Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Karl Rahner: Οι εμπειρίες ενός καθολικού θεολόγου

 

Karl Rahner: Οι εμπειρίες ενός καθολικού θεολόγου

https://www.youtube.com/watch?v=Vthweqb97I4&t=3314s


Η διάλεξη δόθηκε το 1984, έξι εβδομάδες πριν από τον θάνατο του Rahner, σε μια εκδήλωση του Πανεπιστημίου του Freiburg για τα ογδοηκοστά γενέθλια του.

Μετά από τόσους επαίνους, άμεσους ή έμμεσους, αισθάνομαι κάπως αμήχανα τώρα που πρέπει να πάρω κι εγώ τον λόγο. Αλλά θα προσπαθήσω. Το πρόγραμμα αυτού του συνεδρίου ανακοινώνει ως θέμα μου: Εμπειρίες ενός καθολικού θεολόγου.

Δεν εννοώ με αυτό ούτε πολύ προσωπικές και οικείες εμπειρίες, οι οποίες ανήκουν σε μια πραγματική βιογραφία —την οποία ποτέ δεν θα γράψω— ούτε κατά κύριο λόγο εκκλησιαστικές, εκκλησιαστικοπολιτικές ή κληρικές εμπειρίες, που τις θεωρώ πολύ ασήμαντες για να τις αναφέρω σήμερα. Εννοώ εμπειρίες ενός θεολόγου —ή καλύτερα, ενός ανθρώπου που είχε αναλάβει την εντολή να είναι θεολόγος, αλλά δεν είναι βέβαιος αν στάθηκε αντάξιος αυτής της εντολής.

Ο προβληματισμός μου δεν απορρέει τόσο από την ανθρώπινη αδυναμία γενικά —αν και φυσικά και αυτό παίζει ρόλο— όσο από την υπερβολική απαίτηση που ενυπάρχει σε κάθε θεολογική προσπάθεια, επειδή αυτή πρέπει να μιλά για τον απερίγραπτο Θεό. Αν πρόκειται λοιπόν εδώ να μιλήσουμε για εμπειρίες, πρέπει εξ αρχής να τονιστεί ότι πρόκειται μεν για θεολογικές τοποθετήσεις, που επιδιώκουν κατά κάποιον τρόπο να έχουν και αντικειμενικό χαρακτήρα, αλλά στην επιλογή και την επεξεργασία τους δεν θέλουν να αρνηθούν την υποκειμενικότητα· αντίθετα, την αναγνωρίζουν και την αποδέχονται ανοιχτά.

Η πρώτη εμπειρία για την οποία θέλω να μιλήσω είναι η εξής: όλες οι θεολογικές διατυπώσεις, αν και με διάφορους τρόπους και σε διαφορετικό βαθμό, είναι αναλογικές διατυπώσεις.

Αυτό, καθεαυτό, είναι αυτονόητο για κάθε καθολική θεολογία· διατυπώνεται ρητά σε κάθε πλευρά της καθολικής θεολογίας, και ίσως από την εποχή του Erich Przywara να έχει καταστεί ακόμα πιο αυτονόητο για έναν θεολόγο. Αλλά πιστεύω ότι αυτή η αρχή στην πράξη ξεχνιέται ξανά και ξανά σε επιμέρους θεολογικές διατυπώσεις. Και το σοκ από αυτή τη λήθη είναι η εμπειρία για την οποία θέλω να προσπαθήσω να μιλήσω.

Θα ξεκινήσω με απλά λόγια. Μια πρωτόγονη, σχολική κατανόηση της έννοιας της αναλογίας είναι ότι ένας αναλογικός όρος χαρακτηρίζεται —πολύ απλοϊκά το λέω— από το γεγονός ότι μια διατύπωση για μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, μέσω αυτού του όρου, είναι μεν νόμιμη και αναπόφευκτη, αλλά ταυτόχρονα πρέπει κατά κάποιον τρόπο να αναιρεθεί, επειδή η απλή απόδοση του όρου στο πράγμα που υπονοείται, από μόνη της, χωρίς αυτή την ταυτόχρονη άρση, χωρίς αυτή την περίεργη και μυστηριώδη αιώρηση ανάμεσα στο «ναι» και το «όχι», θα παρερμήνευε το αληθινό αντικείμενο και, τελικά, θα οδηγούσε σε σφάλμα. Αλλά αυτή η μυστική και μυστηριώδης άρση, που είναι απαραίτητη για την αλήθεια μιας αναλογικής διατύπωσης, συνήθως δεν εκφράζεται καθαρά και ξεχνιέται.

Δεν είναι δυνατόν εδώ να αναπτυχθεί μια ολοκληρωμένη γνωσιοθεωρητική μεταφυσική των αναλογικών διατυπώσεων και ταυτόχρονα να αντικρουστεί η σχολικά αφελής άποψη, ότι ένας αναλογικός όρος είναι ένα υβριδικό μείγμα ανάμεσα σε έναν κανονικά μονοσήμαντο (univok) και έναν διφορούμενο (äquivok) όρο· ενώ στην πραγματικότητα, για μια αληθινή κατανόηση της αναλογίας, αυτή συνιστά μια θεμελιώδη βασική δομή της ανθρώπινης γνώσης. Αυτό που με ενδιαφέρει εδώ είναι η υποχώρηση της έννοιας, που ανήκει στην ουσία της αναλογίας, και η οποία ξεχνιέται πολύ συχνά —και ακόμη πιο συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη στην κάθε επιμέρους περίπτωση—, δηλαδή η άρνηση της απόλυτης κατοχύρωσης ενός εννοιολογικού περιεχομένου, ακόμη κι όταν αυτός εξακολουθεί να προβάλλεται.[Ο ΓΝΩΣΤΟΣ ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ ΣΗΜΑΙΝΟΝΤΟΣ ΣΗΜΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΟΦΑΤΙΚΗ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ]

Η Τέταρτη  Σύνοδος 
Λατερανού διακηρύσσει ρητά πως δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για τον Θεό από την πλευρά του κόσμου, δηλαδή από οποιοδήποτε δυνατό σημείο εκκίνησης της γνώσης μας, χωρίς να σημειώσουμε ταυτόχρονα τη ριζική αναντιστοιχία αυτής της θετικής διατύπωσης με την πραγματικότητα την οποία εννοεί. Όμως, στην πρακτική λειτουργία της θεολογίας το ξεχνάμε αυτό ξανά και ξανά. Μιλάμε για τον Θεό, για την ύπαρξή Του, για την προσωπικότητά Του, για τις τρεις υποστάσεις του Θεού, για την ελευθερία Του, για το θέλημά Του που μας δεσμεύει, και ούτω καθεξής.

Πρέπει βέβαια να το κάνουμε αυτό —δεν μπορούμε απλώς να σιωπούμε για τον Θεό—, αλλά δεν μπορούμε και απλώς να σιωπούμε, γιατί αυτό μπορούμε πραγματικά να το κάνουμε μόνο εφόσον πρώτα έχουμε μιλήσει. Όμως, όταν μιλάμε, ξεχνάμε συνήθως ότι κάθε τέτοια διατύπωση μπορεί να γίνει κάπως νόμιμα μόνο όταν ταυτόχρονα την αναιρούμε ξανά και ξανά. Πρέπει να αντέξουμε αυτή τη μυστηριώδη αιώρηση ανάμεσα στο "ναι" και στο "όχι", ως το αληθινό και μοναδικό σταθερό σημείο της γνώσης μας, και έτσι να αφήνουμε τις διατυπώσεις μας να βυθίζονται ξανά μέσα στην σιωπηλή απερίγραπτη φύση του ίδιου του Θεού.

Ακόμη κι αν οι θεωρητικές μας διατυπώσεις συμμερίζονται μαζί μας το υπαρξιακό μας πεπρωμένο: το πεπρωμένο της αγαπώσας και εμπιστευτικής παράδοσης του εαυτού μας στη μη-ανιχνεύσιμη διάθεση του Θεού, στην κρίση της χάρης Του, στη θεία Του ακαταληψία. Νομίζω, ελπίζω, ότι κανένας θεολόγος δεν θα αντιταχθεί σοβαρά σε όσα μόλις ειπώθηκαν ή σε ό,τι εννοείται με αυτά.

Όμως, πόσο λίγο αυτό —ακόμη κι αν υπάρχει— παραμένει απλώς μια τυπική πρόταση κάπου μέσα στη θεολογία μας! Πόσο λίγο αυτή η θεολογική αυτονόητη αρχή είναι κάτι που, όπως ένα πνευματικό ρεύμα, διαπερνά ριζικά και αμείλικτα ολόκληρη τη θεολογία μας με όλες τις διατυπώσεις της!

Πόσο συχνά οι διατυπώσεις μας —από τις πανεπιστημιακές έδρες, από τους άμβωνες, ακόμη και από τα ιερά δικαστήρια της Εκκλησίας— ηχούν με τέτοιον τρόπο, ώστε δεν γίνεται σαφές ότι διαποτίζονται από την τελική ταπεινότητα των πλασμάτων, η οποία γνωρίζει ότι μόνον Αυτός που μπορεί πραγματικά να μιλήσει για τον Θεό είναι Εκείνος που γνωρίζει πως κάθε λόγος είναι μόνο η τελευταία στιγμή πριν από εκείνη την μακαρία σιγή, η οποία ακόμη και τους ουρανούς της καθαρής θέασης του Θεού πρόσωπο με πρόσωπο γεμίζει.

Σίγουρα δεν είναι δυνατόν να προσθέτουμε κάθε φορά ρητά σε κάθε θεολογική διατύπωση ότι νοείται απλώς αναλογικά, και ότι μέσα σε αυτή τη διατύπωση υπάρχει στην πραγματικότητα μεγαλύτερη ανισότητα απ’ ό,τι η ρητά διατυπωμένη ισότητα. Αλλά θα έπρεπε στη θεολογία να γίνεται πιο αισθητό ότι δεν επιτρέπεται στις επιμέρους διατυπώσεις να ξεχνιέται αυτό που σε άλλο σημείο δηλώνεται γενικά και αφηρημένα: ότι δηλαδή όλοι οι θεολογικοί όροι είναι αναλογικοί. Αν επρόκειτο πραγματικά να εφαρμοστεί ριζικά αυτή η θεμελιώδης θεολογική αρχή, τότε θα έπρεπε να γίνεται φανερό στον ακροατή των θεολογικών διατυπώσεων πόσες τεράστιες διαστάσεις της θείας και κτιστής πραγματικότητας δεν εκπληρώνονται ουσιαστικά από αυτές τις διατυπώσεις, αλλά παραμένουν σιωπηλές, κενές.

Λέμε, για παράδειγμα: με τον θάνατο, ο άνθρωπος εισέρχεται στην οριστική του κατάσταση — στην ηθική του συγκρότηση, στη σχέση του με τον Θεό, παρουσιάζεται στο δικαστήριο του Θεού. Όλα αυτά είναι αληθινά. Αλλά μιλούν για την εννοούμενη πραγματικότητα είτε με τρόπο τυπικά αφηρημένο, είτε με συγκινητικά αφελείς εικόνες, και λένε απείρως λίγα για τη συγκεκριμένη της φύση. Σίγουρα δεν πρέπει να γεμίζουμε αυτά τα κενά της γνώσης και της πίστης μας με τις αφέλειες ενός σύγχρονου πνευματισμού.

Ούτως ή άλλως, διότι τέτοιες "συμπληρώσεις" καταλήγουν στην πράξη να είναι εξαιρετικά ανιαρές. Αλλά πρέπει να έχουμε επίγνωση ότι μέσω τέτοιων θεολογικών διατυπώσεων καθιστούμε φανερό και ταυτόχρονα αποκρύπτουμε ότι σε πολλά σημεία ανοίγουν για εμάς κενά που δεν γεμίζονται, παρόλο που οι ίδιες οι διατυπώσεις φαίνεται να είναι πλήρεις και να παραμένουν για εμάς άγνωστες.

Τι σημαίνει, για παράδειγμα, ουσιαστικά, ότι «ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει πάνω στα σύννεφα του ουρανού»; Τι σημαίνει ότι στην Ευχαριστία μας δίδεται αληθινά με σάρκα και αίμα; Τι σημαίνει ότι ο Πάπας είναι αλάνθαστος στις αποφάσεις εκ τής έδρας (ex cathedra); Τι σημαίνει ότι υπάρχει αιώνια κόλαση; Και γενικότερα: τι σημαίνει πραγματικά ότι, όντας απλώς ένα μικροσκοπικό κτιστό ον, ο άνθρωπος μπορεί να έχει ουσιαστική σχέση με την απέραντη, άρρητη πραγματικότητα του Θεού, πέρα από κάθε άπειρη απόσταση;[ΔΕΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕ!]

Στη θεολογία λέμε πολλά και μετά σταματάμε — και πιστεύουμε, σε αντίθεση με τις ίδιες μας τις θεμελιώδεις πεποιθήσεις, ότι τώρα πράγματι φτάσαμε στο τέλος και μπορούμε να σταματήσουμε· ότι οι λίγες διατυπώσεις που κάναμε είναι οι δηλώσεις που ικανοποιούν όλη τη μεταφυσική και υπαρξιακά ριζική δίψα — και όχι, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, μια υπενθύμιση ότι με όλες αυτές τις διατυπώσεις δεν κάναμε τίποτα άλλο παρά να οδηγηθούμε σε εκείνη την άλυτη απορία, που σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο στη Β΄ Κορινθίους 4,8 χαρακτηρίζει την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου.

Δεν θέλω, ούτε μπορώ, εδώ να μιλήσω εκτενέστερα για την ακαταληψία του Θεού και επομένως για το αληθινό αντικείμενο της θεολογίας. Θέλω απλώς να καταθέσω την εμπειρία, ότι ο θεολόγος γίνεται πραγματικά θεολόγος μόνο εκεί όπου δεν εφησυχάζει νομίζοντας ότι μιλά καθαρά και διαφανώς, αλλά όπου βιώνει και μαρτυρεί, συγχρόνως έντρομος και μακάριος, την αναλογική αιώρηση ανάμεσα στο "ναι" και στο "όχι" απέναντι στην ακατανόητη φύση του Θεού.

Και θέλω απλώς να ομολογήσω ότι εγώ, ως ένας φτωχός, μεμονωμένος θεολόγος, μέσα σε όλη μου τη θεολογική εργασία, σκέφτομαι πολύ λίγο αυτή την αναλογικότητα όλων των διατυπώσεών μου. Μένουμε υπερβολικά προσκολλημένοι στο να μιλάμε "για το αντικείμενο" και ξεχνάμε, μέσα σε όλο αυτόν τον λόγο, το ίδιο το αντικείμενο για το οποίο μιλάμε.

Μια δεύτερη εμπειρία, που προκύπτει αυτονόητα από την προηγούμενη, είναι η εξής: ότι μέσα στη θεολογία μας, στην πράξη, συχνά ή σχεδόν πάντα ξεχνάμε το ίδιο το κέντρο του πράγματος για το οποίο θα έπρεπε να μιλάμε.

Από τη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού και μετά, πράγματι, γίνεται συχνά λόγος για την ιεραρχία των αληθειών του χριστιανικού μηνύματος. Τεμπέληδες και κοντόφθαλμοι θεολόγοι καταφεύγουν εύκολα σε αυτήν, όταν έρχονται σε δύσκολη θέση σε κάποια επί μέρους θεολογικά ζητήματα. Τότε λένε —για να ξεφύγουν— πως σε αυτό ή εκείνο το επιμέρους ζήτημα δεν έχει και τόση σημασία τι είναι αληθινό και τι όχι.

Αλλά τι είναι πραγματικά το κέντρο του χριστιανικού μηνύματος, δεν είναι ότι δεν το σκεφτόμαστε καθόλου – αλλά το σκεφτόμαστε πολύ λιγότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Φυσικά, και δικαίως, μπορεί να ειπωθεί πως το κέντρο είναι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, ο εσταυρωμένος και αναστημένος, από τον οποίο άλλωστε προερχόμαστε και φέρουμε το όνομά μας ως Χριστιανοί. Αλλά αν αυτό είναι αληθινό και πρόκειται όντως να λειτουργήσει σωστά, τότε πρέπει να ειπωθεί με ακρίβεια γιατί και πώς αυτός ο Ιησούς είναι Εκείνος στον οποίο μπορεί κανείς και πρέπει να εμπιστευθεί αποκλειστικά — στη ζωή και στον θάνατο.

Αλλά τι πρέπει να απαντήσει κανείς σε αυτήν την ερώτηση, αν η απάντηση δεν είναι η εξομολόγηση ότι η ουσιαστική αυτοεπικοινωνία του άπειρου Θεού, πέρα από κάθε κτιστή πραγματικότητα και πέρα από κάθε πεπερασμένο θεϊκό δώρο, είναι αυτό που μας προσφέρεται, υποσχέθηκε και εγγυήθηκε μέσω του Ιησού — και μόνο μέσω αυτού; Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε η πραγματικότητα του Ιησού, επειδή παραμένει, όπως και το μήνυμά του, εντός του πεπερασμένου και του ενδεχομενικού, μπορεί ίσως να θεμελιώσει μία θρησκεία —ίσως και την καλύτερη—, δηλαδή τη θρησκεία του Ιησού, αλλά δεν μπορεί να είναι η απόλυτη θρησκεία, που μπορεί να θεωρηθεί στα σοβαρά ως πρόταση για κάθε άνθρωπο.

Για μένα, λοιπόν, το αληθινό και μοναδικό κέντρο του Χριστιανισμού και του μηνύματός του είναι η πραγματική αυτοεπικοινωνία του Θεού, στη δική Του πιο αυθεντική πραγματικότητα και δόξα, προς το κτιστό ον· είναι η ομολογία στην πιο απίθανη αλήθεια, ότι ο ίδιος ο Θεός —με την άπειρη πραγματικότητα, δόξα, αγιότητα, ελευθερία και αγάπη Του— μπορεί πραγματικά, χωρίς μείωση, να φτάσει μέσα στην ίδια την κτιστότητα της ύπαρξής μας. Και όλα τα υπόλοιπα που προσφέρει ή απαιτεί ο Χριστιανισμός είναι, σε σύγκριση με αυτό, απλώς προσωρινά ή δευτερεύουσες συνέπειες.

Φυσικά, αυτό που εννοώ μπορεί να εκφραστεί και με άλλον τρόπο.


Αν το αρνιόμουν, θα αντέφασκα σε όσα μόλις είπα για την αναλογικότητα όλων των θεολογικών διατυπώσεων. Όμως για μένα, κάθε ακόμη και ο πιο ευσεβής "Ιησουανισμός" —ως δέσμευση για τη δικαιοσύνη και την αγάπη στον κόσμο—, κάθε ανθρωπισμός που προσπαθεί να "χρησιμοποιήσει" τον Θεό για τον άνθρωπο και δεν ρίχνει τον άνθρωπο μέσα στην άβυσσο του ίδιου του Θεού, είναι μια θρησκεία ενός ανεξήγητα μετριοπαθούς ανθρωπισμού, η οποία μάς είναι απλώς απαγορευμένη μπροστά στην τρομακτική δύναμη της αγάπης του Θεού, με την οποία ο ίδιος ο Θεός εκτίθεται από τον εαυτό του. Είτε θέλουμε τα πάντα —τον ίδιο τον Θεό στην καθαρή Του θεότητα— είτε είμαστε καταδικασμένοι, δηλαδή θαμμένοι στο κελί της δικής μας περατότητας.

Φυσικά, στην καθολική θεολογία μπορεί να γίνει η εικασία κατά πόσο μια "καθαρή φύση" θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη και ολοκληρωμένη από μόνη της, υπό την μακρινή κυριαρχία του Θεού. Αλλά στην πραγματικότητα, η κατάσταση είναι τέτοια λόγω της αμείλικτης φύσης της χάρης, ώστε είτε ασφυκτιούμε μέσα στην περατότητά μας, είτε φτάνουμε εκεί όπου είναι ο ίδιος ο Θεός.

Μπορεί βέβαια κάποιος να ισχυριστεί με νηφαλιότητα ότι —εκτός ίσως από μερικούς αγίους— αυτή η δίψα για το απόλυτο, η αμείλικτη επιταγή του απόλυτου, η έκσταση του πεπερασμένου πνεύματος προς τον Θεό δεν βρίσκεται στους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους.[ΔΕΝ ΤΟΥ ΦΤΑΝΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΛΥΤΟΣ]

Αλλά ακόμη κι αν η θεολογία, όπως την ασκούμε, σκέφτεται συνήθως μόνο το πώς θα φτάσουν οι εκκλησιαστικά και μυστηριακά "φροντισμένοι" άνθρωποι ενώπιον του ίδιου του Θεού, θα έπρεπε αυτή η θεολογία να στοχάζεται πολύ περισσότερο πάνω στο πώς μπορεί κανείς να φανταστεί, έστω κατά προσέγγιση, την οδύσσεια όλων των ανθρώπων — ακόμα και των πιο πρωτόγονων πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια, ακόμα και των μη χριστιανών και των άθεων — κατά τρόπον ώστε αυτή η οδύσσεια να καταλήγει στον ίδιο τον Θεό.

Μπορεί κανείς φυσικά να πει —και το νιώθω αυτό κάπως φτηνό και βολικό— ότι αυτό το θείο και αληθινό σωτήριο γεγονός, το οποίο είναι δυνατό για όλους τους ανθρώπους, σε κάθε εποχή και τόπο, πραγματώνεται μέσω δρόμων που μόνο ο Θεός γνωρίζει. Αυτό είναι τόσο αληθινό, ώστε κι εγώ ο ίδιος, σύμφωνα με όλη τη χριστιανική θεολογία, οφείλω να το αφήσω τελικά στην ανεξιχνίαστη ελευθερία του Θεού, από ποιες ρωγμές μέσα στο τρομακτικό μπετόν του εγωισμού μας καταφέρνει να εισχωρήσει η λυτρωτική Του αγάπη.

Όμως σε μια εποχή, όπου το Χριστιανισμό πρέπει και μπορεί κανείς πραγματικά να τον διαμορφώσει με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να προσφερθεί σε όλους τους ανθρώπους, σε όλες τις κουλτούρες και σε όλους τους καιρούς, και να μπορεί να γίνει στα σοβαρά η δική τους θρησκεία, τότε πρέπει πράγματι να στοχαστούμε πάνω στο λεγόμενο "ανώνυμο χριστιανισμό", όπου κι αν εμφανίζεται και σε κάθε εποχή — ακόμη κι αν προσωπικά δεν με ενδιαφέρει ο ίδιος ο όρος, που είναι τόσο αμφισβητήσιμος.

Ίσως να είναι —ποιος ξέρει— μια τρομακτική αλαζονεία του κτιστού ανθρώπου, όταν ένα άτομο δεν θέλει να σωθεί, εκτός αν δει και τον πλησίον του να σώζεται. Αλλά μπορεί επίσης να είναι μια εξευγενισμένη και, τελικά, απαιτούμενη από κάθε χριστιανό πράξη αγάπης προς τον πλησίον, όταν ελπίζει για τον εαυτό του μόνο μέσα στην ελπίδα για όλους, και γι’ αυτό σκέφτεται επίσης πώς η χάρη του Θεού —που τελικά είναι ο ίδιος ο Θεός στην αυτοεπικοινωνία Του— έχει πραγματικά εκχυθεί σε κάθε σάρκα, και όχι μόνο σε μερικούς που φέρουν τα μυστήρια ως σφραγίδα.

Πιστεύω πως δεν είναι απαγορευμένο σε έναν χριστιανό θεολόγο να αισθάνεται, με μια ορισμένη έννοια, δευτερεύον το θέμα της αμαρτωλότητας του ανθρώπου και της συγχώρησης από καθαρή χάρη, σε σύγκριση με το θέμα της ριζικής αυτοεπικοινωνίας του Θεού. Όχι βέβαια σαν να μην είμαστε διαρκώς εγκλωβισμένοι αμαρτωλοί στον εγωισμό μας. Ούτε σαν να μη χρειαζόμαστε τη συγχωρητική χάρη του Θεού, την οποία πρέπει να δεχτούμε χωρίς κανενός είδους αξίωση, ως καθαρή χάρη.

Ούτε φυσικά σαν να μην είναι αυτονόητο ότι η αυτοεπικοινωνία του Θεού συμβαίνει πάντοτε, στην πράξη, με τρόπο συγχωρητικό. Ούτε ότι η ριζική εμπειρία της —από τη δική μας πλευρά— απελπιστικά αμαρτωλής ύπαρξης, μέσα στην οποία αρχικά βιώνουμε και την ελευθερία μας, δεν είναι η συγκεκριμένη κατάσταση από την οποία ο άνθρωπος, σύμφωνα με τη χριστιανική εμπειρία όλων των εποχών, αρχίζει να αναζητά αληθινά τον Θεό.

Αλλά όταν σήμερα βλέπουμε πόσο δύσκολα γίνεται κατανοητή από τους ανθρώπους η δικαίωση ως συγχώρηση των αμαρτιών, και εφόσον, για έναν καθολικό θεολόγο, ο Θεός και η υπόσχεσή Του προς τον άνθρωπο είναι —όπως κι αν το κατανοήσει κανείς πιο αναλυτικά— καθαρή χάρη ήδη πριν από κάθε αμαρτία, καθαρό, απρόσμενο θαύμα του Θεού, ο οποίος ξοδεύει τον εαυτό Του και μετατρέπει την περιπέτεια αυτής της αγάπης σε ίδια Του ιστορία, τότε νομίζω ότι είναι απολύτως θεμιτό να θεωρείται η αυτοεπικοινωνία του Θεού προς το κτιστό όν ως πιο κεντρικό θεολογικό θέμα από την αμαρτία και τη συγχώρηση.

Ξέρω ότι μια τέτοια φράση είναι βαθιά προβληματική, ιδιαίτερα αν κριθεί υπό το πρίσμα της Αγίας Γραφής. Όμως εφόσον δεν μπορούμε να σκεφτούμε για την αμαρτία παρά μόνο εντός της διάστασης της θεϊκής αγάπης προς τον αμαρτωλό, υπάρχει τουλάχιστον ο κίνδυνος της ύβρεως, δηλαδή να πάρουμε πολύ στα σοβαρά την αμαρτία και να ξεχάσουμε ότι ίσως αυτό που μάς τρομάζει περισσότερο στη φρίκη της ανθρώπινης ιστορίας δεν είναι τόσο η ίδια η αμαρτία υπό την έννοια της ενοχής ενώπιον του Θεού, αλλά περισσότερο το αποτέλεσμα της ανθρώπινης κτιστότητας: της αθώας του βλακείας, της αδυναμίας και της παρορμητικότητάς του.

Και γι’ αυτό, νομίζω πως —από καθαρά χριστιανική σκοπιά και όχι από κάποιον φαντασμένο ουμανισμό— είναι θεμιτό η πίστη στην αυτοεπικοινωνία του Θεού μέσα από ελεύθερη χάρη να προηγείται κάπως της ομολογίας της αμαρτωλότητας του ανθρώπου.

Η ιστορία της συνείδησης της πίστης αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι μέσα σε αυτή τη συνείδηση λαμβάνουν χώρα ιστορικές εξελίξεις, αλλαγές και μετατοπίσεις έμφασης. Από την εποχή του ιστορισμού και μετά, αυτό δεν είναι μόνο κάτι που απλώς συμβαίνει ή υφίσταται κανείς παθητικά· είναι πλέον και ρητά συνειδητοποιημένο. Συνεπώς, μπορεί κανείς σήμερα να διεκδικήσει με επίγνωση το δικαίωμα για τέτοιες μετατοπίσεις έμφασης, χωρίς να αφήνεται να αποπροσανατολίζεται από μια στείρα επίκληση της λεγόμενης "παράδοσης".

Μπορεί δηλαδή κανείς να υποστηρίξει βάσιμα ότι μέσω τέτοιων μετατοπίσεων καθίσταται το χριστιανικό μήνυμα πιο πειστικό και αποτελεσματικό στη σημερινή εποχή.

Στο πλαίσιο των σημερινών μας σκέψεων, το ζήτημα δεν είναι πρωτίστως να περιγράψουμε "αντικειμενικά" τη χριστιανική πραγματικότητα, αλλά να μιλήσουμε για κάποια εμπειρία — η οποία, φυσικά, είναι πολύ υποκειμενική — που κάποιος έχει κάνει από αυτήν την πραγματικότητα.

Έτσι, ας ομολογηθεί εδώ, έστω και με κάποια επιφυλακτικότητα, ότι στη δική μου θεολογία, με έναν τρόπο που είναι ασφαλώς πολύ προβληματικός, το θέμα της αμαρτίας και της συγχώρησης των αμαρτιών βρίσκεται λίγο στο παρασκήνιο σε σχέση με το θέμα της αυτοεπικοινωνίας του Θεού. Αλλά αν το παραδεχτεί κανείς αυτό, και δεχτεί επίσης ότι δεν είναι δυνατόν να βιώσει στην προσωπική του, περιορισμένη υποκειμενικότητα όλες τις εμπειρίες που είναι δυνατές για έναν χριστιανό, τότε μπορεί κάλλιστα να ρωτήσει αυτόν που τον επικρίνει, αν και ο ίδιος, στη δική του αναπόφευκτα υποκειμενική θεολογία, δεν πρέπει να αποδεχθεί κάποια κενά, προκειμένου να μπορέσει να διατυπώσει με σαφήνεια αυτό που θεωρεί ουσιώδες.

Ας προστεθεί και μια τρίτη εμπειρία, εξίσου αυθαίρετα επιλεγμένη: Όταν ένας θεολόγος ήταν παλαιότερα μοναχός, δηλαδή μέλος μιας πνευματικά διαμορφωμένης οικογένειας, η θεολογία του ήταν πολύ άμεσα και απτά διαποτισμένη από μια συγκεκριμένη "θεολογία του τάγματός του". Τα μεγάλα μοναχικά τάγματα — όπως οι Βενεδικτίνοι, οι Δομινικανοί, οι Φραγκισκανοί και οι Ιησουίτες — είχαν το καθένα τη δική του θεολογία, διαμορφωμένη και στοχαστικά συνειδητοποιημένη ως τέτοια.

Καλλιεργούσαν αυτή τη θεολογία, τη διέκριναν από τις άλλες. Είχαν εγκριθεί από την Εκκλησία, είχαν τους δικούς τους μεγάλους δασκάλους και "σχολάρχες" της Εκκλησίας. Και ήταν υπερήφανοι για τη δική τους, ιδιαίτερη θεολογική παράδοση.

Κατ’ αρχήν δεν υπάρχει τίποτα το επιλήψιμο σε αυτή την ποικιλομορφία, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι διαφορές δεν οδηγούν —όπως συνέβαινε συχνά παλαιότερα— σε πεισματάρικες και παραταξιακές σχολαστικές διαμάχες, όπου προσφέρονταν περισσότερα λόγια παρά νόημα. Σήμερα, πιστεύω, αυτό δεν είναι πλέον δυνατό όπως παλιά.

Από την πλευρά του τάγματός μου, θα έπρεπε, θεωρητικά, να είμαι υποστηρικτής της λεγόμενης Scientia Media (μέση γνώση), και από αυτήν τη σκοπιά να απορρίπτω και να πολεμώ τη διδασκαλία περί χάρης του θωμισμού, όπως αυτή εκπροσωπήθηκε στην εποχή του Μπαρόκ.

Όμως τέτοιες σαφώς διαμορφωμένες "θεολογίες ταγμάτων" σήμερα πια μάλλον δεν υπάρχουν, ούτε είναι πλέον δυνατόν να υπάρχουν. Οι σημερινές θεολογικές ερωτήσεις, το υλικό με το οποίο οφείλουμε να εργαζόμαστε, το βάρος της σύγχρονης βιβλικής θεολογίας, τα αποτελέσματα μιας πιο αντικειμενικής ιστορίας των δογμάτων και της θεολογίας, καθιστούν απλώς αδύνατο για έναν λογικό άνθρωπο να είναι, ως μοναχός, απλός οπαδός μιας παλαιάς και παραδεδομένης σχολικής θεολογίας του τάγματός του.

Οι πραγματικές διαφορές που υπάρχουν σήμερα στη θεολογία —και που πράγματι υπάρχουν, ίσως περισσότερο από ποτέ— δεν ακολουθούν πλέον τα παραδοσιακά "τάγματα" ή "σχολές", αλλά τις διασχίζουν οριζόντια.

Αυτό όμως, όσο αυτονόητο κι αν είναι, δεν σημαίνει καθόλου ότι η θεολογία ενός μοναχού δεν έχει να κάνει με την ιδιοτυπία της ζωής και της πνευματικότητας του τάγματός του. Εγώ, για παράδειγμα, ελπίζω ότι ο μεγάλος μου πατέρας Ιγνάτιος Λογιόλα θα αναγνωρίζει ότι μέσα στη θεολογία μου διακρίνεται, έστω και ελάχιστα, κάτι από το πνεύμα του και τη δική του πνευματικότητα. Τουλάχιστον, το ελπίζω.

Μάλιστα, είμαι της —ίσως λίγο αλαζονικής— άποψης ότι σε ορισμένα σημεία βρίσκομαι πιο κοντά στον Ιγνάτιο, απ’ ό,τι η μεγάλη ιησουίτικη θεολογία της εποχής του Μπαρόκ, η οποία δεν απέδωσε πάντα επαρκώς —ούτε καν σε ουσιώδη σημεία— αυτό που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει "υπαρξιστική νομιμότητα" της σκέψης του Ιγνατίου.

Όταν ο κομμουνιστής Ιγνάτιος Σιλόνε, σε μια παλαιότερη επέτειο των γενεθλίων μου, μου αφιέρωσε ένα από τα βιβλία του με τη χειρόγραφη αφιέρωση: Unum in Unas Be: Libertas (Ένα σε πολλές ευλογίες: Ελευθερία), τότε ως Ιησουίτης μπορώ ίσως να σκεφτώ ότι στο νηφάλιο και μεγαλοπρεπές τελικό προσευχητάριο των Πνευματικών Ασκήσεων του Ιγνατίου, εκεί όπου παραδίδεται ολοκληρωτικά και ανεπιφύλακτα στον Θεό, η ελευθερία προηγείται της "αυγουστίνειας" τριάδος: μνήμη, νόηση, θέληση. Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι απλώς τυχαία επιλογή λέξεων ή ρητορικό σχήμα.

Δεν πιστεύω, πάντως, ότι η παραδοσιακή ιησουίτικη θεολογία το (δηλ. το πνεύμα του Ιγνατίου) έλαβε ποτέ πραγματικά στα σοβαρά. Ούτε γνωρίζω αν στη δική μου θεολογία τα πράγματα έχουν πάει έστω και λίγο καλύτερα — αλλά ίσως το προσπάθησα τουλάχιστον κάπως. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και ως Ιησουίτης, δεν αισθάνομαι δεσμευμένος από κάποια στενή σχολαστική θεολογία, και ακόμη λιγότερο από κάποια συγκεκριμένη σχολή φιλοσοφίας.

Ωστόσο, γενικά πάντα εκτιμούσα περισσότερο τη θωμιστική φιλοσοφία όπως ερμηνεύθηκε από τον Maréchal από ό,τι τον "Ζοαρεσιανισμό" (Zoaresianismus), μέσα στον οποίο ανατράφηκα αρχικά. Φυσικά, μπορεί κανείς να προσάψει σε μια τέτοια σύγχρονη φιλοσοφία και θεολογία —όπως προσπάθησα να την ασκήσω— ότι δεν ξεπέρασε ποτέ τον εκλεκτικισμό. Αλλά πού υπάρχει στον κόσμο μια συστηματική φιλοσοφία ή θεολογία, που να μην μπορεί να κατηγορηθεί για εκλεκτικισμό, αφού αποδεδειγμένα αντλεί από ποικίλες πηγές;

Και πώς θα μπορούσε κανείς σήμερα να ασκήσει θεολογία διαφορετικά, παρά μόνο μέσα από τη μεγαλύτερη δυνατή αντιπαραβολή και διάλογο με όλη την αδιανόητα διαφοροποιημένη πολυμορφία των ανθρωπιστικών επιστημών; Πώς λοιπόν μπορεί μια τέτοια θεολογία, που προσπαθεί να ακούει παντού και να μαθαίνει από παντού, να αποφύγει την κατηγορία του εκλεκτικισμού;

Φυσικά, γνωρίζω ότι στη θεολογία μου πιθανόν πολλά από όσα έχω πει δεν συνδυάζονται καθαρά και με συνοχή. Γιατί ο άνθρωπος, μέσα στον αρχικό πλουραλισμό των πηγών της γνώσης του, δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει διαρκώς μια επαρκή και συνεπή αναστοχαστική συνοχή των θεωρητικών του διατυπώσεων.

Ένας θεολόγος λοιπόν δεν μπορεί παρά να ζητήσει από τους φίλους και τους επικριτές του να προσεγγίσουν τη θεολογία του με ευγενική επιείκεια, να λαμβάνουν περισσότερο υπόψη τις προθέσεις, τις τάσεις και τα ερωτήματα, παρά τα λεγόμενα "αποτελέσματα", τα οποία δεν μπορούν ποτέ να είναι πραγματικά οριστικά.

Μια τέταρτη και τελευταία εμπειρία, αν και ίσως περιέχεται ήδη στις προηγούμενες, και σίγουρα δεν είναι η σημαντικότερη για τη θεολογία, είναι η αναντιστοιχία της θεολογίας με τις άλλες επιστήμες.

Δεν εννοώ εδώ κάποιο λεπτό ερώτημα της θεολογικής γνωσιολογίας ή επιστημολογίας γενικά. Εννοώ το απλό γεγονός ότι εγώ ο ίδιος, από όλα όσα υπάρχουν ως γνώση και εμπειρία του ανθρώπου στις επιστήμες, στην ποίηση, στη μουσική, στις καλές τέχνες και ακόμη και στην ίδια την ιστορία της ανθρωπότητας, έχω βιώσει στην πραγματικότητα μόνο ένα απελπιστικά μικρό μέρος.

Και το ξέρω αυτό —παρόλο που ως θεολόγος, στην ουσία, θα έπρεπε να τα γνωρίζω όλα αυτά. Γιατί αν δεν εργάζομαι απλώς με έναν αφηρημένο όρο "Θεός", αλλά θέλω να Τον προσεγγίσω τον ίδιο, τότε δεν θα έπρεπε τίποτα από όσα μαρτυρούν την αποκάλυψή Του ως Δημιουργού και Κυρίου της Ιστορίας να μου είναι αδιάφορο.

Φυσικά, κάποιος μπορεί να πει ευσεβώς ότι όλα όσα είναι αναγκαία για τη σωτηρία μου βρίσκονται στη Γραφή, και ότι δεν χρειάζομαι να γνωρίζω τίποτε πέραν αυτής. Αλλά αν πρέπει να αγαπώ τον Θεό για τον ίδιο και όχι απλώς για τη σωτηρία μου, για να Τον βρω αληθινά, τότε δεν μπορώ να περιορίσω το ενδιαφέρον μου μόνο στη Γραφή.

Τότε ό,τι στην κτιστή πραγματικότητα μαρτυρεί τον Θεό είναι ουσιαστικό και για τον ίδιο τον θεολόγο, ο οποίος καλείται διανοητικά να "σπάσει" τον ψευδή εγωισμό της σωτηριολογίας.

Όμως από όλα αυτά που θα ήθελα να ξέρω, δεν γνωρίζω σχεδόν τίποτα.

Όλες οι ανθρώπινες εμπειρίες στις επιστήμες, στις τέχνες, στα ιστορικά γεγονότα μιλούν για τον Θεό, και ο μεμονωμένος θεολόγος δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτε από αυτές. Γι’ αυτό και η θεολογία του, παρά το υπαρξιακό πάθος που τόσο συχνά επικαλείται, είναι τόσο αφηρημένη, τόσο άχρωμη, τόσο αποκομμένη από αυτό που δείχνει τι είναι ο κόσμος και τι είναι ο άνθρωπος.

Βέβαια, ο θεολόγος έχει τελικά μόνο ένα πράγμα να πει. Αλλά αυτό το ένα πράγμα θα έπρεπε να είναι γεμάτο από την κρυφή ουσία όλης της πραγματικότητας.

Κι όμως, κάθε φορά που ανοίγω ένα βιβλίο από κάποια από τις σύγχρονες επιστήμες, με κυριεύει ως θεολόγο ένας ατελής πανικός. Δεν γνωρίζω τα περισσότερα από όσα γράφονται εκεί. Και συνήθως δεν μπορώ καν να καταλάβω με ακρίβεια τι διαβάζω.

Και έτσι, αισθάνομαι ως θεολόγος κάπως εκτεθειμένος. Η χλωμή αφαιρετικότητα και το κενό των θεολογικών μου όρων μού γίνεται τρομακτικά αισθητή. Λέω: ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό — αλλά τι είναι ο κόσμος, σχεδόν δεν ξέρω.

Και γι’ αυτό ο όρος "δημιουργία" μένει και αυτός παράξενα κενός.

Λέω ως θεολόγος: ο Ιησούς είναι, ακόμη και ως άνθρωπος, ο Κύριος της Δημιουργίας. Και μετά διαβάζω ότι το σύμπαν εκτείνεται σε δισεκατομμύρια έτη φωτός — και αναρωτιέμαι έντρομος: τι σημαίνει στ’ αλήθεια αυτή η θεολογική διατύπωση;

Ο Παύλος ήξερε ακόμη σε ποια σφαίρα ήθελε να τοποθετήσει τους αγγέλους. Εγώ δεν το ξέρω. Αναρωτιέμαι με τρόμο μήπως η αιώνια βασιλεία του Θεού είναι σε μεγάλο μέρος της —ίσως κατά το ήμισυ— γεμάτη από ψυχές που δεν έφτασαν ποτέ σε μια προσωπική ιστορία ζωής, επειδή, σύμφωνα με τη συνήθη εκκλησιαστική διδασκαλία, η προσωπική, πνευματική και αθάνατη ψυχή δίδεται ήδη με τη γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο, ενώ από την άλλη είναι αδιανόητο να φανταστεί κανείς πώς οι αναρίθμητες φυσικές αποβολές εναρμονίζονται με μια —έστω και στοιχειώδη— προσωπική ιστορία ελευθερίας.

Αναρωτιέμαι επίσης πώς θα μπορούσε κανείς να φανταστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια την πρωταρχική ανθρωπότητα, πριν από δύο εκατομμύρια χρόνια, ως τα πρώτα υποκείμενα μιας ιστορίας σωτηρίας και αποκάλυψης — και δεν έχω κάποια ξεκάθαρη απάντηση.

Αφήνω τον εαυτό μου να διδαχθεί από την κοσμική ανθρωπολογία, η οποία επισημαίνει ότι η διάκριση σώματος και ψυχής πρέπει να γίνεται με μεγαλύτερη επιφύλαξη και παραμένει προβληματική· και για αυτό δεν μπορώ πλέον να ερμηνεύσω τόσο δυϊστικά τη διδασκαλία της Humani Generis, ότι δηλαδή το ανθρώπινο σώμα προέρχεται από το ζωικό βασίλειο, αλλά η ψυχή δημιουργείται από τον Θεό — όπως αυτή η διδασκαλία ακούγεται εκ πρώτης όψεως.

Αναρωτιέμαι τι πραγματικό νόημα έχει το αν ένας Πάπας μπορεί να πάψει να είναι Πάπας λόγω μιας αρρώστιας που τον καθιστά ανίκανο προς διάκριση και απόφαση. Και θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ ακόμη με παρόμοια προβλήματα, τα οποία οι σύγχρονες επιστήμες θέτουν ενώπιον της θεολογίας, χωρίς η τελευταία να έχει ήδη δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις — ή ίσως καν να μπορεί να τις δώσει ποτέ.

Αλλά, τουλάχιστον, η θεολογία θα έπρεπε να στοχαστεί γιατί, και με ποιο δίκιο, μπορεί να μιλά ταπεινά, λέγοντας ότι δεν είναι σε θέση να λύσει όλες τις ερωτήσεις που έχει ένας άνθρωπος στο πνεύμα και την καρδιά του.

Για παράδειγμα: τι γίνεται με τη σταθερότητα της ανθρώπινης φύσης, την οποία προϋποθέτει η εκκλησιαστική διδασκαλία για τον φυσικό ηθικό νόμο, όταν εντάξουμε την ανθρώπινη ύπαρξη με την εξελικτικά διαμορφωμένη και μεταβαλλόμενη γενετική της υπόσταση μέσα στην εξελικτική ιστορία;

Δεν τρομάζει κανείς μερικές φορές από τον τόνο της εκκλησιαστικής ηθικής διδασκαλίας, με την απόλυτη σαφήνεια και αμεταβλητότητά της, που όμως δεν βρίσκει εύκολα κανείς στο ίδιο το ανθρώπινο ον;

Ο θεολόγος μπορεί και πρέπει, μέσα σε αυτήν την κατάσταση, να είναι προσεκτικός και ταπεινός. Αλλά πρέπει παρά ταύτα να έχει το θάρρος να εκφράσει το μήνυμά του και να σταθεί στη δική του πεποίθηση.

Ίσως ο θεολόγος να μπορεί να παρηγορηθεί κάπως με την παρατήρηση ότι ούτε στους ίδιους τους φυσικούς επιστήμονες επιτυγχάνεται μια σαφής σύνθεση ανάμεσα σε όσα αυτοί μεθοδολογικά προϋποθέτουν ως επιστήμονες και σε εκείνα που, παρά τον επιστημονικό μονισμό τους, βιώνουν εντός τους —όπως την ελευθερία, την ευθύνη και το αίσθημα ερωτήματος που υπερβαίνει τα επιμέρους.

Έτσι, όταν ο θεολόγος βιώνει πικρά την εμπειρία της άγνοιάς του, τότε θα μπορούσε, αν αποδεχτεί αυτή την εμπειρία με θάρρος και ειλικρίνεια, να αποτελέσει παράδειγμα και κίνητρο και για τις άλλες επιστήμες, ώστε κι αυτές να ασκηθούν μέσα από την ίδια στάση ταπεινότητας και αυτοπεριορισμού. Τότε, οι εντάσεις ανάμεσα στις επιστήμες, όχι μόνο δεν θα καταργηθούν, αλλά — ακριβώς επειδή θα αναγνωριστούν — ίσως και να οξυνθούν, όμως ο αναπόφευκτος διάλογος ή ακόμη και η αντιπαράθεση μεταξύ των επιστημών και με τη θεολογία θα μπορούσε να περικλείεται από εκείνη την ειρήνη που μπορεί να επικρατεί ανάμεσα σε εκείνους που όλοι τους, καθένας με τον τρόπο του, διαισθάνεται και υποφέρει το Μυστήριο, αυτό που ονομάζουμε Θεό.

Θα υπήρχαν φυσικά πολλές ακόμη εμπειρίες να διηγηθώ, και αυτές που ανέφερα σίγουρα δεν είναι οι πιο σημαντικές.

Θα μπορούσα να μιλήσω για τις εμπειρίες μου με συναδέλφους μου στα Πανεπιστήμια του Ίνσμπρουκ, του Μονάχου και του Μύνστερ. Θα μπορούσα να διηγηθώ εμπειρίες από τα 62 χρόνια μου στο Τάγμα των Ιησουιτών. Θα μπορούσα να ξεθάψω ευχάριστες και λιγότερο ευχάριστες αναμνήσεις από ρωμαϊκές εμπειρίες — και ούτω καθεξής.

Η ζωή είναι πλούσια, ακόμη κι αν με την ηλικία χάνεται πίσω από την ομίχλη της λήθης.

Αλλά τώρα θα ήθελα να δοκιμάσω να πω κάτι για μια εμπειρία που βρίσκεται πέρα ή ενάντια σε όλες όσες ανέφερα ως τώρα — και γι’ αυτό δεν μπορεί να συνυπολογιστεί μαζί τους.

Θα ήθελα να πω κάτι για την εμπειρία της αναμονής του Επερχόμενου.

Όταν εμείς οι Χριστιανοί ομολογούμε την αιώνια ζωή, που θα μας δοθεί, τότε αυτή η αναμονή του Επερχόμενου είναι αρχικά ένα ιδιαίτερα παράδοξο πράγμα.

Συνήθως, μιλά κανείς για την ελπίδα της αιώνιας ζωής με έναν τόνο λιβανωτού και ευσεβούς στόμφου — και είναι μακριά από μένα κάθε διάθεση να το επικρίνω αυτό, όταν λέγεται με ειλικρίνεια.

Αλλά εμένα με κυριεύει ένα παράξενο αίσθημα όταν ακούω τέτοιες ομιλίες.

Μου φαίνεται ότι τα νοητικά σχήματα με τα οποία προσπαθούμε να αποσαφηνίσουμε την αιώνια ζωή, ταιριάζουν ελάχιστα με τη ριζική τομή που συνεπάγεται ο θάνατος. Συχνά τη φανταζόμαστε την αιώνια ζωή —την οποία ήδη περιγράφουμε περίεργα ως «το επέκεινα», ως «συνέχεια μετά τον θάνατο»— πολύ στολισμένη με πραγματικότητες που μας είναι οικείες εδώ: ως συνέχιση της ζωής, ως συνάντηση με προσφιλή πρόσωπα, ως χαρά και ειρήνη, ως δείπνο και αγαλλίαση, και όλα αυτά ατελείωτα και προοδευτικά, διαρκώς και για πάντα.

Φοβάμαι ότι η ριζική ακαταληψία αυτού που πραγματικά εννοούμε όταν μιλάμε για αιώνια ζωή, εκχυδαΐζεται, και ότι η άμεση θέα του Θεού, αυτό που ονομάζουμε μακαρία όραση του Θεού, υποβιβάζεται σε μια ακόμη ευχάριστη δραστηριότητα ανάμεσα σε άλλες που "γεμίζουν" αυτή τη ζωή.

Η ανείπωτη φρίκη και δόξα ότι η απόλυτη θεότητα —γυμνή και απροκάλυπτη— εισβάλλει στην περιορισμένη μας κτιστότητα, δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.

Ομολογώ ότι μου φαίνεται ένα από τα πιο επώδυνα και άλυτα καθήκοντα ενός θεολόγου σήμερα το να ανακαλύψει ένα καλύτερο πρότυπο κατανόησης αυτής της αιώνιας ζωής, το οποίο να αποκλείει εξαρχής όλες αυτές τις υποβαθμίσεις και απλουστεύσεις.

Αλλά πώς; Αλλά πώς;

Όταν οι άγγελοι του θανάτου θα έχουν απομακρύνει όλο τον ανόητο σωρό που αποκαλούμε «ιστορία μας» από τα δωμάτια του πνεύματός μας, αν και θα παραμείνει η ουσία της ελεύθερης πράξης,
όταν όλα τα ιδανικά μας, με τα οποία στολίσαμε αυθαίρετα τον ουρανό της ύπαρξής μας, θα έχουν σβήσει και χαθεί,
όταν ο θάνατος θα έχει εγκαθιδρύσει μια φρικτά σιωπηλή κενότητα
και εμείς —με πίστη και ελπίδα— την αποδεχτούμε ως το αληθινό μας Είναι,
όταν ολόκληρη η μέχρι τώρα ζωή μας, όσο μακριά κι αν κράτησε, θα φανεί ως μία και μόνη έκρηξη ελευθερίας,
μια έκρηξη που μας φάνηκε επιβραδυμένη σαν σε αργή κίνηση,
στην οποία η ερώτηση γίνεται απάντηση, η δυνατότητα γίνεται πραγματικότητα, ο χρόνος γίνεται αιωνιότητα, η προσφερόμενη ελευθερία γίνεται πραγματοποιημένη ελευθερία —

και αν τότε, μέσα στον τρομερό τρόμο μιας άρρητης αγαλλίασης, φανερωθεί ότι αυτή η σιωπηλή απερίγραπτη κενότητα, που βιώσαμε ως θάνατο, είναι στην αλήθεια γεμάτη από το αρχέγονο Μυστήριο που ονομάζουμε Θεό,
γεμάτη με το καθαρό Του φως και την αγάπη Του που τα πάντα αφαιρεί και τα πάντα χαρίζει,

και αν τότε, μέσα από αυτό το μυστήριο χωρίς χαρακτηριστικά, μας αποκαλυφθεί το πρόσωπο του Ευλογημένου Ιησού,
που μας κοιτάζει — και αυτή η συγκεκριμένη μορφή είναι η θεϊκή υπέρβαση κάθε αληθινής αποδοχής του ακατανόητου Θεού —

τότε, τότε — όχι για να περιγράψω πραγματικά τι έρχεται, αλλά για να ψελλίσω κάπως πώς μπορεί κανείς προς το παρόν να προσδοκά το Επερχόμενο — θα έλεγα: ότι ο ίδιος ο αφανισμός του θανάτου μπορεί ήδη να βιώνεται ως η ανατολή αυτού που έρχεται.

80 χρόνια είναι πολύς καιρός, αλλά για τον καθένα ο βίος που του δόθηκε είναι ο σύντομος εκείνος στιγμιαίος καιρός, μέσα στον οποίο γίνεται ό,τι είναι να γίνει.

Και τώρα, αξιότιμοι ακροατές, δεν θα ήθελα να ξαναμιλήσω μετά το τέλος της τελετής, παρά μόνο για μία μικρή εξαίρεση στο τέλος, και γι’ αυτό θα ήθελα από τώρα να σας ευχαριστήσω θερμά, για τη συμμετοχή σας σε αυτή τη μικρή προσωπική αφήγηση, που συνδέεται με έναν εορτασμό ογδοηκοστού έτους ζωής.

Σας ευχαριστώ εγκάρδια, και παρακαλώ να μη χρειαστεί να επεκτείνω ρητορικά αυτό το ευχαριστώ.

Σας ευχαριστώ εγκάρδια, και σας παρακαλώ, ως ένας απλός χριστιανός που ξέρει ποιο είναι το ουσιώδες, ίσως κάποτε να φέρετε ενώπιον του Θεού μια μικρή προσευχή, ώστε η αγάπη και το έλεός Του να μου δοθούν τελικά.

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΓΝΩΣΤΟ ΤΟ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑΜΕ ΗΔΗ. ΙΣΩΣ Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΕΧΕΙ ΚΑΠΟΙΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΜΕ ΤΟΣΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΓΥΡΩ ΤΟΥ. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ. Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ.

Ἅγιος Εὐμένιος ὁ Νέος

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία. 

Η ΜΥΡΟΒΛΥΖΟΥΣΑ ΚΟΓΧΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ
Ο μακαριστός Γέροντας π. Ευμένιος Σαριδάκης (1931–1999) ήταν ένας σύγχρονος διορατικός και θαυματουργός άγιος, ο οποίος έδρασε με πολύ μεγάλη αγάπη και αυταπάρνηση στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αγίας Βαρβάρας Αθηνών, συνεχώς δίπλα στον ανθρώπινο πόνο. Μαθητής, ο ίδιος και για χρόνια συμπαραστάτης του νεοφανούς αγίου της Εκκλησίας μας, του οσίου Νικηφόρου του Λεπρού (1887–4/1/1964). Ο δε άγιος Νικηφόρος στάλθηκε στα υπεύθυνα χέρια της αγάπης και της διακονίας του Γέροντος Ευμενίου από έναν άλλον σύγχρονο άγιο, τον Άγιο Άνθιμο (Βαγιάνο) της Χίου (1869–1960), με προσωπική συστατική επιστολή του ιδίου.
Ο Γέροντας, σαν λειτουργός που ήταν ο ίδιος στον ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων, δεν έβαζε κανέναν μέσα στο ιερό. Οι θείες Λειτουργίες αυτού του αγίου Γέροντος συνοδεύονταν με το εξαιρετικά σπάνιο και έκτακτο «σημείο» της ευλογίας και της ευδοκίας του Αγίου Θεού: την ευώδη και άφθονη μυροβλυσία του τοίχου της κόγχης του ιερού, όπου αυτός λειτουργούσε...
Διηγείται ένα πνευματικό του παιδί: «Κάποτε, μετά τη θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, ξαφνικά με φώναξε. Εγώ, αν και εσωτερικά θλιμμένος, πήγα. Με πήρε και μ’ έβαλε μέσα. Με παίρνει δίπλα στην αγία Τράπεζα και μου δείχνει την κόγχη. Κοιτάζω... Ο τοίχος ήταν βρεγμένος κι έτρεχε μέχρι κάτω.
Μου λέει: “Τι θα κάνουμε εδώ;” Και του λέω: “Γέροντα, θα κάνουμε μία μόνωση απ’ έξω, μετά που θα περάσουν οι γιορτές, για να μη τραβάει υγρασία”. Μου λέει: “Όχι, ευλογημένε!... Δεν κατάλαβες!...” “Τι δεν κατάλαβα, Γέροντα;”, τον ρωτάω. “Κοίταξε προσεκτικά!”, μου λέει. Κοιτάζω. “Αυτό, είναι θαύμα!”, μου λέει. “Να, πολλές φορές, όταν αρχίζω τη θεία Λειτουργία, μόλις πω: ‘Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…’, αρχίζει ο τοίχος και στάζει μύρο. Μάλιστα, κάποιες φορές στάζει τόσο πολύ, που τρέχω να τελειώσω τη θεία Λειτουργία, διότι –πού θα πάει;!– θα πλημμυρίσουμε εδώ πέρα!...”.
Άγγιξα το χέρι μου πάνω στον τοίχο και ήταν πράγματι μύρο!... Ευωδίαζε!!...».

Ολιγόπιστοι σε αναζήτηση υπαρξιακής ανασύνθεσης (π. Ν. Λουδοβίκος - Σ. Χατζή) γ

 

Ολιγόπιστοι σε αναζήτηση υπαρξιακής ανασύνθεσης (π. Ν. Λουδοβίκος - Σ. Χατζή) γ
Ή
Ολιγόπιστοι στο ξερονήσι με τον Άγιο Μάξιμο

https://www.youtube.com/watch?v=V2eIHlsBja0

(51:12) Λοιπόν, είπατε το μυστήριο του κακού, το μυστήριο της ελευθερίας. Είναι το μυστήριο της θεοείδιας μας. Δεν μπορεί να το εμποδίσει αυτό ο Θεός.
Δεν μπορεί να σε εμποδίσει να φτιάξεις κόλαση. Άμα θέλει ο διάβολος, τελειώνει η κόλαση. Δεν κανεί ο Θεός, ο Θεός ου κολάζει.
…να φτιάχνει καζάνια και πίσσες για να σε βάλει μέσα. Ναι, βλακείες αυτά τα πράγματα.
Η Εκκλησία δεν το δέχτηκε ποτέ αυτό. Ούτε το βλέπεις ο Θεός να λέει «εις κόλασην αιώνιων που θανάτου». Τι λέει? «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».
Τέλεια. Τυχαία το έβαλαν εκεί την τέλεια. Θα μπορούσαν να πούνε και «Κόλασην αιώνιον» και εκεί μέσα να δείτε τι σε περιμένεις.
(Σ.Χ) Γιατί όμως τα χρησιμοποιούν τόσο πολύ;
(π.Ν.Λ) Γιατί ο Θεός με όλα παίζει. Δεν παίζει, αλλά όλα τα χρησιμοποιεί για να μας σώσει τελικά. Να ξέρετε ότι ο Θεός είναι ένα μυστήριο. Λέει κάπου ο Άγιος Μάξιμος όταν λέει θα είμαστε στην βασίλεια του Θεού θα κραυγάζουμε σαν τρελοί συνέχεια.
Από τη χαρά μας, για τους τρόπους τους απίστευτους που βρήκε ο Θεός να σώσει τον καθένα. Μην μπερδεύεστε με κολάσεις και με τέτοια, θα αρρωστήσετε.
Δεν είναι καλό. Έχει αρρωστήσει η ανθρωπότητα με αυτό όμως. Ό,τι έγινε στη δύση είναι η κουλτούρα της ενοχής.
Είναι η κουλτούρα της ενοχής. Αυτός ο Αυγουστίνος και η παρέα. Νομικισμός είναι ας πούμε.
Και τα καζάνια φούρνοι πού καίνε. Αλλά με ποιο δικαίωμα εσύ αποφασίζεις τι ακριβώς θα κάνει ο Θεός με τον καθένα, με ποιο δικαίωμα εσύ αποφασίζεις το ποιος είναι έτσι. Και βέβαια στη δύση για να το απαλύνουν αυτό φτιάχνουν το καθαρτήριο σου λέει.
Πολύ τρελό είναι. Το καθαρτήριο τι είναι. Είναι μια λύση θεολογική που λένε παιδιά, δεν είναι άσπρο μαύρο. Γιατί ξέρουμε δεν είναι άσπρο μαύρο η ζωή μας. Δεν ξέρουμε τα βάθη της καρδιάς ενός ανθρώπου. Μόνο το πνεύμα το Άγιο που γνωρίζει λέει ο Θεός. Ανακρίνει λέει. Το λέει ο Παύλος αυτό. Τα βάθη της ψυχής. Ξέρετε τι είναι ο καθένας;
Εμείς απ' έξω όλοι πέφτουν έξω. Επαινούμε με λάθος τρόπο. Καταδικάζουμε με λάθος τρόπο.
Βρίζουμε με λάθος τρόπο. Λατρεύουμε με λάθος τρόπο. Και άλλάζουν και αυτά όλα μεταξύ τους κάθε δευτερόλεπτο.
Τρέλα δηλαδή... Του τρελό πιάνο που λέει. Όταν λοιπόν έρθει η ώρα εκείνη η ευλογημένη και ο άνθρωπος κατά Θεό αρχίζει να τα βλέπει. Θυμάμαι τον πατέρα Πορφύριο. Θυμάμαι με εξαιρετική ευτυχία. Πολλές ευεργεσίες που έχω δεχθεί. Μια ευεργεσία που είχα να κάνω για ένα διάστημα τηλεφωνητής του. Τηλεφωνητής του. Ήταν στο κρεβάτι, κατάκοιτος.
Δεν μπορούσε να σηκωθεί. Το τηλέφωνο δεν ήταν κινητά. Να τα παίρνεις από εδώ και να τα σέρνεις.
Ήταν μόνο με τα καλώδια. Ούτε αυτό μπορούσε να κάνει ο γέροντας. Σήκωνε λοιπόν το τηλέφωνο.
Ήταν φοβερό. Γιατί του μιλούσε με το Πνεύμα το Άγιο και απαντούσε αυτό που ήταν μέσα στη γραμμή και να λέει τώρα η μάνα το έχω πει και δημόσια αυτό μια φορά Ναι, αλήθεια. Το παιδί μου, ο άθλιος αυτός έκρατα πάντα γι' αυτόν και αυτός είναι κατάφερτο, πήγε και πήγε να παίρνει νεκρωτικά τώρα και μιλούνε στο τηλέφωνο.
Και να φωνάζει, να τσιρίζει που μου λέει εδώ και μου λέει ο γέροντας ήρεμα πες ότι αυτή εγκατέλειψε το παιδί όταν ήταν τριών ετών και πήγε Γερμανία και δεν νοιάστηκε ποτέ γι' αυτό μέχρι που έγινε δώδεκα. το λέω εγώ και λιποθυμάει αυτή που είναι το καλό και που είναι το κακό; Καταλάβατε τι λέω τώρα. Πώς έβλεπε ο Θεός το παιδί αυτό; Πώς βλέπει αυτήν που ήταν δίκαιο και φαρισαίος κατά νόμον και ήταν πολύ καλά, και εγώ είμαι της εκκλησίας και έφτιαχνα και παγκάρι έφτιαξα και ένα τέμπλο και έφτιαξα και ένα και άλλο.
Και γιατί ο Θεός. Ξέρετε πόσα, ειδικά με τον Πορφύριο το έχω ζήσει προσωπικά αυτό, το έβλεπα γιατί και ο πατέρας Παΐσιος λέω μια φορά, να σου το πω αυτό. Δεν μου συγχωρούν οι συνάδελφοι των θεολογικών αλλά αφήστε να διαβάλλουν τα δύσκολα βιβλία ιδέα που γράφω και να μην τα ακούνε αυτά.
Μπροστά μου λοιπόν έγινε το εξής μια φορά. θυμάμαι ήμουνα εγώ, ήτανε ένας φίλος δικό μου και πάμε λοιπόν και να συναντήσουμε τον Πορφύριο και συναντάμε και έναν άνθρωπο άγνωστό μας έξω από το κελί, και περίμενε αυτούς… στο δάσος που έμένε, και τον πήρε και αυτόν μέσα. ήμασταν τρεις μας και ο πατέρας Παΐσιος τέσσερις. λέει τώρα γέροντα τι κάνει ο κόσμος, δεν με πειράζει λέει ο γέροντας δεν με πειράζει που χαλάει, οι άνθρωποι του Θεού έχουν τα προβλήματα τους, αλλά με πειράζει πολύ τι κάνουν οι Χριστιανοί, μου λέει, μας λέει. Τι κάνουν οι Χριστιανοί; Τι κάνουν βλέπεις άλλος είναι έμπορος υφασμάτων και αλλάζει τα ονόματα των υφασμάτων για να κλέψει τον κόσμο. Έχει τον υπάλληλο του εκεί σαν δούλο και δεν του δίνει μια άδεια. Γεννάει γυναίκα του και δεν του δίνει μια άδεια.
Χώρια που τον έχει καρφωμένο στον ίδιο ασήμαντο μισθό 15 χρόνια. Γυρίζω, ο άλλος έχει γίνει μωβ, δίπλα, έτσι. Άντε, να σας φέρω λουκούμια.
Πάει να φέρει τα λουκούμια, πετάγεται πάνω αυτός έχει να σε τσιρίζει. Είναι Άγιος.
Εγώ είμαι αυτός. Εγώ είμαι αυτός. Εγώ είμαι αυτός, …σαν τρελός.
Εγώ τα κάνω αυτά. Θέε μου συγχώρα με, εγώ τα κάνω αυτά. Αλλά κατά νόμον φαρισαίος.
Δάκρυα και δωρεά της εκκλησίας κλπ. Κοιτάξτε πως το Πνεύμα το Άγιο, τον ξετίναξε. τον ξεπέταξε με ένα τέτοιο. Δεν ξέρω αν αυτά θα βγαίνουν τώρα η σειρά για τον πατέρα που είσαι. Αν θα μπορέσουν να τα αποδώσουν αυτά.
Πολύ επιφυλάσσομαι. Γιατί αυτά μην παρουσιάζονται στον κόσμο. Ήταν άνθρωπος του Θεού, έτσι. Και αυτά δεν τα έκαναν για να προβληθεί ούτε για να φανεί. Όταν είσαι πάμφτωχος με ένα χίλιομπαλωμένο ράσο και τρώγοντας μια φορά κάθε τρεις μέρες, συγχωρέστε με.
Και τώρα τον έχουν στο στόμα τους όλοι, και λένε ότι βγάζει το μυαλό του καθενός. Και τον ευτελίζουν, έτσι. Παρένθεση ήταν αυτό.
Αλλά θα σας λέω πως είναι ο Θεός. Δεν είναι ο Θεός όπως νομίζουμε. Την στιγμή που πέφτει η μοιχαλίδα κάτω, όλοι έχουν την πέτρα Έτσι και ο Χριστός πάει και την αγκαλιάζει, αμάν τι φοβερό πράγμα είναι αυτό και όλο το σύμπαν είναι εναντίον του εκείνη τη στιγμή.
Και λένε τα απόκρυφα, το έχω πεί αυτό μια φορά δημόσια, ότι όπως καθόταν έγραφε με το ραβδί του, ξέρετε τι έγραφε; ξέρετε τι έγραφε, τα ονόματα από τις γκόμενες που είχαν αυτοί γύρω οι Φαρισαίοι. Μαρία, Γεωργία τα έγραφε κάτω, αυτοί βλέπανε και ένας ένας φεύγανε εκεί. Και της λέει, σε κατέκρινε κανένας;
Όχι λέει αυτή η καημένη, ούτε εγώ σε κατακρίνω. Άντε δικαιολογήστε μου αυτό το πράγμα. Μιλάει ο Θεός τώρα όμως, που είναι το καλό και που είναι το κακό.
Το κακό ήταν αυτοί που φύγανε, αυτοί που θα λιθοβολούσαν. Και αυτό ήταν το καλό. Αυτό, πάρα πολύ προσοχή και όταν μιλάμε ιδεολογικά, να κρίνουμε ιδέες, όχι ανθρώπους.
Ο άνθρωπος που θα έρθει, ό,τι και να έχει, ό,τι και να κάνει, όπως και να είναι. Είναι ιερός, ζει την περιπέτεια της ελευθερίας του. Και εκεί μέσα αποκαλύπτεται ο Θεός, με τον τρόπο που εκείνος ξέρει.[ΝΑ ΛΟΙΠΟΝ ΠΟΥ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ, ΚΑΘΟΤΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΚΑΘΩΣ ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΣΥΝΕΧΩΣ].
Ο Θεός, ο Θεός, ο πραγματικός Θεός. Όχι αυτός που ξέρω εγώ.

"Εἴπαμε ὅτι μέσα στὴν ἐλευθερία αὐτὴ ὡς κοινωνία ὁ ἄνθρωπος βρίσκει ἀκριβῶς τὸν ἑαυτό του , καὶ βρίσκει πραγματικὰ τὰ μέγιστα ἀγαθά , ἀκόμα καὶ θεοπτία. Τί εἶναι ὅμως ἡ θεοπτία ; Λέμε μερικὲς φορὲς «θεόπτης!», λέμε «εἶδε τὸ ἄκτιστο φῶς» !Κάποτε μοῦ συνέβη ἕνα γεγονὸς μὲ τὸ ὁποῖο θὰ κλείσω. Ημουν νεαρὸς πρεσβύτερος καὶ διακονοῦσα σὲ κάποια χωριὰ ἔξω ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ταυτόχρονα ἤμουν βοηθὸς ἑνὸς πολὺ μεγάλου θεολόγου στὴν Θεολογικὴ Σχολή.

Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς Κυριακές, τελείωσε ἡ θεία Λειτουργία καὶ μοῦ λέει ὁ παπάς, ἕνας ἁπλὸς παπὰς καὶ δύο ἁπλοί , ἁπλούστατοι ἐπίτροποι , ἀγράμματοι ἄνθρωποι : « Πᾶμε νὰπιοῦμε, πάτερ, ἕναν καφέ, προτοῦ φύγεις». Τελειώνει ἡ Λειτουργία , ἐγὼ πάντα μέσα στὴν μοναξιὰ κ.λπ.

Καὶ πᾶμε νὰπιοῦμε τὸν  καφὲ στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ . Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺπίναμε τὸν καφέ, ξαφνικὰ γυρίζει ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους, μὲ κοιτάζει καὶ μοῦ λέει :

«Λοιπόν, πάτερ, ἐγὼ μὲ τὸν κυρ-Γιάννη ἀπὸ ἐδῶ (κυρ-Γιάννης ἦταν ὁ ἄλλος ἐπίτροπος) εἴχαμε μία ἀπορία. Ὁ ναός μας ἐδῶ δὲν ἦταν καθαγιασμένος (δὲν εἶχαν γίνει ἐγκαίνια) καὶ εἴχαμε τὴν ἀπορία μήπως, μὴὄντας καθαγιασμένος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο, τὰ Μυστήρια καὶἡ θεία Λειτουργία δὲν ἦταν κανονικά».
Μία τέτοια ἀπορία μοῦ ἔκανε πολλὴν ἐντύπωση.
«Καί», συνέχισε ὁ ἄνθρωπος,«ξέρεις τί κάναμε ; Εἴπαμε νὰ κάνουμε τρεῖς ἑβδομάδες νηστεία, γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὁ Θεός. Καὶ κάναμε, λέει, καὶ πραγματικὰ μιὰ Κυριακή, προτοῦ ἔλθει ὁ Δεσπότης, εἴδαμε τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας ξανὰ αὐτὸ τὸ φῶς». Ἐγὼ ἄρχισα νὰ θορυβοῦμαι: «Ποιό φῶς, τί φῶς»; «Ἐκεῖνο τὸ φῶς τὸ ἀείφωτο, ποὺ βλέπεις μετὰ τὸν ἥλιο καὶ νομίζεις ὅτι εἶναι σκοτάδι, ἕνα φῶς τὸ ὁποῖο κατεβαίνει καὶ βλέπεις πράγματα, πολλὰ πράγματα, καταστάσεις, παρόν, παρελθόν, τὸ μέλλον ἐχει μέσα κλπ.»,

Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλειῶδες δίδαγμα . Ἄλλωστε καὶ ὁ ἡσυχασμὸς ὁ ἴδιος εἶναι βιωμένη ἐκκλησιολογία , μὴν νομίζετε ὅτι ὁ ἡσυχασμὸς εἶναι ἀτομικὴ ἐπίδοση ὑπέρβασης τῆς φύσης πρὸς ἀναζήτηση θεαμάτων καὶ ὁραμάτων.
Εἶναι αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα στὸ ὁμοούσιο, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν γίνονται μεγάλες ἀποκαλύψεις, τὶς ὁποῖες ἐγὼ φυσικά, ὡς ὑποψήφιος τότε διδάκτωρ, δὲν ἀξιώθηκα, οὔτε ἀξιώθηκα ἔκτοτε."

(Σ.Χ) Ως πνευματικός, πόσα χρόνια άνθρωποι έρχονται κοντά σας...
(π.Ν.Λ) Δεν μπορώ να το πω, παρα ελάχιστους γιατί έχω τόσα πράγματα.
Αλλά με τόσους που έχουν πρόβλημα, δεν μπορείς να το αποφύγεις.
(Σ.Χ) Όταν έρχεται αυτό που λέτε το Άγιο Πνεύμα, και το έχετε δει οπωσδήποτε και εσείς. Βλέπετε μετά να γίνεται…
(π.Ν.Λ) Ελευθερώνονται άνθρωποι, φεύγουν χιλιάδες τόνοι από πάνω τους. Αν τους δείξεις αυτό το δρόμο.
Προχθές είχαμε τέτοια περίπτωση. Ήρθε πάρα πολύ πονεμένη, πάρα πολύ. Και είχε να εξομολογηθεί 30 χρόνια, 20 χρόνια, 25. Γιατί ο Θεός της είχε φταίξει κάτι. Της πήρε ένα πρόσωπο και λοιπά. Το κατάλαβε έτσι.
δεν κοινωνήσαμε τόσα χρόνια και λοιπά, και λοιπά. Και ζούσε τον απόλυτο πόνο. Και επειδή δεν είχε δικαιώματα σε αυτές τις περιπτώσεις, χάλαγανε, τέλος πάντων ήταν πολύ αξιο... Ναι. Και όταν γύρισε ξαφνικά μέσα σε δύο μέρες η ζωή της έγινε ένας παράδεισος σε τρεις μέρες.
Αν κρίνω από το mail που μου έστειλε μετά. Παραληρώντας από ενθουσιασμό. Λέει έτσι είναι ο Θεός.
φτάνεις στο πάτο. Όταν φτάνεις στο πάτο κάνεις μια ειλικρινή εκτίναξη. Και ότι είναι αληθινό, ο Θεός του αρέσει πάρα πολύ. Και ανταποκρίνεται αμέσως. Στο αληθινό.
Αν λες κοίταξε τώρα εντάξει και λίγο ο Θεός. Εντάξει αυτό. Και η λύση δικιάς μου είναι σωστές.
Αυτή η διψυχία είναι το πρόβλημα το μεγάλο σήμερα. Είναι ο διχασμός αυτός. Οπότε ο Θεός δεν ξέρει τι να κάνει μαζί σου. Σε αφήνει. Γιατί ότι και να κάνει. Στραβά θα το καταλάβεις. Και στραβά θα το πάρεις. Δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματά μου. Δεν του επιτρέπουμε να τα λύσει.
(Σ.Χ) Ωστόσο μας έδωσε ας πούμε νου για να κάνουμε κάποια πράγματα.
(π.Ν.Λ) Αυτά όταν τα ακούω αρρωσταίνω. Ο άνθρωπος είναι υποταγμένος στα πάθη.


Ακούστε. Ο Πλάτωνας ο καημένος μαζί με τον Αριστοτέλη, για να βγάλουν άκρη από τον ανθρώπινο φτιάξανε την περίφημη ανθρωπολογία τους. Πάνω είναι το λογιστικό.
Εδώ είναι το αισθητό, εεε για τα συναισθήματα, το θυμικό. Και κάτω εκεί είναι οι επιθυμίες. Και είπε λοιπόν ο Πλάτωνας δια του λογιστικού κάπως θα ελέγχω το θυμικό, τα συναισθήματα, τα οποία ούτως ή άλλως ελέγχουν τήν επιθυμία, ούτως ώστε η επιθυμία να μην κάνει ό,τι θέλει.
Ναι. Σήμερα λοιπόν βλέπουμε την πλήρη αντιστροφή. Ούτε ο Πλάτων τα κατάφερε πλήρως γιατί αν το αρέσει και να τα κάνεις η επιθυμία είναι πολύ ισχυρή και αυτό το έδειξε η ψυχανάλυση πόσο φοβερά ισχυρή είναι και πόσο φοβερό βάθος έχει στο ασυνείδητο.
Σήμερα λοιπόν το αντιστρέψαμε τελείως από πάνω η επιθυμία από κάτω τα συναισθήματα για να δοξάζουμε την επιθυμία και η λογική είναι τελείως από κάτω. …. Και γι' αυτό και οι άνθρωποι παίζουν ξύλο συνέχεια. από το πρωί μέχρι το βράδυ για χάρη του γούστου.
Δε φταίει ο Θεός γι' αυτό. Ούτε ο Πλάτων, ούτε ο Άγιος Μάξιμος. είναι η επιλογή μας στην κυριολεξία. Αφού το θέλω. Αφού έτσι μ' αρέσει. Αφού είναι επιλογή μου. Από τι το επέλεξες. Από το μηδέν που είσαι πήρες ένα κομμάτι του μηδενός; Και κατοικείς(;) πάνω. Τι σόι επιλογή έκανες.
Με την επιλογή αυτή λειτουργεί το σήμερα. Λειτουργεί ο κόσμος, η ανθρωπότητα.

Ή μόνος εσύ την βρίσκεις. Αν την βρίσκεις μόνο εσύ, όλοι είναι εναντίον σου. Και θα γίνουν εναντίον σου μετά από λίγο.
Και συ εναντίον σου είσαι. Γιατί θα πάρεις αυτό που θέλεις, και αυτοί αυτό που θέλουν.
Είναι φοβερό το πόσο απλό είναι το μέγα και τερατώδες πρόβλημα το οποίο ζούμε σήμερα. Αλλά πρέπει να το ξεκλειδώσει κανείς. Με αυτόν τον τρόπο, αλλιώς δεν ξεκλειδώνεται.

Οι ψυχολόγοι φτάνουν να δουν την … πολύ καλά. Και εν μέρει σ' ένα σημείο μόνο να καταλάβουν και μερικά από τα αίτια της ανθρωποφαγίας. Δεν μπορούν όμως να μας βγάλουν από εκεί με καθαρά λογικές συνταγές.
Ειδικά σήμερα που η λογική είναι από κάτω. Θυμηθείτε. Η πυραμίδα είναι ανάποδα.
Η πλατωνική πυραμίδα. Η λογική είναι εδώ. Δεν μπορείς να απευθυνθείς στον άλλο στη λογική. σήμερα απευθύνονται όλοι πού. Στις επιθυμίες μας που περνάνε από εδώ. Και οι πολιτικοί έτσι μας ξεγελάνε και εμείς και γελάμε.
Έτσι, και έτσι ζούμε καθημερινά. Και από κάτω ούτε κανένας ζήτησε το νοήμα τους. Αυτό μας επιστρέφει ως σύμπτωμα και μετά είσαι άρρωστος ψυχικά.
Επιστρέφει ως σύμπτωμα. Αυτή η απώθηση. Λέω εγώ αυτή η απώθηση του απολύτου.
Δηλαδή η απώθηση του νοήματος. Επιστρέφει ως σύμπτωμα. Και δεν αφήνει τίποτα όρθιο.
Και οι πιστοί που είμαστε, εγώ το λέω, οι σχεδόν πιστοί που είμαστε εμείς, οι σχεδόν πιστοί, οι μη πιστοί, να το πούμε έτσι. Γιατί ο πιστός δεν καταλαβαίνει από αυτά καθόλου. Έχει άλλη γραμμή πάρει και είναι φευγάτος.
Δεν τον αγγίζουν αυτά που λέμε. Αν είναι αληθινά πιστός. πίστη δι αγάπης τα ενεργουμένη που λέμε… και όλα αυτά.

Τίποτα ένα νησί με ένα Άγιο Μάξιμο εδώ. Ξερονήσι. Βλέπετε μετά πώς θα γυρίσει πίσω αυτός. Θα αναγκαστεί να ασχολείται με αυτό όμως. Μέρα νύχτα.

(Σ. Χ) Και μετά αφήνεσαι στο... Και μετά αφήνεσαι, ας πούμε, στο σχέδιο του Θεού. (έπινε νερό, και η κοπέλα κατάφερε να ολοκληρώσει την πρόταση)
(π.Ν.Λ) Τι αφήνεσαι, τώρα. Αφήνεσαι. Τα ακούω αυτά και… είναι μια πολύ ενεργητική κατάσταση!
Δεν αφήνεσαι, διαλέγεσαι. Εγώ το λέω διαλογική αμοιβαιότητα. Σου μιλάει και του μιλάς.
Τέτοια, δεν αφήνεσαι. Τι; Νιρβάνα να το κάνουμε. Είναι πολύ ενεργητική η κατάσταση.
Συνεργείς μαζί του. Ενεργείς ή δεν ενεργείς, αυτός απαντάει. Δεν πλήττεις καθόλου.
…. Τότε αρχίζει η μη πλήξη. Και η ελευθερία.
Συνεργεία είναι αυτό. Μιλάς και σου μιλάει. Αρχίζει ο άνθρωπος και έχει κοινωνία μετά του Θεού. Πώς. Παράξενο φαίνεται. Παίρνει ο Θεός τα πράγμα της ζωής.
Και βάζουμε την ζωή μας στα πράγμα του Θεού και λοιπά. Οπότε τότε είναι μια κατάσταση πολύ όμορφη. Έχει χαρά αυτό το πράγμα.
Μεγάλη χαρά έχει αυτό το πράγμα. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη χαρά στον κόσμο καλύτερη.
Όλες οι άλλες χαρές μετά από λίγο μεταβάλλονται. Γιατί είναι ασταθές το υπόβαθρο.

Το υπόβαθρο είναι η επιθυμία το συναίσθημα. Τα οποία έχουν την αξία τους.
Αλλά έχουν την αξία τους σε μια προοπτική νοήματος. Αυτό το λέω τόση ώρα.
Αλλιώς είναι μια διάλυση. .. να παραδοθεί στις επιθυμίες του. Μόλις γεννηθεί. Στα δώδεκα θα έχεις ένα τέλειο ψυχοπαθή .. το ίντερνετ ας πω ποιες είναι …Κάτσε μπροστά και να βλέπεις. Να είναι. Ό,τι να είναι. Σήμερα το ζούμε αυτό.

Μου λένε τα παιδιά που κάνουν πρακτικές στο δημοτικό. Τα παιδιά φοιτητές μου. Στο παιδαγωγικό είμαι εγώ, των Ιωαννίνων. Και μου λένε οι φοιτητές μου.
Μα παιδιά μου αγαπάνε τρελά λέει. Τελείως τρελά λέει. Τρελά. έχουν χάσει εντελώς την πραγματικότητα. Γιατί. Γιατί το διαδίκτυο σου δίνει αυτό να το πω με φροϋντικούς όρους. Την αρχή της ηδονής μονάχα. Η αρχή της πραγματικότητας δεν υπάρχει.
Μπορεί να είναι μια καθαρή φαντασία όλα. Μια αρχή, μια ηδονή. Ένα σκόρπισμα εντελώς της ουσίας. Εντελώς. Δεν δίνει νοήμα από αυτό.
Δηλαδή. Είσαι τρελός. Αλλά δεν (;) είσαι ψυχοπαθής. Ο τρόπος που μιλάει, η λογική του είναι αντεστραμμένη

Πως βλέπετε το μέλλον;

Να βοηθήσει ο Θεός (να αντιστρέψουμε την πυραμίδα). Και να γίνουν τα θεία, …να είμαστε λογικοί. Αυτό τότε μπορεί να έχει κάτι. Να φέρει κάτι.
Αλλά δεν μπορώ να σας πω. Δεν είμαι προφήτης. Και αυτό που βλέπω είναι δύσκολο.
Πολύ δύσκολο. Το ζούμε καθημερινά αυτό το πράγμα. Και το χειρότερο είναι ότι γίνεται καθημερινά δυσκολότερο.
Πάνε τα παιδιά τα δικά μου να κάνουν πρακτική στο σχολείο. Και τους φέρνουν τα παιδάκια που έχουν άντε να έχουν δέκα χρόνια διαφορά. Είσαι παππούς του λέει. Δεν ξέρεις τίποτα. Λέει το. Τι είναι αυτά που λες. Λέει το μικρό. Και γυρίζει ο νέος φοιτητής και λέει, Τι. Τι γίνεται εδώ. Δεν κατάλαβα.
Τι απόσταση έχουμε μεταξύ μας. Δυο γενιές. Καταλαβαίνετε τι λέω.
Είναι απίστευτα γρήγορο προχωράει αυτό το πράγμα. Με μια εκθετική πρόοδο. Κάθε χρόνο.
Αλλάζει. Και ενώ παλιά λέγαμε έχουν πρόβλημα με τα λύκεια. Μετά είπαμε με τα γυμνάσια. Τώρα έχουν πρόβλημα με τα δημοτικά. Και σε λίγο τα νηπιαγωγεία.

(Σ.Χ)Αυτά τα παιδιά του δημοτικού δεν μπορώ να τα φανταστώ στο πανεπιστήμιο. Ή αργότερα. Ούτε εγώ. Δεν πάει η φαντασία μας. Ούτε εγώ. Όταν έχουν φίλους καθηγητές συγγενείς. ..από τη στιγμή που έρχεται η ώρα η ευλογημένη να πάρουν τη σύνταξη.
Να εξαφανιστούν από προσώπου γης. Να μην ξαγυρίσουν πίσω. Και προσπαθούν να συγκεντρώσουν κάτι παιδιά.
Μου λέει ένας καθηγητής. Τα μόνα παιδιά με τα οποία μπορώ να συνεννοηθώ είναι τα παιδιά των μεταναστών.
Γιατί. Γιατί είναι σε ένα ξένο χώρο. Τους είπαν οι γονείς, κοιτάξτε τώρα να μπείτε στην κοινωνία αυτή. Μπαίνουν με την εκπαίδευση.
Ναι. Τα δικά μας είναι... Να θυμάσαι πολλά χρόνια πριν γίνει μια παρέλαση. Στην 28η του Οκτωβρίου Και τα κάνουν σαν σωστά σπαστικά. Σαν τρελά, σαν αυτά. Για ποιους τα κάναν αυτά.
Για νέους ανθρώπους. Εικοσάχρονα παιδιά που χύσανε το αίμα τους έτσι. Και δώσαν τα πάντα τους.
Δεν είναι ότι κάποιος τους έβαλε. Μιλάμε τώρα για τον πόλεμο του 40. Έτσι δεν είναι.
Πήγαν να πολεμήσουν. Έτσι δεν είναι. Καθαρή αυτοθυσία.
Δεν υπηρέτησαν κανένα ιμπεριαλιστικό σχέδιο. Ούτε καμιά... Τι έπρεπε να κάνουνε.

(Σ.Χ) Είναι όμως τα παιδιά που εμείς γεννήσαμε.
Ναι, αυτό φοβάμαι κι εγώ ακριβώς. Αυτό λέω. Και του δώσαμε εμείς αυτό το πρότυπο ζωής.
Και βλέπουμε στα παιδιά τις έσχατες συνέπειες επιλογών που κάναμε εμείς. Έτσι. Όταν αντιστραφεί τελείως η πυραμίδα θα γίνει η κατάσταση ζούγκλα πλέον.
Ζούγκλα. Θέλουμε απόλυτη ζούγκλα.


(Σ.Χ) Για το μετάνθρωπο τι γνώμη έχετε. Ασχολείστε με αυτό το θέμα.
Έγραψα ένα βιβλίο ολόκληρο για το θέμα του τεχνο... πίθηκου όπως τον λέω.
Και έχω πει και ότι το πρόβλημα είναι ότι είναι πίθηκος. Αν γίνει άνθρωπος, τεχνοάνθρωπος θα πάει καλά το πράγμα. Όσοι είναι πίθηκοι σήμερα βλέπουν τον άνθρωπο εκ των κάτω.
Αυτό είναι όλο το πρόβλημά μας. Δηλαδή ο άνθρωπος είναι σεξ, φαΐ... Άντε λίγο καλές σχέσεις σε επίπεδο. Λίγος πολιτισμός.
Λίγος πολιτισμός, λίγο αυτό. Άντε και λίγο καλά θέατρο. Και όλο με το πράγμα καταλήγει σε μια πιθηκοποίηση του ανθρώπου.

Όλα τα άλλα απαγορεύονται. εξού και ο βελούδινος ολοκληρωτισμός που εγώ επιμένω ότι έρχεται και δεν με ακούει. Δεν με ακούνε πολλοί.
…. τον φέρνουμε εμείς. Οι άλλοι ήταν απ' έξω. Εδώ το φέρνουμε εμείς. Δημιουργείται μια κατάσταση σήμερα στον παγκόσμιο πολιτικό χώρο που φαίνεται απολύτως επιτρεπτική. Είναι όμως κατά βάση πολύ απαγορευτική.
Είναι απαγορευτική η κουλτούρα. Αλλά λέει φαίνεται πολύ επιτρεπτική.

Λένε γιατί βγήκε ο Τραμπ. Ο Τραμπ γι’ αυτό που βγήκε. Είναι μια κίνηση μέσα στο χάος, έτσι.
Όπως είναι σαν τεράστιο γάλα. Προσπαθείς να πιάσεις ένα κομματάκι τυρί. Μήπως έχει ακόμα να κρατηθείς. Και στην Ιταλία και στην Γαλλία. Και εδώ θα έρθει.
Και θα έρθει αναποφεύκτως. Δηλαδή είναι ακριβώς αυτό η διαίσθηση. Εγώ το λέω το queering των εννοιών. Queering, … των εννοιών. Δεν είναι ότι κάποιος είναι queer. Ας λέει ότι θέλει.
Ότι μου κάνει queering τις έννοιες όμως. Οποιουσδήποτε αυτό είναι. Πολύ επικίνδυνο, ξέρετε.
Δηλαδή, μου έλεγε μια... Το έχω πει και αυτό δημόσια. Αυτό είναι γεγονός όμως. Γιατί μου το είπε ένας καθηγητής φιλοσοφίας.
Καθηγήτρια αυτή από την Αγγλία. Της το έθεσα αυτό.
Σε ένα δημοτικό σχολείο. Πήγε να διδάξει δάσκαλος. και τα παιδιά νιαουρίζανε.
Είπανε, we are cats. Φέρτε μια γάτα να μας διδάξει. Are you a cat? No, I'm not a cat.
Λοιπόν. Και οι δικαιοματιστές γονείς αναμιχθήκαν στην ιστορία. Φέρναν σχολείο σε δύσκολη θέση. Δεν έχουμε γάτα να σας διδάξει... Και θα κοιτάξουμε να λύσουμε το πρόβλημά μας. Πώς θα γίνει να διδάσκουμε τις γάτες.
Το πρόβλημα όμως αρχίζει από τη στιγμή που όχι εσείς λέτε ότι είστε γάτα. Αλλά λέω εγώ ότι είστε γάτα. Γιατί εγώ έτσι σας βλέπω.

Συγχωρέστε με. Έτσι όπως σας κοιτάζω και μάλλον σας κοιτάζω όσο καλύτερα σας κοιτάζω τόσο επίμονη φαίνεται ότι είστε γάτα. Είμαι σίγουρος ότι είστε γάτα.
Φοβερό!
Για να δείτε μετά τι έρχεται. Γιατί το μαχαίρι έχει και άλλη κόψη. από πίσω.
Αυτά όλα είναι επικείμενα όμως έτσι. Ήδη ενεργούνται. Αυτό θυμίζει... Αυτό αν δεν το βλέπει κανένας δεν βλέπει τίποτα.

Αυτό θυμίζει ανέκδοτο ωστόσο. Δηλαδή έναν έκδοτο θυμάμαι με την κότα και το καλαμπόκι. Εμείς το λέγαμε δηλαδή στο παρελθόν για να γελάσουν.
Όχι, το ανέκδοτο είναι χειρότερο από το ανέκδοτο γιατί εδώ δεν λέει να το ξέρουν οι κότες Αυτό σφάζει τις κότες επειδή δεν ξέρουν ότι είναι καλαμπόκι ο ίδιος. Ναι. Αυτό προχώρησε.
Προχώρησε το ανέκδοτο. Α, τις σφάξουν εδώ σωστές κότες που δεν βλέπουν ότι είναι καλαμπόκι. Αυτό λέγεται ολοκληρωτισμός.
Να δείτε στο σημείο ότι οι κότες είναι κότες το ανέκδοτο είναι ανέκδοτο. Από τη στιγμή που θα πεις ότι σφάζεις τις κότες αυτές διότι δεν βλέπουν ότι εγώ είμαι καλαμπόκι αρχίζει ο ολοκληρωτισμός μετά. Είμαστε ένα βήμα από εκεί.
Και όποιος δεν το βλέπει αυτό συμμετέχει σε αυτό που θα γίνει. Εντάξει.
Πέρα από να γράψει κανείς όπως κάνατε εσείς γι' αυτό τι είδους αντίδραση μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος. Και να καταλάβουν οι άνθρωποι ότι με τον τρόπο που διαλέξαμε να ζούμε αυτά είναι τα παρεπόμενα. Ευθύνη είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων.
Εμείς τη φτιάξαμε. Φτιάχνουμε την κόλαση μας για μια ακόμη φορά. Είναι μια παραλλαγή της κόλασης που φτιάχνουμε πάντοτε, πάντοτε, εμείς.
Και την αυτή και την αιώνια αν υπάρξει, όταν υπάρξει πάλι εμείς την κάνουμε. Δεν την κάνει ο Θεός. Εντάξει.
Εμείς με αυτή τη δουλειά μας είναι να φτιάχνουμε κόλαση. Κολάσεις. ΑΕ.
Αλλά η πλάκα είναι ότι στην κόλαση που φτιάχνουμε και γι’ αυτό …ο διάβολος, ότι στην κόλαση που φτιάχνουμε θα είναι άλλοι μέσα, θα είσαι και εσύ. Αυτο είναι το φοβερό. Πρώτον με έχεις εσύ, μετά ..το ίδιο πρόβλημα είναι.
Όπως έλεγε ένας Άγιος , ο πατήρ Επιφάνιος, με νοιάζει εμένα αν στην κόλαση θα κάθομαι όπως ένας επισκοπος ένα πατριάρχης, αν είμαι μέσα το λέει σαν αστείο αν κάθομαι σαν ένα πατριάρχης, εντάξει, είσαι ένα αν είσαι μέσα είναι το πρόβλημα.
Γι' αυτό λένε οι πατέρες ότι η κόλαση είναι φρικτή, … γιατί λέει κάπου ένας εκ των πατέρων που ήταν και έξυπνος γιατί υπάρχουν πατέρες που είναι μερικές φορές πιο έξυπνοι, ακόμα και ιδιοφυΐες μερικές φορές και λέει κοίταξε να δεις αν στην κόλαση ήξερες ότι ικανοποιείς κάποια δικαιοσύνη ρε παλιοτόμαρο και έφτιαξες δεν θα ήταν κόλαση πια. Καταλαβαίνετε τι λέω τώρα. Ευφυέστατο αυτό (Σ.Χ).
Καταλαβαίνει κάτι άλλο. Θα έλεγες και εσύ. καλά να πάθω, ε. Το φοβερό λέει είναι ακριβώς ότι ούτε αυτή τη συναίσθηση, τέτοιο σκοτισμό θα έχεις γι' αυτό η κόλαση θα είναι κόλαση πραγματική γιατί θα κατηγορεί ο ένας τον άλλο, αιωνίως.
Σκεφτείτε λίγο. Όπως … σήμερα. Να κατηγορήσεις πάντες, συνέχεια.


Όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος. Αν το κάνεις αυτό τελείωσες. Πάμπαν αλλότριος ει της αγάπης του Θεού. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα από Θεό μετά.

Ας δοξάσουμε τον Θεό που έχουμε τέτοιους οδηγούς. Πραγματικούς. Και μας ανοίγουν τέτοιους δρόμους. Αυτά.

Ευχαριστούμε. Από καρδιάς.

(π.Ν.Λ) Ωραία ήταν. Καλά τα είπαμε
.

Το στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας - Isaiah Berlin (6)

 Συνέχεια από: Τρίτη 20 Μαΐου 2025


Η αποθέωση της ρομαντικής βούλησης: Η εξέγερση ενάντια στον μύθο του ιδανικού κόσμου

V (2η συνέχεια)

Για περισσότερο από δύο χιλιετίες στην Ευρώπη επικρατούσε η άποψη ότι υπήρχε κάποια αμετάβλητη δομή της πραγματικότητας και ότι μεγάλοι άνθρωποι ήταν εκείνοι που την κατανοούσαν σωστά είτε στη θεωρία είτε στην πρακτική τους – οι σοφοί που γνώριζαν την αλήθεια, είτε οι άνθρωποι της δράσης, άρχοντες και κατακτητές, οι οποίοι γνώριζαν πώς να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Υπό μίαν έννοια, το κριτήριο του μεγαλείου ήταν η επιτυχία που βασιζόταν στην ευθυκρισία. Ωστόσο, στην εποχή για την οποία μιλώ, ο ήρωας δεν είναι πλέον ο εξερευνητής, ή ο νικητής στον αγώνα, αλλά ο δημιουργός, έστω κι αν, ή μάλλον ακριβώς επειδή, αναλώθηκε από τη φλόγα που καίει εντός του – η εκκοσμικευμένη μορφή του οσιομάρτυρα, του βίου της θυσίας. Γιατί στη ζωή του πνεύματος δεν υπήρχαν αντικειμενικές αρχές ή αξίες – γίνονταν τέτοιες με μιαν απόφαση της βούλησης που διαμόρφωνε τον κόσμο κάποιου ανθρώπου ή λαού και τις σταθερές του· η δράση καθόριζε τη σκέψη και όχι το αντίθετο. «Γνωρίζω σημαίνει ότι επιβάλλω ένα σύστημα και όχι ότι το αποδέχομαι παθητικά», έλεγε ο Fichte. Επιπλέον, «οι νόμοι δεν αντλούνται από γεγονότα, αλλά από τον εαυτό μας». Κατηγοριοποιεί κανείς την πραγματικότητα σύμφωνα με όσα υπαγορεύει η βούληση. Αν τα εμπειρικά γεγονότα αποδειχτούν ατίθασα, οφείλει κανείς να τα τιθασεύσει στο μηχανικό μάγγανο των αιτιών και των αποτελεσμάτων, που δεν έχει σχέση με τη ζωή του πνεύματος – με την ηθικότητα, τη θρησκεία, την τέχνη, τη φιλοσοφία, που ανήκουν στη σφαίρα των σκοπών και όχι των μέσων.

Γι' αυτούς τους στοχαστές, η καθημερινή ζωή, η συνήθης σύλληψη της πραγματικότητας και ιδιαίτερα οι τεχνητές κατασκευές των φυσικών επιστημών και των πρακτικών τεχνικών -οικονομικών, πολιτικών, κοινωνιολογικών-, εξίσου με τον κοινό νου, είναι αβάσιμα, ωφελιμιστικά επινοήματα, ό,τι ο Georges Sorel αργότερα αποκάλεσε «la petite science», κάτι επινοημένο από τεχνολόγους και κοινούς ανθρώπους για δική τους ευκολία, και όχι η καθαυτό πραγματικότητα. Για τον Friedrich Schlegel και τον Novalis, για τον Wackenroder, τον Tieck και τον Chamisso, πρωτίστως δε για τον Ε. Τ. Α. Hoffmann, οι εύτακτες κανονικότητες της καθημερινής ζωής είναι παραπέτασμα για να αποκρυφτεί το τρομακτικό θέαμα της καθαυτό πραγματικότητας, που δεν έχει δομή, αλλά αποτελεί άγρια δίνη, διαρκή tourbillon (λαίλαπα) του δημιουργικού πνεύματος, το οποίο δεν καθυποτάσσεται από κανένα σύστημα: ζωή και κίνηση δεν είναι δυνατόν να συλληφθούν από ακίνητες, άψυχες έννοιες, ούτε το απεριόριστο και άπειρο από το 
πεπερασμένο και περιορισμένο. Ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης, μια συστηματική πραγματεία, είναι απόπειρες να ακινητοποιηθεί το συνεχές ρεύμα της ζωής· μόνο θραύσματα, υπαινιγμοί, λοξές ματιές ίσως αρχίζουν να εκφράζουν τη διαρκή κίνηση της πραγματικότητας. Ο προφήτης του Sturm und Drang, o Hamann, έλεγε ότι ο πρακτικός άνθρωπος ήταν υπνοβάτης, ασφαλής και επιτυχημένος γιατί ήταν τυφλός· αν μπορούσε να δει, θα τρελαινόταν, γιατί η φύση είναι ένας «άγριος χορός», και οι περιθωριακοί της ζωής -παράνομοι, επαίτες, πλάνητες, οραματιστές, άρρωστοι, ανώμαλοι- βρίσκονται πιο κοντά σε τούτη απ' ό,τι οι γάλλοι φιλόσοφοι, αξιωματούχοι, επιστήμονες, συνετοί άνθρωποι, στυλοβάτες της πεφωτισμένης γραφειοκρατίας: «Το δέντρο της γνώσης μας στέρησε το δέντρο της ζωής». Τα πρώιμα έργα και μυθιστορήματα του γερμανικού ρομαντισμού εμψυχώνονται από την προσπάθεια να αποδειχτεί ότι η έννοια κάποιας σταθερής, κατανοητής δομής της πραγματικότητας, που γαλήνιοι παρατηρητές περιγράφουν, ταξινομούν, ανατέμνουν, προβλέπουν, αποτελεί επίφαση και αυταπάτη, παραπέτασμα εμφανειών προοριζόμενο να προστατεύει όλους όσοι δεν είναι αισθαντικοί ή αρκετά θαρραλέοι ώστε να αντιμετωπίσουν την αλήθεια του τρομακτικού χάους που υφίσταται κάτω από την ψευδή τάξη της αστικής ύπαρξης. «Η ειρωνεία του κόσμου παίζει μαζί μας, το ορατό είναι κάτι παρόμοιο με χαλιά γεμάτα χρώματα και σχέδια που τρεμοφέγγουν... πέρα από τα χαλιά υπάρχει μια περιοχή ονείρων και παραληρήματος, κανείς δεν τολμά ν' ανασηκώσει το χαλί και να κοιτάξει πίσω από το παραπέτασμα».[Ο ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ. Ο ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΠΑΡΑΜΕΛΗΜΕΝΟΣ ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ.ἐκεῖνο τὸ παραπέτασμα (ο μπερτές) εἶναι τὸ δοχεῖο τῆς πονηρίας τοῦ διαβόλου]

Ο Tieck, ο οποίος το έγραψε αυτό, είναι ο δημιουργός του μυθιστορήματος και του θεάτρου του παραλόγου. Στο “William Lovell” το καθετί μεταστρέφεται στο αντίθετό του· το προσωπικό μεταστρέφεται σε απρόσωπο· αποκαλύπτεται ότι το ζωντανό είναι το νεκρό· το οργανικό είναι το μηχανικό· το πραγματικό είναι το τεχνητό· οι άνθρωποι ζητούν ελευθερία και πέφτουν στη χειρότερη σκλαβιά. Στα έργα του Tieck εσκεμμένα μπερδεύονται το φανταστικό και το πραγματικό: οι χαρακτήρες στο έργο (ή σ' ένα έργο μέσα στο έργο) ασκούν κριτική στο έργο, διαμαρτύρονται για την πλοκή και τον εξοπλισμό του θεάτρου· μέλη του ακροατηρίου εξανίστανται και απαιτούν να διατηρηθεί η ψευδαίσθηση, στην οποία βασίζεται το δράμα· τους απαντούν στη συνέχεια σε έντονο ύφος οι χαρακτήρες του έργου από τη σκηνή, εκπλήσσοντας το πραγματικό ακροατήριο κατά διαστήματα, μουσικοί τόνοι και δυναμικοί ρυθμοί εμπλέκονται στους μεταξύ τους διάλογους. Στον “Prince Zerbino”, όταν ο Πρίγκιπας παύει να ελπίζει ότι θα φτάσει στο τέλος του ταξιδιού του, διατάζει να γυρίσει προς τα πίσω το έργο -τα συμβάντα να επαναληφθούν σε αντεστραμμένη σειρά, να αναιρεθούν-, η βούληση είναι ελεύθερη να διατάζει ό,τι την ευχαριστεί. Σ' ένα από τα έργα του Arnim, κάποιος γηραίος ευγενής παραπονιέται ότι τα πόδια του συνεχώς μακραίνουν: αυτό είναι το αποτέλεσμα της πλήξης· η εσωτερική κατάσταση του γηραιού άνδρα εξωτερικεύεται· εξάλλου, η ίδια η πλήξη του συμβολίζει την επιθανάτια αγωνία της παλαιάς Γερμανίας. Όπως επισήμανε ένας οξυδερκής σύγχρονος ρώσος κριτικός, αυτό αποτελεί ολοκληρωμένο εξπρεσιονισμό πολύ πριν από τον θρίαμβό του έναν αιώνα αργότερα, κατά την περίοδο της Βαϊμάρης.

Η επίθεση στον κόσμο των εμφανειών κατά διαστήματα προσλαμβάνει σουρεαλιστικές μορφές. Σ' ένα από τα μυθιστορήματα του Arnim, ο ήρωας ανακαλύπτει ότι περιπλανιέται στα όνειρα μιας όμορφης κυρίας, προσκαλείται από την ίδια να καθίσει σε μία από τις καρέκλες της, επιθυμεί να δραπετεύσει από το όνειρο που δεν είναι δικό του, βλέπει ότι η καρέκλα παραμένει κενή και νιώθει μεγάλη ανακούφιση. Ο Hoffmann μετέφερε αυτόν τον πόλεμο στον αντικειμενικό κόσμο, στην καθαυτό ιδέα της αντικειμενικότητας, στα έσχατα όριά της: γριές που μεταμορφώνονται σε μπρούντζινα ρόπτρα, ή σύμβουλοι του κράτους που μπαίνουν μέσα σε ποτήρια του κονιάκ, παραλύουν μέσα σε αναθυμιάσεις οινοπνεύματος, πετούν πάνω από τη γη, μετά συνέρχονται και επιστρέφουν στις πολυθρόνες και στις ρόμπες τους - πρόκειται για αθώες πτήσεις της φαντασίας, αλλά εκπηγάζουν από μια διαταραγμένη φαντασία όπου η βούληση είναι ανεξέλεγκτη και ο πραγματικός κόσμος αποδεικνύεται φαντασμαγορία. Κατόπιν τούτου, ο δρόμος είναι ανοιχτός προς τον κόσμο του Schopenhauer που άγεται και φέρεται από μια τυφλή, άσκοπη, κοσμική βούληση, προς τον υπόγειο άνθρωπο του Ντοστογιέφσκι, προς τους διαυγείς εφιάλτες του Kafka, προς την επίκληση του Nietzsche στους Kraftmenschen, οι οποίοι καταδικάζονται σε πλατωνικούς διαλόγους –στα πρόσωπα του Θρασύμαχου ή του Καλλικλή–, που δεν καταλαβαίνουν γιατί δεν θα έπρεπε να σαρώσουν τους ιστούς των νόμων και των συμβάσεων εφόσον παρεμβάλλουν εμπόδια στη βούληση τους για δύναμη, προς το «Enivrez-vous sans cesse!» [«Μεθύστε δίχως τελειωμό!»] του Baudelaire, «Αφήστε τη βούληση να μεθύσει από ναρκωτικά ή πόνο, όνειρα ή θλίψη, δεν έχει σημασία από τι», αλλά αφήστε τη να σπάσει τις αλυσίδες της.

Ούτε ο Hoffmann ούτε ο Tieck είχαν την πρόθεση, περισσότερο απ' ό,τι ο Pascal ή ο Kierkegaard ή ο Nerval, να αποκηρύξουν τις αλήθειες της επιστήμης, ή εκείνες του κοινού νου, στο δικό τους επίπεδο – δηλαδή, ως κατηγορίες που χρησίμευαν για περιορισμένους σκοπούς, ιατρικούς, τεχνολογικούς ή εμπορικούς. Αυτός ο κόσμος ήταν άνευ σημασίας· θεωρούσαν ότι η αυθεντική πραγματικότητα είναι διαφορετική από την επιφάνεια των πραγμάτων -ο κόσμος δίχως σύνορα ἡ φραγμούς, εσωτερικούς ή εξωτερικούς, διαμορφωμένος και εκφραζόμενος από την τέχνη, τη θρησκεία, τη μεταφυσική ενόραση, απ' όλα όσα έχουν να κάνουν με προσωπικές σχέσεις-, αυτός ήταν ο κόσμος όπου η βούληση είναι ανώτερη, όπου οι απόλυτες αξίες συγκρούονται σε πεισματώδη αγώνα, ο «νυχτερινός κόσμος» της ψυχής, η πηγή κάθε φαντασιακής εμπειρίας, κάθε ποίησης, κάθε κατανόησης, η πηγή όλων εκείνων που κάνουν τους ανθρώπους να ζουν αυθεντικά τη ζωή τους. Όταν οι προσανατολισμένοι στην επιστήμη ορθολογιστές άρχισαν να υποστηρίζουν ότι είναι ικανοί να εξηγούν και να ελέγχουν αυτό το επίπεδο εμπειρίας με βάση τις έννοιες και τις κατηγορίες τους, και διακήρυσσαν ότι η σύγκρουση και η τραγωδία προέρχονται από την άγνοια των γεγονότων, την ανεπάρκεια της μεθόδου, την ανικανότητα ή τη μοχθηρία των κυβερνώντων και την αμάθεια των υπηκόων τους και επομένως, κατ' αρχήν τουλάχιστον, όλα αυτά θα διορθώνονταν αν εδραιωνόταν μια αρμονική, ορθολογικά οργανωμένη κοινωνία, όπου οι σκοτεινές πλευρές της ζωής θα έμοιαζαν με μακρινό, ανυπόστατο, σχεδόν λησμονημένο εφιάλτη - τότε οι ποιητές και οι μυστικοί και όλοι εκείνοι που συγκινούνται από τις ατομικές, ασυστηματοποίητες, άφατες όψεις της ανθρώπινης εμπειρίας εξεγέρθηκαν. Τέτοιοι άνθρωποι στρέφονται ενάντια σε ό,τι μοιάζει με τον εξοργιστικό δογματισμό και την ήπια bon sens των raisonneurs του Διαφωτισμού και των νεότερων διαδόχων τους. Παρά τις λαμπρές και ηρωικές προσπάθειες του Hegel και του Marx να ενσωματώσουν τις τάσεις, τα παράδοξα και τις συγκρούσεις της ανθρώπινης ζωής και σκέψης σε νέες συνθέσεις των διαδοχικών κρίσεων και των επιλύσεών τους –τη διαλεκτική της ιστορίας ή την πανουργία του Λόγου (ή τη διαδικασία της παραγωγής) που οδηγούν στον τελικό θρίαμβο του Λόγου και στην πραγμάτωση των ανθρώπινων δυνατοτήτων, οι τρομακτικές αμφιβολίες που διέσπειραν αυτοί οι αγανακτισμένοι επικριτές δεν έχουν ακόμη καταλαγιάσει.

Δεν εννοώ ότι αυτές οι αμφιβολίες έχουν επικρατήσει, του λάχιστον στη σφαίρα της ιδεολογίας. Έστω και αν η πίστη στην ευτυχισμένη αφέλεια των προπατόρων μας -Saturnia regna- έχει σε μεγάλο βαθμό χαθεί, η πίστη στο ενδεχόμενο κάποιας επερχόμενης χρυσής εποχής παρέμεινε αμείωτη, και μάλιστα διαδόθηκε πέραν του Δυτικού κόσμου. Φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές, και όσοι πίστευαν ότι οι ορθολογικές και επιστημονικές μέθοδοι θα είχαν ως αποτέλεσμα, είτε με βίαιη επανάσταση είτε με βαθμιαίες μεταρρυθμίσεις, έναν ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, διατήρησαν αυτή την αισιόδοξη πίστη με άσβεστο ενθουσιασμό κατά τη διάρκεια των τελευταίων εκατό χρόνων. Η πεποίθηση ότι από τη στιγμή που τα τελευταία εμπόδια -η άγνοια και η ανορθολογικότητα, η αλλοτρίωση και η εκμετάλλευση, και οι ατομικές και κοινωνικές καταβολές τους- εξαλειφθούν, θ' αρχίσει επιτέλους η αληθινή ανθρώπινη ιστορία, δηλαδή μια οικουμενική αρμονική συνεργασία, αποτελεί την εκκοσμικευμένη μορφή μιας προφανώς μόνιμης ανθρώπινης ανάγκης. Ωστόσο, αν ισχύει ότι οι εν γένει τελικοί σκοποί των ανθρώπων δεν εναρμονίζονται απαραίτητα, ίσως να μην υπάρχει διαφυγή από εκείνες τις επιλογές που καθορίζονται από κάποιαν απαράβατη αρχή, μερικές μάλιστα οδυνηρές τόσο για τον πράττοντα όσο και για τους υπόλοιπους. Αυτό θα συνεπαγόταν ότι η δημιουργία κάποιας κοινωνικής δομής που το λιγότερο θα απέφευγε τις ηθικά απαράδεκτες λύσεις και το περισσότερο θα προήγαγε την ενεργητική αλληλεγγύη για την επιδίωξη κοινών αντικειμενικών σκοπών, ίσως είναι το καλύτερο που οι άνθρωποι μπορούν να ελπίζουν ότι θα επιτύχουν, εφόσον βέβαια δεν θα καταπνιγούν πάρα πολλά είδη θετικής δράσης, εφόσον δεν θα ματαιωθούν πάρα πολλοί εξίσου έγκυροι ανθρώπινοι στόχοι.

Ωστόσο, μια διαδικασία που απαιτεί τέτοια επιδεξιότητα και τέτοια πρακτική ευφυΐα -η ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο εξαρτάται από τη διάσωση εκείνου του στόχου που πρόκειται να αποβεί ασταθές ισοζύγιο το οποίο χρειάζεται συνεχή φροντίδα και βελτίωση- αναμφίβολα, δεν εμπνέει αρκετά την πλειονότητα των ανθρώπων, οι οποίοι επιθυμούν έντονα κάποια εντυπωσιακή, οικουμενική πανάκεια. Ίσως οι άνθρωποι να μην είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, ή το ανοιχτό μέλλον, δίχως κάποια εγγύηση για το ευτυχές τέλος - τη θεία πρόνοια, την αυτοπραγμάτωση του πνεύματος, το αόρατο χέρι, την πανουργία του Λόγου ή της ιστορίας ή κάποιας παραγωγικής και δημιουργικής τάξης. Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνουν τα κοινωνικά και πολιτικά δόγματα που αποδείχτηκαν σημαντικά για την εποχή μας, Παρά ταύτα η ρομαντική επίθεση στους κατασκευαστές συστημάτων -τους σεναριογράφους των μεγάλων ιστορικών μελοδραμάτων- δεν ήταν εντελώς άνευ σημασίας. Οτιδήποτε και αν δίδασκαν οι πολιτικοί θεωρητικοί του 19ου αιώνα, η φανταστική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, καθώς και του δικού μας, που εκφράζει την ενσυνείδητη και ασυνείδητη ηθική νοοτροπία της εποχής, παρέμεινε (παρά τις αποκαλυπτικές στιγμές του Ντοστογιέφσκι ή του Walt Whitman) κατά κύριο λόγο ανεπηρέαστη από ουτοπικά όνειρα. Δεν υπάρχει κάποιο όραμα απόλυτης τελειότητας στον Τολστόι, στον Τουργκένιεφ, στον Balzac ή στον Flaubert, στον Baudelaire και στον Carducci. Ο Manzoni είναι μάλλον ο τελευταίος μείζων συγγραφέας ο οποίος ζει ακόμη στο λυκαυγές μιας χριστιανοφιλελεύθερης αισιόδοξης εσχατολογίας. Η γερμανική ρομαντική σχολή και όσοι επηρεάστηκαν από αυτήν, έμμεσα και άμεσα, όπως ο Schopenhauer, o Nietzsche, o Wagner, o Ibsen, o Joyce, o Kafka, o Becket, οι υπαρξιστές, οποιεσδήποτε φαντασιώσεις κι αν δημιούργησαν οι ίδιοι, δεν εμμένουν στον μύθο ενός ιδεώδους κόσμου. Ούτε και ο Freud από την εντελώς διαφορετική προοπτική του. Ελάχιστα εκπλήσσει το γεγονός ότι όλοι τους απορρίφθηκαν ως παρακμιακοί αντιδραστικοί από μαρξιστές κριτικούς. Ορισμένοι βέβαια, και όχι οι λιγότερο χαρισματικοί ή διορατικοί, δικαίως περιγράφονται έτσι. Άλλοι ήταν, και είναι, το ακριβώς αντίθετο: ανθρώπινοι, γενναιόδωροι, ζωογονητικοί, νεωτεριστές.

Δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να επιδοκιμάζει ή έστω να παραβλέπει τις υπερβολές του ρομαντικού ανορθολογισμού επειδή παραδέχεται ότι οι ρομαντικοί, με το να αποκαλύπτουν πως οι σκοποί των ανθρώπων είναι πολλοί, συχνά απρόβλεπτοι, και μερικοί απ' αυτούς αμοιβαία ασυμβίβαστοι, επέφεραν μοιραίο πλήγμα στην απόφανση ότι, παρά τα φαινόμενα, μια τελεσίδικη λύση στον γόρδιο δεσμό είναι, τουλάχιστον κατ' αρχήν, εφικτή· ότι η ισχύς στην υπηρεσία του λόγου μπορεί να την επιτύχει, ότι η ορθολογική οργάνωση θα έχει ως αποτέλεσμα την τέλεια συνένωση αντίθετων αξιών, όπως ατομική ελευθερία και κοινωνική ισότητα, αυθόρμητη αυτοέκφραση και οργανωμένη, κοινωνικά κατευθυνόμενη αποδοτικότητα, τέλεια γνώση και τέλεια ευτυχία, οι απαιτήσεις του προσωπικού βίου και οι απαιτήσεις των κομμάτων, των τάξεων, των εθνών, του δημόσιου συμφέροντος. Αν κάποιοι σκοποί που θεωρούνταν εντελώς ανθρώπινοι είναι ταυτοχρόνως απόλυτοι και αλληλοαποκλειόμενοι, τότε η ιδέα περί χρυσής εποχής, περί τέλειας κοινωνίας που συντίθεται από το σύνολο των ορθών λύσεων σε όλα τα θεμελιώδη προβλήματα της ανθρώπινης ζωής, φαίνεται να είναι κατ' αρχήν ασυνάρτητη. Αυτή είναι η προσφορά του ρομαντισμού και ιδίως του δόγματος που αποτελεί τον πυρήνα του, δηλαδή ότι η ηθικότητα πλάθεται από τη βούληση και ότι οι σκοποί δημιουργούνται, δεν ανακαλύπτονται. Αυτό το κίνημα δικαίως καταδικάζεται για την τερατώδη πλάνη ότι η ζωή είναι, ή μπορεί να γίνει, έργο τέχνης, ότι το αισθητικό υπόδειγμα ισχύει και στην πολιτική, ότι ο πολιτικός ηγέτης είναι ανυπέρβλητος καλλιτέχνης που διαμορφώνει ανθρώπους σύμφωνα με το δημιουργικό σχέδιό του, αφού αυτή η πλάνη οδηγεί σε επικίνδυνους παραλογισμούς στη θεωρία και σε κτηνώδη ωμότητα στην πράξη. Ωστόσο, θα πρέπει να του αναγνωριστεί κάτι: ότι κλόνισε ανεπανόρθωτα την πίστη σε κάποια οικουμενική, αντικειμενική αλήθεια όσον αφορά ζητήματα συμπεριφοράς, γέννησε αμφιβολίες για την πιθανότητα μιας τέλειας και αρμονικής κοινωνίας, παντελώς απαλλαγμένης από συγκρούσεις, αδικίες ή καταπίεση – ένας στόχος για τον οποίο καμία θυσία δεν είναι πολύ μεγάλη αν οι άνθρωποι πρόκειται να υλοποιήσουν το όραμα του Condorcet για ένα βασίλειο αλήθειας, ευτυχίας και αρετής που θα συνέχεται «από έναν αξεδιάλυτο δεσμό» – ένα ιδεώδες για το οποίο έγιναν τόσες ανθρωποθυσίες στην εποχή μας όσες ποτέ άλλοτε, ίσως, στην ανθρώπινη ιστορία.


Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΠΕΤΥΧΕ!
Ὅταν ἐσύ, ἂνθρωπε, ἐρευνᾶς τὰ βάθη τοῦ ἑαυτοῦ σου μὲ τὴν δύναμη, τὴν σοφία καὶ τὴν κρίση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τότε βρίσκεις τόσο τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο ὅσο καὶ τὸν ἐξωτερικό, ὅτι εἶναι ὅλος ζυμωμένος μὲ τὰ πάθη καὶ ὅτι κλίνει πάντοτε πρὸς τὰ θελήματα τοῦ διαβόλου, ἐπειδὴ δὲν τὸν ἐμποδίζεις μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὸν συγκρατεῖς μὲ τὴν ἐνθύμηση τῆς φρικτῆς κόλασης. Ὅσο πλησιάζεις τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν, τόσο βλέπεις τὸν ἑαυτό σου ἀπομακρυσμένο ἀπὸ τὸν Θεό, (είναι χαρακτηριστικόν τής αγιότητος των Πατέρων μας, ότι όσον έπλησίαζαν ως καθαροί τον καθαρώτατον Κύριον, τόσον αισθάνονταν την μικρότητα της ανθρωπίνης φύσεως. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω η σχετική κατήχησις του Αββά Δωροθέου. Αυτή είναι «το συντετριμμένον πνεύμα» και η θεία ταπείνωσις), καὶ ὅσο καθαρίζεται ἡ καρδιά σου μὲ τὴν εὐχὴ καὶ φωτίζεται ἡ διάνοιά σου ἀπὸ τὰ ἀένναα δάκρυα, τόσο σοῦ φαίνεται ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλὸς καὶ ἄσωτος.
Ἀλλὰ γιατί, πρὶν καθαριστεῖ ἡ καρδιά σου καὶ φωτιστεῖ ἡ διάνοιά σου, δὲν ἔβλεπες ἔτσι τὸν ἑαυτό σου; Καὶ πρῶτα μὲν δὲν ἔβλεπες ἔτσι τὸν ἑαυτό σου, διότι δὲν ἤξερες τί πρᾶγμα εἶναι οἱ ἄγγελοι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ ὁ Παράδεισος, τώρα ὅμως ποὺ τὰ ἀντίκρυσε κάπως ἡ καρδιά σου, ἀναλόγως μὲ τὴν καθαρότητά της, καὶ τὰ εἶδε ἡ διάνοιά σου, ἀναλόγως μὲ τὴν φώτισή της, βλέπεις τὸν ἑαυτό σου τόσο ἄχρηστο καὶ ἄσωτο, καὶ βεβαιώνεσαι πόσο μεγάλη καθαρότητα ἔχουν οἱ ἄγγελοι καὶ πόσο ἀκατανόητη καὶ ἄρρητη ὡραιότητα καὶ καθαρότητα ἔχει ὁ Κύριος. 
Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, λέγουμε ὅτι ἐκεῖνο τὸ παραπέτασμα (ο μπερτές) εἶναι τὸ δοχεῖο τῆς πονηρίας τοῦ διαβόλου, ἐκεῖνο εἶναι τὸ θησαυροφυλάκιό του· διότι ἐκεῖ ὁ σατανᾶς ἔχει μαζεμένα ὅλα τὰ σπέρματα τῆς πονηρίας.
Εἶδες λοιπὸν ἀγαπητέ, ὅτι ὅλα τὰ κακὰ βγαίνουν ἀπὸ τὴν καρδιά, ποὺ ἔγινε φωλιὰ καὶ κατοικία τοῦ σατανᾶ; Ἐκεῖ ἔχει ὁ σατανᾶς θησαυρισμένα ὅλα τὰ πονηρὰ σπέρματα τῆς πονηρίας του καὶ ὅλες τὶς φθοροποιὲς ἐφευρέσεις τῆς πανουργίας καὶ κακίας του, πάνω στὰ ὁποῖα ἀναπαύεται αὐτός, σὰν σὲ κάποιο μαλακὸ στρῶμα βάλε ΛΟΠΌΝ ὅλη σου τὴν δύναμη στὴν εὐχὴ τῆς καρδιᾶς σου, γιὰ νὰ ξεσχίσεις αὐτὸ τὸ παραπέτασμα τοῦ σατανᾶ. Διότι αὐτὸ τὸ παραπέτασμα εἶναι τὸ χειρόγραφο τοῦ διαβόλου, αὐτὸ εἶναι τὸ ἔγγραφο τῆς ἁμαρτίας, αὐτὸ εἶναι ἡ ἔγγραφη ὁμολογία τοῦ ἑωσφόρου, στὴν ὁποία ἔχει ὁ διάβολος γραμμένες ὅλες τὶς ἁμαρτίες. 

Hannah Arendt(5) - ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ - HEIDEGGER

 Συνέχεια από: Παρασκευή 9 Μαίου 2025


ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ

Hannah Arendt

Ο ΕΑΥΤΟΣ ΣΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ!

Κεφάλαιο Τέταρτο: HEIDEGGER

Η προσπάθεια τού Χάϊντεγκερ να ξαναθεμελιώσει μιαν οντολογία, παρά τον Καντ και ενάντια στον Καντ, έφερε μια βαθειά αλλαγή στην παραδοσιακή ορολογία της φιλοσοφίας. Αυτός είναι ο λόγος που με μια πρώτη ματιά ο Χάϊντεγκερ παρουσιάζεται πάντα σαν πιο επαναστατικός από τον Γιάσπερς και ο λόγος που αυτή η λάμψη τής ορολογίας του έθεσε σε κίνδυνο τη σωστή αξιολόγηση της φιλοσοφίας του. Δηλώνει απερίφραστα πως επιθυμεί να ξαναθεμελιώσει μιαν οντολογία, εννοώντας πως έχει πρόθεση να εκμηδενίσει την κατεδάφιση της αρχαίας έννοιας τού Είναι που ξεκίνησε με τον Καντ! Δεν υπάρχει λόγος να μην πάρουμε στα σοβαρά ένα τέτοιο σχέδιο, ακόμη και αν υποχρεωνόμαστε να φτάσουμε στο συμπέρασμα πως είναι αδύνατον να θεμελιωθεί μια οντολογία με την παραδοσιακή έννοια, χρησιμοποιώντας περιεχόμενα τα οποία προέρχονται από την επανάσταση εναντίον της Φιλοσοφίας.

Ο Χάϊντεγκερ δεν οριστικοποίησε ποτέ του την οντολογία του, καθώς το δεύτερο μέρος του «Είναι και Χρόνος» δεν εμφανίστηκε ποτέ. Στην ερώτηση για το νόημα του Είναι έδωσε μια πρόχειρη απάντηση και μάλιστα ακατανόητη: Το νόημα του Είναι είναι η Χρονικότης. Αυτό –μαζί με την ανάλυση της υπάρξεως (δηλαδή του Είναι του ανθρώπου) η οποία καθορίζεται από τον θάνατο– οδηγεί στο συμπέρασμα πως το νόημα του Είναι, είναι η μηδενικότηςΉταν λογικό λοιπόν ότι η προσπάθεια του  Χάϊντεγκερ, να ξαναθεμελιώσει την μεταφυσική, θα ολοκληρωνόταν όχι με το δεύτερο μέρος που είχε υποσχεθεί, το οποίο θα έπρεπε να ορίσει το νόημα του Είναι γενικώς ακολουθώντας την ανάλυση της υπάρξεως του ανθρώπου, αλλά με μια μικρή πραγματεία με τίτλο «Τι είναι μεταφυσική;», στην οποία εκτίθεται με μια κάποια συνέπεια, παρόλα τα κόλπα και τα γλωσσικά σοφίσματα, πως κατά τον Χάϊντεγκερ το νόημα του Είναι είναι το ΤΙΠΟΤΑ.

Η ιδιαίτερη γοητεία που εξάσκησε  στην μοντέρνα φιλοσοφία η σκέψη του ΤΙΠΟΤΑ, δεν δείχνει αναγκαστικά Μηδενισμό. Ας αξιολογήσουμε το πρόβλημα του Τίποτα μέσα στα δικά μας δεδομένα, μιας φιλοσοφίας δηλαδή εναντίον της φιλοσοφίας, εννοημένης σαν καθαρός στοχασμός, σαν μια προσπάθεια να γίνουμε «Κύριοι του Είναι» και γι’ αυτό να θέσουμε φιλοσοφικά το θέμα με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να κατορθώσουμε να περάσουμε αμέσως στην πράξη: Αυτή η σκέψη λοιπόν τότε, πως το ΕΙΝΑΙ κατά βάθος είναι το ΤΙΠΟΤΑ, παρουσιάζει ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Πάνω σ’ αυτή τη βάση ο άνθρωπος μπορεί να φανταστεί πως η σχέση του με το Είναι που του δωρίστηκε, δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνη του Δημιουργού πριν από την δημιουργία του κόσμου – δημιουργημένου όπως είναι γνωστό από το Μηδέν. Στον ορισμό του Είναι σαν Τίποτα βρίσκεται επιπλέον, η προσπάθεια να εγκαταλειφθεί ο ορισμός του Είναι σαν κάτι δεδομένο και η μεταμόρφωση των ανθρωπίνων πράξεων που μέχρι τώρα ήταν όμοιες με τις θεϊκές, σε πράξεις θεϊκές καθ’ εαυτές.

Αυτός είναι ο κρυφός λόγος για τον οποίον στον Χάϊντεγκερ το ΤΙΠΟΤΑ γίνεται ξαφνικά ενεργό και αρχίζει να «εκμηδενίζει» (nichten). Το Τίποτα επιδιώκει, τρόπον τινά, να εκμηδενίσει το ΕΙΝΑΙ και να μπει στην θέση του σαν «εκμηδενιστής».Εάν το Είναι, το οποίο δεν δημιούργησε ΕΓΩ, εξαρτάται από ένα ον που δεν είμαι Εγώ και ούτε καν γνωρίζω, τότε μάλλον αυτό σημαίνει πως για τον άνθρωπο, το μόνο περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσε να αισθανθεί πραγματικά ελεύθερος δεν είναι το ΕΙΝΑΙ, αλλά το ΤΙΠΟΤΑ. Εφόσον δεν κατόρθωσα να είμαι ο δημιουργός του κόσμου, ο προορισμός μου δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από εκείνον του καταστροφέα του κόσμου. Αυτή είναι πάντως η φιλοσοφική βάση του μοντέρνου μηδενισμού, το γεγονός της καταγωγής του από την παληά οντολογία: Αυτή είναι και η τιμή της προσπάθειας να εισάγουμε με την βία τις νέες ερωτήσεις και τα καινούργια περιεχόμενα στο πλαίσιο της παληάς οντολογίας!

Παρόλα αυτά λίγο ενδιαφέρει το τελικό αποτέλεσμα της Χαϊντεγκεριανής έρευνας. Είχε το μεγάλο προνόμιο να συνδεθεί απευθείας με την διατύπωση του προβλήματος που εμφανίστηκε με τον Καντ και με το οποίο δεν ασχολήθηκε κανείς μετά από αυτόν. Ανάμεσα στα συντρίμμια της προκατασκευασμένης αρμονίας μεταξύ του Είναι και της σκέψης, ανάμεσα στην ουσία και στην ύπαρξη, ανάμεσα σ’ αυτό που υπάρχει και σ’ αυτό που μπορεί να συλληφθεί με την νόηση ο Χάϊντεγκερ ισχυρίζεται πως βρήκε ένα ον στο οποίο ουσία και ύπαρξη είναι αμέσως ταυτόσημα: Τον άνθρωπο. Η ουσία του είναι η ύπαρξή του. «Η ουσία του ανθρώπου δεν είναι το πνεύμα, αλλά η ύπαρξη». Ο άνθρωπος δεν έχει καμμία ουσία: Δίνεται ολότελα στο γεγονός πως υπάρχει. Δεν μπορούμε να θέσουμε στον άνθρωπο το ερώτημα του «τί πράγμα», όπως συμβαίνει με τα πράγματα, αλλά μόνον το ερώτημα του «ποιος».        

Καθότι λοιπόν ταυτότης ουσίας και υπάρξεως, ο άνθρωπος φαίνεται να προσφέρει ένα νέο κλειδί στο πρόβλημα του Είναι. Για να γίνει κατανοητή η γοητεία αυτού του σχεδίου, πρέπει να θυμηθούμε πως για την παραδοσιακή μεταφυσική, ο θεός ήταν το ον στο οποίο συνέπιπταν ουσία και ύπαρξη, στο οποίο σκέψη και πράξη ήταν ταυτόσημες και πως ερμηνευόταν γι’ αυτό σαν ουράνια βάση του γήϊνου Είναι.

Ήταν ακριβώς μια προσπάθεια να γίνει ο άνθρωπος άμεσα, ο «Κύριος του Είναι». Ο Χάϊντεγκερ το ονομάζει «πρωτείο όντικο-οντολογικό του Dasein». Είναι ένας ορισμός που δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε πως ο άνθρωπος τοποθετείται ακριβώς στην θέση στην οποία υπήρχε παραδοσιακά ο θεός.

Ο Χάϊντεγκερ ονομάζει το ΕΙΝΑΙ του ανθρώπου Dasein (υπάρχω τώρα). Αυτή η ορολογία τού επιτρέπει να αποφύγει την χρησιμοποίηση του όρου «άνθρωπος». Ο σκοπός είναι να μειωθεί ο άνθρωπος σε μια σειρά τρόπων του Είναι φαινομενολογικά επιδείξιμων. Χάνοντας τοιουτοτρόπως όλες εκείνες τις ανθρώπινες πλευρές για τις οποίες ο Kant είχε δώσει μερικά πρόχειρα σκίτσα: Όπως η ελευθερία, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου και η νόηση. Χαρακτήρες οι οποίοι πηγάζουν όμως από τον ανθρώπινο αυθορμητισμό και δεν μπορούν να αποδειχθούν φαινομενολογικώςεπειδή είναι αυθόρμητοι. Επειδή είναι κάτι διαφορετικό από τυπικές λειτουργίες του Είναι και επειδή ο άνθρωπος σ’ αυτούς τους χαρακτήρες βλέπει να εμφανίζεται κάτι διαφορετικό από τον εαυτό του.

Η οντολογική σύλληψη του Χάϊντεγκερ κρύβει μια λειτουργικότητα αρκετά όμοια με τον ρεαλισμό του Χόμπς. Εάν ο άνθρωπος μειώνεται μόνον στο γεγονός πως αυτός είναι, πως δεν είναι τίποτε άλλο από τους τρόπους υπάρξεώς του ή από τις λειτουργίες του στον κόσμο (ή στην κοινωνία, για τον Χομπς) τότε τόσο η Χαϊντεγκεριανή λειτουργικότης όσο και ο ρεαλισμός του Χομπς τελικώς διαγράφουν ένα ανθρωπολογικό μοντελό, στο εσωτερικό του οποίου ο άνθρωπος θα λειτουργούσε ακόμη καλύτερα, διότι θα ήταν «απελευθερωμένος» από κάθε αυθορμητισμό.

Αυτός ο λειτουργικός ρεαλισμός, στον οποίο ο άνθρωπος εμφανίζεται σαν ένα συνοθύλευμα τρόπων υπάρξεως, είναι από την Αρχή του αυθαίρετος, καθώς η επιλογή των τρόπων δεν καθοδηγείται από καμμία ιδέα του ανθρώπουΣτη θέση του ανθρώπου έχει μπει ο «εαυτός» (selbst), καθώς το Dasein (η χρονική ύπαρξη, το Είναι του ανθρώπου) έχει σαν ιδιαιτερότητα ότι γι’ αυτόν «περιμένει το Είναι του».

Αυτός ο στοχασμός του Dasein μπορεί να γίνει κατανοητός «υπαρξιακά», και αυτό είναι όλο όσο απομένει από την δύναμη και την ανθρώπινη ελευθερία.

Μετά τον Χάϊντεγκερ φιλοσοφία σημαίνει πλέον την προσπάθεια κατανοήσεως της ιδίας υπάρξεως: «Η δική μας μελέτη της καθαυτής φιλοσοφικής έρευνας πρέπει να γίνει υπαρξιακά κατανοητή σαν μια δυνατότης υπάρξεως του υπάρχοντος Dasein». Η φιλοσοφία είναι η πιο υψηλή δυνατότης υπάρξεως του Dasein. Πράγμα που δεν είναι τίποτε άλλο από μία επαναβεβαίωση του πρωτείου του «βίου θεωρητικού» του Αριστοτέλη, της στοχαστικής στάσεως αξιολογημένης σαν την πιο υψηλή δυνατότητα του ανθρώπου. Αυτό είναι ακόμη πιο βαρύ σε συνέπειες, καθώς στην φιλοσοφία του Χάϊντεγκερ ο άνθρωπος, εφόσον διαθέτει ουσία και ύπαρξη ταυτόσημες, γίνεται ένα είδος summum ens, ενός «Κυρίου του Είναι». Μετά την αποκάλυψη πως εκείνο το Είναι που μέχρι τώρα ήταν ταυτισμένο με τον Θεό, είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος ο άνθρωπος, συμπεραίνεται πως ένα τέτοιο Είναι είναι ανίκανο και πως δεν υπάρχει κανείς «Κύριος του Είναι», οπότε δεν απομένει τίποτε άλλο από κάποιους αναρχικούς τρόπους υπάρξεως!


(Συνεχίζεται)

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ, Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ. ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΕΣ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ.

Αμέθυστος