Εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σωφρόνιο
Μοναχὴ Γαβριηλία
πηγή:εδώ
Ὅποιος εἶδε τὸ Ἄκτιστο Φῶς καὶ ἀναγνώρισε στὸ Φῶς αὐτὸ τὸν Χριστό, αὐτὸς ποτὲ πλέον δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀρνηθεῖ τὴ γνώση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου.¹
Ὁ Χριστὸς ἦταν τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Σωφρονίου. Κατὰ τὴν πρώιμη παιδική ἡλικία του εἶχε τὴν ἐμπειρία τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Στὴν ἐφηβεία ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ στράφηκε πρὸς τὸ σκοτάδι τῆς ἀνυπαρξίας. Ὁ Χριστὸς ὅμως τὸν ἀναζήτησε καὶ στὸ σκοτάδι εἰσέδυσε λεπτὴ ἀκτίνα Φωτός, στὴν ὁποία ὁ Ἅγιος ἀναγνώρισε τὸν Δημιουργό του. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ γιὰ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή του, μὲ φλογερὴ προσευχὴ μετανοίας, ἐπιζητοῦσε νὰ γίνει ἐγγὺς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ Κύριος εἰσάκουσε τὴ δεήσή του, χαρίζοντάς του καὶ πάλι τὴ χάρη τῆς θεωρίας τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς καὶ τῆς σπάνιας δωρεᾶς τῆς προσευχῆς, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς προσευχόταν μέσα του.
Ὅταν τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ -καθώς ἐστιν- ἀποκαλύπτεται σὲ ἐμᾶς, μένουμε μὲ τόσο βαθειὰ αἴσθηση γι’ Αὐτόν, ποὺ καθετὶ ἄλλο ὠχριᾶ καὶ τότε ἀρχίζει μιὰ νὲα περίοδος στὴ ζωή μας. Ἔχοντας ἀγαπήσει τὸν Χριστό, τὸν Δημιουργό μας, ἔχοντας δεῖ τὸ Πρόσωπό Του, θὰ ἐμπνευστοῦμε μὲ πύρινη ἔμπνευση γιὰ ὅλη μας τὴ ζωή.[2]
Πρὸς τὸ τέλος τῆς μακρᾶς ζωῆς του ὁ ἅγιος Σωφρόνιος συνέγραψε τὴν πνευματική αὐτοβιογραφία του καθὼς καὶ κάποια ἀκόμη βιβλία, ὅπου περιέγραψε τὴν ἐσωτερική του πορεία καὶ ἐμπειρία γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν ἄλλων. Ὅμως ὁ λόγος κάποτε δὲν ἐπαρκεῖ νὰ ἀποδώσει αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ ἡ εἰκόνα, ποὺ ἀπὸ μόνη της μπορεῖ νὰ ἐκφράσει χιλιάδες λέξεις.
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ζωγράφισε ἀρκετὲς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ. Δαπανοῦσε πολλὲς ὧρες ἀναζητώντας προσεκτικὰ τὸ σωστὸ βλέμμα, τὴν ὀρθὴ ἀπόδοση τοῦ φωτός, τῆς ταπείνωσης, τῆς πραότητας, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴ σωστὴ ἔκφραση τῆς Θείας ἰσχύος τοῦ ὑπερκόσμιου αἰωνίου, ἐνδεδυμένου τὴν ἀνθρώπινη μορφή. Ὡστόσο ποτὲ δὲν ἔμενε πλήρως ἰκανοποιημένος μὲ τὸ ἀποτέλεσμα. Παρατηροῦσε ὅτι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδώσει κάποιος μόνο ἐν μέρει τὸν Χριστὸ καὶ ὅτι ἡ εἰκόνα Του λειτουργεῖ ὡς ἐφαλτήριο· βλέπουμε στὴν εἰκόνα τὸ πρόσωπό Του καὶ ὁ νοῦς μας ἀνάγεται ἀπείρως ὑψηλότερα, πέρα ἀπὸ αὐτή, πρὸς τὸν Δημιουργό μας.
Παρὰ τὴν ἔντονη ἀναζήτησή του νὰ ἀπεικονίσει τὸν Χριστό, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος δὲν ἔπαψε νὰ προσπαθεῖ νὰ ζωγραφίσει τὴν εἰκόνα Του, ἐλπίζοντας κάθε φορὰ νὰ ἀποδώσει κάτι περισσότερο ἀπὸ Ἐκεῖνον.
Ἔρεισμα καὶ πρότυπο γιὰ τὸν ἅγιο Σωφρόνιο ὑπῆρξε ἡ Σινδόνη τοῦ Τορίνο, τὴν ὁποὶα θεωροῦσε ὡς φωτογραφία δοσμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ μιὰ ἐποχὴ τεχνολογικῆς ἐξέλιξης, ὅταν ἡ γῆ στράφηκε ταχύτερα πρὸς τὴν ἀρχὴ τοῦ τέλους. Κι ὅμως, ὅλως παραδόξως, πρὶν ἀκόμη ἐμφανισθεῖ ἡ ἀρνητικὴ ἀποτύπωσή της στὸν σκοτεινὸ θάλαμο τοῦ ἰταλοῦ φωτογράφου Σεκόντο Πία τὸ 1898, ἡ πλειοψηφία τῶν εἰκόνων, τῶν τοιχογραφιῶν καὶ τῶν ψηφιδωτῶν τῶν παλαιότερων ἁγιογράφων φέρουν σχεδὸν ταυτόσημα χαρακτηριστικὰ μὲ τὴ φωτογραφία Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε τὸν ἑαυτό Του σὲ πολλοὺς ταπεινοὺς ζωγράφους στὸ παρελθόν, μὲσα στὸ ἀέναο ρεῦμα τῆς Παράδοσεως. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ὁδὸς ποὺ ἀκολούθησε καὶ ὁ ὅσιος Γέροντας, ἴσως ὅμως μὲ ἕναν δικό του ἰδιαίτερο τρόπο.
Ὁ ἁπλὸς ἁγιογράφος τίθεται στὴ διακονία τοῦ προσώπου ποὺ σκοπεύει νὰ ἀπεικονίσει ἤ ὅταν πρόκειται γιὰ παραστάσεις ἑορτῶν, στὸ πνεῦμα τοῦ γεγονότος. Μὲ προσοχὴ καὶ προσευχή, κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων του, ἀρχίζει νὰ δημιουργεῖ. Τὸ πιὸ σημαντικό εἶναι νὰ κρατήσει ταπεινὴ στάση, γιατί, ὅταν ὑπερισχύει τὸ ἐγώ, χάνεται ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν εἰκονιζόμενο Ἅγιο καὶ τὸ ἔργο παύει πλέον νὰ φέρει
πνευματικὴ χροιά. Εἶναι σκληρὴ καὶ ἀπαιτητικὴ ἐργασία, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ ἴδιος πρέπει νὰ ἀρνηθεῖ κάθε ἀλλότρια σκέψη ὡς πρὸς τὸ ἐπικείμενο ἱερὸ ἔργο. Σὲ σπάνιες περιπτώσεις δημιουργεῖται κάποια σύνδεση μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ αἰώνιου προσώπου ποὺ ἀπεικονίζεται. Σὲ τέτοιες στιγμὲς μεταδίδεται στὸν ἁγιογράφο μιὰ μικρὴ γεύση αἰωνιότητος ποὺ ταπεινώνει τὸ πνεῦμα του, ἐφόσον φέρει χαρακτήρα κρίσεως. Κατοπτεύει τὸ ὑπερκόσμιο καὶ γεύεται τὸ αἰώνιο. Κι ἂν αὐτὸ συμβαίνει σὲ ἕναν ἁπλὸ ἁγιογράφο, πόσο μᾶλλον ἰσχύει γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἦρθε σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὸν Χριστό, εἴτε μέσῳ τῆς θεωρίας τοῦ Προσώπου Του, εἴτε μὲ τὴν ἔλλαμψη τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση τὸ βάρος τῆς εὐθύνης νὰ ἀποδοθεῖ ὅσο τὸ δυνατὸν εὐκρινέστερα τὸ θεωρούμενο Πρόσωπο, εἶναι ἀπείρως μεγαλύτερο ἀπὸ ὅτι γιὰ τὸν καλλιτέχνη ποὺ ἁπλῶς ἀκολουθεῖ πρότυπα ἢ προγενέστερες ἀποκαλύψεις ἀποτυπωμένες σὲ εἰκόνες.
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶχε δεχθεῖ τὴ σπάνια δωρεὰ τῆς θεωρίας τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ἀλλὰ καὶ τῆς προσωπικῆς συναντήσεως μὲ τὸν Ζῶντα Χριστό. Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ κατάσταση χάρισε στὸν Γέροντα ἕναν σπάνιο συνδιασμὸ βαθειᾶς θεογνωσίας καὶ λεπτῆς καλλιτεχνικῆς αἴσθησης, γεγονὸς ποὺ ἔκανε τὸν Γέροντα νὰ ξεχωρίζει κατὰ πολὺ ἀπὸ τὰ μέτρα κάθε συνηθισμένου ἁγιογράφου. Ὁ κλῆρος του ἦταν νὰ ἀποδώσει πιστὰ τὴν προσωπική του ἐμπειρία μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ καταστήσει τὸ Πρόσωπό Του προσιτὸ σὲ ὅλους.
Ὁ ἴδιος ἀφιέρωνε πολλές ὧρες ἐπίπονης ἐργασίας γιὰ κάθε εἰκόνα ἢ τοιχογραφία τοῦ Δημιουργοῦ του καὶ συχνὰ ἔκανε προπαρασκευαστικὰ σχέδια καὶ μελέτες στὸ χαρτί, πρὶν ξεκινήσει τὸ βασικὸ ἔργο. Ὅλα τὰ βασάνιζε μὲ μεγάλη ἔνταση προσευχῆς, γνωρίζοντας ὁ ἴδιος πὼς οἱ ἄνθρωποι θὰ στρέψουν τὸ βλέμμα τους
στὴν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος ἐπιζητώντας βοήθεια, διόρθωση καὶ καθοδήγηση.
Οἱ φορητὲς εἰκόνες καὶ οἱ τοιχογραφίες περνοῦσαν ἀπὸ διάφορα στάδια ποὺ πολλὲς φορὲς ἐξέπλητταν καὶ προκαλοῦσαν ἀπορία στὸν θεατή. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔλεγε στοὺς μοναχοὺς καὶ στὶς μοναχὲς τῆς Μονῆς του ποτὲ νὰ μὴν κρίνουν ἕνα ἔργο πρὶν ὁλοκληρωθεῖ.
Δυστυχῶς, μόνο τὰ ἔργα τῶν τελευταίων ἐτῶν τῆς ζωῆς του καταγράφηκαν στὶς διάφορες φάσεις τῆς ἐξέλιξής τους. Κάποιες ἀπὸ τὶς φωτογραφίες αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἀντανακλοῦν τὰ στάδια ἑνὸς ἔντονου ἀγώνα, τὸν ὁποῖο αἰσθάνεται κανείς, ὅταν τὶς παρατηρεῖ. Αὐτὸ γίνεται ἰδιαίτερα φανερὸ στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ποὺ βρίσκεται στὸν Ναὸ τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ, τοῦ πνευματικοῦ διδασκάλου τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.
Οἱ παλαιότερες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ ἔχουν μιὰ ἐλαφρὰ αἴσθηση αὐστηρότητας, παρουσιάζοντάς Τον ὡς τὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου.
Μὲ τὸ πὲρασμα τῶν χρόνων, ὅμως, τὸ Πρόσωπό Του ἀποκτᾶ ἔκφραση περίλυπης ἀγάπης Τὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο φέρει τὸ αἰώνιο βλέμμα τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ κόσμου λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του.
Διακρίνεται πάλι ἡ αἴσθηση τῆς ἐπικείμενης νίκης ἔναντι τοῦ θανάτου, ἡ ἔκφραση τῆς «εἰς τέλος» ἀγάπης Του γιὰ τὸ πλάσμα Του, ἀλλὰ καὶ τῆς βαθειᾶς λύπης Του γιὰ τὴν πτώση του.
Γιὰ νὰ τὸ καταφέρει αὐτό, ὁ Γέροντας, ὄντας ὁ ἴδιος σχεδὸν ἐννενήντα χρονῶν, ἐργάστηκε γιὰ ἡμέρες ἀδιάκοπα ἐπάνω στὴ σκαλωσιά.
Καθηλωμένος γιὰ ὧρες ἐπιχειροῦσε μὲ πολλὴ προσοχὴ νὰ ἀποδώσει εὐκρινέστερα τὴν ἔκφραση τοῦ Κυρίου, προσθέτοντας χρώμα ἢ χαράσσοντας ἐλαφρὰ τὴν τοιχογραφία προκειμένου νὰ ἀναδείξει μερικὰ φωτεινὰ σημεῖα, διορθώνοντας τὴν ἔκφραση τῶν ματιῶν, τῶν φρυδιῶν, τὸ περίγραμμα τῶν μαλλιῶν καὶ γενικὰ τὴν τονικότητα τοῦ ἔργου. Ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ ἐν μέρει τὴν προσπάθεια τοῦ Ἁγίου σὲ ὅλη τὴν πορεία τῆς ἀναζήτησης τοῦ Ἀληθινοῦ Προσώπου.
Κατὰ τὸ τελικὸ στάδιο, ὅταν ἡ μορφὴ τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου ἦταν ἕτοιμη, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος μοῦ ζήτησε νὰ ἀνέβω στὴ σκαλωσιά, ἐνῶ ὁ ἴδιος, καθισμένος στὸν κυρίως Ναὸ καὶ χρησιμοποιώντας κυάλια θεάτρου, μὲ καθοδηγοῦσε προσεκτικὰ στὴ λεπτὴ προσαρμογὴ τοῦ περιγράμματος τῆς μορφῆς στὸ χρυσὸ φόντο. Τὸ περίγραμμα τῆς μορφῆς ἐπηρεάζει πολὺ σημαντικὰ τὴν ἔκφραση στὸ σύνολό της.
Τὸ συγκεκριμένο Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὴν τοιχογραφία τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ἔρχεται νὰ συμπληρώσει τὶς γραφὲς τοῦ Ὁσίου:
ἐκεῖ ποὺ οἱ λέξεις σταματοῦν, παίρνει τὸν λόγο ἡ εἰκόνα. Μέσω αὐτῆς τῆς τοιχογραφίας μπορεῖ κάποιος νὰ γίνει μέτοχος τῆς ἐγγύτητας τοῦ ἁγίου Γέροντα πρὸς τὸν Χριστό. Ἀπὸ κάθε σημεῖο τοῦ Ναοῦ μπορεῖ ὁ πιστὸς νὰ αἰσθανθεῖ ὅτι τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ ἀπευθύνεται σὲ αὐτὸν προσωπικὰ καὶ σὲ ὅλους. Ὁ Κύριος κοιτάζει μὲ ἀγάπη «εἰς τέλος» μὲ ἀγαθότητα, μὲ ἄκρα ταπείνωση, καλώντας ὅλους τοὺς πιστοὺς σὲ προσωπικὴ κοινωνία μαζί Του. Στὴν εἰκόνα αὐτὴ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔδωσε ὅλο τὸν ἑαυτό του. Ἄδειασε τὸν ἑαυτό του γιὰ χάρη τῶν ἄλλων, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ὠφεληθοῦν ἔστω καὶ λίγοι ἐκπληρώνοντας ἔτσι τὴν
προσευχὴ τοῦ Γέροντός του, ὁσίου Σιλουανοῦ: Δέομαί Σου, ἐλεήμον Κύριε, ἵνα γνωρίσωσί Σε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ πάντες οἱ λαοὶ τῆς γῆς.[3]
Μερικὰ χρόνια ἀργότερα, ἀφοῦ εἶχε ἀπεικονίσει τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ καθὼς ἀκόμη ἀναζητοῦσε νὰ ἀποδώσει τὴ μορφὴ τοῦ Προσώπου μὲ τρόπο ἐπάξιο, ἔκανε ἕνα σχέδιο μὲ μολύβι γιὰ μιὰ νέα εἰκόνα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τοποθετηθεῖ στὸ τέμπλο τοῦ Ναοῦ ποὺ προαναφέρθηκε. Τὸ σχέδιο αὐτὸ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἡ κορωνίδα τῶν ἔργων του. Ἔχει τὴν πλησιέστερη ἔκφραση μὲ αὐτὴ ποὺ ζητοῦσε νὰ ἀποδώσει στὸν Χριστό. Ἡ ἀποτύπωση τῆς εἰκόνας στὸ ξύλο ὅμως, δὲν ἀπέδωσε μὲ τὴν ἴδια διαφάνεια τὸν αἰώνιο χαρακτήρα τοῦ Σωτῆρος. Ὡστόσο, ἡ εἰκόνα αὐτὴ στὸ τέμπλο τοῦ Ναοῦ τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ ἔχει κάτι ἰδιαίτερο. Κανένας φωτογραφικὸς φακὸς δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει τὴν Παρουσία ποὺ συνοδεύει τὴν εἰκόνα αὐτή.
Θὰ λέγαμε ὅτι ἡ ἀόρατη αὐτὴ διάσταση ὀφείλεται στὶς προσευχὲς ποὺ ἀπηύθυναν οἱ πιστοὶ πρὸς τὴν εἰκόνα στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου καὶ ἰδιαίτερα στὶς προσευχές τοῦ ὁσίου Γέροντος. Γενικὰ παρατηροῦμε ὅτι ἡ φωτογραφία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδώσει τὴν πραγματικὴ αἴσθηση καὶ διάσταση ποὺ ἔχει ἡ εἰκόνα αὐτή. Ἡ προσωπικὴ ἐμπειρία εἶναι ἀναντικατάστατη.
Ἐν τέλει, τὸ σχέδιο τῆς ἐν λόγῳ εἰκόνας παραμένει ἡ πιὸ βαθειὰ καὶ δυνατὴ ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Γέροντα. Μέσα ἀπὸ τὸ Πρόσωπο αὐτὸ ἂς ἀξιωθοῦμε νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ βρεθοῦμε ἐγγύτερα στὸν Δημιουργὸ καὶ Σωτήρα, Ἰησοῦ Χριστό, διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ ὁσίου θεράποντός Αὐτοῦ, Γέροντος Σωφρονίου.
[2]. Ο.π, σελ.98
[3]. Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 172018 p. 355

Τὸ Πρόσωπο τοῦ φωτός
Εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σωφρόνιο
Ἀδελφὴ Γαβριηλία