Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ A (39)

Συνέχεια από: Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ A
ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΥ

...πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν

Τὸ αἴσθημα κατωτερότητος καὶ ἄλλες ἀρρωστημένες καταστάσεις
μέσα στο μυστήριο τῆς σωτηρίας

Πανόραμα Θεσσαλονίκης, Ε΄ έκδοση


B΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29

Εἰδικό Μέρος

β΄. Αἴσθημα κατωτερότητος-Ὁμιλίες σε συνάξεις νέων


Ἡ ἁγία Ἰσιδώρα


Νὰ ἀποδεχθοῦμε την κατάστασή μας

Σημείωμα φοιτητοῦ. Θὰ ἤθελα νὰ θίξω μια ἄλλη πλευρά στο θέμα. Παίρνουμε τὴν ἀπόφαση ὅτι εἶμαστε ἀπό αὐτοὺς ποὺ θὰ εἶναι κάτω ἀπό τό τραπέζι. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸ δέχονται πολλοί στο περι-βάλλον μας. Καὶ δὲν ἐννοῶ μόνο ὅτι δὲν δέχονται να παίρνουμε τέτοιες ἀποφάσεις, ἀλλά κυρίως ὅτι δὲν δέχονται τὸ γεγονός ὅτι ἔχουμε αὐτές τις πε-ριορισμένες δυνατότητες. Οἱ οἰκεῖοι δὲν τὸ δέχονται, τὰ ἀφεντικά δὲν τὸ δέχονται, ἀλλά καί ἀφεντικό να εἶναι κάποιος, δὲν τὸ δέχονται οἱ πελάτες.

Πάντως, αὐτός πού γράφει δείχνει ὅτι δὲν ἔχει καταλάβει ἀκριβῶς αὐτὰ ποὺ εἴπαμε περί αισθήματος κατωτερότητος. Γιατί το θέμα δέν εἶναι τί δέχονται οἱ ἄλλοι, τί δεν δέχονται. Ὅλο το θέμα εἶναι ἐμεῖς νὰ δεχθοῦμε νά καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται καὶ νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν κατάστασή μας. Ὄχι ὅμως μοιρολατρικά: «Ε, τί να κάνουμε» Ὄχι· ἔξω ἀπὸ τὸν χριστιανισμό μπορεῖ νὰ χρειάζεται να κλάψει κανείς τή μοίρα του, ἀλλά μέσα στον χριστια νισμό, που πιστεύουμε ὅτι τὰ πάντα ὁ Θεός τὰ οἱκονομεῖ ἔτσι ποὺ εἶναι γιὰ καλό μας, ὄχι μόνο δέν κλαίει κανείς τή μοίρα του, ἀλλά πιστεύει ὅτι ὅλα εἶναι για το καλό μας. Στην αρχή απλῶς τὸ πιστεύει αὐτό, σιγά-σιγά όμως το καταλαβαίνει κιόλας στην πράξη και λέει: «Θεέ μου, χαλάλι. Βγήκε τόσο καλά ἀπό αὐτό, που όχι μια φορά να είχα αὐτὸ τὸ αἱσθημα κατωτερότητος, ἀλλὰ δυό φορές νὰ τὸ εἶχα Ὅλοι ἔχουμε μάθει να λειτουργούμε σε κάπου ἐπίπεδο καί αντιδρούμε, ὅταν ὁ ἄλλος δεν μπορεί νά λειτουργήσει σ' αὐτό. (Εἶναι μια καινούργια λέξη αὐτή που χρησιμοποιοῦν, λειτουργοῦμε, μάθαμε να λειτουργούμε.) Ἔτσι, δέν εἶναι πάντα τόσο απλό, ὥστε, μέ τό να πάρει κάποιος τα πράγματα σωστά, τελείωσε το θέμα.

Καί ὅμως, τελείωσε. Τελείωσε, ἀρκεῖ νὰ τὰ πάρεις σωστά.

Ὅταν οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀνελέητοι

Ἔτσι ξεπέρασε τὸ πρῶτο στάδιο. Το δεύτερο στάδιο εἶναι ἡ γνώμη τῶν ἄλλων. Ὄχι αὐτή που νομίζει, ἀλλά αὐτή που πραγματικά ἔχουν. Καὶ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση δὲν εἶναι εὔκολο αυτό, για τί ἡ γνώμη τους εἶναι ἀληθινή. Ἔχουν δίκαιο, ὅσο κι ἂν δὲν εἶναι εὐχάριστο.

Οἱ πιο πολλοί ἄνθρωποι κομπλεξάρονται σή μερα, ἀκριβῶς διότι ἔχει αὐτὸν τὸν χαρακτήρα ἡ ζωή, ἔχει δηλαδή ἀνταγωνιστικό χαρακτήρα. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀνελέητοι, δὲν σπλαχνίζονται. Αὐτὸ το βλέπουμε ἀκόμη καί στο Δημοτικό σχολείο, ὅπου ὅλοι οἱ συμμαθητές κοροϊδεύουν τὸ παιδί ἐκεῖνο πού ἔχει κάποιο κουσούρι. Το καημένο, τὸ ἔχει.

Ἤθελε νὰ τὸ ἔχει; Καί ὅμως, κοροϊδεύουν. Κοροϊδεύουν τη λίγη νοημοσύνη που τυχόν ἔχει, τη μια κάποια καθυστέρηση που τυχόν ἔχει, κάποιο ἄλλο κουσούρι πού ἔχει. Ἄσπλαχνα, ἐντελῶς ἄσπλαχνα. Οὔτε τὰ γατάκια δὲν τὰ τυραννοῦν τόσο -πού συ-νηθίζουν τὰ παιδιὰ νὰ τὰ τυραννοῦν ὅσο τυραννοῦν κάποια τέτοια παιδιά. Ἀργότερα, ἐπίσης, στο Γυμνάσιο καὶ ὅπου ἀλλοῦ, οἱ ἄνθρωποι δέν σπλαχνίζονται. Καὶ ἐκεῖ εἶναι πού κομπλεξάρεται κανείς ἀκόμη πιο πολύ.

Ἔτσι, καλλιεργεῖται τὸ αἴσθημα κατωτερότητος. Το παιδί πληγώνεται, καί δημιουργοῦνται πολλές ἄσχημες καταστάσεις μέσα του. Χρειάζεται πρῶτα ὁ γονέας, ὁ δάσκαλος, ὁ ἱερέας, νά καταλάβουν περί τίνος πρόκειται, γιά νά βοηθήσουν το παιδί, ἀλλά καί το παιδί στη συνέχεια πρέπει να θελήσει να συνερ-γασθεῖ, νὰ ἀκούσει, να καταλάβει. Εἶναι πολύ δύσκολα. Ὅμως, ἔτσι τὰ οἰκονομεῖ ὁ Θεός, ὥστε νὰ περά-σει μαρτύρια ἕνας ἄνθρωπος, καί ἔρχεται ἡ ὥρα πού ἐπεμβαίνει ὁ Θεός, καί, ὅπως εἴπαμε, τα βγάζει ὅλα σε καλό, σε βαθμό πού μπορεῖ ἄνετα κανείς νὰ πεῖ: «Χαλάλι». Επομένως, νά μήν πολυδίνουμε σημασία στο τί στάση παίρνουν οἱ ἄλλοι καί τί γνώμη ἔχουν.

Καί ἄν αὐτό ξεπεραστεί, στο τρίτο στάδιο ἔχου-με τά καθημερινά πρακτικά θέματα. Πῶς θὰ συνεργάζεσαι μὲ αὐτούς πού σε ἀπορρίπτουν, εἴτε ὠμά εἴτε χωρίς νὰ τὸ θέλουν, συνηθισμένοι σε ἕνα ρυθμό ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ φθάσεις; Δὲν ξέρω ἄν ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν αἴσθημα κατωτερότητος, ἀλλά πολλές φορές το δημιουργοῦν καὶ τὸ συντηροῦν.

Είμαστε ἕνα ψέμα. Μᾶς φοβίζει ἡ ἀλήθεια


Θα φέρω τώρα ἕνα παράδειγμα, καὶ θὰ πεῖτε βέβαια αμέσως: «Ε, πάτερ, αὐτὸ δὲν μπορεῖ νά τό κάνει ὁ καθένας». Δέν παύει όμως νὰ εἶναι ἀλήθεια.

Δεν ξέρω πως τα βλέπετε ἐσεῖς τὰ πράγματα, ἀλλά κάθε φορά που διαπιστώνουμε ὅτι εἴμαστε μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια ἢ ὅλο και πιο μακριά ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἀλλιῶς νὰ προβληματιζόμαστε, καί ὄχι ὅπως συνήθως προβληματιζόμαστε καί λέμε: «Αὐτό δέν γίνεται». Ὄχι· ἀλλὰ νὰ λέει κανείς: «Θεέ μου, Θεέ μου, τί ἔχει γίνει μέσα στην ψυχή μου, για να εἶμαι τόσο μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια, γιὰ νὰ μὴ θέλω νὰ δῶ τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ μὴ θέλω νὰ ἀντιμετωπίσω τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ μή θέλω να γίνω ἀληθινός!»

Εἶναι φοβερό το πράγμα. Οὔτε θέλει κανείς να το συζητήσει ἢ νὰ τὸ δεῖ ἔτσι, καί προσπαθεῖ νὰ βολευτεῖ, νὰ ἰσορροπήσει καὶ νὰ τὰ βγάλει πέρα ἔξω ἀπό τήν ἀλήθεια, ὁπότε ἐντελῶς ἀλλοτριώνεται ὁ ἄνθρωπος. Δὲν ἔχει πλέον καμιά σχέση με την ἀλήθεια. Καί ὁ ἴδιος εἶναι ἕνα ψέμα καί ζεῖ μια ψεύτικη ζωή. Χωρίς βέβαια να σημαίνει αὐτό ὅτι δὲν ἔχει καλή διάθεση ἢ ὅτι ἔχει κακή πρόθεση, ἀλλά πάντως δέν παύει νὰ εἶναι αὐτό μιά πραγματικότητα. Καί γιά τόν ἄλλο πιο πέρα καὶ γιὰ τὸν ἄλλο πιό πέρα... Γι' αὐτό εἴμαστε τόσο ψεύτικοι.

Καί ἀπό πλευρᾶς θεωρητικῆς καί ἀπό πλευρᾶς πρακτικῆς εἴμαστε ἕνα ψέμα. Ἡ ὅλη ζωή μας εἶναι ἕνα ψέμα. Κινούμαστε, ἐνεργοῦμε μέ τό ψέμα. Μᾶς φοβίζει ἡ ἀλήθεια. Ἀπό κεῖ καί πέρα, ὅποιος εἶναι πιο πολύ ἀετονύχης, ἐκεῖνος θα βολευτεί περισσότερο, ἐκεῖνος θὰ τὰ καταφέρει καλύτερα. Δέν τό καταλαβαίνει ὅμως ὅτι καί αὐτός εἶναι ἕνα ψέμα, καί γιὰ τὸν ἑαυτό του καί γιά τούς ἄλλους. Δέν εἶπα ὅμως το παράδειγμα.

Μιά ἁγία κατά Χριστόν σαλή


Δὲν θὰ σᾶς πῶ ἄλλο παράδειγμα, παρά θά ἀναφέρω τὴν ἁγία Ἰσιδώρα.

Ἡ ἁγία Ἰσιδώρα ήταν σέ ἕνα μοναστήρι, τό ὁποῖο εἶχε περίπου τετρακόσιες μοναχές, καί βοη-θοῦσε στο μαγειρεῖο. Ἐκεῖ ὅμως τῆς φέρονταν ἄσχημα, καθώς προσποιόταν τή σαλή, καί τή θεωροῦσαν ὅτι εἶναι λωλή. Καί τί δέν τῆς ἔκαναν, τήν καημένη! Τί νερά, τί φαγητά δέν τῆς ἔριχναν! Πολύ κακή με-ταχείριση. Οὔτε τόν σκύλο πού εἶχαν ἐκεῖ δὲν θὰ τὸν ταλαιπωροῦσαν ἔτσι. Τί φωτισμένη γυναίκα ὅμως ἦταν αὐτή! Αὐτή ἡ ὁποία θεωροῦνταν ἀπό τίς ἄλλες ὅτι εἶναι ἕνα πλάσμα πού μπορεῖ κανείς να το μεταχειρισθεῖ ὅπως θέλει. Σάν νὰ ἦταν ἄμυαλη, σὰν νὰ ἦταν περίπου ὅπως τὸ ζῶο.

Στόν ἅγιο Πιτυροῦν, πού ζοῦσε στήν ἔρημο, πα-ρουσιάσθηκε ἄγγελος καί τοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχει μιά γυναίκα πού τόν ξεπέρασε στήν ἀρετή. «Πήγαινε, τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος, στο γυναικεῖο μοναστήρι τῶν Ταβεννησιωτῶν, ὅπου θὰ βρεῖς μιά μοναχή νὰ ἔχει στέμμα στο κεφάλι της».

Σηκώθηκε ἀμέσως ὁ ἅγιος και πήγε στο μονα στήρι. Τόν ἤξεραν, καθώς ήταν περιβόητος για την ἀρετή του, καί τόν δέχθηκαν με πολλή χαρά και μέπολύ σεβασμό καί εὐλάβεια. Ζήτησε από την ήγουμένη νά ἔλθουν ὅλες οἱ μοναχές να τις δεῖ μία-μία, γιά νά δεῖ ποιά εἶναι αὐτή που λάμπει τόσο η όλη προσωπικότητά της, καί εἶναι μια μεγάλη ἁγία. Πα-ρουσιάσθηκαν λοιπόν ὅλες οἱ μοναχές, ἀλλὰ δὲν εἶδε ἐκείνη πού τοῦ ἔδειξε ὁ ἄγγελος στο δραμα. Καί ὁ ἅγιος Πιτυροῦν ἔλεγε καί ξανάλεγε: «Μήπως ἔχετε καί καμία ἄλλη;» Καί ἀφοῦ ἐπέμενε πάρα πολύ, τοῦ εἶπε ἡ ἡγουμένη: «Ἔχουμε στο μαγειρεῖο καί μία πού δέν εἶναι στά καλά της». (Δηλαδή, νόμιζαν ὅτι δέν εἶναι στα καλά της καί τήν εἶχαν στο μαγειρείο να βοηθάει.) «Φέρτε την κι αὐτήν».

Καί ὅταν τὴν ἔφεραν, ὁ ἀββᾶς Πιτυροῦν τὴν κοίταξε με προσοχή στο πρόσωπο, εἶδε καὶ τὸ κουρέλι πού εἶχε γύρω ἀπό τό κεφάλι της καί διαπίστωσε ὅτι ἀκριβῶς αὐτή ἦταν καί οὔτε λίγο οὔτε πολύ ἔτρεξε καί ἔπεσε κάτω μπροστά της νὰ τῆς βάλει μετάνοια καί νά τήν προσκυνήσει. Ἡ ἡγουμένη καί οἱ ἄλλες ἀδελφές ἔσπευσαν νά τόν προλάβουν: «Ἀββᾶ, τί κάνεις; Αὐτή εἶναι μιά σαλή». «Δέν εἶναι σαλή, ἀπάντησε· ἐσεῖς εἶστε σαλές. Αὐτή εἶναι ἡ ἁγία». Καί τούς εἶπε μερικά πράγματα. Οἱ ἀδελφές δέν μποροῦσαν νὰ ἀμφισβητήσουν τον λόγο τοῦ ἀββᾶ Πιτυροῦν, καθώς τόν εἶχαν σε μεγάλη εὐλάβεια, σε μεγάλο σεβασμό καί τόν θεωροῦσαν ἅγιο ἄνθρωπο, καί πίστεψαν σ' αὐτό πού ἔλεγε.

Ὁπότε, ἦρθε μεγάλη μετάνοια στίς ἀδελφές, προ παντός σ' αὐτές πού ἐργάζονταν στο μαγειρεῖο, οἱ ὁποῖες εἶχαν τὴν Ἰσιδώρα παραπεταμένη καί δέν τῆς φέρονταν καθόλου καλά. Πῶς γίνεται, θὰ πεῖ κανείς, σε ἕνα μοναστήρι να μή φέρονται καλά; Παντοῦ γί-νονται αὐτά. Ἄρχισαν να κλαίνε καί νά ὀδύρονται καί νὰ ὁμολογοῦν τί τῆς εἶχαν κάνει τόσα χρόνια: «Τῆς ρίχναμε φαγητά, τῆς ρίχναμε νερά, δέν τή λογαριάζαμε, τή χτυπούσαμε», καί ἄλλα τέτοια ἔλεγαν. Καί ζητοῦσαν συγγνώμη. Ἡ ἁγία Ἰσιδώρα, μόλις ἔγινε γνωστο ποιά εἶναι, σηκώθηκε καί ἔφυγε ἀπό τό μοναστήρι. Ἐξαφανίστηκε. Δέν ἔμαθε κανένας ποῦ πῆγε.

Τό ἀληθινά ταπεινό φρόνημα τῶν ἁγίων

Τὴν ἁγία Ἰσιδώρα οὔτε τὴν ἔθιγαν αὐτά πού τῆς ἔκαναν τόσα χρόνια οὔτε τὴν ἄγγιζαν οὔτε ἔνιωθε αἴ-σθημα κατωτερότητος. Ἴχνος ἀπό αὐτό δέν εἶχε. Μέσα της ἔλεγε: «Καί χειρότερα νὰ μοῦ κάνουν ἐμένα, καλύτερα». Ἔτσι ἔλεγε ἕνας Ρουμάνος ἁγιορείτης άσκη-τής, ὁ π. Ἐνώχ, πού κοιμήθηκε το 1979. Αὐτός ἦταν ἐρημίτης· δέν εἶχε κανένα ἔσοδο καί ζοῦσε ἀπό αὐτά πού τοῦ ἔδιναν τὰ μοναστήρια. Πήγαινε πότε στο ἕνα μοναστήρι καί πότε στο ἄλλο καί ζητοῦσε τροφή. Μιά φορά λοιπόν ἦταν ἔξω ἀπό τήν πόρτα ἑνός μοναστηριοῦ καί ἔλεγε: «Εγώ σκύλος. Σκύλος. Δίνεις στον σκύλο να φάει, τό παίρνει καί τρώει. Ἄν τοῦ δώσεις καί καμιά, σκύλος». Τέτοια γνώμη εἶχε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Προσέξτε. Δέν τὰ ἔλεγε αὐτά καὶ δὲν τὰ ἔκανε αὐτά ἐπειδή δὲν ἦταν στα καλά του. Ὄχι' ἤξερε τί ἔκανε, ἤξερε τί λέει. Ἀλλά ήταν τόσο ταπεινός και είχε τέτοια ἰδέα για τον ἑαυτό του, πού δέν πρόσεχε αὐτά πού τοῦ ἔκαναν ἢ ἄν θὰ τοῦ ἔδιναν να φάει η ὄχι, οὔτε θιγόταν. «Καί καμιά ξυλιά νὰ μοῦ δώσουν, ἔλεγε, τί πειράζει; Αὐτό δέν κάνουν σε ἕνα σκύλος»

Καί ἡ ἁγία Ἰσιδώρα δέν ήταν λωλή πραγματικά δέν ήταν καμιά χαζούλα, πού δέν ήξερε καί δέν καταλάβαινε αὐτὰ ποὺ τῆς ἔκαναν. Ὄχι ἄν ἦταν ἔτσι, δέν θά ἦταν ἁγία. Καί ἤξερε καί καταλάβαινε, ἀλλά εἶχε πολύ ταπεινωθεῖ καί εἶχε στην πράξη καταλάβει πόσο ὠφελεῖται κανείς, ὅταν δέχεται τέτοια μεταχείριση. Εἶναι δηλαδή ὅπως στις περιπτώσεις τῶν μαρτύρων. Ὅλοι αὐτοί πού μαρτύρησαν, ποθοῦσαν νά μαρτυρήσουν. Καί ὁ Θεός οἰκονόμησε ἔτσι τά πράγματα, σάν νά ἔλεγε: «Μαρτύριο θέλετε; Πάρτε». Ἔτσι κι ἐδῶ.

Ἡ ἁγία, κατά πᾶσαν πιθανότητα, ἐπιθυμοῦσε, ποθοῦσε ἔτσι νά οἰκονομηθοῦν τὰ πράγματα, ὥστε ὄχι χαλί να γίνει, ἀλλά τό δάπεδο τῆς κουζίνας να γίνει, πού πετοῦν τά νερά. Καί τῆς τὸ ἔδωσε ὁ Θεός. Δῴη σοι Κύριος κατά τήν καρδίαν σου Θὰ σοῦ δώσει ὁ Κύριος σύμφωνα μέ τό τί ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιά σου. Ἔτσι, καί ἁγιαζόταν ἡ ψυχή της, καὶ ἦταν ἐν ἀσφαλείᾳ ἡ ἁγιότης τῆς ψυχῆς της, μέσα σε μιά τέτοια κατάσταση, μέσα σε ἕνα τέτοιο περιβάλλον, κάτω ἀπό τέτοιες συνθήκες.

Μποροῦμε νά μιμηθοῦμε τὴν ἁγία Ἰσιδώρα;

Ἐπαναλαμβάνω, αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ κάθε χριστιανός ἔτσι πρέπει νά φρονεῖ κανείς νὰ μὴν ἔχει διαφορετικότερη γνώμη. Ὁ κάθε χριστιανός νὰ εἶναι ἕτοιμος νά δεχθεῖ ὅ,τι ἐπιτρέψει ὁ Θεός. Δεν σημαί-νει βέβαια ὅτι στον καθένα θὰ ἐπιτρέψει ὁ Θεός ἤ θά οἰκονομήσει ἔτσι νὰ ἔρθουν τα πράγματα, ἀλλά ὅλοι πρέπει νὰ ἔχουν την ταπείνωση τῆς ἁγίας Ἰσιδώρας.

Αμα ἔχεις αὐτή τήν ταπείνωση, οὔτε κόμπλεξ μπορεῖ νὰ σταθεῖ οὔτε τίποτε. Πῶς νὰ σταθεῖ τὸ κόμπλεξ; Θά ἔνιωθε ἡ ἁγία Ἰσιδώρα κόμπλεξ κατωτερότητος, ἄν τὸ ἔφερε βαρέως. «Εγώ ἦρθα να μονάσω, καί κοίταξε τί μοῦ κάνουν, κι ἐγώ ἄξιζα περισσότερο...» Οὔτε τὴν ἄγγιζαν αὐτά. Καί ἔτσι, ἦταν ἡ ἁγία Ἰσιδώρα.

Μή μοῦ πεῖτε: «Ἔ, πάτερ, μποροῦμε νά κάνουμε ἐμεῖς, ὅπως ἔκανε ἡ ἁγία Ἰσιδώρα;» Μήν κάνετε. Δὲν θὰ σᾶς προτρέψω να κάνετε, ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἀπό αὐτή τήν ἰσοπέδωση πρέπει νά περάσει ὁ καθένας. Καί ὅταν ἔτσι τά πάρει κανείς τά πράγματα, δέν μένει αἴσθημα κατωτερότητος. Φεύγει. Μετά, τά κουσούρια σου εἶναι χαρίσματα καί εἶναι ὅ,τι χρειάζεται γιά νά βοηθηθεῖς. Ὁρισμένοι ἀπό τούς μάρτυρες ἤθελαν πάρα πολύ νά μαρτυρήσουν, καί καθώς ἔρχονταν ἔτσι τά πράγματα πού εὔκολα δικαιολογοῦνταν νά τούς ὁδηγήσουν στό μαρτύριο –ἐνῶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις δέν ἦταν τόσο εὔκολο- τό χαίρονταν αὐτό. Ἔτσι ἀκριβῶς κι ἐδῶ· χαίρεται κανείς γιά τά κουσούρια καί εὐχαριστεῖ τόν Θεό, διότι αὐτά εἶναι τά μαργαριτάρια πού ἔχει.

28-3-1993

Δεν υπάρχουν σχόλια: