινητήριος δύναμη του σώματος, κάτι μέσα στο σώμα που του δίνει λόγο ύπαρξης, ευθύνεται για την ανωτερότητα του ανθρώπου στην οντολογική αλυσίδα και υπ’ αυτήν την έννοια, η αντίληψη αυτή που ο Αριστοτέλης πρωτοδιατύπωσε, δίνει λαβή για τη χριστιανικού τύπου αντίληψη του θεού σε σχέση με τον άνθρωπο.188
Πώς νοείται η ψυχή ως ἐντελέχεια του σώματος και μάλιστα σε συνάρτηση με το φαινόμενο της ζωής για όλα τα ζωντανά πλάσματα – φυτά, ζώα, άνθρωπο; Μια απάντηση μπορεί να είναι ότι μέσω σειράς από χαρακτηριστικά γνωρίσματα, μας επιτρέπεται να αποδόσουμε σε ένα πράγμα την ιδιότητα του έμψυχου: ήτοι, η παρουσία της νόησης, της αίσθησης, της κίνησης και στάσης στο χώρο, η θρέψη, η ανάπτυξη, αλλά και η φθορά, είναι χαρακτηριστικά, που διακρίνουν τα έμψυχα όντα. Ακόμα και μια από τις παραπάνω ιδιότητες να υπάρχει, αρκεί, για να χαρακτηρισθεί το όν έμψυχο: αν, δηλαδή, διαθέτει μόνο αίσθηση ή μόνο θρέψη και πάλι συγκαταλέγεται στους ζώντες οργανισμούς. Καθεμιά από τις ιδιότητες αυτές είναι αδιαίρετη και αχώριστη από το όλον της ψυχής, διότι αν αποσπασθεί, για παράδειγμα, αν ένα τμήμα φυτού κοπεί και μεταφυτευθεί, αυτό θα συνεχίσει να ζει ως φυτό. Η ψυχή λοιπόν με τις ιδιότητες ή ικανότητες που την χαρακτηρίζουν είναι τόσο μία για το όλον του εμψύχου, αλλά και πολλές για κάθε ένα μέρος του. Κρατά όμως ο Αριστοτέλης επιφύλαξη όσον αφορά στο νοητικό μέρος της ψυχής, επειδή όπως λέει, μπορεί και να διαχωριστεί ως αιώνιο, από τα υπόλοιπα πεπερασμένα και φθαρτά μέρη του εμψύχου. Το νοητικό στοιχείο προσιδιάζει στον άνθρωπο αποτελώντας τη σύνδεσή του με το θείο (Περὶ ψυχῆς 413a 22-25).
Όπως στα φυτά είναι απαραίτητη η θρέψη και αναπαραγωγή, στα ζώα προστίθεται η αίσθηση και η κίνηση189, έτσι και στον άνθρωπο, ως το ανώτατο τρόπον τινά των εμψύχων όντων, καθίσταται απαραίτητη η νόηση, ο νους: στο νου οφείλονται τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, όπως η σωματική του κατασκευή, η όρθια στάση του, αλλά και οι υπόλοιπες ψυχικές του λειτουργίες, όπως η αντίληψη, που δηλώνουν τον ανώτερο προορισμό του190. Στο θέμα της νόησης ως της ειδοποιού διαφοράς του ανθρώπου έναντι των υπόλοιπων έμψυχων πλασμάτων, ο Αριστοτέλης κρατώντας την στο ανώτερο και διαφορετικό επίπεδο από τις άλλες δράσεις της ψυχής, προεκτείνει ακόμα περισσότερο την αυτονομία του πνεύματος σε σχέση με τη βιολογική και ψυχολογική σφαίρα.191
Συνοψίζοντας τα σχετικά με τις ιδιότητες της ψυχής – ανάπτυξη, θρέψη, αναπαραγωγή, κίνηση, αντίληψη, νόηση –και τις αντίστοιχες βαθμίδες της– θρεπτική, αισθητική ψυχή και διανοητική –, συμπεραίνουμε ότι ό,τι ανήκει ή έχει τις ανώτερες βαθμίδες και ικανότητες, εμφανίζει και όλες τις κατώτερες. Ο άνθρωπος λοιπόν συγκροτείται από όλες τις παραπάνω ιδιότητες και ψυχικές βαθμίδες. Συγχρόνως, διαφορετικές ποιότητες της ανθρώπινης ψυχολογίας, όπως η επιθυμία, το θάρρος ή η βούληση, εξηγούνται από την ύπαρξη της αισθητικής ψυχής, εφ’ όσον το όν που διαθέτει αίσθηση, μπορεί να αισθανθεί και το ευχάριστο και το δυσάρεστο, με την τάση να επιλέγει και να προτιμά το πιο ευχάριστο. Η συζήτηση δε περί αυτών των θεμάτων στο δεύτερο βιβλίο του Περὶ ψυχῆς τονίζει την συνάφεια της ψυχής και όλων βέβαια των ιδιοτήτων της με το σώμα, το ότι δηλαδή προϋποθέτουν το σώμα· η ψυχή δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά στοιχείο του σώματος (Περὶ ψυχῆς, 414a 19-23). Το σώμα από την άλλη πλευρά, κατά την αριστοτελική άποψη αποτελεί υπόσταση και επομένως αναπόσπαστο συμπλήρωμα της μορφής, δεν ταυτίζεται ακριβώς με την ύλη. Η ὕλη ως το υποκείμενο του σώματος όμως παραπέμπει στην έννοια ενός αδιαμόρφωτου υλικού, το οποίο μορφοποιείται από το εἶδος και τη μορφή, που το ενεργοποιεί μετατρέποντάς το σε σώμα. Η ύλη μορφοποιούμενη επιτρέπει να αναδυθεί το φαινόμενο της ψυχής, ενώ οι δύο διαπλεκόμενες καταστάσεις, σώμα και ψυχή, αποτελούν η μία συνάρτηση της άλλης. Τα δε σώματα, όπως είδαμε παραπάνω, διακρίνονται σε διαφορετικές κατηγορίες.
Η έννοια του σώματος του εμψύχου όντος θα πρέπει να συνδεθεί όχι με την ύλη γενικά, αλλά με την οἰκείαν, την κατάλληλα οργανωμένη, ὕλην. Οι λειτουργίες του εμψύχου από την άλλη πλευρά πρέπει να συσχετίζονται με την μορφήν και το εἶδος και όχι με το υποκείμενο – την ὕλην δηλαδή. Κάθε ον έχει μια τέτοια υλική οργάνωση που του επιτρέπει δυνάμει να εμφανίσει – ως ἐντελέχειά του, τον εγγενή σκοπό του – τις λειτουργίες, για την πραγματοποίηση των οποίων έχει δημιουργηθεί, όπως έχει δημιουργηθεί.
Εάν κατανοήσουμε την ψυχή ως ἐντελέχεια του φυσικού ζωντανού σώματος, είμαστε σε θέση περαιτέρω να αντιληφθούμε την επόμενη παρατήρηση του Αριστοτέλη στο σημείο αυτό, ότι η ψυχή είναι ἐπιστήμη με την έννοια της κατοχής γνώσης και θεωρεῖν, ως άσκηση της γνώσης και μάλιστα κατ’ αναλογία του φαινομένου της διαδοχής εγρήγορσης και ύπνου: στην κατάσταση του ύπνου, αν και κατέχω τη γνώση, δεν την εμφανίζω, ενώ στη φάση της εγρήγορσης είμαι σε θέση να το κάνω. Έτσι, συμβαίνει και κατά την άσκηση της γνώσης, τη θεωρία. Στην πρώτη περίπτωση η ψυχή είναι ἐντελέχεια ως γνώση σε σχέση αντίθεσης με την άγνοια, γιατί όταν γνωρίζω κάτι με βεβαιότητα, τούτο γίνεται λόγω της ψυχής. Ως θεωρεῖν και άσκηση της γνώσης, αποτελεί ἐντελέχεια σε σχέση με την εν δυνάμει απόκτηση, τη διαδικασία αναζήτησης της γνώσης: εφ’ όσον η γνώση αποτελεί δυνατότητα, επακολουθεί ότι μπορεί να επιτευχθεί και η κατάκτησή της192. Και στις δύο περιπτώσεις η ψυχή χαρακτηριζόμενη από την ικανότητα για νοητική λειτουργία, αποτελεί έδρα της νόησης· το δε νοήμον ον αποτελεί αναγκαία αντικείμενο του ἐνεργείᾳ νου – σύμφωνα με μία μεταγενέστερη ερμηνεία θεωρείται φορέας της προθετικότητας, της εκ φύσεως ιδιότητας της νόησης να στρέφεται στα νοητά193. Συνοπτικά θα λέγαμε ότι κατά τον Αριστοτέλη, δεν ταυτίζονται ψυχή και σώμα, αλλά ότι η ψυχή παρουσιάζεται ως μια ανώτερη διαβάθμιση της ύπαρξης του σώματος κατ’ αναλογία με τη σχέση κεριού και σχήματος.194
Ξαναγυρίζοντας στους ορισμούς της ψυχής, στο 414a ο Αριστοτέλης επιδιώκει να ολοκληρώσει τον ορισμό του για την ψυχή λέγοντας ότι ψυχή είναι εκείνο, με το οποίο ζούμε και αισθανόμαστε. Με τη διατύπωση αυτή προσδιορίζει τη διαδικασία της αίσθησης, της ζωής και της γνώσης – στο ψυχικό πεδίο – αλλά και το μέσον – το υλικό όργανο, με το οποίο επιτελούνται οι διαδικασίες αυτές. Τόσο η διαδικασία, έργον, όσο και το μέσον, όργανον, συνιστούν όψεις της ψυχής. Δεν υποστηρίζεται με αριστοτελικούς όρους αντίθεση μεταξύ της έννοιας του σώματος ως όργανου της ψυχής, αφενός, και της ψυχής ως μορφής του σώματος, από την άλλη. Η ψυχή γίνεται αντιληπτή από τα έργα της, για την πραγματοποίηση των οποίων απαιτείται η ύπαρξη των οργάνων, μερών δηλαδή του εμψύχου που επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Η ψυχή σε σχέση με τα όργανα παρέχει την οργάνωση, αποτελεί μορφήν κατά τόν λόγον. Αποτελεί περαιτέρω και την κύρια αιτία και τον σκοπό για τον οποίο υπάρχει το συγκεκριμένο σώμα κι εδώ χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης την αναλογία του πέλεκυ. Κατά τον ίδιο τρόπο που ο πέλεκυς ως τεχνητό σώμα επιτελεί τον αυθεντικό σκοπό του, μόνον όταν εκτελεί το έργο του κοψίματος και δεν είναι μόνο κατ’ όνομα πέλεκυς, έτσι και το φυσικό οργανικό σώμα έχει ουσιαστική ύπαρξη, μόνο όταν επιτελεί τις λειτουργίες που έχει δημιουργηθεί για να επιτελεί (412b κ.ε.).
Το επόμενο ερώτημα αφορά στο κατά πόσον η ψυχή εκφράζει την ἐντελέχεια – την πρωταρχική σκοπιμότητα του σώματος ως όλου ή μήπως ως σύνθεση των επί μέρους εντελεχειών των οργάνων, από τα οποία αποτελείται. Στο ζήτημα αυτό είναι σημαντική η παρατήρηση ότι η κατασκευή του σώματος διέπεται από λογική, έχει δηλαδή την κατάλληλη οργάνωση, ώστε να αναδυθεί η ἐντελέχεια της ψυχής.
Η ψυχή ως καθολική ἐντελέχεια αναλύεται στις επί μέρους εντελέχειες των οργάνων, προϋποθέτει τις εντελέχειες των οργάνων. Ενώ το οργανικό σώμα επιμερίζεται σε μέρη που επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες, η ψυχή συνιστά την πεμπτουσία του συνόλου όλων των λειτουργιών και καταστάσεων, οι οποίες μόνο σε συνάρτηση μεταξύ τους είναι κατανοητές. Ενώ υπάρχουν διαφορετικές πολλαπλές σημασίες, με τις οποίες μπορούμε να κατανοήσουμε τα όντα, μόνο η ίδια η ψυχή ως η πρώτη, πρωταρχικότερη δηλαδή ἐντελέχειά τους συνιστά τον κύριο σκοπό, για τον οποίο έχουν την συγκεκριμένη υπόστασή τους.
Ένα ζήτημα που φαίνεται να βρίσκεται σε εκκρεμότητα αφορά το όργανο και τη λειτουργία της νόησης. Κατ’ αναλογία με τον οδηγό του πλοίου που το οδηγεί κρατώντας το πηδάλιο και ο νους, ως όργανο της ψυχής, είναι ασαφές και άδηλο κατά πόσο μπορεί να υπάρχει χωριστά από το σώμα και από το υπόλοιπο της ψυχής.195
Ο Αριστοτέλης αναζητεί την κύρια αιτία της ανάδυσης της ψυχής και όχι περιγράφοντας μόνο τις επί μέρους λειτουργίες. Παρουσιάζει λοιπόν το φαινόμενο της ζωής ως αιτία ύπαρξης της ψυχής. Η ψυχή όμως, όπως είπαμε, δεν ταυτίζεται με τη ζωή. Ενώ το φαινόμενο της ζωής αναλύεται σε πολλές και διαφορετικές λειτουργίες και καταστάσεις, και μία ακόμα από αυτές αρκεί για να έχουμε ζωή, διαφοροποιούνται διαβαθμίσεις στην ανάλυση του φαινομένου, επίπεδα ύπαρξης της ζωής και της ψυχής: το θρεπτικό, απαραίτητο για την ύπαρξη κάθε έμψυχου όντος και κύρια μορφή ύπαρξης της ψυχής των φυτών, το αισθητικό που αφορά στην ψυχή των ζώων κυρίως, αναγνωρίζοντας μάλιστα την βασικότητα και καθολικότητα της αφής σε σχέση με τις υπόλοιπες αισθήσεις. Η θρέψη και η αφή παρουσιάζονται από τον Αριστοτέλη σε προτεραιότητα ως προς την ανάλυση του βιολογικού φαινομένου. Από τη στάση του αυτή προκύπτει ότι επεκτείνοντας την εξέταση της ψυχής στα ζώα και στα φυτά, ο Αριστοτέλης αναφερόμενος σε είδη ψυχών, όσα και τα είδη των ζωντανών όντων, αλλά και για μέρη της ψυχής, αφ’ ενός γίνεται εισηγητής της συγκριτικής ψυχολογίας, αφ’ ετέρου τοποθετεί το πρόβλημα της σχέσης ψυχής και σώματος σε νέα και πρωτότυπη βάση, μια θεωρία που δικαιώνεται στο πλαίσιο των σύγχρονων εξελίξεων της Φιλοσοφικής ψυχολογίας.
Σημειώσεις
179. Η εξιχνίαση των μεθοδολογικών προϋποθέσεων της γνώσης
αποτελεί μέλημα του Αριστοτέλη. Θεωρεί τη γνώση ως τη σύλληψη του γενικού (Περὶ
ψυχῆς 417b 23) συμφωνώντας σε αυτό με τον Πλάτωνα, αλλά τις γενικές έννοιες
αντίθετα με τον Πλάτωνα τις εντοπίζει μέσα στα πράγματα. Αφετηρία και πηγή της
γνώσης η ψυχή και η νόηση, χωρίς όμως να υποβαθμίζεται η αξία και αναγκαιότητα
της αίσθησης: Το νοείν και το αισθάνεσθαι είναι οι δύο τρόποι της γνώσης του ανθρώπου
με διαβαθμίσεις της κριτικής ικανότητάς του, την αίσθηση – με προτεραιότητα
στην πορεία της γνώσης, τη μνήμη, την εμπειρία, τη δόξα, την επιστήμη και τον
νου. Η φαντασία δε επίσης αναλαμβάνει το ρόλο της ως σύνδεση αίσθησης και
ενεργητικής κρίσης της νόησης. Αλήθεια, αποδείξεις, αξιώματα, μέθοδος, επιστήμη
και τέχνη συνυπάρχουν στο αριστοτελικό σύμπαν της γνώσης. Παράλληλα, με την
ταξινόμηση και κατηγοριοποίηση των αντικειμένων και κλάδων του επιστητού
σύμφωνα με ένα ορθολογικό σύστημα. Η διάκριση πρακτικής και
παραγωγικής/θεωρητικής γνώσης, αλλά και η αναζήτηση των αιτίων και η
προτεραιότητα του γενικού έναντι του μερικού, αλλά και το αναγκαίο της γνώσης
της πραγματικότητας αποτελούν επίσης ειδοποιά στοιχεία της αριστοτελικής
επιστημολογίας.
180. Δες επόμενο τμήμα, iiδ Ο Αριστοτέλης και σύγχρονες θεωρίες ψυχοφυσικής ταυτότητας.
181. Στο αποτελούμενο από τρία μέρη - βιβλία - σύγγραμμά του – που συνιστά καταγραφή διαλέξεων στο Λύκειο από μαθητές του - αναφέρεται σε σχολιασμούς των προ αυτού απόψεων για την ψυχή, κυρίως των προσωκρατικών φιλοσόφων, ενώ αναζητεί και ολοκληρώνει τον ορισμό της ψυχής παράλληλα ακολουθώντας τον τριμερή χωρισμό του Πλάτωνα: θρεπτικό ή αναπαραγωγικό, αισθητικό και νοητικό. Τα τρία μέρη, ενώ δηλώνουν διαφορετικά πεδία ψυχονοητικής λειτουργικότητας, αλληλοπλέκονται και συγκροτούν μία ενότητα.
182. Ό.π., 406a 30 - 406b 1. Στο Α΄ Βιβλίο γίνεται αναφορά στον πλατωνικό Τίμαιο, για να διαφοροποιηθεί ο Αριστοτέλης από την εκεί διατυπωμένη άποψη ότι η ψυχή κινεί το σώμα με μηχανικό τρόπο: 406b 26-28.
183. Ό.π., 408b 13-17: «τὸ δὴ λέγειν ὀργίζεσθαι τὴν ψυχὴν ὅμοιον κἂν εἴ τις λέγοι τὴν ψυχὴν ὑφαίνειν ἢ οἰκοδομεῖν· βέλτιον γὰρ ἴσως μὴ λέγειν τὴν ψυχὴν ἐλεεῖν ἢ μανθάνειν ἢ διανοεῖσθαι, ἀλλὰ τὸν ἄνθρωπον τῇ ψυχῇ· τοῦτο δὲ μὴ ὡς ἐν ἐκείνῃ τῆς κινήσεως οὔσης, ἀλλ' ὁτὲ μὲν μέχρι ἐκείνης, ὁτὲ δ’ ἀπ' ἐκείνης, οἷον ἡ μὲν αἴσθησις ἀπὸ τωνδί, ἡ δ’ ἀνάμνησις ἀπ' ἐκείνης ἐπὶ τὰς ἐν τοῖς αἰσθητηρίοις κινήσεις ἢ μονάς.»
184. Όπως θα δούμε παρακάτω στο σχετικό τμήμα της μελέτης μας, αντικείμενο του κινοῦντος ἀκινήτου είναι κάθε οντότητα που διαθέτει νόηση και μορφή. Πρβλε W. Jaeger, Aristotelis Metaphysica, Oxford University Press, Oxford, 1957 και Μετά τα Φυσ., 1072b 22-23.
185. I. During, Αριστοτέλης, ό.π., σελ. 78.
186. E. Zeller & W. Nestle, Ιστορία Ελληνικής Φιλοσοφίας, ό.π., σελ. 217 (στα Αναλυτικά Ύστερα και Φυσικά).
187. Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου. Ο Αριστοτέλης Σήμερα, Μίεζα Νάουσα, 20-23 Σεπτεμβρίου 2001, Νάουσα, 2002, σελ. 146.
188. Πρβλε E. Zeller & W. Nestle, Ιστορία Ελληνικής Φιλοσοφίας, ό.π., σελ. 235.
189. Η θρεπτική ψυχή υπάρχει σε όλα τα ζωντανά ή έμψυχα όντα, τόσο στα φυτά όσο και στα ζώα. Η αισθητική πάλι υπάρχει σε όλα τα έμψυχα όντα, εξαιρουμένων βέβαια των φυτών, εκτός όμως της αφής, ως ελάχιστης μορφής αίσθησης που απαντά και στα φυτά. Η γεύση επίσης ως μορφή αφής, μπορεί να υπάρχει χωρίς να υφίστανται οι άλλες ιδιότητες της ψυχής. Περὶ ψυχῆς 413b 11-13.
190. Πρβλε E. Zeller & W. Nestle, ό.π., 235 – 236: «Το πνεύμα είναι ο άμεσος φορέας της ψυχής (ως βάση της ζωικής θερμότητας, ουσίας συγγενικής με τον αιθέρα)». Τα δύο αυτά στοιχεία είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένα και συνοδεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη σε όλη της την πορεία, ενώ μεταδίδονται από γενιά σε γενιά με τη διαδικασία της γέννησης.
191. Περὶ ψυχῆς 408b 18-25 και 431b 24-27. Και σε σύγκριση με τον Πλάτωνα, πρβλε Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου. Ο Αριστοτέλης Σήμερα, ό.π., σελ. 390.
192. Η ψυχή ως ἐντελέχεια όμως έχει διττή σημασία: αφενός νοείται ως επιστήμη, αφετέρου ως άσκηση θεωρητικής ικανότητας: Περὶ ψυχῆς, 412a 22-23.
193. Με βάση την προθετική ερμηνεία του Περί ψυχής, III.4, από τον Θωμά Ακυινάτη, η γνωστή και ως conformality view - vs inherence view - γύρω από τη σχέση νόησης και αισθητής πραγματικότητας, επανήλθε στον 20ό αιώνα από τον F. Brentano (Psychologie vom empirischen Standpunkt, Verlag von Felix Meiner, Leipzig,1924). Πρβλε R. Pasnau, Theories of Cognition in the Later Middle Ages, Cambridge University Press, Cambridge, 1997.
194. Ο Αριστοτέλης στηρίζει την επιχειρηματολογία του στις αναλογίες, ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίζει δύσκολα ζητήματα: για παράδειγμα, όταν προσπαθεί να εξηγήσει το φαινόμενο της οργής (θυμός) ή αυτό της ενσώματης ψυχής (έμψυχον). Πρβλε σχετική συζήτηση στο 403a 3 κ.ε. Επίσης και ό.π., 403a 1–2: «ὥστε καθ' ὅσους τῶν ὁρισμῶν μὴ συμβαίνει τὰ συμβεβηκότα γνωρίζειν, ἀλλὰ μηδ’ εἰκάσαι περὶ αὐτῶν εὐμαρές, δῆλον ὅτι διαλεκτικῶς εἴρηνται καὶ κενῶς ἅπαντες.»
195. Ό.π., 413a κ.ε.: «ἔτι δὲ ἄδηλον εἰ οὕτως ἐντελέχεια τοῦ σώματος ἡ ψυχὴ <ἢ> ὥσπερ πλωτὴρ πλοίου. τύπῳ μὲν οὖν ταύτῃ διωρίσθω καὶ ὑπογεγράφθω περὶ ψυχῆς.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου