Συνέχεια από 17. Δεκεμβρίου 2025
Ο «Νεοπλατωνισμός» του Βασιλείου: Το υπόβαθρο και η φύση του 2University of Toronto
Γ. Η πρώιμη ιστορία του Πορφυρίου Κατὰ Χριστιανῶν, του De regressu animae και συναφών ζητημάτων
Το ζήτημα της επιρροής και της διάδοσης των νεοπλατωνικών ιδεών κατά την περίοδο που μας απασχολεί δεν περιορίζεται στη μελέτη της κυκλοφορίας των συγγραμμάτων του Πλωτίνου. Έχουμε ήδη αποδώσει στον Αμέλιο συγκριτικά μικρή σημασία καθαυτόν, αν και ίσως μεγαλύτερη ως πηγή πλωτινικών κειμένων, είτε από το ίδιο του το σχολείο στην Απάμεια είτε μέσω της μεσολάβησης του Λογγίνου. Η ίδια συγκριτική ασημαντότητα δεν μπορεί να αποδοθεί στον Πορφύριο, τουλάχιστον χωρίς προσεκτική εξέταση, ιδίως επειδή έχει συχνά υποστηριχθεί –και πλέον σχεδόν αποτελεί καθιερωμένη άποψη– ότι το έργο του, και ιδιαίτερα τα δεκαπέντε βιβλία Κατὰ Χριστιανῶν, ήταν ευρέως γνωστά στους χριστιανικούς κύκλους ήδη πριν από το έτος 300 και μάλιστα ότι αντικρούστηκαν σε χριστιανικά κείμενα που σώζονται έως σήμερα. Δεν υπάρχει, βεβαίως, αμφιβολία ότι ο Πορφύριος είχε δημοσιεύσει μεγάλη ποικιλία έργων, συμπεριλαμβανομένου –κατά πάσα πιθανότητα– του σημαντικού De regressu animae, πριν από το 300· το ερώτημα όμως που μας απασχολεί είναι κατά πόσον οι χριστιανοί συγγραφείς χρησιμοποίησαν υλικό προερχόμενο από τον Πορφύριο που είναι προδήλως νεοπλατωνικό, και όχι απλώς πλατωνικό ή μεσοπλατωνικό ως προς το περιεχόμενό του. Διότι, ελλείψει τέτοιου υλικού, η απόδειξη της γνώσης και χρήσης του Πορφυρίου (ως διακριτού από τις πηγές του) καθίσταται ανεπαρκής.
Σε πρακτικό επίπεδο, οι έρευνές μας πρέπει να καταλήξουν στα εξής ερωτήματα: τη χρονολόγηση των αδιαμφισβήτητων απαντήσεων στο Κατὰ Χριστιανῶν του Πορφυρίου από τον Μεθόδιο και τον Ευσέβιο Καισαρείας, καθώς και τη χρονολόγηση του ίδιου του Κατὰ Χριστιανῶν· τις υποτιθέμενες αναφορές στον Πορφύριο στο έργο του Αρνόβιου του Σικκανού Adversus Nationes· τις πηγές του αντιχριστιανού αντιπάλου του Λακταντίου, Ιεροκλή· και τη φύση του πλατωνικού υλικού στο Σχόλιο στον Τίμαιο του Καλκιδίου. Ο Καλκίδιος ειδικότερα, εφόσον κατανοηθεί ορθά, θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε γιατί δεν είναι ο Νεοπλατωνισμός –ούτε εκείνος του Πορφυρίου ούτε του Πλωτίνου– το κυρίαρχο ρεύμα του Πλατωνισμού ούτε στην Ανατολή ούτε στη Δύση, είτε πριν από την εμφάνιση της Praeparatio του Ευσεβίου είτε στην περίοδο που ακολουθεί: την περίοδο της Ομιλίας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου προς τη Σύναξη των Αγίων, των πρώιμων συγγραφών του Αθανασίου και της Συνόδου της Νικαίας. Η Praeparatio, θα υποστηρίξουμε, πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαίτερη και σημαντική περίπτωση· ωστόσο, ως πρόσθετο μάρτυρα στη συζήτησή μας για την «πρώιμη αθανασιανή» περίοδο της χριστιανικής διανοητικής ιστορίας, θα επικαλεστούμε επίσης έναν μάλλον παραμελημένο ειδωλολάτρη πλατωνιστή της ύστερης Αλεξάνδρειας του τρίτου αιώνα: τον Αλέξανδρο τον Λυκοπολίτη, συγγραφέα ενός σωζόμενου πραγματείου κατά των δυαλιστικών θέσεων του Μάνη.
i. Παρατηρήσεις για τη χρονολόγηση του Πορφυρίου, Κατὰ Χριστιανῶν
Πρώτα απ’ όλα ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ζήτημα της χρονολόγησης του έργου Κατὰ Χριστιανῶν. Μέχρι πρόσφατα η κρατούσα άποψη ήταν ότι γράφτηκε επί Κλαυδίου Γοτθικού ή Αυρηλιανού, όμως, όπως έχει επισημάνει ο T. D. Barnes, αυτή η θέση στηρίζεται στο συμπέρασμα—που αντλείται από τη δήλωση του Ευσεβίου ότι ο Πορφύριος έγραψε το Κατὰ Χριστιανῶν στη Σικελία—ότι πρέπει να το συνέγραψε κατά τη γνωστή του παραμονή στη Σικελία μεταξύ του 268 και των αρχών της δεκαετίας του 270. Σαν να μην μπορούσε ο Πορφύριος να το έχει γράψει κατά μεταγενέστερη επίσκεψή του στη Σικελία! Πράγματι, η φράση του Ευσεβίου καθ’ ἡμᾶς («στη διάρκεια της ζωής μου») ενδέχεται μάλιστα να υποδηλώνει μεταγενέστερη χρονολόγηση—όπως και ένα χωρίο του Λιβανίου, ο οποίος, συγκρίνοντας τα αντιχριστιανικά συγγράμματα του Πορφυρίου με εκείνα του Ιουλιανού, λέει ότι τα έργα του αυτοκράτορα υπερέχουν εκείνων του «γέροντος από την Τύρο». Εν συντομία, χρειαζόμαστε ανεξάρτητες μαρτυρίες προτού τοποθετήσουμε το Κατὰ Χριστιανῶν μέσα ή κοντά στη βασιλεία του Αυρηλιανού.
Τα περισσότερα προβλήματα σχετικά με τη χρονολόγηση του Κατὰ Χριστιανῶν έχουν αποσαφηνιστεί από τον Barnes, αλλά μπορούν να προστεθούν ορισμένες παρατηρήσεις. Στο κεφάλαιο 16 του Βίου του Πλωτίνου, ο Πορφύριος μας λέει ότι στην εποχή του Πλωτίνου υπήρχαν πολλοί χριστιανοί, καθώς και αιρετικοί που είχαν εγκαταλείψει την παραδοσιακή φιλοσοφία και είχαν προσχωρήσει στον Γνωστικισμό, στηριζόμενοι σε διάφορα βιβλία αποκαλύψεων. Ο Πλωτίνος, όπως φαίνεται, παρότρυνε τους μαθητές του να αντικρούσουν αυτές τις απατηλές συντομεύσεις προς τη σοφία, και τόσο ο Αμέλιος—με τα σαράντα βιβλία του εναντίον του έργου Ζωστριανός—όσο και ο ίδιος ο Πορφύριος ανέλαβαν αυτή την πρόκληση. Ο ρόλος του ίδιου του Πορφυρίου, όπως μας λέει, ήταν να επιτεθεί σε αυτό που παρουσιαζόταν ως βιβλίο του Ζωροάστρη, αποδεικνύοντας ότι επρόκειτο για πρόσφατη πλαστογραφία.
Το χωρίο αυτό θυμίζει το πιο γνωστό έργο του Πορφυρίου στο ίδιο πεδίο: το επιχείρημά του στο Κατὰ Χριστιανῶν ότι το Βιβλίο του Δανιήλ—ίσως το πιο επιδραστικό από όλα τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης σε πολλούς χριστιανικούς κύκλους—συντέθηκε σχετικά αργά, μετά (ή, λιγότερο πιθανό, κατά τη διάρκεια) τη βασιλεία του Αντιόχου Επιφανούς (175–164 π.Χ.). Φαίνεται να διακρίνουμε εδώ ένα επιχείρημα εκ της σιωπής. Αν ο Πορφύριος είχε ήδη συνθέσει το Κατὰ Χριστιανῶν το 301, όταν ο τελικός αγώνας μεταξύ χριστιανών και εθνικών επί Διοκλητιανού επρόκειτο να καταλήξει σε διωγμό—και ο στρατός πιθανότατα είχε ήδη «καθαρθεί»—είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι θα το είχε αναφέρει στον Βίο του Πλωτίνου. Ως τότε, τουλάχιστον, ο Πορφύριος γνώριζε ότι η ορθόδοξη χριστιανική πίστη αποτελούσε πολύ μεγαλύτερη απειλή για την πλωτινική και γενικότερα την ελληνική του κληρονομιά από οποιαδήποτε υποκατηγορία του Γνωστικισμού· και δεν υπήρχε λόγος να σιωπήσει, αν είχε ήδη συνθέσει το Κατὰ Χριστιανῶν. Όμως, όπως έχει δείξει ο Barnes, η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι έως το 301 δεν το είχε ακόμη συγγράψει.
Τι γίνεται λοιπόν με την αναίρεση από τον Μεθόδιο, επίσκοπο Ολύμπου και ίσως επίσης Πατάρων της Λυκίας, ο οποίος μαρτύρησε πιθανότατα το 311; Δεν υπάρχει καμία ένδειξη που να επιτρέπει να υποτεθεί ότι το έργο αυτό γράφτηκε κατά τον τρίτο αιώνα. Αυτό μας οδηγεί στις αρχές του τετάρτου αιώνα και στη μαρτυρία του Λακταντίου, ο οποίος κατοικούσε, όπως και ο Μεθόδιος, στη Μικρά Ασία, αλλά συγκεκριμένα στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα Νικομήδεια.
Σύμφωνα με τον Λακτάντιο, το 303 κυκλοφορούσαν στη Νικομήδεια δύο γνωστές επιθέσεις κατά του Χριστιανισμού: η μία ήταν έργο του Σωσιανού Ιεροκλέους, διοικητή της Βιθυνίας και αργότερα επάρχου της Αιγύπτου, ενώ η άλλη είχε γραφεί από έναν άγνωστο «ιερέα της φιλοσοφίας», τον οποίο ο Λακτάντιος περιγράφει ως έκλυτο άνθρωπο και γαιοκτήμονα στη Μικρά Ασία, ο οποίος συνέγραψε τρία βιβλία κατά του Χριστιανισμού. Ο τελευταίος αυτός συγγραφέας απορρίπτεται από τον Λακτάντιο ως νεόκοπος ανόητος, που σύντομα αναγνωρίστηκε ως τέτοιος· ο πρώτος, όμως, παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Ο Λακτάντιος τονίζει την έλλειψη πρωτοτυπίας του Ιεροκλέους, ενώ η πηγή του, την οποία ο ίδιος ο Λακτάντιος κατονομάζει και η οποία υποδηλώνεται ήδη από τον τίτλο του έργου του (Φιλαλήθης ή ίσως Φιλαλήθη επιχειρήματα), δεν είναι ο Πορφύριος αλλά ο Κέλσος. Από το έργο του Ευσεβίου κατά του Ιεροκλέους πληροφορούμαστε μία σημαντική λεπτομέρεια: ο Ιεροκλής, σύμφωνα με τον Ευσέβιο, ήταν ο πρώτος που επιχείρησε μια συστηματική σύγκριση του Ιησού με τον Απολλώνιο τον Τυανέα, μια τακτική η οποία, όπως μαθαίνουμε από τον Ιερώνυμο, υιοθετήθηκε επίσης και από τον Πορφύριο.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο Ευσέβιος, γράφοντας το Κατὰ Ἱεροκλέους στην Καισάρεια (περ. 303), δεν γνώριζε την παρόμοια τακτική του Πορφυρίου ή, τουλάχιστον, θεωρούσε ότι αυτή προηγήθηκε χρονικά του Ιεροκλέους. Την ίδια στιγμή, στη Νικομήδεια, και ο Λακτάντιος σιωπά εξίσου για το Κατὰ Χριστιανῶν του Πορφυρίου· και από την εξάρτηση του Ιεροκλέους από τον Κέλσο μπορεί να συναχθεί ότι ο Ιεροκλής—στον οποίο ο Πορφύριος θα ήταν αναμφίβολα ιδεολογικά συγγενής—αναγκάστηκε να λεηλατήσει άλλα συγγράμματα και προπαντός εκείνα του Κέλσου, δηλαδή κείμενα μιας προγενέστερης γενιάς.
Από τον Λακτάντιο, που γράφει στη Νικομήδεια, ας στραφούμε τώρα στον δάσκαλό του, τον Αρνόβιο, ο οποίος γράφει στη Βόρεια Αφρική σε ελαφρώς προγενέστερη χρονολογία. Τα δεδομένα από αυτή την πλευρά, που παλαιότερα είχαν παρερμηνευθεί, θα μας οδηγήσουν στο ίδιο συμπέρασμα. Η πιθανή —και ασφαλώς δυνατή— χρονολόγηση του δεύτερου βιβλίου της πραγματείας του Αρνόβιου Adversus Nationes είναι το 297. Σε μια εκτενή παρέκβαση από το κύριο θέμα του, που είναι η κακία της ειδωλολατρικής θρησκείας, ο Αρνόβιος επιχειρεί να πραγματευθεί τις απόψεις διαφόρων παραπλανημένων φιλοσόφων (κεφ. 11–66). Τα πρόσωπα αυτά, τα οποία σε ένα σημείο χαρακτηρίζονται ως οπαδοί του Πλάτωνα, του Κρόνιου, του Νουμήνιου ή «όποιου θέλει κανείς» (cui libuerit), δηλαδή οποιουδήποτε άλλου πλην του Χριστού και πάντως όχι μεταγενέστερου της Μέσης Πλατωνικής περιόδου (κεφ. 11), εξετάζονται (κεφ. 13) σε τρεις ομάδες. Είναι είτε οπαδοί του Ερμή (δηλαδή Ερμητιστές), είτε του Πλάτωνα και του Πυθαγόρα, είτε «ομοφρονούντες και πορευόμενοι δια των αυτών οδών εν τη ενότητι των δογμάτων τους». Η φράση «ομοφρονούντες» (unius mentis) έχει κατά καιρούς ερμηνευθεί ως δήλωση ότι αυτοί ισχυρίζονται πως προέρχονται από έναν θείο Νου ή Θεό. Πιθανότερο όμως είναι ότι αναφέρεται γενικότερα σε μια λιγότερο σαφώς προσδιορίσιμη ομάδα, της οποίας η βασική οπτική είναι παρόμοια. Αλλού (κεφ. 15) αυτή η τελευταία ομάδα αποκαλείται novi viri, σύγχρονοι, «μοντέρνοι» άνθρωποι, οι οποίοι, φουσκωμένοι από αυτοσημασία, διακηρύσσουν τη φυσική αθανασία της ανθρώπινης ψυχής, τη συγγένειά της με τον πατέρα της και την άμεμπτη καθαρότητά της.
Οφείλουμε στον Festugière μια κατά βάση ορθή ταύτιση των αντικειμένων της αποστροφής του Αρνόβιου· πρόκειται, όπως κατέληξε, όχι για μία και μόνη σχολή. Ο Αρνόβιος έχει στο νου του ανθρώπους με παρόμοιες βασικές στάσεις, αλλά επηρεασμένους από ποικίλες πηγές: πλατωνικές, γνωστικές, ερμητικές και άλλες. Πράγματι, ο Αρνόβιος τους έχει ρητώς διακρίνει από τους λιγότερο εκλεκτικιστές Ερμητιστές, Πλατωνικούς και Πυθαγορείους. Στον εκλεκτικισμό τους και στην αλαζονεία τους παρουσιάζουν μάλιστα κάποια ομοιότητα με τους Γνωστικούς που κατήγγειλε ο Πλωτίνος.
Ο Festugière έκανε ένα αθώο αλλά επιζήμιο σφάλμα. Υπέδειξε, χωρίς όμως να το αποδείξει, ότι μέρος του εκλεκτικιστικού υλικού ήταν ειδικά νεοπλατωνικό. Άλλοι έσπευσαν εκεί όπου ο Festugière είχε διστάσει: ο Courcelle προσπάθησε να υποστηρίξει, με μια σειρά παραλληλισμών, ότι οι novi viri, οι νεωτεριστές αυτοί άνθρωποι και συνειδητοί εχθροί του Χριστιανισμού, πρέπει να ταυτιστούν με τον Πορφύριο και τον κύκλο του. Ο Πορφύριος, κατά συνέπεια, όχι μόνο θα είχε συγγράψει το De regressu animae πριν από το 297, αλλά και το Κατὰ Χριστιανῶν· και μάλιστα αρκετά νωρίτερα, ώστε η ύπαρξή του να έχει φθάσει μέχρι τη δευτερεύουσα πόλη της Σίκκας στη Βόρεια Αφρική. Οι παραλληλισμοί που επικαλείται ο Courcelle, ωστόσο, είναι όλοι αόριστοι και ανακριβείς. Κανένας τους δεν αφορά δόγμα που να πρέπει να συνδεθεί ιδιαιτέρως με τον Πορφύριο (ή, εν προκειμένω, με τον Πλωτίνο), αν και είναι βεβαίως αληθές ότι ο Πορφύριος και ο Πλωτίνος θα μπορούσαν να αποδέχονται ορισμένα από αυτά ως μέρος του γενικού αποθέματος θρησκευτικών και φιλοσοφικών καταλοίπων που κληρονόμησαν.
Ιδίως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η αντίληψη των viri novi περί της καθαρής και άμεμπτης ψυχής έχει νεοπλατωνικές συνδηλώσεις· αν όμως ισχύει αυτό, τότε ο Πλωτίνος, ως η πηγή της διδασκαλίας περί της ανώτερης ψυχής που παραμένει υπεράνω του επιπέδου της αμαρτίας και της συνηθισμένης κοινωνικής ζωής, θα ήταν η πιθανότερη πηγή. Ωστόσο, τέτοιες διδασκαλίες περί καθαρής ψυχής, σε κάποια εκδοχή, είναι κοινότοπες σε ένα ευρύ φάσμα φιλοσόφων και θεολόγων, από τον Πλάτωνα της Πολιτείας (βιβλίο Ι΄) έως τον αισχρό Καρποκράτη και τους νεωτερικούς, αγαπητικούς Χριστιανούς του — και με κάθε είδους ενδιάμεσες παραλλαγές. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να υποθέσουμε ότι ο Αρνόβιος επιτίθεται στον Πορφύριο (ή έστω στον Πλωτίνο), αλλά υπάρχουν και ισχυροί λόγοι να πιστεύουμε ότι δεν το κάνει.
Ο Αρνόβιος δηλώνει στο βιβλίο Α΄ ότι θα κατονομάσει τους αντιπάλους του, και στο ίδιο βιβλίο πράγματι το κάνει. Όπως είδαμε, πρόκειται για Ερμητιστές, Πλατωνικούς και novi viri. Αν εννοούσε τον Πορφύριο, γιατί να μην το έλεγε ρητώς; Στην πραγματικότητα δεν είναι ιδιαίτερα σαφής ως προς τις «αυθεντίες» αυτών των novi viri, ωστόσο μνημονεύει εκ νέου τον Πλάτωνα, και, όπως είδαμε, είχε ήδη αναφερθεί προηγουμένως στον Πλάτωνα, τον Νουμήνιο και τον Κρόνιο. Η επίδραση των δύο τελευταίων, τόσο στον ίδιο τον Πορφύριο όσο και σε άλλους της περιόδου αυτής, όπως ο Καλκίδιος, έχει τεκμηριωθεί πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία. Αφού ο Αρνόβιος τους κατονομάζει, είναι άραγε υπερβολικό να υποθέσουμε ότι τους είχε διαβάσει και ότι αυτοί —και όχι ο ανώνυμος Πορφύριος— είναι οι πηγές των εκλεκτικιστικών θέσεων, τις οποίες ο Festugière ορθώς αναγνώρισε ως εκλεκτικιστικές;
Μια ακόμη ένδειξη προς την ίδια κατεύθυνση προκύπτει αν επανέλθουμε στον ρόλο του Απολλωνίου του Τυανέα στην αντιχριστιανική πολεμική. Έχουμε ήδη παρατηρήσει ότι, σύμφωνα με τον Ευσέβιο, ο Σωσιανός Ιεροκλής ήταν ο πρώτος που προέβη σε λεπτομερή σύγκριση του Απολλωνίου με τον Ιησού, έργο που αργότερα επιχείρησε και ο Πορφύριος. Ενδιαφέρον είναι, ωστόσο, ότι και ο Αρνόβιος γνωρίζει τον Απολλώνιο και αναφέρεται σε αυτόν. Κάποιοι θα έσπευδαν να συναγάγουν από αυτό επίδραση του Πορφυρίου. Αυτό όμως είναι εξαιρετικά απίθανο. Στόν Απολλώνιο δεν αποδίδεται καμία ιδιαίτερη σημασία, την οποία ασφαλώς θα είχε αν ο Αρνόβιος είχε κατά νου την επεξεργασία του Πορφυρίου. Αντιθέτως, απλώς μνημονεύεται ανάμεσα σε μια ποικιλία συνηθισμένων μάγων, όπως ο Ζωροάστρης και ο Ιουλιανός ο Χαλδαίος. Ο Αρνόβιος δεν γνωρίζει τίποτε για τη στάση του Πορφυρίου απέναντι στον Απολλώνιο τον Τυανέα — γεγονός που, αν και δεν έχει άμεση σχέση με το De regressu, επιβεβαιώνει πάντως την άγνοιά του ως προς το (υποθετικά ακόμη μη συγγεγραμμένο) Κατὰ Χριστιανῶν.
Αν λοιπόν τα επιχειρήματα που ο Αρνόβιος στρέφει εναντίον επιδραστικών αντιπάλων του Χριστιανισμού δεν απευθύνονται στον συγγραφέα του Κατὰ Χριστιανῶν, φαίνεται απίθανο να απευθύνονται στον συγγραφέα του De regressu ή οποιουδήποτε άλλου πορφυριανού έργου, διότι τα έργα αυτά από μόνα τους δύσκολα καθιστούν τον Πορφύριο μείζονα αντίπαλο του Χριστιανισμού. Ταυτόχρονα, θα ήταν κάτι περισσότερο από απίθανο να υποθέσουμε ότι, όταν ο Αρνόβιος πραγματεύεται τις λεγόμενες «θετικές διδασκαλίες» των viri novi, έχει κατά νου το De regressu του Πορφυρίου, ενώ όταν εξετάζει τις αρνητικές στάσεις των ίδιων αυτών novi viri απέναντι στον Χριστιανισμό, αναφέρεται σε κάποιον άλλον.
Σημειώσεις:
14.Για τον Αυρηλιανό βλ. A. Cameron, «The Date of Porphyry’s κατὰ χριστιανῶν», CQ 18 (1967), 384.
15.Hist. eccl. 6.19.2.
16.Or. 18.178.
17.T. D. Barnes, «Porphyry Against the Christians: Date and Attribution of the Fragments», JThS 24 (1973), 424–442. Αποδέχομαι τα περισσότερα από τα επιχειρήματα του Barnes, με εξαίρεση την πρότασή του ότι στο Ιερώνυμο, Ep. 133.9 (= Πορφύριος, έκδ. Harnack, απ. 82), ο Πορφύριος μιλά για τη Βρετανία ως fertilis tyrannorum. Η παρατήρηση φαίνεται πιθανότερο να ανήκει στον ίδιο τον Ιερώνυμο, όπως ο ίδιος ο Barnes παραδέχεται ότι είναι δυνατόν (σ. 437).
18.Πορφύριος, έκδ. Harnack, απ. 43 (SABPh [1921] 266–284). Βλ. M. Casey, «Porphyry and the Origin of the Book of Daniel», JThS 27 (1976), 16–17.
19.Ο Λακτάντιος (Div. Inst. 4.27.5) δείχνει ότι οι διωγμοί είχαν ήδη αρχίσει στην Αντιόχεια έως το 299.
20.Για τη χρονολόγηση του Μεθοδίου βλ. T. D. Barnes, «Methodius, Maximus and Valentinus», JThS 30 (1979), 47–55. Ο Ιερώνυμος (Ep. 70.3) λέει ότι το έργο του Μεθοδίου είχε έκταση 10.000 στίχων. Για τον Μέσο Πλατωνισμό στο έργο του Μεθοδίου Περὶ αὐτεξουσίου βλ. J. Pépin, «Platonisme et Stoïcisme dans le De Autexusio de Méthode d’Olympe», στο Forma Futuri: Studi in onore del Cardinale Michele Pellegrino (Τορίνο 1975), σσ. 126–144.
21.Για τον Ιεροκλή βλ. Λακτάντιος, Div. Inst. 5.2.12· De mort. pers. 16.4.
22.Barnes, «Porphyry», σσ. 438–439, απορρίπτει την πιθανή ταύτιση αυτού του «ἱερέα» με τον ίδιο τον Πορφύριο. Για τη γνώση του Λακταντίου περί Πλατωνισμού (η οποία είναι περιορισμένη και με ελαφρά μέση-πλατωνική απόχρωση) βλ. πιο πρόσφατα M. Perrin, «Le Platon de Lactance», στο Lactance et son temps (Παρίσι 1978), σσ. 203–231, όπου παρατίθενται και άλλες πρόσφατες συζητήσεις.
23.Div. Inst. 5.2.3–11.
24.C. Hier. GCS 43.1 (εκδ. Mras, 1954), 370.9–12.
25.Για τη χρονολόγηση βλ. A. Harnack, Chronologie der altchristlichen Literatur bis Eusebius, 2 (1904), 118· Barnes, «Sossianus Hierocles», σ. 240.
26.Για τη χρονολόγηση βλ. G. E. McCracken, ACW 7 (1949), 7–11.
27.Βλ. P. Courcelle, «Les Sages de Porphyre et les “Viri novi” d’Arnobe», REL 31 (1953), 257–271.
28.A. J. Festugière, «La doctrine des “Viri novi” sur l’origine et le sort des âmes d’après Arnobe, 2: 11–66», στο Mémorial Lagrange (Παρίσι 1940), σσ. 97–132.
29.Festugière, σ. 127.
30.Courcelle, «Les Sages»· επανάληψη στο «Anti-Christian Arguments», σ. 156.
31.Enn. 2.9.2.4· 4.8.8.1 κ.ε.· 4.8.4.31 κ.ε.
32.Για τον Καρποκράτη βλ. Ευσέβιος, Hist. eccl. 4.7.9· και γενικότερα για τη σεξουαλική ἀγάπη βλ. A. Nygren, Agape and Eros (Φιλαδέλφεια 1953), σσ. 308–309.
33.Adv. Nat. 1.27.
34.Π.χ. Adv. Nat. 2.36.
35.Adv. Nat. 1.52.
Το ζήτημα της επιρροής και της διάδοσης των νεοπλατωνικών ιδεών κατά την περίοδο που μας απασχολεί δεν περιορίζεται στη μελέτη της κυκλοφορίας των συγγραμμάτων του Πλωτίνου. Έχουμε ήδη αποδώσει στον Αμέλιο συγκριτικά μικρή σημασία καθαυτόν, αν και ίσως μεγαλύτερη ως πηγή πλωτινικών κειμένων, είτε από το ίδιο του το σχολείο στην Απάμεια είτε μέσω της μεσολάβησης του Λογγίνου. Η ίδια συγκριτική ασημαντότητα δεν μπορεί να αποδοθεί στον Πορφύριο, τουλάχιστον χωρίς προσεκτική εξέταση, ιδίως επειδή έχει συχνά υποστηριχθεί –και πλέον σχεδόν αποτελεί καθιερωμένη άποψη– ότι το έργο του, και ιδιαίτερα τα δεκαπέντε βιβλία Κατὰ Χριστιανῶν, ήταν ευρέως γνωστά στους χριστιανικούς κύκλους ήδη πριν από το έτος 300 και μάλιστα ότι αντικρούστηκαν σε χριστιανικά κείμενα που σώζονται έως σήμερα. Δεν υπάρχει, βεβαίως, αμφιβολία ότι ο Πορφύριος είχε δημοσιεύσει μεγάλη ποικιλία έργων, συμπεριλαμβανομένου –κατά πάσα πιθανότητα– του σημαντικού De regressu animae, πριν από το 300· το ερώτημα όμως που μας απασχολεί είναι κατά πόσον οι χριστιανοί συγγραφείς χρησιμοποίησαν υλικό προερχόμενο από τον Πορφύριο που είναι προδήλως νεοπλατωνικό, και όχι απλώς πλατωνικό ή μεσοπλατωνικό ως προς το περιεχόμενό του. Διότι, ελλείψει τέτοιου υλικού, η απόδειξη της γνώσης και χρήσης του Πορφυρίου (ως διακριτού από τις πηγές του) καθίσταται ανεπαρκής.
Σε πρακτικό επίπεδο, οι έρευνές μας πρέπει να καταλήξουν στα εξής ερωτήματα: τη χρονολόγηση των αδιαμφισβήτητων απαντήσεων στο Κατὰ Χριστιανῶν του Πορφυρίου από τον Μεθόδιο και τον Ευσέβιο Καισαρείας, καθώς και τη χρονολόγηση του ίδιου του Κατὰ Χριστιανῶν· τις υποτιθέμενες αναφορές στον Πορφύριο στο έργο του Αρνόβιου του Σικκανού Adversus Nationes· τις πηγές του αντιχριστιανού αντιπάλου του Λακταντίου, Ιεροκλή· και τη φύση του πλατωνικού υλικού στο Σχόλιο στον Τίμαιο του Καλκιδίου. Ο Καλκίδιος ειδικότερα, εφόσον κατανοηθεί ορθά, θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε γιατί δεν είναι ο Νεοπλατωνισμός –ούτε εκείνος του Πορφυρίου ούτε του Πλωτίνου– το κυρίαρχο ρεύμα του Πλατωνισμού ούτε στην Ανατολή ούτε στη Δύση, είτε πριν από την εμφάνιση της Praeparatio του Ευσεβίου είτε στην περίοδο που ακολουθεί: την περίοδο της Ομιλίας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου προς τη Σύναξη των Αγίων, των πρώιμων συγγραφών του Αθανασίου και της Συνόδου της Νικαίας. Η Praeparatio, θα υποστηρίξουμε, πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαίτερη και σημαντική περίπτωση· ωστόσο, ως πρόσθετο μάρτυρα στη συζήτησή μας για την «πρώιμη αθανασιανή» περίοδο της χριστιανικής διανοητικής ιστορίας, θα επικαλεστούμε επίσης έναν μάλλον παραμελημένο ειδωλολάτρη πλατωνιστή της ύστερης Αλεξάνδρειας του τρίτου αιώνα: τον Αλέξανδρο τον Λυκοπολίτη, συγγραφέα ενός σωζόμενου πραγματείου κατά των δυαλιστικών θέσεων του Μάνη.
i. Παρατηρήσεις για τη χρονολόγηση του Πορφυρίου, Κατὰ Χριστιανῶν
Πρώτα απ’ όλα ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ζήτημα της χρονολόγησης του έργου Κατὰ Χριστιανῶν. Μέχρι πρόσφατα η κρατούσα άποψη ήταν ότι γράφτηκε επί Κλαυδίου Γοτθικού ή Αυρηλιανού, όμως, όπως έχει επισημάνει ο T. D. Barnes, αυτή η θέση στηρίζεται στο συμπέρασμα—που αντλείται από τη δήλωση του Ευσεβίου ότι ο Πορφύριος έγραψε το Κατὰ Χριστιανῶν στη Σικελία—ότι πρέπει να το συνέγραψε κατά τη γνωστή του παραμονή στη Σικελία μεταξύ του 268 και των αρχών της δεκαετίας του 270. Σαν να μην μπορούσε ο Πορφύριος να το έχει γράψει κατά μεταγενέστερη επίσκεψή του στη Σικελία! Πράγματι, η φράση του Ευσεβίου καθ’ ἡμᾶς («στη διάρκεια της ζωής μου») ενδέχεται μάλιστα να υποδηλώνει μεταγενέστερη χρονολόγηση—όπως και ένα χωρίο του Λιβανίου, ο οποίος, συγκρίνοντας τα αντιχριστιανικά συγγράμματα του Πορφυρίου με εκείνα του Ιουλιανού, λέει ότι τα έργα του αυτοκράτορα υπερέχουν εκείνων του «γέροντος από την Τύρο». Εν συντομία, χρειαζόμαστε ανεξάρτητες μαρτυρίες προτού τοποθετήσουμε το Κατὰ Χριστιανῶν μέσα ή κοντά στη βασιλεία του Αυρηλιανού.
Τα περισσότερα προβλήματα σχετικά με τη χρονολόγηση του Κατὰ Χριστιανῶν έχουν αποσαφηνιστεί από τον Barnes, αλλά μπορούν να προστεθούν ορισμένες παρατηρήσεις. Στο κεφάλαιο 16 του Βίου του Πλωτίνου, ο Πορφύριος μας λέει ότι στην εποχή του Πλωτίνου υπήρχαν πολλοί χριστιανοί, καθώς και αιρετικοί που είχαν εγκαταλείψει την παραδοσιακή φιλοσοφία και είχαν προσχωρήσει στον Γνωστικισμό, στηριζόμενοι σε διάφορα βιβλία αποκαλύψεων. Ο Πλωτίνος, όπως φαίνεται, παρότρυνε τους μαθητές του να αντικρούσουν αυτές τις απατηλές συντομεύσεις προς τη σοφία, και τόσο ο Αμέλιος—με τα σαράντα βιβλία του εναντίον του έργου Ζωστριανός—όσο και ο ίδιος ο Πορφύριος ανέλαβαν αυτή την πρόκληση. Ο ρόλος του ίδιου του Πορφυρίου, όπως μας λέει, ήταν να επιτεθεί σε αυτό που παρουσιαζόταν ως βιβλίο του Ζωροάστρη, αποδεικνύοντας ότι επρόκειτο για πρόσφατη πλαστογραφία.
Το χωρίο αυτό θυμίζει το πιο γνωστό έργο του Πορφυρίου στο ίδιο πεδίο: το επιχείρημά του στο Κατὰ Χριστιανῶν ότι το Βιβλίο του Δανιήλ—ίσως το πιο επιδραστικό από όλα τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης σε πολλούς χριστιανικούς κύκλους—συντέθηκε σχετικά αργά, μετά (ή, λιγότερο πιθανό, κατά τη διάρκεια) τη βασιλεία του Αντιόχου Επιφανούς (175–164 π.Χ.). Φαίνεται να διακρίνουμε εδώ ένα επιχείρημα εκ της σιωπής. Αν ο Πορφύριος είχε ήδη συνθέσει το Κατὰ Χριστιανῶν το 301, όταν ο τελικός αγώνας μεταξύ χριστιανών και εθνικών επί Διοκλητιανού επρόκειτο να καταλήξει σε διωγμό—και ο στρατός πιθανότατα είχε ήδη «καθαρθεί»—είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι θα το είχε αναφέρει στον Βίο του Πλωτίνου. Ως τότε, τουλάχιστον, ο Πορφύριος γνώριζε ότι η ορθόδοξη χριστιανική πίστη αποτελούσε πολύ μεγαλύτερη απειλή για την πλωτινική και γενικότερα την ελληνική του κληρονομιά από οποιαδήποτε υποκατηγορία του Γνωστικισμού· και δεν υπήρχε λόγος να σιωπήσει, αν είχε ήδη συνθέσει το Κατὰ Χριστιανῶν. Όμως, όπως έχει δείξει ο Barnes, η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι έως το 301 δεν το είχε ακόμη συγγράψει.
Τι γίνεται λοιπόν με την αναίρεση από τον Μεθόδιο, επίσκοπο Ολύμπου και ίσως επίσης Πατάρων της Λυκίας, ο οποίος μαρτύρησε πιθανότατα το 311; Δεν υπάρχει καμία ένδειξη που να επιτρέπει να υποτεθεί ότι το έργο αυτό γράφτηκε κατά τον τρίτο αιώνα. Αυτό μας οδηγεί στις αρχές του τετάρτου αιώνα και στη μαρτυρία του Λακταντίου, ο οποίος κατοικούσε, όπως και ο Μεθόδιος, στη Μικρά Ασία, αλλά συγκεκριμένα στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα Νικομήδεια.
Σύμφωνα με τον Λακτάντιο, το 303 κυκλοφορούσαν στη Νικομήδεια δύο γνωστές επιθέσεις κατά του Χριστιανισμού: η μία ήταν έργο του Σωσιανού Ιεροκλέους, διοικητή της Βιθυνίας και αργότερα επάρχου της Αιγύπτου, ενώ η άλλη είχε γραφεί από έναν άγνωστο «ιερέα της φιλοσοφίας», τον οποίο ο Λακτάντιος περιγράφει ως έκλυτο άνθρωπο και γαιοκτήμονα στη Μικρά Ασία, ο οποίος συνέγραψε τρία βιβλία κατά του Χριστιανισμού. Ο τελευταίος αυτός συγγραφέας απορρίπτεται από τον Λακτάντιο ως νεόκοπος ανόητος, που σύντομα αναγνωρίστηκε ως τέτοιος· ο πρώτος, όμως, παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Ο Λακτάντιος τονίζει την έλλειψη πρωτοτυπίας του Ιεροκλέους, ενώ η πηγή του, την οποία ο ίδιος ο Λακτάντιος κατονομάζει και η οποία υποδηλώνεται ήδη από τον τίτλο του έργου του (Φιλαλήθης ή ίσως Φιλαλήθη επιχειρήματα), δεν είναι ο Πορφύριος αλλά ο Κέλσος. Από το έργο του Ευσεβίου κατά του Ιεροκλέους πληροφορούμαστε μία σημαντική λεπτομέρεια: ο Ιεροκλής, σύμφωνα με τον Ευσέβιο, ήταν ο πρώτος που επιχείρησε μια συστηματική σύγκριση του Ιησού με τον Απολλώνιο τον Τυανέα, μια τακτική η οποία, όπως μαθαίνουμε από τον Ιερώνυμο, υιοθετήθηκε επίσης και από τον Πορφύριο.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο Ευσέβιος, γράφοντας το Κατὰ Ἱεροκλέους στην Καισάρεια (περ. 303), δεν γνώριζε την παρόμοια τακτική του Πορφυρίου ή, τουλάχιστον, θεωρούσε ότι αυτή προηγήθηκε χρονικά του Ιεροκλέους. Την ίδια στιγμή, στη Νικομήδεια, και ο Λακτάντιος σιωπά εξίσου για το Κατὰ Χριστιανῶν του Πορφυρίου· και από την εξάρτηση του Ιεροκλέους από τον Κέλσο μπορεί να συναχθεί ότι ο Ιεροκλής—στον οποίο ο Πορφύριος θα ήταν αναμφίβολα ιδεολογικά συγγενής—αναγκάστηκε να λεηλατήσει άλλα συγγράμματα και προπαντός εκείνα του Κέλσου, δηλαδή κείμενα μιας προγενέστερης γενιάς.
Από τον Λακτάντιο, που γράφει στη Νικομήδεια, ας στραφούμε τώρα στον δάσκαλό του, τον Αρνόβιο, ο οποίος γράφει στη Βόρεια Αφρική σε ελαφρώς προγενέστερη χρονολογία. Τα δεδομένα από αυτή την πλευρά, που παλαιότερα είχαν παρερμηνευθεί, θα μας οδηγήσουν στο ίδιο συμπέρασμα. Η πιθανή —και ασφαλώς δυνατή— χρονολόγηση του δεύτερου βιβλίου της πραγματείας του Αρνόβιου Adversus Nationes είναι το 297. Σε μια εκτενή παρέκβαση από το κύριο θέμα του, που είναι η κακία της ειδωλολατρικής θρησκείας, ο Αρνόβιος επιχειρεί να πραγματευθεί τις απόψεις διαφόρων παραπλανημένων φιλοσόφων (κεφ. 11–66). Τα πρόσωπα αυτά, τα οποία σε ένα σημείο χαρακτηρίζονται ως οπαδοί του Πλάτωνα, του Κρόνιου, του Νουμήνιου ή «όποιου θέλει κανείς» (cui libuerit), δηλαδή οποιουδήποτε άλλου πλην του Χριστού και πάντως όχι μεταγενέστερου της Μέσης Πλατωνικής περιόδου (κεφ. 11), εξετάζονται (κεφ. 13) σε τρεις ομάδες. Είναι είτε οπαδοί του Ερμή (δηλαδή Ερμητιστές), είτε του Πλάτωνα και του Πυθαγόρα, είτε «ομοφρονούντες και πορευόμενοι δια των αυτών οδών εν τη ενότητι των δογμάτων τους». Η φράση «ομοφρονούντες» (unius mentis) έχει κατά καιρούς ερμηνευθεί ως δήλωση ότι αυτοί ισχυρίζονται πως προέρχονται από έναν θείο Νου ή Θεό. Πιθανότερο όμως είναι ότι αναφέρεται γενικότερα σε μια λιγότερο σαφώς προσδιορίσιμη ομάδα, της οποίας η βασική οπτική είναι παρόμοια. Αλλού (κεφ. 15) αυτή η τελευταία ομάδα αποκαλείται novi viri, σύγχρονοι, «μοντέρνοι» άνθρωποι, οι οποίοι, φουσκωμένοι από αυτοσημασία, διακηρύσσουν τη φυσική αθανασία της ανθρώπινης ψυχής, τη συγγένειά της με τον πατέρα της και την άμεμπτη καθαρότητά της.
Οφείλουμε στον Festugière μια κατά βάση ορθή ταύτιση των αντικειμένων της αποστροφής του Αρνόβιου· πρόκειται, όπως κατέληξε, όχι για μία και μόνη σχολή. Ο Αρνόβιος έχει στο νου του ανθρώπους με παρόμοιες βασικές στάσεις, αλλά επηρεασμένους από ποικίλες πηγές: πλατωνικές, γνωστικές, ερμητικές και άλλες. Πράγματι, ο Αρνόβιος τους έχει ρητώς διακρίνει από τους λιγότερο εκλεκτικιστές Ερμητιστές, Πλατωνικούς και Πυθαγορείους. Στον εκλεκτικισμό τους και στην αλαζονεία τους παρουσιάζουν μάλιστα κάποια ομοιότητα με τους Γνωστικούς που κατήγγειλε ο Πλωτίνος.
Ο Festugière έκανε ένα αθώο αλλά επιζήμιο σφάλμα. Υπέδειξε, χωρίς όμως να το αποδείξει, ότι μέρος του εκλεκτικιστικού υλικού ήταν ειδικά νεοπλατωνικό. Άλλοι έσπευσαν εκεί όπου ο Festugière είχε διστάσει: ο Courcelle προσπάθησε να υποστηρίξει, με μια σειρά παραλληλισμών, ότι οι novi viri, οι νεωτεριστές αυτοί άνθρωποι και συνειδητοί εχθροί του Χριστιανισμού, πρέπει να ταυτιστούν με τον Πορφύριο και τον κύκλο του. Ο Πορφύριος, κατά συνέπεια, όχι μόνο θα είχε συγγράψει το De regressu animae πριν από το 297, αλλά και το Κατὰ Χριστιανῶν· και μάλιστα αρκετά νωρίτερα, ώστε η ύπαρξή του να έχει φθάσει μέχρι τη δευτερεύουσα πόλη της Σίκκας στη Βόρεια Αφρική. Οι παραλληλισμοί που επικαλείται ο Courcelle, ωστόσο, είναι όλοι αόριστοι και ανακριβείς. Κανένας τους δεν αφορά δόγμα που να πρέπει να συνδεθεί ιδιαιτέρως με τον Πορφύριο (ή, εν προκειμένω, με τον Πλωτίνο), αν και είναι βεβαίως αληθές ότι ο Πορφύριος και ο Πλωτίνος θα μπορούσαν να αποδέχονται ορισμένα από αυτά ως μέρος του γενικού αποθέματος θρησκευτικών και φιλοσοφικών καταλοίπων που κληρονόμησαν.
Ιδίως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η αντίληψη των viri novi περί της καθαρής και άμεμπτης ψυχής έχει νεοπλατωνικές συνδηλώσεις· αν όμως ισχύει αυτό, τότε ο Πλωτίνος, ως η πηγή της διδασκαλίας περί της ανώτερης ψυχής που παραμένει υπεράνω του επιπέδου της αμαρτίας και της συνηθισμένης κοινωνικής ζωής, θα ήταν η πιθανότερη πηγή. Ωστόσο, τέτοιες διδασκαλίες περί καθαρής ψυχής, σε κάποια εκδοχή, είναι κοινότοπες σε ένα ευρύ φάσμα φιλοσόφων και θεολόγων, από τον Πλάτωνα της Πολιτείας (βιβλίο Ι΄) έως τον αισχρό Καρποκράτη και τους νεωτερικούς, αγαπητικούς Χριστιανούς του — και με κάθε είδους ενδιάμεσες παραλλαγές. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να υποθέσουμε ότι ο Αρνόβιος επιτίθεται στον Πορφύριο (ή έστω στον Πλωτίνο), αλλά υπάρχουν και ισχυροί λόγοι να πιστεύουμε ότι δεν το κάνει.
Ο Αρνόβιος δηλώνει στο βιβλίο Α΄ ότι θα κατονομάσει τους αντιπάλους του, και στο ίδιο βιβλίο πράγματι το κάνει. Όπως είδαμε, πρόκειται για Ερμητιστές, Πλατωνικούς και novi viri. Αν εννοούσε τον Πορφύριο, γιατί να μην το έλεγε ρητώς; Στην πραγματικότητα δεν είναι ιδιαίτερα σαφής ως προς τις «αυθεντίες» αυτών των novi viri, ωστόσο μνημονεύει εκ νέου τον Πλάτωνα, και, όπως είδαμε, είχε ήδη αναφερθεί προηγουμένως στον Πλάτωνα, τον Νουμήνιο και τον Κρόνιο. Η επίδραση των δύο τελευταίων, τόσο στον ίδιο τον Πορφύριο όσο και σε άλλους της περιόδου αυτής, όπως ο Καλκίδιος, έχει τεκμηριωθεί πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία. Αφού ο Αρνόβιος τους κατονομάζει, είναι άραγε υπερβολικό να υποθέσουμε ότι τους είχε διαβάσει και ότι αυτοί —και όχι ο ανώνυμος Πορφύριος— είναι οι πηγές των εκλεκτικιστικών θέσεων, τις οποίες ο Festugière ορθώς αναγνώρισε ως εκλεκτικιστικές;
Μια ακόμη ένδειξη προς την ίδια κατεύθυνση προκύπτει αν επανέλθουμε στον ρόλο του Απολλωνίου του Τυανέα στην αντιχριστιανική πολεμική. Έχουμε ήδη παρατηρήσει ότι, σύμφωνα με τον Ευσέβιο, ο Σωσιανός Ιεροκλής ήταν ο πρώτος που προέβη σε λεπτομερή σύγκριση του Απολλωνίου με τον Ιησού, έργο που αργότερα επιχείρησε και ο Πορφύριος. Ενδιαφέρον είναι, ωστόσο, ότι και ο Αρνόβιος γνωρίζει τον Απολλώνιο και αναφέρεται σε αυτόν. Κάποιοι θα έσπευδαν να συναγάγουν από αυτό επίδραση του Πορφυρίου. Αυτό όμως είναι εξαιρετικά απίθανο. Στόν Απολλώνιο δεν αποδίδεται καμία ιδιαίτερη σημασία, την οποία ασφαλώς θα είχε αν ο Αρνόβιος είχε κατά νου την επεξεργασία του Πορφυρίου. Αντιθέτως, απλώς μνημονεύεται ανάμεσα σε μια ποικιλία συνηθισμένων μάγων, όπως ο Ζωροάστρης και ο Ιουλιανός ο Χαλδαίος. Ο Αρνόβιος δεν γνωρίζει τίποτε για τη στάση του Πορφυρίου απέναντι στον Απολλώνιο τον Τυανέα — γεγονός που, αν και δεν έχει άμεση σχέση με το De regressu, επιβεβαιώνει πάντως την άγνοιά του ως προς το (υποθετικά ακόμη μη συγγεγραμμένο) Κατὰ Χριστιανῶν.
Αν λοιπόν τα επιχειρήματα που ο Αρνόβιος στρέφει εναντίον επιδραστικών αντιπάλων του Χριστιανισμού δεν απευθύνονται στον συγγραφέα του Κατὰ Χριστιανῶν, φαίνεται απίθανο να απευθύνονται στον συγγραφέα του De regressu ή οποιουδήποτε άλλου πορφυριανού έργου, διότι τα έργα αυτά από μόνα τους δύσκολα καθιστούν τον Πορφύριο μείζονα αντίπαλο του Χριστιανισμού. Ταυτόχρονα, θα ήταν κάτι περισσότερο από απίθανο να υποθέσουμε ότι, όταν ο Αρνόβιος πραγματεύεται τις λεγόμενες «θετικές διδασκαλίες» των viri novi, έχει κατά νου το De regressu του Πορφυρίου, ενώ όταν εξετάζει τις αρνητικές στάσεις των ίδιων αυτών novi viri απέναντι στον Χριστιανισμό, αναφέρεται σε κάποιον άλλον.
Σημειώσεις:
14.Για τον Αυρηλιανό βλ. A. Cameron, «The Date of Porphyry’s κατὰ χριστιανῶν», CQ 18 (1967), 384.
15.Hist. eccl. 6.19.2.
16.Or. 18.178.
17.T. D. Barnes, «Porphyry Against the Christians: Date and Attribution of the Fragments», JThS 24 (1973), 424–442. Αποδέχομαι τα περισσότερα από τα επιχειρήματα του Barnes, με εξαίρεση την πρότασή του ότι στο Ιερώνυμο, Ep. 133.9 (= Πορφύριος, έκδ. Harnack, απ. 82), ο Πορφύριος μιλά για τη Βρετανία ως fertilis tyrannorum. Η παρατήρηση φαίνεται πιθανότερο να ανήκει στον ίδιο τον Ιερώνυμο, όπως ο ίδιος ο Barnes παραδέχεται ότι είναι δυνατόν (σ. 437).
18.Πορφύριος, έκδ. Harnack, απ. 43 (SABPh [1921] 266–284). Βλ. M. Casey, «Porphyry and the Origin of the Book of Daniel», JThS 27 (1976), 16–17.
19.Ο Λακτάντιος (Div. Inst. 4.27.5) δείχνει ότι οι διωγμοί είχαν ήδη αρχίσει στην Αντιόχεια έως το 299.
20.Για τη χρονολόγηση του Μεθοδίου βλ. T. D. Barnes, «Methodius, Maximus and Valentinus», JThS 30 (1979), 47–55. Ο Ιερώνυμος (Ep. 70.3) λέει ότι το έργο του Μεθοδίου είχε έκταση 10.000 στίχων. Για τον Μέσο Πλατωνισμό στο έργο του Μεθοδίου Περὶ αὐτεξουσίου βλ. J. Pépin, «Platonisme et Stoïcisme dans le De Autexusio de Méthode d’Olympe», στο Forma Futuri: Studi in onore del Cardinale Michele Pellegrino (Τορίνο 1975), σσ. 126–144.
21.Για τον Ιεροκλή βλ. Λακτάντιος, Div. Inst. 5.2.12· De mort. pers. 16.4.
22.Barnes, «Porphyry», σσ. 438–439, απορρίπτει την πιθανή ταύτιση αυτού του «ἱερέα» με τον ίδιο τον Πορφύριο. Για τη γνώση του Λακταντίου περί Πλατωνισμού (η οποία είναι περιορισμένη και με ελαφρά μέση-πλατωνική απόχρωση) βλ. πιο πρόσφατα M. Perrin, «Le Platon de Lactance», στο Lactance et son temps (Παρίσι 1978), σσ. 203–231, όπου παρατίθενται και άλλες πρόσφατες συζητήσεις.
23.Div. Inst. 5.2.3–11.
24.C. Hier. GCS 43.1 (εκδ. Mras, 1954), 370.9–12.
25.Για τη χρονολόγηση βλ. A. Harnack, Chronologie der altchristlichen Literatur bis Eusebius, 2 (1904), 118· Barnes, «Sossianus Hierocles», σ. 240.
26.Για τη χρονολόγηση βλ. G. E. McCracken, ACW 7 (1949), 7–11.
27.Βλ. P. Courcelle, «Les Sages de Porphyre et les “Viri novi” d’Arnobe», REL 31 (1953), 257–271.
28.A. J. Festugière, «La doctrine des “Viri novi” sur l’origine et le sort des âmes d’après Arnobe, 2: 11–66», στο Mémorial Lagrange (Παρίσι 1940), σσ. 97–132.
29.Festugière, σ. 127.
30.Courcelle, «Les Sages»· επανάληψη στο «Anti-Christian Arguments», σ. 156.
31.Enn. 2.9.2.4· 4.8.8.1 κ.ε.· 4.8.4.31 κ.ε.
32.Για τον Καρποκράτη βλ. Ευσέβιος, Hist. eccl. 4.7.9· και γενικότερα για τη σεξουαλική ἀγάπη βλ. A. Nygren, Agape and Eros (Φιλαδέλφεια 1953), σσ. 308–309.
33.Adv. Nat. 1.27.
34.Π.χ. Adv. Nat. 2.36.
35.Adv. Nat. 1.52.
Συνεχίζεται με:
ii. Πορφύριος και Βικτωρίνος
ii. Πορφύριος και Βικτωρίνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου