Του ANTONELLO D'ANGELO στο «archivio di filosofia», lxxxiv 3, 2016
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το παρόν άρθρο σκοπεύει να προσφέρει ένα σχολιασμό των χωρίων που ο Heidegger, στη διατριβή του, αφιερώνει στο πρόβλημα της αναλογίας. Τονίζω ότι η σκέψη του Γερμανού φιλοσόφου εξαρτάται αυστηρά από εκείνη του John Duns Scotus, αλλά δείχνω επίσης ότι ο Heidegger ερμηνεύει τα σκοτιανά κείμενα σύμφωνα με τη σύγχρονη φιλοσοφία, και ιδίως με εκείνη των Heinrich Rickert, Edmund Husserl και Emil Lask.
ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: Heidegger, Duns Scotus, αναλογία, σύγχρονη φιλοσοφία.
Ι
Το πρόβλημα που αφορά την εξατομίκευση (individuazione) είναι παρόν σε σημαντικό βαθμό στον εννοιολογικό ιστό της Habilitationsschrift, παρότι δεν συζητείται με αναλυτικό τρόπο ούτε απολύτως ορθά ως προς τη φιλολογική του διάσταση. Πράγματι, δεν είναι πολλά τα κείμενα που μνημονεύει ο Heidegger (μερικά μάλιστα μη αυθεντικά), από τα οποία, με τη σειρά τους, δεν αποσπώνται πολλές προτάσεις. Πριν τα υπενθυμίσουμε, ας υποδείξουμε γενικά ποιες είναι οι καθοδηγητικές ιδέες που προσδιορίζουν τη διαδικασία του Heidegger. Καταρχάς, ο Γερμανός φιλόσοφος συνδέει το πρόβλημα της εξατομίκευσης με εκείνο που αφορά την ύπαρξη και τον χρόνο. Δεύτερον, από την εξατομίκευση περνά να εξετάσει το πρόβλημα της αναλογίας. Αν αυτή η προσέγγιση δεν είναι, όπως φαίνεται, ξένη προς τη σκοτιανή γραμματεία, προέρχεται αναμφίβολα από μια ορισμένη ερμηνευτική ελευθερία.
Όσον αφορά, λοιπόν, το πρόβλημα που αφορά τη σχέση μεταξύ εξατομίκευσης, ύπαρξης και χρόνου, παρατηρούμε καταρχάς ότι ο Heidegger αρχίζει την έρευνα εξετάζοντας ορισμένες προτάσεις που αντλούνται από την quaestio 4 των Analytica Posteriora II (μη αυθεντικό κείμενο):
«Intelligendum est... quod esse existere non consequitur essentiam primo, sed primo consequitur individuum. Individuum enim per se et primo existit, essentia non nisi per accidens.»
Τώρα, το ότι η ατομικότητα και η ύπαρξη συνδέονται στενά και ότι, συνεπώς, το άτομο υπάρχει, είναι αναμφισβήτητο· γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι δεν είναι η ύπαρξη η αρχή της εξατομίκευσης. Ο Duns Scotus το αποδεικνύει κυρίως στην quaestio 3 του Ordinatio II, d. 3, pars 1· και το κύριο επιχείρημα συνίσταται στο γεγονός ότι, σε μια κατηγορηματική συνάρθρωση, για παράδειγμα εκείνη της ουσίας, βρίσκονται όλα τα χαρακτηριστικά που είναι ενδογενή σε αυτή τη συνάρθρωση, δηλαδή ανεξάρτητα από οτιδήποτε δεν ανήκει στην ίδια τη συνάρθρωση. Στη συνάρθρωση της ουσίας βρίσκουμε, λοιπόν, το «έμψυχο ον» και, κατεβαίνοντας, τον «άνθρωπο» και ακόμη τον «Σωκράτη»· λοιπόν, ο Σωκράτης εξατομικεύεται πλήρως εντός της ουσιώδους συνάρθρωσης, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει, καθόσον, όπως είχε δηλώσει ο Duns Scotus λίγο νωρίτερα, η ύπαρξη δεν έχει ίδιες διαφορές σε σχέση με την ουσία.¹
Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ ύπαρξης και χρόνου, ας εξετάσουμε ορισμένα χωρία της quaestio 2 στα Metafisica V, 11. Τίθεται το ερώτημα: Utrum substantia sit primum omnium entium tempore (Κατά πόσον η ουσία είναι χρονικά πρώτη από όλα τα όντα.). Σύμφωνα με μία από τις απόψεις που μνημονεύει ο Duns Scotus, το χρονικό πρωτείο της ουσίας συνίσταται στο γεγονός ότι αυτή είναι χωριστή και ανεξάρτητη από τις άλλες κατηγορίες, ενώ εκείνες δεν είναι ούτε χωριστές ούτε ανεξάρτητες από αυτήν:
«Nullum accidens invenitur sine substantia, sed aliqua substantia invenitur sine accidente.» (Κανένα συμβεβηκός δεν βρίσκεται χωρίς ουσία, αλλά κάποια ουσία βρίσκεται χωρίς συμβεβηκός)
Αυτή η θέση, όπως θα δούμε, γίνεται εν μέρει δεκτή από τον Duns Scotus, αν και φαίνεται ότι της απευθύνει μια αναμφίβολα οξεία αντίρρηση. Η προτεραιότητα κατά τον χρόνο, γράφει, δεν μπορεί να νοηθεί ούτε σύμφωνα με τον αριθμό, δηλαδή σε σχέση με μια ατομική ουσία, ούτε σύμφωνα με το είδος σε σχέση με τα ίδια (propri) συμβεβηκότα. Πράγματι, η ουσία δεν είναι προγενέστερη της ίδιας της πάθησής της, δηλαδή μιας ιδιότητας που της ανήκει καθόσον είναι ουσία, δεδομένου ότι σε μια απόδειξη συμπεραίνεται πως η πάθηση ανήκει καθ’ εαυτήν σε ένα υποκείμενο. Η πάθηση, επομένως, δεν μπορεί παρά να ενυπάρχει. Το είναι-ουσία, φαίνεται λοιπόν να συνάγεται, δεν είναι τέτοιο επειδή η ίδια η ουσία έχει κάποιον ίδιο χαρακτήρα· το ότι μια προσβολή, δηλαδή ένα συμβεβηκός, είναι αχώριστη από αυτήν (ότι είναι de subiecto per se), σημαίνει πράγματι ότι η ίδια η ουσία δεν μπορεί να την αποχωρίσει από τον εαυτό της· αν αυτό είναι αληθές, τότε ούτε η ουσία είναι χωριστή, ώστε η χρονική της προτεραιότητα να μη συνίσταται στη χωριστότητα. Με άλλα λόγια, η ουσία είναι τόσο λίγο χωριστή, ώστε κάθε συμβεβηκός να εμπεριέχει την έννοιά της· αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε δεν έχει κανένα πρωτείο ή καμία προτεραιότητα· ή, αν θέλει κανείς, τόσο τα συμβεβηκότα εξαρτώνται από αυτήν όσο και αυτή εξαρτάται από εκείνα.
Ας εξετάσουμε, λοιπόν, τη λύση. Πρέπει να γίνει κατανοητό τι σημαίνει «είναι προγενέστερο στον χρόνο». Στην περίπτωση της ουσίας καθόσον είναι ουσία, δεν μπορεί να ληφθεί ο χρόνος όπως ορίζεται στο Δ΄ βιβλίο της Φυσικής, δηλαδή ως μέτρο της κίνησης που ανήκει στα φυσικά όντα. Ούτε μπορεί να ληφθεί ο χρόνος ως εκτεταμένη και διαδοχική διάρκεια, η οποία, άλλωστε, δεν καθορίζει την ουσία του πράγματος. Αν γινόταν δεκτό ότι η ουσία είναι προγενέστερη των συμβεβηκότων ως προς τη διάρκεια, αυτή η θέση θα αναιρούνταν από μόνη της, διότι η διάρκεια είναι ένα συμβεβηκός και, επομένως, προϋποτίθεται από κάτι που, αν είναι διάρκεια, γεννά μια άπειρη παλινδρόμηση· με άλλα λόγια, αν η ουσία προηγείται ως προς τη διάρκεια, υπάρχει κάτι που, εντός της διάρκειας, είναι προγενέστερο της ουσίας, ώστε να μη δίδεται καμία προτεραιότητα της ίδιας της ουσίας. Λέγεται, λοιπόν, ότι είναι προγενέστερο στον χρόνο εκείνο που μπορεί να υπάρχει χωρίς το άλλο, ενώ το άλλο δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς εκείνο· και έτσι ακριβώς εκφράζεται ο Aristotele in littera. Αναμφίβολα, αυτό που είναι προγενέστερο υπάρχει ενεργεία, αλλά η προτεραιότητα στον χρόνο, έτσι νοούμενη, δεν είναι τίποτε άλλο παρά προτεραιότητα κατά φύσιν.
Όσον αφορά, λοιπόν, τη σχέση μεταξύ ατομικότητας και ύπαρξης στον χρόνο, πρέπει να συναχθεί ότι η ατομική ουσία δεν είναι εντός του χρόνου νοούμενου ως διαδοχής· ούτε η ύπαρξη είναι κάτι «διαρκές» ή χρονικό, εφόσον, επαναλαμβάνεται, ο χρόνος νοείται ως διαδοχή. Το άτομο, δηλώνει ακόμη ο Duns Scotus, μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητα από κάθε τυχαίο συμβεβηκός και διακρίνεται από ένα άλλο άτομο, διότι διαφέρει η ειδική τους φύση, την οποία ωστόσο έχουν από κοινού· η διάκριση είναι, επομένως, κατ’ ουσίαν (per essentiam) και όχι καθ’ ύπαρξιν (per existentiam), αν και η ατομική διαφορά προστίθεται στην ίδια την essentia· παραμένει, ωστόσο, σταθερό το γεγονός ότι η διάκριση δεν προκαλείται από τα τυχαία συμβεβηκότα.
Ας επιστρέψουμε τώρα στον Heidegger. Έχουμε παρατηρήσει ότι δεν προέρχονται όλες οι προτάσεις που παραθέτει σχετικά με την αρχή της εξατομίκευσης από αυθεντικά κείμενα. Η μόνη αυθεντική είναι η ord. II, d. 3, pars 1, q. 4, n. 76. Έχουμε ήδη αναφέρει εκείνη της quaestio 4 ad an. post. II. Παράδοξη, όπως έχω επισημάνει αλλού, είναι εκείνη που δηλώνεται ως προερχόμενη από in V metaph., q. 10, n. 76, αλλά που στην πραγματικότητα ανήκει στην Expositio του Antonio Andrea, Summa II, cap. 10, όπου πράγματι αυτό που τραβά την προσοχή είναι η στενή σύνδεση που τίθεται μεταξύ ατόμου, ύπαρξης και χρόνου. Εξίσου μη αυθεντικές είναι οι quaestiones de rerum principio (ερωτήματα περί της αρχής των όντων )που μνημονεύει ο Γερμανός φιλόσοφος.
Τώρα, πέρα από το γεγονός ότι ο Heidegger διαβάζει τα έργα του Doctor Subtilis στην έκδοση Vivès, η οποία δεν διακρίνει μεταξύ αυθεντικών και απόκρυφων συγγραμμάτων, και πέρα ακόμη από τη χρήση που κάνει του Lexicon του Mariano Fernández García, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι χρησιμοποιεί τον ίδιο του τον εαυτό ως οδηγό για την κατανόηση ολόκληρου του προβλήματος που αφορά την ατομικότητα. Απόδειξη αυτού αποτελεί η αυτοπαραπομπή στο έργο Der Zeitbegriff in der Geschichtswissenschaft (Η έννοια του χρόνου στην επιστήμη της ιστορίας) (M. HEIDEGGER, Die Kategorien- und Bedeutungslehre des Duns Scotus, όπ.π., σ. 195, σημ. 54.
* Όπ.π. Πρβλ. το δικό μου Heidegger e Mariano Fernández Garcia, «La Cultura», 3 (2015), σσ. 419–425. Δημοσιευμένο στο «Zeitschrift für Philosophie und philosophische Kritik», 161 (1916). Τώρα στο Frühe Schriften, σσ. 357–375. Πολύ ενδιαφέρον είναι το εκτενές δοκίμιο του C. DOLCINI, Heidegger, il tempo, il Medioevo, που συνοδεύει την επανέκδοση της ιταλικής μετάφρασης, Modena 2000, του κειμένου του Heidegger. Όσον αφορά γενικά το ζήτημα του ιστορισμού, είναι σημαντικό το βιβλίο του J. A. BARASH, Heidegger und der Historismus. Sinn der Geschichte und Geschichtlichkeit des Seins, από τα αμερικανικά σε μετάφραση του K. Spranzel, Würzburg 1999.).
Παραλείπω τη συζήτηση που διεξάγεται σχετικά με την έννοια του χρόνου στη φυσική και έρχομαι στο σημείο που μας ενδιαφέρει περισσότερο. «Η έννοια “λιμός στη Fulda το έτος 750” δηλώνει ένα πλήρως προσδιορισμένο ατομικό γεγονός και είναι, επομένως, μια ιστορική έννοια». Μια τέτοια έννοια, όπως είναι προφανές, δεν φαίνεται να αφορά τον χρόνο στη σύνδεσή του με την κίνηση και με τα φυσικά όντα, ούτε αν νοηθεί ως διαδοχή ή διάρκεια, αλλά μάλλον το Augenblick (η στιγμή) και την ατομικότητα. Με τι ασχολείται, λοιπόν, η ιστορική επιστήμη; Ο ίδιος ο Heidegger δηλώνει, για να το αρνηθεί αμέσως, ότι ο προσδιορισμός του χρόνου στην επιστήμη της ιστορίας είναι «die historische Chronologie». Θα πρέπει, επομένως, να καθοριστεί εκείνη η μοναδική όψη της «χρονολογίας» που μπορεί να ληφθεί «ως ουσιώδης στιγμή για την ιστορική έννοια του χρόνου».
Πρέπει τότε να διερωτηθούμε σχετικά με τον σκοπό της ιστορικής επιστήμης και να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι αυτή έχει ως αντικείμενο (Gegenstand) τον άνθρωπο, νοούμενο όχι ως βιολογικό αντικείμενο (Objekt), αλλά καθόσον η ιδέα του πολιτισμού πραγματώνεται μέσω των σωματικο-πνευματικών του επιδόσεων. Αυτή η δημιουργία πολιτισμού εκτυλίσσεται στον χρόνο· ωστόσο, το ενδιαφέρον του ιστορικού δεν συνίσταται στην εξέταση της χρονικής «ροής», αλλά μάλλον στο «das historisch Wirksame», «εκείνο που, από ιστορική άποψη, δρα ή είναι αποτελεσματικό». Και παρατίθεται μια σκέψη του Eduard Meyer: «Η επιλογή βασίζεται στο ιστορικό ενδιαφέρον που έχει η παρούσα εποχή για κάποιο αποτέλεσμα, για το αποτέλεσμα της εξέλιξης». Και είναι προφανώς η παρούσα εποχή (Gegenwart) εκείνη στην οποία συγκεντρώνεται και το ενδιαφέρον του Heidegger, με την έννοια ότι κάθε εξέλιξη πρέπει να αναπαρίσταται στη μοναδικότητα και την ανεπανάληπτότητά της.
Ανακύπτει, όμως, το πρόβλημα που αφορά τη σχέση μεταξύ του ιστορικού αντικειμένου και του χρόνου, δεδομένου ότι το αντικείμενο, καθόσον είναι ιστορικό, ανήκει πάντοτε στο παρελθόν και ότι μεταξύ αυτού και της ιστορικής θεώρησης παρεμβάλλεται μια χρονική απόσταση. Το παρελθόν έχει νόημα μόνο εφόσον ιδωθεί με βάση ένα παρόν. Το ιστορικό νόημα συνίσταται, τότε, στην κατανόηση της ποιοτικής ετερότητας που προσδιορίζει το αντικείμενο, καθόσον είναι παρελθόν, με βάση το παρόν. Πρόκειται, δηλαδή, για τη γεφύρωση του χρονικού χάσματος (die zeitliche Kluft) που τίθεται μεταξύ της ιστορικής θεώρησης (της δυνατότητας εκ των προτέρων κατανόησης στο παρόν) και του αντικειμένου, δηλαδή για την απόκτηση, πέρα από το εν λόγω χάσμα, μιας εξοικείωσης του παρόντος με το παρελθόν. Η υπέρβαση του χρόνου ως παρόδου και ως παρελθόντος (υπέρβαση που αποτελεί τον ίδιο τον σκοπό της ιστορικής επιστήμης) είναι δυνατή μόνο εάν ο ίδιος ο χρόνος τεθεί κατά κάποιον τρόπο σε λειτουργία. Ποια σχέση υφίσταται μεταξύ των δύο «χρόνων»; Και ποια είναι η λειτουργία του χρόνου στην υπέρβαση του χρόνου (Zeitüberwindung) (Το ότι πρόκειται για δύο χρόνους επισημαίνεται από τον BARASH, op. cit., σ. 109, ο οποίος όμως δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται την αντίφαση που μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια θέση. Γράφει, για παράδειγμα (loc. cit.): «Die Geschichte muß beständig aus der Perspektive eines zeitlosen, systematischen Moments, der in der Zeit aktualisiert ist, betrachtet werden» (πλάγια δικά μου). Πώς, όμως, μπορεί κάτι που είναι άχρονο να επικαιροποιείται μέσα στον χρόνο, είναι ίσως το ίδιο το πρόβλημα που αφορά την Temporalität des Seins, στην οποία θα γίνει αναφορά παρακάτω· έννοια που, αν δεν είναι αντιφατική, είναι αναμφίβολα εκείνη της οποίας η διερεύνηση είχε ως αποτέλεσμα το Sein und Zeit να παραμείνει ένα ανολοκλήρωτο έργο.).
Για τον σκοπό αυτό πρέπει να καθοριστούν ορισμένες έννοιες της ιστορικής μεθόδου. Πρώτον, να προσδιοριστεί η πραγματικότητα (Tatsächlichkeit) των περιστάσεων και η αυθεντικότητα των πηγών. Για να χρησιμοποιηθεί επιστημονικά μια πηγή, πρέπει να καθοριστεί ο χρόνος κατά τον οποίο εμφανίστηκε· η αξία της εξαρτάται, επομένως, από τη χρονική απόσταση σε σχέση με το γεγονός που μαρτυρεί. Πρόκειται, συνεπώς, και πάλι για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ του «τώρα» και του παρελθόντος χρόνου. Για τον καθορισμό των εννοιών της ιστορικής μεθόδου πρέπει, δεύτερον, να αναδειχθεί η συνάφεια μεταξύ των δεδομένων των γεγονότων που είχαν προηγουμένως προσδιοριστεί στη μοναδικότητά τους. Αυτή η συνάφεια πρέπει να καθοριστεί μεταξύ ιστορικών χρόνων που διακρίνονται ποιοτικά. Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η συνάφεια δεν μπορεί να είναι συνάφεια με την έννοια ότι φαίνεται αδύνατο να τεθεί συνάφεια μεταξύ ποιοτικά διαφορετικών μοναδικοτήτων. Όπως εκφράζεται ο Heidegger: «Η έννοια του χρόνου στην επιστήμη της ιστορίας δεν έχει καθόλου τον ομογενή χαρακτήρα που έχει η έννοια του χρόνου στις φυσικές επιστήμες». Αυτό σημαίνει ότι τα ιστορικά γεγονότα, παρότι διαδέχονται το ένα το άλλο, δεν συγκροτούν μια ποσοτική σειρά αλλά μια σύνδεση ποιοτήτων. Πρόκειται για την ανεύρεση ποιοτικά προσδιορισμένων «τόπων», σαν η «αρίθμηση» των γεγονότων και η θέση τους στη σειρά να μην συγκροτεί μια αριθμητική σειρά (Ότι, ωστόσο, η ιστορική επιστήμη έχει να κάνει και με γεγονότα ποσοτικά αριθμήσιμα και ότι αυτό συνιστά μια δυσκολία, επισημαίνεται εύστοχα από τον Dolcini στη συμβολή που παρατίθεται ανωτέρω στη σημείωση 2 της σ. 211.).
Είναι προφανές ότι μια τέτοια σύλληψη παραπέμπει, λίγο-πολύ άμεσα, στη σκοτιανή σύλληψη που αφορά την αρχή της εξατομίκευσης. Τα άτομα, δηλαδή, είναι αναμφίβολα πολλά και αριθμητικά διακριτά, αλλά το καθένα είναι «ένα» και δεν εξατομικεύεται χάρη στην ποσότητα. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να «μετρηθούν»;
Ο Heidegger δεν απαντά στο ερώτημα, αλλά η ανάγκη να τεθεί μια συνάφεια μεταξύ των μεμονωμένων και ποιοτικά προσδιορισμένων ιστορικών γεγονότων, δηλαδή να καταστεί ομογενές εκείνο που καθαυτό είναι ετερογενές, του επιτρέπει να περάσει από το πρόβλημα που αφορά την ατομικότητα και τον χρόνο σε εκείνο που αφορά την αναλογία. Και, τουλάχιστον στη Habilitationsschrift, ακριβώς η έννοια της αναλογίας φαίνεται να είναι εκείνη που επιτρέπει την επίλυση του προβλήματος. Για την ακρίβεια, το πέρασμα αυτό φαίνεται απότομο, αν όχι αδικαιολόγητο· δεν είναι όμως τέτοιο, εάν ληφθούν υπόψη οι σκέψεις που αναπτύχθηκαν στο άρθρο για την έννοια του χρόνου στην επιστήμη της ιστορίας.
Συνεχίζεται
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το παρόν άρθρο σκοπεύει να προσφέρει ένα σχολιασμό των χωρίων που ο Heidegger, στη διατριβή του, αφιερώνει στο πρόβλημα της αναλογίας. Τονίζω ότι η σκέψη του Γερμανού φιλοσόφου εξαρτάται αυστηρά από εκείνη του John Duns Scotus, αλλά δείχνω επίσης ότι ο Heidegger ερμηνεύει τα σκοτιανά κείμενα σύμφωνα με τη σύγχρονη φιλοσοφία, και ιδίως με εκείνη των Heinrich Rickert, Edmund Husserl και Emil Lask.
ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: Heidegger, Duns Scotus, αναλογία, σύγχρονη φιλοσοφία.
Ι
Το πρόβλημα που αφορά την εξατομίκευση (individuazione) είναι παρόν σε σημαντικό βαθμό στον εννοιολογικό ιστό της Habilitationsschrift, παρότι δεν συζητείται με αναλυτικό τρόπο ούτε απολύτως ορθά ως προς τη φιλολογική του διάσταση. Πράγματι, δεν είναι πολλά τα κείμενα που μνημονεύει ο Heidegger (μερικά μάλιστα μη αυθεντικά), από τα οποία, με τη σειρά τους, δεν αποσπώνται πολλές προτάσεις. Πριν τα υπενθυμίσουμε, ας υποδείξουμε γενικά ποιες είναι οι καθοδηγητικές ιδέες που προσδιορίζουν τη διαδικασία του Heidegger. Καταρχάς, ο Γερμανός φιλόσοφος συνδέει το πρόβλημα της εξατομίκευσης με εκείνο που αφορά την ύπαρξη και τον χρόνο. Δεύτερον, από την εξατομίκευση περνά να εξετάσει το πρόβλημα της αναλογίας. Αν αυτή η προσέγγιση δεν είναι, όπως φαίνεται, ξένη προς τη σκοτιανή γραμματεία, προέρχεται αναμφίβολα από μια ορισμένη ερμηνευτική ελευθερία.
Όσον αφορά, λοιπόν, το πρόβλημα που αφορά τη σχέση μεταξύ εξατομίκευσης, ύπαρξης και χρόνου, παρατηρούμε καταρχάς ότι ο Heidegger αρχίζει την έρευνα εξετάζοντας ορισμένες προτάσεις που αντλούνται από την quaestio 4 των Analytica Posteriora II (μη αυθεντικό κείμενο):
«Intelligendum est... quod esse existere non consequitur essentiam primo, sed primo consequitur individuum. Individuum enim per se et primo existit, essentia non nisi per accidens.»
Τώρα, το ότι η ατομικότητα και η ύπαρξη συνδέονται στενά και ότι, συνεπώς, το άτομο υπάρχει, είναι αναμφισβήτητο· γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι δεν είναι η ύπαρξη η αρχή της εξατομίκευσης. Ο Duns Scotus το αποδεικνύει κυρίως στην quaestio 3 του Ordinatio II, d. 3, pars 1· και το κύριο επιχείρημα συνίσταται στο γεγονός ότι, σε μια κατηγορηματική συνάρθρωση, για παράδειγμα εκείνη της ουσίας, βρίσκονται όλα τα χαρακτηριστικά που είναι ενδογενή σε αυτή τη συνάρθρωση, δηλαδή ανεξάρτητα από οτιδήποτε δεν ανήκει στην ίδια τη συνάρθρωση. Στη συνάρθρωση της ουσίας βρίσκουμε, λοιπόν, το «έμψυχο ον» και, κατεβαίνοντας, τον «άνθρωπο» και ακόμη τον «Σωκράτη»· λοιπόν, ο Σωκράτης εξατομικεύεται πλήρως εντός της ουσιώδους συνάρθρωσης, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει, καθόσον, όπως είχε δηλώσει ο Duns Scotus λίγο νωρίτερα, η ύπαρξη δεν έχει ίδιες διαφορές σε σχέση με την ουσία.¹
Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ ύπαρξης και χρόνου, ας εξετάσουμε ορισμένα χωρία της quaestio 2 στα Metafisica V, 11. Τίθεται το ερώτημα: Utrum substantia sit primum omnium entium tempore (Κατά πόσον η ουσία είναι χρονικά πρώτη από όλα τα όντα.). Σύμφωνα με μία από τις απόψεις που μνημονεύει ο Duns Scotus, το χρονικό πρωτείο της ουσίας συνίσταται στο γεγονός ότι αυτή είναι χωριστή και ανεξάρτητη από τις άλλες κατηγορίες, ενώ εκείνες δεν είναι ούτε χωριστές ούτε ανεξάρτητες από αυτήν:
«Nullum accidens invenitur sine substantia, sed aliqua substantia invenitur sine accidente.» (Κανένα συμβεβηκός δεν βρίσκεται χωρίς ουσία, αλλά κάποια ουσία βρίσκεται χωρίς συμβεβηκός)
Αυτή η θέση, όπως θα δούμε, γίνεται εν μέρει δεκτή από τον Duns Scotus, αν και φαίνεται ότι της απευθύνει μια αναμφίβολα οξεία αντίρρηση. Η προτεραιότητα κατά τον χρόνο, γράφει, δεν μπορεί να νοηθεί ούτε σύμφωνα με τον αριθμό, δηλαδή σε σχέση με μια ατομική ουσία, ούτε σύμφωνα με το είδος σε σχέση με τα ίδια (propri) συμβεβηκότα. Πράγματι, η ουσία δεν είναι προγενέστερη της ίδιας της πάθησής της, δηλαδή μιας ιδιότητας που της ανήκει καθόσον είναι ουσία, δεδομένου ότι σε μια απόδειξη συμπεραίνεται πως η πάθηση ανήκει καθ’ εαυτήν σε ένα υποκείμενο. Η πάθηση, επομένως, δεν μπορεί παρά να ενυπάρχει. Το είναι-ουσία, φαίνεται λοιπόν να συνάγεται, δεν είναι τέτοιο επειδή η ίδια η ουσία έχει κάποιον ίδιο χαρακτήρα· το ότι μια προσβολή, δηλαδή ένα συμβεβηκός, είναι αχώριστη από αυτήν (ότι είναι de subiecto per se), σημαίνει πράγματι ότι η ίδια η ουσία δεν μπορεί να την αποχωρίσει από τον εαυτό της· αν αυτό είναι αληθές, τότε ούτε η ουσία είναι χωριστή, ώστε η χρονική της προτεραιότητα να μη συνίσταται στη χωριστότητα. Με άλλα λόγια, η ουσία είναι τόσο λίγο χωριστή, ώστε κάθε συμβεβηκός να εμπεριέχει την έννοιά της· αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε δεν έχει κανένα πρωτείο ή καμία προτεραιότητα· ή, αν θέλει κανείς, τόσο τα συμβεβηκότα εξαρτώνται από αυτήν όσο και αυτή εξαρτάται από εκείνα.
Ας εξετάσουμε, λοιπόν, τη λύση. Πρέπει να γίνει κατανοητό τι σημαίνει «είναι προγενέστερο στον χρόνο». Στην περίπτωση της ουσίας καθόσον είναι ουσία, δεν μπορεί να ληφθεί ο χρόνος όπως ορίζεται στο Δ΄ βιβλίο της Φυσικής, δηλαδή ως μέτρο της κίνησης που ανήκει στα φυσικά όντα. Ούτε μπορεί να ληφθεί ο χρόνος ως εκτεταμένη και διαδοχική διάρκεια, η οποία, άλλωστε, δεν καθορίζει την ουσία του πράγματος. Αν γινόταν δεκτό ότι η ουσία είναι προγενέστερη των συμβεβηκότων ως προς τη διάρκεια, αυτή η θέση θα αναιρούνταν από μόνη της, διότι η διάρκεια είναι ένα συμβεβηκός και, επομένως, προϋποτίθεται από κάτι που, αν είναι διάρκεια, γεννά μια άπειρη παλινδρόμηση· με άλλα λόγια, αν η ουσία προηγείται ως προς τη διάρκεια, υπάρχει κάτι που, εντός της διάρκειας, είναι προγενέστερο της ουσίας, ώστε να μη δίδεται καμία προτεραιότητα της ίδιας της ουσίας. Λέγεται, λοιπόν, ότι είναι προγενέστερο στον χρόνο εκείνο που μπορεί να υπάρχει χωρίς το άλλο, ενώ το άλλο δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς εκείνο· και έτσι ακριβώς εκφράζεται ο Aristotele in littera. Αναμφίβολα, αυτό που είναι προγενέστερο υπάρχει ενεργεία, αλλά η προτεραιότητα στον χρόνο, έτσι νοούμενη, δεν είναι τίποτε άλλο παρά προτεραιότητα κατά φύσιν.
Όσον αφορά, λοιπόν, τη σχέση μεταξύ ατομικότητας και ύπαρξης στον χρόνο, πρέπει να συναχθεί ότι η ατομική ουσία δεν είναι εντός του χρόνου νοούμενου ως διαδοχής· ούτε η ύπαρξη είναι κάτι «διαρκές» ή χρονικό, εφόσον, επαναλαμβάνεται, ο χρόνος νοείται ως διαδοχή. Το άτομο, δηλώνει ακόμη ο Duns Scotus, μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητα από κάθε τυχαίο συμβεβηκός και διακρίνεται από ένα άλλο άτομο, διότι διαφέρει η ειδική τους φύση, την οποία ωστόσο έχουν από κοινού· η διάκριση είναι, επομένως, κατ’ ουσίαν (per essentiam) και όχι καθ’ ύπαρξιν (per existentiam), αν και η ατομική διαφορά προστίθεται στην ίδια την essentia· παραμένει, ωστόσο, σταθερό το γεγονός ότι η διάκριση δεν προκαλείται από τα τυχαία συμβεβηκότα.
Ας επιστρέψουμε τώρα στον Heidegger. Έχουμε παρατηρήσει ότι δεν προέρχονται όλες οι προτάσεις που παραθέτει σχετικά με την αρχή της εξατομίκευσης από αυθεντικά κείμενα. Η μόνη αυθεντική είναι η ord. II, d. 3, pars 1, q. 4, n. 76. Έχουμε ήδη αναφέρει εκείνη της quaestio 4 ad an. post. II. Παράδοξη, όπως έχω επισημάνει αλλού, είναι εκείνη που δηλώνεται ως προερχόμενη από in V metaph., q. 10, n. 76, αλλά που στην πραγματικότητα ανήκει στην Expositio του Antonio Andrea, Summa II, cap. 10, όπου πράγματι αυτό που τραβά την προσοχή είναι η στενή σύνδεση που τίθεται μεταξύ ατόμου, ύπαρξης και χρόνου. Εξίσου μη αυθεντικές είναι οι quaestiones de rerum principio (ερωτήματα περί της αρχής των όντων )που μνημονεύει ο Γερμανός φιλόσοφος.
Τώρα, πέρα από το γεγονός ότι ο Heidegger διαβάζει τα έργα του Doctor Subtilis στην έκδοση Vivès, η οποία δεν διακρίνει μεταξύ αυθεντικών και απόκρυφων συγγραμμάτων, και πέρα ακόμη από τη χρήση που κάνει του Lexicon του Mariano Fernández García, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι χρησιμοποιεί τον ίδιο του τον εαυτό ως οδηγό για την κατανόηση ολόκληρου του προβλήματος που αφορά την ατομικότητα. Απόδειξη αυτού αποτελεί η αυτοπαραπομπή στο έργο Der Zeitbegriff in der Geschichtswissenschaft (Η έννοια του χρόνου στην επιστήμη της ιστορίας) (M. HEIDEGGER, Die Kategorien- und Bedeutungslehre des Duns Scotus, όπ.π., σ. 195, σημ. 54.
* Όπ.π. Πρβλ. το δικό μου Heidegger e Mariano Fernández Garcia, «La Cultura», 3 (2015), σσ. 419–425. Δημοσιευμένο στο «Zeitschrift für Philosophie und philosophische Kritik», 161 (1916). Τώρα στο Frühe Schriften, σσ. 357–375. Πολύ ενδιαφέρον είναι το εκτενές δοκίμιο του C. DOLCINI, Heidegger, il tempo, il Medioevo, που συνοδεύει την επανέκδοση της ιταλικής μετάφρασης, Modena 2000, του κειμένου του Heidegger. Όσον αφορά γενικά το ζήτημα του ιστορισμού, είναι σημαντικό το βιβλίο του J. A. BARASH, Heidegger und der Historismus. Sinn der Geschichte und Geschichtlichkeit des Seins, από τα αμερικανικά σε μετάφραση του K. Spranzel, Würzburg 1999.).
Παραλείπω τη συζήτηση που διεξάγεται σχετικά με την έννοια του χρόνου στη φυσική και έρχομαι στο σημείο που μας ενδιαφέρει περισσότερο. «Η έννοια “λιμός στη Fulda το έτος 750” δηλώνει ένα πλήρως προσδιορισμένο ατομικό γεγονός και είναι, επομένως, μια ιστορική έννοια». Μια τέτοια έννοια, όπως είναι προφανές, δεν φαίνεται να αφορά τον χρόνο στη σύνδεσή του με την κίνηση και με τα φυσικά όντα, ούτε αν νοηθεί ως διαδοχή ή διάρκεια, αλλά μάλλον το Augenblick (η στιγμή) και την ατομικότητα. Με τι ασχολείται, λοιπόν, η ιστορική επιστήμη; Ο ίδιος ο Heidegger δηλώνει, για να το αρνηθεί αμέσως, ότι ο προσδιορισμός του χρόνου στην επιστήμη της ιστορίας είναι «die historische Chronologie». Θα πρέπει, επομένως, να καθοριστεί εκείνη η μοναδική όψη της «χρονολογίας» που μπορεί να ληφθεί «ως ουσιώδης στιγμή για την ιστορική έννοια του χρόνου».
Πρέπει τότε να διερωτηθούμε σχετικά με τον σκοπό της ιστορικής επιστήμης και να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι αυτή έχει ως αντικείμενο (Gegenstand) τον άνθρωπο, νοούμενο όχι ως βιολογικό αντικείμενο (Objekt), αλλά καθόσον η ιδέα του πολιτισμού πραγματώνεται μέσω των σωματικο-πνευματικών του επιδόσεων. Αυτή η δημιουργία πολιτισμού εκτυλίσσεται στον χρόνο· ωστόσο, το ενδιαφέρον του ιστορικού δεν συνίσταται στην εξέταση της χρονικής «ροής», αλλά μάλλον στο «das historisch Wirksame», «εκείνο που, από ιστορική άποψη, δρα ή είναι αποτελεσματικό». Και παρατίθεται μια σκέψη του Eduard Meyer: «Η επιλογή βασίζεται στο ιστορικό ενδιαφέρον που έχει η παρούσα εποχή για κάποιο αποτέλεσμα, για το αποτέλεσμα της εξέλιξης». Και είναι προφανώς η παρούσα εποχή (Gegenwart) εκείνη στην οποία συγκεντρώνεται και το ενδιαφέρον του Heidegger, με την έννοια ότι κάθε εξέλιξη πρέπει να αναπαρίσταται στη μοναδικότητα και την ανεπανάληπτότητά της.
Ανακύπτει, όμως, το πρόβλημα που αφορά τη σχέση μεταξύ του ιστορικού αντικειμένου και του χρόνου, δεδομένου ότι το αντικείμενο, καθόσον είναι ιστορικό, ανήκει πάντοτε στο παρελθόν και ότι μεταξύ αυτού και της ιστορικής θεώρησης παρεμβάλλεται μια χρονική απόσταση. Το παρελθόν έχει νόημα μόνο εφόσον ιδωθεί με βάση ένα παρόν. Το ιστορικό νόημα συνίσταται, τότε, στην κατανόηση της ποιοτικής ετερότητας που προσδιορίζει το αντικείμενο, καθόσον είναι παρελθόν, με βάση το παρόν. Πρόκειται, δηλαδή, για τη γεφύρωση του χρονικού χάσματος (die zeitliche Kluft) που τίθεται μεταξύ της ιστορικής θεώρησης (της δυνατότητας εκ των προτέρων κατανόησης στο παρόν) και του αντικειμένου, δηλαδή για την απόκτηση, πέρα από το εν λόγω χάσμα, μιας εξοικείωσης του παρόντος με το παρελθόν. Η υπέρβαση του χρόνου ως παρόδου και ως παρελθόντος (υπέρβαση που αποτελεί τον ίδιο τον σκοπό της ιστορικής επιστήμης) είναι δυνατή μόνο εάν ο ίδιος ο χρόνος τεθεί κατά κάποιον τρόπο σε λειτουργία. Ποια σχέση υφίσταται μεταξύ των δύο «χρόνων»; Και ποια είναι η λειτουργία του χρόνου στην υπέρβαση του χρόνου (Zeitüberwindung) (Το ότι πρόκειται για δύο χρόνους επισημαίνεται από τον BARASH, op. cit., σ. 109, ο οποίος όμως δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται την αντίφαση που μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια θέση. Γράφει, για παράδειγμα (loc. cit.): «Die Geschichte muß beständig aus der Perspektive eines zeitlosen, systematischen Moments, der in der Zeit aktualisiert ist, betrachtet werden» (πλάγια δικά μου). Πώς, όμως, μπορεί κάτι που είναι άχρονο να επικαιροποιείται μέσα στον χρόνο, είναι ίσως το ίδιο το πρόβλημα που αφορά την Temporalität des Seins, στην οποία θα γίνει αναφορά παρακάτω· έννοια που, αν δεν είναι αντιφατική, είναι αναμφίβολα εκείνη της οποίας η διερεύνηση είχε ως αποτέλεσμα το Sein und Zeit να παραμείνει ένα ανολοκλήρωτο έργο.).
Για τον σκοπό αυτό πρέπει να καθοριστούν ορισμένες έννοιες της ιστορικής μεθόδου. Πρώτον, να προσδιοριστεί η πραγματικότητα (Tatsächlichkeit) των περιστάσεων και η αυθεντικότητα των πηγών. Για να χρησιμοποιηθεί επιστημονικά μια πηγή, πρέπει να καθοριστεί ο χρόνος κατά τον οποίο εμφανίστηκε· η αξία της εξαρτάται, επομένως, από τη χρονική απόσταση σε σχέση με το γεγονός που μαρτυρεί. Πρόκειται, συνεπώς, και πάλι για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ του «τώρα» και του παρελθόντος χρόνου. Για τον καθορισμό των εννοιών της ιστορικής μεθόδου πρέπει, δεύτερον, να αναδειχθεί η συνάφεια μεταξύ των δεδομένων των γεγονότων που είχαν προηγουμένως προσδιοριστεί στη μοναδικότητά τους. Αυτή η συνάφεια πρέπει να καθοριστεί μεταξύ ιστορικών χρόνων που διακρίνονται ποιοτικά. Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η συνάφεια δεν μπορεί να είναι συνάφεια με την έννοια ότι φαίνεται αδύνατο να τεθεί συνάφεια μεταξύ ποιοτικά διαφορετικών μοναδικοτήτων. Όπως εκφράζεται ο Heidegger: «Η έννοια του χρόνου στην επιστήμη της ιστορίας δεν έχει καθόλου τον ομογενή χαρακτήρα που έχει η έννοια του χρόνου στις φυσικές επιστήμες». Αυτό σημαίνει ότι τα ιστορικά γεγονότα, παρότι διαδέχονται το ένα το άλλο, δεν συγκροτούν μια ποσοτική σειρά αλλά μια σύνδεση ποιοτήτων. Πρόκειται για την ανεύρεση ποιοτικά προσδιορισμένων «τόπων», σαν η «αρίθμηση» των γεγονότων και η θέση τους στη σειρά να μην συγκροτεί μια αριθμητική σειρά (Ότι, ωστόσο, η ιστορική επιστήμη έχει να κάνει και με γεγονότα ποσοτικά αριθμήσιμα και ότι αυτό συνιστά μια δυσκολία, επισημαίνεται εύστοχα από τον Dolcini στη συμβολή που παρατίθεται ανωτέρω στη σημείωση 2 της σ. 211.).
Είναι προφανές ότι μια τέτοια σύλληψη παραπέμπει, λίγο-πολύ άμεσα, στη σκοτιανή σύλληψη που αφορά την αρχή της εξατομίκευσης. Τα άτομα, δηλαδή, είναι αναμφίβολα πολλά και αριθμητικά διακριτά, αλλά το καθένα είναι «ένα» και δεν εξατομικεύεται χάρη στην ποσότητα. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να «μετρηθούν»;
Ο Heidegger δεν απαντά στο ερώτημα, αλλά η ανάγκη να τεθεί μια συνάφεια μεταξύ των μεμονωμένων και ποιοτικά προσδιορισμένων ιστορικών γεγονότων, δηλαδή να καταστεί ομογενές εκείνο που καθαυτό είναι ετερογενές, του επιτρέπει να περάσει από το πρόβλημα που αφορά την ατομικότητα και τον χρόνο σε εκείνο που αφορά την αναλογία. Και, τουλάχιστον στη Habilitationsschrift, ακριβώς η έννοια της αναλογίας φαίνεται να είναι εκείνη που επιτρέπει την επίλυση του προβλήματος. Για την ακρίβεια, το πέρασμα αυτό φαίνεται απότομο, αν όχι αδικαιολόγητο· δεν είναι όμως τέτοιο, εάν ληφθούν υπόψη οι σκέψεις που αναπτύχθηκαν στο άρθρο για την έννοια του χρόνου στην επιστήμη της ιστορίας.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου