Τρίτη 6 Μαΐου 2025

Τὸ Πρόσωπο τοῦ Φωτὸς Εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σωφρόνιο


                                                         Τὸ Πρόσωπο τοῦ Φωτὸς
                                           Εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σωφρόνιο
                                                                Μοναχὴ Γαβριηλία

πηγή:εδώ

Ὅποιος εἶδε τὸ Ἄκτιστο Φῶς καὶ ἀναγνώρισε στὸ Φῶς αὐτὸ τὸν Χριστό, αὐτὸς ποτὲ πλέον δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀρνηθεῖ τὴ γνώση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου.¹

Ὁ Χριστὸς ἦταν τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Σωφρονίου. Κατὰ τὴν πρώιμη παιδική ἡλικία του εἶχε τὴν ἐμπειρία τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Στὴν ἐφηβεία ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ στράφηκε πρὸς τὸ σκοτάδι τῆς ἀνυπαρξίας. Ὁ Χριστὸς ὅμως τὸν ἀναζήτησε καὶ στὸ σκοτάδι εἰσέδυσε λεπτὴ ἀκτίνα Φωτός, στὴν ὁποία ὁ Ἅγιος ἀναγνώρισε τὸν Δημιουργό του. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ γιὰ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή του, μὲ φλογερὴ προσευχὴ μετανοίας, ἐπιζητοῦσε νὰ γίνει ἐγγὺς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ Κύριος εἰσάκουσε τὴ δεήσή του, χαρίζοντάς του καὶ πάλι τὴ χάρη τῆς θεωρίας τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς καὶ τῆς σπάνιας δωρεᾶς τῆς προσευχῆς, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς προσευχόταν μέσα του.
Ὅταν τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ -καθώς ἐστιν- ἀποκαλύπτεται σὲ ἐμᾶς, μένουμε μὲ τόσο βαθειὰ αἴσθηση γι’ Αὐτόν, ποὺ καθετὶ ἄλλο ὠχριᾶ καὶ τότε ἀρχίζει μιὰ νὲα περίοδος στὴ ζωή μας. Ἔχοντας ἀγαπήσει τὸν Χριστό, τὸν Δημιουργό μας, ἔχοντας δεῖ τὸ Πρόσωπό Του, θὰ ἐμπνευστοῦμε μὲ πύρινη ἔμπνευση γιὰ ὅλη μας τὴ ζωή.[2]

Πρὸς τὸ τέλος τῆς μακρᾶς ζωῆς του ὁ ἅγιος Σωφρόνιος συνέγραψε τὴν πνευματική αὐτοβιογραφία του καθὼς καὶ κάποια ἀκόμη βιβλία, ὅπου περιέγραψε τὴν ἐσωτερική του πορεία καὶ ἐμπειρία γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν ἄλλων. Ὅμως ὁ λόγος κάποτε δὲν ἐπαρκεῖ νὰ ἀποδώσει αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ ἡ εἰκόνα, ποὺ ἀπὸ μόνη της μπορεῖ νὰ ἐκφράσει χιλιάδες λέξεις.
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ζωγράφισε ἀρκετὲς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ. Δαπανοῦσε πολλὲς ὧρες ἀναζητώντας προσεκτικὰ τὸ σωστὸ βλέμμα, τὴν ὀρθὴ ἀπόδοση τοῦ φωτός, τῆς ταπείνωσης, τῆς πραότητας, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴ σωστὴ ἔκφραση τῆς Θείας ἰσχύος τοῦ ὑπερκόσμιου αἰωνίου, ἐνδεδυμένου τὴν ἀνθρώπινη μορφή. Ὡστόσο ποτὲ δὲν ἔμενε πλήρως ἰκανοποιημένος μὲ τὸ ἀποτέλεσμα. Παρατηροῦσε ὅτι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδώσει κάποιος μόνο ἐν μέρει τὸν Χριστὸ καὶ ὅτι ἡ εἰκόνα Του λειτουργεῖ ὡς ἐφαλτήριο· βλέπουμε στὴν εἰκόνα τὸ πρόσωπό Του καὶ ὁ νοῦς μας ἀνάγεται ἀπείρως ὑψηλότερα, πέρα ἀπὸ αὐτή, πρὸς τὸν Δημιουργό μας.
Παρὰ τὴν ἔντονη ἀναζήτησή του νὰ ἀπεικονίσει τὸν Χριστό, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος δὲν ἔπαψε νὰ προσπαθεῖ νὰ ζωγραφίσει τὴν εἰκόνα Του, ἐλπίζοντας κάθε φορὰ νὰ ἀποδώσει κάτι περισσότερο ἀπὸ Ἐκεῖνον.
Ἔρεισμα καὶ πρότυπο γιὰ τὸν ἅγιο Σωφρόνιο ὑπῆρξε ἡ Σινδόνη τοῦ Τορίνο, τὴν ὁποὶα θεωροῦσε ὡς φωτογραφία δοσμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ μιὰ ἐποχὴ τεχνολογικῆς ἐξέλιξης, ὅταν ἡ γῆ στράφηκε ταχύτερα πρὸς τὴν ἀρχὴ τοῦ τέλους. Κι ὅμως, ὅλως παραδόξως, πρὶν ἀκόμη ἐμφανισθεῖ ἡ ἀρνητικὴ ἀποτύπωσή της στὸν σκοτεινὸ θάλαμο τοῦ ἰταλοῦ φωτογράφου Σεκόντο Πία τὸ 1898, ἡ πλειοψηφία τῶν εἰκόνων, τῶν τοιχογραφιῶν καὶ τῶν ψηφιδωτῶν τῶν παλαιότερων ἁγιογράφων φέρουν σχεδὸν ταυτόσημα χαρακτηριστικὰ μὲ τὴ φωτογραφία Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε τὸν ἑαυτό Του σὲ πολλοὺς ταπεινοὺς ζωγράφους στὸ παρελθόν, μὲσα στὸ ἀέναο ρεῦμα τῆς Παράδοσεως. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ὁδὸς ποὺ ἀκολούθησε καὶ ὁ ὅσιος Γέροντας, ἴσως ὅμως μὲ ἕναν δικό του ἰδιαίτερο τρόπο.
Ὁ ἁπλὸς ἁγιογράφος τίθεται στὴ διακονία τοῦ προσώπου ποὺ σκοπεύει νὰ ἀπεικονίσει ἤ ὅταν πρόκειται γιὰ παραστάσεις ἑορτῶν, στὸ πνεῦμα τοῦ γεγονότος. Μὲ προσοχὴ καὶ προσευχή, κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων του, ἀρχίζει νὰ δημιουργεῖ. Τὸ πιὸ σημαντικό εἶναι νὰ κρατήσει ταπεινὴ στάση, γιατί, ὅταν ὑπερισχύει τὸ ἐγώ, χάνεται ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν εἰκονιζόμενο Ἅγιο καὶ τὸ ἔργο παύει πλέον νὰ φέρει
πνευματικὴ χροιά. Εἶναι σκληρὴ καὶ ἀπαιτητικὴ ἐργασία, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ ἴδιος πρέπει νὰ ἀρνηθεῖ κάθε ἀλλότρια σκέψη ὡς πρὸς τὸ ἐπικείμενο ἱερὸ ἔργο. Σὲ σπάνιες περιπτώσεις δημιουργεῖται κάποια σύνδεση μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ αἰώνιου προσώπου ποὺ ἀπεικονίζεται. Σὲ τέτοιες στιγμὲς μεταδίδεται στὸν ἁγιογράφο μιὰ μικρὴ γεύση αἰωνιότητος ποὺ ταπεινώνει τὸ πνεῦμα του, ἐφόσον φέρει χαρακτήρα κρίσεως. Κατοπτεύει τὸ ὑπερκόσμιο καὶ γεύεται τὸ αἰώνιο. Κι ἂν αὐτὸ συμβαίνει σὲ ἕναν ἁπλὸ ἁγιογράφο, πόσο μᾶλλον ἰσχύει γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἦρθε σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὸν Χριστό, εἴτε μέσῳ τῆς θεωρίας τοῦ Προσώπου Του, εἴτε μὲ τὴν ἔλλαμψη τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση τὸ βάρος τῆς εὐθύνης νὰ ἀποδοθεῖ ὅσο τὸ δυνατὸν εὐκρινέστερα τὸ θεωρούμενο Πρόσωπο, εἶναι ἀπείρως μεγαλύτερο ἀπὸ ὅτι γιὰ τὸν καλλιτέχνη ποὺ ἁπλῶς ἀκολουθεῖ πρότυπα ἢ προγενέστερες ἀποκαλύψεις ἀποτυπωμένες σὲ εἰκόνες.
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶχε δεχθεῖ τὴ σπάνια δωρεὰ τῆς θεωρίας τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ἀλλὰ καὶ τῆς προσωπικῆς συναντήσεως μὲ τὸν Ζῶντα Χριστό. Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ κατάσταση χάρισε στὸν Γέροντα ἕναν σπάνιο συνδιασμὸ βαθειᾶς θεογνωσίας καὶ λεπτῆς καλλιτεχνικῆς αἴσθησης, γεγονὸς ποὺ ἔκανε τὸν Γέροντα νὰ ξεχωρίζει κατὰ πολὺ ἀπὸ τὰ μέτρα κάθε συνηθισμένου ἁγιογράφου. Ὁ κλῆρος του ἦταν νὰ ἀποδώσει πιστὰ τὴν προσωπική του ἐμπειρία μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ καταστήσει τὸ Πρόσωπό Του προσιτὸ σὲ ὅλους.
Ὁ ἴδιος ἀφιέρωνε πολλές ὧρες ἐπίπονης ἐργασίας γιὰ κάθε εἰκόνα ἢ τοιχογραφία τοῦ Δημιουργοῦ του καὶ συχνὰ ἔκανε προπαρασκευαστικὰ σχέδια καὶ μελέτες στὸ χαρτί, πρὶν ξεκινήσει τὸ βασικὸ ἔργο. Ὅλα τὰ βασάνιζε μὲ μεγάλη ἔνταση προσευχῆς, γνωρίζοντας ὁ ἴδιος πὼς οἱ ἄνθρωποι θὰ στρέψουν τὸ βλέμμα τους
στὴν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος ἐπιζητώντας βοήθεια, διόρθωση καὶ καθοδήγηση.
Οἱ φορητὲς εἰκόνες καὶ οἱ τοιχογραφίες περνοῦσαν ἀπὸ διάφορα στάδια ποὺ πολλὲς φορὲς ἐξέπλητταν καὶ προκαλοῦσαν ἀπορία στὸν θεατή. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔλεγε στοὺς μοναχοὺς καὶ στὶς μοναχὲς τῆς Μονῆς του ποτὲ νὰ μὴν κρίνουν ἕνα ἔργο πρὶν ὁλοκληρωθεῖ.
Δυστυχῶς, μόνο τὰ ἔργα τῶν τελευταίων ἐτῶν τῆς ζωῆς του καταγράφηκαν στὶς διάφορες φάσεις τῆς ἐξέλιξής τους.
Κάποιες ἀπὸ τὶς φωτογραφίες αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἀντανακλοῦν τὰ στάδια ἑνὸς ἔντονου ἀγώνα, τὸν ὁποῖο αἰσθάνεται κανείς, ὅταν τὶς παρατηρεῖ. Αὐτὸ γίνεται ἰδιαίτερα φανερὸ στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ποὺ βρίσκεται στὸν Ναὸ τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ, τοῦ πνευματικοῦ διδασκάλου τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.
Οἱ παλαιότερες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ ἔχουν μιὰ ἐλαφρὰ αἴσθηση αὐστηρότητας, παρουσιάζοντάς Τον ὡς τὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου.
Μὲ τὸ πὲρασμα τῶν χρόνων, ὅμως, τὸ Πρόσωπό Του ἀποκτᾶ ἔκφραση περίλυπης ἀγάπης Τὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο φέρει τὸ αἰώνιο βλέμμα τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ κόσμου λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του.
Διακρίνεται πάλι ἡ αἴσθηση τῆς ἐπικείμενης νίκης ἔναντι τοῦ θανάτου, ἡ ἔκφραση τῆς «εἰς τέλος» ἀγάπης Του γιὰ τὸ πλάσμα Του, ἀλλὰ καὶ τῆς βαθειᾶς λύπης Του γιὰ τὴν πτώση του.
Γιὰ νὰ τὸ καταφέρει αὐτό, ὁ Γέροντας, ὄντας ὁ ἴδιος σχεδὸν ἐννενήντα χρονῶν, ἐργάστηκε γιὰ ἡμέρες ἀδιάκοπα ἐπάνω στὴ σκαλωσιά.

Καθηλωμένος γιὰ ὧρες ἐπιχειροῦσε μὲ πολλὴ προσοχὴ νὰ ἀποδώσει εὐκρινέστερα τὴν ἔκφραση τοῦ Κυρίου, προσθέτοντας χρώμα ἢ χαράσσοντας ἐλαφρὰ τὴν τοιχογραφία προκειμένου νὰ ἀναδείξει μερικὰ φωτεινὰ σημεῖα, διορθώνοντας τὴν ἔκφραση τῶν ματιῶν, τῶν φρυδιῶν, τὸ περίγραμμα τῶν μαλλιῶν καὶ γενικὰ τὴν τονικότητα τοῦ ἔργου. Ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ ἐν μέρει τὴν προσπάθεια τοῦ Ἁγίου σὲ ὅλη τὴν πορεία τῆς ἀναζήτησης τοῦ Ἀληθινοῦ Προσώπου.
Κατὰ τὸ τελικὸ στάδιο, ὅταν ἡ μορφὴ τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου ἦταν ἕτοιμη, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος μοῦ ζήτησε νὰ ἀνέβω στὴ σκαλωσιά, ἐνῶ ὁ ἴδιος, καθισμένος στὸν κυρίως Ναὸ καὶ χρησιμοποιώντας κυάλια θεάτρου, μὲ καθοδηγοῦσε προσεκτικὰ στὴ λεπτὴ προσαρμογὴ τοῦ περιγράμματος τῆς μορφῆς στὸ χρυσὸ φόντο. Τὸ περίγραμμα τῆς μορφῆς ἐπηρεάζει πολὺ σημαντικὰ τὴν ἔκφραση στὸ σύνολό της.
Τὸ συγκεκριμένο Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὴν τοιχογραφία τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ἔρχεται νὰ συμπληρώσει τὶς γραφὲς τοῦ Ὁσίου:
ἐκεῖ ποὺ οἱ λέξεις σταματοῦν, παίρνει τὸν λόγο ἡ εἰκόνα.
Μέσω αὐτῆς τῆς τοιχογραφίας μπορεῖ κάποιος νὰ γίνει μέτοχος τῆς ἐγγύτητας τοῦ ἁγίου Γέροντα πρὸς τὸν Χριστό. Ἀπὸ κάθε σημεῖο τοῦ Ναοῦ μπορεῖ ὁ πιστὸς νὰ αἰσθανθεῖ ὅτι τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ ἀπευθύνεται σὲ αὐτὸν προσωπικὰ καὶ σὲ ὅλους. Ὁ Κύριος κοιτάζει μὲ ἀγάπη «εἰς τέλος» μὲ ἀγαθότητα, μὲ ἄκρα ταπείνωση, καλώντας ὅλους τοὺς πιστοὺς σὲ προσωπικὴ κοινωνία μαζί Του. Στὴν εἰκόνα αὐτὴ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔδωσε ὅλο τὸν ἑαυτό του. Ἄδειασε τὸν ἑαυτό του γιὰ χάρη τῶν ἄλλων, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ὠφεληθοῦν ἔστω καὶ λίγοι ἐκπληρώνοντας ἔτσι τὴν
προσευχὴ τοῦ Γέροντός του, ὁσίου Σιλουανοῦ: Δέομαί Σου, ἐλεήμον Κύριε, ἵνα γνωρίσωσί Σε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ πάντες οἱ λαοὶ τῆς γῆς.
[3]
Μερικὰ χρόνια ἀργότερα, ἀφοῦ εἶχε ἀπεικονίσει τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ καθὼς ἀκόμη ἀναζητοῦσε νὰ ἀποδώσει τὴ μορφὴ τοῦ Προσώπου μὲ τρόπο ἐπάξιο, ἔκανε ἕνα σχέδιο μὲ μολύβι γιὰ μιὰ νέα εἰκόνα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τοποθετηθεῖ στὸ τέμπλο τοῦ Ναοῦ ποὺ προαναφέρθηκε. Τὸ σχέδιο αὐτὸ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἡ κορωνίδα τῶν ἔργων του. Ἔχει τὴν πλησιέστερη ἔκφραση μὲ αὐτὴ ποὺ ζητοῦσε νὰ ἀποδώσει στὸν Χριστό. Ἡ ἀποτύπωση τῆς εἰκόνας στὸ ξύλο ὅμως, δὲν ἀπέδωσε μὲ τὴν ἴδια διαφάνεια τὸν αἰώνιο χαρακτήρα τοῦ Σωτῆρος. Ὡστόσο, ἡ εἰκόνα αὐτὴ στὸ τέμπλο τοῦ Ναοῦ τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ ἔχει κάτι ἰδιαίτερο. Κανένας φωτογραφικὸς φακὸς δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει τὴν Παρουσία ποὺ συνοδεύει τὴν εἰκόνα αὐτή.
Θὰ λέγαμε ὅτι ἡ ἀόρατη αὐτὴ διάσταση ὀφείλεται στὶς προσευχὲς ποὺ ἀπηύθυναν οἱ πιστοὶ πρὸς τὴν εἰκόνα στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου καὶ ἰδιαίτερα στὶς προσευχές τοῦ ὁσίου Γέροντος. Γενικὰ παρατηροῦμε ὅτι ἡ φωτογραφία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδώσει τὴν πραγματικὴ αἴσθηση καὶ διάσταση ποὺ ἔχει ἡ εἰκόνα αὐτή. Ἡ προσωπικὴ ἐμπειρία εἶναι ἀναντικατάστατη.
Ἐν τέλει, τὸ σχέδιο τῆς ἐν λόγῳ εἰκόνας παραμένει ἡ πιὸ βαθειὰ καὶ δυνατὴ ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Γέροντα. Μέσα ἀπὸ τὸ Πρόσωπο αὐτὸ ἂς ἀξιωθοῦμε νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ βρεθοῦμε ἐγγύτερα στὸν Δημιουργὸ καὶ Σωτήρα, Ἰησοῦ Χριστό, διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ ὁσίου θεράποντός Αὐτοῦ, Γέροντος Σωφρονίου.

[1]. Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Hearken my Beloved Brethren, Tolleshunt Knights: Stavropegic Monastery of St John the Baptist, 2021, p. 55.
[2]. Ο.π, σελ.98
[3]. Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 172018 p. 355

Τὸ Πρόσωπο τοῦ φωτός
Εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σωφρόνιο
Ἀδελφὴ Γαβριηλία

Η ενότητα μέσα στην Εκκλησία (4)

  Συνέχεια από Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

                              Η ενότητα μέσα στην Εκκλησία
                                          
             ή
                                 Η αρχή του καθολικισμού

Στο πνεύμα των πατέρων της Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων
                                   Του Johann Adam Möhler

                                         Τμήμα πρώτο
                     Η ενότητα του πνεύματος της Εκκλησίας

Κεφάλαιο 1: Η μυστική ενότητα γ

§5

Το πόσο χαρακτηριστικό είναι για τον Χριστιανισμό να γίνεται κατανοητός ως ένα πράγμα (υπόθεση) ζωής και της κοινής ζωής, καθιστά κατανοητό το γεγονός, πώς ο Χριστιανισμός αυξήθηκε και εξαπλώθηκε κάτω από την ειδωλολατρία. Ο Ιουστίνος διηγείται, πως ο ίδιος κερδήθηκε από τη ζωή των Χριστιανών, από την άμεση θεώρηση της ζωής για τον Χριστιανισμό (1, γράφει ο Ιουστίνος: διαβαλλόμενος ακούων χριστιανούς, ορών και αφόβους προς τον θάνατον και πάντα τα άλλα νομιζόμενα φοβερά, ενενόουν αδύνατον είναι εν κακία υπάρχειν αυτούς), και διαβεβαιώνει επανειλημμένως το ίδιο και για άλλους (2: ο γαρ και επί πολλών των παρ ημίν γεγενημέων αποδείξαι έχομεν, οι εκ βιαίων και τυράννων μετέβαλον ηττήθέντες, η γειτόνων καρτερίαν βιου παρακολουθήσαντες, η συνοδοιπόρων πλειονεκτουμένων υπομονήν ξένην κατανοήσαντες, ή συμπραγματευομένων πειρασθέντες). Ο Γρηγόριος ο Θαυματουργός δεν το λέει με μικρότερη έμφαση για τον εαυτό του (3: ουχ ούτως ούτος τα περί αρετών ημίν διεξήει λόγοις, επι δε τα έργα μάλλον παρεκάλει, και παρεκάλει πλέον τοις έργοις η οις έλεγεν). Αυτή η όσια, θεϊκή ζωή, που είναι διαδεδομένη στην Εκκλησία, είναι αυτή που πολλές φορές εκχυνόμενη από αυτήν περιλάμβανε και έλκυε με ένα μυστηριώδη και ακαταμάχητο τρόπο τους μη Χριστιανούς (4, παρατίθεται Ωριγένους κατά Κέλσου: πολλοί ώσπεροι άκοντες, προσεληλύθασι χριστιανισμώ, πνεύματος τινός τρέψαντος αυτών το ηγεμονικόν από του μισείν τον λόγον επί το υπεραποθανείν αυτού, και φαντασιώσοντας αυτούς ύπαρ ή όναρ.). Για τον λόγο αυτό λένε οι απολογητές του Χριστιανισμού, πως δρούσε «με πνεύμα και εξουσία», και όχι με τον τρόπο της σχολικής σοφίας, η οποία ήθελε να πείσει και να κερδίσει με γυμνές έννοιες. Ο Ωριγένης παρατηρεί, επιτιθέμενος στον Κέλσο, ο οποίος μιλούσε περιφρονητικά για τον Ιησού και τους Αποστόλους: «Σε αυτόν που μπορεί να παρατηρήσει με οξυδέρκεια και χωρίς προκαταλήψεις τις πράξεις των Αποστόλων, θα του γίνει σαφές, πως κήρυτταν την χριστιανική διδασκαλία με θεϊκή δύναμη. Καθώς δεν ήταν η διαλεκτική και η ρητορική τους παιδεία, που υπέτασσε τους ακροατές τους. Μου φαίνεται, πως αν ο Ιησούς επέλεγε άνδρες ως υπηρέτες του Λόγου Του, οι οποίοι κατείχαν αυτό που συνήθως ονομάζεται σοφία, και ήταν σε θέση να κερδίσουν τις μάζες με εξυπνάδα και τεχνητές ομιλίες, με το δίκιο τους θα πίστευαν, πως δρα όπως οι φιλόσοφοι, που έχουν μια σχολή: η υπόσχεση Του, πως ο λόγος Του είναι εκ Θεού, δε θα εκπληρωνόταν. Γιατί θα βασιζόταν στην πειστική δύναμη μιας σοφίας λόγων και αναπαραστάσεων. Και η πίστη θα ήταν παρόμοια, όπως την παρουσιάζουν οι σοφοί του κόσμου τούτου στις διδασκαλίες τους: θα ήταν ανθρώπινη σοφία, και όχι θεϊκή δύναμη (Α’ Κορινθίους 2, 5: ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μὴ ᾖ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐν δυνάμει Θεοῦ.) Ποιος όμως από αυτούς, που βλέπει ψαράδες και τελώνες, που δεν έμαθαν καν στοιχεία επιστήμης (όπως γράφει περί αυτών το Ευαγγέλιο, και ο Κέλσος ευχαρίστως το πιστεύει, πως λένε την αλήθεια, όταν διατρανώνουν την άγνοια τους), αλλά με σιγουριά μιλούν για την πίστη στον Ιησού, όχι μόνο με τους Εβραίους, αλλά και στους άλλους λαούς κηρύττουν με επιτυχία, ποιος δε θα διερευνήσει, από που τους δόθηκε αυτή η πειστική δύναμη; Ποιος δε θα ήθελε να πει, πως ο Ιησούς, με τα λόγια «Ακολουθήστε με, και θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων», δε τους γέμισε ταυτόχρονα με μια θεϊκή δύναμη; Για τον λόγο αυτό πληρώθηκαν με δύναμη εκείνοι, που ακούν το με δύναμη εκφρασμένο κήρυγμα τους. Και φανερώνουν τη δύναμη αυτή με το φρόνημα τους, την με τη ζωή τους, με τον αγώνα τους για την αλήθεια μέχρι θανάτου» (5). Η πρόσληψη των ειδωλολατρών στην Εκκλησία αντιστοιχούσε στην εκπεφρασμένη θεμελιώδη κοσμοθεωρία του Χριστιανισμού περί της ανάδυσης του μέσα στον άνθρωπο. Δεν ικανοποιούνταν με την απλή δήλωση, πως προτιμούσαν τις θρησκευτικές έννοιες του Χριστιανισμού από εκείνες των ειδωλολατρικών θρησκειών. Δεν ήθελαν να γίνεται αποδεκτός ο Χριστιανισμός μετά από μια απλή σύγκριση εννοιών, και πως η προτίμηση του οφείλεται στη σύγκριση αυτή. Ο ειδωλολάτρης έπρεπε πρώτα να δοκιμαστεί στη στάση του προς τους Χριστιανούς. Και όταν πείθονταν πως προσέλαβε τον Χριστιανισμό στη ζωή του, και πως είναι πλήρως πεπεισμένος από αυτόν, πως τον εσωτερίκευσε, πως η διδασκαλία του Χριστού είναι εκ Θεού, τότε προχωρούσαν στην πράξη της μύησης. Η Εκκλησία εκφράζει ωραία την πεποίθηση αυτή, ονομάζοντας φωτισμένους τους αναγεννημένους (6), και την χριστιανική ζωή αληθινή και θεϊκή φιλοσοφία (7).

§ 6

Από την θεμελιώδη τοποθέτηση της Εκκλησίας, πως δια των επιδράσεων της εκκλησιαστικής σύναξης, την οποία εμψυχώνει το Άγιο Πνεύμα, πάνω στο άτομο, καθορίζεται η χριστιανική του ζωή και από αυτή η χριστιανική του γνώση, εξαρτώνται οι βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις για την ανάδυση της ειδωλολατρίας. Δια της αντιθέσεως τους εξηγούν πλήρως την σειρά ιδεών που θα αναπτύξουμε. Ο Θεόφιλος συμπεραίνει πως ο πολυθεϊσμός προέρχεται από την ηθική κατάπτωση των ανθρώπων, των οποίων η περί Θεού συνείδηση συσκοτίστηκε λόγω αυτής, καθώς δια της κατάπτωσης επήλθε βαθιά ομίχλη πάνω από το πνευματικό μάτι, ώστε μέσα σε αυτό να μην μπορεί πλέον να καθρεφτισθεί και να προσληφθεί η θεότητα. Ο άνθρωπος τώρα κατευθύνει το βλέμμα πάντα προς τη γη, και καθώς δεν μπορούσε να ζήσει εντελώς χωρίς Θεό, δημιουργεί τους δικούς του θεούς κατά την αντίληψη του, δηλαδή γήινους θεούς (1). Για το λόγο αυτό απαιτεί καθαρότητα ηθών, για να καταλάβει κανείς τον Χριστιανισμό. Και όπως δια της ειδωλολατρικής σύναξης διδόταν η αμαρτία, με όλες τις επιδράσεις που πήγαζαν από αυτήν, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν η εσφαλμένη αντίληψη περί Θεού και η θρησκευτική πλάνη, έτσι δια της ζωής μέσα στην αγία χριστιανική Εκκλησία, έπρεπε να δίδεται η αληθινή γνώση, η οποία σχηματίζεται από τη χριστιανική ζωή, και οι δυο πλησιάζουν η μια την άλλη. Και όπως εκεί η ηθική ανικανότητα και ο ηθικός θάνατος του καθενός ξεχωριστά, όπως και ολόκληρων των γενεών κληρονομήθηκε άμεσα από την προηγούμενη του σειρά, ώστε πηγαίνοντας προς τα πίσω να συνδέεται με την αμαρτία του πρώτου ανθρώπου, έτσι και η πρόσληψη της χριστιανικής αρχής ζωής, σε μια συγκεκριμένη σειρά και στον καθένα ξεχωριστά, έχει ως προϋπόθεση τη σύνδεση του και την πνευματική του καταγωγή, από όλα τα προηγούμενα χριστιανικά γένη, και φτάνει μέχρι τον Χριστό (2). Και όπως εκεί, όποιος είχε την καταγωγή από τις προηγούμενες γενιές, μπορούσε να αποφύγει, και να μην κληρονομήσει κάποια πνευματική διαταραχή, έτσι τώρα, όποιος δεν κατάγεται πνευματικά από την αδιάκοπη χριστιανική Εκκλησία, συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν έχει καμιά αναγέννηση, καμιά ιδιότητα υιού του Θεού. Όπως παλιότερα, όποιος ήταν τοποθετημένος στη μάζα της αμαρτίας, προσλάμβανε ένα περιορισμό και άρνηση της ζωής, έτσι τώρα, όποιος τοποθετημένος στη ζωή της αγίας Εκκλησίας, μετέχει του πλήρως πραγματικού. Όπως παλιότερα δια της σωματικής γέννησης ο άνθρωπος τοποθετούνταν στη δουλεία της αμαρτίας, έτσι τώρα, δια της πνευματικής γέννησης από την Εκκλησία, τοποθετείται στην ελευθερία των τέκνων του Θεού.

§ 7

Από την μέχρι τώρα παρουσίαση προκύπτει ως κυρίως αποτέλεσμα για τον προσδιορισμό της αρχής της ενότητος της χριστιανικής Εκκλησίας ότι:

Αυτή αποτελείται από μια ζωή, που κινείται άμεσα και πάντοτε από το θεϊκό Πνεύμα, και η οποία διατηρείται και αναπαράγεται δια της αγαπητικής αλληλεπίδρασης των πιστών.

Κατά μέρος προκύπτουν και τα εξής συμπεράσματα:

Ι. Η πίστη ή η χριστιανική γνώση και αγάπη που δημιουργεί τη σύναξη των πιστών, είναι μεταξύ τους άμεσα συνδεδεμένες. Όπου αναπτύχθηκε η πίστη δια της μετάδοσης του Αγίου Πνεύματος, εκεί φανερώνεται ως ενοποιητική η θεϊκή δύναμη, και όπου βρίσκεται ένωση, εκεί είναι δεδομένη η ίδια πίστη.

ΙΙ. Ιδιαιτέρως: Όπως χωρίς την Εκκλησία δεν μαθαίνουμε τίποτα ιστορικά περί του Χριστού, έτσι τον βιώνουμε και μέσα μας, μόνο από και μέσα στην Εκκλησία. Και όσο περισσότερο προσλαμβάνουμε μέσα μας την μέσα σε αυτήν ρέουσα θεϊκή ζωή, τόσο πιο ζωντανή γίνεται μέσα μας η σύναξη των πιστών, όσο πιο θερμά ζούμε εμείς μέσα σε αυτήν και αυτή σε μας, τόσο πιο ζωντανή αποδεικνύεται η πειστικότητα του Χριστού μέσα μας, και αυτού που Αυτός είναι και θα έπρεπε για μας να είναι. Αυτός ίδρυσε τη σύναξη, Αυτός ήρε το μεσότοιχο που ήταν μεταξύ των ανθρώπων, από εκχύθηκε η αγάπη για το Άγιο Πνεύμα στις καρδιές μας. Πως θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε μεγαλύτερη συνείδηση της δύναμης και της αξίας Του, παρά δια της συνειδητής πρόσληψης της σύναξης των πιστών μέσα μας, που είναι το πιο χαρακτηριστικό Του έργο. Καθώς επιπλέον ο Χριστός δίδεται στους πιστούς άμεσα μέσα από τη ζωή, για τον λόγο αυτό έχει καταστεί δική τους ζωή και αχώριστος από αυτήν (1: Ιγνάτιος, ad. Magn. C9: εν η (Κυριακή ζωή) και ζωή ημών ανέτειλε δι αυτού, και του θανάτου αυτού, ον τινές αρνούνται.- Ιησούς Χριστός το αδιάκριτον ημών ζην. C1. Άδω τα εκκλησίας εν αις ένωσιν εύχομαι σαρκός και πνεύματος Ιησού, του δια παντός ημών ζην). Η χριστιανική τους ζωή όμως είναι ένα με τη ζωή της Εκκλησίας, από την οποία τους εκχύθηκε, και για τον λόγο αυτό αχώριστη από αυτήν.

ΙΙΙ. Τα κατηγορήματα της Εκκλησίας, ενωμένη, αγία, αληθής, είναι κατά την ουσία της ένα. Το Άγιο Πνεύμα είναι επίσης το Πνεύμα της Αληθείας, και η αγιότητα και η αγάπη είναι το ίδιο πράγμα (2: Ιουστίνος: οι μισάλληλοι και αλληλόφονοι και προς τους ουχ ομόφυλους δια τα έθνη εστίας κοινάς μη ποιούμενοι, νυν μετά την επιφάνειαν του Χριστού ομοδίαιτοι γινόμενοι). Ή ως εξής: η αρχή που συνενώνει τους πιστούς, η αγάπη, είναι ταυτόσημη με την αγιότητα. Η αγάπη είναι πηγή της αληθείας, ή: τη γνώση του Χριστιανού σχηματίζου οι από την ψυχή του (διάθεση του) αναδυόμενες, από τη διάνοια του συλληφθείσες, διαθλασμένες και σε έννοιες συμπεριληφθείσες ακτίνες της αγίας του αγάπης (3: Ωριγένης, Σχόλιο στο κατά Ματθ. Τόμος ΧΙΙ, ν.14: οιμαι γαρ ότι υπέρ εκάστης αρετής της γνώσεως , τινά σοφίας μυστήρια κατάλληλα τω ειδει της αρετής ανοίγεται τω κατ’ αρετήν βιώσαντι, διδόντος του σωτήρος τοις μη κρατηθείσιν υπό των του άδου πυλών τοσαύτας κλείδας, όσαι εισίν αι αρεταί, ανοιγούσας ισαρίθμους πύλας, κατάλληλα κατά την αποκάλυψιν των μυστηρίων εκάστη αρετή). Επειδή η ενότητα, η αλήθεια, και η αγιότητα είναι δώρα του Αγίου Πνεύματος, μπορούμε να πούμε: καθώς είναι πάντα μέσα στην Εκκλησία, δεν μπορεί να πάψει να είναι ενωμένη, αγία και αληθής.


Τέλος 1ου κεφαλαίου


Συνεχίζεται με: Η λογική ενότητα

Ο ΝΕΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΜΕ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΟ ΕΝΔΥΜΑ. Η ΝΕΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΗ. ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΑΔΥΝΑΤΟΥΜΕ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ, ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ;

Μία επανεξέταση της Νεο-πατερικής σύνθεσης; Ορθόδοξη ταυτότητα και πολεμική στον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ και το μέλλον της Ορθόδοξης θεολογίας - BRANDON GALLAHER (10)

  Συνέχεια από:Παρασκευή 2 Μαίου  2025

του αιδεσιμώτατου Δρ. Μπράντον Γκάλαχερ

V. Συμπέρασμα. Πέρα από το παράδειγμα - Επανεξετάζοντας τη νεοπατερική σύνθεση;

Ο υπότιτλος τής παρούσας εργασίας είναι παρμένος από τό ποίημα «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» (1904)204 του Έλληνα ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη (1863-1933). Στο ποίημα αυτό, ο αφηγητής αναφέρεται στην πρωτεύουσα ενός ελληνιστικού πολιτισμού όπου ο πληθυσμός της έχει συναθροιστεί στην αγορά. Ενώ αναμένει τους βάρβαρους κατακτητές, περιμένοντας έτσι την καταδίκη του, το πλήθος ταλανίζεται έντονα ανάμεσα στην αδράνεια και την επίδειξη εξαίρετης χλιδής με σκοπό να θαμπώσει με το μεγαλείο των θησαυρών του το σμήνος των λαφυραγωγών. Ωστόσο, η νύχτα πέφτει αλλά ο Godot ακόμη δεν έχει έρθει, ενώ καταφτάνουν αγγελιοφόροι από το μέτωπο λέγοντας πως «βάρβαροι πιά δεν υπάρχουν». Αντί για ανακούφιση, τα νέα προκαλούν αναστάτωση καί σύγχυση για το «τί θα γένουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μία κάποια λύσις»205. Κατά παρόμοιο τρόπο, η Ορθόδοξη θεολογία μετά τον Φλωρόφσκυ έχει οδηγηθεί σε ένα τέλμα, καθώς χρειάζεται κάποιον στη θέση του βάρβαρου, προκειμένου να μπορεί να διαβεβαιώνει την ανατολική Ορθόδοξη ταυτότητά της. Έχει ανάγκη, δηλαδή, από κάτι που να μπορεί να προσδιορίζεται ως προσωποποίηση κάθε αρνητικού. Ωστόσο, με την επιβεβαίωση της διαφορετικότητάς της μέσα από την καταδίκη των δυτικών βαρβάρων, καθιστώντας τους ένα είδος Αντί-Θεού η σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία δεν έχει κατορθώσει να βρει κάποια λύση στη σύγχυσή της, αλλά, στην πραγματικότητα, εξαρτάται σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από τη Δύση. Η πολεμική της δεν τής επιτρέπει να διακρίνει ότι, πράγματι, αντλεί την ταυτότητά της από τον Άλλο. Με παρόμοιο τρόπο, ο Φλωρόφσκυ απορρίπτει τη μετά το Μέγα Σχίσμα δυτική θεολογία, επειδή αυτή έχει απολέσει την καθολική συνείδησή της ως χριστιανικός Ελληνισμός. Ωστόσο, τόσο η διάρθρωση καθαυτή αυτής της συνείδησης όσο η δομή και το περιεχόμενό της, προέρχονται από πηγές που ο ίδιος επικρίνει, (κυρίως από τον Ιδεαλισμό). Έτσι, είναι ειρωνικό το γεγονός ότι στη συνέχεια διεκδικεί τις παραπάνω πηγές ως μοναδικά «πατερικές» ή «ανατολικές Ορθόδοξες». Στη συνάφεια αυτή η «επιστροφή στις ρίζες»(ressourcement) αποτελεί κατά κυριολεξία την «μεταφύτευση» μίας ιδέας, αφού μία ιδέα ξεριζώνεται ασυνείδητα (ίσως καί σιωπηρά) από την πραγματική, «στρεβλή» (δυτική) πηγή της καί ανακαλύπτεται γι’ αυτή μία νέα απαρχή σε μία αποδεκτή, «κανονική» (δηλαδή ανατολική/πατερική), πηγή. Ωστόσο, η πολεμική αυτή μαζί με τη «μεταφύτευση» έχουν αναχθεί σε απαραίτητα στάδια οικοδόμησης της εκκλησιαστικής ταυτότητας. Πρόκειται για ένα απαραίτητο πέπλο που αποκρύπτει από το υποκείμενο την πραγματική του εξάρτηση από τον Άλλο, επιτρέποντας, έτσι, την αναγκαία αυταπάτη ότι η ταυτότητά του είναι αυτάρκης, ότι, δηλαδή, αντλεί, κατά κάποιο τρόπο, την προσωπική ύπαρξή του αποκλειστικά από τον εαυτό του.

Παρά τίς επίμονες προσπάθειές του προς το αντίθετο, ο Φλωρόφσκυ ήταν, κατά την περιγραφή του Francois Rouleau για τον Kireevsky, ένας «αντί-ιδεαλιστής μορφωμένος από τον ιδεαλισμό»206. Οι επικριτές της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας οφείλουν να υπερβούν το κοινό στερεότυπο ότι, ενώ ο Bulgakov ήταν έρμαιο του ιδεαλισμού και ποικίλων στρεβλών δυτικών πηγών, η θεολογία τού Φλωρόφσκυ, αντίθετα, υπήρξε ένα αμιγώς πατερικό προϊόν. Ο Φλωρόφσκυ, όπως είχε παρατηρήσει ο Rowan Williams για τον Lossky παλαιότερα, «συνεχίζει να διαβάζει τους Πατέρες με ρωσικά μάτια»207. Κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Όπως παρατηρήσαμε εν συντομία, η θεολογία του Φλωρόφσκυ αποτελεί εξίσου ένα προϊόν τού γερμανικού ιδεαλισμού, που είχε διαποτίσει τη ρωσική σκέψη, όπως συμβαίνει άλλωστε, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, με το μεγαλύτερο μέρος τής σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας.

To παραπάνω γεγονός δεν προκαλεί έκπληξη, εάν λάβουμε υπόψη μας κυρίως την προηγούμενη μόρφωση τού Φλωρόφσκυ, που έδινε έμφαση στον Ρομαντισμό καί στην μετα-καντιανή φιλοσοφία, αν δεν υπήρχε η πατερικη περιβολη του Φλωρόφκσυ καί η επίθεσή του εναντίον τής Ρομαντικής καί ιδεαλιστικής κληρονομιάς στη θεολογία των συγχρόνων του. Ούτε αυτό θα έπρεπε να είναι απαραίτητα αρνητικό, στο βαθμό πού το μεγαλύτερο μέρος τής ρωμαιοκαθολικής (ressourcement) θεολογίας ως επιστροφής στις ρίζες καί μέσω αυτής η Β' Βατικανή Σύνοδος αντλούν από τις ίδιες πηγές. Αυτό πού είναι κρίσιμο για τη σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία -και στο σημείο αυτό δεν υπάρχει διαφοροποίηση από τίς υπόλοιπες θεολογικές παραδόσεις- είναι να αναγνωρίσει ότι η θεολογική ανάγνωση των Πατέρων γίνεται πάντα μέσα στον ερμηνευτικό ορίζοντα τής κάθε εποχής. Το σημερινό κοσμοείδωλο κυριαρχείται από το Δυτικό πολιτισμό, έτσι ώστε οι διάφορες ξένες πηγές από τον Ιδεαλισμό, στη συνέχεια τον Υπαρξισμό καί τελικά μέχρι την έποχή μας με τη μόδα τής ερμηνευτικής, τον μετά-φιλελευθερισμό καί μετά-δομισμό, λειτουργεί αναπόφευκτα ως πρίσμα με βάση το οποίο ο θεολόγος ερμηνεύει τους Πατέρες και επαναπροσδιορίζει δημιουργικά το μυστήριο της προ-νεωτερικής πίστης για τις ανάγκες της μετα-νεωτερικής έποχής μας. Στο σημείο αυτό δεν θα πρέπει να έχουμε ενδοιασμούς, εάν ως ορθόδοξοι θεολόγοι, θέλοντας να παραμένουμε πιστοί στις ρίζες τής εκκλησιαστικής παράδοσης, δεν αποκρύπτουμε διαρκώς την σχετική εξάρτησή μας από τη δυτική σκέψη καί κουλτούρα για την διατύπωση της αποστολικής παρακαταθήκης. Αυτό πού είναι ζωτικής σημασίας δεν είναι η αποσιώπηση ή άρνηση τής ξένης επιρροής, διότι μία τέτοια άρνηση απλά αυξάνει τη δυναμική της, καθώς την καθιστά ασύνειδη.

Σήμερα, το μέλλον τής Ορθόδοξης θεολογίας συζητιέται ευρύτερα από θεολόγους στον απόηχο της θεολογίας του Φλωρόφσκυ, ενώ φαίνεται ότι υπάρχει ακόμη καί συζήτηση για μία «μετα-πατερικη θεολογία» καί την ανάγκη για μία «μεταρρύθμιση» στην Ορθοδοξία. Διαφαίνεται, λοιπόν, ότι το αίσιο τέλος στην παρούσα συζήτηση εξαρτάται σέ μεγάλο βαθμό από μία ειλικρινή αναγνώριση ότι η κοινή χριστιανική ταυτότητα Ανατολής καί Δύσης έχει τις ρίζες της στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη καί ότι μία αποτελεσματική ορθόδοξη απάντηση στις διάφορες εκδοχές της νεωτερικότητας208, δεν μπορούν να ερμηνευθούν από μία θεολογική σύνθεση που συνεχίζει να είναι ένας ρομαντικός Βυζαντινισμός καί μία αντι-δυτική πολεμική, εφόσον, όπως έχουμε παρατηρήσει, κάτι τέτοιο αποκρύπτει αναπόφευκτα ανομολόγητη εξάρτηση από τη Δύση. Επομένως, η επανεξέταση τής νεοπατερικής σύνθεσης είναι αναμφίβολα απαραίτητη. Στην τωρινή της κατάσταση, η νεοπατερική σύνθεση αποτελεί αδιέξοδη στενωπό, χωρίς διέξοδο διαφυγής από μία θεολογία τής επανάληψης ή ακόμη χειρότερα από μία Ορθόδοξη θεολογία εκφυλισμένη σε πατερική αρχαιολογία. Η νεοπατερική θεολογία έχει καταντήσει μία θεολογία τής επανάληψης, επειδή δεν επέστρεψε με ταπείνωση στις προ και μετά τη Μεταρρύθμιση δυτικές πηγές, οι οποίες την βοήθησαν να μορφοποιήσει το εννοιολογικό τοπίο της. Με απλά λόγια είτε μας αρέσει είτε όχι η δυτικοευρωπαϊκή σκέψη έχει γίνει η κληρονομιά της Ορθοδοξίας209.

Επειδή ένα σημαντικό τμήμα τής σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας ασχολείται με την εκκλησιαστική της «ταυτότητα», η παρούσα μελέτη, ερευνώντας έναν από τούς βασικότερους σύγχρονους Ορθόδοξους στοχαστές, προτείνει ότι η προσέγγισή της στο ζήτημα αυτό είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη, καθώς θεμελιώνεται στην πολεμική. Εναπόκειται, λοιπόν, σε μας να σκιαγραφήσουμε εδώ μία πιθανή νέα προσέγγιση. Αναζητούμε, επομένως, ένα νέο δρόμο, πέρα από το παράδειγμα που παρουσιάσαμε ήδη, προκειμένου να επανεξετάσουμε τη νεοπατερική σύνθεση, ένα μέλλον για τη θεολογία μας πού προχωρεί πέραν τής θεολογίας τής επανάληψης καί τού αδιεξόδου. Ένας νέος τέτοιος δρόμος για την ορθόδοξη θεολογία πρός τα μπρός μπορεί να γίνει πραγματικότητα με μία κριτική συνάντηση με το οικουμενικό πλαίσιο τής χριστιανικής θεολογίας εν όψει της στρατευμένης εκκοσμίκευσης. Δεν μπορούμε να παραμένουμε απομονωμένοι σέ έναν κόσμο εχθρικό πρός το ευαγγέλιο αλλά θα πρέπει να πλησιάσουμε τίς μη ορθόδοξες θεολογίες κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης μίας αξιόπιστης καί έλλογης υποστήριξης τής Ορθοδοξίας ως τής μοναδικής αληθινής Εκκλησίας, πρός εκείνους πού μάς καλούν να λάβουμε υπόψη την ελπίδα που υπάρχει μέσα μας στο μετα-εκκοσμικευμένο πλαίσιό μας (Α' Πέτρου 3, 15). Επομένως, εάν η Ορθόδοξη θεολογία πρόκειται να επιβιώσει ή ακόμη καί να ανθίσει στη σύγχρονη Δύση, θα πρέπει να καταστεί πραγματικά οικουμενική και πρέπει συνειδητά, ελεύθερα και με αληθινή πνευματική διάκριση, απάθεια καί νήψη, να αντλήσει από πηγές που βρίσκονται έκτος των κανονικών ορίων τής Εκκλησίας, που ωστόσο παραμένουν μέσα στα πνευματικά όρια τής παράδοσης τής Εκκλησίας. Με την τόλμη τής πνευματικής ασφάλειας, καλούμαστε να βρούμε νέους τρόπους για να μιλήσουμε για τον Θεό και τα μυστήρια της σωτηρίας μέσα στην καρδιά της Εκκλησίας, προκειμένου να καταστεί εφικτό να εκκλησιοποιηθούν, καθαρθούν και να ασκηθούν μέσω της προσευχής και της κοινωνίας. Επομένως, η ορθόδοξη θεολογία πρέπει με τρόπο κριτικό, θυσιαστικό, καί κενωτικό να εγκολπωθεί, όχι μόνο την υπόλοιπη Χριστιανοσύνη, αλλά ολάκερη την οικουμένη και, πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να ακολουθήσει αυτό που ο Bulgakov αποκαλούσε τον «ευρύ δρόμο μίας οικουμενικής Ορθοδοξίας, απελευθερωμένης από τον επαρχιωτισμό»210.

Εάν θα πρέπει να έχουμε ένα σημείο εκκίνησης, αυτό θα πρέπει να είναι, όπως επιμένει μαζί με τον Φλωρόφσκυ το σύνολο της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας211, το αποκεκαλυμμένο μυστήριο τής θεανθρώπινης κοινωνίας στον εσταυρωμένο καί αναστάντα, σύμφωνα με τίς Γραφές, Χριστό. Ακριβώς, σέ αυτό το σημείο μπορούμε να διακρίνουμε μία ερμηνευτική αρχή για μία νέα μορφή νεοπατερικής σύνθεσης. Εν Χριστώ βλέπουμε την τέλεια σύνθεση των αντιθέτων με την έννοια ότι οι δύο πόλοι τής ανθρωπότητας καί τής θεότητας, ενυπάρχουν τέλεια ο ένας μέσα στο άλλο σέ μία ένωση, όπου οι φύσεις είναι ασύγχυτες καί άτρεπτες, αλλά παραμένουν αδιαίρετες καί αχώριστες212. Σ’ αυτή την ένωση, οι δύο πόλοι, ανθρωπότητα και θεότητα, αλληλοπεριχωρούνται σε μία τέλεια ένταση, όπου ο ένας υπονοεί τον άλλο, εξαρτάται από τον άλλο και υπάρχει μέσω τού άλλου. Αυτή η ένωση στην ένταση πραγματοποιείται ανάμεσα στην αυτοκυρίαρχη ακεραιότητα του Ενός πού κενώνεται αδιάλειπτα σέ μία πράξη εξαρτημένης ελευθερίας, καί στην αδιάλειπτη αποδοχή αυτού τού Άλλου σέ μία ελεύθερη εξάρτηση, που με τη σειρά του, κενώνεται σέ εξαρτημένη ελευθερία, καί ούτω καθεξής ad infinitum213.Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της ένωσης είναι το γεγονός ότι ο «Θεός ενανθρωπίζεται μέσω της αγάπης Του για την ανθρωπότητα, έτσι ώστε ο άνθρωπος να μπορεί να θεωθεί μέσω τής αγάπης», ή μέσω του Πνεύματος ο Θεός ενανθρωπίζεται και ο άνθρωπος θεώνεται214. H ενανθρώπηση του Θεού καί η θέωση του ανθρώπου βιώνεται στο Σώμα τής Εκκλησίας ως η συνεχής προέκταση τής ενσάρκωσης. Ωστόσο, εάν αυτή η εν Χριστώ ζωή, ως η τέλεια ενοποιημένη ένταση των αντιθέτων, αποτελεί το θεμέλιο για το μυστήριο τής Εκκλησίας, δεν θα μπορούσαμε να τη θεωρήσουμε, εξίσου, ως βάση για τις διαπροσωπικές μας σχέσεις; Με αυτή τη λογική, υπάρχω εν Χριστώ μόνο εφόσον βρίσκομαι σε ενότητα με τον αδερφό μου και ανακαλύπτω τον εαυτό μου μέσα και μέσω της ζωής του. Εάν, λοιπόν, μπορούμε να διακρίνουμε την εφαρμογή αυτής τής αρχής στις ανθρώπινες σχέσεις, δεν θα μπορούσαμε να την επεκτείνουμε ως μία ευρύτερη ερμηνευτική αρχή που θα μπορούσε να μεσιτεύσει ανάμεσα σε τέτοιους ιστορικούς και πολιτισμικούς «πόλους», ή «άκρα», όπως είναι η «χριστιανική Ανατολή» καί ή «Δύση»; Ας ασχοληθούμε, λοιπόν, εν συντομία λίγο πρίν ολοκληρώσουμε τη μελέτη μας με την τελευταία αυτή πρόταση.

Αυτό πού προτείνουμε είναι ότι, ενδεχομένως, το μέλλον τής Ορθοδοξίας δεν βρίσκεται σε ό,τι έχει καταντήσει μία κορεσμένη αντανακλαστική κίνηση πού επιδιώκει να συλλάβει απεγνωσμένα το αμιγώς ανατολικό (ΣτΜ. ορθόδοξο) φρόνημα, το οποίο είναι διαθέσιμο, κατά κάποιο τρόπο σφραγισμένο ερμητικά εναντι τής μετά το Μέγα Σχίσμα Δύσης, μέσα στους Πατέρες καί τη λειτουργική παράδοση (π.χ. η «οντολογία των Καππαδοκών», η «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» καί «η πατερική εξηγητική»), διαχωρίζοντας την ίδια στιγμή τον εαυτό της από ό,τι διαφορετικό, αλλότριο, δηλαδή δυτικό. Αντίθετα, η εκκλησιαστική ταυτότητα μπορεί να ανακαλυφθεί εάν κατορθώσουμε να κατανοήσουμε καί μέσα σε ό,τι, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει τελείως αλλότριο, ακόμη καί εχθρικό, ποιοί είμαστε. Θα μπορούσαμε τότε να ανακαλύψουμε την ανατολικο-ορθόδοξη ταυτότητά μας μέσα από μία θετική συνάντηση με ο,τιδήποτε δυτικό. Σε αυτό συμπεριλαμβάνεται όχι μόνο η δυτική Χριστιανοσύνη, αλλά κατ’ επέκταση, καί η σύγχρονη φιλοσοφία, οι μη χριστιανικές παραδόσεις καί, πολύ περισσότερο, οι επιστήμες. Συνεπώς, μπορούμε να γνωρίζουμε τον εαυτό ως πράγματι Ανατολικό ή Ορθόδοξο ακριβώς μέσα από τη θετική συνάντηση με ο,τιδήποτε δεν είμαστε καί στο σημείο αυτό η Ορθόδοξη θεολογία θα έπραττε συνετά αν αντέστρεφε το παράδειγμα του Φλωρόφσκυ καί μέσα από την αναγνώριση του γεγονότος ότι, αναζητώντας τον εαυτό μας, εξαρτώμαστε από τον άλλο. Μέσα από αυτή την κοινή συνάντηση-αναγνώριση, ανακαλύπτουμε πραγματικά που ανήκει η καρδιά μας. «Η Ανατολή είναι η Δύση -για να παραλλάξουμε τον Kipling-, η Δύση είναι η Ανατολή καί το ζεύγος κάποτε θα σμίξει»215, με συνέπεια τα δύο μέρη να εμπλακούν σέ μία συνεχή καί δημιουργική ένταση, σέ μία ταύτιση των άκρων. Για να λάβουμε ένα παράδειγμα από την Ανατολή, αναγνωρίζουμε τον Φλωρόφκσυ ως έναν όντως ανατολικό θεολόγο, κυρίως στα σημεία που αυτός μεταλλάσσει αριστουργηματικά τον δυτικό θεολόγο Möhler στον τρόπο πού αυτός διαβάζει τούς Πατέρες. Έτσι, ο Φλωρόφσκυ, έστω κι ασυνείδητα, διαποτίζει τη νεοπατερική του σύνθεση με τον Schelling, με αποτέλεσμα να αποτελεί έναν κρυπτο-ρομαντικό, παραμένοντας, εντούτοις, απόλυτα πατερικός. Ή για να χρησιμοποιήσουμε ένα άλλο παράδειγμα, πού υπογραμμίζει τον εξέχοντα ρόλο του Παλαμισμού στην Ορθόδοξη θεολογία μετά απο τη δεκαετία του ’20. Κατανοούμε πληρέστερα τον Γρηγόριο Παλαμά στα σημεία κυρίως όπου χρησιμοποιεί216, το έργο του Αυγουστίνου, De Trinitate;;;. Περαιτέρω, αντιλαμβανόμαστε κατά τον πλέον οξυδερκή τρόπο τον Χρήστο Γιανναρά μόνο όταν διακρίνουμε τον μοναδικό τρόπο που μετάλλαξε τον Heidegger καί τον ρωμαιοκαθολικό περσοναλισμό υπό το πρίσμα του Παλαμά, ώστε ο ίδιος να πλησιάζει, ανεπίγνωστα, τον Αυγουστίνο.

Ο Φλωρόφσκυ φαίνεται ότι συμφωνεί με μία τέτοια διαλεκτική προσέγγιση στο τέλος του έργου του, Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας217. 

(Συνεχίζεται)

Σημειώσεις

204. C. P. Cavafy, “Waiting for the Barbarians”, σσ. 15-17 (βλ. παραπάνω υπ. 1).
205. Όπ.π, σ. 17.
206. Rouleau,σσ. 214 και βλ. σ. 215.
207. Williams, The Theology of Vladimir Nikolaievich Lossky,σ. 286.
208. Βλ. Kristina Stöeckl, Community after Totalitarianism: The Russian Orthodox Intellectual Tradition and the Philosophical Discourse of Political Modernity (Frankfurt am Main: Peter Lang, 2008).
209. Βλ. George Demacopoulos, “History, Postcolonial Theory, and Some New Possibilities for Retrieving the Theological Past” υπό έκδοση στά Πρακτικά τού Συνεδρίου, “Neo-Patristic Synthesis [κλπ.]” (βλ. παραπάνω υπ. 151).
210. Bulgakov, Avtobiograficheskie zametki (Paris: YMCA-Press, 1946), σ. 50.
211. Βλ. Aristotle Papanikolaou, “Orthodoxy, Postmodernity, and Ecumenism: the Difference that Divine-Human Communion Makes”, Journal of Ecumenical Studies, Vol. 42 no. 4 (Fall, 2007), σσ. 527-546.
212. Denzinger-Schonmetzer, § 302.
213. Για περαιτέρω εμβάθυνση βλ. Gallaher, Freedom and Necessity in Modern Trinitarian Theology (όπ.π.).
214. Μαξιμου του Ομολογητή, Περί Διαφόρων Απόρων, 10 [PG 91, 1113B]. Ambiguum 10 [PG, 91. 1113B], [Maximus the Confessor, trans. Andrew Louth (London/NY: Routledge, 1996), σ. 101].
215. Ο συγγραφέας αναφέρεται στο ποίημα του Rudyard Kipling (1865-1936), Η Μπαλάντα Ανατολής καί Δύσης (Ballad of East and West), η οποία ξεκινά μέ τή φράση: Ω! Η Ανατολή είναι Ανατολή καί η Δύση είναι Δύση, καί το ζεύγος ποτέ δέν θά σμίξει. (Σ.τ.Μ.). Rudyard Kipling, The Ballad of East and West in Departmental Ditties and Ballads and Barrack-Room Ballads (New York, NY: Doubleday & McClure Co, 1899), σσ. 3-11, εδω 11.
216. Βλ. Reinhard Flogaus, «Palamas and Barlaam revisited», SVTQ, Vol. 42 no. 1 (1998), σσ. 1-32 καί “Inspiration - Exploitation - Distortion. The Use of St. Augustine in the Hesychast Controversy”, Orthodox Readings of Augustine, eds. George Demacopoulos and Aristotle Papanikolaou (Crestwood, NY: St. Vladimir’s Seminary Press, 2008), σσ. 63-80.
217. Βλ. Kalaitzidis, “From the Return to the Fathers” to the Need for a Modern Orthodox Theology, SVTQ, Vol. 54 no. 1 (2010), σσ. 5-36 εδώ 10-11 καί Marcus Plested, “The Emergence of the Neo-Patristic Synthesis: Content, Challenges, Limits” υπό έκδοση στα Πρακτικά του Συνεδρίου, Neo-Patristic Synthesis [κλπ.]. (See above n. 151).

Ανώνυμος είπε...

"Δεν πρέπει να υπηρετούμε τους καιρούς, αλλά τον Θεό" έλεγε ο Μέγας Αθανάσιος. Οι νεορθόδοξοι δεν πιστεύουν στον Χριστό αλλά σε μόδες, σε θεωρίες, σε ιδέες κ.τ.λ.

Η πολλή εμμονή με το άλλο τελικά τους αλλο-τρίωσε χωρίς νά το πάρουν είδηση.
Γιατὶ ὁ λόγος ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ γνώση τῶν θείων εἶναι διπλή· ἡ σχετική, ποὺ βρίσκεται μόνο στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες καὶ ποὺ δὲν ἔχει κατὰ τὴν πράξη μὲ τὴν πείρα αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ καὶ ποὺ μ᾿ αὐτὴν οἰκονομοῦμε τὴν παρούσα ζωή· καὶ ἡ πραγματικὴ ἀληθινὴ γνώση, ποὺ μὲ τὴν πείρα μόνο κατὰ τὴν πράξη χωρὶς λόγο καὶ ἔννοιες παρέχει ὅλη τὴν αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ, μετέχοντάς το κατὰ χάρη, καὶ μὲ αὐτὴ τὴ γνώση ὑποδεχόμαστε κατὰ τὴ μελλοντικὴ κατάπαυση τὴν πάνω ἀπὸ τὴ φύση θέωση ποὺ πραγματοποιεῖται ἀδιάκοπα. Καὶ ἡ σχετικὴ βέβαια γνώση, ἐπειδὴ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες, λένε ὅτι κινεῖ τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὴν μεθεκτικὴ κατὰ τὴν πράξη γνώση. ᾿Ενῶ ἡ γνώση μὲ τὴν ἐνέργεια ποὺ ἀπὸ τὴν πείρα καὶ μὲ μέθεξη αὐτοῦ ποὺ ἔγινε γνωστὸ παρέχει τὴν αἴσθηση, ἀπωθεῖ τὴ γνώση ποὺ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ τὶς ἔννοιες.

Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο, λένε οἱ σοφοί, νὰ συνυπάρχουν ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λόγος περὶ Θεοῦ ἢ ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ νόηση γι᾿ Αὐτόν. Καὶ λόγο περὶ Θεοῦ ἀποκαλῶ τὴν γνωστικὴ θεωρία γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀναλογεῖ στὰ ὄντα, αἴσθηση τὴν μεθεκτικὴ πείρα τῶν πέρα ἀπὸ τὴ φύση ἀγαθῶν, καὶ νόηση τὴν ἁπλὴ καὶ ἑνιαία γνώση περὶ Θεοῦ μέσῳ τῶν ὄντων. Τὸ ἴδιο ἴσως μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ καὶ σὲ κάθε ἄλλο πράγμα, ἂν ἡ ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ πράγματος σταματᾶ τὸ λόγο γι᾿ αὐτὸν καὶ ἡ αἴσθηση αὐτοῦ τοῦ πράγματος κάνει ἀργὴ τὴν νόηση περὶ αὐτοῦ. Πείρα λέγω τὴν ἴδια τὴ γνώση ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, ποὺ πραγματοποιεῖται ἔπειτα ἀπὸ κάθε λόγο, καὶ αἴσθηση, τὴν ἴδια τὴ μέθεξη αὐτοῦ ποὺ ἔγινε γνωστὸ καὶ ποὺ ἐκδηλώνεται ἔπειτα ἀπὸ ὅλη τὴ νοητικὴ διαδικασία. Κι ἴσως αὐτὸ διδάσκει μυστικὰ ὁ μέγας ᾿Απόστολος λέγοντας, «εἴτε προφητεῖες εἶναι θὰ καταργηθοῦν, εἴτε ὁμιλίες σὲ διάφορες γλῶσσες θὰ πάψουν, εἴτε γνώσεις θὰ καταργηθοῦν»5, ἐννοώντας ὁλοφάνερα γιὰ τὴ γνώση ποὺ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες.

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΧΩΡΙΣ ΑΓΙΟΥΣ; ΑΓΙΟΙ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ;

SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) Του Martin Heidegger

SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809)
Του Martin Heidegger

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ (GESAMTAUSGABE)
ΜΕΡΟΣ II: Πανεπιστημιακές Παραδόσεις 1919–1944
ΤΟΜΟΣ 42

Εκδόσεις: Vittorio Klostermann


Αυτός ο τόμος περιέχει τη σειρά διαλέξεων που έδωσε ο Heidegger το καλοκαίρι του 1936 στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, αφιερωμένη στην ερμηνεία της πραγματείας του Friedrich Wilhelm Joseph Schelling "Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας" (1809).

Το εαρινό εξάμηνο του 1936, ο Martin Heidegger αφιερώνει τις διαλέξεις του σε μια σε βάθος ερμηνεία του έργου του Friedrich Wilhelm Joseph Schelling Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας και των σχετικών με αυτή αντικειμένων (Über das Wesen der menschlichen Freiheit (1809)). Η επιλογή αυτού του έργου δεν είναι τυχαία: για τον Heidegger, ο Schelling εκπροσωπεί μια αποφασιστική καμπή στη μετακαντιανή φιλοσοφία, καθώς τοποθετεί το πρόβλημα της ελευθερίας στο επίκεντρο της οντολογικής και θεολογικής σκέψης με τρόπο που υπερβαίνει τόσο τον Kant όσο και τον Hegel. Οι διαλέξεις αυτές δεν συνιστούν μια ιστορική ή φιλολογική ανάλυση, αλλά μια φιλοσοφική αναμέτρηση του Heidegger με το πρόβλημα της ελευθερίας, ενταγμένη στη δική του προσέγγιση (ερωτήματα) προς το Είναι.

Η ερμηνεία του Schelling από τον Heidegger έχει διπλό στόχο: αφενός, να δείξει πώς στο κείμενο του 1809 κορυφώνεται η ιδεαλιστική προσπάθεια θεμελίωσης της ελευθερίας ως ουσιώδους χαρακτηριστικού του ανθρώπου· αφετέρου, να αναδείξει πώς σε αυτήν την προσπάθεια αναφαίνεται, έστω αμυδρά, μια σκέψη της ελευθερίας που δεν εξαντλείται στη λογική της υποκειμενικότητας, αλλά οδηγεί σε μια βαθύτερη, οντολογική κατανόηση της ελευθερίας ως συνύπαρξης με το Είναι, ως σχέσης με την "απόκρυψη" (Verborgenheit) του Είναι. Όπως τονίζει ο Heidegger: «Η ελευθερία δεν είναι ένα χαρακτηριστικό του ανθρώπου· είναι ο τρόπος με τον οποίο το Είναι επιτρέπει στον άνθρωπο να συμβεί» (Heidegger, Schellings Abhandlung über das Wesen der menschlichen Freiheit, GA 42, σ. 90).

Ο κεντρικός θεματικός άξονας των διαλέξεων περιστρέφεται γύρω από το πρόβλημα του κακού: πώς είναι δυνατόν να κατανοηθεί η ύπαρξη του κακού, όχι απλώς ως ηθική παρέκκλιση, αλλά ως οντολογική δυνατότητα που εδράζεται στην ίδια τη δομή του όντος; Ο Schelling, με την ιδέα του "σκοτεινού πυρήνα" στο Θεό, επιτρέπει στον Heidegger να προσεγγίσει το πρόβλημα της ελευθερίας όχι ως απλή επιλογή ή βούληση, αλλά ως ένα "σχίσμα" (Riss) μέσα στην ίδια την ουσία. Το κακό δεν είναι απλώς άρνηση του αγαθού, αλλά συνιστά μια πρωταρχική δυνατότητα του όντος ως τέτοιου. Στο πλαίσιο αυτό, η ελευθερία δεν είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να επιλέγει μεταξύ καλού και κακού, αλλά το ίδιο το άνοιγμα στο Είναι, όπου το ον αποκαλύπτεται ως μη θεμελιωμένο, δραματικό και εν δυνάμει καταστροφικό.

Οι διαλέξεις του 1936 μπορούν επίσης να διαβαστούν ως ένα σημαντικό στάδιο μετάβασης του Heidegger από την υπαρξιακή ανάλυση του Είναι και Χρόνος (1927) προς τη λεγόμενη "σκέψη του Είναι" (Seinsdenken) των μεταγενέστερων έργων. Εδώ αρχίζει να διαφαίνεται η μετατόπιση από την ανάλυση της ύπαρξης (Dasein) προς τη μυστική λογική του ίδιου του Είναι, μέσω της ιστορίας της μεταφυσικής. Όπως επισημαίνει η Hannah Arendt, οι διαλέξεις αυτές «σηματοδοτούν την είσοδο του Heidegger στη σιωπηλή, σκοτεινή διάσταση όπου η φιλοσοφία αγγίζει τα όριά της» (βλ. Arendt, Denktagebuch, II).

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
§ 1. Το έργο του Schelling και το καθήκον της ερμηνείας
a) Η πραγματεία για την ελευθερία στη σύνοψη των ιστορικών γεγονότων του 1809
b) Άμεση πρόθεση και μέθοδος της ερμηνείας
c) Βιογραφικά στοιχεία του Schelling, εκδόσεις έργων και συγγράμματα γι' αυτόν
d) Επεξήγηση του πλήρους τίτλου της πραγματείας ως εισαγωγή στο ερώτημα για το Είναι
e) Ο Schelling και ο Hegel

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑΣ ΤΟΥ SCHELLING
(Μέρος Ι, VII, 336-357)

Πρώτο Κεφάλαιο
Η εσωτερική αντίθεση στη σκέψη ενός συστήματος της ελευθερίας.
Η εισαγωγή της εισαγωγής (336-338)

§ 2. Τα δύο καθήκοντα της έρευνας: ο καθορισμός της έννοιας της ελευθερίας και η ένταξή της στο σύνολο μιας επιστημονικής κοσμοθεώρησης
a) Το αίσθημα του γεγονότος της ελευθερίας. Προκαταρκτικά ερωτήματα για τον προσωρινό καθορισμό της έννοιας της ελευθερίας
b) Η μεταφυσική και συστημική σημασία του όρου επιστημονική κοσμοθεώρηση στον Schelling σε αντιπαράθεση με τη σημερινή κατανόηση
c) Η ασυμβατότητα ελευθερίας και συστήματος. Η ένταξη της έννοιας της ελευθερίας σε ένα σύστημα ελευθερίας ως καθήκον

§ 3. Γενική συζήτηση για τις δυσκολίες ενός συστήματος της ελευθερίας

a) Προκαταρκτική παρατήρηση για τη σημερινή αδιαφορία απέναντι στο σύστημα. Η απόρριψη της έννοιας του συστήματος από τον Kierkegaard και τον Nietzsche
b) Τι σημαίνει γενικά «σύστημα»; Η σημασία της λέξης και η χρήση της στους Έλληνες και στον Μεσαίωνα
c) Κύριες προϋποθέσεις της πρώτης συστηματοποίησης στη Νεότερη Εποχή. Η βούληση για ένα μαθηματικό σύστημα της λογικής
d) Επιστροφή στις προϋποθέσεις της νεωτερικής συστηματοποίησης. Το σύστημα ως νόμος του Είναι για την ύπαρξη της νεωτερικότητας

§ 4. Σχετικά με την ιστορία της νεωτερικής συστηματοποίησης

a) Πρώτες μορφές του συστήματος τον 17ο και 18ο αιώνα
b) Ο καθορισμός της έννοιας του συστήματος από τον Kant από τη φύση της λογικής. Οι καθοριστικές δυσκολίες στην τεκμηρίωση και διαμόρφωσή της

§ 5. Η νέα αφετηρία στον γερμανικό ιδεαλισμό: Η φιλοσοφία ως διανοητική εποπτεία του Απολύτου

a) Το βήμα πέρα από τον Kant. Η γνώση με την έννοια της διανοητικής εποπτείας
b) Επιστροφή στην εργασία πάνω στο «σύστημα»
c) Η ιστορία ως πορεία της απόλυτης γνώσης προς τον εαυτό της

§ 6. Σχετικά με την ταυτότητα του Είναι και της δομής. Η Πραγματεία για την Ελευθερία ως αρχέγονη θεολογία του Είναι

a) Η φιλοσοφία ως οντο-θεο-λογία. Η σύνδεση του ερωτήματος για το ον στο σύνολό του («Θεολογία») με το ερώτημα για το ον καθαυτό («Οντολογία»). Ο Θεός (το θεμέλιο κάθε Είναι) ως η καθοδηγητική ιδέα κάθε συστήματος γενικά
b) Για τη δυνατότητα κατανόησης ενός συστήματος στο θεϊκό αρχέγονο Ον. Αρχή: μέσω του Θεού μέσα μας να γνωρίσουμε τον Θεό έξω από εμάς

§ 7. Η απαίτηση για νέες αρχές στο ζήτημα του συστήματος. Ο ανώτερος τύπος αντίθεσης αναγκαιότητας και ελευθερίας

a) Το ερώτημα για το σύστημα και την ελευθερία ως κατάσταση της φιλοσοφίας
b) Σχετικά με τη μεταλλαγμένη έννοια της φύσης και της αναγκαιότητας στον Schelling. Η ανθρώπινη ελευθερία απέναντι στην αναγκαιότητα μέσα στον Θεό ως τη μοναδική και ύψιστη

Δεύτερο Κεφάλαιο

Το ζήτημα του πανθεϊσμού ως ερώτημα για την αρχή της συγκρότησης συστήματος. Κύριο μέρος της Εισαγωγής (338–357)

§ 8. Κατεύθυνση και διεκδίκηση της ερμηνείας. Η αντίθεση ανάμεσα στη θεολογική και την οντολογική ερώτηση και το πιο αρχέγονο ερώτημα για την ουσία και την αλήθεια του Είναι

§ 9. Διάφορες αντιλήψεις για τον πανθεϊσμό. Πανθεϊσμός και ερώτημα της ελευθερίας
a) Η διαμάχη για τον πανθεϊσμό (Jacobi). Απόρριψη του πανθεϊσμού ως αθεΐας και φανατισμού της αναγκαιότητας
b) Η προληπτική διατύπωση του Schelling για έναν πιο αρχέγονο πανθεϊσμό
c) Κριτική εξέταση τριών επιπλέον μορφών πανθεϊσμού

§ 10. Η οντο-λογική διάσταση του ερωτήματος του πανθεϊσμού.
Ενδιάμεση παρατήρηση για τον νόμο της ταυτότητας και την ουσία του συνδετικού ρήματος (copula)

a) Για την κατανόηση της ταυτότητας στο «είναι», του συνδετικού και της δομής της πρότασης. Η ανώτερη εφαρμογή του «νόμου της ταυτότητας» στις προτάσεις του πανθεϊσμού. Η ταυτότητα ως δημιουργική, προοδευτική ενότητα του διαφορετικού
b) Καθημερινή σκέψη και διαλεκτικά ώριμη σκέψη
c) Ανασκόπηση της βασικής κίνησης των ερωτημάτων του Schelling

§ 11. Γιατί η σωστά κατανοημένη ελευθερία απαιτεί τον πανθεϊσμό.
Η «τυπική» έννοια της ελευθερίας: αυθυπαρξία ως αυτονομία εντός του ίδιου του ουσιώδους νόμου

§ 12. Γιατί ο σωστά κατανοημένος πανθεϊσμός απαιτεί την ελευθερία.
Γενική θεμελίωση της δυνατότητας της ελευθερίας εντός του όλου του Είναι

§ 13. Προδρομικά στάδια του συστήματος ταυτότητας του Schelling. Η θεμελιώδης θέση του ιδεαλισμού
a) Ανασκόπηση βασικών βημάτων της ερμηνείας
b) Το σφάλμα του Σπινοζισμού δεν είναι θεολογικό, αλλά οντολογικό. Αντί για άψυχη ταυτότητα του ομοίου: η αγάπη, με τη μεταφυσική έννοια, ως η βαθύτερη ουσία της ταυτότητας (συνοχή του διαφορετικού)
c) Ουσία και όρια της ιδεαλιστικής ερώτησης. Η υποκειμενικότητα της παράστασης καθορίζει το εγώ και το είναι

§ 14. Η ζωντανή έννοια της ανθρώπινης ελευθερίας
a) Ιδεαλισμός και ρεαλισμός. Ο «ανώτερος ρεαλισμός» του Schelling: η κατανόηση ακόμα και της φύσης από την αρχή της ελευθερίας
b) Η θέληση του εαυτού ως αρχέγονη ουσία του Είναι. Η τυπική και η ζωντανή έννοια της ανθρώπινης ελευθερίας
c) Ανθρώπινη ελευθερία: η ικανότητα για το καλό και το κακό

§ 15. Τρεις απόπειρες ένταξης της πραγματικότητας του κακού στο σύστημα. Η αναγκαιότητα μιας νέας αφετηρίας

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΩΣ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Η ΚΥΡΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑΣ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
(Μέρος Ι, VII, 357–418)


Πρώτο Κεφάλαιο

Η εσωτερική δυνατότητα του κακού (357–373)

§ 16. Επισκόπηση

§ 17. Ι. Η εσωτερική δυνατότητα του κακού (357–377).
Η διάκριση του Schelling μεταξύ θεμελίου και ύπαρξης
a) Προϋποθέσεις για την κατανόηση της έρευνας. Η συγκέντρωση όλων των ερωτημάτων στο ερώτημα για το Είναι
b) Η σύνδεση (άρθρωση) του Είναι μεταξύ θεμελίου και ύπαρξης ως βασική δομή του αυθύπαρκτου όντος
c) Διευκρίνιση της σύνδεσης του Είναι σε σχέση με τον Θεό
d) Η εσωτερική δυνατότητα του κακού σε σχέση με το Είναι του Θεού που γίνεται. Αιωνιότητα και χρονικότητα
e) Διευκρίνιση της σύνδεσης του Είναι σε σχέση με τα πράγματα. Σχέδιο μιας οντολογίας της δημιουργίας

§ 18. Μεταφυσική εξαγωγή της ουσίας του ανθρώπου: η αυτο-αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο
a) Ο πόθος ως εσωτερική νομοτέλεια της σύνδεσης του Είναι
b) Το Είναι των πραγμάτων ως ορισμένη ανάδυση του θείου Είναι στη δυνατότητα της φανέρωσης
c) Ο «αιώνιος πόθος». Η ύπαρξη του Θεού σε ταυτότητα με το θεμέλιό του
d) Δημιουργία ως (χρονική) κάμψη της αιώνιας ουσίας του Θεού: έξοδος από τον εαυτό και επιστροφή στον εαυτό του απόλυτου
e) Το ερώτημα για το γίγνεσθαι του ατόμου (principium individuationis) μέσα στην κινητικότητα της δημιουργίας. Στιγμές της δημιουργικής κινητικότητας του δημιουργημένου δημιουργού
f) Επανάληψη. Η αντιφατική σύνδεση του Είναι και η κινητικότητα του ζωντανού γενικά

§ 19. Σφάλματα της σύγχρονης αντίληψης της φύσης

§ 20. Ατομική βούληση και καθολική βούληση. Η διαχωρισιμότητα αυτών των αρχών στον άνθρωπο ως προϋπόθεση της δυνατότητας του κακού

§ 21. Το γίγνεσθαι του κακού ως του αντιπνεύματος μέσα στην ανατροπή της σύνδεσης του Είναι
a) Η ατομική, ιδιοτελής υπέρβαση της καθολικής βούλησης ως το κακό. Ο άνθρωπος ως εκείνο το ον που μπορεί να ανατρέψει την ίδια τη σύνδεση του Είναι της ύπαρξής του
b) Οντολογία και χριστιανική ηθική. Η αμαρτία ως το χριστιανικά ερμηνευόμενο κακό

Δεύτερο Κεφάλαιο

Η μορφή της πραγματικότητας του κακού (373–416)

§ 22. II. Η γενική πραγματικότητα του κακού ως δυνατότητα του μεμονωμένου
(373–382)
a) Η μετάβαση από τη δυνατότητα στην πραγματικότητα του κακού
b) Η έλξη προς το θεμέλιο και η ροπή προς το κακό στο δημιουργημένο. Προεικονίσεις του κακού στη φύση και στην ιστορία

§ 23. III. Η διαδικασία εξατομίκευσης του πραγματικού κακού
(382–389)

§ 24. IV. Η μορφή του κακού όπως εμφανίζεται στον άνθρωπο.
Η αμοιβαία σχέση μεταξύ καλού και κακού
(389–394)

§ 25. V. Η δικαίωση της θεότητας του Θεού απέναντι στο κακό
(394–398)

§ 26. VI. Το κακό στο σύνολο του συστήματος
(399–406)

§ 27. VII. Η ύψιστη ενότητα του όντος στο σύνολό του και η ανθρώπινη ελευθερία
(406–416)

ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

§ 28. Σχετικά με το ζήτημα του ανθρωπομορφισμού στον Schelling

Επίλογος της επιμελήτριας

Η "ΑΝΤΙ-ΟΥΣΙΟΚΡΑΤΙΑ" ΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ (1)

 Η ΑΝΤΙ-ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ

Ο Πλωτίνος καί η οντολογία.
Riccardo Chiaradonna.
         
Στην δυτική σκέψη, ο όρος τής "ουσίας" συνάντησε θερμούς υποστηρικτές και τρομερούς εχθρούς. Η έμπνευση η οποία κάθε φορά πολεμείται ή δέχεται υπεράσπιση είναι κατά βάθος πολύ απλή, παρότι μπορεί να αναπτυχθεί σε πολύ σύνθετα σύνολα. Στην εμπειρία μας συναντούμε "ενότητες" οι οποίες γεννώνται, αλλάζουν και φθείρονται: ένα λουλούδι, ένα ζώο, ένα δένδρο κ.τ.λ. Καθεμιά απο αυτές τις ενότητες έχει μία δική της ιστορία η οποία την οδηγεί απο την γέννηση στον θάνατο. Μεταλλάσσεται, οι ποιότητες που συγκεντρώνει είναι διαφορετικές κάθε φορά" ένα δένδρο μπορεί να είναι γυμνό ή ανθισμένο, τα χρώματά του ποικίλουν με την αλλαγή των εποχών. Έτσι λοιπόν φαίνεται αναπόφευκτο να υποθέσουμε ότι αυτές οι "ενότητες" έχουν μία συνεχή πραγματικότητα η οποία ενυπάρχει στα συνεχή συμβεβηκότα που επανέρχονται κάθε φορά: είναι το ίδιο δένδρο που χάνει τα φύλλα του το φθινόπωρο και τα ξανααποκτά την άνοιξη, είναι το ίδιο δένδρο που φυτρώνει, αυξάνει, πολλαπλασιάζεται και παύει να υπάρχει όταν ξηραίνεται ή κόβεται.
Αλλά ποιό είναι το θεμέλιο αυτής τής συνέχειας, τί πράγμα εξασφαλίζει την ίδια ενότητα να διασχίσει όλα τα γεονότα που αποτελούν την ατομική της ιστορία; Δέν θα μπορούσαμε να πούμε, αντιθέτως, ότι εκείνο το συγκεκριμένο δένδρο το οποίο είναι γυμνό το φθινόπωρο και ανθισμένο την άνοιξη, είναι στην πραγματικότητα δύο διαφορετικά δένδρα; Μία απο τις δυνατές απαντήσεις σ'αυτά τα προβλήματα καλεί την έννοια της "ουσίας"! Η ουσία διαθέτει μία ουσιώδη αρχή ταυτότητος. Αυτή συγκεντρώνει βεβαίως διαφορετικές ποιότητες, οι οποίες όμως υπεισέρχονται όλες τους στο ίδιο υποκείμενο το οποίο είναι ουσιαστικώς προσδιορισμένο: ένα δένδρο παραμένει αυτό που είναι, τόσο το φθινόπωρο, όσο και τον χειμώνα και την άνοιξη. Απο αυτή την διαπίστωση, ότι δηλαδή η φύση του, αυτό που του δίνει ταυτότητα σαν τέτοιο, δέν αλλάζει προκύπτει ένα δεύτερο πρόβλημα; ποιά αρχή δικαιώνει την ταυτότητα της ουσίας; Τί πράγμα επιτρέπει σ'εκείνο το δένδρο να είναι το ίδιο παρά τις αλλαγές των ποιοτήτων του; Η απάντηση μπορεί να ανακαλέσει μία σημαντική απάντηση: σε μία ουσία υπάρχουν ποιότητες, καταστάσεις και λειτουργίες οι οποίες διαφοροποιούνται χωρίς να παθαίνει κάτι η ουσία καθαυτή, και άλλα τα οποία την προσδιορίζουν ακριβώς σαν ουσία. Όσο όμως αυτά τα τελευταία δέν είναι παρόντα, η ουσία δέν υπάρχει ακόμη και την στιγμή που τα χάνει, παύει και γι'αυτόν τον λόγο να υπάρχει.
Μία τέτοια διαπίστωση είναι στην βάση τής διάκρισης ανάμεσα σ'αυτό που, σε μία ουσία ανήκει στο ουσιώδες μέρος της και αυτό που τής είναι εξωτερικό και επιφανειακό. Μπορούμε να πούμε ότι οι χαρακτήρες και οι αμετάβλητες λειτουργίες συστήνουν το ουσιώδες ενός πράγματος, την ιδιαίτερη φύση του. Αυτή καθορίζει μία ουσία καθαυτή. Καθόσον ουσιωδώς προσδιορισμένη, η ουσία είναι υποκείμενη σε επιθυμίες και πάθη που δέν είναι ουσιώδεις οι οποίες προσχωρούν σ'αυτήΟ σύγρονος διάλογος γύρω απο την δυνατότητα να καθοριστούν ποιές λειτουργίες υπηρετούν με την παρουσία τους, το πέρασμα ενός κυττάρου γονιμοποιημένου στην κατάσταση του "ανθρωπίνου όντος" δείχνει ότι παρόμοιες ερωτήσεις οι οποίες ενεργοποίησαν την δυτική φιλοσοφία απο την καταγωγή της ακόμη, δέν έχασαν το ενδιαφέρον τους και απέχουν δέ πολύ ακόμη απο την λύση τους.
Απο το άλλο μέρος, η διαίσθηση η ίδια ότι ο κόσμος συνίσταται απο "ουσίες" μπορεί να φανεί και πράγματι φάνηκε, μία απλοποίηση, η οποία μεταφέρει στην πραγματικότητα διακρίσεις και τακτοποιήσεις που ανήκουν μόνον στην γλώσσα μας. Η διάκριση ανάμεσα σε μία ουσία που παραμένει σταθερά και τις ποιότητες που προστίθενται σ'αυτή, αντικατοπτρίζει την δική μας γλωσσική διάκριση υποκειμένου και κατηγορουμένου, ιδιότητος, αλλά τί πράγμα μας λέει ότι τα πράγματα είναι έτσι πράγματι! Γιατί άραγε ο κόσμος θα'πρεπε να έχει ένα είδος δομής κατηγορηματικής η οποία αντικατοπτρίζεται με φυσικό τρόπο στην γλώσσα μας ; Γιατί ο κόσμος θα'πρεπε να είναι φτιαγμένος απο "πράγματα" ανάλογα με εκείνα που φανερώνονται στα αισθητήριά μας ; Ο Μπέρτραντ Ράσσελ ξεκαθάρισε με αξεπέραστο τρόπο αυτό το πρόβλημα, φωτίζοντας το με τις ανακαλύψεις τής συγχρόνου φυσικής:
"Ο άνθρωπος τού δρόμου σκέφτεται ότι τα υλικά αντικείμενα πρέπει να υπάρχουν κατ'ανάγκην, επειδή είναι προφανή για τα αισθητήριά μας. Μπορούμε να αμφιβάλλουμε για τα πάντα, εκτός της πέτρας στην οποία σκοντάφτουμε. Αυτή είναι η μεταφυσική του ανθρώπου του δρόμου, του αγελαίου. Μέχρις εδώ όλα καλά, αλλά νά που οι φυσικοί εμφανίζονται και αποδεικνύουν ότι δέν σκοντάφτουμε ποτέ σε τίποτε, ακόμη και όταν χτυπάμε το κεφάλι μας εναντίον του τοίχου, διότι στην πραγματικότητα ούτε πού τον αγγίζουμε. Όταν σκέφτεστε ότι ακουμπάτε κάτι, υπάρχουν κάποια πρωτόνια και ηλεκτρόνια, τα οποία σχηματίζουν μέρος του σώματός σας, τα οποία έλκονται ή απωθούνται απο κάποια πρωτόνια ή ηλεκτρόνια που περιέχονται στο σώμα το οποίο σκέφτεστε ότι ακουμπάτε, αλλά δέν πραγματοποιείται μία αληθινή επαφή. Ηλεκτρόνια και πρωτόνια τού σώματός σας, διαταραγμένα απο την γειτνίαση άλλων ηλεκτρονίων και πρωτονίων, μεταφέρουν αυτή την ενόχληση στα νεύρα σας και στον εγκέφαλο! Το αποτέλεσμα στον εγκέφαλο μεταφράζεται σε μία αίσθηση επαφής και χάρη σε κατάλληλα πειράματα αυτή η αίσθηση μπορεί να γίνει μία ψευδαίσθηση. Τα ηλεκτρόνια και τα πρωτόνια καθαυτά όμως, είναι μία πρωτόγονη προσέγγιση, ένας τρόπος να συγκεντρώσουμε σε μία μόνο δέσμη ομάδες κυμάτων ή στατιστικές δυνατότητες γεγονότων διαφορετικών σκοπιμοτήτων. Το πράγμα λοιπόν καθίσταται μ 'αυτόν τον τρόπο φανταστικό για να μπορέσουμε να το χρησιμοποιήσουμε σαν ένα μπαστούνι με το οποίο θα μπορέσουμε να ραβδίσουμε την διάνοιά μας . Και η κίνησή τής ύλης, η οποία έμοιαζε μία φορά ένα αδιαμφισβήτητο δεδομένο, έγινε μία έννοια εντελώς ακατάληλη για τήν ανάγκη των φυσικών" (ύμνος στην σχόλη).
Όταν ο Πλωτίνος αντιπαραβάλλεται με την αριστοτελική έννοια τής ουσίας (και με την ανάπτυξη αυτής τής έννοιας σύμφωνα με τις προτάσεις των αρχαίων σχολιαστών και ιδιαιτέρως του Αλεξάνδρου του Αφροδισιαίως), οι παρατηρήσεις απο τις οποίες κινείται δέν διαφέρουν και πάρα πολύ απο αυτές που αναφέραμε πρίν λίγο. Χοντρά, χοντρά, ο Πλωτίνος κατηγορεί τους αριστοτελικούς ότι κατασκεύασαν μία οντολογία βασισμένη στον τρόπο με τον οποίο τα πράγματα μας φαίνονται, αφήνοντας κατά μέρος τις αυθεντικές αρχές. Για να επαναλάβουμε την ορολογία του Ράσσελ, η περιπατητική, είναι για τον Πλωτίνο, η "μεταφυσική του ανθρώπου του δρόμου" : και σε συμφωνία μ'αυτή, ο αισθητός κόσμος συνίσταται απο "πράγματα" και αυτά τα πράγματα είναι καθορισμένα απο την φύση τους με κάποιες ουσιώδεις ιδιότητες. Πιό συγκεκριμένα οι αριστοτελικοί ισχυρίζοντο ότι υπήρχαν ξεχωριστές ιδιότητες (οι "διαφορές"), τέτοιες ώστε να μπορούν να δείξουν την ουσιώδη μορφή τών φυσικών ουσιών (το κανονιστικό παράδειγμα είναι εκείνο της "λογικής" διαφοράς η οποία αντιστοιχεί στην ουσιώδη μορφή τού ανθρώπου). Προσδιορισμένες στην ουσία τους, οι ουσίες χρησιμεύουν σαν υποκείμενο για τις ποιότητες που προστίθενται.

 
Συνεχίζεται
 
Αμέθυστος.

Χάιντεγγερ καὶ ᾿Αρεοπαγίτης - Χρήστος Γιανναράς (3)

Συνέχεια από: Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Χάιντεγγερ καὶ ᾿Αρεοπαγίτης
ή, Περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού


A' - Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

1. Ἡ μεταφυσικὴ ἄρνηση τῆς θεϊκότητας τοῦ Θεοῦ (2η συνέχεια)

᾿Απὸ τὴν ἐποχὴ κιόλας τῆς καρολίνειας «ἀναγέννησης» τοῦ 9ου αἰώνα, κυρίως ὅμως μὲ τὴ ριζικὴ ἀλλοτρίωση τῆς ἀριστοτελικῆς γνωσιοθεωρίας ἀπὸ τὸν σχολαστικισμό6, ἡ εὐρωπαϊκὴ μεταφυσικὴ οἰκοδομεῖται πάνω στὴν προϋπόθεση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ προοδευτικὰ ἀποκλείει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ Θεὸς ταυτίζεται μὲ τὴ νοητικὴ σύλληψη τῆς ἀπρόσωπης καὶ ἀφηρημένης «πρώτης αἰτίας» τοῦ κόσμου (causa prima) ἢ τῆς ἀπόλυτης «αὐθεντίας» στὴν ᾿Ἠθική (principium auctoritatis). Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ εἶναι μιὰ νοητικὴ ἀναγκαιότητα, κατοχυρωμένη μὲ ἀποδεικτικὴ ἐπιχειρηματολογία, ἀλλὰ ἄσχετη μὲ τὴν ἱστορικὴ ἐμπειρία καὶ τὴν ὑπαρκτικὴ περιπέτεια τοῦ ἀνθρώπου.

᾿Ακριβῶς ἐπειδὴ προσφέρει μιὰν ἀπολυτοποιημένη ὀρθολογικὴ κατάφαση τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐρωπαϊκὴ μεταφυσική προετοιμάζει καὶ τὴ δυνατότητα τῆς ὀρθολογικῆς του ἀναίρεσης. Ὁ «θάνατος τοῦ Θεοῦ» εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης αὐτοῦ τοῦ ἀπολυτοποιημένου καὶ δίκοπου ὀρθολογισμοῦ στὸν χῶρο τῶν δυτικοευρωπαϊκῶν κοινωνιῶν, στη διάρκεια μιᾶς χιλιετηρίδας περίπου7.

Ὁ Χάϊντεγγερ ὑπογραμμίζει ἐνδεικτικὰ τὴν ὀξύτατη ἀντίθεση τοῦ Νίτσε πρὸς τὸν Ντεκάρτ (Descartes)8. Ο Ντεκὰρτ εἶναι ἡ κορυφαία μᾶλλον ἔκφραση τοῦ ἱστορικοῦ πειρασμοῦ τῆς Δύσης νὰ κατοχυρωθεῖ ὀρθολογικὰ – ἀποδεικτικὰ ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Στὸ περίφημο τέταρτο κεφάλαιο τοῦ Λόγου περὶ τῆς μεθόδου (Discours de la méthode, 1637) ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἀποδείχνεται μὲ ἀποκλειστικὸ ὄργανο τὴ νοητικὴ ἱκανότητα τοῦ ὑποκειμένου. ᾿Απὸ τὴ νοητικὴ ἐποπτεία τῆς δικῆς μου περιορισμένης ὕπαρξης καὶ νόησης συνάγω τὴν ἰδέα μιᾶς τέλειας ὕπαρξης καὶ νόησης – ἑνὸς ὄντος ποὺ ἐμπεριέχει ὅλες τὶς τελειότητες τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς νόησης. Καὶ ἀφοῦ ἡ νοητικὴ σύλληψη εἶναι ὁ μοναδικὸς τρόπος γιὰ νὰ βεβαιώσουμε μιὰν ἀλήθεια, ἀποδείχνουμε τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ συλλαμβάνοντας τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ. Συλλαμβάνουμε μὲ τὴ νόηση τὸν Θεὸ ὡς ἕνα τέλειο ὄν, ἑπομένως ἡ ὕπαρξη περιλαμβάνεται στὴν ἰδέα αὐτὴ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ περιλαμβάνεται στὴν ἰδέα ἑνὸς τριγώνου ἡ ἀλήθεια ὅτι τὸ ἄ-θροισμα τῶν γωνιῶν του ἰσοῦται μὲ δύο ὀρθές, ἢ καὶ ἀκόμα προφανέστερα. Επομένως, τὸ ὅτι ὁ Θεός, ποὺ εἶναι αὐτὸ τὸ τέλειο ὄν, ὑπάρχει ἢ ὑφίσταται, εἶναι ἐξίσου βέβαιο ὅσο καὶ ὁποιαδήποτε γεωμετρικὴ ἀλήθεια.


Στὴν ἀποδεικτικὴ αὐτὴ λογικὴ γιὰ τὴ βεβαίωση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ ὁ Ντεκάρτ ἀκολουθεῖ πιστὰ τὴ σχολαστική παράδοση τὴ βασισμένη στὸν Αὐγουστίνο – ἀκολουθεῖ τὸν Καμπανέλλα (Campanella), τὸν Άνσελμο (Anselm of Canterbury), τὸν Οὐγκ ντὲ Σαὶν-Βικτὸρ (Hugues de Saint-Victor), τὸν Μποναβεντούρα (Bonaventura), τὸν Θωμὰ ᾿Ακινάτη (Thomas de Aquino)9. Τὸ συνολικὸ ἔργο τοῦ καθενὸς διαφοροποιεῖται σὲ πολλὰ σημεῖα ἀπὸ τὸ ἔργο τῶν ἄλλων, ὅμως ὑπάρχει ἕνας κοινὸς ἄξονας ἢ μιὰ κοινὴ θεμελιώδης ἀφετηρία, ποὺ ὁ Ντεκάρτ τὴν ὁδηγεῖ ὡς τὴν ἀκραία συνέπεια τῶν ἐπιπτώσεών της: Εἶναι ἡ ριζικὴ ἀνατροπὴ τῆς ἑλληνικῆς κατανόησης τοῦ λόγου – τῆς ἐκδοχῆς τοῦ λόγου ὡς τοῦ τρόπου τῆς ἀναφορᾶς καὶ σχέσεως, τοῦ τρόπου ποὺ ἐπαληθεύει τὴ γνώση μέσω τῆς ἐμπειρικῆς σχέσης ἢ τῆς κοινωνικῆς δυναμικῆς τῶν σχέσεων (τοῦ ἡρακλείτειου «κοινοῦ λόγου»)[ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΝΑΝΤΙΩΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΓΝΩΜΗ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ]. Οἱ σχολαστικοὶ καὶ ὁ Ντεκάρτ εἰσάγουν στὴν ἀνθρώπινη Ἱστορία τὴν ἐκδοχὴ τοῦ λόγου ὡς ratio – καὶ ἡ ratio εἶναι μιὰ αὐτοδύναμη ὑποκειμενικὴ ἱκανότητα, ἡ ἱκανότητα τῆς ἀτομικῆς νόησης (facultas rationis), ἐπαρκὴς γιὰ νὰ ορίσει καὶ ἐξαντλήσει τὴν ἀλήθεια, γιατὶ εἶναι σμικρογραφία τῆς θείας διάνοιας.

Ὁ Θεὸς τῶν σχολαστικῶν καὶ τοῦ Ντεκάρτ ἐμφανίζεται τελικὰ ὡς παράγωγο ἢ προϊὸν τῆς γνωστικῆς αὐτάρκειας που ἐξασφαλίζει στὸ ὑποκείμενο ἡ ratio – πέρα ἢ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ πραγματικοῦ ἢ τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι πάντα ἐμπειρία σχέσης.[ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ. Ο ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ] Ο Νίτσε καταλογίζει στὸν Ντεκάρτ αὐτὴ τὴν κραυγαλέα, ἀλλὰ ἀνομολόγητη ἀντίφαση: Ὅτι οἱ λογικὲς ἀποδείξεις γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἀναιροῦν τὸν Θεὸ ὡς ἀντι-κείμενη πραγματική παρουσία. Ο «μονισμὸς τοῦ ὑποκειμένου» ποὺ ἐπιβάλλεται στὴν εὐρωπαϊκὴ φιλοσοφία μὲ τὸν Ντεκάρτ, ἔχει ὡς λογικὸ ἐπακόλουθο ὄχι τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸ ἀπολυτοποιημένο ἀκριβῶς ὑποκείμενο, τὸν «ὑπεράνθρωπο» (Übermensch)10. Ὅμως ὁ Ντεκάρτ δὲν τόλμησε νὰ προχωρήσει ὣς αὐτὴ τὴν ἔσχατη συνέπεια τῶν πρωτείων τοῦ ὑποκειμένου. Καθιέρωσε τὸ ὑποκείμενο ὡς ἀπόλυτη προσδιοριστικὴ ἀρχὴ τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς γνώσης, ὑπέταξε τὸν Θεὸ στὸν ἀπολυτοποιημένο ἄνθρωπο, ἀλλὰ δὲν διέβλεψε ὅτι ἡ στάση του ἦταν κήρυγμα «θανάτου τοῦ Θεοῦ» καὶ ἐπιβολῆς τοῦ «ὑπερανθρώπου». ᾿Αντίθετα, εἶχε τὴ συνείδηση –πολλαπλά ἐκφρασμένη– ὅτι ὑπηρετεῖ καὶ στηρίζει τὸ οἰκοδόμημα τῆς εὐρωπαϊκῆς μεταφυσικῆς.[ΣΤΗΝ ΛΕΞΗ DIO ΑΦΑΙΡΕΙΤΑΙ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ D]

Τὸ ἑπόμενο ἐντυπωσιακὸ βῆμα στὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοῦ «ἀθεϊστικοῦ θεϊσμοῦ» εἶναι ἀσφαλῶς ὁ Σπινόζα (Spinoza)-κυρίως μὲ τὸ βιβλίο του Ethica ordine geometrico demonstrata (1677). Ὁ Θεὸς τοῦ Σπινόζα εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ ἀναγκαιότητα τῆς Φύσης, Φύση καὶ Θεὸς ταυτίζονται (Deus sive Natura) – ταυτίζονται στὴ μία καὶ μοναδικὴ καὶ αἰώνια καὶ ἄπειρη ὑποστατικὴ οὐσία (substantia) ποὺ ὑπάρχει ἀπολύτως καθεαυτὴν καὶ νοεῖται καθεαυτὴν (quod in se est et per se concipitur), αὐτοαιτία καὶ αὐτοΰπαρξη, διακρινόμενη μόνο σὲ φύση δημιουργικὴ καὶ φύση δημιουργημένη (natura naturans-natura naturata). Τὰ ὄντα καὶ οἱ ἰδέες εἶναι οἱ δυὸ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους ὑπάρχει καὶ φανερώνεται ἡ κοινὴ αὐτὴ οὐσία Φύσης καὶ Θεοῦ – ἐνυπάρχουν σὲ αὐτὴ τὴν οὐσία ὡς ἀναγκαῖες ἀκολουθίες της καὶ ἀποτελοῦν τὶς παροδικὲς ἐμφανίσεις της.[ΣΗΜΕΡΑ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ] Μιὰ τέτοια καθολική σύλληψη τοῦ ὑπαρκτοῦ, ἀπόλυτα ἐλεγχόμενη τόσο ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς διάνοιας ὅσο καὶ ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες τῶν αἰσθήσεων, δὲν ἀφήνει περιθώρια γιὰ ὕπαρξη ἢ γιὰ Θεὸ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἐνδοκοσμικῆς πραγματικότητας. Μέσω τῆς αἰσθητῆς ἐμπειρίας τῶν ὄντων καὶ τῆς νοητικῆς σύλληψης τῶν ἰδεῶν γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὶς δυὸ ἰδιότητες τῆς θείας οὐσίας τοῦ κόσμου: τὴ σκέψη καὶ τὴ διαστατικότητα. Ἡ ἀνθρώπινη σκέψη εἶναι ἡ αὐτεπίγνωση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ διαστατικότητα τῶν ὄντων εἶναι ἡ αἰώνια «διάσταση» τοῦ Θεοῦ.

Σημειώσεις


6. Γιὰ τὴν ἀλλοτρίωση τῆς ἀριστοτελικῆς γνωσιοθεωρίας ἀπὸ τὸν σχολαστικισμό, βλ. τὸ ἄρθρο μου: Ὁ ἀποφατικός ᾿Αριστοτέλης, στὸ περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 135/15.1.1986, σελ. 14 κ.ε., καθὼς καὶ τὰ βιβλία μου: Ὀρθός λόγος καὶ κοινωνική πρακτική, σελ. 205 κ.ε. – Σχεδίασμα Εἰσαγωγῆς στὴ Φιλοσοφία §§ 18, 25, 28.
7. Bλ. HEIDEGGER, Nietzsche, τόμος 11, σελ. 60. – Holzwege, σελ. 196-197. – Γιὰ τὴ γένεση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ μηδενισμοῦ καὶ ἀθεϊσμοῦ μέσα ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς θεολογικής νοησιαρχίας τοῦ σχολαστικισμοῦ βλ. τὴ μελέτη τοῦ Παν. ΚΟΝΔΥΛΗ, Η κριτική τῆς μεταφυσικῆς στὴ νεότερη σκέψη, ὅπου καὶ ἐπαρκὴς βιβλιογραφία. – Έμμεσες, ἀλλὰ ἐξαιρετικά διαφωτιστικές πληροφορίες γιὰ τὸ θέμα παρέχουν οἱ ἐργασίες: Μ.-D. CHENU, La théologie au XIIe siècle, Paris (Vrin) 1966 – ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, La théologie comme science au XIIIe siècle, Paris (Vrin) 1969 – E. GILSON, Le rôle de la pensée médiévale dans la formation du système cartésien, Paris (Vrin) 1975.
8. Βλ. Nietzsche, II, 61-62.
9. Bλ. HEIDEGGER, Sein und Zeit, Tübingen (Niemeyer - Verl.1963, σελ. 25: «Πόσο ἐξαρτημένος εἶναι ὁ Ντεκάρτ ἀπὸ τὸν μεσαιωνικό σχολαστικισμό καὶ ὅτι τὴ δική του ὁρολογία χρησιμοποιεῖ, τὸ βλέπει κάθε γνώστης τοῦ μεσαίωνα».
10. Βλ. NIETZSCHE, Der Wille zur Macht, § 484.- ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Jenseits von Gut und Böse, § 16. – Επίσης, HEIDEGGER, Nietzsche, II, 62.

Το στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας - Isaiah Berlin

Ο Isaiah Berlin (1909-1997) θεωρείται ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της παράδοσης του φιλελεύθερου ουμανισμού και από τους μεγαλύτερους ιστορικούς των ιδεών. Στο Στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας ισχυρίζεται με πάθος, οξυδέρκεια και σαφήνεια ότι αυτά που ονομάζει «μεγάλα αγαθά» της ανθρωπότητας -ελευθερία, δικαιοσύνη, ισότητα- δεν είναι εύλογα, και δεν θα γίνουν ποτέ. Ο πλουραλισμός και η πολυμορφία της σκέψης είναι αναπόφευκτα.

Σε μια εποχή αυξημένου ιδεολογικού φονταμενταλισμού και έλλειψης ανεκτικότητας, η φωνή του Μπερλίν θα πρέπει να ακούγεται με περισσότερη προσοχή. Η απολαυστική γραφή και το ιδιαίτερο ύφος κάνουν το βιβλίο ένα έξοχο ανάγνωσμα.

"Το μεγαλύτερο ταλέντο του Berlin είναι η ικανότητά του να "διεισδύει" στο μυαλό των στοχαστών που επέφεραν τις θεμελιώδεις αλλαγές στη Δυτική σκέψη. Κατόρθωσε να αποκαταστήσει την ιστορία των ιδεών ως εργαλείο για τη γνώση του παρελθόντος και την ερμηνεία του παρόντος." (Raymond Carr)

«Αρχικά ο μεγάλος στοχαστής αναδεικνύει την επικινδυνότητα εκείνου του «μύθου» που θεωρεί ότι υπάρχουν ενιαίες λύσεις για όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. Πίσω απ' αυτή τη θέση κρύβεται η ιδέα του ιδανικού κράτους και της ιδανικής κοινωνίας και πίσω και απ' αυτή την ιδέα ελλοχεύει ο κίνδυνος του ολοκληρωτισμού. Και ο ολοκληρωτισμός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου». (Γιώργος Σιακαντάρης, bookpress.gr, 07/09/2015)

Η αποθέωση της ρομαντικής βούλησης: Η εξέγερση ενάντια στον μύθο του ιδανικού κόσμου 

I 

Η ιστορία των ιδεών είναι σχετικά νέο πεδίο γνώσης και αντιμετωπίζεται ακόμη με κάποια καχυποψία από πολλούς ακαδημαϊκούς κύκλους. Παρά ταύτα έφερε στην επιφάνεια ενδιαφέροντα γεγονότα. Ανάμεσα στα πιο αξιοπρόσεκτα είναι η χρονολόγηση μερικών από τις πιο οικείες έννοιες και κατηγορίες, τουλάχιστον στον Δυτικό κόσμο. Ανακαλύψαμε με έκπληξη πόσο πρόσφατα εμφανίστηκαν κάποιες απ' αυτές, πόσο παράδοξες θα φαίνονταν στους προγόνους μας κάποιες από τις φαινομενικά βαθιά ριζωμένες συμπεριφορές μας. Μ' αυτό δεν εννοώ κάποιες ιδέες βασιζόμενες σε ειδικές επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις και επινοήσεις άγνωστες σε αυτούς, ή την ιστορία κοινωνιών απομακρυσμένων στον χρόνο και στον χώρο, ή νέες υποθέσεις γύρω από τη φύση της ύλης, ή την εξέλιξη του υλικού σύμπαντος, ή τις βαθύτερες αιτίες της συμπεριφοράς μας και τον ρόλο που παίζουν σ' αυτήν ανεπαρκώς μελετημένοι ασυνείδητοι και ανορθολογικοί παράγοντες. Εννοώ κάτι συνάμα πιο διάχυτο και λιγότερο εύκολα αναγώγιμο σε συγκεκριμένες αιτίες: αλλαγές σε ευρέως αποδεκτές, συνειδητά υιοθετημένες, εγκόσμιες αξίες, ιδεώδη, σκοπούς, τουλάχιστον στον Δυτικό πολιτισμό, 

Σε κανέναν, λοιπόν, σήμερα δεν προκαλεί έκπληξη η άποψη ότι η ποικιλία είναι προτιμότερη από την ομοιομορφία -η μονοτονία και η ομοιομορφία είναι υποτιμητικές λέξεις- ή για να επανέλθουμε σε ιδιότητες του χαρακτήρα, ότι η ακεραιότητα και η ειλικρίνεια είναι αξιοθαύμαστες ανεξαρτήτως της αλήθειας ή της εγκυρότητας των πεποιθήσεων ή των αρχών που εμπλέκονται· ότι ο γενναιόδωρος ιδεαλισμός είναι ευγενέστερος, αν και λιγότερο λυσιτελής, από τον ψυχρό ρεαλισμό· ή η ανεκτικότητα από τη μισαλλοδοξία, έστω κι αν αυτές οι αρετές παρερμηνεύονται και οδηγούν σε επικίνδυνα συμπεράσματα. Ωστόσο, δεν είχαν πάντοτε έτσι τα πράγματα γιατί η ιδέα ότι το Ένα είναι καλό, τα Πολλά -η διαφορετικότητα- είναι κακό, αφού η αλήθεια είναι μία, και μόνο το σφάλμα έχει πολλά πρόσωπα, είναι πολύ παλαιότερη και βαθιά ριζωμένη στην πλατωνική παράδοση. Ακόμη και ο Αριστοτέλης, ο οποίος δέχεται ότι οι ανθρώπινοι τύποι διαφέρουν μεταξύ τους, και ως εκ τούτου η ελαστικότητα σε κοινωνικές διευθετήσεις είναι προαπαιτούμενο, το αποδέχεται ως γεγονός, χωρίς να ελεεινολογεί αλλά και χωρίς κάποια ένδειξη επιδοκιμασίας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, αυτή η άποψη φαίνεται να επικρατεί στον κλασικό και μεσαιωνικό κόσμο και δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση μέχρι, ας πούμε, τον 16ο αιώνα. 

Όμως και πάλι, ποιος ρωμαιοκαθολικός κατά τον 16ο αιώνα θα έλεγε: «Απεχθάνομαι τις αιρέσεις των μεταρρυθμιστών, αλλά έχω βαθύτατα συγκινηθεί από την ειλικρίνεια και την ακεραιότητά τους, επειδή εμμένουν στις απεχθείς πεποιθήσεις τους, τις ακολουθούν πιστά και θυσιάζονται γι' αυτές»; Αντίθετα, όσο βαθύτερη είναι η ειλικρίνεια τέτοιων αιρετικών, ή απίστων -μουσουλμάνων, Εβραίων, αθεϊστών- τόσο πιο επικίνδυνοι γίνονται, τόσο πιο πιθανόν είναι να οδηγήσουν ψυχές στο κολαστήριο, τόσο πιο ανελέητα θα πρέπει να εξοντώνονται, αφού η αίρεση -οι ψευδείς πεποιθήσεις σχετικά με τον προορισμό του ανθρώπου- είναι ένα δηλητήριο πιο επικίνδυνο για την υγεία της κοινωνίας απ' ό,τι η υποκρισία ή η συγκάλυψη, που εν πάση περιπτώσει δεν επιτίθενται ευθέως στο αληθινό δόγμα. Μονάχα η αλήθεια ενδιαφέρει όποιος πεθαίνει για μια απατηλή πίστη είναι αμαρτωλός ή αξιοθρήνητος.

Εδώ, λοιπόν, δεν υπάρχει κοινός παρονομαστής ανάμεσα στις απόψεις που επικρατούσαν αρκετά χρόνια προηγουμένως, κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, και στις σύγχρονες φίλελεύθερες νοοτροπίες. Ποιος στον αρχαίο κόσμο ή έστω στον Μεσαίωνα αναφερόταν στις αρετές της διαφορετικότητας στη ζωή ή στη σκέψη. Όμως, όταν ένας νεότερος στοχαστής όπως ο Auguste Comte αναρωτιόταν γιατί, ενώ δεν επιτρέπουμε την ελευθερία της γνώμης στα μαθηματικά, την επιτρέπουμε στην ηθική και στην πολιτική, αυτό το το ερώτημα σκανδάλιζε τον Ι. S. Mill και άλλους φιλελεύθερους. Παρά ταύτα οι περισσότερες απ' αυτές τις πεποιθήσεις που αποτελούν μέρος της σύγχρονης φιλελεύθερης παιδείας (και δέχονται επίθεση από δεξιά και αριστερά εκ μέρους όσων πάλινδρομούν σε μια προγενέστερη άποψη), αυτές οι πεποιθήσεις είναι σχετικά πρόσφατες, και αντλούν την ευλογοφάνεια τους από μια βαθιά και ριζοσπαστική εξέγερση ενάντια στη βασική παράδοση της Δυτικής σκέψης. Αυτή η εξέγερση, που νομίζω ότι εκδηλώθηκε κατά το δεύτερο τρίτο του 18ου αιώνα, κυρίως στη Γερμανία, τράνταξε συθέμελα το παλαιό, παραδοσιακό καθεστώς και επηρέασε την ευρωπαϊκή σκέψη και πράξη έντονα και απρόβλεπτα. Πρόκειται μάλλον για τη σπουδαιότερη μεταβολή στην ευρωπαϊκή συνείδηση μετά τη Μεταρρύθμιση στην οποία, μέσα από πολύπλοκους, πλάγιους διαδρόμους, πρέπει να αναζητηθούν οι απαρχές της.