Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Η ΜΟΝΗ ΑΣΕΒΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΦΩΝΙΑ

πηγή : ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ

Οπως γράψαμε και χθές, η μόνη παραφωνία της τελετής της ταφής του ΛΕΟΝΤΟΚΑΡΔΟΥ πατρός ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ, ήταν ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.
"Ιός ασπίδος υπό τα χείλη αυτού".
Ηρθε στην Φλώρινα για να μας πή ότι ο Αυγουστίνος υπήρξε ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟΣ και ΑΚΡΑΙΟΣ.
Και δέχθηκε την βεβήλωσι, εν μέσω του θρηνούντος λαού να ακουσθή η γελοία φήμη του.
Και αφού στιγμιαία ηλθε, είδε και απήλθε.
Ηλθε τρεμάμενος και εν μέσω των προσφιλών του αστυνομικών και διάβασε, οπως συνηθίζεται, γιά τα μάτια, ένα τρισάγιο.
Και μετά από λίγο.... εκτίναξε τα βέλη του τα φαρμακερά.
Μας εξώργισε σφόδρα-σφόδρα ο ...Ανύπαρκτος.
Αυτός που είναι ενδοτικός σε όλους και σε όλα.
Αρκεί να τον επαινούν και να τον εγκωμιάζουν, να τον ...ρένουν με άνθη και να τον δίνουν ...τα χρυσά κλειδιά...
Τις κοσμικές αυτές γελοιότητες.
Αλλωστε γνωρίζουμε ότι αυτός είναι ο κόσμος.
Και αυτός είναι ο αρχιεπίσκοπος του αχρίστιανου άπιστου κόσμου και όχι ΗΜΩΝ των ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ.
Ομως, όλως ανέλπιστα και την κατάλληλη στιγμή μετά από όλη αυτήν την αρχιεπισκοπική ΑΣΧΗΜΙΑ και επιμόλυνσι του ιεροπρεπούς χώρου, ενεφανίσθη ο μητροπολίτης Σπάρτης κ. Ευστάθιοος ο οποίος χωρίς να γνωρίζη ποιός και τί προηγουμένως ΑΣΕΒΕΙΕΣ εξέβρασε των οδόντων του , έδωσε εις αυτόν και τους ομοίους του, την κατάλληλη απάντησι στα δηκτικά και ανάρμοστα και απαράδεκτα λόγια του.

Είπε εν μέσω και άλλων πολλών, ο επίσκοπος Σπάρτης:
Τι με έκανε να φτάσω μέχρι εδώ; Η ευγνωμοσύνη μου.
Και το λέω αυτό με όλη την δύναμι της ψυχής μου.
Ζούμε σε μιά εποχή που υπάρχει έλλειμα ευγνωμοσύνης.
Ο Γέροντας, μας εδίδαξε την ακλόνητη Πίστι.
Μας εδίδαξε το ήθος, την αγνότητα, την καθαρότητα του σώματος και της ψυχής. Διότι ήταν υπεράνω υποψίας ο Γέροντας.
Και αντέγραφε την καθαρή ζωή των αγγέλων, 'εστω και άν αυτός σάρκα φορούσε και τον κόσμον οικούσε.
Και τότε που είμεθα φοιτηταί τον κοιτάζαμε κατάματα, και θαυμάζαμε και αυτήν την αρετή, και αυτή η αρετή της αγνότητάς του και της καθαρότητάς του ήταν αυτή που εβάραινε σε πολύ δύσκολες στιγμές που πέρασε η Ελλαδική Εκκκλησία.
Πιστεύω, ότι ο Γέροντας δεν ήταν άνθρωπος ΑΚΡΟΤΗΤΩΝ.
Αυτά που έλεγε είναι λόγος Ευαγγελικός.
Εμείς δεν μπορούμε να κηρύξουμε άλλο Ευαγγέλιο εκτός από αυτό που μας παρέδωσαν οι άγιοι Απόστολοι.
Επομένως πρέπει να λέμε, το ναί, ναι και το ου, ου.
Εάν κάνουμε συμβιβασμούς ή έχουμε την εσφαλμένη αντίληψι να τα βολέψουμε τα πράγματα ή να συμβιβάσουμε τα διεστώτα, εγώ πιστεύω ζημιά κάνουμε και στην υπόθεσι της Εκκλησίας.

Ολοι οι άνθρωποι άν ήξεραν από την αρχή ποιό είναι το Ευαγγέλιο και πως πρέπει ατόφιο να το δεχθούμε, και ατόφιο να το πιστέψουμε και μέχρι λεπτομερειών να το εφαρμόσουμε, δεν θα είχαμε όλα αυτά τα παρατράγουδα, τα οποία πιστεύω ότι προήλθαν από την μεγάλη επιείκεια και από την υποχωρητικότητα και ενδοτικότητα την οποία δείχνουμε.
Ο Γέροντας δεν ήταν ΣΚΛΗΡΟΣ.
Απεναντίας ήταν πολύ-πολύ αγαθός στην ψυχή, πολύ καλωσυνάτος, γελούσε εύκολα, έκλαιγε εύκολα, ήταν ένα μεγάλο παιδί.
Επομένως αυτοί που τον έλεγαν πολύ ΣΚΛΗΡΟ και ΑΚΡΑΙΟ, ήταν αυτοί που δεν τον γνώρισαν.
΄Η θα άκουγαν κάποιους τοποθετημένους εχθρικά απέναντι της Εκκλησίας.
Για μας ο Γέροντας ήταν το ΙΝΔΑΛΜΑ.
Ηταν η εικόνα του καλού ποιμένος με ένα λόγο.
Ο π. Αυγουστίνος δεν ζούσε γιά τον εαυτό του, ζούσε γιά την Εκκλησία και τον πονούσε κάτι που ζημίωνε την υπόθεσι της Εκκλησίας.
Γι αυτό έπαιρνε αυτή τη θέσι και δεν μπορούσε να γίνη κι αλλοιώς.
Και ο Χριστός μας έπαιρνε βούρδουλα σε κάποια στιγμή και ανέτρεψε και τα τραπέζια στο ναό του Σολομώντος διότι θίγονταν η ιερότης του χώρου.
Εχουμε λοιπόν το παράδειγμα αγιογραφικά θεμελιωμένο και δεν θα μπορούσε εκείνος να ζήση και διαφορετικά να ενεργήση.
Σαν Διδάσκαλος χρησιμοποιούσε και την επιείκειά του και την αυστηρότητά του. Πιστεύω ότι τον π. Αυγουστίνο ο Θεός τον έδωσε ως δώρο και στην μητρόπολι αυτή και σε όλη την Ορθοδοξία.
Γι αυτό και τον άφησε να ζήση 104 χρόνια.
Ο Θεός έδωσε αυτήν την εκκλησιαστική προσωπικότητα ως δώρο εις τον λαό Του. Να τον παρακαλούμε να προσεύχεται για όλους μας εκεί κοντά στον θρόνον του Θεού που από εδώ και στο εξής θα βρίσκεται.

Αμέθυστος

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

«Ίσως αυτά που λέτε να είναι σωστά»

πηγή : ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ
http://egolpio.wordpress.com/2010/08/29/isws_swsta/

Στο βίο του εξέχοντος Πατέρα της αιγυπτιακής ερήμου, αγίου Παϊσίου του Μεγάλου (19 Ιουνίου), μπορούμε να δούμε ένα συγκλονιστικό παράδειγμα του πόσο εύκολα είναι να χαθεί η χάρη του Θεού.

Κάποτε ένας υποτακτικός του πήγαινε σε μια πόλη στην Αίγυπτο για να πουλήσει το εργόχειρό του. Στο δρόμο συνάντησε ένας Εβραίο, ο οποίος, βλέποντας την αφέλειά του, άρχισε να τον εξαπατά, λέγοντας: «Αγαπητέ μου, γιατί πιστεύεις σ’ έναν απλό, σταυρωμένο άνθρωπο, ενώ Αυτός δεν ήταν καθόλου ο αναμενόμενος Μεσσίας; Κάποιος άλλος πρόκειται να έρθει, όχι Αυτός».

Ο υποτακτικός, όντας αδύναμος στο μυαλό και απλοϊκός στην καρδιά, άρχισε ν’ ακούει αυτά κι αφέθηκε να πει: «Ίσως αυτά που λες να είναι σωστά». Όταν επέστρεψε στην έρημο, ο άγιος Παΐσιος έφυγε από κοντά του και δεν του έλεγε κουβέντα. Τελικά, μετά από πολλές παρακλήσεις του υποτακτικού, ο άγιος του είπε: «Ποιος είσαι συ; Δεν σε ξέρω. Ο υποτακτικός μου ήταν Χριστιανός και είχε πάνω του τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, αλλ’ εσύ δεν είσαι έτσι˙ αν είσαι πραγματικά ο υποτακτικός μου, τότε η χάρη του βαπτίσματος σ’ έχει εγκαταλείψει και η εικόνα του Χριστιανού έχει αφαιρεθεί».

Ο υποτακτικός διηγήθηκε με δάκρυα τη συζήτησή του με τον Εβραίο, κι ο άγιος απάντησε: «Δυστυχισμένε! Τι μπορεί να ήταν χειρότερα και πιο ανόητο από τέτοια λόγια, με τα οποία απαρνήθηκες το Χριστό και το θείο Του Βάπτισμα; Τώρα πήγαινε και θρήνησε για τον εαυτό σου όπως θέλεις, γιατί δεν έχεις θέση μαζί μου˙ το όνομά σου γράφτηκε μ’ εκείνους που έχουν αρνηθεί το Χριστό, και μαζί μ’ αυτούς θα κριθείς και θα βασανιστείς».

Ακούγοντας αυτή την αποδοκιμασία ο υποτακτικός ήρθε σε μετάνοια, και με τις ικεσίες του ο άγιος κλείστηκε μέσα και προσευχήθηκε στον Κύριο να συγχωρέσει αυτή την αμαρτία στον υποτακτικό του. Ο Κύριος εισάκουσε την προσευχή του αγίου και του παραχώρησε να δει ένα σημείο της συγχώρεσής Του προς τον υποτακτικό. Ο άγιος τότε προειδοποίησε τον υποτακτικό: «Παιδί μου, δόξασε κι ευχαρίστησε το Χριστό το Θεό μαζί μου, γιατί το ακάθαρτο, βλάσφημο πνεύμα έφυγε από σένα και στη θέση του κατήλθε πάνω στο το Άγιο Πνεύμα, αποκαθιστώντας σε σένα τη χάρη του Βαπτίσματος. Έτσι, φύλαγε τον εαυτό σου τώρα, μήπως από νωθρότητα κι απροσεξία πέσουν πάλι επάνω σου τα δίχτυα του εχθρού και, έχοντας αμαρτήσει, κληρονομήσεις τη φωτιά της γέεννας».

Είναι ενδεικτικό ότι τα «χαρισματικά» και «διαλογιστικά» κινήματα έχουν ριζώσει ανάμεσα στους «οικουμενιστές Χριστιανούς».

Το χαρακτηριστικό πιστεύω της αίρεσης του Οικουμενισμού είναι αυτό:

ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι η μόνη αληθινή Εκκλησία του Χριστού˙ ότι η χάρη του Θεού είναι παρούσα και σε άλλες «χριστιανικές» ομολογίες επίσης, κι ακόμα και στις μη χριστιανικές θρησκείες˙ ότι η στενή οδός προς τη σωτηρία σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι μόνο «ένας δρόμος ανάμεσα σε πολλούς» προς τη σωτηρία˙ κι ότι οι λεπτομέρειες της πίστης κάποιου προς το Χριστό έχουν μικρή σημασία, όπως έχει και η ιδιότητα μέλους σε όποια συγκεκριμένη εκκλησία.

Αυτό δεν το πιστεύουν απόλυτα όλοι οι Ορθόδοξοι που συμμετέχουν στην Οικουμενική κίνηση (μολονότι οι Προτεστάντες και οι Ρωμαιοκαθολικοί ως επί το πλείστον το πιστεύουν)˙ αλλά με την ίδια τη συμμετοχή τους σ’ αυτήν την κίνηση, που περιλαμβάνει σταθερά κοινή προσευχή μ’ αυτούς που πιστεύουν λανθασμένα για το Χριστό και την Εκκλησία Του, λένε στους αιρετικούς που τους κοιτούν: «Ίσως αυτά που λέτε να είναι σωστά», όπως έκανε ο δυστυχισμένος μαθητής του αγίου Παϊσίου. Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο για να χάσει ο Ορθόδοξος Χριστιανός τη χάρη του Θεού˙ και πόσο κόπο θα του στοιχίσει για να την ξανακερδίσει.

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ SERAPHIM ROSE

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ και η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ

Αμέθυστος

Ερμηνεία εις την θείαν λειτουργίαν - Νικολάου Καβάσιλα

Συνέχεια από Κυριακή, 29 Αυγούστου 2010

Κεφάλαιο 38

Με ποιο τρόπο τα μυστήρια σημαίνουν την Εκκλησία

1. Σημαίνεται η Εκκλησία με τα μυστήρια, όχι όμως ως σύμβολα· αλλά είναι γι' αυτήν ό,τι η καρδιά για τα μέλη και ό,τι η ρίζα του φυτού για τα κλαδιά και, όπως είπε ο Κύριος, ό,τι η άμπελος για τα κλήματα. Διότι εδώ δεν υπάρχει μόνο κοινό όνομα ή ομοιότης αναλογίας, αλλά πράγματος ταυτότης.

2. Και διότι σώμα και αίμα Χριστού τα μυστήρια. Για την Εκκλησία του Χριστού αυτά είναι αληθινή "βρώσις και πόσις". Και όταν μεταλαμβάνει η Εκκλησία από αυτά, δεν τα μεταβάλλει σε ανθρώπινο σώμα, όπως τις συνηθισμένες τροφές, αλλά η ίδια μεταβάλλεται σ' εκείνα με το να υπερισχύουν τα ανώτερα. Το σίδερο, όταν έρθει σε επαφή με τη φωτιά, γίνεται και αυτό φωτιά, δεν κάνει τη φωτιά σίδερο. Και όπως το πυρακτωμένο σίδερο δεν το βλέπουμε ως σίδερο, άλλα ως φωτιά μόνο, καθώς τα χαρακτηριστικά του εξαφανίζονται από τη φωτιά, έτσι και την Εκκλησία του Χριστού, αν μπορούσε κανείς να τη δει καθώς είναι ενωμένη με τον Χριστό και κοινωνεί το σώμα Του, τίποτε άλλο δεν θα έβλεπε, παρά μόνο το σώμα του Κυρίου. Γι’ αυτό το λόγο γράφει ο Παύλος: «Εσείς είστε σώμα Χριστού» και «μέλη εκ μέρους». Ονομάζοντας τον Χριστό κεφαλή κι εμάς σώμα, δεν το κάνει για να φανερώσει τη σχετική μ' εμάς πρόνοια και παιδαγωγία και νουθεσία Του, ή τη δική μας υποταγή σ' Αυτόν. Δεν το λέγει, δηλαδή, όπως εμείς λέμε, υπερβολικά βέβαια, τους εαυτούς μας μέλη των συγγενών ή των φίλων μας. Αλλά το λέγει σημαίνοντας εκείνο που έλεγε, ότι οι πιστοί ήδη ζουν χάρις στο Αίμα τούτο την εν Χριστώ ζωή και εξαρτώνται αληθινά από την Κεφαλή εκείνη και φορούν τούτο το Σώμα.

3. Γι' αυτό το λόγο δεν είναι καθόλου αταίριαστο το ότι εδώ με τα μυστήρια σημαίνεται η Εκκλησία.

(Συνεχίζεται)
 
Αμέθυστος

Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Ερμηνεία εις την θείαν λειτουργίαν - Νικολάου Καβάσιλα

Συνέχεια από Σάββατο, 28 Αυγούστου 2010

Κεφάλαιο 36
Περί όσων ο ιερεύς βοά προς το πλήθος όταν υψώνει τα άγια, και γι' όσα το πλήθος άπαντα προς αυτόν


1. Τώρα ο ιερεύς πρόκειται να πλησιάσει προς την αγία τράπεζα και να κοινωνήσει και να προσκαλέσει και άλλους να κοινωνήσουν. Διότι δεν επιτρέπεται σε όλους γενικά η κοινωνία των μυστηρίων, γι' αυτό και ο ιερεύς δεν καλεί όλους• αλλά, παίρνοντας στα χέρια του τον ζωοποιό άρτο, τον σηκώνει ψηλά και τον δείχνει, προσκαλώντας στη μετουσία (μετάληψη) τους άξιους να κοινωνήσουν. Λέγοντας «Τα άγια τοις αγίοις» είναι σαν να λέγει: «Ιδού ο άρτος της ζωής, τον βλέπετε. Ελάτε λοιπόν να μεταλάβετε. Όχι όμως όλοι, αλλά όποιος είναι άγιος. Διότι τα άγια επιτρέπονται μόνο στους αγίους». Αγίους εδώ εννοεί εκείνους που είναι τέλειοι στην αρετή, αλλά κι εκείνους που αγωνίζονται να φτάσουν σ' αυτή την τελειότητα, αλλά ακόμη υστερούν. Διότι και αυτούς τίποτε δεν τους εμποδίζει να αγιάζονται καθώς μετέχουν των μυστηρίων, και να είναι από αυτή την άποψη άγιοι. Όπως και η Εκκλησία όλη λέγεται αγία• και όπως ο μακάριος Απόστολος γράφοντας προς ολόκληρη Χριστιανική κοινότητα λέγει: «Αδελφοί άγιοι, μέτοχοι της επουράνιου κλήσεως». Διότι ονομάζονται άγιοι από τον Άγιο του οποίου είναι μέτοχοι, και από το σώμα και το αίμα το οποίο κοινωνούν. Διότι είμαστε μέλη εκείνου του σώματος, σάρκες από τις σάρκες Του, οστά από τα οστά Του, και όσο είμαστε ενωμένοι μαζί Του και διατηρούμε αυτή τη συνάρθρωση, ζούμε αντλώντας δια των μυστηρίων τη ζωή και τον αγιασμό από εκείνη την Κεφαλή και την Καρδιά. Όταν όμως αποσπασθούμε και αποξενωθούμε από την ολότητα του παναγίου Σώματος, μάταια γευόμαστε τα ιερά μυστήρια, διότι η ζωή δεν φτάνει προς τα νεκρά και αποκομμένα μέλη.

2. Τί είναι εκείνο που αποκόβει αυτά τα μέλη από το άγιο εκείνο Σώμα; «Οι αμαρτίες σας, λέγει, στέκονται εμπόδιο ανάμεσα σ' εμένα και σας».

3. Τί λοιπόν; Κάθε αμαρτία νεκρώνει τον άνθρωπο;

4. Καθόλου, αλλά μόνο η θανάσιμη αμαρτία. Γι' αυτό και λέγεται "προς θάνατον". Διότι υπάρχει και αμαρτία "ου προς θάνατον", σύμφωνα με τον μακάριο Ιωάννη. Γι' αυτό οι βαπτισμένοι, αν δεν πέφτουν σε θανάσιμα αμαρτήματα που τους χωρίζουν από τον Χρίστο και επιφέρουν θάνατο, δεν έχουν κανένα εμπόδιο να κοινωνούν και να μετέχουν του αγιασμού• διότι και στην πραγματικότητα και στην ονομασία εξακολουθούν να είναι ζωντανά μέλη, ενωμένα με την Κεφαλή.

5. Γι' αυτό στην εκφώνηση του ιερέως: «Τα άγια τοις αγίοις», οι πιστοί αποκρίνονται δυνατά: «Εις άγιος, εις Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός». Διότι κανένας δεν έχει την αγιότητα από τον εαυτό του, ούτε αυτή είναι έργο ανθρώπινης αρετής, αλλά όλοι παίρνουν την αγιότητα από Εκείνον και για Εκείνον. Αν βάλεις πολλούς καθρέφτες κάτω από τον ήλιο, όλοι λάμπουν και ακτινοβολούν και νομίζεις ότι βλέπεις πολλούς ήλιους, στην πραγματικότητα όμως ένας είναι ο ήλιος που αστράφτει μέσα σε όλους. Έτσι και ο μόνος Άγιος, ο Χριστός, εκχεόμενος εις τους πιστούς, φαίνεται μεν σε πολλές ψυχές και πολλούς δείχνει αγίους, εντούτοις Αυτός είναι ο ένας και μοναδικός Άγιος. Και τούτο μάλιστα «εις δόξαν Θεου Πατρός». Διότι τον Θεό κανένας δεν τον δόξασε όπως έπρεπε (γι' αυτό και ονειδίζοντας τους Ιουδαίους έλεγε: «Αν είμαι Θεός, που είναι η δόξα που έπρεπε να μου αποδίδετε;») αλλά μόνο ο Μονογενής απέδωσε σ' Αυτόν την οφειλόμενη δόξα. Γι' αυτό και όταν έφτασε στο πάθος, έλεγε προς τον Πατέρα: «Εγώ σε εδόξασα επάνω στη γη». Με ποιόν τρόπο τον εδόξασε; Όχι με άλλον τρόπο, παρά φανερώνοντας στους ανθρώπους την αγιότητα του Πατέρα. Και αυτό το έκανε με το να φανεί ο ίδιος άγιος, όπως είναι άγιος και ο Πατέρας. Γι’ αυτό είτε θεωρήσουμε τον Πατέρα, τον Θεό αυτού του αγίου (της ανθρωπότητας του Χριστού), η λαμπρότης του Υιού είναι η δόξα του Πατρός. Είτε ως Θεό νοήσουμε τον Υιό μέσα στην ανθρωπότητα, πάλι η αξία ή η αρετή του δημιουργήματος είναι ξανά η δόξα του Δημιουργού.


Κεφάλαιο 37
Τί σημαίνει το θερμό νερό που εμβάλλεται μέσα στα μυστήρια


1. Αφού λοιπόν ο ιερεύς συγκαλέσει τους πιστούς στο ιερό δείπνο, μεταλαμβάνει πρώτος αυτός και κατόπιν όσοι είναι ιερείς και όσοι είναι γύρω από το θυσιαστήριο. Προηγουμένως όμως εκχύνει θερμό νερό μέσα στο ποτήριο, πράγμα που σημαίνει την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Διότι κατήλθε τότε το Άγιο Πνεύμα, όταν τελείωσε ολόκληρη η Οικονομία του Σωτήρος, έτσι και τώρα επιδημεί (κατέρχεται), για όσους κοινωνούν αυτά αξίως, αφού η θυσία έχει προσφερθεί και τα δώρα ετελειώθησαν.

2. Κατά την ιερή τελετή της Ευχαριστίας όλη η Οικονομία του Χριστού αναπαρίσταται στον άρτο σαν σε πίνακα. Διότι και ως βρέφος τον βλέπουμε συμβολικά, και να οδηγείται στον θάνατο, και να σταυρώνεται, και να κεντάται στην πλευρά. Κατόπιν βλέπουμε και αυτόν τον άρτο να μεταβάλλεται σ' εκείνο το πανάγιο σώμα που αληθινά υπέφερε αυτά και αναστήθηκε και αναλήφθηκε και κάθεται στα δεξιά του Πατρός. Έπρεπε λοιπόν μετά απ' όλα αυτά να συμβολίζεται και το τελικό αποτέλεσμα, για να είναι ολοκληρωμένη η μύηση του μυστηρίου με την προσθήκη του αποτελέσματος στο σύνολο της τελετής και της Οικονομίας.

3. Ποιο είναι το έργο και το αποτέλεσμα των παθών και έργων και λόγων του Χριστού; Αν κανείς τα βλέπει αυτά σε σχέση μ' εμάς, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Επομένως, υστέρα από εκείνα έπρεπε και αυτή ή κάθοδος να συμβολισθεί. Και συμβολίζεται με τη εκχύση του θερμού νερού μέσα στα μυστήρια.

4. Αυτό το νερό, με το να είναι συγχρόνως νερό και να μετέχει και της φωτιάς, συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα, το όποιο και "ύδωρ" λέγεται και ως πυρ φάνηκε τότε που έπεσε επάνω στους μαθητές του Χριστού.

5. Και η παρούσα στιγμή της θείας λειτουργίας συμβολίζει εκείνη τη στιγμή της Πεντηκοστής. Διότι τότε κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα όταν ολοκληρώθηκαν όλα τα έργα του Χριστού, τώρα δε το νερό αυτό προστίθεται μετά την τελείωση των δώρων.

6. Με τα μυστήρια σημαίνεται και η Εκκλησία, η οποία είναι σώμα Χριστού και εκ μέρους. Αυτή και τότε δέχθηκε το Άγιο Πνεύμα, μετά την ανάληψη του Χριστού στους ουρανούς, και τώρα δέχεται τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, αφού έγιναν δεκτά τα δώρα στο υπερουράνιο θυσιαστήριο• τη δωρεά αυτή στέλνει σ' εμάς από την πλευρά Του ο Θεός, ο οποίος δέχθηκε τα δώρα, όπως προείπαμε. Διότι ο Μεσίτης είναι ο Αυτός Χριστός, και το Αυτό Άγιο Πνεύμα.

(Συνεχίζεται)
 
Αμέθυστος

Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Ερμηνεία στη θεία λειτουργία - Του αγίου Νικολάου Καβάσιλα

Συνέχεια από Πέμπτη, 26 Αυγούστου 2010

Κεφάλαιο 35
Για την θεοπαράδοτη ευχή, την κλίση των κεφαλών και την μετά από αυτό ευχαριστία, δέηση και δοξολογία στον Θεό

1. Αφού δε (ο ιερεύς) οικοδομήσει και συγκροτήσει τους πιστούς στο αγαθό από κάθε πλευρά, ως ήδη τέλειους και άξιους της θείας υιοθεσίας, ικετεύει τον Θεό να τους αξιώσει να προφέρουν μαζί του με παρρησία εκείνη την προσευχή, στην οποία τολμούμε να ονομάζουμε τον Θεό Πατέρα. Και όταν όλοι προσευχηθούν μαζί του, ο ιερεύς κατακλείει την προσευχή εκφωνώντας το ακροτελεύτιο προς δοξολογίαν του Θεού.

2. Μετά από αυτό εύχεται ο ιερεύς «Ειρήνην πάσιν». Και έτσι, αφού με την προσευχή εκείνη υπενθύμισε την ευγενή καταγωγή μας και ονόμασε τον Θεό Πατέρα, στη συνέχεια καλεί τους πιστούς να τον αναγνωρίσουν και ως Δεσπότη και να δείξουν προς Αυτόν αισθήματα δούλων και κλίνοντας ενώπιον Του τις κεφαλές με τη στάση αυτή να ομολογήσουν τη δουλείαν. Τότε οι πιστοί κλίνουν το κεφάλι, όχι μόνο διότι είναι φύσει Δεσπότης και Δημιουργός και Θεός, άλλα και ως δούλοι αγορασμένοι από Αυτόν με το αίμα του μονογενούς Υιού Του, με το οποίο μας απέκτησε διπλούς δούλους Του και συγχρόνως μας έκανε και υιούς. Διότι το ίδιο αίμα του Χριστού, και τη δουλεία μας αύξησε και μεγαλύτερη τον φανέρωσε, και την υιοθεσία μας ενήργησε με το ένα και το αυτό αίμα.

3. Και ενώ όλοι κλίνουν το κεφάλι, ο ιερεύς σιωπηλά εκφράζει ευγνωμοσύνη στον Θεό για τη δημιουργία των όντων και εύχεται τα συμφέροντα όλων. Μνημονεύει προς Αυτόν και το όνομα του Μονογενούς και την Αυτού χάριν και φιλανθρωπίαν, για να εξασφαλίσει έτσι την εκπλήρωση όλων όσων ζήτησε, σύμφωνα με το λόγο του ίδιου του Σωτήρος: «Όλα όσα ζητήσετε από τον Πατέρα στο όνομά μου, θα σας τα δώσει». Έπειτα προσθέτει δοξολογία έτσι ώστε να ακούγεται από το παριστάμενο πλήθος και υμνεί την Παναγία Τριάδα.

4. Και αφού το πλήθος κοινωνεί της δοξολογίας, επιστρέφει (ο ιερεύς) στον εαυτό του και εύχεται σιωπηλά. Στην ευχή του καλεί τον Χριστό, το σφάγιο, τον ιερέα, τον άρτο, να μεταδώσει ο ίδιος τον εαυτό Του δια του εαυτού Του στους δούλους Του.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Ερμηνεία στη θεία λειτουργία - Του αγίου Νικολάου Καβάσιλα

Συνέχεια από Δευτέρα, 23 Αυγούστου 2010


Κεφάλαιο 33

Περί των ευχών μετά τη θυσία και ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο ο ιερεύς μνημονεύει τότε τους Αγίους και εξαιρέτως την Παναγία


1. Ο ιερεύς, αφού τελειωθεί η θυσία, βλέποντας εμπρός στα μάτια του το ενέχυρο της θείας φιλανθρωπίας, τον Αμνό του Θεού, και αφού ήδη έλαβε τον Μεσίτη και έχει μαζί του τον Παράκλητο, γνωστοποιεί τα αιτήματά του προς τον Θεό και προφέρει τη δέησή του με χρηστή πλέον και βέβαιη ελπίδα. Κι εκείνα για τα όποια έκανε τις δεήσεις στην Πρόθεση, κι εκείνα για τα οποία έκανε τις προπαρασκευαστικές ευχές και πρόσφερε τα δώρα και ικέτευε να γίνουν αυτά δεκτά, τώρα που (ο Θεός) δέχθηκε τα δώρα, εύχεται ο ιερεύς να πραγματοποιηθούν.

2. Ποια είναι αυτά;

3. Είναι κοινά και σε ζώντες και νεκρούς, να στείλει ο Θεός τη χάρη Του αντί των δώρων που του πρόσφεραν και τα εδέχθηκε. Και είναι ιδιαίτερα στους μεν νεκρούς η ανάπαυση των ψυχών τους και η κληρονομία της βασιλείας Του μαζί με τους αγίους που έφθασαν στην τελείωση, στους δε ζώντες το να μετάσχουν στην ιερή τράπεζα και να αγιασθούν, το να μην κοινωνήσει κανείς «εις κρίμα ή εις κατάκριμα», η άφεση των αμαρτιών, η ειρήνη, η ευφορία των καρπών της γης, η χορηγία των αναγκαίων και τέλος το να φανούν ενώπιον του Θεού άξιοι της βασιλείας Του.

4. Επειδή όμως αυτή η προσφορά της θυσίας δεν εκφράζει μόνο ικεσία, αλλά και ευχαριστία˙ γι' αυτό, όπως στα προοίμια της τελετής, όταν ο ιερεύς παραθέτει ως δώρα στον θεό τα προσφερόμενα, φανερώνει και την ευχαριστία και την ικεσία, έτσι και τώρα που θυσιάστηκαν και ετελειώθησαν τα δώρα, και ευχαριστεί δι’ αυτών τον Θεό και τον ικετεύει, και εκθέτει μεν τις αφορμές της ευχαριστίας και διατυπώνει δε τα θέματα της ικεσίας.

5. Ποιες είναι οι αφορμές της ευχαριστίας; Οι άγιοι, όπως έχει λεχθεί και προηγουμένως. Διότι δι’ αυτών (των αγίων) η Εκκλησία βρήκε το ζητούμενο και επέτυχε αυτό που εύχεται, τη βασιλεία των ουρανών.
6. Και ποια είναι τα θέματα της ικεσίας; Είναι οι άνθρωποι που δεν έφθασαν στην τελειότητα και έχουν ανάγκη της ευχής.

7. Και για μεν τους αγίους λέγει: «Έτι προσάγομέν Σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ των εν πίστει αναπαυσαμένων προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών, αποστόλων, κηρύκων, προφητών, ευαγγελιστών, μαρτύρων, ομολογητών, εγκρατευτών και παντός πνεύματος εν πίστει τετελειωμένου, εξαιρέτως της παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας», και συνεχίζει να απαριθμεί το σύλλογο όλων των αγίων. Αυτοί είναι για την Εκκλησία οι αφορμές της ευχαριστίας προς τον Θεό. Γι' αυτούς προσφέρει τη λογική αυτή λατρεία ως ευχαριστία στον θεό. Και εξαιρέτως απ' όλους, για την μακαρία Μητέρα του Θεού, διότι αυτή είναι επέκεινα από κάθε αγιοσύνη. Γι' αυτό ο ιερεύς δεν ζητεί τίποτε γι' αυτούς, αλλά μάλλον αυτός έχει ανάγκη τη βοήθειά τους στις ευχές. Διότι, όπως έχει λεχθεί, κάνει γι' αυτούς την προσαγωγή των δώρων όχι ως ικεσία, αλλά ως ευχαριστία.

8. Έπειτα από αυτά εκφράζει και την ικεσία και αναφέρει εκείνους για τους οποίους ικετεύει, και εύχεται για όλους σωτηρία και ό,τι άλλο αγαθό είναι ταιριαστό και κατάλληλο στον καθένα· μεταξύ αυτών λέγει και τα εξής: «Έτι προσάγομέν Σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ της οικουμένης, υπέρ της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, υπέρ των εν σεμνή πολιτεία διαγόντων, υπέρ των πιστότατων και φιλοχρίστων βασιλέων ημών». Τέτοια εύχεται.

9. Έτσι ο μακάριος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, δείχνοντας ότι είναι διπλός ο χαρακτήρας της ιερής αυτής λατρείας, ευχαριστήριος και ικετευτικός, τοποθετεί χωριστά εκείνους για τους οποίους ευχαριστεί και χωριστά εκείνους για τους οποίους ικετεύει. Ο θείος όμως Βασίλειος αναμιγνύει την ικεσία με την ευχαριστία. Και αυτό το κάνει σε όλα τα μέρη της λειτουργίας, και όλες σχεδόν οι ευχές του έχουν αυτό το διπλό περιεχόμενο. Μνημονεύει δε και τους αγίους όπως και ο άγιος Ιωάννης, και μάλιστα στο ίδιο σημείο, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Διότι αφού ευχηθεί να αξιωθούν όλοι της κοινωνίας των μυστηρίων «μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα», προσθέτει: «αλλ' ίνα εύρωμεν χάριν μετά πάντων των αγίων, των απ' αιώνος Σοι ευαρεστησάντων, προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών και τα εξής», και κατόπιν, «εξαιρέτως της Παναγίας». Άλλα και αυτά τα λόγια περιέχουν μεν ικεσία, φανερώνουν όμως και ευχαριστία, διότι κηρύττουν τον Θεό ευεργέτη του γένους των ανθρώπων, καθώς μνημονεύουν εκείνους στους οποίους Αυτός έδωσε την τελείωση και την αγιότητα. Είναι σαν να λέγει: «Για να μας δώσεις τη χάρη πού έδωσες πρωτύτερα στους αγίους, για να μας αγιάσεις, όπως αγίασες ήδη άλλους ανθρώπους σαν εμάς».

10. Αυτά είναι αρκετά επάνω σε τούτο το θέμα.


Κεφάλαιο 34

Για εκείνα τα οποία εύχεται ο ιερεύς για τον εαυτό του και εκείνα για τα οποία παραγγέλλει στους πιστούς να εύχονται 


1. Αφού ο ιερεύς ευχηθεί για όλους τα δέοντα, εύχεται και για τον εαυτό του, να αγιασθεί και ο ίδιος από τα δώρα.

2. Πώς να αγιασθεί; Να λάβει άφεση αμαρτιών. Διότι αυτό είναι κυρίως το έργο τούτων των δώρων. Και από που φαίνεται αυτό; Απ' όσα ο Κύριος είπε στους Αποστόλους, δείχνοντας σ' αυτούς τον άρτο, «Τούτο εστί το σώμα μου το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών»˙ ομοίως και για το ποτήριο.

3. «Μνήσθητι, Κύριε, λέγει, και της εμής αναξιότητος και συγχώρησόν μοι παν πλημμέλημα εκούσιον τε και ακούσιον, και μη δια τας εμάς αμαρτίας κωλύσης την χάριν του παναγίου Σου Πνεύματος από των προκειμένων δώρων».

4. Άφεση αμαρτιών δίνει το Άγιο Πνεύμα σ' εκείνους που κοινωνούν αυτά τα δώρα. Αυτή η χάρη, λέγει ο ιερεύς, ας μην εμποδιστεί σ' εμένα από τα δώρα για τις αμαρτίες μου. Διότι κατά δύο τρόπους ενεργεί η χάρη στα τίμια δώρα· ο ένας τρόπος είναι αυτός που αγιάζονται τα ίδια, ο άλλος είναι αυτός που η χάρη αγιάζει εμάς δι’ αυτών.

5. Κατά τον πρώτο λοιπόν τρόπο κανένα ανθρώπινο κακό δεν μπορεί να εμποδίσει την χάρη να ενεργήσει στα τίμια δώρα, αλλά, όπως ο αγιασμός των δώρων δεν είναι έργο ανθρώπινης αρετής, έτσι δεν είναι δυνατόν ούτε να εμποδιστεί από κακία ανθρώπων.

6. Ο δεύτερος όμως τρόπος χρειάζεται τη δική μας σπουδή. Γι’ αυτό και εμποδίζεται από την ραθυμία μας. Μας αγιάζει δηλαδή η χάρη δια των δώρων εάν μας βρει κατάλληλα διατεθειμένους για τον αγιασμό. Αν όμως μας βρει απροετοίμαστους, δεν μας προξενεί κανένα όφελος, αλλά μας επιβαρύνει με πολύ μεγάλη βλάβη. Αυτή η χάρη, είτε άφεση αμαρτιών είναι μόνο, είτε μαζί με αυτήν και άλλη δωρεά που δίνεται σε όσους με καθαρή συνείδηση συμμετέχουν σ' αυτό το δείπνο, εύχεται ο ιερεύς να μην εμποδιστεί από τα δώρα. Διότι μπορεί να εμποδιστεί από την ανθρώπινη κακία.

7. Την ίδια αυτή ευχή εύχεται (ο ιερεύς) μετά από λίγο μαζί με όλο το εκκλησίασμα. Αφού δηλαδή ευχηθεί σε όλους να έχουν ομόνοια ώστε μ' ένα στόμα και με μία καρδιά να δοξάζουν τον Θεό, και αφού σ' αυτή την κατάσταση τους υποσχεθεί «τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού», έπειτα παραγγέλλει να δεηθούν στον Θεό εκείνη την ευχή που και ο ίδιος προσευχήθηκε και να καλέσουν σε βοήθεια όλους τους αγίους. Διότι αυτό σημαίνει το «πάντων των αγίων μνημονεύσαντες»: να τους καλέσουμε, να δεηθούμε σ' αυτούς.

8. Και τί λέγει (ο ιερεύς); «Υπέρ των αγιασθέντων δώρων του Κυρίου δεηθώμεν». Όχι για να δεχθούν τα τίμια δώρα τον αγιασμό (γι' αυτό εξάλλου τα είπε αγιασθέντα, για να μη νομίσεις εσύ κάτι τέτοιο), άλλα για να μπορέσουν να μεταδώσουν σ' εμάς τον αγιασμό. Αυτό σημαίνει το «όπως ο φιλάνθρωπος θεός, ο προσδεξάμενος αυτά, αντικαταπέμψη ημίν την χάριν». Ας παρακαλέσουμε, λέγει, για τα τίμια δώρα, να γίνουν σ' εμάς ενεργά, να μη γίνουν ανίσχυρα γι' αυτή τη χάρη, όπως τότε που το παντοδύναμο αυτό σώμα του Κυρίου φαινόταν μεταξύ των ανθρώπων και σε μερικές πόλεις δεν μπορούσε να κάνει σημεία (θαύματα) εξαιτίας της απιστίας τους.

9. Αφού πει αυτά προς το πλήθος ο ιερεύς με δυνατή φωνή, κατόπιν εύχεται και ο ίδιος χαμηλόφωνα, και ικετεύει τον θεό για το ίδιο θέμα, ώστε όλοι να μεταλάβουν «των φρικτών μυστηρίων με καθαρή συνείδηση» και να λάβουν από την ιερή αυτή τράπεζα «την άφεση των αμαρτιών, την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, την κληρονομία της βασιλείας των ουρανών και να μην κοινωνήσουν εις κρίμα ή εις κατάκριμα».

10. Κατόπιν, αφού ευχηθεί σε όλους τη βοήθεια και την προστασία του Θεού, τους καλεί να προσευχηθούν να περάσουν όλη την ήμερα «τελείαν, αγίαν, ειρηνικήν και αναμάρτητον», έχοντας φρουρό «Άγγελον ειρήνης πιστόν»· λέγει "πιστόν" εξαιτίας του αγγέλου του ψεύδους, στον οποίο δεν είναι ασφαλές να εμπιστεύονται τα σχετικά με αυτούς. Παρακαλούμε δε για τον Άγγελο φύλακα, όχι για να μας δοθεί τότε, διότι εξ’ αρχής έχει δοθεί Άγγελος σε καθέναν από τους πιστούς, αλλά για να είναι ενεργός και να εκτελεί την αποστολή του και να μας φρουρεί και να μας οδηγεί προς την ευθείαν οδόν και να μην απομακρυνθεί από μας θυμωμένος για τις αμαρτίες μας.

11. Εκτός από αυτά, ο ιερεύς μας καλεί να ευχηθούμε για την άφεση των αμαρτιών και για όλα τα καλά και συμφέροντα στις ψυχές μας, για την ειρήνη στον κόσμο, και ακόμη για το μέλλον ασφάλεια, για να περάσουμε με ειρήνη και μετάνοια τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας, ώστε τα τέλη του βίου μας να είναι όπως αρμόζει σε Χριστιανούς· κατόπιν να αναθέσουμε στον Θεό τους εαυτούς μας και αλλήλους και όλη μας τη ζωή, αφού ζητήσουμε την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.

12. Τί σημαίνει η ενότητα της πίστεως και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και για ποιο λόγο παρακαλούμε τώρα εδώ γι' αυτά, το είπαμε αναλυτικά πρωτύτερα (κεφ. 14).

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Ερμηνεία εις την θείαν λειτουργίαν - Νικολάου Καβάσιλα

Ερμηνεία στη θεία λειτουργία
Του αγίου Νικολάου Καβάσιλα


Συνέχεια από Σάββατο, 21 Αυγούστου 2010


Κεφάλαιο 31
Για ποιο λόγο ο ιερεύς στον αγιασμό των δώρων δεν καλεί τον Υιό, αλλά τον Πατέρα;


1. Άλλα γιατί ο ιερεύς δεν καλεί τον Υιό να αγιάσει τα δώρα, που είναι και Ιερεύς και αγιαστής, όπως είπαμε, αλλά καλεί τον Πατέρα;

2. Για να μάθουμε ότι τη δύναμη του αγιασμού ο Σωτήρας την κατέχει όχι ως άνθρωπος, αλλά ως Θεός και λόγω της θείας δυνάμεως την οποία έχει κοινή με τον Πατέρα.

3. Αυτό θέλοντας να δηλώσει και ο ίδιος ο Κύριος, όταν τελούσε το μυστήριο έβλεπε στον ουρανό και παρουσίαζε τον άρτο στον Πατέρα. Για τον ίδιο λόγο τον βλέπουμε και μερικά θαύματα να τα κάνει με το ίδιο σχήμα της ευχής προς τον Θεό, για να δείξει ότι δεν ήταν έργα της ανθρώπινης φύσεως, κατά την οποία είχε Μητέρα επάνω στη γη, αλλά έργα της θεότητάς Του, κατά την οποία είχε Πατέρα τον Θεό. Και όταν έμελλε να ανεβεί στο σταυρό, θέλοντας να δείξει τις δύο θελήσεις Του, την θεία και την ανθρώπινη, τη μεν θέληση της θεότητας Του την αναθέτει στον Πατέρα, τη δε θέληση της ανθρώπινης φύσεώς Του την έλεγε δική Του. «Όχι όπως εγώ θέλω, λέγει, άλλα όπως θέλεις Εσύ», και «Ας μη γίνει το θέλημά μου, αλλά το δικό Σου». Ότι και Αυτός (ο Κύριος) είχε την ίδια αυτή θέληση που απέδιδε στον Πατέρα, φαίνεται από τα ίδια τα λόγια, με τα οποία μοιάζει να ξεχωρίζει τη θέλησή Του από τη θέληση του Πατρός. Διότι το «Ας μη γίνει το θέλημά μου, άλλα το δικό Σου» δείχνει ότι συγκατατίθεται και θέλει το ίδιο. Φαίνεται επίσης από το ότι επέπληττε τον Πέτρο που του ευχόταν να αποφύγει το σταυρό και το θάνατο, και ακόμη από εκείνα που έλεγε• «Πολύ επεθύμησα να φάγω μαζί σας αυτό το πάσχα πριν από το πάθος μου». Επεθύμησα, λέγει, το πάσχα πριν από το πάθος• σαν να έλεγε, πολύ επεθύμησα να ιδώ τα ίδια τα πρόθυρα του πάθους.
Αρκετά και γι’ αυτό το θέμα.


Κεφάλαιο 32
Περί της θυσίας αυτής, και τί είναι το δεχόμενο τη θυσία


1. Για την ίδια τη θυσία τώρα αξίζει να εξεταστεί το εξής.

2. Επειδή δεν είναι τύπος θυσίας, ούτε εικόνα αίματος, αλλά είναι αληθώς σφαγή και θυσία, ας εξετάσουμε ποιο είναι το θυσιαζόμενο, ο άρτος ή το σώμα του Κυρίου; Δηλαδή πότε θυσιάζονται τα δώρα, πριν αγιασθούν ή μετά τον αγιασμό;

3. Και αν μεν εκείνο το θυσιαζόμενο είναι ο άρτος, τί μπορεί να είναι η θυσία άρτου; Έπειτα, το μυστήριο δεν είναι να δούμε να σφάζεται άρτος, αλλά ο Αμνός του Θεού, ο οποίος με τη σφαγή Του αίρει την αμαρτία του κόσμου.

4. Αν πάλι θυσιάζεται αυτό το σώμα του Κυρίου, το πράγμα δεν είναι καν δυνατόν, διότι δεν μπορεί πλέον να σφαγεί ή να πληγωθεί, αφού είναι ήδη άφθαρτο και αθάνατο. Αλλά και να ήταν δυνατόν να υποστεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να προσέλθουν και οι σταυρωτές Του και όλα όσα έλαβαν μέρος σ' εκείνη τη θυσία, αν βέβαια πρόκειται όχι για τύπο σφαγής, αλλά για αληθινή σφαγή.

5. Τότε όμως πώς ο Χριστός πέθανε μόνο μια φορά και αφού αναστήθηκε «δεν πεθαίνει ποτέ πια», και «έπαθε μία φορά για πάντα ως τη συντέλεια του αιώνος», και «μία φορά προσφέρθηκε θυσία για να σηκώσει τις αμαρτίες όλων»;

6. Διότι, αν θυσιάζεται ο ίδιος σε κάθε λειτουργία, πεθαίνει κάθε μέρα.

7. Τί λοιπόν θα απαντήσουμε σ' αυτά;

8. Η θυσία δεν τελείται, ούτε πριν αγιασθεί ο άρτος, ούτε μετά που θα αγιασθεί, αλλά την ίδια τη στιγμή του αγιασμού. Έτσι ισχύουν αναγκαστικά όλοι οι λόγοι που πιστεύουμε γι' αυτήν και κανένας από αυτούς δεν ακυρώνεται.

9. Ποιους λόγους εννοώ;

10. Το ότι η θυσία αυτή δεν είναι εικόνα και τύπος θυσίας, αλλά θυσία αληθινή, το ότι δεν είναι άρτος το θυσιαζόμενο, αλλά το ίδιο το σώμα του Χριστού, και επιπλέον το ότι μία είναι η θυσία του Αμνού του Θεού, η οποία έγινε μια μόνο φορά.

11. Και πρώτα ας δούμε αν η τελετή είναι πραγματική θυσία και όχι τύπος.

12. Τί είναι η θυσία του προβάτου; Είναι η μεταβολή του μη σφαγμένου προβάτου σε σφαγμένο. Το ίδιο γίνεται κι εδώ. Ο άρτος, από αθυσίαστος, μεταβάλλεται σε θυσιασμένο. Μεταβάλλεται από μη σφαγμένο άρτο στο ίδιο το σώμα του Κυρίου, που εσφάγη αληθινά. Όπως λοιπόν για το πρόβατο η μεταβολή πραγματοποιεί τη θυσία, έτσι κι εδώ με τη μεταβολή αυτή το τελούμενο είναι αληθινή θυσία. Διότι μεταβάλλεται όχι σε τύπο, αλλά σε πραγματικό σφάγιο, σ' αυτό το θυσιασμένο σώμα του Κυρίου.

13. Αλλά αν μεν ο άρτος θυσιαζόταν παραμένοντας άρτος, τότε ο άρτος θα ήταν εκείνος που δέχθηκε τη σφαγή, και τότε η σφαγή θα ήταν θυσία άρτου.

14. Επειδή δε και τα δύο μεταβλήθηκαν, και το αθυσίαστο και ο άρτος, και από αθυσίαστος έγινε θυσιασμένος, αντί δε άρτος έγινε σώμα Χριστού, γι' αυτό η σφαγή εκείνη έγινε όχι στον άρτο, αλλά στο σώμα του Χριστού, του οποίου τη θέση κατείχε ο άρτος• θυσία λοιπόν όχι του άρτου, αλλά του Αμνού του Θεού και είναι και λέγεται.

15. Είναι φανερό ότι με τέτοιες προϋποθέσεις τίποτε δεν αναγκάζει να γίνονται πολλές οι προσφορές του σώματος του Κυρίου. Εφόσον η θυσία αυτή γίνεται χωρίς να σφάζεται τότε ο Αμνός, αλλά με τη μεταβολή του άρτου στο σφαγμένο Αμνό, είναι φανερό ότι η μεν μεταβολή γίνεται, η δε σφαγή δεν γίνεται τότε, γι' αυτό εκείνα πού μεταβάλλονται (ο άρτος και ο οίνος) είναι πολλά και η μεταβολή πραγματοποιείται πολλές φορές• εκείνο όμως στο οποίο μεταβάλλονται, τίποτε δεν εμποδίζει να είναι ένα και το αυτό, και όπως το σώμα είναι ένα, έτσι και η σφαγή είναι μία.
Αυτά και γι' αυτό το θέμα.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Ερμηνεία εις την θείαν λειτουργίαν - Νικολάου Καβάσιλα

Ερμηνεία εις την θείαν λειτουργίαν

Του σοφωτάτου Νικολάου Καβάσιλα του και Χαμαετού

Συνέχεια από Τετάρτη, 18 Αυγούστου 2010


Κεφάλαιο 27
Περί του αγιασμού των δώρων και της ευχαριστίας που προηγείται


Αφού δε οι πιστοί αποκτήσουν τέτοιες κάλλιστες και ιερότατες διαθέσεις, τί απομένει παρά να στραφούν στην ευχαριστία του Θεού, του χορηγού όλων των αγαθών; Άλλωστε ο ιερεύς, μιμούμενος τον πρώτο Ιερέα (τον Χριστό) ο οποίος ευχαρίστησε τον Θεό και Πατέρα προτού παραδώσει το μυστήριο της κοινωνίας, πριν από την τελεστική ευχή με την οποία ιερουργεί τα άγια, κάνει την έξης ευχαριστία προς τον Θεό και Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»• και αφού όλοι συγκατατεθούν και αναφωνήσουν «Άξιον και δίκαιον», ο ιερεύς προσφέρει ο ίδιος την ευχαριστία στον Θεό• και αφού τον δοξολογήσει και τον υμνήσει μαζί με τους Αγγέλους και τον ευγνωμονήσει για όλα τα αγαθά που μας έδωσε από την αρχή της δημιουργίας, και αφού τέλος κάνει λόγο και για την άρρητη και υπέρλογη Οικονομία του Σωτήρα για χάρη μας, κατόπιν ιερουργεί τα τίμια δώρα και τελείται όλη η θυσία. Και με ποιόν τρόπο; Διηγείται το φρικτό εκείνο δείπνο, και πως (ο Χριστός) το παρέδωσε πριν από το πάθος στους αγίους Του μαθητές, και πως πήρε στα χέρια Του το ποτήριο και πως έλαβε άρτο και αφού ευχαρίστησε τα αγίασε, και τί είπε για να εκφράσει το μυστήριο. Και αφού πει (ο ιερεύς) τα λόγια αυτά, γονατίζει και εύχεται και ικετεύει, τα θεία εκείνα λόγια του μονογενούς Υιού Του και Σωτήρα μας να τα εφαρμόσει (ο Θεός) και στα προκείμενα δώρα και αυτά δεχόμενα το πανάγιο και παντοδύναμο Πνεύμα Του, να μεταβληθούν, ο μεν άρτος σ' αυτό το ίδιο το τίμιο και άγιο σώμα Του, ο δε οίνος σ' αυτό το άχραντο και άγιο αίμα Του.

Όταν αυτές οι ευχές και τα λόγια ειπωθούν, όλη η θεία ιερουργία «ήνυσται και τετέλεσται», έχει επιτευχθεί και τελειωθεί. Τα δώρα έχουν αγιασθεί, η θυσία έχει ολοκληρωθεί και το μεγάλο θύμα και ιερό σφάγιο που εσφάγη για χάρη του κόσμου βρίσκεται εμπρός στα μάτια μας επάνω στην αγία τράπεζα. Διότι ο άρτος δεν είναι πλέον τύπος του σώματος του Κυρίου, ούτε δώρο που φέρει την εικόνα του αληθινού Δώρου, ούτε αναπαράσταση των σωτηρίων παθών σαν σε πίνακα, άλλα είναι αυτό το ίδιο το αληθινό Δώρο. Είναι το ίδιο το πανάγιο σώμα του Κυρίου, το οποίο δέχθηκε αληθινά όλες εκείνες τις προσβολές, τις ύβρεις και τις πληγές, το οποίο σταυρώθηκε και εσφάγη και έδωσε ενώπιον του Ποντίου Πιλάτου την καλή ομολογία, το οποίο ραπίσθηκε, μαστιγώθηκε, υπέφερε εμπτυσμούς, γεύθηκε χολή. Ομοίως και ο οίνος είναι το ίδιο το αίμα που ξεπήδησε όταν εσφάζετο το σώμα.

Τούτο είναι το σώμα, τούτο είναι το αίμα, που έλαβε τη σύσταση από το Άγιο Πνεύμα και γεννήθηκε από την μακαρία Παρθένο, που ετάφηκε, αναστήθηκε την τρίτη ημέρα, ανήλθε στους ουρανούς και εκάθησε στα δεξιά του Πατρός.


Κεφάλαιο 28
Από που προέρχεται η βεβαιότητα της πίστης μας στο μυστήριο


1. Σε τί συνίσταται η πίστη μας σ' αυτό το μυστήριο;
2. Ο Κύριος είπε: «Τούτο είναι το σώμα μου», «Τούτο το αίμα μου». Αυτός παρήγγειλε στους Αποστόλους και δι’ αυτών σε όλη την Εκκλησία να πράττουν αυτό. «Τούτο να ποιείτε, είπε, σε ανάμνηση μου» και δεν θα παρήγγελλε ο Κύριος να το πράττουν αυτό, αν δεν είχε σκοπό να δώσει σ' αυτούς τη δύναμιν να μπορούν να το πράττουν. Και ποια είναι αυτή η δύναμις; Το Άγιο Πνεύμα, η δύναμις από τον ουρανό η οποία όπλισε τους Αποστόλους, όπως τους είπε ο Κύριος: «Εσείς καθίστε στην πόλη Ιερουσαλήμ, έως ότου να ενδυθείτε δύναμιν από τον ουρανό». Αυτό είναι το έργο εκείνης της καθόδου του Αγίου Πνεύματος. Διότι Αυτό δεν κατέβηκε μία φορά μόνο τότε και μετά μας εγκατέλειψε, αλλά είναι και θα είναι μαζί μας για πάντα. Γι' αυτό το έστειλε ο Σωτήρας, για να μένει μαζί μας αιωνίως. «Το Πνεύμα της αληθείας, το οποίο ο κόσμος δεν μπορεί να λάβει, διότι δεν το θεωρεί, ούτε το γνωρίζει• εσείς όμως το γνωρίζετε, διότι μένει μαζί σας και θα είναι μαζί σας». Αυτό το Άγιο Πνεύμα με το χέρι και τη γλώσσα των ιερέων τελεσιουργεί (καθαγιάζει) τα μυστήρια.

3. Και όχι μόνο το Άγιο Πνεύμα έστειλε σ' εμάς ο Κύριος για να μένει μαζί μας, αλλά και Αυτός ο ίδιος υποσχέθηκε να μένει μαζί μας έως τη συντέλεια του αιώνος. Άλλα ο μεν Παράκλητος είναι παρών αοράτως, διότι δεν φόρεσε σώμα• ο δε Κύριος και βλέπεται και ανέχεται να αγγίζεται δια των φρικτών και ιερών μυστηρίων, διότι δέχθηκε την ανθρώπινη φύση και την φορεί αιωνίως.

4. Αυτή είναι η δύναμις της ιερωσύνης. Αυτός είναι ο Ιερεύς. Διότι δεν πρόσφερε και δεν θυσίασε μια φορά τον εαυτό Του κι έπειτα έπαυσε την ιερωσύνη, αλλά εξασκεί πάντοτε για χάρη μας αυτή τη λειτουργία, και παρίσταται έτσι παράκλητος (συνήγορος) για μας προς τον Θεό αιωνίως. Γι' αυτό και του έχει ειπωθεί: «Συ ιερεύς εις τον αιώνα».

5. Γι' αυτό δεν υπάρχει στους πιστούς καμιά αμφιβολία για τον αγιασμό των δώρων, ούτε για τις άλλες τελετές, ότι ολοκληρώνονται σύμφωνα με την πρόθεση και τις προσευχές των ιερέων.
Αρκετά είναι αυτά για το θέμα αυτό.

Αμέθυστος

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Ερμηνεία εις την θείαν λειτουργίαν - Νικολάου Καβάσιλα

Ερμηνεία εις την θείαν λειτουργίαν
Του σοφωτάτου Νικολάου Καβάσιλα του και Χαμαετού

Συνέχεια από Τρίτη, 17 Αυγούστου 2010


Κεφάλαιο 24
Περί της εισαγωγής των τιμίων δώρων στο θυσιαστήριο


1. Ο Ιερεύς, αφού δοξολογήσει με δυνατή φωνή τον θεό, έρχεται στην πρόθεση, παίρνει τα δώρα, τα κρατεί στο ύψος της κεφαλής και εξέρχεται με πολλή κοσμιότητα· και φέροντάς τα με αυτό τον τρόπο τα πηγαίνει προς το θυσιαστήριο, περιφέροντάς τα γι' αυτό το σκοπό στο ναό δια μέσου του λαού αργά και με πομπή. Οι δε πιστοί ψάλλουν και προσκυνούν στο πέρασμά του με μεγάλο σεβασμό και ευλάβεια, παρακαλώντας να τους μνημονεύσει κατά την προσφορά των τιμίων δώρων. Και ο ιερεύς προχωρεί συνοδευόμενος από λαμπάδες και θυμιάματα· και έτσι εισέρχεται στο θυσιαστήριο.

2. Αυτά δε γίνονται για μια πρακτική χρησιμότητα. Διότι έπρεπε τα δώρα που πρόκειται να θυσιαστούν να φερθούν και να αποτεθούν επάνω στο θυσιαστήριο, και αυτό με κάθε δυνατή σεμνότητα και κοσμιότη­τα. Διότι έτσι προσφέρονταν τα δώρα στον Θεό. Και οι βασιλείς όταν έπρεπε να φέρουν δώρα στον Θεό, δεν ανέθεταν τούτο σε άλλους, αλλά τα έφερναν οι ίδιοι προσωπικά με το στέμμα στο κεφάλι.

3. Αυτά επίσης συμβολίζουν και την τελευταία φανέρωση του Χριστού, κατά την οποίαν άναψε πάρα πολύ τον φθόνο των Εβραίων, όταν ανέλαβε την πορεία από την πατρίδα Του προς την Ιερουσαλήμ, οπού επρόκειτο να θυσιαστεί· τότε που εισήλθε στην πόλη επάνω σε ζώο συνοδευόμενος και υμνούμενος από το πλήθος.

4. Πρέπει δε τότε να πέφτουμε εμπρός στον ιερέα και να ζητούμε να μας θυμηθεί στις προσευχές που θα επακολουθήσουν. Διότι δεν υπάρχει άλλος δυνατότερος τρόπος ικεσίας που να δίνει βέβαιες ελπίδες, από τη φρικτή αυτή θυσία, η οποία καθάρισε δωρεάν τις ασέβειες και τις ανομίες του κόσμου.

5. Αν όμως μερικοί, από εκείνους πού προσπίπτουν στον ιερέα κατά την είσοδο των τιμίων δώρων, τα προσκυνούν και τα νομίζουν ως σώμα και αίμα Χριστού, αυτοί απατήθηκαν από τη μεγάλη είσοδο της λειτουργίας των προηγιασμένων, αγνοώντας τη διαφορά μεταξύ εκείνης της λειτουργίας και αυτής. Διότι αυτή η λειτουργία κατά τη μεγάλη είσοδο έχει τα δώρα ακόμη αθυσίαστα και ατέλεστα, ενώ εκείνη τέλεια και αγιασμένα, σώμα και αίμα Χριστού.
Και αυτά λοιπόν έτσι είναι.


Κεφάλαιο 25
Περί των ευχών και παραγγελιών του ιερέως προς το πλήθος μετά την εισαγωγή των τιμίων δώρων


1. Ο ιερεύς αποθέτει τα δώρα επάνω στην αγία τράπεζα. Τότε αυτός πλησιάζοντας προς την τελετή και καθώς πρόκειται να τελέσει τη φρικτή θυσία, εντείνει την προετοιμασία του, καθαρίζει τον εαυτό του με τις προσευχές και τον ετοιμάζει για την ιερουργία. Και όχι μόνο τον εαυτό του, άλλα και το πλήθος που παρίσταται το καταρτίζει και το διαθέτει προς τη θεία χάρη με την προσευχή, την προς αλλήλους αγάπη και την ομολογία της πίστεως. Σ' αυτά τα τρία συνίσταται το σύνολο της ετοιμασίας που είπε ο Κύριος: «γίνεσθε έτοιμοι». Διότι εδώ έχουμε την πίστη και τα έργα· η πίστη φανερώνεται με την ομολογία, ενώ τα έργα με την αγάπη, η οποία είναι το τέλος κάθε αγαθού έργου και ανακεφαλαίωση όλης της αρετής.

2. Αυτά βέβαια θα γίνουν μετά από λίγο. Πριν από αυτά ο ιερεύς καλεί τους πιστούς να προσευχηθούν για όσα πρέπει εκείνη την ώρα να προσευχηθούν. «Υπέρ των προτεθέντων τιμίων δώρων, λέγει, του Κυρίου δεηθώμεν». Ας παρακαλέσουμε τον Θεό γι' αυτά που είναι εμπρός μας, για να αγιασθούν τα τίμια δώρα και να φτάσει ο αρχικός μας σκοπός στο τέλος του. Έπειτα προσθέτει και άλλες αιτήσεις, για τις οποίες πρέπει να παρακαλούμε τον Θεό, και τέλος παρακινεί να παραθέσουμε στον Θεό τους εαυτούς μας και τους άλλους και όλη μας τη ζωή. Και έπειτα απευθύνει σιωπηλά μια ευχή στον Θεό, την κατάληξη της οποίας εκφωνεί δυνατά, κατά τη συνήθεια, για να την ακούσουν όλοι, ώστε και ο ίδιος να δοξολογήσει, και τους πιστούς να κάνει μετόχους της δοξολογίας. Μετά από αυτό εύχεται και προτρέπει όλους να έχουν ειρήνη μεταξύ τους. Διότι αφού πει «Ειρήνη πάσι», προσθέτει: «Αγαπήσωμεν αλλήλους». Και επειδή το να ευχόμαστε υπέρ αλλήλων είναι αποστολική εντολή, γι' αυτό και ο λαός εύχεται στον ιερέα την ίδια ειρήνη, λέγοντας: «Και τω πνεύματί σου». Επειδή δε την αγάπη μεταξύ μας την ακολουθεί η αγάπη στον Θεό, ενώ την αγάπη στον θεό ακολουθεί η τέλεια και ζωντανή πίστη σ' Αυτόν, γι' αυτό, αφού ό ιερεύς αναφέρει την αγάπη και παραινέσει τους πιστούς να αγαπούν ό ένας τον άλλο, ευθύς αμέσως προσθέτει την ομολογία της πίστεως, λέγοντας: «ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν». Και οι πιστοί διακηρύττουν τον Θεό που πρέπει να ομολογούμε, την Αγία Τριάδα.


Κεφάλαιο 26
Περί της ομολογίας της πίστεως και για τις παραινέσεις και ευχές του ιερέως προς τους πιστούς και τις αποκρίσεις αυτών


1. Κατόπιν ο ιερεύς καλεί τους πιστούς να πουν όλα όσα έμαθαν και πιστεύουν για τον Θεό, την αληθινή σοφία, για την οποία λέγει ο Απόστολος: «Μιλούμε για σοφία στους τελείους», την οποία σοφία δεν γνώρισε ο κόσμος, δηλαδή οι σοφοί του κόσμου, οι οποίοι τίποτε μεγαλύτερο και υψηλότερο από τη γνώση των αισθητών δεν γνωρίζουν, ούτε πιστεύουν καν ότι υπάρχει. Σ' αυτή τη σοφία μας καλεί να ανοίξουμε διάπλατα όλες τις θύρες, τα στόματα και τα αυτιά μας.

2. Σ' αυτή, λέγει, τη σοφία ανοίξτε, αυτά συνεχώς και να λέτε και να ακούτε, και αυτό να το κάνετε όχι με ραθυμία, αλλά με ζήλο και με μεγάλη προσοχή. Και τότε οι πιστοί απαγγέλλουν δυνατά όλη την ομολογία, το σύμβολο της πίστεως. Έπειτα λέγει ο ιερεύς: «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου». Επάνω δηλαδή σ' αυτή την ομολογία ας μείνουμε σταθεροί χωρίς να κλονιζόμαστε από απατηλά επιχειρήματα αιρετικών. Ας μείνουμε σταθεροί με φόβο, διότι είναι μεγάλος ο κίνδυνος σ' εκείνους που δέχονται στην ψυχή τους κάποια αμφιβολία σχετικά με αύτη την πίστη. Όταν έτσι ακλόνητα στεκόμαστε στην πίστη, λέγει, τότε και η προσφορά των δώρων μας στον Θεό ας γίνεται με τον λόγο. Με ποιο λόγο; Με το «εν ειρήνη». «Πρόσχωμεν, λέγει, την αγίαν αναφοράν εν ειρήνη προσφέρειν». Θυμηθείτε και τα λόγια του Κυρίου: «Αν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο και θυμηθείς ότι κάποιος έχει κάτι εναντίον σου, συμφιλιώσου πρώτα, έπειτα έλα και πρόσφερε το δώρο σου». Οι δε πι­στοί αποκρίνονται: «Προσφέρουμε όχι μόνο με ειρήνη, αλλά και την ίδια την ειρήνη αντί άλλου δώρου και θυσίας. Διότι προσφέρουμε έλεος σ' Εκείνον πού είπε· "Έλεος θέλω και όχι θυσία"». Το δε έλεος είναι γέννημα της βεβαίας και καθαράς ειρήνης. Διότι όταν δεν ενοχλεί την ψυχή κανένα πάθος, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο να είναι αυτή γεμάτη από έλεος· αλλά και από «θυσία αινέσεως».

3. Αφού πουν αυτά οι πιστοί, ο ιερεύς εύχεται γι' αυτούς τα αγιότερα και μεγαλύτερα απ' όλα: «Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων υμών». Και οι πιστοί, ευχόμενοι τα ίδια στον ιερέα, του αποκρίνονται: «Και μετά του πνεύματός σου», σύμφωνα με την εντολή που προστάζει να προσευχόμαστε ο ένας για τον άλλο.

4. Η ευχή αυτή έχει ληφθεί από τις επιστολές του μακαρίου Παύλου και προξενεί σ' εμάς τα αγαθά της Αγίας Τριάδος, «κάθε τέλειο δώρημα». Τα αγαθά αυτά τα ονομάζει με ιδιαίτερο όνομα για καθεμία από τις μακάριες Υποστάσεις. Από τον Υιό τη χάρη, από τον Πατέρα την αγάπη και από το Άγιο Πνεύμα την κοινωνία. Ο Υιός, χωρίς εμείς να συνεισφέρουμε τίποτε, αλλά ενώ είμασταν ακόμη ένοχοι απέναντί Του, προσέφερε τον εαυτό Του Σωτήρα για μας «διότι πέθανε για χάρη μας ενώ είμασταν ακόμη ασεβείς». Η πρόνοια Του λοιπόν για μας είναι χάρη. Επειδή δε ο Πατέρας δια των παθών του Υιού συμφιλιώθηκε με το ανθρώπινο γένος και αγάπησε τους εχθρούς Του, γι’ αυτό όσα έκανε προς εμάς λέγονται αγάπη. Και επειδή έπρεπε ο "πλούσιος κατά το έλεος" να μεταδώσει τα αγαθά Του στους εχθρούς, με τους οποίους συμφιλιώθηκε, αυτό το έκανε το Άγιο Πνεύμα με την επιφοίτησή Του στους Αποστόλους. Γι’ αυτό η χρηστότης του Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους λέγεται κοινωνία.

5. Άλλα θα πει ίσως κανείς ότι αυτά τα αγαθά, με την έλευση του Σωτήρα στον κόσμο, δόθηκαν όλα στους ανθρώπους. Ποια λοιπόν ανάγκη ευχής γι’ αυτά που ήδη μας δόθηκαν; Είναι φανερό ότι ευχόμαστε για να μην τα χάσουμε, αφού τα λάβαμε, αλλά να τα φυλάξουμε μέχρι το τέλος. Γι’ αυτό ο ιερεύς δεν λέγει «είθε να σας δοθούν», αλλά λέγει «είη μετά πάντων υμών». Είθε, λέγει, να μην απομακρυνθεί από σας η χάρη που σας δόθηκε.

6. Αφού λοιπόν ο ιερεύς αξιώσει τους πιστούς τέτοιας ευχής και αφού έτσι υψώσει τις ψυχές από τη γη, υψώνει και τα φρονήματα, λέγοντας: «Άνω σχώμεν τάς καρδίας». Τα άνω φρονείτε, όχι τα επίγεια. Και αυτοί συγκατατίθενται και λέγουν ότι έχουν τις καρδιές εκεί όπου είναι ο θησαυρός μας, εκεί όπου βρίσκεται ο Χριστός, καθισμένος στα δεξιά του Πατρός: «Έχομεν προς τον Κύριον».

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Ερμηνεία εις την θείαν λειτουργίαν - Νικολάου Καβάσιλα

Ερμηνεία εις την θείαν λειτουργίαν

Του σοφωτάτου Νικολάου Καβάσιλα του και Χαμαετού

Κεφάλαιο 16
Σημασία της θείας λειτουργίας σε συντομία

1. Είναι αναγκαίο να ξαναδούμε από την αρχή τα λόγια των ψαλμωδιών.

2. Αφού πούμε πρώτα ότι το μυστήριο της οικονομίας του Χριστού φανερώνεται με την ίδια τη θυσία, φανερώνεται όμως και με όσα τελούνται και λέγονται πριν από την θυσία και μετά τη θυσία.
[(2.) Ἐκεῖνο δὲ πρότερον εἰπόντας ὅτι τὸ μυστήριον τῆς τοῦ Χριστοῦ οἰκονομίας σημαίνεται μὲν διὰ τῆς θυσίας αὐτῆς,
σημαίνεται δὲ καὶ διὰ τῶν πρὸ τῆς θυσίας καὶ τῶν μετὰ τὴν
θυσίαν τελουμένων καὶ λεγομένων].
3. Διότι η θυσία διακηρύσσει τον θάνατο και την ανάσταση και την ανάληψη του Χριστού, όταν μεταβάλλει τα τίμια δώρα σ' αυτό το ίδιο το σώμα του Κυρίου, αυτό που αναστήθηκε, αυτό που αναλήφθηκε στον ουρανό.

4. Εκείνα που τελούνται πριν από τη θυσία, διακηρύσσουν τα πριν από το θάνατο του Κυρίου, την έλευση Του, τη δημόσια ζωή Του, την τέλεια φανέρωση Του. Εκείνα πού τελούνται μετά τη θυσία διακηρύσσουν την «επαγγελία του Πατρός», όπως ο ίδιος είπε, την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους και την επιστροφή των εθνών την κοινωνία τους με τον Θεό μέσω του έργου εκείνων.

5. Και όλη η μυσταγωγία είναι σαν κάποιο ενιαίο σώμα διηγήσεως που διατηρεί από την αρχή μέχρι το τέλος την αρμονία και την ακεραιότητα του, ώστε το καθένα απ' όσα τελούνται ή λέγονται να συνεισφέρει το δικό του συμπλήρωμα στην ολότητα. Έτσι, οι ψαλμωδίες που ψάλλονται στην αρχή της μυσταγωγίας σημαίνουν την πρώτη περίοδο της Οικονομίας του Χριστού, τα ερχόμενα, τα αναγνώσματα των Ιερών Γραφών και τα λοιπά, την επόμενη περίοδο.

6. Είναι αλήθεια ότι έχει ειπωθεί και άλλη αιτία της αναγνώσεως των Γραφών και των ψαλμωδιών. Ότι είναι ένας είδος προκάθαρσης και προπαρασκευής για το μυστήριο. Άλλα τίποτε δεν εμποδίζει να γίνεται και τούτο και εκείνο˙ δηλαδή τα ίδια και να αγιάζουν τους πιστούς και την Οικονομία να φανερώνουν. Όπως τα ενδύματα, χρησιμεύουν μεν για ένδυση και κάλυψη του σώματος, φανερώνουν δε, ανάλογα με τη μορφή τους, και το επάγγελμα, την κατάσταση ή το αξίωμα εκείνων πού τα φορούν˙ έτσι συμβαίνει κι εδώ. [Ὅτι μὲν γὰρ ὅλως θεῖαι Γραφαὶ καὶ θεόπνευστα ῥήματα τὰ ᾀδόμενα καὶ  ἀναγινωσκόμενα τοὺς ἀναγινώσκοντας καὶ ᾄδοντας ἁγιάζει· (10)
ὅτι δὲ τοιαῦτα ἐξελέγησαν καὶ οὕτως ἐτάχθησαν, καὶ τὴν ἄλλην δύναμιν ἔχουσι καὶ ἀρκοῦσι πρὸς σημασίαν τῆς τοῦ Χριστοῦ παρουσίας καὶ πολιτείας. Ἐπεὶ οὐ μόνον τὰ ᾀδόμενα καὶ λεγόμενα ἀλλὰ καὶ τὰ τελούμενα τοῦτον ἔχει τὸν τρόπον, καὶ γίνεται μὲν ἕκαστον τῆς χρείας ἕνεκα τῆς ἐνισταμένης· (15) σημαίνει δὲ καί τι τῶν τοῦ Χριστοῦ ἔργων ἢ πράξεων ἢ παθῶν· οἷόν ἐστιν ἡ εἰς τὸ θυσιαστήριον εἰσαγωγή τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν τιμίων δώρων.] Διότι με το να είναι θείες Γραφές και θεόπνευστα λόγια όσα ψάλλονται και διαβάζονται, αγιάζουν εκείνους πού τα διαβάζουν και τα ψάλλουν˙ με το να επιλέγουν δε αυτά που επελέγησαν και να λάβουν τέτοια διάταξη που έλαβαν, έχουν και την άλλη ιδιότητα και μπορούν να συμβολίζουν την έλευση και τη ζωή του Χριστού. Άλλωστε όχι μόνο όσα ψάλλονται και λέγονται, αλλά και όσα τελούνται έχουν αυτό το ιδίωμα, και το καθένα γίνεται για κάποια ορισμένη ανάγκη, άλλα συγχρόνως συμβολίζει και κάτι από τα έργα ή τις πράξεις ή τα πάθη του Χριστού. Όπως για παράδειγμα ή είσοδος του Ευαγγελίου και των τιμίων δώρων.

7. Και όλα τα άλλα που είπαμε λεπτομερώς στην αρχή, τα οποία παραλείπουμε τώρα για να μη μακρύνουμε το λόγο λέγοντάς τα πάλι.

8. Εφόσον λοιπόν αυτά έτσι έχουν, ας εξετάσουμε τώρα όλη τη θεία λειτουργία στα επί μέρους στοιχεία της ως εικόνα της Οικονομίας του Σωτήρα.....
  [(8.) Τούτων οὖν οὕτως ἐχόντων, θεωρῶμεν τὴν ἱερουργίαν ἅπασαν κατὰ μέρος, καθ᾿ ὅσον τῆς τοῦ Σωτῆρος οἰκονομίας εἰκόνα φέρει.]

Κεφάλαιο 22

Περί της αναγνώσεως, της τάξεως και της σημασίας των Γραφών

1. Μετά τον τρισάγιο ύμνο διαβάζεται το αποστολικό ανάγνωσμα, και έπειτα το ίδιο το Ευαγγέλιο, αφού προηγουμένως ψαλεί ύμνος στον Θεό από την Εκκλησία.

2. Γιατί όμως προ των αναγνώσεων των ιερών Γραφών υμνούμε τον Θεό; Διότι έτσι πρέπει να κάνουμε για όλα τα αγαθά που μας δωρίζει σε κάθε περίσταση, ιδιαίτερα δε για την επίτευξη ενός τόσο μεγάλου αγαθού, όπως είναι ή ακρόαση των θείων λόγων. Άλλα για μεν την ανάγνωση του Αποστόλου ο ύμνος συνοδεύεται με ικεσία, διότι προστίθεται το «ελέησον ημάς», όσον αφορά δε στο Ευαγγέλιο, η υμνωδία είναι χωρίς ικεσία, για να μάθουμε ότι με το Ευαγγέλιο σημαίνεται ο Χριστός, και εκείνοι που τον βρίσκουν έχουν στα χέρια τους ό,τι ζητούσαν. Διότι ο Νυμφίος είναι μέσα, και δεν είναι πλέον ανάγκη να ικετεύουν για τίποτε άλλο, αφού τα έχουν όλα. Όπως επίσης δεν είναι εύλογο να νηστεύουν οι υιοί του νυμφώνος όσο είναι μαζί τους ο Νυμφίος, αλλά μόνο να τον λατρεύουν και να τον υμνούν. Για τον ίδιο λόγο και ο ύμνος των Αγγέλων, όπως τον διδάσκουν οι Προφήτες είναι μόνο ύμνος, απαλλαγμένος από κάθε ικεσία.

3. Άλλα τί σημαίνει εδώ η ανάγνωση των Ιερών Γραφών;

4. Αν θέλεις να μάθεις την πρακτική αιτία, έχει λεχθεί ήδη• μας προετοιμάζουν και μας προκαθαίρουν πριν από τον μεγάλο αγιασμό των μυστηρίων. Αν δε ζητάς και τη σημασία, δηλώνουν τη φανέρωση του Κυρίου, όπως γινόταν βαθμιαίως μετά την ανάδειξη Του στον κόσμο. Διότι πρώτα το Ευαγγέλιο παρουσιάζεται κλειστό, και σημαίνει την φανέρωση του Κυρίου, κατά την οποία τον αναδείκνυε ο Πατήρ, ενώ ο ίδιος σιωπούσε• όταν Εκείνος, μη λέγοντας τίποτε, είχε ανάγκη από μια άλλη φωνή να τον κηρύξει. Εδώ όμως εκείνο που συμβολίζεται είναι η πληρέστερη φανέρωση Του, όταν μιλούσε σε όλους δημοσία και γνωστοποιούσε τον εαυτό του, όχι μόνο με όσα έλεγε ο ίδιος, αλλά και με όσα δίδασκε τους Αποστόλους να λέγουν, αποστέλλοντάς τους στα χαμένα πρόβατα του Ισραήλ. Γι' αυτό διαβάζονται τόσο οι αποστολικές περικοπές, όσο και το ίδιο το Ευαγγέλιο.

5. Γιατί όμως δεν διαβάζεται πρώτα το Ευαγγέλιο; Διότι εκείνα που είπε ο ίδιος ο Κύριος αποτελούν σημείο τελειότερης φανερώσεως, παρά τα λεγόμενα των Αποστόλων. Επειδή δε ο Κύριος δεν φάνηκε στους ανθρώπους αμέσως με όλη Του τη δύναμη και με όλη Του την αγαθότητα -αυτό θα γίνει στη δευτέρα παρουσία Του- αλλά βαθμιαίως προχωρούσε από την αφάνεια προς τη φανέρωση, γι' αυτό θέλοντας να δείξουμε ότι η φανέρωση Του έγινε βαθμιαίως, αρμόζει να διαβάζουμε τις αποστολικές περικοπές πριν από το Ευαγγέλιο. Γι' αυτό κι εκείνα που σημαίνουν την τέλεια φανέρωση Του μένουν τελευταία, όπως θα δειχθεί στη συνέχεια.


Κεφάλαιο 23

Περί των αιτήσεων που γίνονται μετά το Ευαγγέλιο

1. Μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου, ο μεν διάκονος παραγγέλλει στο πλήθος να προσευχηθεί, ο δε ιερεύς εύχεται χαμηλόφωνα μέσα στο ιερό βήμα, παρακαλώντας τον Θεό να δεχθεί τις προσευχές των πιστών. Έπειτα, αφού δοξολογήσει τον Θεό με δυνατή φωνή, παίρνει και τους πιστούς συμμέτοχους στη δοξολογία.

2. Ποια είναι η προσευχή που γίνεται απ' όλους και που ταιριάζει μετά το Ευαγγέλιο; Είναι η προσευχή για εκείνους που τηρούν το Ευαγγέλιο, που έγιναν μιμητές της φιλανθρωπίας του Χριστού, ο oποίος συμβολίζεται με το Ευαγγέλιο. Και ποιοι είναι αυτοί; Οι προϊστάμενοι της Εκκλησίας, οι ποιμένες των λαών, οι άρχοντες της πολιτείας. Διότι αυτοί, αν είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, τηρούν και διδάσκουν καλώς τα γραμμένα στο Ευαγγέλιο και αναπληρώνουν το υστέρημα του Χριστού κατά τον Απόστολο, καθώς ποιμαίνουν το ποίμνιο του Χριστού μετά από Εκείνον σύμφωνα με το πνεύμα Του. Είναι ακόμη κι εκείνοι που κτίζουν και επιμελούνται ιερούς οίκους, και οι διδάσκαλοι της αρετής, και όσοι γενικά με οποιοδήποτε τρόπο είναι ωφέλιμοι στο κοινό της Εκκλησίας και στους ναούς. Όλοι αυτοί έχουν μέρος στην παραπάνω χορεία και αξίζουν να είναι αντικείμενο των κοινών προσευχών.

3. Επειδή στη συνέχεια ο ιερεύς θα προχωρήσει πλέον στη θυσία, στην οποία δεν επιτρέπεται να παρίστανται οι αμύητοι, τους οποίους καλούμε ακόμη κατηχουμένους, διότι έχουν δεχθεί τον Χριστιανισμό μόνο με την ακοή και όσο επιτρέπει ή διδασκαλία, βγάζει τούτους έξω από τη χορεία των πιστών, αφού προηγουμένως αναγνώσει ευχή γι' αυτούς. Η ευχή είναι για να τελειωθούν και αυτοί αφού αξιωθούν στον κατάλληλο καιρό το βάπτισμα• η δε αιτία της ευχής είναι η δόξα του Θεού: «ίνα και αυτοί, λέγει, συν ημίν δοξάζωσι το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομα Σου».

4. Την ευχή αυτή αφού την εκφωνήσει δυνατά ως δοξολογία και λάβει μετόχους της δοξολογίας όλους τους πιστούς, προφέρει άλλη προσευχή, με την οποία πρώτα ευχαριστεί τον Θεό, διότι καταρχήν αξιώθηκε να σταθεί ενώπιον Του και να υψώνει τα χέρια του προς Αυτόν δεόμενος για τον εαυτό του και για τους άλλους• έπειτα ικετεύει να αξιωθεί να ποιεί τούτο πάντοτε με καθαρή συνείδηση. Η δε αιτία και αυτής της ευχής είναι η δόξα του θεού: «ότι σοι πρέπει, λέγει, πάσα δόξα». Και αφού κατά τη συνήθεια ο ιερεύς δοξολογήσει μαζί με το πλήθος, προσεύχεται πάλι εκ μέρους του για τον εαυτό του και το πλήθος, ώστε αυτός μεν να παρασταθεί στην αγία τράπεζα ακατάκριτος, καθαρός «από μολυσμό σαρκός και πνεύματος», οι δε συμπροσευχόμενοι πιστοί να αξιωθούν «να μετάσχουν στα μυστήρια» χωρίς ενοχή και κατάκριση και επιπλέον να κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών. Και η αιτία της ευχής είναι πάλι η δόξα του θεού, για χάρη της οποίας ο Παύλος διέταξε να κάνουμε όλα τα έργα μας, λέγοντας: «Όλα να τα πράττετε για τη δόξα του Θεού». Αυτός, λέγει, να είναι ο σκοπός σας σε όλα, το να δοξάζεται ο Θεός. Οι γεωργοί βάζουν σαν σκοπό των κόπων τους τη συγκομιδή των καρπών, και γι' αυτό κοπιάζουν, και οι έμποροι το κέρδος, και άλλος κάποιον άλλο σκοπό• σεις όμως, σε όλα όσα πράττετε, να ζητείτε τη δόξα του θεού διότι είμαστε δούλοι και χρωστούμε στον Κύριο αυτή την υπηρεσία, για την οποία μας έπλασε στην αρχή και ύστερα μας εξαγόρασε. Γι’ αυτό θα βρεις παντού την Εκκλησία να φροντίζει για τη δόξα του Θεού και αυτό να φωνάζει προς όλα τα μέρη, και αυτή τη δόξα του θεού να υμνεί με όλα τα μέσα και αυτή να θεωρεί το πάν και όλα γι' αυτή να τα πράττει: ευχές, δεήσεις, μυήσεις, παραινέσεις και κάθε ιερή πράξη.

Αυτά λοιπόν έτσι είναι.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Λόγος εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου - Αγίου Γρηγορίου Παλαμά


Αν «ο θάνατος των οσίων είναι τίμιος και η μνήμη δικαίου συνοδεύεται από εγκώμια», πόσο μάλλον τη μνήμη της αγίας των αγίων, δια της οποίας επέρχεται όλη η αγιότης στους αγίους, δηλαδή τη μνήμη της αειπάρθενης και Θεομήτορος, πρέπει να την επιτελούμε με τις μεγαλύτερες ευφημίες. Αυτό πράττουμε εορτάζοντας την επέτειο της αγίας κοιμήσεως ή μεταστάσεώς της, που αν και με αυτή είναι λίγο κατώτερη από τους αγγέλους, όμως ξεπέρασε σε ασύγκριτο βαθμό και τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις δια της εγγύτητός της προς τον Θεό και δια των από παλαιά γραμμένων και πραγματοποιημένων σ' αυτή θαυμασίων.

Ο θάνατός της είναι ζωηφόρος, μεταβαίνοντας σε ουράνια και αθάνατο ζωή, και η μνήμη τούτου είναι χαρμόσυνη εορτή και παγκόσμια πανήγυρις, που όχι μόνο ανανεώνει τη μνήμη των θαυμασίων της Θεομήτορος, αλλά και προσθέτει τη κοινή και παράδοξη συνάθροιση των ιερών Αποστόλων από κάθε μέρος της γης για την πανίερη κηδεία της, με θεολήπτους ύμνους, με τις αγγελικές επιστασίες και χοροστασίες και λειτουργίες γι΄ αυτήν.

Οι Απόστολοι προπέμπουν, ακολουθούν, συμπράττουν, αποκρούουν, αμύνονται και συνεργούν με όλη τη δύναμη μαζί με εκείνους που εγκωμιάζουν το ζωαρχικό και θεοδόχο εκείνο σώμα, το σωστικό φάρμακο του γένους μας, το σεμνολόγημα όλης της κτίσεως.

Ενώ ο ίδιος ο Κύριος Σαβαώθ και Υιός αυτής της αειπάρθενης, είναι αοράτως παρών και αποδίδει στη μητέρα την εξόδιο τιμή. Σε αυτού τα χέρια εναπέθεσε και το θεοφόρο πνεύμα, δια του οποίου έπειτα από λίγο μεταθέτει και το συζυγικό προς εκείνο σώμα σε χώρο αείζωο και ουράνιο. Διότι μόνο αυτή, ευρισκομένη ανάμεσα στο Θεό και σ' ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, τον μεν Θεό κατέστησε υιόν ανθρώπου, τους δε ανθρώπους έκανε υιούς Θεού, ουρανώσασα τη γη και θεώσασα το γένος. Και μόνο αυτή από όλες τις γυναίκες αναδείχθηκε μητέρα του Θεού εκ φύσεως πάνω από κάθε φύση. Υπήρξε βασίλισσα κάθε εγκοσμίου και υπερκοσμίου κτίσματος.

Τώρα έχοντας και τον ουρανό κατάλληλο κατοικητήριο, ως ταιριαστό της βασίλειο, στον οποίο μετατέθηκε σήμερα από τη γη, στάθηκε και στα δεξιά του παμβασιλέως με διάχρυσο ιματισμό ντυμένη και στολισμένη, όπως λέγει ο προφήτης. (Ψαλμ. 44,11). Διάχρυσο ιματισμό, που σημαίνει στολισμένη με τις παντοειδείς αρετές. Διότι μόνο αυτή κατέχει τώρα μαζί με το θεοδόξαστο σώμα και με τον Υιό, τον ουράνιο χώρο. Δεν μπορούσε πραγματικά γη και τάφος και θάνατος να κρατεί έως το τέλος το ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα της και αγαπητό ενδιαίτημα ουρανού και του ουρανού των ουρανών.

Αποδεικτικό για τους μαθητές στοιχείο περί της αναστάσεώς της από τους νεκρούς γίνονται τα σινδόνια και τα εντάφια, που μόνα απέμειναν στο τάφο και βρέθηκαν από εκείνους που ήλθαν να την ζητήσουν, όπως συνέβηκε προηγούμενα με τον Υιό και δεσπότη. Δεν χρειάσθηκε να μείνει και αυτή επίσης για λίγο πάνω στη γη, όπως ο Υιός της και Θεός, γι' αυτό αναλήφθηκε αμέσως προς τον υπερουράνιο χώρο από τον τάφο.

Με την ανάληψή της η Θεομήτορ συνήψε τα κάτω με τα άνω και περιέλαβε το πάν με τα γύρω της θαυμάσια, ώστε και το ότι είναι ελαττωμένη πολύ λίγο από τους αγγέλους, γευόμενη το θάνατο, αυξάνει τη υπεροχή της σε όλα . Και έτσι είναι η μόνη από όλους τους αιώνες και από όλους τους αρίστους που διαιτάται με το σώμα στον ουρανό μαζί με τον Υιό και Θεό.

Η Θεομήτωρ είναι ο τόπος όλων των χαρίτων και πλήρωμα κάθε καλοκαγαθίας και εικόνα κάθε αγαθού και κάθε χρηστότητος, αφού είναι η μόνη που αξιώθηκε όλα μαζί τα χαρίσματα του Πνεύματος και μάλιστα η μόνη που έλαβε παράδοξα στα σπλάχνα της εκείνον στον οποίο βρίσκονται οι θησαυροί όλων των χαρισμάτων. Τώρα δε με το θάνατό της προχώρησε από εδώ προς την αθανασία και δίκαια μετέστη και είναι συγκάτοικος με τον Υιό στα υπερουράνια σκηνώματα και από εκεί επιστατεί με τις ακοίμητες προς αυτόν πρεσβείες εξιλεώνοντας αυτόν προς όλους μας.

Είναι τόσο πολύ πλησιέστερη από τους πλησιάζοντας το Θεό, όχι μόνο από τους ανθρώπους, αλλά και από αυτές τις αγγελικές ιεραρχίες. «Τα Σεραφίμ στέκονταν γύρω του» (Ησαϊας 6,2) και ο Δαβίδ λέγει: «παρέστη η βασίλισσα στα δεξιά σου». Βλέπετε τη διαφορά της στάσεως; Από αυτή μπορείτε να καταλάβετε και τη διαφορά της, κατά την αξία της τάξεως. Διότι τα Σεραφίμ ήταν γύρω από το Θεό, πλησίον δε στον ίδιο μόνο η βασίλισσα και μάλιστα στα δεξιά του. Όπου κάθισε ο Χριστός στον ουρανό, δηλαδή στα δεξιά της μεγαλωσύνης, εκεί στέκεται και αυτή τώρα που ανέβηκε από τη γη στον ουρανό.

Ποιός δεν γνωρίζει ότι η Παρθενομήτωρ είναι εκείνη η βάτος που ήταν αναμμένη αλλά δεν καταφλεγόταν. (Ψαλμ.44,19) Και αυτή η λαβίδα, που πήρε το Σεραφίμ, τον άνθρακα από το θυσιαστήριο, που συνέλαβε δηλαδή απυρπολήτως το θείο πυρ και κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να έλθει προς το Θεό. Επομένως μόνη αυτή είναι μεθόριο της κτιστής και της άκτιστης φύσεως.

Ποιός θα αγαπούσε το Υιό και Θεό περισσότερο από τη μητέρα, η οποία όχι μόνο μονογενή τον γέννησε, αλλά και μόνη της αυτή χωρίς ανδρική ένωση, ώστε να είναι το φίλτρο διπλάσιο.

Όπως λοιπόν, αφού μόνο δι' αυτής επεδήμησε προς εμάς, φανερώθηκε και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους, ενώ πρίν ήταν αθέατος, έτσι και στον μελλοντικό ατελεύτητο αιώνα κάθε πρόοδος και αποκάλυψη μυστηρίων χωρίς αυτήν θα είναι αδύνατος.

Δια μέσου της Θεομήτορος θα υμνούν το Θεό γιατί αυτή είναι η αιτία, η προστάτης και πρόξενος των αιωνίων. Αυτή είναι θέμα των προφητών, αρχή των Αποστόλων, εδραίωμα των μαρτύρων, κρηπίς των διδασκάλων, η ρίζα των απορρήτων αγαθών, η κορυφή και τελείωση κάθε αγίου.

Ω Παρθένε θεία και τώρα ουρανία, πως να περιγράψω όλα σου τα προσόντα; Πως να σε δοξάσω, το θησαυρό της δόξας; Εσένα και η μνήμη μόνο αγιάζει αυτόν που την χρησιμοποιεί.

Μετάδωσε πλούσια λοιπόν τα χαρίσματά σου στο λαό σου, Δέσποινα, δώσε τη λύση των δεινών μας, μετάτρεψε όλα προς το καλύτερο με τη δύναμή σου, δίδοντας τη χάρη σου για να δοξάζουμε το προαιώνιο Λόγο που σαρκώθηκε από σένα για μας μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους ατελευτήτους αιώνες. Γένοιτο.

Απόσπασμα από: ΠΑΤΕΡ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΓΡΗΓ.ΠΑΛΑΜΑΣ" Τ.10

Πηγή:  Ορθόδοξος Χριστανική Γωνιά

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Β' απάντηση Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου στον π. Βασίλειο Θερμό (μέρος β΄)

Παρακάτω παραθέτουμε το Β΄ μέρος της δεύτερης απάντησης του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, στον π. Βασίλειο Θέρμο.

4. Κάθαρση, φωτισμός, θέωση

Στα δύο κείμενα, τα οποία δημοσίευσε ο π. Βασίλειος Θερμός και κρίνει τα κείμενά μου, σχολιάζει αμέσως και εμμέσως τα περί πνευματικής προόδου, δηλαδή αναφέρεται στα περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως. Μάλιστα δε τα περί των βαθμίδων της πνευματικής ζωής τα θεωρεί ως «ρωμανίδειες αντιλήψεις» και ότι πρόκειται για την «θεραπευτική ιδεολογία». Και αυτές τις δύο φράσεις τις επαναλαμβάνει στα κείμενά του.

Γράφοντας για μένα, σημειώνει για το συγγραφικό μου έργο: «Έχει παρασυρθή εδώ σε έναν ολισθηρό δρόμο που εγκαινίασε ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Ο κατά τα άλλα μεγάλος αυτός θεολόγος και πνευματικός άνθρωπος, στον οποίο χρωστάμε πολλά, διατύπωσε κάποιες προτεσταντίζουσες θέσεις σε εκκλησιολογικά θέματα, με ενδεικτικό παράδειγμα στο υπό συζήτηση θέμα την προτεραιότητα στις γνωστικές εμπειρίες της ψυχής».

Αλλού γράφει: «Μύηση νομίζεται η πνευματική πρόοδος του πιστού, γι' αυτό και η παγίωση και αγκύλωση των διακρίσεων μεταξύ "πρακτικών" και "θεωρητικών", "καθαιρομένων" και "φωτιζομένων"».

Σε άλλο σημείο γράφει: «Στις εν γένει λατρευτικές απόψεις του Σεβασμιωτάτου φαίνεται να υπονοείται πως η μύηση του πιστού είναι κατά βάσιν θέμα πνευματικής προόδου και όχι τόσο εκκλησιαστικό-μυστηριακό γεγονός».

Επομένως, τα περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως τα θεωρεί «ρωμανίδειες αντιλήψεις», «θεραπευτική ιδεολογία», «αγκυλώσεις», «μύηση», «πνευματική πρόοδο» του πιστού και «όχι εκκλησιαστικό μυστηριακό γεγονός». Αν αυτά τα συνδυάση κανείς και με την άλλη φράση που συναντάμε στα κείμενά του περί «"δικτατορίας" στο όνομα των θεουμένων», καθώς επίσης ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης επηρεάσθηκε από Προτεστάντες, τότε καταλαβαίνει κανείς την άποψη που έχει ο π. Βασίλειος για την φιλοκαλική-νηπτική-ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας.

Εκφράζω την βαθυτάτη λύπη μου για όλες αυτές τις φράσεις που είναι άδικες, αντιπατερικές, αντορθόδοξες.

Δεν είμαι διατεθειμένος να εκχωρήσω ούτε στους Προτεστάντες ούτε στους νεοπλατωνικούς όλη αυτήν την ρωμαλέα εκκλησιαστική παράδοση που συναντάμε στους Αποστόλους και τους Πατέρες της Εκκλησίας και δείχνει την μέθοδο της Ορθοδόξου Παραδόσεως.

Πολλές φορές στα κείμενά μου έδωσα επεξηγήσεις για τις λεγόμενες τρεις βαθμίδες της πνευματικής ζωής. Για παράδειγμα στο βιβλίο Μικρά Είσοδος αναφέρομαι διεξοδικά για το θέμα αυτό, ότι δηλαδή η θεολογία της καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως δεν είναι αποτέλεσμα μιας ανθρώπινης προσπάθειας, αλλά ενέργεια του Θεού και ότι η διάκριση αυτή δεν είναι στατική και στεγανοποιημένη.

Επίσης, παρουσιάζω ότι οι βαθμίδες πνευματικής τελειώσεως είναι η πεμπτουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Άλλωστε, κάθαρση, φωτισμός και θέωση απαντώνται και στην Παλαιά Διαθήκη, χωρίς να υπάρχουν Μυστήρια, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα στην Εκκλησία.

Πάντως, για μια ακόμη φορά θα υπογραμμίσω μερικές αλήθειες γύρω από το θέμα αυτό.

Είναι γνωστή η πατερική διάκριση ότι ο Θεός είναι αμέθεκτος και ανώνυμος ως προς την ουσία Του, αλλά μεθεκτός και πολυώνυμος ως προς την ενέργειά Του.

Ο Θεός αποκαλύπτεται στους Αγίους και εκείνοι μετέχοντας της ενεργείας του Θεού δίνουν διάφορα ονόματα, όπως φιλάνθρωπος, ελεήμων, δίκαιος κλπ. Μία είναι η ενέργεια του Θεού, αλλά ανάλογα με τα αποτελέσματά της χαρακτηρίζεται με διάφορα ονόματα. Έτσι γίνεται λόγος για ουσιοποιό, ζωοποιό, σοφοποιό, θεοποιό ενέργεια του Θεού, της οποίας ενεργείας μετέχει όλη η κτίση αναλόγως.

Το ίδιο συμβαίνει και ως προς την πνευματική τελείωση του ανθρώπου. Υπάρχουν «νήπιοι» εν Χριστώ και «τέλειοι εν Χριστώ» και οι μεν νήπιοι λαμβάνουν γάλα, οι δε τέλειοι στερεή τροφή.

Ο Απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους: «Και εγώ, αδελφοί, ουκ ηδυνήθην υμίν λαλήσαι ως πνευματικοίς, αλλ ὡς σαρκικοίς, ως νηπίοις εν Χριστώ. γάλα υμάς επότισα και ου βρώμα· ούπω γαρ ηδύνασθε. αλλ οὔτε έτι νυν δύνασθε· έτι γαρ σαρκικοί εστε» (Α Κορ. γ , 1-2). Επίσης, υπάρχουν σαρκικοί, ψυχικοί και πνευματικοί Χριστιανοί, ανάλογα με την ενεργοποίηση των χαρισμάτων.

Έτσι, όταν η Χάρη του Θεού καθαρίζη τον άνθρωπο που διακατέχεται από τα πάθη, η Χάρη λέγεται καθαρτική, όταν τον φωτίζη, μετά την κάθαρση, λέγεται φωτιστική, και όταν τον θεώνη, λέγεται θεοποιός. Αυτό το βλέπει κανείς διάχυτα σε όλη την βιβλικοπατερική Παράδοση, και θα έπρεπε να είναι περιττή η μνημόνευση συγκεκριμένων χωρίων.

Στην Αγία Γραφή μπορεί να εντοπίση κανείς πολλά χωρία από τους λόγους του Χριστού και των Αποστόλων, στα οποία γίνεται λόγος για κάθαρση των ανθρώπων, αλλά και των ήδη βαπτισθέντων, για φωτισμό και δικαίωση, δοξασμό, τελείωση. Η θέωση είναι πατερική λέξη, η οποία είναι συνώνυμη με την δικαίωση-δοξασμό-τελείωση. Πάντως, η πορεία του Χριστού είναι συνεχής άνοδος, κατά τον λόγο της Αποκαλύψεως: «και ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι» (Αποκ. κβ , 11).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρεται πολλές φορές στα έργα του για την ποικιλότροπη ενέργεια της Χάριτος του Θεού: «Καθαρθήναι δει πρώτον, είτα καθάραι· σοφισθήναι και ούτω σοφίσαι· γενέσθαι φως, και φωτίσαι· εγγίσαι Θεώ, και προσαγαγείν άλλους· αγιασθήναι, και αγιάσαι».

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, επανειλημμένως, κάνει λόγο στα έργα του για τις βαθμίδες της πνευματικής ζωής. Άλλοτε ομιλεί για πράξη (κάθαρση καρδιάς) και θεωρία (φωτισμός-θέωση) και άλλοτε κάνει λόγο για πρακτική φιλοσοφία η κάθαρση, φυσική θεωρία η φωτισμό, μυστική θεολογία η θέωση. Είναι αδύνατον να μελετήση κανείς τον άγιο Μάξιμο και να μη συναντήση την διάκριση αυτή, που σημαίνει ότι η Χάρη του Θεού ενεργεί αναλόγως και ποικιλοτρόπως στον άνθρωπο.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, αναλύοντας τα σχετικά με την πνευματική ζωή, κάνει λόγο για κεφάλαια «πρακτικά», «γνωστικά» και «θεολογικά». Μέσα σε αυτήν την διαίρεση αναλύει όλη την πορεία της πνευματικής ζωής του ανθρώπου.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, συγκεφαλαιώνοντας την διδασκαλία του, κάνει λόγο για κεφάλαια «φυσικά, θεολογικά, ηθικά τε και πρακτικά». Είναι γνωστές δε οι Τρεις τριάδες του αγίου Γρηγορίου, το γνωστό έργο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων. Η πρώτη τριάδα αναφέρεται ουσιαστικά στην κάθαρση της ψυχής και του σώματος, η δεύτερη στην νοερά προσευχή, που είναι ο φωτισμός του νου, και η τρίτη στην θεοπτία, ήτοι την θεωρία του ακτίστου Φωτός. Και όλη αυτή η θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά κατοχυρώθηκε και συνοδικώς.

Οι εκδότες των νηπτικών έργων (άγιος Μακάριος Επίσκοπος Κορίνθου, άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης) στον τίτλο «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών» δίνουν υπότιτλο «εν η δια της κατά την πράξιν και θεωρίαν ηθικής φιλοσοφίας ο νους καθαίρεται, φωτίζεται και θεούται». Εδώ γίνεται λόγος για πράξη, θεωρία, για νου που καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται. Το σημαντικό δε αυτό βιβλίο είναι η πεμπτουσία της ορθοδόξου διδασκαλίας και η προϋπόθεση των ορθοδόξων δογμάτων.

Εδώ θα ήθελα να καταγράψω την γνώμη του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ για την αξία της Φιλοκαλίας: «Η φιλοκαλία, η μεγάλη αυτή εγκυκλοπαιδεία, της ορθοδόξου ευσεβείας, που περιέχει συγγράμματα πολλών αιώνων, καθίσταται κατά τας ημέρας μας ολονέν περισσότερον εγχειρίδιον καθοδηγήσεως και διδασκαλίας δι' όλους τους επιθυμούντας να ασκήσουν την Ορθοδοξίαν εις την σύγχρονον εποχήν». Πράγματι, αυτό το βιβλίο συνετέλεσε και συντελεί στην αναγέννηση πολλών Χριστιανών, και δημιούργησε ένα «φιλοκαλικό» ρεύμα σε όλο τον ορθόδοξο χώρο και στους Σλάβους με τον άγιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι.

Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά λειτουργικά κείμενα στα οποία γίνεται λόγος για το μυστήριο αυτό της πνευματικής ζωής, που αναπτύσσεται συνεχώς, κατά τον λόγο του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, «αύτη εστίν η τελεία των τελείων ατέλεστος τελειότης». Και κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης «επί δε της αρετής ένα παρά του αποστόλου τελειότητος όρον εμάθομεν, το μη έχειν αυτήν όρον!.. Της δε αρετής εις όρος εστι το αόριστον», που δεν έχει όριον, τέλος. Θα αρκεσθώ σε δύο από αυτά.

Το ένα είναι η ευχή του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, που τέθηκε από τους Πατέρες ως ευχή προετοιμασίας για την θεία Μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού:

«Και καθαίρεις και λαμπρύνεις
και φωτός ποιείς μετόχους
κοινωνούς θεότητός σου
εργαζόμενος αφθόνως».

Αυτό ερμηνεύεται μέσα στην όλη παράδοση της Εκκλησίας ότι ο Θεός είναι η κάθαρση των καθαιρομένων, η έλλαμψη των ελλαμπομένων και η θέωση των θεουμένων.

Όποιος αναγινώσκει την ακολουθία της θείας Μεταλήψεως και τις ευχές της θείας Λειτουργίας συναντά όχι μόνον αυτήν την φράση, αλλά και πολλές άλλες, που φανερώνουν ότι η θεία Κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού δεν γίνεται απροϋποθέτως, καθώς επίσης άλλοτε γίνεται εις αγιασμόν και άλλοτε «εις κρίμα η κατάκριμα».

Το άλλο είναι το απολυτίκιο που ψάλλεται σε αγίους Επισκόπους, όπως τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον άγιο Άνθιμο κλπ.:

«Και τρόπων μέτοχος και θρόνων διάδοχος των Αποστόλων γενόμενος την πράξιν εύρες θεόπνευστε εις θεωρίας επίβασιν. Δια τούτο τον λόγον της αληθείας ορθοτομών και τη πίστει ενήθλησας μέχρις αίματος ιερομάρτυς ..., πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών».

Στο απολυτίκιο αυτό περιγράφεται όλη η παράδοση της Εκκλησίας για τον επισκοπικό βαθμό και τις βαθμίδες της πνευματικής ζωής. Ο άγιος Διονύσιος είναι διάδοχος των θρόνων των Αποστόλων, αλλά και μέτοχος του τρόπου ζωής τους. Έζησε την πράξη, ως κάθαρση καρδίας, επάνω στην οποία βάσισε την θεωρία, ήτοι την θεοποιό γνώση του Θεού. Αυτός ο τρόπος ζωής τον κατέστησε ομολογητή της αληθείας και μάρτυρα της πίστεως. Έτσι, η θεοποιός γνώση του Θεού συνδέεται αναπόσπαστα με την ορθοδοξία και το μαρτύριο. Αν μερικοί έχουν άλλη παράδοση, ας διαγράψουν αυτό το Απολυτίκιο από τα βιβλία της Εκκλησίας και ας το αντικαταστήσουν με άλλο!

Η όλη εκκλησιαστική διδασκαλία για την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, όπως έλεγε ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης, είναι η προϋπόθεση των ορθοδόξων δογμάτων.

Όταν χάνεται αυτή η παράδοση, τότε οδηγούμαστε στην στοχαστική και την σχολαστική θεολογία. Αυτό φαίνεται στο πως στην Δύση από την ορθόδοξη ασκητική και νηπτική παράδοση του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου Πάπα Ρώμης, πέρασαν οι Δυτικοί στον σχολαστικισμό του Ανσέλμου Καντερβουρίας και του Θωμά του Ακινάτη.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας εξέφραζαν με κτιστά ρήματα και νοήματα (όροι-δόγματα και κανόνες) την εμπειρία της ακτίστου πραγματικότητος, την οποία βίωσαν εν Αγίω Πνεύματι με άρρητα ρήματα. Επομένως, η άρνηση της διδασκαλίας της consensus patrum της Εκκλησίας στην πραγματικότητα είναι μια αποδόμηση των ορθοδόξων δογμάτων.

Κατά συνέπεια, η πορεία των Χριστιανών δια της καθάρσεως, του φωτισμού και της τελειώσεως-θεώσεως είναι προσδιορισμένη από την παράδοση της Εκκλησίας, και είναι επικίνδυνο να αρνηθή κανείς αυτόν τον τρόπο πνευματικής ζωής, η να θεωρήση ότι δήθεν είναι επηρεασμός των Προτεσταντών και κάτι που «εγκαινιάσθηκε» από τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη και αποτελεί «ολισθηρό δρόμο» για μας. Πρόκειται για την γνήσια ευαγγελική και εκκλησιαστική ζωή.

Είμαστε αμαρτωλοί, κάνουμε λάθη, αλλά δεν υπονομεύουμε την Παράδοση της Εκκλησίας. Αυτήν έχουμε πρότυπο και προσπαθούμε να μετανοούμε και να συντονιζόμαστε σε αυτήν και όχι να την κατεβάζουμε στο δικό μας επίπεδο.

Ο Καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου, από τους μεγαλύτερους πατρολόγους της εποχής μας, διεθνούς ακτινοβολίας, αναφερόμενος στην «μέθοδο θρησκευτικής εμπειρίας» κάνει μια σύντομη ανάλυση, από τον αρχέγονο Χριστιανισμό και εντεύθεν, για το «τριαδικό σχήμα πνευματικής τελειώσεως» η «την κλίμακα της τελειώσεως» του ανθρώπου.

Μάλιστα δε στους λόγους του Χριστού «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. ιδ , 6) βλέπει τις βαθμίδες της πνευματικής ζωής που είναι η ηθική, η φυσική και η θεολογία. Αυτό σημαίνει ότι τα περί καθάρσεως, φωτισμού και τελειώσεως, ούτε «ρωμανίδειες αντιλήψεις» είναι ούτε επηρεασμός από τους Προτεστάντες. Θα ήταν παράδοξο και ασεβέστατο να κατηγορήση κανείς τους Πατέρες της Εκκλησίας επί προτεσταντισμώ!

Έτσι, όσοι αρνούνται τα περί πνευματικής προόδου και την διαβάθμιση της πνευματικής ζωής, κατά τον βαθμό της πνευματικής τους πείρας, ουσιαστικά αυτοί αρνούνται την ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας και εισήλθαν σε «ολισθηρό δρόμο» και «προτεσταντίζουν», αφού οι Προτεστάντες ομιλούν για αναγέννηση που έγινε εφ’ άπαξ και αρνούνται τα περί της ενεργείας των παθών.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος δίδασκε ότι αυτός που ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν στις ημέρες μας εκείνοι που αγαπούν τον Θεό και δεν καταξιώθηκαν του Αγίου Πνεύματος «και υπ’ αυτού βαπτιζομένους υιούς Θεού και θεούς εν γνώσει και πείρα και θεωρία γίνεσθαι, πάσαν ανατρέπει του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού την οικονομίαν και φανερώς απαρνείται την ανακαίνισιν της φθαρείσης εικόνος και θανατωθείσης, την επί αφθαρσίαν αυτής γενομένην και αθανασίαν ανάκλησιν». Μάλιστα, αυτό το θεωρεί αίρεση..

Ο δε άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κάνοντας λόγο για τα τρία γένη αθεΐας, μεταξύ άλλων λέγει ότι «τούτ’ έστιν αληθής ευσέβεια, το μη προς τους θεοφόρους πατέρας αμφισβητείν», γιατί οι θεολογίες των αγίων είναι «θεοσεβείας αληθούς και χάραξ, ώσπερ εκάστη τον οιονεί φραγμόν και το περιτείχισμα της ευσεβείας συμπληρούσα». Έτσι, εκείνος που αρνείται την διδασκαλία των θεοφόρων Πατέρων όχι μόνον περιπίπτει σε αίρεση, αλλά εκφράζει ένα είδος αθεΐας, αφού δεν έχει προσωπική γνώση του Θεού ούτε οδηγείται προς αυτήν.

5. Πνευματική και μυστηριακή ιερωσύνη

Στο προηγούμενο άρθρο μου έδωσα τις απαραίτητες διευκρινίσεις για τον συνδυασμό μεταξύ πνευματικής και μυστηριακής ιερωσύνης και υπογράμμισα ότι η πρώτη είναι υπόβαθρο της δεύτερης. Αυτό σημαίνει ότι ένας Χριστιανός που είναι μέλος της Εκκλησίας, βεβαπτισμένος και βεβαιόπιστος, καλείται να εισαχθή και στην τάξη των Κληρικών, οι οποίοι Κληρικοί είναι διάκονοι των Χριστιανών.

Ο π. Βασίλειος Θερμός επανειλημμένως στα δύο κείμενά του κάνει λόγο για την «χειροτονία των λαϊκών», το «βασίλειον ιεράτευμα». Μάλιστα δε ισχυρίζεται ότι στην διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη «βρίσκουμε μια θεώρηση των μυστηρίων ως απλών επιβεβαιώσεων της νοεράς προσευχής, δηλαδή έναν λειτουργισμό των Μυστηρίων και της Εκκλησίας».

Κανείς δεν αρνείται ότι τα Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος καθιστούν τον άνθρωπο μέλος της Εκκλησίας. Αλλά αρκούν αυτά μόνον, χωρίς την όλη πνευματική ζωή, για να αισθάνωνται οι Χριστιανοί «κυριολεκτικά στο σπίτι τους»;

Στο προηγούμενο άρθρο μου με τίτλο «Βασίλειον Ιεράτευμα και Ιερωσύνη» ερμήνευσα τα σχετικά χωρία της Αγίας Γραφής και ανέλυσα την σχέση μεταξύ πνευματικής και μυστηριακής ιερωσύνης. Επίσης, τόνισα ότι η πνευματική ιερωσύνη, το «βασίλειο ιεράτευμα», είναι η βάση της πνευματικής ζωής και η βασική προϋπόθεση συμμετοχής στα Μυστήρια της Εκκλησίας και μεθέξεως της θείας Χάριτος. Αυτό έδωσε αφορμή στον π. Βασίλειο να γράψη τώρα ότι «το ιερατικό χάρισμα που δίνεται σε όλους τους βαπτιζομένους και Χριομένους πιστούς αποτελεί την αφετηρία πάνω στην οποία οικοδομείται η πνευματική ιερωσύνη, δηλαδή η θέωση».

Εν πρώτοις στην φράση αυτή φαίνεται ότι παραδέχεται τρεις «ιερωσύνες», η πρώτη είναι το «ιερατικό χάρισμα», που λαμβάνει ο Χριστιανός με το Βάπτισμα και το Χρίσμα· η δεύτερη, «η πνευματική ιερωσύνη», δηλαδή η θέωση, και η τρίτη η «ειδική ιερωσύνη», η ιερωσύνη των Κληρικών. Προς Θεού, τι σύγχυση είναι αυτή όρων και καταστάσεων και γιατί μπερδεύουμε τόσο πολύ τον λαό;

Έπειτα, δεν αρνείται κανείς ότι το Βάπτισμα και το Χρίσμα είναι τα εισαγωγικά Μυστήρια και ότι αποτελούν την βάση της εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής. Αλλά η μόνιμη ένσταση είναι ότι δεν μπορεί κανείς να θεωρήση το Βάπτισμα και το Χρίσμα, που έλαβε όταν ήταν νήπιος, ότι τον καθιστά «ενεργεία» μέλος της Εκκλησίας, αν δεν ενεργοποιηθούν με την συνέργεια Θεού και ανθρώπου. Διαφορετικά εκλαμβάνονται ως στατικές ή «μαγικές» καταστάσεις.

Και το ειδικό χάρισμα της Ιερωσύνης δίνεται η πρέπει να δίνεται σε αυτούς που ενεργοποιούν το χάρισμα που έλαβαν με το Βάπτισμα και το Χρίσμα. Δεν μπορώ να καταλάβω την διαρκή εριστικότητα πάνω σε βασικές αρχές της ορθοδόξου εκκλησιολογίας. Όμως, επειδή το θέμα επανέρχεται, θα προσθέσω και μερικά άλλα.

Οι άγιοι Απόστολοι κλήθηκαν στο αποστολικό αξίωμα, έζησαν τρία χρόνια μαζί με τον Χριστό, καθαρίσθηκαν, γι' αυτό προ του Πάθους ο Χριστός είπε: «ήδη υμείς καθαροί εστε δια τον λόγον ον λελάληκα υμίν» (Ιω. ιε , 3), έζησαν το μαρτύριο του Σταυρού, είδαν τον Αναστάντα Χριστό, έλαβαν το Άγιον Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής.

Όταν εξέλεξαν τον διάδοχο του Ιούδα αυτός έπρεπε να είναι μάρτυς της Αναστάσεως του Χριστού, «μάρτυρα της αναστάσεως αυτού γενέσθαι συν ημίν ένα τούτων» (βλ. Πραξ. α , 15-26), δηλαδή να έχη δει τον αναστάντα Χριστό.

Όταν τέθηκε το θέμα εκλογής των Διακόνων, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να έχουν Άγιον Πνεύμα αισθητώς. «Και εξελέξαντο Στέφανον, άνδρα πλήρη πίστεως και Πνεύματος Αγίου» (Πραξ. στ , 5). Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύει ότι ο άγιος Στέφανος είχε Άγιον Πνεύμα προ της χειροτονίας, αλλά προσέλαβε και την Χάρη για να είναι Διάκονος. Γράφει ότι ο Πρωτομάρτυς Στέφανος ήταν πλήρης Πνεύματος Αγίου, αλλά μετά την χειροτονία του «επεσπάσατο χάριν πλείονα». Μετά δε την χειροτονία του έκανε θαύματα, «ίνα δεχθή ότι ουκ αρκεί μόνη η χάρις, αλλά δει και της χειροτονίας· ώστε προσθήκη Πνεύματος εγένετο». Είχε Χάρη από το Βάπτισμα, αλλά έλαβε Χάρη και από την Ιερωσύνη. «Ει δε και προ τούτου πλήρης Πνεύματος ήσαν (οι Διάκονοι), αλλά του από του λουτρού».

Οι βαθμοί της Ιερωσύνης έχουν σχέση με τους βαθμούς της πνευματικής ζωής. Αυτό δεν είναι «πρωτοτυπία» του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, ούτε δική μου, αλλά ανευρίσκεται σε όλη την Παράδοση της Εκκλησίας, από τα συγγράμματα του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, όπως τα σχολιάζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, μέχρι τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη.

Κατά τον άγιο Μάξιμο, που σχολιάζει και ερμηνεύει τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, «διαιρείται η ιερατική διακόσμησις εις καθαρτικήν, φωτιστικήν, τελειωτικήν». Επιμένοντας στο θέμα αυτό γράφει: «Διαιρείται η των τελείων ιερουργία εις κάθαρσιν, μύησιν, τελείωσιν. Η των ιερουργών διακόσμησις εις κάθαρσιν των ατελέστων, εις φωταγωγίαν των καθαιρομένων, εις τελείωσιν των φωτισθέντων. Η των τελουμένων δύναμις εις καθαιρομένους, εις φωτιζομένους, εις τελειουμένους». Πρόκειται για την ιερουργία (κάθαρση, μύηση, τελείωση), τους ιερουργούς (Διάκονοι, Πρεσβύτεροι, Επίσκοποι) και τους δεχομένους την ιερουργία (καθαιρόμενοι, φωτιζόμενοι, τελειούμενοι).

Σε άλλο κείμενό του συνδέει τις βαθμίδες τελειώσεως με τους βαθμούς της Ιερωσύνης: «Διακόνου λόγον επέχει ο προς τους ιερούς αγώνας αλείφων τον νουν, και τους εμπαθείς λογισμούς απελαύνων απ' αυτού· Πρεσβυτέρου δε, ο εις την γνώσιν των όντων φωτίζων· Επισκόπου δε, ο τω αγίω μύρω τελειών της γνώσεως της προσκυνητής και Αγίας Τριάδος».

Ο Κληρικός (Επίσκοπος-Ιερεύς-Ηγούμενος) δεν είναι απλώς προεστώς της κοινότητας και της ευχαριστιακής ζωής της Εκκλησίας, ούτε εκείνος που βάζει τάξη στα χαρίσματα, αλλά είναι ο καθοδηγός, ο ποιμήν, ο νέος Μωϋσής που οδηγεί τους πιστούς στην βασιλεία του Θεού, την οποία συγχρόνως γεύεται.

Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος «Προς τον Ποιμένα», στον οποίο αναλύεται ο ρόλος του Ποιμένος, ήτοι είναι «ποιμήν», «κυβερνήτης», «ιατρός», «διδάσκαλος» και αναλύει το έργο του σύμφωνα με τους προσδιορισμούς αυτούς. Ο Ποιμένας πρέπει να έχη πρότυπο τον Μωϋσή: «Τύπος σοι και εν τούτω ο Μωϋσής, ο Μέγας, έστω, πάνσοφε».

Σημαντικό βιβλίο που αναλύει αυτήν την ζωή του Επισκόπου είναι το βιβλίο του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, το οποίο έγραψε για τον εξάδελφό του Επίσκοπο Ευρίπου Ιερόθεο, ο οποίος του το είχε ζητήσει, και είναι βιβλίο που εκφράζει την εμπειρία των Αγίων.

Οι «πείρα μεμυημένοι» γνωρίζουν καλώς ότι, όταν ο νους απομακρυνθή από το κοσμικό και σαρκικό φρόνημα, δηλαδή γίνεται η συνέλιξη του νου και εισέλθη στο βάθος της καρδιάς, εκεί συναντά την Χάρη του Αγίου Βαπτίσματος και Χρίσματος στο λεγόμενο θυσιαστήριο του ναού της ψυχής. Εκεί στα «άγια των αγίων» τελείται μια εσωτερική θεία λειτουργία, υμνείται το όνομα του Θεού.

Επίσης, γνωρίζουν ότι αυτή η εσωτερική λειτουργία στο θυσιαστήριο της καρδιάς, που εκφράζεται με αγάπη και θείο έρωτα, γίνεται παράλληλα με την θεία Λειτουργία στον Ναό. Έτσι, αυτός που μετέχει αυτής της εσωτεριής θείας Λειτουργίας αναμένει με πόθο την μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, ψάλλοντας «εδίψησεν η ψυχή προς τον Θεό τον ζώντα» (Ψαλμ. μα , 3) και «έθελξας πόθω με, Χριστέ, και ηλλοίωσας τω θείω σου έρωτι, αλλά κατάφλεξον πυρί αΰλω τας αμαρτίας μου, ίνα τας δύο σκιρτών μεγαλύνω, αγαθέ, παρουσίας σου». Αυτή είναι πνευματική εμπειρία των ζώντων κατά Χριστό και όχι των «φανταζομένων» ότι ζουν πνευματικά.

Διασώζεται η μαρτυρία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου για το ποιός πρέπει να είναι ο καλός Κληρικός και τι γίνεται κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, ουσιαστικά πως συνδέεται η πνευματική ιερωσύνη με την ειδική Ιερωσύνη.

Ρωτήθηκε ο άγιος Συμεών «οποίος είναι οφείλει ο Ιερεύς» και απάντησε: «Εγώ μεν ουκ ειμί άξιος είναι Ιερεύς· πλην ποταπώς είναι οφείλει ο μέλλων ιερουργείν τω Θεώ, ασφαλώς έγνωκα». Στην συνέχεια κάνει λόγο για το ότι πρέπει να είναι αγνός όχι μόνον στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, και να είναι αμέτοχος από κάθε αμαρτία.

Έπειτα, να είναι ταπεινός και ως προς το έξω ήθος και ως προς την εσωτερική κατάσταση της ψυχής. Ακόμη, όταν παρίσταται στην Αγία Τράπεζα «οφείλει αναμφιβόλως» να βλέπη νοερώς την θεότητα, αισθητώς δε τα προκείμενα Άγια. Αλλά και Αυτόν που είναι παρών αοράτως στα δώρα πρέπει να τον έχη «γνωστώς» ενοικούντα μέσα στην καρδία του, ώστε να μπορή «μετά παρρησίας τας ικετηρίας προσφέρειν» και να διαλέγεται με τον Θεό «ως φίλος προς φίλον» και έτσι να λέγη την προσευχή «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου». Και μετά την απάντηση αυτή έδωσε την μαρτυρία: «Τοιούτους είδον Πρεσβυτέρους· συγχωρήσατέ μοι, Πατέρες και αδελφοί».

Στην συνέχεια κρύπτοντας τον εαυτό του και φεύγοντας την δόξα των ανθρώπων, αναγκάσθηκε, λόγω φιλανθρωπίας, να αναφέρη μια περίπτωση ενός άλλου Πρεσβυτέρου, ενώ φανέρωσε έτσι τον εαυτό του. Είπε, λοιπόν, ότι κάποιος Πρεσβύτερος του αποκάλυψε ότι ουδέποτε λειτούργησε χωρίς να δη το Άγιον Πνεύμα, όπως Αυτό κατέβηκε την ώρα της χειροτονίας του, όταν ο Μητροπολίτης διάβαζε την ευχή με το ευχολόγιο πάνω στην κεφαλή του.

Και όταν τον ρώτησε πως το είδε και με ποιά μορφή, του απήντησε ότι ήταν «απλούν και ανείδεον, πλην ως φως». Και ενώ θαύμαζε για το γεγονός αυτό και διαλογιζόταν μέσα του τι ήταν το Άγιον Πνεύμα, του έλεγε μυστικώς στην καρδία του, ως μια εν γνώσει φωνή: «Εγώ ούτω πάσι Προφήταις και Αποστόλοις και τοις νυν εκλεκτοίς του Θεού και Αγίοις επιφοιτώ· το γαρ Άγιον Πνεύμα ειμι του Θεού».

Εδώ φαίνεται καθαρά πως συνδέεται το χάρισμα της πνευματικής ιερωσύνης με το χάρισμα της ειδικής Ιερωσύνης και τι ζη στην θεία Λειτουργία ο Ιερεύς, ο οποίος εμπνέεται από αυτήν την ατμόσφαιρα, καθώς επίσης πως λειτουργεί μέσα στον Ναό εκείνος που είναι ήδη ναός του Αγίου Πνεύματος.

Επομένως, η παράδοση της Εκκλησίας συνδέει την πνευματική ιερωσύνη με την ειδική μυστηριακή Ιερωσύνη. Η πρώτη δίδεται με το Βάπτισμα και το Χρίσμα, όταν, όπως ενεργοποιούνται με την συνέργεια Θεού και ανθρώπων και από αυτούς τους ανθρώπους, εκλέγωνται εκείνοι που θα γίνουν Κληρικοί. Δεν λαμβάνουν την Χάρη της Ιερωσύνης και στην συνέχεια αναπτύσσουν την πνευματική τους ζωή, αλλά ήδη θα έπρεπε να είχαν ενεργούσα την Χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Βεβαίως, η εκκοσμίκευση η οποία παρατηρείται στους Χριστιανούς έχει αλλοιώσει όλη αυτήν την παράδοση, γι' αυτό και, προκειμένου να χειροτονήσουμε Κληρικούς στην Εκκλησία επιδιώκουμε να έχουν τουλάχιστον τα πιο βασικά κανονικά προσόντα. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί την παράδοση της Εκκλησίας μας, όπως η μη ενασχόληση της πλειονότητας των ανθρώπων με τον αθλητισμό δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταργηθή ο πρωταθλητισμός.

6. Η συμμετοχή Κληρικών και λαϊκών στην Λατρεία και την θεία Λειτουργία

Οπωσδήποτε η λατρεία είναι ο χώρος εκείνος στον οποίον ζουν τα μέλη της Εκκλησίας και δοξάζουν τον Θεό, όπως επίσης και μετέχουν του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας και των άλλων Μυστηρίων.

Στο κείμενό του ο π. Βασίλειος Θερμός αναφέρεται στην μετοχή όλων των πιστών στην θεία Λατρεία, λόγω του Βαπτίσματος και του Χρίσματος.

«Όμως όλοι οι πιστοί είναι ίσοι κατά τη Λατρεία (εκτός αν έχουν εξωεκκλησιασθή λόγω επιτιμίου) ως χρισμένοι με το ίδιο Άγιο Πνεύμα και οι οποιεσδήποτε διαφορές πνευματικού επιπέδου αποβαίνουν προς όφελος των ιδίων, φυσικά, αλλά δεν συνεπάγονται διαφορετική μεταχείριση κατά τη Λατρεία».

Επομένως, όλοι οι πιστοί, κατ' αυτόν, που μετέχουν στην λατρεία είναι ίσοι, διότι χρίσθηκαν από το ίδιο το Άγιον Πνεύμα. Βεβαίως υπάρχουν «διαφορές επιπέδου», αλλά αυτό ωφελεί μόνον τους ίδιους. Διερωτώμαι: Δεν είναι οι πιστοί μέλη του Σώματος του Χριστού; Η πνευματική κατάσταση του ενός δεν επιδρά και στην ζωή των άλλων; Γιατί τότε λέγει ο Απόστολος Παύλος: «και είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α Κορ. ιβ , 26) και «ηγίασται γαρ ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω ανδρί· επεί άρα τα τέκνα υμών ακάθαρτά εστι, νυν δε άγιά εστιν» (Α Κορ. ζ , 14).

Έπειτα, ποιός μίλησε για διαφορετική μεταχείριση κατά την διάρκεια της λατρείας; Εγώ εκείνο που υποστήριξα είναι ότι οι Ιερείς εισέρχονται στο ιερό Βήμα και οι πιστοί παραμένουν στον κυρίως Ναό. Επίσης υποστήριξα ότι ο Ιερεύς απευθύνει στον Θεό άλλες ευχές για τους κατηχουμένους, άλλες για τους προς το φώτισμα ευτρεπιζομένους, άλλες για τους πιστούς. Και επίσης υπάρχουν οι ευχές, όπως του Χερουβικού ύμνου και της Αναφοράς, τις οποίες λέγει μόνον ο πρώτος των Ιερέων, γιατί αυτός τελεί την θεία Λειτουργία.

Αλλού γράφει: «Με τη διαφορά πως ο βαπτισμένος και χρισμένος πιστός αναπνέει τη Βασιλεία του Θεού, η οποία "ήγγικεν"». Διερωτώμαι: Τόσο εύκολα αναπνέει κανείς την Βασιλεία του Θεού, που κατά την διδασκαλία των Πατέρων είναι η θεωρία του ακτίστου Φωτός; Τι είναι η Βασιλεία του Θεού; Είναι μια κτιστή πραγματικότητα, μια ηθική ζωή, όπως διαλαλούν οι Προτεστάντες;

Σε άλλο σημείο των γραπτών του αναφέρεται στο ότι «κατά την Λειτουργία ο πιστός βρίσκεται ήδη στα Άγια των Αγίων και δεν υπάρχει κάτι να του κρυφθή, πέρα από εκείνα που η αγάπη του Θεού του επιφυλάσσει για τον μέλλοντα αιώνα. Ακρόαση (με κατανόηση) των ευχών και Θεία Κοινωνία είναι αλληλένδετα, το ένα προϋποθέτει το άλλο».

Επομένως, κατά τον π. Βασίλειο, το ότι εκκλησιαζόμαστε είμαστε «ήδη στα Άγια των Αγίων», κατέχουμε όλη την γνώση του Θεού και περιμένουμε τον μέλλοντα αιώνα για να μας αποκαλύψη κάτι άλλο!

Ακόμη, η ακρόαση των ευχών της θείας Λειτουργίας με κατάνυξη είναι αλληλένδετο με την θεία Κοινωνία και το ένα προϋποθέτει το άλλο. Τώρα, το πως γίνεται να κοινωνούν τα βρέφη χωρίς να καταλαβαίνουν τις ευχές, το πως συμμετέχουμε στην θεία Λειτουργία και κοινωνούμε όταν αυτή τελήται σε μια ξένη γλώσσα, που δεν καταλαβαίνουμε, το πως κοινωνούμε τους αρρώστους στα νοσοκομεία χωρίς να προηγηθή θεία Λειτουργία, το πως δημιουργείται κατάνυξη μόνον με την κατανόηση των ευχών εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να το καταλάβω.

Σε άλλο σημείο γράφει: «Δεν γνωρίζω κανέναν να ταυτίζει τη λογική κατανόηση με την μέθεξη και κοινωνία». Αυτό μου ακούγεται υπερβολικό και απόλυτο. Εγώ από πολλούς ακούω ότι πρέπει να μεταφρασθούν οι ευχές της θείας Λειουργίας για να τις καταλαβαίνουμε και να μετέχουμε στο Μυστήριο.

Πέρα από όλα αυτά, οι βαπτισμένοι και χρισμένοι στην θεία Λειτουργία δεν κοινωνούν μόνο από το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, αλλά κοινωνούν και «με τα ιερά λόγια των ακολουθιών». Γράφει: «Ο βαπτισμένος και χρισμένος πιστός κοινωνώντας με τα ιερά λόγια των ακολουθιών διεγείρεται προς ζήλο ένθεο και κατάνυξη, διότι συναντάται ως υπόσταση με την Υπόσταση του Αγίου Πνεύματος και με τις υποστάσεις των προ ημών αγίων».

Κατά τους «πείρα μεμυημένους» κατάνυξη είναι μια δωρεά της Χάριτος του Θεού και όχι μια κατανόηση, πολύ δε περισσότερο «κοινωνία με τα ιερά λόγια των Ακολουθιών». Έπειτα, δεν μπορώ να καταλάβω πως κανείς όταν κατανοή τα «ιερά λόγια», «συναντάται ως υπόσταση με την Υπόσταση του Αγίου Πνεύματος και με τις υποστάσεις των προ ημών αγίων». Γνωρίζω από την μελέτη των πατερικών κειμένων ότι οι άνθρωποι μετέχουν της ακτίστου ουσιώδους ενεργείας του Τριαδικού Θεού, και όχι της Υποστάσεως του Αγίου Πνεύματος, καθώς επίσης η κοινωνία με τους Αγίους γίνεται μέσα από την ησυχαστική ζωή, η οποία όμως συνδυάζεται με την όλη εκκλησιαστική ζωή και όχι μέσα από κατανόηση μερικών λέξεων.

Ο π. Βασίλειος Θερμός ενώ κάνει λόγο για κοινωνία «με τα ιερά λόγια των Ακολουθιών», τα οποία διεγείρουν τον άνθρωπο «προς ζήλο ένθεο και κατάνυξη», εν τούτοις σε άλλο σημείο καταφέρεται εναντίον της ιερότητας σε εξωτερικούς γλωσσικούς παράγοντες, διότι με αυτό λησμονείται η δυναμική των σταθμών της δημιουργίας-ενανθρώπησης-αγίου Χρίσματος και στην «ιδρυματοποίηση της Εκκλησίας». Γράφει: «Το θλιβερό αυτό φαινόμενο (να αναζητούμε την ιερότητα των λατρευτικών λόγων σε εξωτερικούς γλωσσικούς παράγοντες, που μας εμποδίζει να αντιληφθούμε πως η ιερότητα βρίσκεται στον ίδιο τον άνθρωπο-ναό του Αγίου Πνεύματος) αποτελεί καρπό της μακραίωνης ιδρυματοποιήσεως της Εκκλησίας μας και της λησμοσύνης της δυναμικής που διαθέτουν οι τρεις μνημειώδεις σταθμοί: Δημιουργία-Ενανθρώπηση-Άγιο Χρίσμα».

Διερωτώμαι, ποιός από μας αρνείται την διδασκαλία περί δημιουργίας, ενανθρωπήσεως, αγίου Χρίσματος για να ανήκουμε σε αυτό «το θλιβερό φαινόμενο»;

Οπωσδήποτε, η θεία Λειτουργία αποτελεί το κέντρο της εν Χριστώ ζωής. Από αυτήν απορρέουν όλα τα αγαθά και σε αυτήν καταλήγουν η πρέπει να καταλήγουν όλα τα έργα τα οποία επιτελούνται στην Εκκλησία. Αυτό είναι δεδομένο και αδιαπραγμάτευτο και όλα τα Μυστήρια συνδέονται στενά με αυτήν. Όπως έχει επισημανθή στο προηγούμενο άρθρο μου, όλοι συμμετέχουν στην θεία Λειτουργία, διαφοροτρόπως, ανάλογα με τα χαρίσματα που ο καθένας έχει και το έργο που επιτελεί στην Εκκλησία. Όλοι οι βαπτισμένοι και χρισμένοι έχουν την δυνατότητα να φθάσουν στην θέωση και να συμμετάσχουν στο «ουράνιο συλλείτουργο», αλλά στην θεία Λειτουργία δεν είναι όλοι «οι πιστοί ίσοι» και βεβαίως, υπάρχει «διαφορετική μεταχείριση».

Κατ' αρχάς υπάρχει διαφορά μεταξύ Κληρικών και λαϊκών. Οι Κληρικοί εισέρχονται στο Ιερό Βήμα, ο Προεστώς τελεί την θεία Λειτουργία και οι άλλοι Κληρικοί μετέχουν σε αυτήν· οι έχοντες ειδική διακονία με την χειροθεσία «υπηρετούν» στα Μυστήρια, όπως οι ψάλτες, οι αναγνώστες, και οι λαϊκοί προσεύχονται στον κυρίως Ναό. Σε αυτούς προστίθενται και οι μοναχοί.

Ο νη τῆς Πενθέκτης αναφέρεται στην τάξη των λαϊκών στην θεία Λειτουργία και αφορίζονται αυτοί που υπερβαίνουν την τάξη τους. Τον καταγράφω σε μετάφραση:

«Κανείς από τους λαϊκούς να μη δίνει στον εαυτό του τα θεία μυστήρια, όταν είναι παρών επίσκοπος η πρεσβύτερος η διάκονος. Κι όποιος τολμάει κάτι τέτοιο, να αφορίζεται για μια εβδομάδα, γιατί πράττει αντίθετα από όσα ορίστηκαν, ώστε έτσι να διαπαιδαγωγείται και να μη φρονεί αντίθετα από εκείνο που πρέπει να φρονεί».

Εδώ γίνεται λόγος για Κληρικούς και λαϊκούς. Οι λαϊκοί δεν μπορούν να κοινωνήσουν μόνοι τους, ενώ είναι παρόντες Κληρικοί, διαφορετικά αφορίζονται. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη ότι οι ερημίτες Μοναχοί μπορούσαν τότε να κοινωνούν μόνοι τους, όταν ήταν ανάγκη, από τα Προηγιασμένα Δώρα. Δεν μπορούν, όμως, να κάνουν κάτι τέτοιο, όταν είναι παρόντες Κληρικοί. Κατά τον Ζωναρά αφορίζεται από τον ιερό Κανόνα αυτός που μεταλαμβάνει μόνος του, γιατί με την πράξη αυτή «ιερωσύνης αυτώ δοκεί περιτιθέναι αξίωμα». Μια τέτοια πράξη «οίησιν εκείνω προσμαρτυρεί».

Ο ξδ Κανών της Πενθέκτης έχοντας υπ' όψη σημαντικό χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, περί της ιεραρχικής δομής του εκκλησιαστικού πολιτεύματος, αναφέρεται στην δημόσια διδασκαλία. Τον καταγράφω σε μετάφραση:

«Δεν πρέπει να μιλάει η να διδάσκει δημόσια ένας λαϊκός οικειοποιούμενος έτσι διδασκαλική ιδιότητα, αλλά (πρέπει) να υποχωρεί στη διαταγή που παραδόθηκε από τον Κύριο και ν' ανοίγει καλά το αφτί του σ' αυτούς που έλαβαν τη χάρη του διδασκαλικού λόγου και να διδάσκεται απ' αυτούς τις θείες εντολές. Γιατί μέσα στη μία εκκλησία ο Θεός έχει δημιουργήσει διάφορα μέλη, σύμφωνα με το λόγο του Αποστόλου, τον οποίο ερμηνεύοντας ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, παρουσιάζει με σαφήνεια την τάξη μεταξύ των μελών λέγοντας: "αυτήν την τάξη να σεβόμαστε, αδέλφια, αυτή να τηρούμε. Ο ένας να είναι αφτί, ο άλλος γλώσσα, ο άλλος χέρι, ο άλλος κάτι άλλο· ο ένας να διδάσκει, ο άλλος να μαθαίνει"· και λίγο πιο κάτω: "και αυτός που μαθαίνει να μαθαίνει υπάκουα και αυτός που διδάσκει να προσφέρει τη διδασκαλία χαρούμενος και αυτός που υπηρετεί, να υπηρετεί με προθυμία και να μην είμαστε όλοι γλώσσα, που είναι το πιο εύκολο· μην είμαστε όλοι Απόστολοι μήτε όλοι προφήτες μήτε όλοι να ερμηνεύουμε"· και ύστερα από λίγο: "γιατί κάνεις τον εαυτό σου ποιμένα, ενώ είσαι πρόβατο; Γιατί γίνεσαι κεφάλι, ενώ είσαι πόδι; Γιατί προσπαθείς να είσαι στρατηγός, ενώ βρίσκεσαι ανάμεσα στους στρατιώτες;"· και αλλού: "η σοφία συμβουλεύει: να μην είσαι γρήγορος στα λόγια· να μην απλώνεσαι δίπλα στον πλούσιο, ενώ είσαι φτωχός και να μη ζητάς να είσαι σοφότερος απ' τους σοφούς". Κι αν κάποιος βρεθεί να μη συμμορφώνεται σ' αυτόν τον κανόνα, να αφορίζεται για σαράντα μέρες».

Επομένως, κατά τον ιερό αυτό Κανόνα, ο λαϊκός δεν πρέπει να διδάσκη δημοσία, δηλαδή στην Λατρεία, γιατί έτσι οικειοποιείται την διδασκαλική ιδιότητα που ανήκει στους Κληρικούς, ενώ αυτός πρέπει να διδάσκεται. Αυτό στηρίζεται στους λόγους του Αποστόλου Παύλου και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ότι, δηλαδή, υπάρχουν διάφορα χαρίσματα μέσα στην Εκκλησία.

Ο Ζωναράς ερμηνεύοντας τον Κανόνα λέγει: «Έκαστος, εν η εκλήθη τάξει, εν ταύτη μενέτω». Ο Βαλσαμών ερμηνεύει: «Το διδάσκειν τον του Κυρίου λαόν, και ερμηνεύειν τα θεία δόγματα, μόνοις εδόθη παρά της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος τοις αρχιερεύσιν, και τοις παρά τούτων επιτρεπομένοις». Οι Πατέρες με τον Κανόνα αυτό, επειδή μερικοί «διδασκαλικόν υπεκρίνοντο αξίωμα», απαγόρευσαν να διδάσκουν οι λαϊκοί, γιατί «οι λαϊκοί διδάσκεσθαι ετάχθησαν, ουχί διδάσκειν». Προέτρεψαν δε «μηκέτι τι γίνεσθαι, και συγχέεσθαι την εκκλησιαστικήν ευταξίαν». Πόσο σημαντικός είναι αυτός ο Κανών σήμερα που Πρεσβύτεροι και λαϊκοί διδάσκουν όχι μόνον τον λαό, αλλά και τους Επισκόπους και τους κρίνουν αδίκως και με τον τρόπο αυτό συγχέεται «η εκκλησιαστική ευταξία»! Αλλά αν αυτό ισχύη για την διδασκαλία, πόσο μάλλον για την «συλλειτουργία», όπως την εννοούν μερικοί.

Οι δύο αυτοί Κανόνες είναι χαρακτηριστικοί του «πνεύματος» της Ορθοδόξου Παραδόσεως, σύμφωνα με την οποία μέσα στην Εκκλησία υπάρχουν χαρίσματα διακονιών «κατά τάξιν» τα οποία δεν μπορούν να υπερβαίνωνται λόγω της Χάριτος του Βαπτίσματος και του Χρίσματος. Όλοι οι βαπτισθέντες και χρισθέντες, που ζουν με μετάνοια και προσευχή, συμμετέχουν στο «Βασίλειο Ιεράτευμα», αλλά ποτέ δεν υπερβαίνουν την τάξη των λαϊκών, καίτοι είναι χαρισματούχοι. Τελικά, οι λαϊκοί μέσα στην Εκκλησία είναι χαρισματούχοι, αλλά ανήκουν στους ποιμαινομένους και όχι στους ποιμένες. Δεν μπορεί ένας που είναι πρόβατο μέσα στην Εκκλησία να κάνη τον ποιμένα και να αρνήται να ποιμαίνεται, ούτε ο πους μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας μπορεί να αντικαθιστά η να τίπτη την κεφαλή!

Έπειτα, στον Ναό υπάρχουν και οι μετανοούντες οι οποίοι σε μια συγκεκριμένη στιγμή καλούνται να εξέλθουν από τον Ιερό Ναό μαζί με τους κατηχουμένους και τους προς το φώτισμα ευτρεπιζομένους. Στην αρχαία Εκκλησία εξέρχονταν από τον Ναό και οι μετανοούντες, διότι με την αμαρτία έχασαν την ενεργοποίηση του χαρίσματος και έπρεπε να επανέλθουν στην προηγούμενη κατάσταση, προκειμένου να εισέλθουν πάλι στον Ιερό Ναό και να συνευχηθούν με τους πιστούς.

Η αμαρτία, κατά την βιβλικοπατερική παράδοση, δεν είναι μια ψυχολογική συναισθηματική και νομική κατάσταση, αλλά είναι στέρηση «της δόξης του Θεού» (Ρωμ. γ , 23). Δια της μετανοίας, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, ο άνθρωπος «εαυτόν προς την Εκκλησίαν του Θεού επανάγοι» (στ Κανών Γρηγορίου Νύσσσης). Στην θεία Λειτουργία, κατά τους ιερούς Κανόνες, υπάρχουν τρεις επάλληλοι κύκλοι ενότητας. Στον στενότερο κύκλο ανήκουν οι κοινωνούντες των Αχράντων Μυστηρίων, στον αμέσως επόμενο οι προσευχόμενοι και στον ευρύτερο κύκλο ανήκουν οι ακούοντες τον λόγο του Θεού και μετανοούντες. Όλοι αυτά φαίνονται ευδιάκριτα στην Παράδοση της Εκκλησίας.

Σε Κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου φαίνεται ότι οι βαπτισθέντες και χρισθέντες Χριστιανοί συμμετέχουν στην θεία Λειτουργία αναλόγως της πνευματικής τους καταστάσεως και της μετανοίας τους. Σύμφωνα με την διδασκαλία αυτή οι Χριστιανοί διαιρούνται σε προσκλαίοντες, ακροωμένους, υποπίπτοντες, συνισταμένους και κοινωνούντες.

Ο Μ. Βασίλειος «κανονίζει» να περνούν οι μετανοούντες μέσα από διάφορα στάδια μετάνοιας, ώστε να διαπιστωθή η μετάνοιά τους. Άλλωστε, η μετάνοια δεν είναι μια διανοητική και συναισθηματική κατάσταση, αλλά μια ολοκληρωτική αλλαγή του ανθρώπου.

Υπήρχαν τα εξής στάδια μετανοούντων: οι προσκλαίοντες, που όφειλαν να παραμένουν έξω από την θύρα του Ναού και να ζητούν από τους εισερχομένους να προσευχηθούν γι’ αυτούς εξομολογούμενοι την αμαρτία τους· οι ακροώμενοι τα ιερά αναγνώσματα, που εξέρχονταν από τον Ναό μαζί με τους κατηχουμένους· οι υποπίπτοντες που προσεύχονταν γονατιστοί και εξέρχονταν του Ναού μαζί με τους κατηχουμένους· οι συνιστάμενοι οι οποίοι παρέμεναν μαζί με τους πιστούς μέχρι το τέλος της θείας Λειτουργίας, χωρίς, όμως, να κοινωνούν των Τιμίων Δώρων· και τέλος οι κοινωνούντες του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Οι μετανοούντες παρέμειναν σε αυτές τις κατηγορίες διαδοχικά και σε κατάλληλο χρονικό διάστημα (βλ. Κανόνες 56, 57, 58, 59 του Μ. Βασιλείου).

Το ότι οι αμαρτήσαντες δεν εξέρχονται σήμερα από τον Ναό και παραμένουν σε αυτόν είναι μια οικονομία της Εκκλησίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι είναι «ίσοι κατά την Λατρεία» και δεν συνεπάγεται «διαφορετική μεταχείριση κατά τη Λατρεία». Άλλωστε, οι πιστοί δεν είναι μόνον όσοι έχουν την πίστη εξ ακοής, αλλά κυρίως όσοι έχουν την πίστη εκ θεωρίας. Για όλους αυτούς τους ανθρώπους απευθύνονται ειδικές προσευχές στον Θεό από τον λειτουργό Ιερέα.

Αυτή η ποικιλότροπη συνύπαρξη και συμμετοχή Κληρικών και λαϊκών στην θεία Λειτουργία φαίνεται σε όλη την Παράδοσή μας. Είναι χαρακτηριστικά όσα λέγει ο ιερός Νικόλος Καβάσιλας στην ερμηνεία του Εις την θείαν Λειτουργίαν.

Στην αρχή του έργου αυτού ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας αναλύει ότι το έργο της αγίας τελετής του ιερού Μυστηρίου είναι η μεταβολή των δώρων εις θείο Σώμα και Αίμα, τέλος δε να αγιασθούν οι πιστοί και να λάβουν άφεση αμαρτιών και κληρονομία της Βασιλείας των ουρανών.

Οι ευχές, οι ψαλμωδίες, τα αναγνώσματα των Αγίων Γραφών και όλα όσα γίνονται και λέγονται ιερώς πριν και μετά τον αγιασμό των Δώρων είναι προετοιμασμένα και συντελούν προς τον σκοπό αυτό. Γράφει δε ότι ο Θεός δίνει τα δώρα Του ως δωρεά («προίκα») αλλά απαιτεί από μας να είμαστε άξιοι να τα λάβουμε και να τα φυλάξουμε, καθώς επίσης δεν μεταδίδει αγιασμό σε αυτούς που δεν έχουν τέτοια διάθεση.

Όλα όσα γίνονται στην θεία Λειτουργία μας αγιοποιούν με δύο τρόπους, αφ' ενός μεν «προς το δέξασθαι καλώς» το Σώμα, αφ' ετέρου δε «προς το συντηρήσαι τον αγιασμόν και μείναι κατέχοντας».

Από όλη την ανάλυση της θείας Λειτουργίας που κάνει θα σημειωθούν τρία σημεία που είναι σημαντικά για το θέμα που μας απασχολεί εδώ.

Το πρώτο ότι κατά την θεία Λειτουργία ωφελούμαστε και αγιαζόμαστε «διχώς»-διττώς. Ο ένας τρόπος είναι από τις ευχές, τους ψαλμούς, τα αναγνώσματα, και ο άλλος τρόπος είναι από τα τελούμενα στην ιερουργία. Με όλα όσα τελούνται από τον Ιερέα «η οικονομία του Σωτήρος σημαίνεται». Δεν ωφελούν μόνον οι ευχές στην θεία Λειτουργία, «αλλά και τα τελούμενα ταύτα έχει τον τρόπον· και γίνεται μεν έκαστον της χρείας ένεκα της επισταμένης σημαίνει δε και τι των του Χριστού έργων η πράξεων η παθών».

Αυτό σημαίνει ότι όλοι ωφελούνται στην θεία Λειτουργία, Κληρικοί και λαϊκοί, εγγράμματοι και αγράμματοι, ενήλικες και ανήλικοι. Όλοι αγιαζόμαστε και από όσα λέγονται και από όσα γίνονται. Δηλαδή, εκτός από την γλώσσα με την οποία επικοινωνούμε, υπάρχει και η γλώσσα των συμβόλων.

Το δεύτερο σημείο είναι ότι ο Νικόλαος Καβάσιλας, αναλύοντας την θεία Λειτουργία, αναφέρεται στο ότι τελείται υπό του Ιερέως και όχι από την κοινότητα και αυτό φαίνεται από τις συχνές δεήσεις και προτροπές του Ιερέως και του Διακόνου προς τον λαό. Προσεύχεται ο Ιερεύς για να αξιωθή της μεγάλης δωρεάς, και προσεύχεται υπέρ του λαού και παραγγέλλει στον λαό να προσεύχεται.

Ο Ιερεύς τελεί τα Μυστήρια «και εύχεται (ο ιερεύς) μη ανάξιος οφθήναι του προκειμένου, αλλά καθαραίς χερσί και ψυχή και γλώττη τω μυστηρίω διακονήσαι». «Ο δε ιερεύς τα μεν δώρα τίθησι επί της τραπέζης· αυτός δε ως ήδη προς τη τελετή γενόμενος και μέλλων της φρικτής άπτεσθαι θυσίας, έτι εαυτού ευτρεπίζει και δια των ευχών καθαίρει και προς των ιερουργίαν παρασκευάζει, και ουχ εαυτόν μόνον αλλά και το περιστώς πλήθος καταρτίζει και διατίθησι προς την χάριν ευχή και τη προς αλλήλους αγάπη και τη ομολογία της πίστεως».

Υπάρχουν πολλές παρόμοιες φράσεις στην ερμηνεία της θείας Λειτουργίας του Νικολάου Καβάσιλα: «Περί δε τούτων (ο ιερεύς) τους περιεστώτας πιστούς εύχεσθαι κελεύει υπέρ ων εύχεσθαι τότε δει».

Το τρίτο σημείο είναι ότι, καίτοι ο Ιερεύς τελεί την θεία Λειτουργία, όμως η Χάρη του Θεού ενεργεί κατά διττόν τρόπο στα Τίμια Δώρα: «Ένα μεν τρόπον καθ' ον αυτά αγιάζεται, έτερον δε καθ' ον η χάρις δι' αυτών ημάς αγιάζει». Ο πρώτος τρόπος είναι ότι ο Θεός αγιάζει τα Δώρα, δια του Ιερέως, ανεξάρτητα από τα ανθρώπινα πάθη, ο δεύτερος τρόπος είναι ότι η Χάρη αγιάζει τον Ιερέα και τους πιστούς δια των Δώρων, όταν υπάρχη δική μας σπουδή, γιατί διαφορετικά δεν μας αγιάζει: «Αγιάζει γαρ η χάρις δια των δώρων ημάς, εάν προς τον αγιασμόν επιτηδείως έχοντας λάβη, αν δε απαρασκευάστοις εμπέση, ούτε όφελος ήνεγκεν ουδέν και μυρίων ημίν ενέθηκε βλαβών».

Έτσι στην θεία Λειτουργία συμμετέχουν οι Χριστιανοί διαφοροτρόπως. Άλλο είναι το έργο των Κληρικών και άλλο των λαϊκών. Όπως η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού που έχει διάφορα μέλη και κάθε μέλος έχει διαφορετικό έργο να επιτελέση, έτσι και η λειτουργική κοινότητα είναι ένα σώμα, το Σώμα του Χριστού που προσεύχεται και κάθε μέλος έχει το δικό του έργο να επιτελέση. Όπως το ανθρώπινο σώμα έτσι και στο σώμα της Εκκλησίας υπάρχει ενότητα εν τη ποικιλία και ποικιλία εν τη ενότητι. Αυτή η ενότητα διασαλεύεται όταν παρατηρούνται διαφοροποιήσεις και υπερβάσεις των χαρισμάτων διακονίας.

Στον δυτικό Χριστιανισμό διαπιστώνουμε ότι στους μεν «Καθολικούς» παρατηρείται η κληρικοκρατία, στους δε Προτεστάντες η λαϊκοκρατία. Για να είμαστε ειλικρινείς πρέπει να πούμε ότι αυτές οι δύο τάσεις κατά καιρούς επηρέασαν και τον ορθόδοξο χώρο. Επομένως, η αυθεντική εκκλησιαστική ζωή δεν υιοθετεί ούτε την κληρικοκρατία ούτε την λαϊκοκρατία.

Στα γραπτά του π. Βασιλείου Θερμού παρατηρώ ότι υπάρχει ένας έντονος λαϊκισμός, γίνεται λόγος για τα «δικαιώματα» και τις «υποχρεώσεις» των λαϊκών λόγω της «χειροτονίας του Βαπτίσματος και του Χρίσματος». Φυσικά, οι λαϊκοί δεν είναι οι μη χαρισματούχοι, αλλά εκείνοι που έχουν χαρίσματα, που έχουν λάβει το Βάπτισμα και το Χρίσμα και έτσι αποτελούν την «αγρυπνούσα συνείδηση της Εκκλησίας». Όπως χάρισμα είναι το «ποιμαίνειν», έτσι χάρισμα είναι και το «ποιμαίνεσθαι». Αλλά ο λαός μέσα στην Εκκλησία, κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, είναι «η θεωρητική τάξις», που σημαίνει ενεργοποιείται σε αυτούς το χάρισμα της γνώσεως της αληθείας, της ομολογίας της πίστεως, της προσευχής. Ο Γέροντας Σωφρόνιος σαφώς δίδασκε ότι το Βασίλειο Ιεράτευμα των πιστών είναι στην πραγματικότητα η προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, που γίνεται και από τους λαϊκούς και είναι μια ιδιαίτερη ιερουργία.

Στο ερώτημα που τίθεται είναι: γιατί μερικοί με τις απόψεις περί «γενικής ιερωσύνης» ανατρέπουν αυτήν την τάξη, συνειδητά η ασυνείδητα, αφού προσπαθούν να συνδέσουν τους πιστούς με τους Κληρικούς, και όχι τους πιστούς με τους Ιεροψάλτες, οι οποίοι είναι βασικά οι εκπρόσωποι του λαού στην ανταπόκριση των δεήσεων και των ευχών του Ιερέως; Εδώ υπάρχει ένα σαφέστατο πρόβλημα.

Επομένως, προκειμένου να βελτιώσουμε την λατρεία μας δεν πρέπει απλώς να εξυψώσουμε και να οδηγήσουμε τους πιστούς προς τους Κληρικούς που εισέρχονται στο Ιερό Βήμα για να τελέσουν την θεία Λειτουργία, αλλά να βελτιώσουμε τον τρόπο της ψαλμωδίας, της αξίας προσελεύσεως των Χριστιανών στα Μυστήρια, και ιδίως στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.

Τόσο οι Κληρικοί όσο και λαϊκοί θα πρέπει να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια όχι απλώς να κατανοούν όσα λέγονται και γίνονται στην θεία Λειτουργία, αλλά για να βιώσουν το «πνεύμα» της θείας Λειτουργίας, που είναι το «πνεύμα» της κενωτικής αγάπης, της θυσίας και της προσφοράς, κατά το πρότυπο του Χριστού.

Αυτό διασώζεται στον λόγο του προφήτου Ησαΐα, που λέμε οι Κληρικοί στην προσκομιδή, «ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη, και ως αμνός άμωμος, εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού. Εν τη ταπεινώσει η κρίσις αυτού ήρθη· Την δε γενεάν αυτού τις διηγήσεται; ότι αίρεται από της γης η ζωή αυτού, από των ανομιών του λαού μου ήχθη εις θάνατον» (Ησ. νγ , 7-8), αλλά και στην εκφώνηση του Ιερέως: «τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα».

Η παρουσία των λαϊκών πιστών τον Ναό δεν είναι τυπική και μηχανική, αλλά πρέπει να επιφέρη αλλοίωση πνευματική. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι αυτό γίνεται με το να συνάζη ο Χριστιανός «τον οικείον νουν» και να τον ανυψώνη «προς τον Θεόν» και να μελετά και να προσέχη με την διάνοιαν «τα ιερά άσματα απ' αρχής άχρι τέλους». Τότε αλλοιώνεται πνευματικά «αναλόγως τη προς τον Θεόν και τα θεία λόγια μελέτη». Και έτσι «θέρμη τις εγγίνεται τη καρδία δια της μελέτης ταύτης», η οποία εκδιώκει ως μύγες τους πονηρούς λογισμούς, προκαλεί πνευματική ειρήνη και παρηγοριά στην ψυχή και παρέχει στο σώμα τον αγιασμό.

Η μαρτυρία αυτή είναι πολύτιμη, γιατί περιέρχεται από έναν πεπειραμένο θεολόγο. Η ψυχή και το σώμα των πιστών αγιάζεται κατά την διάρκεια της παρουσίας του στον Ναό, και αυτό συνδέεται με την συνέλιξη του νου και την ανύψωση στον Θεό (νοερά προσευχή) και την συγκέντρωση της διανοίας στα «ιερά άσματα».

Η προσπάθεια όλων μας έγκειται στο να ζήσουμε τον ευχαριστιακό τρόπο ζωής, να μάθουμε τον κενωτικό τρόπο ζωής, δηλαδή να προσφερόμαστε με θυσία στον Θεό και τους αδελφούς μας, να αποβάλλουμε την φιλαυτία και να αποκτήσουμε την φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία.

Όταν ζούμε κατ' αυτόν τον τρόπο, λίγο ενδιαφέρει το ποιά θέση κατέχουμε μέσα στον Ναό κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, αφού μπορεί ένας λαϊκός να φύγη ωφελημένος από τον Ιερό Ναό, όπως ο Τελώνης της παραβολής, πράγμα το οποίο να μη συμβή με τον Ιερέα, όπως έγινε στον Φαρισαίο.

Γι' αυτό «προς Θεού» δεν πρέπει να ανοίξουμε «πόλεμο», έριδες και διαμάχες για τα «δικαιώματά» μας μέσα στην Εκκλησία και την Λατρεία, ιδίως στην θεία Λειτουργία. Άλλωστε, έχουμε μάθει να προσευχόμαστε στον Θεό «δίδαξόν με τα δικαιώματά ΣΟΥ» και όχι «δίδαξόν με τα δικαιώματά ΜΟΥ», «ελθέτω η Βασιλεία ΣΟΥ» και όχι «ελθέτω η βασιλεία ΜΟΥ».

7. Ναός του Αγίου Πνεύματος και «μαγική θρησκευτικότητα»

Ο π. Βασίλειος Θερμός στο κείμενό του κρίνει τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη και κατ' επέκταση και εμένα, επειδή δεν αναφερόμαστε στην «ουσιώδη επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος» σε κάθε άνθρωπο, ο οποίος είναι ναός του Αγίου Πνεύματος.

Διαφωνεί με τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη που λέγει: «απόδειξη ότι κάποιος έχει το Άγιο Πνεύμα είναι ότι ο άνθρωπος αυτός προσεύχεται». Αρνείται αυτήν την σκέψη του, γιατί πιστεύει ότι «πλήθος ανθρώπων που δεν προσεύχονται και δεν ασκούνται πνευματικά (η το πράττουν διαλειπόντως) ουχ ήττον Το έχουν λάβει ουσιωδώς κατά τα εισαγωγικά μυστήρια».

Για μένα γράφει: «Εκείνο που δεν συναντούμε στα γραπτά του είναι η πίστη στην ουσιώδη εγκατάσταση του Αγίου Πνεύματος στον χριόμενο άνθρωπο». Και σε άλλο σημείο γράφει ότι υπερτονίζω «τη σημασία των διαφορών στη πνευματική πρόοδο των πιστών» και στηρίζομαι σε αυτές «προκειμένου να οριοθετήση την θέση του καθενός στη Λατρεία». Και συνεχίζει: «Έτσι όμως ακυρώνεται η "ουσιώδης" εγκατάσταση του Αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο μέσω του Χρίσματος, η οποία του δίνει την ξεχωριστή θέση στη Λατρεία».

Χρησιμοποιεί στα κείμενά του επτά φορές την λέξη «ουσιώδη» επιφοίτηση η εγκατάσταση του Αγίου Πνεύματος στον χριόμενο άνθρωπο. Κανείς δεν αρνείται, όπως ανέπτυξα προηγουμένως, την μεγάλη σημασία του Βαπτίσματος και του Χρίσματος για την πνευματική ζωή, αλλά εκείνο το οποίο επισημαίνουμε είναι ότι δεν είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο "ενεργεία" ναό του Αγίου του Πνεύματος, αν το χάρισμα δεν ενεργοποιήται με την άσκηση, την τήρηση των εντολών του Χριστού και την προσευχή σε συνδυασμό, βέβαια, με τα Μυστήρια της Εκκλησίας.

Θεωρώ ότι αποτελεί μεγάλο δογματικό λάθος η λέξη «ουσιώδης εγκατάσταση του Αγίου Πνεύματος» μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, όπως την χρησιμοποιεί ο π. Βασίλειος, που την επαναλαμβάνει πολλές φορές, παρερμηνεύοντας το χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Επειδή το θέμα είναι σοβαρό, γι' αυτό θα επεκτείνω τον λόγο.

Πρώτον. Γνωρίζουμε από την θεολογία ότι ο Θεός έχει ουσία και ενέργεια και ότι ως προς την ουσία είναι αμέθεκτος από τον άνθρωπο, ενώ είναι μεθεκτός κατά τις ενέργειές Του. Το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται κατ' ουσίαν εκ του Πατρός και πέμπεται κατ' ενέργεια και δια του Υιού.

Υπάρχουν τρεις τρόποι ενώσεως, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ήτοι μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, στην ένωση των δύο φύσεων στον Χριστό και στην ένωση του ανθρώπου με τον Θεό.

Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος μετέχουν της ουσίας του Θεού (κατ' ουσίαν ένωσις), η θεία και ανθρώπινη φύση στον Χριστό συνδέονται καθ' υπόσταση (καθ' υπόστασιν ένωσις) και ο άνθρωπος κοινωνεί της ενεργείας του Τριαδικού Θεού (κατ' ενέργειαν ένωσις). Επομένως, ο άνθρωπος είναι ναός του Αγίου Πνεύματος κατ' ενέργεια και όχι κατ' ουσία και καθ' υπόσταση.

Δεύτερον. Το χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά το οποίο χρησιμοποιεί ο π. Βασίλειος Θερμός και καταλήγει ότι στα γραπτά μου, όπως και στον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, δεν συναντούμε την «πίστη στην ουσιώδη εγκατάσταση του Αγίου Πνεύματος στον χριόμενο άνθρωπο...», το παρερμηνεύει. Αν διαβάση κανείς προσεκτικά το χωρίο αυτό, θα διαπιστώση τα εξής:

α) Η όλη θεολογική ανάλυση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αφορά την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και την πέμψη δια του Υιού. Άλλωστε, πρόκειται για χωρίο προερχόμενο από το έργο του «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», στο οποίο ανατρέπει την κακοδοξία των Λατίνων για το Filioque.

Οι Λατίνοι υποστήριζαν ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας χωρία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ανατρέπει αυτήν την κακοδοξία, διδάσκοντας ότι και τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν την ίδια ενιαία ουσία. «Ει δε και ουσιωδώς εξ αμφοίν είπε προχεόμενον, ουδέν καινόν». Άλλο είναι η κατ' ουσία εκπόρευση του Πνεύματος μόνον από τον Πατέρα και άλλο είναι η κατ' ενέργεια πέμψη που γίνεται και δια του Υιού.

Έτσι, το Άγιον Πνεύμα επιδημεί στους Αποστόλους και ενεργεί τελειότερον, κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο «ουσιωδώς ως αν είποι τις παρόν και συμπολιτευόμενον», δηλαδή, δεν χωρίζεται από τα άλλα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Το ίδιο συνέβη και με την αποστολή του Λόγου, που ήταν «ουσιώδης» από τα δύο άλλα Πρόσωπα, δηλαδή τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα. Επομένως, η περί ουσιώδους διδασκαλία αναφέρεται στον Τριαδικό Θεό.

β) Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στις μετέπειτα αναλύσεις του αναφέρθηκε διεξοδικώς στο περί της ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Σύμφωνα με αυτήν την διδασκαλία η ουσία του Θεού είναι η άκτιστη φύση, η δε ενέργειά Του είναι τα φυσικά προσόντα περί την φύση θεωρούμενα η η ουσιώδης κίνηση και δύναμη και ενέργεια της φύσεως. Έτσι, η ενέργεια του Θεού λέγεται ουσιώδης ενέργεια.

Ο άγιος Γρηγόριος υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει ανενέργητος ουσία ούτε ανούσιος ενέργεια, καθώς επίσης η ενεργής ουσία και η ουσιώδης ενέργεια είναι «εν ταυτώ το Είναι» και η φανέρωση του Είναι του τρισυποστάτου Θεού και όχι ενός απροσώπου Θεού, όπως επεξηγεί ο Ιερομόναχος (νυν Μητροπολίτης) Αμφιλόχιος Ράντοβιτς. Γιατί ο ανούσιος η ανυπόστατος η ανενέργητος Θεός είναι ανύπαρκτος Θεός.

Έτσι η άκτιστη ενέργεια του Θεού λέγεται «ένωσις» επί της Τριάδος, κυρίως, στα Πρόσωπα, αλλά και ο Τριαδικός Θεός όταν ενεργή προς τα έξω δια της κοινής και ενιαίας ενεργείας «μεριζόμενος κατ' αυτήν αμερίστως, δεν εκπίπτει του ενιαίου Αυτού». Η άκτιστη ουσιώδης ενέργεια και όταν μερίζεται «μερίζεται ουχί υποστατικώς». Οπότε, τα Τρία Πρόσωπα έχουν μία και την αυτήν ουσία, μία και την αυτήν ενέργεια η οποία πηγάζει αρρήτως από την ουσία.

Από αυτό εξάγεται ότι στο χωρίο αυτό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά το «ουσιωδώς» αναφέρεται και στην ουσιώδη ενέργεια του Θεού, της οποίας μετέχει ο άνθρωπος, και όχι στην κατ' ουσίαν ένωση του Θεού με τον άνθρωπο.

γ) Στο συγκεκριμένο χωρίο φαίνονται καθαρά οι τρεις ενώσεις, η κατ' ουσίαν που συμβαίνει στα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, η καθ' υπόστασιν, που συμβαίνει στον Θεάνθρωπο Χριστό, και η κατά την ουσιώδη ενέργεια, της οποίας μετέχει ο άνθρωπος. Έτσι, εξηγείται το χωρίο για την δύναμη του Αγίου Πνεύματος «αλλά και πάρεστιν αεί ουσιωδώς ημίν, πάντως δε και καθ' υπόστασιν, καν ημείς της ουσίας η της υποστάσεως ήκιστα μετέχωμεν, αλλά της Χάριτος». Εμείς μετέχουμε της ουσιώδους ενεργείας, η οποία είναι και υποστατική (όχι η καθ' υπόστασιν ένωσις), διότι το ενεργούν είναι το Πρόσωπο, αλλά ποτέ της ουσίας του Θεού, γιατί αυτό θα ήταν πανθεϊσμός.

Κατόπιν των ανωτέρω θεωρώ ότι ο π. Βασίλειος παρερμηνεύει το χωρίο η δίνει την δυνατότητα να εκληφθή ότι «ουσιωδώς», κατά την ουσία, εγκαθίσταται το Άγιον Πνεύμα στον χριόμενο.

Τέταρτον. Επειδή ο π. Βασίλειος αναφέρθηκε σε χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά περί εγκαταστάσεως του Αγίου Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο, το οποίο παρερμήνευσε, και επειδή αυτό έχει σχέση με τις απόψεις του για την συμμετοχή των πιστών στην Λατρεία, θα αναφερθώ στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά για το θέμα αυτό, όπου φαίνεται πως φανερώνεται το Άγιον Πνεύμα στον άνθρωπο, αλλά και πως αφίπταται από αυτόν.

Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, το Άγιον Πνεύμα ενεργεί διαφοροτρόπως στους βαπτισθέντες. Χρησιμοποιεί χωρίο του Μ. Βασιλείου σύμφωνα με το οποίο το Άγιον Πνεύμα είναι «ενυπάρχον τοις μεν ατελέσιν έτι, ώσπερ τις διάθεσις "δια το της γνώμης ανίδρυτον", τοις δε τελειωτέροις ως έξις επίκτητος, εστι εφ' ων ενερριζωμένη και ταύτης μάλλον· "ως γαρ η δύναμις", φησί, "του οράν εν τω υγιαίνοντι οφθαλμώ, ούτως η ενέργεια του Πνεύματος εν τη κεκαθαρμένη ψυχή"». Έτσι ενεργεί αλλιώς στους ατελείς, αλλιώς στους τελειοτέρους που έχουν οφθαλμό για να το δουν και κεκαθαρμένη ψυχή, γιατί τελικά «όργανά εισι του Αγίου Πνεύματος οι άγιοι».

Σε άλλο σημείο, μιλώντας για τον τρόπο ενεργείας του Αγίου Πνεύματος στους ανθρώπους, ανάλογα με την πνευματική τους κατάσταση, λέγει ότι «το τοιούτον επιλάμπει φως και τοις τελείοις γίνεται προσθήκη ταπεινώσεως, αλλ' ετέρα τω είδει παρά την των εισαγομένων». Αναφέροντας δε χωρία διαφόρων Αγίων, ήτοι του αγίου Διαδόχου Φωτικής, του οσίου Νείλου και του αγίου Μακαρίου, ομιλεί για την ποικίλη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου και την εσωτερική δια του νοός προσευχή.

Αναφερόμενος στην λήψη της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος με τα Μυστήρια του Βαπτίσματος, του Χρίσματος, της θείας Κοινωνίας, λέγει ότι συμβαίνει ο,τι και με τους τύπους των μυστηρίων στην Παλαιά Διαθήκη. Όπως στους Ισραηλίτες, που εξέκλιναν σε σαρκικές επιθυμίες, δεν ωφέλησαν τίποτε οι τύποι των μυστηρίων που τους δόθηκαν, ούτε εξαιρέθηκαν της θείας εγκαταλείψεως και γι' αυτό δεν έφθασαν στην γη της επαγγελίας, το ίδιο συμβαίνει και με τα αληθή Μυστήρια στην Καινή Διαθήκη. «Είπερ εν αμαρτίαις ζην προαιρούμεθα, το θείον βάπτισμα και τα επόμενα τούτω θεία μυστήρια της αιωνίου καταδίκης ου ρύσεται, αλλ' εκπεσούμεθα της ουρανίου κληρονομίας ως εκείνοι (οι Ισραηλίτες) της γης της επαγγελίας αμετανοήτως πολιτευόμενοι και ταις θείαις εντολαίς μη πειθόμενοι».

Το σημαντικό είναι ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μιλώντας την ημέρα των Θεοφανείων για το Μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος και για την μετάνοια, κάνει λόγο για το ότι το Άγιον Πνεύμα «και εφίσταται και αφίπταται» από τον άνθρωπο, «αυτεξουσίως ως ομοσθενές Πατρί τε και Υιώ». Αναφερόμενος σε όσα τελούνται κατά το θείο Βάπτισμα και στην μετάνοια, αναλύει στο ποίμνιό του στην Θεσσαλονίκη ότι το Άγιον Πνεύμα και «επέρχεται και απέρχεται αυτεξουσίως ως ομοδύναμο με τον Πατέρα και τον Υιόν». Έτσι, παραμένει σε όσους ζουν με μετάνοια, ακόμη και αν αμαρτήσουν, όπως συνέβη στον Δαυίδ, και «απανίσταται», δηλαδή απομακρύνεται «των αμετανοήτως αμαρτανόντων», όπως συνέβη στον Σαούλ. Γι' αυτό εύχεται στους βαπτισθέντες πιστούς: «Γένοιτο ημάς πάντας έργοις και λόγοις και λογισμοίς δια βίου της μετανοίας αντεχομένους ένοικον τούτ' έχειν δια παντός συνετίζον και περιέπον και την ανωτάτην σωτηρίαν παρέχον».

Εάν δεν μετατρέψουμε τις υποσχέσεις που δώσαμε στο Βάπτισμα σε έργο, τότε «τα ιερά εκείνα σύμβολα» και οι υποσχέσεις που δόθηκαν «ου μόνον ουκ ωφελούσι τον άνθρωπον, αλλά και καταδίκη δικαίως καθυποβάλλουσιν».

Ένα άλλο σημείο είναι αξιοπρόσεκτο. Η γνώση των θείων ελλάμψεων είναι εμπειρικό φαινόμενο. Επειδή ο Βαρλαάμ υποστήριζε ότι οι οράσεις των Προφητών είναι χειρότερες της φιλοσοφικής νοήσεως, ο άγιος Γρηγόριος αντικρούει αυτήν την άποψη λέγοντας ότι «ο πείρα μαθών μόνος οίδε τας ενεργείας του Παναγίου Πνεύματος», οπότε ο Βαρλαάμ, που ομιλεί χωρίς να έχη πείρα και χωρίς να παραδέχεται αυτούς που γνώρισαν τα θέματα αυτά από πείρα είναι ψευδολόγος και διακρίνεται από αδολεσχία: «ψευδολογίαν είναι πάσαν την περί της θεοποιού του Πνεύματος ενεργείας αυτώ γεγενημένην αδολεσχίαν». Μάλιστα, όποιοι δεν γεύθηκαν με την πείρα τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος και αντιλέγουν σε αυτούς που έχουν γευθή, θα φανούν ψευδηγόροι και καταγέλαστοι. Θα μπορούσε δε κανείς τον άνθρωπο αυτό όχι μόνον να τον αποκαλέση «ψευδογράφον», αλλά και ότι συντάσσει τους Αγίους με τους αιρετικούς και να τον αποδείξη κατήγορο «και των μετά Χριστόν αγίων».

Το συμπέρασμα είναι ότι είναι πολύ επικίνδυνο να ομιλή κανείς αυθεντικώς περί της παρουσίας και ενεργείας του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά, αν δεν έχη σχετική πείρα και αν δεν ακολουθή την μαρτυρία των «πείρα μεμυημένων». Η Χάρη του Θεού μέσα στον βαπτιζόμενο ενεργεί με αυξομειώσεις και, όπως είδαμε στον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, «και εφίπταται και αφίπταται αυτεξουσίως». Ο Θεός δεν είναι δέσμιος του ανθρώπου, ούτε είναι ένα ον που κυριαρχείται από την αναγκαιότητα και δεν μπορεί να ενεργήση ελεύθερα.

Στο βιβλίο μου Το μυστήριον της παιδείας του Θεού αναφέρομαι σε αυτό το «παιχνίδι της θείας Χάριτος», που συνίσταται στην έλευσή της στον άνθρωπο, την άρση της και την εκ νέου έλευσή της μέσα από συγκεκριμένη πείρα, την οποία συνήντησα σε «ζωντανούς οργανισμούς».

Πέμπτον. Όταν οι Πατέρες μας κάνουν λόγο, όπως ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ, ότι σκοπός της εκκλησιαστικής ζωής είναι να λάβουμε το Άγιον Πνεύμα, εννοούν να ενεργοποιηθή ακόμη και αισθητώς το Άγιον Πνεύμα μέσα στον άνθρωπο, να αναζωπυρωθή το χάρισμα που έλαβε με το Βάπτισμα και το Χρίσμα.

Το πρόβλημα πολλών θεολόγων και του π. Βασιλείου Θερμού είναι ότι θεωρούν δεδομένη την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που λαμβάνει ο άνθρωπος μόνον από το Βάπτισμα και το Χρίσμα. Βεβαίως, άλλο είναι η ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου με το Χρίσμα και άλλο είναι η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που γίνεται γνωστή από τον άνθρωπο που ζη όπως συνιστά η Ορθόδοξη Παράδοση. Θα μπορούσα να αναφέρω πληθώρα χωρίων του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου που λένε τα αντίθετα από αυτά που υποστηρίζει ο π. Βασίλειος.

Ο άγιος Συμεών σε μια ομιλία του θεωρεί ότι βλασφημεί εκείνος που νομίζει ότι έχει την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος αγνώστως και αναισθήτως: «Ει δε λέγοι τις αγνώστως τούτο και αναισθήτως λαβείν και έχειν έκαστον ημών των πιστών, βλασφημείν, ψεύστην ποιών τον ειπόντα Χριστόν ότι "γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον"».

Σε άλλη ομιλία του διδάσκει ότι δεν μπορεί κανείς να θεωρή ότι έχει το Άγιον Πνεύμα μέσα του ενεργούν χωρίς πνευματικό αγώνα: «Είτε γαρ προ του την χάριν λαβείν του Πνεύματος, είτε και μετά το ταύτην λαβείν, τέως άνευ κόπων και πόνων πολλών και ιδρώτων βίας τε και στενοχωρίας και θλίψεως ουδείς διήλθε του σκοτασμού της ψυχής, ουδέ το Φως του Παναγίου Πνεύματος εθεάσατο... Μη ουν λεγέτωσαν οι εκτός όντες της διηνεκούς βίας και στενοχωρίας και ευτελείας και θλίψεως ότι εντός ημών έχομεν το Πνεύμα το Άγιον· άνευ γαρ έργων και ιδρώτων και πόνων και αρετής ο μισθός ούτος ου δίδοταί τισι».

Σε άλλο σημείο αναφέρεται στην όραση του Αγίου Πνεύματος, πράγμα το οποίο καθιστά τον άνθρωπο ναό του Αγίου Πνεύματος. Λέγει: «Ούτε ουν Πνεύμα άγιον λαμβάνει τις, μη αποκαλυπτόμενον και ορώμενον νοερώς, ούτε αποκάλυψιν βλέπει ει μη εν αγίω Πνεύματι φωτισθή, ούτε πιστός τελείως δύναται λέγεσθαι, ει μη το του Θεού Πνεύμα λάβη».

Αναφερόμενος δε στο μαρτύριο του αγίου Ευστρατίου, κατά το οποίο έλεγε ο Άγιος ότι «ναός Θεού ειμι και το Πνεύμα αυτού οικεί εν εμοί», λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ότι πριν το μαρτύριο είχε πίστη χωρίς να έχη το Άγιον Πνεύμα, αλλά, όταν υπέστη το μαρτύριο, τότε γνώρισε το Άγιον Πνεύμα: «Προ γαρ του εισελθείν εις τους του μαρτυρίου αγώνας τον άγιον (Ευστράτιον), επειδή την πίστιν μόνην είχεν, ουκ είχε το Πνεύμα το άγιον εν εαυτώ, ότε δε εκ των έργων την πίστιν έδειξε, τότε και ναόν εαυτόν Θεού επέγνω και το Πνεύμα αυτού το άγιον οικείν εν εαυτώ γνωστώς τοις νοεροίς όμμασιν εθεάσατο. Τι ταύτης της μαρτυρίας εκδηλότερον γένοιτ' αν;».

Στον Ε δέ Ηθικό λόγο του ομιλεί εναντίον εκείνων που νομίζουν ότι το Άγιον Πνεύμα κατοικεί στην ψυχή και ενυπάρχει μέσα τους «από του θείου βαπτίσματος μέχρι του νυν» «αγνώστως και ανεπαισθήτως» και δεν αισθάνονται καθόλου τις ενέργειές Του με θεωρία και αποκάλυψη, αλλά μόνον με την πίστη και τον λογισμό.

Γενικά, όλος αυτός ο λόγος του αγίου Συμεών ανατρέπει την νοοτροπία μερικών που νομίζουν, αφελώς, ότι με το Βάπτισμα και το Χρίσμα εξασφάλισαν την σωτηρία τους, χωρίς να έχουν προσωπική εμπειρία της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος που εκφράζεται με την αγάπη προς τον Θεό, την προσευχή, τον ζήλο να διαφυλάξη κανείς τις εντολές του Θεού κλπ.

Ευτυχώς που η Εκκλησία ανέδειξε τον άγιο Συμεών Άγιο και τον επωνόμασε Νέο Θεολόγο και υπάρχει εμπειρική μαρτυρία, εκτός των άλλων, για το τι είναι μέθεξη του Αγίου Πνεύματος και ποιός είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Όπως διδάσκει ο άγιος Συμεών, με το άγιο Χρίσμα λαμβάνουμε το Άγιον Πνεύμα, αφού ο Ιερεύς μας χρίει λέγοντας «σφαγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου», αλλά αυτό δεν αρκεί για την σωτηρία, αφού αυτή η Χάρη πρέπει να ενεργοποιηθή δια των έργων της ασκήσεως. Με την κατά Χριστό άσκηση, με την νοερά προσευχή, με το μαρτύριο, ο άνθρωπος γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος.

Έκτον. Επειδή τα σχετικά με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του ανθρώπου συνδέονται με την θεολογική αλήθεια ότι ο άνθρωπος είναι ναός του Αγίου Πνεύματος θα γραφούν μερικά για το θέμα αυτό.

Είναι διάχυτη μέσα στην παράδοσή μας η αλήθεια ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνη ναός του Αγίου Πνεύματος, όχι μαγικά, αλλά μυστηριακά και ασκητικά.

Ο Απόστολος Παύλος γράφει στις προς Κορινθίους επιστολές: «η ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματός εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών; ηγοράσθητε γαρ τιμής· δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινά εστι του Θεού» (Α Κορ. στ , 19-20), «υμείς γαρ ναός Θεού εστε ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονταί μοι λαός» (Β Κορ. στ , 16). Αυτό πρέπει να συνδεθή με την όλη θεολογία του Αποστόλου Παύλου που διατυπώνεται στις επιστολές του και ειδικά στις επιστολές του προς Κορινθίους.

Βεβαίως, το Άγιον Πνεύμα με το Βάπτισμα παραμένει μονίμως στην καρδιά του ανθρώπου, αλλά η Χάρη αυτή σκεπάζεται από τα πάθη και χρειάζεται κάθε φορά μετάνοια για να αναζωπυρωθή. Ο άνθρωπος με την άρνηση του Χριστού χάνει την δωρεά του Χρίσματος, γι' αυτό, ενώ το Βάπτισμα δεν επαναλαμβάνεται, το Χρίσμα επαναλαμβάνεται. Και για το χάρισμα της Ιερωσύνης χρειάζεται αναζωπύρωση. Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στο χάρισμα της Ιερωσύνης, γράφει: «αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα του Θεού, ο εστιν εν σοι δια της επιθέσεως των χειρών μου» (Β Τιμ. α , 6).

Η εργασία των εντολών του Θεού, η μετάνοια και, κυρίως, η προσευχή, που είναι συνέργεια Θεού και ανθρώπου, αναζωπυρώνουν το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος και τότε ο άνθρωπος είναι πραγματικός ναός του Αγίου Πνεύματος. Κλασσικό είναι το χωρίο του Μεγάλου Βασιλείου που ερμηνεύει ποιός είναι ναός του Αγίου Πνεύματος: «Και τούτό εστι του Θεού ενοίκησις, το δια της μνήμης ενιδρυμένον έχειν εν εαυτώ τον Θεόν. Ούτω γινόμεθα ναός του Θεού, όταν μη φροντίσι γηίναις το συνεχές της μνήμης διακόπτηται, όταν μη τοις απροσδοκήτοις πάθεσιν ο νους εκταράττηται, αλλά πάντα αποφυγών ο φιλόθεος επί Θεόν αναχωρή και, εξελαύνων τα προσκαλούμενα ημάς εις κακίαν, τοις προς αρετήν άγουσιν επιτηδεύμασιν ενδιατρίβη».

Στο χωρίο αυτό ο Μέγας Βασίλειος δεν λέγει «είμεθα» ναός του Αγίου Πνεύματος από το Χρίσμα, αλλά «γινόμεθα... όταν...». Και όταν διαβάση κανείς προσεκτικά αυτό το κείμενο, διαπιστώνει ότι πρόκειται για την νοερά καρδιακή προσευχή που γίνεται μέσα στην καρδιά και εκδηλώνεται και στο σώμα, αφού και αυτό μεταμορφώνεται. Επίσης, συνδέεται με τον νου που δεν συγχέεται με τους λογισμούς και τα απροσδόκητα πάθη που είναι οι ασθένειες, ο θάνατος κλπ.

Διαφορετικές ερμηνείες περί του ναού του Αγίου Πνεύματος ως μιας μονίμου καταστάσεως που εξαρτάται μόνον από το Βάπτισμα και το Χρίσμα, χωρίς την έντονη νοερά εργασία και φιλοκαλική ζωή είναι ξένες προς την Ορθόδοξη Παράδοση. Τα όσα γράφει ο π. Βασίλειος Θερμός αφήνουν την εντύπωση ότι όλοι όσοι έχουν βαπτιθή και χρισθή, ανεξάρτητα αν ζουν εκκλησιαστικά, είναι στην Βασιλεία του Θεού. Γράφει: «Με τη διαφορά πως ο βαπτισμένος και χρισμένος πιστός αναπνέει ήδη τη Βασιλεία του Θεού η οποία "ήγγικεν"». Μια τέτοια νοοτροπία μπορεί να δικαιολογήση τα όσα έλεγε ο π. Ιωάννης ο Ρωμανίδης για μια «μαγική θρησκευτικότητα».

Στο κείμενό του ο π. Βασίλειος Θερμός αναφέρεται στο ότι «όλοι γνωρίζουμε ότι ένας ναός εγκαινιασθεί με άγιο μύρο είναι για πάντα ναός, ακόμη και αν δεν τελεσθή σε αυτόν ποτέ καμμία Λειτουργία! Αυτό συμβαίνει και με τους βαπτιζομένους και χριομένους αδελφούς μας».

Αυτό δεν είναι απόλυτο, γιατί όταν η εγκαινισμένη Αγία Τράπεζα για διαφόρους λόγους μιαίνεται, διασαλεύεται κλπ., τότε γίνεται ειδική ακολουθία και διαβάζεται ειδική ευχή: –«Επί σαλευθείσης Αγίας Τραπέζης», «επί ανοίξει Ναού, εν ω συνέβη θανείν άνθρωπον βιαίως», «επί ανοίξει Ναού βεβηλωθέντος υπό Εθνικών, αλλά δη και αιρετικών», «επί ανοίξει Εκκλησίας υπό αιρετικών βεβηλωθείσης» κλπ. Επίσης, όταν οι Χριστιανοί αρνηθούν τον Χριστό και προσχωρούν σε άλλες αιρετικές ομάδες, τότε η επιστροφή τους γίνεται με χρίσμα. Δηλαδή το Βάπτισμα γίνεται εφ' άπαξ, ενώ το Χρίσμα επαναλαμβάνεται. Δηλαδή, ο άνθρωπος μπορεί να μην είναι «για πάντα» ναός του Αγίου Πνεύματος.

Έβδομον. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, παρά τα αντίθετα λεγόμενα, ομιλούσε συχνά για «βασίλειο ιεράτευμα» και για τον άνθρωπο ως ναό του Αγίου Πνεύματος, συντονιζόμενος στην παράδοση της Εκκλησίας. Από τα κείμενά του και από τις προφορικές ομιλίες του, οι οποίες θα δημοσιευθούν προσεχώς, φαίνεται καθαρά ότι ο π. Ιωάννης έλεγε πολλές φορές ότι με το Βάπτισμα και το Χρίσμα ο άνθρωπος γίνεται ναός του αγίου Πνεύματος, γι' αυτό και το Χρίσμα στα λατινικά λέγεται confirmatio, δηλαδή επιβεβαίωση, που σημαίνει ότι με το Χρίσμα επιβεβαιωνόταν ότι είναι κανείς μέλος της Εκκλησίας. Η δε νοερά προσευχή είναι έκφραση ότι ο άνθρωπος είναι ναός του αγίου Πνεύματος.

Απορώ πως άνθρωποι, που δεν γνώρισαν τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη και την θεολογία του, εκφράζονται με τόση απολυτότητα εναντίον του και αμφισβητούν την θεολογία του, η οποία στην πραγματικότητα –τουλάχιστον στα βασικά σημεία– είναι θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Άλλωστε είναι γνωστόν ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, για διαφόρους λόγους, έγραψε λιγότερα από όσα δίδασκε, γι' αυτό και δεν είναι δυνατόν να τον κρίνη κανείς αποσπασματικά, εάν δεν γνωρίζη όλη την θεολογία του από προσωπική επικοινωνία η από την μαθητεία κοντά του. Για παράδειγμα, από πλευράς δογματικής έγραψε μόνο τον πρώτο τόμο περί Τριαδολογίας και δεν πρόλαβε να γράψη για την Εκκλησιολογία, την Εσχατολογία κλπ. Νομίζω ότι αυτό το κενό θα το καλύψουν οι δύο τόμοι, τους οποίους θα εκδόσω.

Επίσης, απορώ πως θεολόγοι και Κληρικοί ομιλούν για τα θέματα αυτά και περί του Ναού του Αγίου Πνεύματος, χωρίς να έχουν γνώση της θεολογίας των Πατέρων της Εκκλησίας και χωρίς να έχουν δοκιμάσει έστω και επ' ελάχιστον μερικές ανταύγειες αυτής της ζωής. Εάν είχαν μια σχετική πείρα, θα μιλούσαν με μεγαλύτερο σεβασμό για την Παράδοση της Εκκλησίας και για την αλήθεια ότι ο άνθρωπος είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Αλλά ισχύει και εδώ «η κρίση κρίνει τον κρίναντα».

Θα μπορούσαν πολλά να γραφούν γύρω από τα σοβαρά αυτά θέματα, αλλά το ερώτημα είναι: Γιατί αγνοείται όλη αυτή η παράδοση, η οποία διατυπώθηκε επακριβώς τον 14ο αιώνα από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τον 18ο αιώνα από τους λεγομένους φιλοκαλικούς Πατέρες, ιδίως τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη;

Η απάντηση είναι ότι σήμερα υπάρχει ένα έλλειμμα ορθοδόξου θεολογίας από μερικούς συγχρόνους θεολόγους. Υπάρχουν πολλές προσωπικές αναλύσεις, εκφράζεται πολλές φορές μια «θεολογία των παθών», μια θεολογία για την οποία ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής είχε πει: «δαιμόνων εστί θεολογία η δίχα πράξεως γνώσις». Τουλάχιστον θα έπρεπε να υπάρχη ταπείνωση και αυτομεμψία, αλλά και διάθεση σπουδής στην Ορθόδοξη Παράδοση, όπως ακριβώς εκφράζεται από τους θεουμένους Πατέρες και δεν υπάρχει προσωπική αγωνία για την εφαρμογή της σε προσωπικό επίπεδο. Και το χειρότερο είναι ότι γίνεται λόγος για «δικτατορία στο όνομα των θεουμένων», ενδεχομένως γιατί η διδασκαλία των θεουμένων Αγίων ξεσκεπάζει όλη την στοχαστική και αισθητική μοντέρνα θεολογία, γι' αυτό και θεωρείται «επικίνδυνη» γι' αυτούς.

Σε επόμενο κείμενο θα ασχοληθώ με τα αίτια τα οποία προκάλεσαν την αντίδραση αυτή, που είναι η λεγόμενη «μεταπατερική και συναφειακή θεολογία».
 
Πηγή: ΡΟΜΦΑΙΑ