Τι ήθελε ο Schoppenhauer; 1
https://www.youtube.com/watch?v=bf8BeB3mbwc
Ο Arthur Schopenhauer χαίρει της φήμης ότι είναι ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών. Παρουσιάζει μια εκτενή και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μεταφυσική της βουλήσεως και μια κριτική της επιστήμης, και γεφυρώνει το χάσμα που άνοιξε ο Kant ανάμεσα στο υποκείμενο και το πράγμα καθεαυτό. Ο Wagner τον σέβεται βαθιά και αφήνει τη σκέψη του να αντηχεί σε πολυάριθμα έργα.
Ο Nietzsche του οφείλει κεντρικές όψεις της φιλοσοφίας του και τον κατηγορεί για μηδενισμό. Ο μαρξιστής Max Hockheimer, συνιδρυτής της Σχολής της Φρανκφούρτης, θεωρεί μάλιστα τον Schopenhauer σημαντικότερο ακόμη και από τον Marx. Ο Schopenhauer είναι ένας λαμπρός στιλίστας, που χύνει τη φιλοσοφία του σε εντυπωσιακή και καλά αναγνώσιμη γλώσσα.
Δεν θα υπήρχε λοιπόν κανένας λόγος να μην ασχοληθεί κανείς με τον Schopenhauer. Παρ’ όλα αυτά, όπως φαίνεται, ελάχιστοι τον διαβάζουν. Πώς γίνεται αυτό; Γιατί θα ήταν ειδικά η φιλοσοφία του Schopenhauer πολύτιμη για τη σημερινή εποχή; Αυτά τα ερωτήματα θέλουμε σήμερα να εξετάσουμε.
Καλώς ήρθες, Jochen Kirchhoff. Καλώς ήρθατε, αγαπητοί θεατές. Αγαπητέ Jochen, ας ξεκινήσουμε απλώς από αυτό.
Πώς στέκεσαι απέναντι στον Schopenhauer; Ναι, η ερώτηση αυτή μου έχει τεθεί ξανά, με αφορμή τον Goethe και έπειτα και με αφορμή τον Nietzsche. Έχω μια πολύ μακρά ιστορία με τον Schopenhauer, που κρατά περισσότερο από μισό αιώνα. Και έχω διαβάσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του και το έχω ξαναδιαβάσει επανειλημμένα, αλλά υπήρξαν και χρόνια στα οποία δεν τον διάβαζα καθόλου.
Αυτό που με γοητεύει στον Schopenhauer, γι’ αυτό και τον ξαναδιαβάζω συνεχώς, το υπαινίχθηκες κι εσύ, είναι η γλώσσα. Ο Schopenhauer είναι ένας λαμπρός στιλίστας. Είναι τόσο καλός στιλίστας, που ελάχιστοι μπορούν να συγκριθούν μαζί του.
Στις καλύτερες στιγμές του ανήκει στα καλύτερα που υπάρχουν στη γερμανική γλώσσα συνολικά. Και δεν είναι ποτέ βαρετός. Το έχω πει ήδη και για τον Nietzsche.
Υπάρχουν φιλόσοφοι που ανοίγεις κάπου το βιβλίο τους, και κάποια στιγμή αναστενάζεις βαθιά και σκέφτεσαι, «γιατί άραγε παρουσιάζεται αυτό τόσο εκτενώς;». Στον Schopenhauer σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνει αυτό. Δεν είναι ποτέ βαρετός.
Είναι πάντα ενδιαφέρων, ακόμη κι αν ίσως δεν μπορεί κανείς πάντα να εισχωρήσει εξ αρχής. Τον Schopenhauer τον διάβασα για πρώτη φορά εντατικά τον χειμώνα του 1966–1967.
Ήμουν 23 ετών και διάβασα πραγματικά εις βάθος και ήμουν εντελώς συναρπασμένος. Γνώριζα ήδη πολύ καλά τον Nietzsche από τότε, από νωρίς μάλιστα, και εξεπλάγην, όπως κι εσύ υπαινίσσεσαι, πόσο βαθιά είχε επηρεαστεί ο Nietzsche από τον Schopenhauer. Δεν το ήξερα αυτό.
Όταν όμως διαβάζει κανείς πιο εντατικά τον Schopenhauer, τότε διαπιστώνει: «Α, αυτό μου φαίνεται τόσο οικείο, το βρίσκει κανείς και στον Nietzsche, αλλά λίγο διαφορετικά χρωματισμένο, λίγο διαφορετικό στη βασική του κατεύθυνση». Σε κάθε περίπτωση, ο Schopenhauer με απασχόλησε πάντα, και έχω ασχοληθεί πολύ μαζί του, διαλέξεις, σεμινάρια κ.λπ.
Τώρα, στο ερώτημά σου γιατί ο Schopenhauer διαβάζεται τόσο λίγο. Έτσι είναι. Είναι πραγματικά έτσι, ο Schopenhauer διαβάζεται ελάχιστα, με μία ίσως εξαίρεση: τα Aphorismen zur Lebensweisheit.
Αυτό είναι ένα δημοφιλές βιβλίο που διαβάζεται πολύ. Ακόμη και ο Max Horkheimer που ανέφερες διάβασε τα Aphorismen zur Lebensweisheit ως 21χρονος, και αυτά τον οδήγησαν τελικά στη φιλοσοφία. Είναι δημοφιλή, και ο Schopenhauer μπορεί να γίνει και πολύ προσιτός.
Μπορεί να είναι και πολύ άμεσος και απλός. Σε ορισμένες όμως από τις γνωσιοθεωρητικές του αναλύσεις είναι αρκετά περίπλοκος. Αυτό πρέπει να το παρακολουθεί κανείς πολύ προσεκτικά.
Αν δεν το παρακολουθεί, κάποια στιγμή χάνεται. Αυτό μπορεί να είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Schopenhauer διαβάζεται τελικά τόσο λίγο — όσο μπορούμε να το κρίνουμε. Δεν ξέρουμε βέβαια ποιος άλλος διαβάζει τον Schopenhauer.
Ακόμη και στον κύκλο των γνωστών μου υπάρχουν πολλοί, τους οποίους εκτιμώ κιόλας, που όμως έχουν διαβάσει ελάχιστα ή καθόλου Schopenhauer, πράγμα που είναι κρίμα, αλλά και ενδεικτικό. Και ξανά στο ερώτημα γιατί δεν διαβάζεται ο Schopenhauer και στο σημείο που ανέφερες, γιατί είναι ιδιαίτερα σημαντικός σήμερα. Έχω διαλέξει δύο αποσπάσματα, που είναι γλωσσικά πολύ ωραία και κάνουν κάπως σαφές γιατί συμβαίνει αυτό.
Λέει λοιπόν, δύο αποσπάσματα μόνο:
«Οι άνθρωποι — αν πάρει κανείς συνολικά τη μοίρα τους — δεν θα ήταν τόσο θλιμμένοι. Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε: ο κόσμος είναι το παγκόσμιο δικαστήριο.
Αν μπορούσε κανείς να βάλει όλη την οδύνη του κόσμου στη μία πλάστιγγα και όλη την ενοχή του κόσμου στην άλλη, τότε σίγουρα η γλώσσα της ζυγαριάς θα έμενε ακίνητη: θα ήταν ίσα. Είναι πραγματικά απίστευτο πόσο άνευρο και χωρίς νόημα φαίνεται απ’ έξω, και πόσο νωθρά και χωρίς επίγνωση βιώνεται από μέσα, το ρεύμα της ζωής των περισσότερων ανθρώπων. Είναι μια αμυδρή λαχτάρα και αγωνία, ένα ονειρικό παραπάτημα μέσα από τις τέσσερις ηλικίες της ζωής, ώσπου να φτάσει στον θάνατο, συνοδευόμενο από μια σειρά τετριμμένων σκέψεων.
Μοιάζουν με ωρολόγια που κουρδίζονται και λειτουργούν χωρίς να ξέρουν γιατί. Και κάθε φορά που ένας άνθρωπος συλλαμβάνεται και γεννιέται, το ρολόι αυτού του ανθρώπου κουρδίζεται εκ νέου, ώστε τώρα να επαναλάβει — ήδη αναρίθμητες φορές επαναληφθέν — ξανά, φράση προς φράση, ρυθμό προς ρυθμό, με ασήμαντες παραλλαγές. Κάθε άτομο, κάθε ανθρώπινο πρόσωπο και η πορεία της ζωής του δεν είναι παρά ένα σύντομο όνειρο του άπειρου πνεύματος της φύσης, της επίμονης βούλησης για ζωή· δεν είναι παρά ένα ακόμη φευγαλέο σχήμα που εκείνος σχεδιάζει παιγνιωδώς πάνω στο άπειρο φύλλο του.»
Αν ο χώρος και ο χρόνος αφήνουν να υπάρξει μια τόσο μικρή στιγμή, που χάνει κάθε σημασία μπροστά τους, και έπειτα τη σβήνουν για να κάνουν τόπο σε μια νέα, τότε — και εδώ βρίσκεται η ανησυχητική πλευρά της ζωής — κάθε ένα από αυτά τα φευγαλέα μορφώματα, αυτές τις ψυχές και εμπνεύσεις, πρέπει να πληρωθούν από ολόκληρη τη βούληση για ζωή, μέσα σε όλη της την ορμή, με πολλούς και βαθύς πόνους και τελικά με έναν που από καιρό προκαλεί φόβο, και τελικά έρχεται, πικρό θάνατο. Γι’ αυτό κι η θέα ενός νεκρού μας κάνει τόσο απότομα σοβαρούς.
Η ζωή του κάθε ανθρώπου, αν τη δει κανείς συνολικά και γενικά και αν αναδείξει μόνο τα πιο σημαντικά της χαρακτηριστικά, είναι στην πραγματικότητα πάντα ένα τραγικό δράμα. Περνώντας όμως μέσα από τον μεμονωμένο άνθρωπο, έχει τον χαρακτήρα κωμωδίας. Γιατί το τρέξιμο και η ταλαιπωρία της ημέρας, η αδιάκοπη παρενόχληση της στιγμής, οι επιθυμίες και οι φόβοι της εβδομάδας, τα ατυχήματα κάθε ώρας μέσω της τύχης που πάντοτε μελετά σκανταλιές, είναι καθαρά κωμικές σκηνές.
Αλλά οι ποτέ εκπληρωμένες επιθυμίες, η ματαιωμένη προσπάθεια, οι ελπίδες που το πεπρωμένο αμείλικτα συντρίβει, τα αναρίθμητα σφάλματα όλης της ζωής, με το αυξανόμενο βάσανο και τον θάνατο στο τέλος, δίνουν πάντοτε ένα τραγικό δράμα. Έτσι, σαν να ήθελε το πεπρωμένο να προσθέσει στον πόνο της ύπαρξής μας και τον χλευασμό, η ζωή μας λαμβάνει όλα τα βάσανα του τραγικού δράματος και εμείς δεν μπορούμε καν να κρατήσουμε τη μεγαλοπρέπεια τραγικών προσώπων, αλλά πρέπει να είμαστε στα πλατιά και λεπτομερή επεισόδια της ζωής αναπόδραστα γελοίοι χαρακτήρες κωμωδίας. Έτσι, μια συντριπτική κριτική της ανθρώπινης ύπαρξης, μια συντριπτική κρίση για τους ανθρώπους γενικά.
Και αυτό θα μπορούσε — αυτό είναι και ο περίφημος schopenhauerischer Genialismus — αλλά και πεσιμισμός. Πολλούς αυτό τους σόκαρε· το θεωρούν υπερβολικό: «μα αυτό δεν είναι αλήθεια, υπάρχει κάτι εντελώς άλλο». Και αυτός είναι ένας ουσιώδης λόγος που πολλοί δεν θέλουν να διαβάσουν Schopenhauer: γιατί νιώθουν ότι μπαίνουν σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, σε κάτι που επισκιάζει ολόκληρη τη ζωή τους.
Εκεί όλα παρουσιάζονται μόνο ως πόνος και βάσανο και θάνατος και φάρσα. Η ζωή ως φάρσα· ο άνθρωπος φουσκώνει από σπουδαιότητα και τελικά δεν είναι παρά ένας φτωχός κωμικός στην ταλαιπωρία και στη δυστυχία του, όπως λέει ο Schopenhauer. Αλλά είναι ενδιαφέρον, και με σημερινή ματιά: πόσοι φουσκώνουν από σπουδαιότητα, θεωρούν εαυτούς σημαντικούς, μιλούν, έχουν εξουσία.
Και τι βρίσκεται πίσω από αυτό; Απλώς ένας φτωχός κωμικός μέσα στην ταλαιπωρία και τη δυστυχία του. Ο άνθρωπος μέσα στη μικρότητα και την αθλιότητά του δεν είναι ευχάριστο θέαμα, γιατί πολλοί που παίζουν το μεγάλο παιχνίδι και χαίρονται μέσα σε αυτό, δεν βλέπουν καν πόσο μικροί και αξιοθρήνητοι είναι στην πραγματικότητα. Πόσο αξιοθρήνητοι, διαβρωμένοι από την απληστία, κυνηγώντας άτεγκτα ανόητες σκέψεις και κομματικές ιαχές, και ζώντας απολύτως νωθρά και ημί-συνειδητά.
Αλλά θεωρούν τον εαυτό τους απίστευτα σημαντικό, και όμως, με μια απλή αναστροφή του χεριού, ένα μικρό ατύχημα μπορεί ήδη να καταστρέψει τη ζωή τους. Πόσο κοφτερά κοντά βρίσκεται ο θάνατος σε κάθε γωνία. Και παρ’ όλα αυτά, ζουν σαν να επρόκειτο να ζήσουν στο διηνεκές, σαν να ήταν δεδομένο ότι τα πράγματα πρέπει να συνεχίζονται έτσι.
Σχεδόν εξοργιστικό. Ο θάνατος θεωρείται σχεδόν ως εξοργιστική πρόκληση. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει· θα έπρεπε να συνεχίζεται επ’ άπειρον.
Γι’ αυτό είναι το πιο όμορφο — όταν κανείς στοχεύει στο να βρει κάτι που παρατείνει επ’ άπειρον τη ζωή, όπως γνωρίζουμε σήμερα, στον τρανσουμανισμό. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους πολλοί δεν θέλουν να ακούσουν Schopenhauer: γιατί τότε θα έπρεπε να κοιτάξουν τον εαυτό τους. Φυσικά μπορεί να πει ο κάθε αναγνώστης ότι ο ίδιος είναι η εξαίρεση.
Ο Schopenhauer πίστευε επίσης ότι είναι κατά κάποιο τρόπο η εξαίρεση. Αλλά αυτό είναι κάτι — όταν σε διαπερνά ως ερώτημα — είμαστε πράγματι τόσο αξιοθρήνητο πλήθος σ’ αυτή τη γη ή υπάρχει κάτι περισσότερο; Ο Schopenhauer θα έλεγε: ναι, έτσι είναι. Υπάρχουν ελάχιστες εξαιρέσεις.
Όπως λέει ο Goethe: «Über’s Niederträchtige niemand sich beklage, denn es ist das Mächtige, was man dir auch sage» (Για το ποταπό ας μην παραπονιέται κανείς, γιατί είναι το ισχυρό, ό,τι κι αν σου λένε.). Μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς σοβαρά; Δύσκολο. Αυτά πολύ σύντομα ως προς την αρχική σου ερώτηση.
Φυσικά έπειτα τίθεται το ερώτημα αν ο κύριος Nietzsche στρέφεται πεισματικά εναντίον αυτού και λέει: «το υπερασπίζομαι παρ’ όλα αυτά». Είμαστε ίσως περικυκλωμένοι από βιο-ρομπότ και από «Smombies», όπως λέγεται σήμερα, «smartphone-zombies». Αλλά εν πάση περιπτώσει εγώ επιβεβαιώνω τη ζωή παρά τα πάντα και δεν αφήνω να με παρασύρει ένας τέτοιος πεσιμισμός που υπονομεύει τη βούλησή μου για ζωή.
Θα μπορούσε αυτό να είναι μια από τις πηγές της αντίστασης του Nietzsche απέναντι σε αυτόν, παρόλο που σε πολλά σημεία έβλεπε τα πράγματα παρόμοια και άσκησε την ίδια κριτική στους συγχρόνους του, ώστε να απομακρυνθεί από τον Schopenhauer; Δηλαδή, η στάση προς τη μάζα, προς την πλειοψηφία των ανθρώπων, είναι παρόμοια. Εκεί ο Schopenhauer μοιάζει πολύ με τον Nietzsche. Και ο Nietzsche αναστρέφει όλο αυτό, αλλά παραμένει ωστόσο με έναν τρόπο αιχμάλωτος της schopenhauerischen Willensmetaphysik (μεταφυσική της βουλήσεως), της επιβεβαίωσης και της άρνησης.
Ο Schopenhauer δεν αρνείται μόνο· δείχνει επίσης καθαρά γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώνει τη μικρή, εφήμερη, αδύναμη και πάντοτε απειλούμενη ύπαρξή του. Πρέπει κατά κάποιο τρόπο να την επιβεβαιώνει. Και πρέπει να την επιβεβαιώνει επειδή μέσα του δρα και υφαίνει και κυριαρχεί η άπειρη βούληση για ζωή, κατά κάποιον τρόπο η πρωταρχική αρχή των πραγμάτων.
Ο άνθρωπος, κάθε μικρός άνθρωπος μέσα στην αθλιότητά του, ωστόσο, μέσα στην άμεση συμπαγή ύπαρξή του και τη ζωτικότητά του — που δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς — αποτελεί μια εκδήλωση μιας πολύ μεγαλύτερης αρχής, και αυτό το γνωρίζει κι ο ίδιος. Γι’ αυτό, λέει και ο Schopenhauer, ζει κατά βάθος σαν να μπορούσε να ζήσει αιώνια. Ποτέ δεν του γίνεται πραγματικά συνειδητό ότι αύριο θα μπορούσε να τελειώσει.
Εκτός κι αν είναι βαριά άρρωστος ή κάτι παρόμοιο. Αυτό είναι επίσης ένα σημείο. Υπάρχει λοιπόν και η επιβεβαίωση του ανθρώπου που είναι δεδομένη με τη ζωή του.
Και αυτό το γνωρίζει ο Schopenhauer, το έχει πει επανειλημμένα, και έχει έναν βαθύ λόγο. Γιατί επιβεβαιώνει; Επειδή δεν είναι μόνο αυτή η απλή, μικρή ύπαρξη· είναι πολύ περισσότερα. Μέσα του υπάρχει μια θεμελιώδης αρχή, μια μεταφυσική θεμελιώδης αρχή — θα έρθουμε αμέσως σε αυτήν — δηλαδή η βούληση για ζωή, την οποία μπορεί κανείς να αρνηθεί, αλλά αυτό μπορούν μόνο ελάχιστοι άνθρωποι, από μια πολύ συγκεκριμένη θεώρηση, την οποία θα εξετάσουμε.
Αυτό παίζει επίσης ρόλο. Εκεί ο Nietzsche επηρεάζεται έντονα· απλώς το αντιστρέφει. Αλλά είναι κάτι πολύ ιδιόμορφο.
Αυτό δεν θέλει κανείς να το ακούσει ούτε να το διαβάσει. Είναι παράξενο· ακόμη και οι διανοούμενοι έχουν μια τέτοια προκατάληψη — αυτό που ανέφερες κι εσύ για τον Max Horkheimer. Πολλοί δεν το γνωρίζουν καν.
Ο Max Horkheimer και ο Adorno, γνωστοί ιδρυτές της Σχολής της Φρανκφούρτης, εντελώς αριστεροί, ορθολογιστές, μαρξιστές. Ποιος ξέρει ότι ο Horkheimer ήταν εντελώς φανατικός θαυμαστής του Schopenhauer; Ο Schopenhauer είναι, λέει, απείρως σύγχρονος.
Και πολλοί δεν το γνωρίζουν καν. Και υπάρχουν πολλοί αναγνώστες του Schopenhauer που το γνωρίζουν αυτό από την ανάγνωση. Ποιος έχει διαβάσει Nietzsche εντατικά; Ο Jakob Augstein, ο ιδρυτής του Spiegel.
Ο Einstein διάβαζε πολύ Schopenhauer, και πολλοί μουσικοί επίσης έχουν διαβάσει Schopenhauer — όχι μόνο ο Wagner, αλλά και ο Pfitzner και άλλοι. Έτσι, ο Schopenhauer έχει διαβαστεί, αλλά όχι από τη μάζα των διανοουμένων. Υπήρχε μια προκατάληψη και στην Αριστερά, στους λεγόμενους αριστερούς — ό,τι κι αν σημαίνει αυτό — ότι ο Schopenhauer είναι κάπως αντιδραστικός.
Όποιος βλέπει τα πράγματα έτσι, δεν μπορεί παρά να σφάλλει. Το ζητούμενο είναι οι κοινωνικές βελτιώσεις και τα κοινωνικά ζητήματα — κάτι που γνώριζε και ο Horkheimer. Αλλά και αυτό παίζει ρόλο.
Υπάρχει μια ανησυχία, σχεδόν ενόχληση — το έχω ζήσει κι εγώ στο φοιτητικό κίνημα — όταν ανέφερα τον Schopenhauer. Το θυμάμαι πολύ καλά. Ή και τον Nietzsche.
Και ήταν παρόμοια. Έπαιρνε κάποιος μια εντελώς συγκεκριμένη αντίδραση από γνωστούς που είχε τελειώσει μαζί τους το γυμνάσιο και που τώρα ήταν στο φοιτητικό κίνημα· κάτι εντελώς παράξενο, σαν να ανέφερες κάτι απωθητικό, σαν να ανέφερες κάτι φασιστικό. Πολύ περίεργο.
Και πολλοί διανοούμενοι επίσης λατρεύουν τον Hegel, τον οποίο ο Schopenhauer θεωρούσε έναν αγύρτη — τον μεγαλύτερο αγύρτη της φιλοσοφίας. Και ο Schopenhauer είναι μάλλον κάτι δυσάρεστο, σχεδόν ντροπιαστικό γι’ αυτούς. Αλλά είναι ενδιαφέρον — το αναφέρω εν συντομία, ίσως το ξανασυζητήσουμε — ότι η ιστορία της επιρροής έχει φυσικά αλλάξει.
Στην αρχή ο Hegel ήταν στην κορυφή. Γνωρίζουμε ότι όταν ο Schopenhauer έκανε διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου — είχε διδακτορικό, το είχε πάρει στη Jena — και ήρθε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου στις δεκαετίες του 1820, έδινε διαλέξεις.
Και έβαλε τις διαλέξεις του ακριβώς παράλληλα με τη βασική διάλεξη του Hegel. Αυτό ήταν φυσικά προκλητικό, αλλά είχε ως αποτέλεσμα κάποια στιγμή να μην πηγαίνει πια κανείς. Γιατί ο Hegel ήταν σταρ, ενώ τον Schopenhauer δεν τον ήξερε κανείς, και έτσι αναγκάστηκε να σταματήσει τις διαλέξεις του.
Έτσι, η καριέρα του στο πανεπιστήμιο είχε αποτύχει μόνο εξαιτίας αυτού. Και αυτό είναι παράξενο. Αλλά έπειτα, μετά το 1848, γύρω στο 1850, ξαφνικά το άστρο του Hegel άρχισε να δύει και το άστρο του Schopenhauer να ανατέλλει, και ο γηραιός Schopenhauer έγινε ακόμη παγκοσμίως διάσημος.
Κανένας άνθρωπος δεν ενδιαφερόταν για τον Schopenhauer. Αλλά ο γηραιός Schopenhauer, μέσα σε αυτά τα δεκαπέντε χρόνια του 19ου αιώνα, έγινε κάποια στιγμή μια παγκόσμια διασημότητα — και έτσι παρέμεινε.
Ως παγκόσμια διασημότητα στέκει εκεί, όπως ανέφερες κι εσύ. Είναι αναγνωρισμένος φιλόσοφος, ένας από τους μεγαλύτερους, παρόλο που λίγοι πραγματικά τον διαβάζουν. Αλλά θέλουμε να ασχοληθούμε ακριβώς με αυτό: γιατί αξίζει να τον διαβάσει κανείς; Τι είναι το πραγματικά ενδιαφέρον στον Schopenhauer; Και αυτό θέλουμε να εξετάσουμε.
Γιατί είναι αυτός ο τύπος τόσο συναρπαστικός; Γιατί δεν μπορεί κανείς να τελειώσει ποτέ μαζί του; Θα ήθελα λοιπόν να εμβαθύνουμε ακριβώς σε αυτό το σημείο — στην προέλευση αυτής της μεταφυσικής της βούλησης που παρουσιάζει, και ταυτόχρονα στην επίδραση της ινδικής φιλοσοφίας, η οποία του προσέφερε μια απάντηση στη μιζερία των πραγμάτων που διαπιστώνει πεσιμιστικά. Δηλαδή: τι κάνουμε τώρα, αφού διαπιστώσαμε την αθλιότητα των πραγμάτων; Πώς συνεχίζουμε; Αυτές τις δύο ερωτήσεις θα ήθελα τώρα να απαντήσω μαζί σου.
Το πρώτο λοιπόν είναι: πώς φτάνει στη μεταφυσική της βούλησης; Πώς είναι ενταγμένη; Από πού την έχει; Ας προσπαθήσουμε να το ξεκαθαρίσουμε.
Αυτά είναι δύο σημεία που ανέφερες. Ο Schopenhauer δεν προκύπτει στο κενό. Υπάρχει φυσικά μια συγκεκριμένη ιστορικο-πνευματική συγκυρία μέσα στην οποία κατέστη δυνατός.
Υπήρχε στη Γερμανία η λεγόμενη ιδεαλιστική φιλοσοφία, κυρίως εκπροσωπούμενη από τον Kant, την Κριτική του Καθαρού Λόγου, την οποία σεβόταν βαθύτατα. Αυτό το έργο το λάτρεψε σε υπερθετικό βαθμό, αλλά τού άσκησε και κριτική. Γιατί; Εντελώς συνοπτικά: ο Kant θεωρούσε ότι ο κόσμος των αισθήσεων είναι ένας κόσμος των φαινομένων.
Αυτόν τον όρο τον επινόησε ο ίδιος· πριν κανείς δεν μιλούσε για «κόσμο των φαινομένων». Ο Kant λέει: είναι ένας κόσμος των φαινομένων.
Και ότι τον πραγματικό κόσμο, τον κόσμο όπως είναι καθεαυτός, την πραγματική ουσία του κόσμου, δεν μπορούμε θεμελιωδώς να την γνωρίσουμε. Αυτό το ονομάζει το «πράγμα καθεαυτό»: τα πράγματα όπως είναι καθαυτά, όπως πραγματικά είναι στην ουσία τους. Κατά τον Kant, αυτό είναι θεμελιωδώς απροσπέλαστο στον ανθρώπινο νου.
Ο άνθρωπος δεν έχει μεταφυσική γνώση πέρα από τη γνώση της αισθητηριακής εμπειρίας. Προβάλλει στην πραγματικότητα τα πάντα μέσα σε ένα Χ. Το Χ είναι το πράγμα καθεαυτό, το μεγάλο άγνωστο: χώρος, χρόνος, αιτιότητα, υπόσταση κ.λπ. Και ο άνθρωπος — όχι μόνο ο μεμονωμένος άνθρωπος αλλά ο υπερβατικός νους γενικά — συγκροτεί έναν κόσμο που δεν υπάρχει έτσι όπως τον αντιλαμβάνεται.
Κατά κάποιο τρόπο, είναι μια φαντασμαγορία, αν θέλει κανείς να το αποκαλέσει έτσι. Ο Schopenhauer προβληματίστηκε πολύ για το τι εννοεί ο Kant. Και έπρεπε να ασχοληθεί και με το ότι κάποιοι του προσήψαν ότι μετατρέπει τον κόσμο σε μια απατηλή πραγματικότητα.
Σε σχέση και με τον Berkeley, όπου έτσι είναι, υπήρχαν ασάφειες. Αλλά ο Schopenhauer πιάνει ακριβώς αυτό το σημείο: ο κόσμος όπως τον έχουμε μπροστά μας στη φαινομενική του παρουσία δεν είναι πραγματικά πραγματικός.
Είναι εμπειρικά πραγματικός — αυτό δεν τό αρνείται. Είναι εμπειρικά, δηλαδή από την εμπειρία, πραγματικός. Αλλά υπερβατικά είναι ιδεατός.
Δηλαδή υπάρχει κάτι άλλο πίσω από αυτό. Και σε αυτό το «πίσω», στο οποίο ο Kant δεν επιτρέπει πρόσβαση, αυτός φτάνει — και μάλιστα πλήρως — μέσω της έννοιας της βούλησης. Μπορείς να πεις κάτι γι’ αυτό; Ναι — καλά, θα έπρεπε να θίξουμε αμέσως και αυτό που είπες για την ινδική φιλοσοφία.
Τι είναι η βούληση; Οι ιδεαλιστές στη συνέχεια του Kant — ο Fichte, αλλά κυρίως ο Schelling, τον οποίο ο Schopenhauer μελέτησε εξονυχιστικά, αυτό είναι γνωστό — το έχουμε πει νομίζω και στο βίντεο για τον Schelling. Γνωρίζουμε τις υπογραμμίσεις στα βιβλία του Schelling από τον Schopenhauer.
«Το θέλειν είναι το πρωταρχικό είναι» (Wollen ist Ursein), λέει ο Schelling. Ο Schelling προσπαθεί να διατυπώσει — δεν το έχω ακριβώς στο μυαλό τώρα σε αυτούσια διατύπωση — τι είναι η βούληση; Αν ρωτήσεις παιδιά: «Γιατί το κάνεις;» — «Γιατί το θέλω». «Και γιατί το θέλεις;» — «Γιατί το θέλω».
Γιατί είναι αυτός ο τύπος τόσο συναρπαστικός; Γιατί δεν μπορεί κανείς να τελειώσει ποτέ μαζί του; Θα ήθελα λοιπόν να εμβαθύνουμε ακριβώς σε αυτό το σημείο — στην προέλευση αυτής της μεταφυσικής της βούλησης που παρουσιάζει, και ταυτόχρονα στην επίδραση της ινδικής φιλοσοφίας, η οποία του προσέφερε μια απάντηση στη μιζερία των πραγμάτων που διαπιστώνει πεσιμιστικά. Δηλαδή: τι κάνουμε τώρα, αφού διαπιστώσαμε την αθλιότητα των πραγμάτων; Πώς συνεχίζουμε; Αυτές τις δύο ερωτήσεις θα ήθελα τώρα να απαντήσω μαζί σου.
Το πρώτο λοιπόν είναι: πώς φτάνει στη μεταφυσική της βούλησης; Πώς είναι ενταγμένη; Από πού την έχει; Ας προσπαθήσουμε να το ξεκαθαρίσουμε.
Αυτά είναι δύο σημεία που ανέφερες. Ο Schopenhauer δεν προκύπτει στο κενό. Υπάρχει φυσικά μια συγκεκριμένη ιστορικο-πνευματική συγκυρία μέσα στην οποία κατέστη δυνατός.
Υπήρχε στη Γερμανία η λεγόμενη ιδεαλιστική φιλοσοφία, κυρίως εκπροσωπούμενη από τον Kant, την Κριτική του Καθαρού Λόγου, την οποία σεβόταν βαθύτατα. Αυτό το έργο το λάτρεψε σε υπερθετικό βαθμό, αλλά τού άσκησε και κριτική. Γιατί; Εντελώς συνοπτικά: ο Kant θεωρούσε ότι ο κόσμος των αισθήσεων είναι ένας κόσμος των φαινομένων.
Αυτόν τον όρο τον επινόησε ο ίδιος· πριν κανείς δεν μιλούσε για «κόσμο των φαινομένων». Ο Kant λέει: είναι ένας κόσμος των φαινομένων.
Και ότι τον πραγματικό κόσμο, τον κόσμο όπως είναι καθεαυτός, την πραγματική ουσία του κόσμου, δεν μπορούμε θεμελιωδώς να την γνωρίσουμε. Αυτό το ονομάζει το «πράγμα καθεαυτό»: τα πράγματα όπως είναι καθαυτά, όπως πραγματικά είναι στην ουσία τους. Κατά τον Kant, αυτό είναι θεμελιωδώς απροσπέλαστο στον ανθρώπινο νου.
Ο άνθρωπος δεν έχει μεταφυσική γνώση πέρα από τη γνώση της αισθητηριακής εμπειρίας. Προβάλλει στην πραγματικότητα τα πάντα μέσα σε ένα Χ. Το Χ είναι το πράγμα καθεαυτό, το μεγάλο άγνωστο: χώρος, χρόνος, αιτιότητα, υπόσταση κ.λπ. Και ο άνθρωπος — όχι μόνο ο μεμονωμένος άνθρωπος αλλά ο υπερβατικός νους γενικά — συγκροτεί έναν κόσμο που δεν υπάρχει έτσι όπως τον αντιλαμβάνεται.
Κατά κάποιο τρόπο, είναι μια φαντασμαγορία, αν θέλει κανείς να το αποκαλέσει έτσι. Ο Schopenhauer προβληματίστηκε πολύ για το τι εννοεί ο Kant. Και έπρεπε να ασχοληθεί και με το ότι κάποιοι του προσήψαν ότι μετατρέπει τον κόσμο σε μια απατηλή πραγματικότητα.
Σε σχέση και με τον Berkeley, όπου έτσι είναι, υπήρχαν ασάφειες. Αλλά ο Schopenhauer πιάνει ακριβώς αυτό το σημείο: ο κόσμος όπως τον έχουμε μπροστά μας στη φαινομενική του παρουσία δεν είναι πραγματικά πραγματικός.
Είναι εμπειρικά πραγματικός — αυτό δεν τό αρνείται. Είναι εμπειρικά, δηλαδή από την εμπειρία, πραγματικός. Αλλά υπερβατικά είναι ιδεατός.
Δηλαδή υπάρχει κάτι άλλο πίσω από αυτό. Και σε αυτό το «πίσω», στο οποίο ο Kant δεν επιτρέπει πρόσβαση, αυτός φτάνει — και μάλιστα πλήρως — μέσω της έννοιας της βούλησης. Μπορείς να πεις κάτι γι’ αυτό; Ναι — καλά, θα έπρεπε να θίξουμε αμέσως και αυτό που είπες για την ινδική φιλοσοφία.
Τι είναι η βούληση; Οι ιδεαλιστές στη συνέχεια του Kant — ο Fichte, αλλά κυρίως ο Schelling, τον οποίο ο Schopenhauer μελέτησε εξονυχιστικά, αυτό είναι γνωστό — το έχουμε πει νομίζω και στο βίντεο για τον Schelling. Γνωρίζουμε τις υπογραμμίσεις στα βιβλία του Schelling από τον Schopenhauer.
«Το θέλειν είναι το πρωταρχικό είναι» (Wollen ist Ursein), λέει ο Schelling. Ο Schelling προσπαθεί να διατυπώσει — δεν το έχω ακριβώς στο μυαλό τώρα σε αυτούσια διατύπωση — τι είναι η βούληση; Αν ρωτήσεις παιδιά: «Γιατί το κάνεις;» — «Γιατί το θέλω». «Και γιατί το θέλεις;» — «Γιατί το θέλω».
Δεν υπάρχει επιστροφή. Δεν μπορείς να πας πίσω από τη βούληση, γιατί η βούληση θέτει κάτι. Δεν μπορείς να πεις: «τι είναι η βούληση πίσω από τη βούληση και πίσω από τη βούληση», γιατί πίσω από όλα βρίσκεται τελικά μόνο μια θέσμιση.
Η θέσμιση της βούλησης — αυτό είναι η θέσμιση του κόσμου. Μπορεί κανείς επίσης να πει ότι ο κόσμος είναι η εκδήλωση μιας κοσμικής βούλησης. Αυτό που λέει ο Schopenhauer και που έχουν πει και άλλοι — πολύ διαφορετικά όμως, π.χ. από τον Helmut Krause όπου το “δομικό υλικό του κόσμου” είναι εντελώς άλλο — είναι πως ο κόσμος είναι η εκδήλωση μιας υπερβατικής βούλησης.
Και αυτό ήταν, κατά κάποιον τρόπο, μέρος του πνεύματος της εποχής τότε. Ο Schelling το εξέφρασε πολύ καθαρά — έχω ήδη αναφέρει τη φράση — Wollen ist Ursein, το θέλειν είναι το πρωταρχικό είναι: δεν μπορεί κανείς να πάει πίσω από τη βούληση.
Και αυτή η βούληση, τελικά, είναι ελεύθερη — αλλά όχι ελεύθερη με την έννοια ότι το άτομο σε κάθε στιγμή μπορεί να κάνει ό,τι του έρθει, σαν να ήταν αυτό αυθαίρετο. Αντιθέτως, η βούληση είναι ελεύθερη μόνο στο πρωταρχικό της υπόβαθρο. Η πραγματική απόφαση της βούλησης έχει ήδη ληφθεί και έχει ήδη συμβεί.
Αυτή είναι η ουσία (Pointe) του υπερβατικού ιδεαλισμού, και του Kant επίσης. Δηλαδή ότι ο άνθρωπος, ακόμη κι αν διαπράξει ένα έγκλημα, δεν είναι τη στιγμή εκείνη ελεύθερος είτε να το κάνει είτε να μην το κάνει — αλλά «θα μπορούσε να ήταν άλλος άνθρωπος». Αυτό το υιοθετεί και ο Schopenhauer από τον Schelling.
Το ίδιο λέει και ο Schelling: η ελευθερία δεν συνίσταται στο ότι μπορείς να αποφύγεις ή να πράξεις κάτι, αλλά στο ότι — όπως είσαι — η ελευθερία σου βρίσκεται στην ίδια σου την ουσία. Θα μπορούσες να είσαι άλλος.
Έτσι θα το έλεγε και ο σύγχρονος άνθρωπος: «Μα πώς; Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό». Στοπ — εδώ βρίσκεται το νόημα.
«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό; Ναι. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για το ότι είμαι έτσι». Αλλά κατά τον Schopenhauer και κατά τον Schelling και κατά την ιδεαλιστική φιλοσοφία — και μάλιστα επίσης σύμφωνα με τον Βουδισμό (ο Schopenhauer λέει “Buddhaismus”) — είναι παρόμοια: όπως είσαι, αυτό είναι το αποτέλεσμα της δικής σου απόφασης, η οποία προηγείται της γέννησής σου.
Και κατά το μέτρο αυτό, εκεί είσαι ελεύθερος· αλλά στο πράττειν, στον κόσμο της εμφάνισης, είσαι δεσμευμένος. Δηλαδή, η βούληση είναι κατά κάποιο τρόπο μια μεταφυσική οντότητα, την οποία ο Schopenhauer βλέπει πίσω από τη βούληση — ή μάλλον είναι ταυτόσημη με αυτή την οντότητα. Και τώρα: το κύριο έργο του ονομάζεται Ο κόσμος ως βούληση και αναπαράσταση (Die Welt als Wille und Vorstellung).
Τι είναι λοιπόν η «αναπαράσταση» (Vorstellung);
Η θέσμιση της βούλησης — αυτό είναι η θέσμιση του κόσμου. Μπορεί κανείς επίσης να πει ότι ο κόσμος είναι η εκδήλωση μιας κοσμικής βούλησης. Αυτό που λέει ο Schopenhauer και που έχουν πει και άλλοι — πολύ διαφορετικά όμως, π.χ. από τον Helmut Krause όπου το “δομικό υλικό του κόσμου” είναι εντελώς άλλο — είναι πως ο κόσμος είναι η εκδήλωση μιας υπερβατικής βούλησης.
Και αυτό ήταν, κατά κάποιον τρόπο, μέρος του πνεύματος της εποχής τότε. Ο Schelling το εξέφρασε πολύ καθαρά — έχω ήδη αναφέρει τη φράση — Wollen ist Ursein, το θέλειν είναι το πρωταρχικό είναι: δεν μπορεί κανείς να πάει πίσω από τη βούληση.
Και αυτή η βούληση, τελικά, είναι ελεύθερη — αλλά όχι ελεύθερη με την έννοια ότι το άτομο σε κάθε στιγμή μπορεί να κάνει ό,τι του έρθει, σαν να ήταν αυτό αυθαίρετο. Αντιθέτως, η βούληση είναι ελεύθερη μόνο στο πρωταρχικό της υπόβαθρο. Η πραγματική απόφαση της βούλησης έχει ήδη ληφθεί και έχει ήδη συμβεί.
Αυτή είναι η ουσία (Pointe) του υπερβατικού ιδεαλισμού, και του Kant επίσης. Δηλαδή ότι ο άνθρωπος, ακόμη κι αν διαπράξει ένα έγκλημα, δεν είναι τη στιγμή εκείνη ελεύθερος είτε να το κάνει είτε να μην το κάνει — αλλά «θα μπορούσε να ήταν άλλος άνθρωπος». Αυτό το υιοθετεί και ο Schopenhauer από τον Schelling.
Το ίδιο λέει και ο Schelling: η ελευθερία δεν συνίσταται στο ότι μπορείς να αποφύγεις ή να πράξεις κάτι, αλλά στο ότι — όπως είσαι — η ελευθερία σου βρίσκεται στην ίδια σου την ουσία. Θα μπορούσες να είσαι άλλος.
Έτσι θα το έλεγε και ο σύγχρονος άνθρωπος: «Μα πώς; Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό». Στοπ — εδώ βρίσκεται το νόημα.
«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό; Ναι. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για το ότι είμαι έτσι». Αλλά κατά τον Schopenhauer και κατά τον Schelling και κατά την ιδεαλιστική φιλοσοφία — και μάλιστα επίσης σύμφωνα με τον Βουδισμό (ο Schopenhauer λέει “Buddhaismus”) — είναι παρόμοια: όπως είσαι, αυτό είναι το αποτέλεσμα της δικής σου απόφασης, η οποία προηγείται της γέννησής σου.
Και κατά το μέτρο αυτό, εκεί είσαι ελεύθερος· αλλά στο πράττειν, στον κόσμο της εμφάνισης, είσαι δεσμευμένος. Δηλαδή, η βούληση είναι κατά κάποιο τρόπο μια μεταφυσική οντότητα, την οποία ο Schopenhauer βλέπει πίσω από τη βούληση — ή μάλλον είναι ταυτόσημη με αυτή την οντότητα. Και τώρα: το κύριο έργο του ονομάζεται Ο κόσμος ως βούληση και αναπαράσταση (Die Welt als Wille und Vorstellung).
Τι είναι λοιπόν η «αναπαράσταση» (Vorstellung);
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου