ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ A
ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΥ
...πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν
Τὸ αἴσθημα κατωτερότητος καὶ ἄλλες ἀρρωστημένες καταστάσεις
μέσα στο μυστήριο τῆς σωτηρίας
Πανόραμα Θεσσαλονίκης, Ε΄ έκδοση
B΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31
Αρρωστημένες ψυχολογικές καταστάσεις
Σάν το κουβάρι μέ τήν μπερδεμένη κλωστή
Σημείωμα φοιτητοῦ. Μὲ ἀφορμὴ αὐτὰ ποὺ εἴχατε πεῖ τις προάλλες, θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ρωτήσω τά ἀκόλουθα: 1) Θα θέλατε νὰ μᾶς ἐξηγήσετε ἐκτενέστερα τα σχετικά μὲ τὸ ἐπίπεδο συνεργασίας σώματος καί ψυχῆς, ὅπου ἐστιάζονται τα συμπλέγματα; Δηλαδή, ποιός εἶναι ὁ μηχανισμός αὐτῆς τῆς συνεργασίας; Ἑστιάζονται ἄλλες ἐσωτερικές ψυχικές λει τουργίες στὸ ἴδιο ἐπίπεδο καί ποιές; Πῶς εἶναι δυ-νατόν ἀκόμη να διαγνώσουμε στὸν ἑαυτό μας τό ἐπίπεδο τοῦτο καί τά τεκταινόμενα σ' αὐτό;
Θὰ ἤθελα νὰ πῶ νὰ μὴν τὰ μπλέκουμε. Αὐτό ἐδῶ εἶναι ἄλλο θέμα. Ἕνας ψυχίατρος, ἕνας ψυχο-λόγος, πιο πολύ ἴσως ὁ ψυχίατρος, ὁ ψυχαναλυτής μπορεῖ νὰ πεῖ καί τοῦτο κι ἐκεῖνο καὶ τὸ ἄλλο. Δὲν το λέω αὐτό τόσο μὲ τὴν ἔννοια, να, ἐκεῖνος ξέρει κι ἐμεῖς δὲν ξέρουμε, ὅσο μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐκεῖνος κάνει τη δουλειά του. Ἐπιστήμων εἶναι, μαθαίνει τα ἐπιστημονικά του καὶ τὰ λέει. Δὲν εἶναι τὰ θέματα αὐτά τόσο περίπλοκα.
Ἔχω διαπιστώσει ἐπανειλημμένως ὅτι, ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ αὐτά τά θέματα, καθώς ὑπάρχει ἡ τάση πάντοτε να τα βλέπει κανείς καί νὰ τὰ παρουσιάζει πολύπλοκα, τὰ μπερδεύουν πιο πολύ. Γι’ αὐτὸ εἶπα ἄλλες φορές ὅτι σὲ ἕνα κουβάρι με μπερδεμένη κλωστή φυσικά, δὲν εἶναι ὅλη ἡ κλωστή μπερδεμένη, ἀλλὰ ἕνα μέρος τῆς κλωστῆς, δύο μέτρα, τρία μέτρα, δέκα μέτρα, ἡ κλωστή ὅμως μπορεί νὰ ἔχει πέντε χιλιάδες μέτρα- σὲ ἕνα λοιπόν τέτοιο κουβάρι τί εἶναι τὸ νὰ πετάξουμε δύο μέτρα ἤ δέκα μέτρα; Το μέρος αὐτὸ τῆς κλωστῆς ποὺ εἶναι μπερδεμένο, ἂν καθίσεις να το ξεμπερδέψεις, θα το ξεμπερδέψεις, ἀλλὰ δὲν ἀξίζει. Πέταξ᾽ το. Κόψ' το, πέταξ' το καί γλίτωσες. Καί χρόνο κερδίζεις καί κόπο ἀποφεύγεις.
Στην κλωστή δεν γίνεται καί τίποτε σοβαρό, ἄν προσπαθήσεις να την ξεμπερδέψεις. Το πολύ-πολύ νὰ τὴν μπερδέψεις πιο πολύ καὶ ὕστερα νὰ πεῖς: «Ἂς την κόψω, να την πετάξω». Ἀλλά στα θέματα ὅμως τῆς ψυχῆς, στα ψυχολογικά αὐτά θέματα, το χειρότερο εἶναι ὅτι, ὅσο κανείς τα σκαλίζει καί θέλει νὰ τὰ δεῖ τάχα με λεπτομέρειες καί πολύ ἐπιστημονικά, τόσο τα μπερδεύει. Καί αὐτά, καθώς μπερδεύονται, κάνουν χειρότερη την κατάσταση. Αὐτό εἶναι τὸ θέμα. Καί μερικές φορές το πολύ μπέρδεμα ὄχι μόνο χειροτερεύει τα πράγματα, ἀλλά κάνει πιό δύσκολη τή θεραπεία και την τακτοποίηση, μέχρι σημείου πού νά μήν μπορεῖ πλέον να γίνει θεραπεία. Μὲ αὐτή λοιπόν τὴν ἔννοια το θέμα δέν εἶναι τώρα τί εστιάζεται, τί δὲν ἑστιάζεται, τί ἄλλο συμβαίνει, ποιά εἶναι τὰ τεκταινόμενα κτλ.
Σκοπός τῆς ἐξομολογήσεως εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς
Αν θέλετε, ἐδῶ να ξεκαθαρίσουμε λίγο περισσότερο μερικά πράγματα. Πάει ὁ χριστιανός καὶ ἐξομολογεῖται στον πνευματικό, λέει τις αμαρτίες του αυτά που νιώθει ὡς ἁμαρτίες- μετανοεί, καὶ λαμβάνει τὴν ἄφεση ο πνευματικός τοῦ δίνει συμβουλές, τοῦ δίνει την αφεση, τον τακτοποιεί. Αὐτός εἶναι ὁ κανόνας. Όμως στις μέρες μας –δέν ξέρω παλαιότερα πῶς ήταν, ἀλλά στις μέρες μας, καὶ ὅταν λέω στις μέρες μας, ἐννοῶ στὸν εἰκοστό αιώνα, και προπαντός στις τε λευταίες αὐτές δεκαετίες- τα πράγματα είναι λίγο δυσκολότερα. Δέν φθάνει ἁπλῶς ἡ ἐξομολόγηση, Καί τό λέω ἐγώ αὐτό, πού εἶμαι πνευματικός. Πέφτει βαρύ αὐτό, ἀλλά εἶναι μιὰ ἀλήθεια. Δὲν φθάνει ἁπλῶς ἡ ἐξομολόγηση. Τι θέλω νὰ πῶ;
Ὅταν ὁ ἐπίσκοπος κάνει πνευματικό κάποιον ἱερέα, μαζί μὲ τὴν ὅλη ἀκολουθία που γίνεται, μὲ τὴν ὁποία ἐκχωρεῖ ὁ ἐπίσκοπος στον πνευματικό τὴν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν, τοῦ δίνει καὶ εἰ δικό γράμμα, ἐνταλτήριο, ὅπως λέγεται. Ὁ 102ος κανών τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικής Συνόδου ἀναφέρεται εἰδικά στούς πνευματικούς. Σύμφωνα μὲ αὐτά προτρέπεται ὁ πνευματικός νὰ ἐξετάζει καλὰ τὸν ἐξομολογούμενο καὶ νὰ συγχωρήσει ἐκεῖνα ποὺ εἶναι για συγχώρηση καί νὰ μὴ συγχωρήσει ἐκεῖνα ποὺ δὲν εἶναι γιὰ συγχώρηση. «Καὶ δήσεις ἃ δεῖ δεθῆναι καὶ λύσεις τὰ λύσεως ἄξια». Ὅπως ἐπίσης καλεῖται ὁ πνευματικός νὰ ἐξετάσει, καὶ σὲ ἄλλα τραύματα θα βάλει λάδι νὰ ἀπαλύνει τὴν πληγή, σὲ ἄλλα θα βάλει ξύδι νὰ τὴν τσούξει την πληγή. Σε ἄλλες περιπτώσεις θα τραβήξει τὸν χαλινό, διότι, ὅταν εἶναι ἀτίθασο τὸ ἄλογο, θέλει τράβηγμα το χαλινάρι, ἐνῶ σε ἄλλες θά χαλαρώσει το χαλινάρι.
Δέν φθάνει ἁπλῶς μόνο νὰ ἀκούσει ὁ πνευματικός. Ὅλο το θέμα εἶναι νὰ θεραπευθεῖ ὁ ἐξομολογούμενος. Ἔρχονται καμιά φορά καί μοῦ λένε: «Ρώτα με, πάτερ». Για στάσου. Να σε ρωτήσω; Δηλαδή, θά ψάξουμε τώρα; Ὅταν πᾶς στον γιατρό λές: «Ψάξε, γιατρέ, νὰ δεῖς ποῦ πονῶ»; Θὰ πεῖς πρῶτα: «Πονῶ ἐδῶ, πονῶ ἐκεῖ, ἔχω αὐτὰ τὰ συμπτώματα», καί ὁ γιατρός μέ τή σειρά του δέν ἀποκλείεται νὰ πεῖ: «Μήπως ἔχεις καί αὐτό το σύμπτωμα; Μήπως σοῦ συμβαίνει κι ἐκεῖνο;» Μπορεῖ νὰ πάει κανείς στον γιατρό καὶ νὰ πεῖ: «Γιατρέ μου, κόβονται τα πόδια μου, καί στα γόνατα ἔχω πόνους». Καί ὁ γιατρός ἴσως να μήν κοιτάξει καθόλου τα γόνατα, ἀλλά νά κοιτάξει τὸν λαιμό, τίς ἀμυγδαλές. Διότι ὡς γιατρός γνωρίζει ὅτι, ἄν ἔχουν κάτι οἱ ἀμυγδαλές, πονοῦν τὰ γόνατα. Πάντως, θὰ πεῖ κανείς στον γιατρό τί τοῦ συμβαίνει.
Ἔτσι καί στήν ἐξομολόγηση. Θὰ ἐξομολογηθεῖ ὁ χριστιανός στον πνευματικό, θὰ πεῖ αὐτά πού νιώ-θει ὅτι πρέπει νὰ πεῖ, ἀλλά ὅμως ὁ πνευματικός, ὄχι γιὰ νὰ κάνει ἀνάκριση, ὄχι γιὰ νὰ γίνει δικαστής, ὄχι γιὰ νὰ κάνει δικαστήριο, ἀλλά γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἡ ψυχή, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ὁ ὅλος ἄνθρωπος, χρειάζεται –ἔχει αὐτή τήν ἄδεια- να βοηθήσει τὸν ἐξομολογούμενο, πού εἶναι σὰν ἕνας ἀσθενής, νὰ δεῖ καλά την όλη ασθένειά του, να δει την ευθύνη πού ἔχει, να πάρει τη θέση που πρέπει να πάρει.
Οἱ συνέπειες τῆς μή σωστῆς συνεργασίας ψυχῆς καὶ σώματος
Ἔχουμε πεῖ ὅτι ἔχει τρεῖς «περιοχές» ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι ἡ καθαρώς σωματική περιοχή, το σώμα, πού ἐπιλαμβάνεται ὁ κλασικός γιατρός. Εἶναι ἡ καθαρῶς ψυχική ἤ πνευματική περιοχή, πού ἐπιλαμβάνεται ὁ πνευματικός, καὶ σ' αὐτή γίνεται ἡ ὅλη πνευματική ἐργασία που γίνεται. Έχουμε ὅμως καὶ τη μεσαία περιοχή, ὅσο μπορῶ ἐγώ νὰ τὸ καταλάβω. Χονδρικά-χονδρικά λέμε ὅτι ὑπάρχει συνεργασία μεταξύ ψυχῆς καί σώματος, και στη σχέση τῶν δύο αὐτῶν χωριστῶν στοιχείων, ποὺ ἀποτελοῦν τὸν ἄνθρωπο, δημιουργοῦνται στον πεπτωκότα ἄνθρωπο –ἂν δὲν εἶχε πέσει ὁ ἄνθρωπος, δὲν θὰ ἦταν ἔτσι-αὐτές οἱ καταστάσεις, που τις λέμε σήμερα ψυχοπαθολογικές. Πολλές φορές –ἴσως θὰ ἔχετε ἀκούσει να λένε ἄλλοι ἤ μπορεῖ νὰ ἔχετε ἰδίαν πεῖραν- συμβαίνει τὸ ἑξῆς. Πηγαίνεις στον γιατρό καὶ λές. «Έχω αὐτὸν τὸν πόνο, ἔχω ἐκεῖνο τὸν πόνο», καὶ λέει ὁ γιατρός: «Δέν βρίσκω τίποτε· δὲν ἔχεις τίποτε». Καί ὄντως, δέν βρῆκε τίποτε στη δική του περιοχή, μολονότι ἔχει κανείς σωματικό πόνο. Αὐτή ἡ διαπίστωση ὀφείλεται στο ὅτι τὸ πρόβλημα ποὺ ὑπάρχει δὲν ἐμπίπτει στη δική του περιοχή.
Ἀλλά καί ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως ὅμως, το θέμα δέν εἶναι ὅτι ἔκανε κανείς κάποια συγκεκριμένη ἁμαρτία καὶ γι' αὐτὸ ἔχει σωματικές ἀσθένειες. Στόν ἄνθρωπο ὑπάρχει ἡ ἁμαρτία ὡς ἀσθένεια, ὅπως ἔχουμε πεῖ τόσες φορές. Ἀκόμη καὶ οἱ σωματικές ἀσθένειες ὀφείλονται στὴν ἁμαρτία ποὺ ὑπάρχει μέσα μας· ἀλλὰ ὄχι ὅτι κρυολόγησε κανείς ἤ ἔπαθε το στομάχι του ἐπειδή ἔκανε μια συγκεκριμένη ἁμαρτία.
Ἔτσι λοιπόν μπορεῖ νὰ ἔχει κανείς κάποιες ένοχλήσεις ψυχολογικῆς φύσεως, ἀλλὰ ὄχι ὅτι ὀφείλονται στο ὅτι ἔκανε μια κάποια συγκεκριμένη ἁμαρτία. Μπορεῖ λοιπόν να πάει κανείς νὰ ἐξομολογηθεῖ, νὰ πεῖ τίς ἁμαρτίες του, καὶ ὁ πνευματικός νὰ τὸν ἀκούσει, να δώσει συγχώρηση, ἀλλά ή περιοχή ἐκείνη να μείνει ἀνέπαφη. Οὔτε ὁ ἕνας, ὁ γιατρός, μπορεῖ νὰ την πλησιάσει την περιοχή αὐτή, ὅπου συνεργάζεται ἡ ψυχή μὲ τὸ σῶμα, οὔτε ὁ ἄλλος, ὁ πνευματικός. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι χρειάζονται εἰδικές γνώσεις. Ὄχι τόσο ὅτι χρειάζεται να πάει κανείς να σπουδάσει, ὄχι τόσο ὅτι εἶναι γνώσεις ποὺ θὰ τίς μάθει κανείς σε κάποια θρανία, σε κάποια ἐργαστήρια -χωρίς να σημαίνει ὅτι αὐτές εἶναι ἄχρηστες- ἀλλὰ εἶναι γνώσεις, θὰ ἔλεγα, πού βγαίνουν μέσα ἀπό τήν πείρα.
Ἔτσι λοιπόν χρειάζεται να μήν ἀφήσουμε τον ἐξομολογούμενο ἁπλῶς νὰ παραπονεῖται: «Αἰσθάνομαι αὐτό, αἰσθάνομαι ἐκεῖνο», καὶ ἐνῶ ἐξομολογεῖται καί ξαναεξομολογεῖται τίς ἁμαρτίες του, δέν ἡσυχάζει. Βέβαια, ὁ Χριστός θα μποροῦσε νὰ πεῖ καὶ σ' αὐτὸν καί στον καθένα: Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι, γενικά οἱ ἁμαρτίες. Συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες ὁ Χριστός, καί σηκώνεται ὁ ἄλλος από το κρεβάτι. Σήμερα δέν γίνεται αὐτό, ἐκτὸς ἄν ἔχουμε ἕναν αγιο, διά τοῦ ὁποίου ὁ Θεός συγχωρεί τις αμαρτίες και συγχρόνως σηκώνει τον ἄλλο ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, εἴτε εἶναι παράλυτος εἴτε έχει καρκίνο είτε είναι μισοπεθαμένος, έτοιμοθάνατος, ή γιατρεύει άλλες ἀρρώστιες καί ψυχοπαθολογικές καταστάσεις.
Ὁ Χριστός δέν οἰκονόμησε τα πράγματα ώστε νὰ εἶναι ὁ ἴδιος τώρα ἐδῶ στον κόσμο καὶ νὰ τακτοποιεῖ κατά τέτοιον τρόπο τους ἀνθρώπους. Κατά καιρούς βέβαια ἐμφανίσθηκαν ἅγιοι ποὺ ἔκαναν ἀκριβῶς ὅ,τι ὁ Χριστός, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει καί μείζονα τούτων ποιήσει. Επομένως, ἐμεῖς πάντοτε μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἀρκεσθοῦμε σ' αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὁ Θεός μᾶς βοηθάει να κάνουμε. Ἂν ὁ Θεός κάνει περισσότερα, θα κάνει. Ἀλλὰ ὅμως αὐτά ὅλα ποὺ μᾶς φωτίζει ὁ Θεός να καταλαβαίνουμε, ἔχουμε χρέος μέ φιλότιμο, μὲ ἀγάπη, μὲ ἀνεκτικότη τα, μὲ ὑπομονή να καθίσουμε κάτω νὰ τὰ δοῦμε καί ἔτσι, νὰ τὰ δοῦμε καὶ ἀλλιῶς, γιὰ νὰ βοηθήσουμε.
Ἔτσι λοιπόν μπορεῖ κανείς να περάσει καὶ σ' αὐτή τήν περιοχή καὶ νὰ δεῖ τὰ προβλήματα τὰ ὁποῖα ἐμφανίζονται ἀπὸ τὴν ἀνώμαλη κατάσταση πού δημιουργεῖται, καθώς δεν συνεργάζεται σωστά ἡ ψυχή μὲ τὸ σῶμα. Καὶ αὐτὸ δὲν συμβαίνει ἐπειδή κάνει κάτι ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά αὐτά ὀφείλονται καὶ στην ψυχοσύνθεση και στο ὅλο σκαρί τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως, καί ἀπό τή στιγμή πού συλλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στην κοιλιά τῆς μάνας του, ξεκινοῦν πολλές μή νορμάλ καταστάσεις. Δέν γίνονται μόνο ἐκ τῶν ὑστέρων.
Αὐτό πού τονίζουμε εἶναι ὅτι ὅλα ὁ Θεός τά οἰκονομεῖ γιὰ καλό, καί ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νὰ ὑπάρχει κάτι πού δέν τακτοποιεῖται. Ἄν κάτι παραμένει, χρειάζεται να παραμείνει γιά καλό. Ἂν ἔτσι τα πιστέψουμε τα πράγματα καὶ ἔχουμε τή διάθεση να βοηθηθοῦμε, ἐξ ὅσων ἐγώ γνωρίζω καί ἐξ ὅσων πιστεύω, ὅ,τι κι ἄν ἔχει κανείς, καί τέτοια ψυχολογικά προβλήματα ἄν ἔχει, σιγά-σιγά ὅλα θά τακτοποιηθοῦν. Ἀρκεῖ νὰ τοῦ ἐξηγηθοῦν ὁρισμένα πράγματα, καί νά θελήσει κανείς νὰ ἀκούσει, να θελήσει νὰ τὰ δεῖ, νὰ τὰ παραδεχθεῖ, καί νά ἀρχίσει να παίρνει τη σωστή στάση.
Φοβόμαστε νὰ δοῦμε τα κουσούρια μας
Ἀλλά πρέπει να θελήσει ὁ ἄνθρωπος να προσγειωθεῖ, να θελήσει νὰ ἀποδεχθεῖ τὸν ἑαυτό του. Πόσες καί πόσες φορές παίρνει κανείς στάση τέτοια, σαν να μετεωρίζεται, σαν νὰ μὴν εἶναι προσγειωμένος, σὰν νὰ εἶναι ἔξω ἀπό τὸν ἑαυτό του καὶ ἔξω ἀπό τήν πραγματικότητά του. Φοβάται να μπεῖ μέσα στον ἑαυτό του, φοβάται νὰ δεῖ τὸν ἑαυτό του, φοβάται νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός του.
Νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός του ὄχι βέβαια μὲ τὴν ἔννοια πού λένε μερικοί σήμερα: «Θέλω νὰ εἶμαι ὁ ἑαυτός μου», καί, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, δουλεύουν σε ἄλλη περιοχή, μέ ἄλλο πνεύμα. Σ' αὐτούς δὲν ὑπάρχει ἡ σκέψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεί να πέφτει ἔξω, ὅτι μπορεῖ νά ἔχει κουσούρια, ελαττώματα, ὅτι πρέπει να γιατρευτεί, ὅτι δέν τα θέλει αὐτά ὁ Θεός, καὶ ὅτι ὁ Θεός μπορεί να τον γιατρέψει. Δεν σκέπτονται ἔτσι, ὥστε νά ζητήσουν βοήθεια και να κάνουν και ἀνάλογη προσπάθεια. Ἁπλῶς νοιάζονται μή θιγεῖ ὁ ἑαυτός τους, καί θέλουν νά εἶναι ὁ ἑαυτός τους, μόνο καί μόνο για να κάνουν τα θελήματά τους καὶ νὰ ἱκανοποιοῦν τὸν ἑαυτό τους.
Δέν ξέρω ἄν ἐξαιρεῖται κανένας μας ἐδῶ μέσα καί θέλω να το προσέξετε αὐτό. Δέν ξέρω δηλαδή ἂν ὑπάρχει κάποιος ἀπὸ μᾶς ποὺ πράγματι εἶδε τὸν ἑαυτό του καί θέλησε να μείνει καλά-καλά συντροφιά μέ τόν ἑαυτό του. Φοβόμαστε, δὲν τὸ ἀντέχουμε νὰ δοῦμε τις πληγές μας, τὰ ὅποια κουσούρια μας, διότι αὐτὰ μᾶς μειώνουν, μᾶς ταπεινώνουν. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἔχει διάθεση να ταπεινωθεί, να μειωθεί, να πάει και πιο κάτω ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τὸν πηγαίνουν αὐτά, δέν δυσκολεύεται νὰ δεῖ τί εἶναι ὁ ἑαυτός του.
Ἡ ἁγία Ἰσιδώρα ἦταν ὁ ἑαυτός της, καὶ γι' αὐτό ὅλα μποροῦσε νὰ τὰ σηκώσει, και τίποτε δέν τὴν ἄγγιζε. Τίποτε. Ἀπό ὅλα τὰ ἀνόητα πού ἔκαναν οἱ ἄλλες μοναχές, τίποτε δὲν τὴν ἄγγιζε, τίποτε δέν τὴν ἔθιγε, τίποτε δέν τήν πλήγωνε. Ὅλα ήταν ἐπάνω της μαργαριτάρια, διαμάντια και στεφάνια.
28-3-1993
Αρρωστημένες ψυχολογικές καταστάσεις
Σάν το κουβάρι μέ τήν μπερδεμένη κλωστή
Σημείωμα φοιτητοῦ. Μὲ ἀφορμὴ αὐτὰ ποὺ εἴχατε πεῖ τις προάλλες, θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ρωτήσω τά ἀκόλουθα: 1) Θα θέλατε νὰ μᾶς ἐξηγήσετε ἐκτενέστερα τα σχετικά μὲ τὸ ἐπίπεδο συνεργασίας σώματος καί ψυχῆς, ὅπου ἐστιάζονται τα συμπλέγματα; Δηλαδή, ποιός εἶναι ὁ μηχανισμός αὐτῆς τῆς συνεργασίας; Ἑστιάζονται ἄλλες ἐσωτερικές ψυχικές λει τουργίες στὸ ἴδιο ἐπίπεδο καί ποιές; Πῶς εἶναι δυ-νατόν ἀκόμη να διαγνώσουμε στὸν ἑαυτό μας τό ἐπίπεδο τοῦτο καί τά τεκταινόμενα σ' αὐτό;
Θὰ ἤθελα νὰ πῶ νὰ μὴν τὰ μπλέκουμε. Αὐτό ἐδῶ εἶναι ἄλλο θέμα. Ἕνας ψυχίατρος, ἕνας ψυχο-λόγος, πιο πολύ ἴσως ὁ ψυχίατρος, ὁ ψυχαναλυτής μπορεῖ νὰ πεῖ καί τοῦτο κι ἐκεῖνο καὶ τὸ ἄλλο. Δὲν το λέω αὐτό τόσο μὲ τὴν ἔννοια, να, ἐκεῖνος ξέρει κι ἐμεῖς δὲν ξέρουμε, ὅσο μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐκεῖνος κάνει τη δουλειά του. Ἐπιστήμων εἶναι, μαθαίνει τα ἐπιστημονικά του καὶ τὰ λέει. Δὲν εἶναι τὰ θέματα αὐτά τόσο περίπλοκα.
Ἔχω διαπιστώσει ἐπανειλημμένως ὅτι, ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ αὐτά τά θέματα, καθώς ὑπάρχει ἡ τάση πάντοτε να τα βλέπει κανείς καί νὰ τὰ παρουσιάζει πολύπλοκα, τὰ μπερδεύουν πιο πολύ. Γι’ αὐτὸ εἶπα ἄλλες φορές ὅτι σὲ ἕνα κουβάρι με μπερδεμένη κλωστή φυσικά, δὲν εἶναι ὅλη ἡ κλωστή μπερδεμένη, ἀλλὰ ἕνα μέρος τῆς κλωστῆς, δύο μέτρα, τρία μέτρα, δέκα μέτρα, ἡ κλωστή ὅμως μπορεί νὰ ἔχει πέντε χιλιάδες μέτρα- σὲ ἕνα λοιπόν τέτοιο κουβάρι τί εἶναι τὸ νὰ πετάξουμε δύο μέτρα ἤ δέκα μέτρα; Το μέρος αὐτὸ τῆς κλωστῆς ποὺ εἶναι μπερδεμένο, ἂν καθίσεις να το ξεμπερδέψεις, θα το ξεμπερδέψεις, ἀλλὰ δὲν ἀξίζει. Πέταξ᾽ το. Κόψ' το, πέταξ' το καί γλίτωσες. Καί χρόνο κερδίζεις καί κόπο ἀποφεύγεις.
Στην κλωστή δεν γίνεται καί τίποτε σοβαρό, ἄν προσπαθήσεις να την ξεμπερδέψεις. Το πολύ-πολύ νὰ τὴν μπερδέψεις πιο πολύ καὶ ὕστερα νὰ πεῖς: «Ἂς την κόψω, να την πετάξω». Ἀλλά στα θέματα ὅμως τῆς ψυχῆς, στα ψυχολογικά αὐτά θέματα, το χειρότερο εἶναι ὅτι, ὅσο κανείς τα σκαλίζει καί θέλει νὰ τὰ δεῖ τάχα με λεπτομέρειες καί πολύ ἐπιστημονικά, τόσο τα μπερδεύει. Καί αὐτά, καθώς μπερδεύονται, κάνουν χειρότερη την κατάσταση. Αὐτό εἶναι τὸ θέμα. Καί μερικές φορές το πολύ μπέρδεμα ὄχι μόνο χειροτερεύει τα πράγματα, ἀλλά κάνει πιό δύσκολη τή θεραπεία και την τακτοποίηση, μέχρι σημείου πού νά μήν μπορεῖ πλέον να γίνει θεραπεία. Μὲ αὐτή λοιπόν τὴν ἔννοια το θέμα δέν εἶναι τώρα τί εστιάζεται, τί δὲν ἑστιάζεται, τί ἄλλο συμβαίνει, ποιά εἶναι τὰ τεκταινόμενα κτλ.
Σκοπός τῆς ἐξομολογήσεως εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς
Αν θέλετε, ἐδῶ να ξεκαθαρίσουμε λίγο περισσότερο μερικά πράγματα. Πάει ὁ χριστιανός καὶ ἐξομολογεῖται στον πνευματικό, λέει τις αμαρτίες του αυτά που νιώθει ὡς ἁμαρτίες- μετανοεί, καὶ λαμβάνει τὴν ἄφεση ο πνευματικός τοῦ δίνει συμβουλές, τοῦ δίνει την αφεση, τον τακτοποιεί. Αὐτός εἶναι ὁ κανόνας. Όμως στις μέρες μας –δέν ξέρω παλαιότερα πῶς ήταν, ἀλλά στις μέρες μας, καὶ ὅταν λέω στις μέρες μας, ἐννοῶ στὸν εἰκοστό αιώνα, και προπαντός στις τε λευταίες αὐτές δεκαετίες- τα πράγματα είναι λίγο δυσκολότερα. Δέν φθάνει ἁπλῶς ἡ ἐξομολόγηση, Καί τό λέω ἐγώ αὐτό, πού εἶμαι πνευματικός. Πέφτει βαρύ αὐτό, ἀλλά εἶναι μιὰ ἀλήθεια. Δὲν φθάνει ἁπλῶς ἡ ἐξομολόγηση. Τι θέλω νὰ πῶ;
Ὅταν ὁ ἐπίσκοπος κάνει πνευματικό κάποιον ἱερέα, μαζί μὲ τὴν ὅλη ἀκολουθία που γίνεται, μὲ τὴν ὁποία ἐκχωρεῖ ὁ ἐπίσκοπος στον πνευματικό τὴν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν, τοῦ δίνει καὶ εἰ δικό γράμμα, ἐνταλτήριο, ὅπως λέγεται. Ὁ 102ος κανών τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικής Συνόδου ἀναφέρεται εἰδικά στούς πνευματικούς. Σύμφωνα μὲ αὐτά προτρέπεται ὁ πνευματικός νὰ ἐξετάζει καλὰ τὸν ἐξομολογούμενο καὶ νὰ συγχωρήσει ἐκεῖνα ποὺ εἶναι για συγχώρηση καί νὰ μὴ συγχωρήσει ἐκεῖνα ποὺ δὲν εἶναι γιὰ συγχώρηση. «Καὶ δήσεις ἃ δεῖ δεθῆναι καὶ λύσεις τὰ λύσεως ἄξια». Ὅπως ἐπίσης καλεῖται ὁ πνευματικός νὰ ἐξετάσει, καὶ σὲ ἄλλα τραύματα θα βάλει λάδι νὰ ἀπαλύνει τὴν πληγή, σὲ ἄλλα θα βάλει ξύδι νὰ τὴν τσούξει την πληγή. Σε ἄλλες περιπτώσεις θα τραβήξει τὸν χαλινό, διότι, ὅταν εἶναι ἀτίθασο τὸ ἄλογο, θέλει τράβηγμα το χαλινάρι, ἐνῶ σε ἄλλες θά χαλαρώσει το χαλινάρι.
Δέν φθάνει ἁπλῶς μόνο νὰ ἀκούσει ὁ πνευματικός. Ὅλο το θέμα εἶναι νὰ θεραπευθεῖ ὁ ἐξομολογούμενος. Ἔρχονται καμιά φορά καί μοῦ λένε: «Ρώτα με, πάτερ». Για στάσου. Να σε ρωτήσω; Δηλαδή, θά ψάξουμε τώρα; Ὅταν πᾶς στον γιατρό λές: «Ψάξε, γιατρέ, νὰ δεῖς ποῦ πονῶ»; Θὰ πεῖς πρῶτα: «Πονῶ ἐδῶ, πονῶ ἐκεῖ, ἔχω αὐτὰ τὰ συμπτώματα», καί ὁ γιατρός μέ τή σειρά του δέν ἀποκλείεται νὰ πεῖ: «Μήπως ἔχεις καί αὐτό το σύμπτωμα; Μήπως σοῦ συμβαίνει κι ἐκεῖνο;» Μπορεῖ νὰ πάει κανείς στον γιατρό καὶ νὰ πεῖ: «Γιατρέ μου, κόβονται τα πόδια μου, καί στα γόνατα ἔχω πόνους». Καί ὁ γιατρός ἴσως να μήν κοιτάξει καθόλου τα γόνατα, ἀλλά νά κοιτάξει τὸν λαιμό, τίς ἀμυγδαλές. Διότι ὡς γιατρός γνωρίζει ὅτι, ἄν ἔχουν κάτι οἱ ἀμυγδαλές, πονοῦν τὰ γόνατα. Πάντως, θὰ πεῖ κανείς στον γιατρό τί τοῦ συμβαίνει.
Ἔτσι καί στήν ἐξομολόγηση. Θὰ ἐξομολογηθεῖ ὁ χριστιανός στον πνευματικό, θὰ πεῖ αὐτά πού νιώ-θει ὅτι πρέπει νὰ πεῖ, ἀλλά ὅμως ὁ πνευματικός, ὄχι γιὰ νὰ κάνει ἀνάκριση, ὄχι γιὰ νὰ γίνει δικαστής, ὄχι γιὰ νὰ κάνει δικαστήριο, ἀλλά γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἡ ψυχή, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ὁ ὅλος ἄνθρωπος, χρειάζεται –ἔχει αὐτή τήν ἄδεια- να βοηθήσει τὸν ἐξομολογούμενο, πού εἶναι σὰν ἕνας ἀσθενής, νὰ δεῖ καλά την όλη ασθένειά του, να δει την ευθύνη πού ἔχει, να πάρει τη θέση που πρέπει να πάρει.
Οἱ συνέπειες τῆς μή σωστῆς συνεργασίας ψυχῆς καὶ σώματος
Ἔχουμε πεῖ ὅτι ἔχει τρεῖς «περιοχές» ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι ἡ καθαρώς σωματική περιοχή, το σώμα, πού ἐπιλαμβάνεται ὁ κλασικός γιατρός. Εἶναι ἡ καθαρῶς ψυχική ἤ πνευματική περιοχή, πού ἐπιλαμβάνεται ὁ πνευματικός, καὶ σ' αὐτή γίνεται ἡ ὅλη πνευματική ἐργασία που γίνεται. Έχουμε ὅμως καὶ τη μεσαία περιοχή, ὅσο μπορῶ ἐγώ νὰ τὸ καταλάβω. Χονδρικά-χονδρικά λέμε ὅτι ὑπάρχει συνεργασία μεταξύ ψυχῆς καί σώματος, και στη σχέση τῶν δύο αὐτῶν χωριστῶν στοιχείων, ποὺ ἀποτελοῦν τὸν ἄνθρωπο, δημιουργοῦνται στον πεπτωκότα ἄνθρωπο –ἂν δὲν εἶχε πέσει ὁ ἄνθρωπος, δὲν θὰ ἦταν ἔτσι-αὐτές οἱ καταστάσεις, που τις λέμε σήμερα ψυχοπαθολογικές. Πολλές φορές –ἴσως θὰ ἔχετε ἀκούσει να λένε ἄλλοι ἤ μπορεῖ νὰ ἔχετε ἰδίαν πεῖραν- συμβαίνει τὸ ἑξῆς. Πηγαίνεις στον γιατρό καὶ λές. «Έχω αὐτὸν τὸν πόνο, ἔχω ἐκεῖνο τὸν πόνο», καὶ λέει ὁ γιατρός: «Δέν βρίσκω τίποτε· δὲν ἔχεις τίποτε». Καί ὄντως, δέν βρῆκε τίποτε στη δική του περιοχή, μολονότι ἔχει κανείς σωματικό πόνο. Αὐτή ἡ διαπίστωση ὀφείλεται στο ὅτι τὸ πρόβλημα ποὺ ὑπάρχει δὲν ἐμπίπτει στη δική του περιοχή.
Ἀλλά καί ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως ὅμως, το θέμα δέν εἶναι ὅτι ἔκανε κανείς κάποια συγκεκριμένη ἁμαρτία καὶ γι' αὐτὸ ἔχει σωματικές ἀσθένειες. Στόν ἄνθρωπο ὑπάρχει ἡ ἁμαρτία ὡς ἀσθένεια, ὅπως ἔχουμε πεῖ τόσες φορές. Ἀκόμη καὶ οἱ σωματικές ἀσθένειες ὀφείλονται στὴν ἁμαρτία ποὺ ὑπάρχει μέσα μας· ἀλλὰ ὄχι ὅτι κρυολόγησε κανείς ἤ ἔπαθε το στομάχι του ἐπειδή ἔκανε μια συγκεκριμένη ἁμαρτία.
Ἔτσι λοιπόν μπορεῖ νὰ ἔχει κανείς κάποιες ένοχλήσεις ψυχολογικῆς φύσεως, ἀλλὰ ὄχι ὅτι ὀφείλονται στο ὅτι ἔκανε μια κάποια συγκεκριμένη ἁμαρτία. Μπορεῖ λοιπόν να πάει κανείς νὰ ἐξομολογηθεῖ, νὰ πεῖ τίς ἁμαρτίες του, καὶ ὁ πνευματικός νὰ τὸν ἀκούσει, να δώσει συγχώρηση, ἀλλά ή περιοχή ἐκείνη να μείνει ἀνέπαφη. Οὔτε ὁ ἕνας, ὁ γιατρός, μπορεῖ νὰ την πλησιάσει την περιοχή αὐτή, ὅπου συνεργάζεται ἡ ψυχή μὲ τὸ σῶμα, οὔτε ὁ ἄλλος, ὁ πνευματικός. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι χρειάζονται εἰδικές γνώσεις. Ὄχι τόσο ὅτι χρειάζεται να πάει κανείς να σπουδάσει, ὄχι τόσο ὅτι εἶναι γνώσεις ποὺ θὰ τίς μάθει κανείς σε κάποια θρανία, σε κάποια ἐργαστήρια -χωρίς να σημαίνει ὅτι αὐτές εἶναι ἄχρηστες- ἀλλὰ εἶναι γνώσεις, θὰ ἔλεγα, πού βγαίνουν μέσα ἀπό τήν πείρα.
Ἔτσι λοιπόν χρειάζεται να μήν ἀφήσουμε τον ἐξομολογούμενο ἁπλῶς νὰ παραπονεῖται: «Αἰσθάνομαι αὐτό, αἰσθάνομαι ἐκεῖνο», καὶ ἐνῶ ἐξομολογεῖται καί ξαναεξομολογεῖται τίς ἁμαρτίες του, δέν ἡσυχάζει. Βέβαια, ὁ Χριστός θα μποροῦσε νὰ πεῖ καὶ σ' αὐτὸν καί στον καθένα: Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι, γενικά οἱ ἁμαρτίες. Συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες ὁ Χριστός, καί σηκώνεται ὁ ἄλλος από το κρεβάτι. Σήμερα δέν γίνεται αὐτό, ἐκτὸς ἄν ἔχουμε ἕναν αγιο, διά τοῦ ὁποίου ὁ Θεός συγχωρεί τις αμαρτίες και συγχρόνως σηκώνει τον ἄλλο ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, εἴτε εἶναι παράλυτος εἴτε έχει καρκίνο είτε είναι μισοπεθαμένος, έτοιμοθάνατος, ή γιατρεύει άλλες ἀρρώστιες καί ψυχοπαθολογικές καταστάσεις.
Ὁ Χριστός δέν οἰκονόμησε τα πράγματα ώστε νὰ εἶναι ὁ ἴδιος τώρα ἐδῶ στον κόσμο καὶ νὰ τακτοποιεῖ κατά τέτοιον τρόπο τους ἀνθρώπους. Κατά καιρούς βέβαια ἐμφανίσθηκαν ἅγιοι ποὺ ἔκαναν ἀκριβῶς ὅ,τι ὁ Χριστός, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει καί μείζονα τούτων ποιήσει. Επομένως, ἐμεῖς πάντοτε μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἀρκεσθοῦμε σ' αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὁ Θεός μᾶς βοηθάει να κάνουμε. Ἂν ὁ Θεός κάνει περισσότερα, θα κάνει. Ἀλλὰ ὅμως αὐτά ὅλα ποὺ μᾶς φωτίζει ὁ Θεός να καταλαβαίνουμε, ἔχουμε χρέος μέ φιλότιμο, μὲ ἀγάπη, μὲ ἀνεκτικότη τα, μὲ ὑπομονή να καθίσουμε κάτω νὰ τὰ δοῦμε καί ἔτσι, νὰ τὰ δοῦμε καὶ ἀλλιῶς, γιὰ νὰ βοηθήσουμε.
Ἔτσι λοιπόν μπορεῖ κανείς να περάσει καὶ σ' αὐτή τήν περιοχή καὶ νὰ δεῖ τὰ προβλήματα τὰ ὁποῖα ἐμφανίζονται ἀπὸ τὴν ἀνώμαλη κατάσταση πού δημιουργεῖται, καθώς δεν συνεργάζεται σωστά ἡ ψυχή μὲ τὸ σῶμα. Καὶ αὐτὸ δὲν συμβαίνει ἐπειδή κάνει κάτι ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά αὐτά ὀφείλονται καὶ στην ψυχοσύνθεση και στο ὅλο σκαρί τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως, καί ἀπό τή στιγμή πού συλλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στην κοιλιά τῆς μάνας του, ξεκινοῦν πολλές μή νορμάλ καταστάσεις. Δέν γίνονται μόνο ἐκ τῶν ὑστέρων.
Αὐτό πού τονίζουμε εἶναι ὅτι ὅλα ὁ Θεός τά οἰκονομεῖ γιὰ καλό, καί ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νὰ ὑπάρχει κάτι πού δέν τακτοποιεῖται. Ἄν κάτι παραμένει, χρειάζεται να παραμείνει γιά καλό. Ἂν ἔτσι τα πιστέψουμε τα πράγματα καὶ ἔχουμε τή διάθεση να βοηθηθοῦμε, ἐξ ὅσων ἐγώ γνωρίζω καί ἐξ ὅσων πιστεύω, ὅ,τι κι ἄν ἔχει κανείς, καί τέτοια ψυχολογικά προβλήματα ἄν ἔχει, σιγά-σιγά ὅλα θά τακτοποιηθοῦν. Ἀρκεῖ νὰ τοῦ ἐξηγηθοῦν ὁρισμένα πράγματα, καί νά θελήσει κανείς νὰ ἀκούσει, να θελήσει νὰ τὰ δεῖ, νὰ τὰ παραδεχθεῖ, καί νά ἀρχίσει να παίρνει τη σωστή στάση.
Φοβόμαστε νὰ δοῦμε τα κουσούρια μας
Ἀλλά πρέπει να θελήσει ὁ ἄνθρωπος να προσγειωθεῖ, να θελήσει νὰ ἀποδεχθεῖ τὸν ἑαυτό του. Πόσες καί πόσες φορές παίρνει κανείς στάση τέτοια, σαν να μετεωρίζεται, σαν νὰ μὴν εἶναι προσγειωμένος, σὰν νὰ εἶναι ἔξω ἀπό τὸν ἑαυτό του καὶ ἔξω ἀπό τήν πραγματικότητά του. Φοβάται να μπεῖ μέσα στον ἑαυτό του, φοβάται νὰ δεῖ τὸν ἑαυτό του, φοβάται νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός του.
Νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός του ὄχι βέβαια μὲ τὴν ἔννοια πού λένε μερικοί σήμερα: «Θέλω νὰ εἶμαι ὁ ἑαυτός μου», καί, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, δουλεύουν σε ἄλλη περιοχή, μέ ἄλλο πνεύμα. Σ' αὐτούς δὲν ὑπάρχει ἡ σκέψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεί να πέφτει ἔξω, ὅτι μπορεῖ νά ἔχει κουσούρια, ελαττώματα, ὅτι πρέπει να γιατρευτεί, ὅτι δέν τα θέλει αὐτά ὁ Θεός, καὶ ὅτι ὁ Θεός μπορεί να τον γιατρέψει. Δεν σκέπτονται ἔτσι, ὥστε νά ζητήσουν βοήθεια και να κάνουν και ἀνάλογη προσπάθεια. Ἁπλῶς νοιάζονται μή θιγεῖ ὁ ἑαυτός τους, καί θέλουν νά εἶναι ὁ ἑαυτός τους, μόνο καί μόνο για να κάνουν τα θελήματά τους καὶ νὰ ἱκανοποιοῦν τὸν ἑαυτό τους.
Δέν ξέρω ἄν ἐξαιρεῖται κανένας μας ἐδῶ μέσα καί θέλω να το προσέξετε αὐτό. Δέν ξέρω δηλαδή ἂν ὑπάρχει κάποιος ἀπὸ μᾶς ποὺ πράγματι εἶδε τὸν ἑαυτό του καί θέλησε να μείνει καλά-καλά συντροφιά μέ τόν ἑαυτό του. Φοβόμαστε, δὲν τὸ ἀντέχουμε νὰ δοῦμε τις πληγές μας, τὰ ὅποια κουσούρια μας, διότι αὐτὰ μᾶς μειώνουν, μᾶς ταπεινώνουν. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἔχει διάθεση να ταπεινωθεί, να μειωθεί, να πάει και πιο κάτω ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τὸν πηγαίνουν αὐτά, δέν δυσκολεύεται νὰ δεῖ τί εἶναι ὁ ἑαυτός του.
Ἡ ἁγία Ἰσιδώρα ἦταν ὁ ἑαυτός της, καὶ γι' αὐτό ὅλα μποροῦσε νὰ τὰ σηκώσει, και τίποτε δέν τὴν ἄγγιζε. Τίποτε. Ἀπό ὅλα τὰ ἀνόητα πού ἔκαναν οἱ ἄλλες μοναχές, τίποτε δὲν τὴν ἄγγιζε, τίποτε δέν τὴν ἔθιγε, τίποτε δέν τήν πλήγωνε. Ὅλα ήταν ἐπάνω της μαργαριτάρια, διαμάντια και στεφάνια.
28-3-1993
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου