Συνέχεια από Σάββατο 13. Δεκεμβρίου 2025
Ιστορία της ελληνικής και ρωμαϊκής φιλοσοφίας 10Όγδοος τόμος
Ο Πλωτίνος και ο παγανιστικός Νεοπλατωνισμός
Του Giovanni Reale, Εκδόσεις Bompiani
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Τρίτη ενότητα
II. ΤΟ ΕΝ ΩΣ ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΡΧΗ
5. Το Ένα ως «Υπερ-Ον», «Υπερ-Νόηση», «Υπερ-Ζωή»
Ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Τρίτη ενότητα
II. ΤΟ ΕΝ ΩΣ ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΡΧΗ
5. Το Ένα ως «Υπερ-Ον», «Υπερ-Νόηση», «Υπερ-Ζωή»
.........Ο άλλος όρος που χρησιμοποιεί συχνά ο Πλωτίνος για να δηλώσει την απόλυτη Αρχή είναι ἀγαθόν, δηλαδή «Αγαθό».¹² Πρόκειται, προφανώς, όχι για κάποιο ιδιαίτερο αγαθό, αλλά για το «Αγαθόν καθ’ εαυτό»· ή, αν θέλουμε, όχι για κάτι που «έχει» το αγαθό, αλλά που «είναι» το ίδιο το Αγαθό.¹³
Ο Πλωτίνος διευκρινίζει επίσης ότι, κυριολεκτικώς μιλώντας, η Πρώτη Αρχή είναι αγαθή όχι για τον εαυτό της, με την έννοια ότι δεν μπορεί να είναι αγαθή προς ίδιον όφελος· διότι δεν έχει ανάγκη από τίποτα, αλλά είναι αγαθή για όλα τα άλλα πράγματα, τα οποία έχουν ανάγκη από Αυτήν. Με αυτήν την έννοια, είναι «Ὑπερ-Αγαθόν»:
«Μια αρχή, όμως, δεν μπορεί να έχει ανάγκη από τις πραγματικότητες που έρχονται μετά από αυτήν, ώστε η Αρχή των πάντων δεν έχει ανάγκη από τίποτα· αντίθετα, αυτό που βρίσκεται στην ανάγκη, ακριβώς εξαιτίας αυτής της κατάστασής του, επιθυμεί την Αρχή. Τώρα, αν το Έν είχε ανάγκη από κάτι, ασφαλώς θα προσπαθούσε να μην είναι πλέον Έν, και έτσι θα χρειαζόταν ακριβώς αυτό που το διαλύει. Γενικά, ό,τι αναγνωρίζει πως στερείται κάτι, έχει ανάγκη από αγαθότητα και από σωτηρία, ώστε για το Έν δεν υπάρχει κανένα αγαθό, ούτε θέληση για κάτι. Πράγματι, είναι υπεράνω του Αγαθού, και δεν είναι αγαθό για τον εαυτό του, αλλά για τις άλλες πραγματικότητες που ενδεχομένως μπορούν να μετέχουν σε Αυτό.»¹⁴........
Ο Πλωτίνος διευκρινίζει επίσης ότι, κυριολεκτικώς μιλώντας, η Πρώτη Αρχή είναι αγαθή όχι για τον εαυτό της, με την έννοια ότι δεν μπορεί να είναι αγαθή προς ίδιον όφελος· διότι δεν έχει ανάγκη από τίποτα, αλλά είναι αγαθή για όλα τα άλλα πράγματα, τα οποία έχουν ανάγκη από Αυτήν. Με αυτήν την έννοια, είναι «Ὑπερ-Αγαθόν»:
«Μια αρχή, όμως, δεν μπορεί να έχει ανάγκη από τις πραγματικότητες που έρχονται μετά από αυτήν, ώστε η Αρχή των πάντων δεν έχει ανάγκη από τίποτα· αντίθετα, αυτό που βρίσκεται στην ανάγκη, ακριβώς εξαιτίας αυτής της κατάστασής του, επιθυμεί την Αρχή. Τώρα, αν το Έν είχε ανάγκη από κάτι, ασφαλώς θα προσπαθούσε να μην είναι πλέον Έν, και έτσι θα χρειαζόταν ακριβώς αυτό που το διαλύει. Γενικά, ό,τι αναγνωρίζει πως στερείται κάτι, έχει ανάγκη από αγαθότητα και από σωτηρία, ώστε για το Έν δεν υπάρχει κανένα αγαθό, ούτε θέληση για κάτι. Πράγματι, είναι υπεράνω του Αγαθού, και δεν είναι αγαθό για τον εαυτό του, αλλά για τις άλλες πραγματικότητες που ενδεχομένως μπορούν να μετέχουν σε Αυτό.»¹⁴........
Με βάση όσα ειπώθηκαν έως εδώ, είναι πλέον δυνατό να διευκρινιστεί καλύτερα το νόημα των ισχυρισμών σύμφωνα με τους οποίους το Ένα είναι απόλυτη υπέρβαση: βρίσκεται πάνω από το Είναι (πάνω από την οὐσία (ousia) και την ουσία (sostanza)), «πάνω από τη νόηση» και ακόμη «πάνω από τη ζωή». Ο Πλωτίνος δεν εννοεί, προφανώς, ότι το Πρώτο είναι «το μη-ον», «η μη-νόηση» ή κάτι που «στερείται ζωής». Αντιθέτως, εννοεί ότι, ως άπειρη αρχή από την οποία απορρέουν το Είναι, η νόηση και η ζωή, είναι κάτι ανώτερο από αυτά τα ίδια του τα προϊόντα.
Πράγματι, ο Πλωτίνος χρησιμοποιεί αυτούς τους όρους όταν αναφέρεται στο Ένα, συνοδεύοντάς τους με ένα οἷον (που σημαίνει «κατά κάποιον τρόπο»), δηλαδή με αναλογική σημασία, όπως είπαμε παραπάνω· ή ακόμη μιλά για «Υπερ-Νόηση»¹⁵ και, κατά κάποιον τρόπο, και για «Υπερ-Ον»¹⁶ και, συνεπώς, για «Υπερ-Ζωή».¹⁷
Εν ολίγοις: το Ένα υφίσταται, αλλά όχι κατά τον τρόπο του Είναι των Ιδεών και των ουσιών, διότι αυτές αποτελούν ένα παραγόμενο και πολλαπλό είναι.
Κατ’ ανάλογο τρόπο, «δεν νοεί» διχάζοντας τον εαυτό του σε «νοούν» και «νοητό», διότι ένας τέτοιος διχασμός συνεπάγεται ρήξη της ενότητας, και επομένως η «νόησή» του υπερβαίνει τη δυνατότητά μας να την προσδιορίσουμε και να την κατανοήσουμε.
Εξάλλου, ο Πλωτίνος αρνείται κατηγορηματικά ότι το Ένα νοεί τον εαυτό του και έχει αυτοσυνείδηση με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο, όπως θα δούμε, νοεί και έχει αυτοσυνείδηση ο «Νοῦς». Ωστόσο, αρνείται εξίσου κατηγορηματικά ότι το Ένα είναι «ασυνείδητο». Και ανάλογα αρνείται κατηγορηματικά ότι το Ένα είναι «χωρίς ζωή», ακόμη κι αν η ζωή του δεν είναι ούτε η Ζωή που ανήκει κατεξοχήν στον Νοῦ, ούτε εκείνη της Ψυχής:
«Εκείνο, που δεν είναι, κατά κάποιον τρόπο, ασυνείδητο, αλλά κρατά μέσα του και μαζί του ό,τι έχει, και έχει τέλεια γνώση του εαυτού του. Σε αυτό βρίσκεται η ζωή, τα πάντα βρίσκονται σε αυτό. Το ίδιο είναι αυτοσυνείδηση, η οποία υπάρχει μέσω ενός είδους συνείδησης, σε κατάσταση διαρκούς σταθερότητας και σε έναν τύπο Νοήσεως διαφορετικό από την κατανόηση του νοητικού τύπου.»¹⁸
Και ακόμη:
«Αλλά ποιος θα ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί μια φύση που δεν ανήκει ούτε στο πεδίο της αισθήσεως ούτε σε εκείνο της αυτογνωσίας; Σε τι συνίσταται, λοιπόν, το γνωρίζειν της; Στο “ἐγώ εἰμι”; Μα αν δεν είναι! Γιατί τότε να μη διακηρύξει “ἐγώ εἰμι τὸ Ἀγαθόν”; Σε αυτή την περίπτωση, για μία ακόμη φορά, θα αποδώσει το “εἶναι” στον εαυτό του· και έπειτα το “ἀγαθόν” θα μπορεί να το δηλώσει μόνο ως παράθεση, διότι το “ἀγαθόν” μπορεί να νοηθεί και χωρίς το “εἶναι”, εφόσον βρίσκεται έξω από κάθε κατηγόρηση. Όποιος όμως νοεί τον εαυτό του ως Αγαθό, δεν θα μπορούσε παρά να νοεί “ἐγώ εἰμι τὸ Ἀγαθόν”, αλλιώς θα είχε μεν τη νόηση του “Αγαθού”, αλλά όχι τη συνείδηση ότι ο ίδιος είναι αυτό το Αγαθό. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο εκείνος που νοεί τον εαυτό του ως Αγαθό να νοεί κατ’ αυτόν τον τρόπο: “ἐγώ εἰμι Ἀγαθόν”. Όμως, αν η ίδια η νόηση είναι Αγαθό, τότε δεν θα είναι νόηση του εαυτού, αλλά του Αγαθού, και έτσι δεν θα ταυτίζεται με το Αγαθό, αλλά με τη νόηση. Αν, πάλι, άλλο είναι η νόηση του Αγαθού και άλλο το Αγαθό, τότε το Αγαθό θα προηγείται της νοήσεως του Αγαθού· αλλά αν προηγείται της νοήσεως, δεν στερείται τίποτε, και αν δεν στερείται τίποτε για να είναι Αγαθό, τι ανάγκη έχει να νοεί τον εαυτό του; Πρέπει, λοιπόν, να συναχθεί ότι δεν νοεί τον εαυτό του ως Αγαθό. Πώς, λοιπόν, νοεί; Τίποτε άλλο
δεν του είναι παρόν παρά μια άμεση σύλληψη του εαυτού του.»¹⁹
Πράγματι, ο Πλωτίνος χρησιμοποιεί αυτούς τους όρους όταν αναφέρεται στο Ένα, συνοδεύοντάς τους με ένα οἷον (που σημαίνει «κατά κάποιον τρόπο»), δηλαδή με αναλογική σημασία, όπως είπαμε παραπάνω· ή ακόμη μιλά για «Υπερ-Νόηση»¹⁵ και, κατά κάποιον τρόπο, και για «Υπερ-Ον»¹⁶ και, συνεπώς, για «Υπερ-Ζωή».¹⁷
Εν ολίγοις: το Ένα υφίσταται, αλλά όχι κατά τον τρόπο του Είναι των Ιδεών και των ουσιών, διότι αυτές αποτελούν ένα παραγόμενο και πολλαπλό είναι.
Κατ’ ανάλογο τρόπο, «δεν νοεί» διχάζοντας τον εαυτό του σε «νοούν» και «νοητό», διότι ένας τέτοιος διχασμός συνεπάγεται ρήξη της ενότητας, και επομένως η «νόησή» του υπερβαίνει τη δυνατότητά μας να την προσδιορίσουμε και να την κατανοήσουμε.
Εξάλλου, ο Πλωτίνος αρνείται κατηγορηματικά ότι το Ένα νοεί τον εαυτό του και έχει αυτοσυνείδηση με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο, όπως θα δούμε, νοεί και έχει αυτοσυνείδηση ο «Νοῦς». Ωστόσο, αρνείται εξίσου κατηγορηματικά ότι το Ένα είναι «ασυνείδητο». Και ανάλογα αρνείται κατηγορηματικά ότι το Ένα είναι «χωρίς ζωή», ακόμη κι αν η ζωή του δεν είναι ούτε η Ζωή που ανήκει κατεξοχήν στον Νοῦ, ούτε εκείνη της Ψυχής:
«Εκείνο, που δεν είναι, κατά κάποιον τρόπο, ασυνείδητο, αλλά κρατά μέσα του και μαζί του ό,τι έχει, και έχει τέλεια γνώση του εαυτού του. Σε αυτό βρίσκεται η ζωή, τα πάντα βρίσκονται σε αυτό. Το ίδιο είναι αυτοσυνείδηση, η οποία υπάρχει μέσω ενός είδους συνείδησης, σε κατάσταση διαρκούς σταθερότητας και σε έναν τύπο Νοήσεως διαφορετικό από την κατανόηση του νοητικού τύπου.»¹⁸
Και ακόμη:
«Αλλά ποιος θα ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί μια φύση που δεν ανήκει ούτε στο πεδίο της αισθήσεως ούτε σε εκείνο της αυτογνωσίας; Σε τι συνίσταται, λοιπόν, το γνωρίζειν της; Στο “ἐγώ εἰμι”; Μα αν δεν είναι! Γιατί τότε να μη διακηρύξει “ἐγώ εἰμι τὸ Ἀγαθόν”; Σε αυτή την περίπτωση, για μία ακόμη φορά, θα αποδώσει το “εἶναι” στον εαυτό του· και έπειτα το “ἀγαθόν” θα μπορεί να το δηλώσει μόνο ως παράθεση, διότι το “ἀγαθόν” μπορεί να νοηθεί και χωρίς το “εἶναι”, εφόσον βρίσκεται έξω από κάθε κατηγόρηση. Όποιος όμως νοεί τον εαυτό του ως Αγαθό, δεν θα μπορούσε παρά να νοεί “ἐγώ εἰμι τὸ Ἀγαθόν”, αλλιώς θα είχε μεν τη νόηση του “Αγαθού”, αλλά όχι τη συνείδηση ότι ο ίδιος είναι αυτό το Αγαθό. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο εκείνος που νοεί τον εαυτό του ως Αγαθό να νοεί κατ’ αυτόν τον τρόπο: “ἐγώ εἰμι Ἀγαθόν”. Όμως, αν η ίδια η νόηση είναι Αγαθό, τότε δεν θα είναι νόηση του εαυτού, αλλά του Αγαθού, και έτσι δεν θα ταυτίζεται με το Αγαθό, αλλά με τη νόηση. Αν, πάλι, άλλο είναι η νόηση του Αγαθού και άλλο το Αγαθό, τότε το Αγαθό θα προηγείται της νοήσεως του Αγαθού· αλλά αν προηγείται της νοήσεως, δεν στερείται τίποτε, και αν δεν στερείται τίποτε για να είναι Αγαθό, τι ανάγκη έχει να νοεί τον εαυτό του; Πρέπει, λοιπόν, να συναχθεί ότι δεν νοεί τον εαυτό του ως Αγαθό. Πώς, λοιπόν, νοεί; Τίποτε άλλο
δεν του είναι παρόν παρά μια άμεση σύλληψη του εαυτού του.»¹⁹
Το πλωτινικό Απόλυτο, εν κατακλείδι, έχει μια νόηση που είναι «μετα-νόηση», έχει μια ενόραση που είναι «μετα-ενόραση», έχει μια ζωή που είναι «μετα-ζωή»· ακόμη και η βούλησή του, όπως θα δούμε, είναι μια «μετα-βούληση».
ΙΙΙ. ΤΟ ΕΝΑ ΩΣ «ΑΥΤΟ-ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ» ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
1. Το ύστατο μεταφυσικό πρόβλημα: «γιατί το Ένα είναι και είναι αυτό που είναι;»
Το Ένα είναι ο λόγος υπάρξεως όλων όσων έπονται σε αυτό, και είναι τέτοιος ακριβώς επειδή Είναι αυτό που είναι.
Ο Πλωτίνος, όμως, δεν αρκείται σε μια εξήγηση αυτού του επιπέδου. Δεν αρκείται, δηλαδή, στο να πει ότι, εφόσον το Ένα Είναι και είναι αυτό που είναι, τότε από το Ένα εκπορεύονται όλα τα άλλα. Θέτει ένα ακόμη πιο ριζικό ερώτημα, αγγίζοντας έτσι τα έσχατα όρια των δυνατοτήτων της μεταφυσικής: γιατί το Ένα Είναι και είναι αυτό που είναι;
Το ερώτημα αυτό, διατυπωμένο με άλλους όρους, ισοδυναμεί με το ακόλουθο: γιατί υπάρχει το Απόλυτο και γιατί το Απόλυτο είναι όπως είναι;
α) Πρέπει να αποκλειστεί ότι υπάρχει τυχαία ή κατά συμβεβηκός, διότι με τέτοιον τρόπο μπορούν να υπάρχουν μόνον τα πράγματα του αισθητού κόσμου, τα οποία υπόκεινται στην περιπέτεια του γίγνεσθαι.
β) Ούτε μπορεί να υπάρχει εξαιτίας μιας ελεύθερης επιλογής, του τύπου εκείνου που προϋποθέτει την ύπαρξη αντιθέτων επί των οποίων καλείται να ενεργήσει, διότι το Ένα βρίσκεται πέρα από όλα αυτά.
γ) Δεν μπορεί επίσης να λεχθεί ότι υπάρχει εξ αναγκαιότητας, διότι η «αναγκαιότητα» είναι μεταγενέστερη από Αυτό· και μάλιστα, είναι το ίδιο το Ένα που αποτελεί τον νόμο και την αναγκαιότητα για τα άλλα όντα.
δ) Ούτε μπορεί να γίνει λόγος, σε σχέση με το Απόλυτο, για είναι, ουσία ή καθορισμένη φύση, ούτε να εξηγηθεί η δραστηριότητά του με βάση τη φύση του, διότι, όπως γνωρίζουμε, υπερβαίνει το είναι και την ουσία, και η ίδια του η «δραστηριότητα» είναι τέτοια μόνον με αναλογική σημασία.
Operari sequitur esse, θα πουν οι μεσαιωνικοί.
Ο Πλωτίνος, αντίθετα, για να χαρακτηρίσει το Απόλυτό του, θα έλεγε το αντίστροφο: esse sequitur operari· ή, καλύτερα ακόμη, στο Απόλυτο το Είναι και το ενεργείν συμπίπτουν: η πρώτη αρχή αυτο-τίθεται, δημιουργεί τον εαυτό της, είναι αυτο-παραγωγική δραστηριότητα.
Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό χωρίο:
«Αν μπορεί να λεχθεί έτσι, σε Αυτό το Είναι αντιστοιχεί στη δραστηριότητα· και, δεδομένου ότι ούτε στην Νοῦ η δραστηριότητα και το Είναι ήταν διαφορετικά, ούτε σε Αυτό είναι διαφορετικά, διότι η δραστηριότητά του δεν είναι περισσότερο σύμφωνη προς το Είναι του απ’ ό,τι το Είναι του προς τη δραστηριότητά του. Υπό αυτή την έννοια, το Αγαθό δεν μπορεί να ενεργεί σύμφωνα με μια φύση, και η λεγόμενη ζωή του δεν πρέπει να αναχθεί σε εκείνο που ονομάζεται ουσία του· αυτή, κατά κάποιον τρόπο, συνυπάρχει και είναι συναΐδια, συν-ουσιώδης προς τη δραστηριότητα, έτσι ώστε Αυτό να δημιουργεί τον εαυτό του από τη μία και από την άλλη πραγματικότητα· και το οφείλει αυτό στον εαυτό του και σε κανέναν άλλον.»
2. Το Ένα ως «απόλυτη ελευθερία που θέλει να είναι αυτό που είναι»
Σε Αυτό η «βούληση» αντιστοιχεί στην «ενέργειά» του και, συνεπώς, στο ίδιο του το Είναι.
Είναι βούληση τού να είναι αυτό που Είναι· είναι πλήρης και απόλυτη ελευθερία. Επιπλέον, λέει ο Πλωτίνος, θέλει να είναι αυτό που Είναι, διότι είναι το ανώτατο δυνατό, η υπέρτατη αξία και το υπέρτατο θετικό.
Ακολουθεί το χωρίο στο οποίο ο Πλωτίνος περιγράφει το Απόλυτο ως causa sui. Πρόκειται για σελίδα στην οποία οι πλατωνικοί και αριστοτελικοί ορίζοντες υπερβαίνονται και στην οποία η αρχαία μεταφυσική —και, πράγματι, η μεταφυσική όλων των εποχών— φθάνει στα έσχατα όριά της. Αναμφίβολα, πρόκειται για μία από τις ισχυρότερες κερδοσκοπικές σελίδες που μας έχει κληροδοτήσει η αρχαιότητα:
«Αν είμαστε αναγκασμένοι να αποδώσουμε αυτά τα ονόματα στο αντικείμενο της έρευνάς μας, πρέπει να επαναλάβουμε ότι δεν είναι ακριβή, διότι δεν επιτρέπεται, ούτε καν για λόγους συλλογισμού, να διπλασιάζουμε το Ένα· το κάνουμε μόνο για να κατανοήσουμε, γνωρίζοντας ότι στον λόγο θυσιάζουμε κάπως τη συνοχή. Αν αποδίδουμε στο Ένα ορισμένες δραστηριότητες και, κατά κάποιον τρόπο, μια βούληση —αφού πράγματι δεν υπάρχει πράξη χωρίς βούληση— τότε αυτές οι πράξεις καταλήγουν να είναι η ίδια του η ουσία, και η βούλησή του και η ουσία του συμπίπτουν. Υπό αυτή την έννοια, το Ένα είναι ακριβώς εκείνο που θέλησε να είναι, και το να πούμε ότι θέλει και ενεργεί σύμφωνα με τη φύση του ισοδυναμεί με το να πούμε ότι η ουσία του είναι όπως ο ίδιος θέλει και όπως ενεργεί. Είναι, λοιπόν, απολύτως κύριος του εαυτού του, έχοντας τη δυνατότητα να διαθέτει ακόμη και το ίδιο του το είναι.
Ας εξετάσουμε και το εξής: κάθε πραγματικότητα που τείνει προς το Αγαθό θέλει να είναι το Αγαθό μάλλον παρά να είναι αυτό που είναι, και είναι πεπεισμένη ότι είναι τόσο περισσότερο όσο περισσότερο μετέχει του Αγαθού· γι’ αυτό και κάθε φορά επιλέγει για τον εαυτό της εκείνη την κατάσταση στην οποία μπορεί να μετέχει σε μεγαλύτερο βαθμό του Αγαθού. Είναι, επομένως, σαφές ότι η φύση του Αγαθού είναι από μόνη της άξια επιλογής πολύ πριν από κάθε άλλη· εφόσον ακόμη και το μερίδιο του Αγαθού που βρίσκεται σε κάτι άλλο είναι εξαιρετικά προτιμητέο και συνιστά το ουσιώδες στοιχείο της ελευθερίας —εκείνο που ακολουθεί την απόφαση και ταυτίζεται με αυτήν, καθόσον οφείλει σε αυτήν την ύπαρξή του.
Το μεμονωμένο ον, όσο δεν κατείχε το Αγαθό, αναζητούσε άλλα πράγματα· μόλις όμως το απέκτησε, άρχισε να θέλει τον εαυτό του. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η παρουσία του Αγαθού αφέθηκε στην τύχη ή ότι η ουσία του ξέφυγε από τη βούλησή του, διότι ήταν πάντοτε το ίδιο το Αγαθό που της υπαγόρευε τους κανόνες, και χάρη σε Αυτό μπορεί να ανήκει στον εαυτό της. Αν, λοιπόν, είναι έργο του Αγαθού το ότι κάθε ον δημιουργεί τον εαυτό του, είναι απολύτως προφανές ότι το Αγαθό κατέχει πρωτίστως αυτήν τη δύναμη επί του εαυτού του, αφού σε Αυτό οφείλεται το ότι τα άλλα όντα είναι για τον εαυτό τους.
Στο Αγαθό η βούληση να είναι αυτό που είναι αντιστοιχεί στη λεγόμενη ουσία του· και δεν θα μπορούσε κανείς να το συλλάβει χωρίς τη βούληση να είναι όπως είναι· μάλιστα, η βούληση του είναι καθ’ εαυτό ταυτίζεται με το είναι του εκείνο που θέλει. Υπό αυτή την έννοια, το Αγαθό και η απόφαση υπέρ του Αγαθού σχηματίζουν μία ενότητα, η οποία δεν είναι κατώτερης τάξεως, διότι δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ αυτού που ήθελε να είναι και αυτού που πράγματι είναι.
Άλλωστε, τι θα μπορούσε να είχε θελήσει να είναι το Αγαθό, αν όχι ακριβώς αυτό που είναι; Ας υποθέσουμε ότι το Αγαθό μπορούσε να επιλέξει αυτό που ήθελε να είναι ή ακόμη και να αλλάξει τη φύση του σε κάτι διαφορετικό· ποτέ δεν θα είχε επιλέξει να γίνει κάτι άλλο, ούτε θα παραπονιόταν ότι είναι αυτό που είναι από αναγκαιότητα, διότι το να είναι ο εαυτός του σημαίνει εδώ αυτό που πάντοτε ήθελε να είναι και εξακολουθεί να θέλει.
Με την αυστηρή έννοια του όρου, η φύση του Αγαθού είναι αμόλυντη βούληση του εαυτού του, όχι εξαναγκασμένη από τη φύση του, αλλά προϊόν της δικής του επιλογής, δεδομένου ότι δεν υπήρχε κάποιο άλλο ον ικανό να το έλξει προς τον εαυτό του. Μπορεί επίσης να λεχθεί ότι κανένα από τα άλλα όντα δεν βρίσκει στην ίδια του την ουσία τον λόγο της αυτο-ικανοποίησης, διότι πάντοτε μπορεί να απογοητευθεί από τον εαυτό του. Αντίθετα, στην υπόσταση του Αγαθού η επιλογή και η βούληση του εαυτού είναι κατ’ ανάγκην πρωταρχικές· διαφορετικά, θα ήταν δύσκολο και για οποιαδήποτε άλλη πραγματικότητα να είναι ικανοποιημένη από τον εαυτό της, αφού αυτή η κατάσταση εξαρτάται ακριβώς από τη μετοχή και την αναπαράσταση του Αγαθού.
Πρέπει, ωστόσο, να κάνουμε μια παραχώρηση στους όρους: αν κάποιος, για να γίνει κατανοητός, χρησιμοποιεί αναγκαστικά λέξεις που, αυστηρά μιλώντας, δεν θα έπρεπε να δεχθούμε, αρκεί να προτάσσει σε καθεμία τη φράση “κατά κάποιον τρόπο”. Αν, λοιπόν, υπάρχει το Αγαθό και μαζί του υπάρχουν η επιλογή και η βούληση, χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε να υπάρξει, είναι αναγκαίο το ίδιο το Αγαθό να μην είναι πολλαπλό και, συνεπώς, η βούληση και η ουσία να αποτελούν ένα και το αυτό. Τώρα, αν το θέλειν προέρχεται από το Αγαθό, είναι αναγκαίο και το είναι να προέρχεται από Αυτό, ώστε ο συλλογισμός να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Αγαθό δημιούργησε τον εαυτό του. Διότι, εφόσον γίνει δεκτό ότι η βούληση προέρχεται από Αυτό, σχεδόν ως προϊόν του, και ότι ταυτίζεται με την ύπαρξή του, τότε Αυτό το ίδιο έθεσε τον εαυτό του στο είναι έτσι όπως είναι. Δεν μπορεί, λοιπόν, να λεχθεί ότι είναι αυτό που “κάποιος άλλος” επέλεξε, αλλά αυτό που ο ίδιος θέλησε.»
Λίγο πριν από αυτή τη σελίδα, ο Πλωτίνος είχε επισημάνει ρητά:
«Ωστόσο, δεν είναι έτσι επειδή δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αλλά επειδή είναι το άριστο δυνατό.»
3. Το Ένα ως αγάπη του εαυτού του
Ως συνέπεια προκύπτει ότι η ύψιστη αρχή δεν είναι μόνον «αξιαγάπητη», αλλά και η ίδια «αγάπη», και μάλιστα με την ακριβή έννοια «αγάπη του εαυτού της»:
«Το Αγαθό είναι εκείνο που είναι αξιαγάπητο· μάλιστα, είναι αγάπη, αγάπη του εαυτού του. Διότι δεν αντλεί την ομορφιά του από κάτι άλλο, παρά μόνον από τον εαυτό του και μέσα στον εαυτό του. Και, από την άλλη πλευρά, το να συνυπάρχει με τον εαυτό του δεν μπορεί να συμβεί με άλλον τρόπο, παρά μόνον όταν εκείνο που συνυπάρχει και εκείνο με το οποίο συνυπάρχει αποτελούν την ίδια, μία και μοναδική πραγματικότητα.»
Το Αγαθό (το Ένα) βρίσκεται στο ύψιστο άκρο· ή, μάλλον, δεν «βρίσκεται» στο άκρο, αλλά είναι το άκρο. Υπό αυτή την έννοια, έχει όλα τα πράγματα υποταγμένα σε αυτό· όχι επειδή το ίδιο στρέφεται προς αυτά, αλλά επειδή αυτά στρέφονται προς Αυτό· ή, καλύτερα, τα άλλα όντα διατάσσονται γύρω του, χωρίς Εκείνο να τα καταδέχεται με το βλέμμα του, διότι σε εκείνα ανήκει να στραφούν προς Αυτό. Το Αγαθό (το Ένα), κατά κάποιον τρόπο, στρέφεται προς το εσωτερικό του, σαν να έλκεται από την αγάπη του εαυτού του, από την ίδια του την «καθαρή λάμψη», εφόσον είναι ακριβώς το ίδιο εκείνο που αγαπά.
Συνεπώς, το Ένα είναι αυτο-παραγωγική δραστηριότητα, απόλυτη δημιουργική ελευθερία· είναι αιτία του εαυτού του, εκείνο που υπάρχει από μόνο του και για τον εαυτό του. Είναι ο αυτο-υπερβατικός εαυτός του.
Συνεχίζεται με:
IV. Η «πρόοδος» όλων των όντων από το Ένα
ΙΙΙ. ΤΟ ΕΝΑ ΩΣ «ΑΥΤΟ-ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ» ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
1. Το ύστατο μεταφυσικό πρόβλημα: «γιατί το Ένα είναι και είναι αυτό που είναι;»
Το Ένα είναι ο λόγος υπάρξεως όλων όσων έπονται σε αυτό, και είναι τέτοιος ακριβώς επειδή Είναι αυτό που είναι.
Ο Πλωτίνος, όμως, δεν αρκείται σε μια εξήγηση αυτού του επιπέδου. Δεν αρκείται, δηλαδή, στο να πει ότι, εφόσον το Ένα Είναι και είναι αυτό που είναι, τότε από το Ένα εκπορεύονται όλα τα άλλα. Θέτει ένα ακόμη πιο ριζικό ερώτημα, αγγίζοντας έτσι τα έσχατα όρια των δυνατοτήτων της μεταφυσικής: γιατί το Ένα Είναι και είναι αυτό που είναι;
Το ερώτημα αυτό, διατυπωμένο με άλλους όρους, ισοδυναμεί με το ακόλουθο: γιατί υπάρχει το Απόλυτο και γιατί το Απόλυτο είναι όπως είναι;
α) Πρέπει να αποκλειστεί ότι υπάρχει τυχαία ή κατά συμβεβηκός, διότι με τέτοιον τρόπο μπορούν να υπάρχουν μόνον τα πράγματα του αισθητού κόσμου, τα οποία υπόκεινται στην περιπέτεια του γίγνεσθαι.
β) Ούτε μπορεί να υπάρχει εξαιτίας μιας ελεύθερης επιλογής, του τύπου εκείνου που προϋποθέτει την ύπαρξη αντιθέτων επί των οποίων καλείται να ενεργήσει, διότι το Ένα βρίσκεται πέρα από όλα αυτά.
γ) Δεν μπορεί επίσης να λεχθεί ότι υπάρχει εξ αναγκαιότητας, διότι η «αναγκαιότητα» είναι μεταγενέστερη από Αυτό· και μάλιστα, είναι το ίδιο το Ένα που αποτελεί τον νόμο και την αναγκαιότητα για τα άλλα όντα.
δ) Ούτε μπορεί να γίνει λόγος, σε σχέση με το Απόλυτο, για είναι, ουσία ή καθορισμένη φύση, ούτε να εξηγηθεί η δραστηριότητά του με βάση τη φύση του, διότι, όπως γνωρίζουμε, υπερβαίνει το είναι και την ουσία, και η ίδια του η «δραστηριότητα» είναι τέτοια μόνον με αναλογική σημασία.
Operari sequitur esse, θα πουν οι μεσαιωνικοί.
Ο Πλωτίνος, αντίθετα, για να χαρακτηρίσει το Απόλυτό του, θα έλεγε το αντίστροφο: esse sequitur operari· ή, καλύτερα ακόμη, στο Απόλυτο το Είναι και το ενεργείν συμπίπτουν: η πρώτη αρχή αυτο-τίθεται, δημιουργεί τον εαυτό της, είναι αυτο-παραγωγική δραστηριότητα.
Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό χωρίο:
«Αν μπορεί να λεχθεί έτσι, σε Αυτό το Είναι αντιστοιχεί στη δραστηριότητα· και, δεδομένου ότι ούτε στην Νοῦ η δραστηριότητα και το Είναι ήταν διαφορετικά, ούτε σε Αυτό είναι διαφορετικά, διότι η δραστηριότητά του δεν είναι περισσότερο σύμφωνη προς το Είναι του απ’ ό,τι το Είναι του προς τη δραστηριότητά του. Υπό αυτή την έννοια, το Αγαθό δεν μπορεί να ενεργεί σύμφωνα με μια φύση, και η λεγόμενη ζωή του δεν πρέπει να αναχθεί σε εκείνο που ονομάζεται ουσία του· αυτή, κατά κάποιον τρόπο, συνυπάρχει και είναι συναΐδια, συν-ουσιώδης προς τη δραστηριότητα, έτσι ώστε Αυτό να δημιουργεί τον εαυτό του από τη μία και από την άλλη πραγματικότητα· και το οφείλει αυτό στον εαυτό του και σε κανέναν άλλον.»
2. Το Ένα ως «απόλυτη ελευθερία που θέλει να είναι αυτό που είναι»
Σε Αυτό η «βούληση» αντιστοιχεί στην «ενέργειά» του και, συνεπώς, στο ίδιο του το Είναι.
Είναι βούληση τού να είναι αυτό που Είναι· είναι πλήρης και απόλυτη ελευθερία. Επιπλέον, λέει ο Πλωτίνος, θέλει να είναι αυτό που Είναι, διότι είναι το ανώτατο δυνατό, η υπέρτατη αξία και το υπέρτατο θετικό.
Ακολουθεί το χωρίο στο οποίο ο Πλωτίνος περιγράφει το Απόλυτο ως causa sui. Πρόκειται για σελίδα στην οποία οι πλατωνικοί και αριστοτελικοί ορίζοντες υπερβαίνονται και στην οποία η αρχαία μεταφυσική —και, πράγματι, η μεταφυσική όλων των εποχών— φθάνει στα έσχατα όριά της. Αναμφίβολα, πρόκειται για μία από τις ισχυρότερες κερδοσκοπικές σελίδες που μας έχει κληροδοτήσει η αρχαιότητα:
«Αν είμαστε αναγκασμένοι να αποδώσουμε αυτά τα ονόματα στο αντικείμενο της έρευνάς μας, πρέπει να επαναλάβουμε ότι δεν είναι ακριβή, διότι δεν επιτρέπεται, ούτε καν για λόγους συλλογισμού, να διπλασιάζουμε το Ένα· το κάνουμε μόνο για να κατανοήσουμε, γνωρίζοντας ότι στον λόγο θυσιάζουμε κάπως τη συνοχή. Αν αποδίδουμε στο Ένα ορισμένες δραστηριότητες και, κατά κάποιον τρόπο, μια βούληση —αφού πράγματι δεν υπάρχει πράξη χωρίς βούληση— τότε αυτές οι πράξεις καταλήγουν να είναι η ίδια του η ουσία, και η βούλησή του και η ουσία του συμπίπτουν. Υπό αυτή την έννοια, το Ένα είναι ακριβώς εκείνο που θέλησε να είναι, και το να πούμε ότι θέλει και ενεργεί σύμφωνα με τη φύση του ισοδυναμεί με το να πούμε ότι η ουσία του είναι όπως ο ίδιος θέλει και όπως ενεργεί. Είναι, λοιπόν, απολύτως κύριος του εαυτού του, έχοντας τη δυνατότητα να διαθέτει ακόμη και το ίδιο του το είναι.
Ας εξετάσουμε και το εξής: κάθε πραγματικότητα που τείνει προς το Αγαθό θέλει να είναι το Αγαθό μάλλον παρά να είναι αυτό που είναι, και είναι πεπεισμένη ότι είναι τόσο περισσότερο όσο περισσότερο μετέχει του Αγαθού· γι’ αυτό και κάθε φορά επιλέγει για τον εαυτό της εκείνη την κατάσταση στην οποία μπορεί να μετέχει σε μεγαλύτερο βαθμό του Αγαθού. Είναι, επομένως, σαφές ότι η φύση του Αγαθού είναι από μόνη της άξια επιλογής πολύ πριν από κάθε άλλη· εφόσον ακόμη και το μερίδιο του Αγαθού που βρίσκεται σε κάτι άλλο είναι εξαιρετικά προτιμητέο και συνιστά το ουσιώδες στοιχείο της ελευθερίας —εκείνο που ακολουθεί την απόφαση και ταυτίζεται με αυτήν, καθόσον οφείλει σε αυτήν την ύπαρξή του.
Το μεμονωμένο ον, όσο δεν κατείχε το Αγαθό, αναζητούσε άλλα πράγματα· μόλις όμως το απέκτησε, άρχισε να θέλει τον εαυτό του. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η παρουσία του Αγαθού αφέθηκε στην τύχη ή ότι η ουσία του ξέφυγε από τη βούλησή του, διότι ήταν πάντοτε το ίδιο το Αγαθό που της υπαγόρευε τους κανόνες, και χάρη σε Αυτό μπορεί να ανήκει στον εαυτό της. Αν, λοιπόν, είναι έργο του Αγαθού το ότι κάθε ον δημιουργεί τον εαυτό του, είναι απολύτως προφανές ότι το Αγαθό κατέχει πρωτίστως αυτήν τη δύναμη επί του εαυτού του, αφού σε Αυτό οφείλεται το ότι τα άλλα όντα είναι για τον εαυτό τους.
Στο Αγαθό η βούληση να είναι αυτό που είναι αντιστοιχεί στη λεγόμενη ουσία του· και δεν θα μπορούσε κανείς να το συλλάβει χωρίς τη βούληση να είναι όπως είναι· μάλιστα, η βούληση του είναι καθ’ εαυτό ταυτίζεται με το είναι του εκείνο που θέλει. Υπό αυτή την έννοια, το Αγαθό και η απόφαση υπέρ του Αγαθού σχηματίζουν μία ενότητα, η οποία δεν είναι κατώτερης τάξεως, διότι δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ αυτού που ήθελε να είναι και αυτού που πράγματι είναι.
Άλλωστε, τι θα μπορούσε να είχε θελήσει να είναι το Αγαθό, αν όχι ακριβώς αυτό που είναι; Ας υποθέσουμε ότι το Αγαθό μπορούσε να επιλέξει αυτό που ήθελε να είναι ή ακόμη και να αλλάξει τη φύση του σε κάτι διαφορετικό· ποτέ δεν θα είχε επιλέξει να γίνει κάτι άλλο, ούτε θα παραπονιόταν ότι είναι αυτό που είναι από αναγκαιότητα, διότι το να είναι ο εαυτός του σημαίνει εδώ αυτό που πάντοτε ήθελε να είναι και εξακολουθεί να θέλει.
Με την αυστηρή έννοια του όρου, η φύση του Αγαθού είναι αμόλυντη βούληση του εαυτού του, όχι εξαναγκασμένη από τη φύση του, αλλά προϊόν της δικής του επιλογής, δεδομένου ότι δεν υπήρχε κάποιο άλλο ον ικανό να το έλξει προς τον εαυτό του. Μπορεί επίσης να λεχθεί ότι κανένα από τα άλλα όντα δεν βρίσκει στην ίδια του την ουσία τον λόγο της αυτο-ικανοποίησης, διότι πάντοτε μπορεί να απογοητευθεί από τον εαυτό του. Αντίθετα, στην υπόσταση του Αγαθού η επιλογή και η βούληση του εαυτού είναι κατ’ ανάγκην πρωταρχικές· διαφορετικά, θα ήταν δύσκολο και για οποιαδήποτε άλλη πραγματικότητα να είναι ικανοποιημένη από τον εαυτό της, αφού αυτή η κατάσταση εξαρτάται ακριβώς από τη μετοχή και την αναπαράσταση του Αγαθού.
Πρέπει, ωστόσο, να κάνουμε μια παραχώρηση στους όρους: αν κάποιος, για να γίνει κατανοητός, χρησιμοποιεί αναγκαστικά λέξεις που, αυστηρά μιλώντας, δεν θα έπρεπε να δεχθούμε, αρκεί να προτάσσει σε καθεμία τη φράση “κατά κάποιον τρόπο”. Αν, λοιπόν, υπάρχει το Αγαθό και μαζί του υπάρχουν η επιλογή και η βούληση, χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε να υπάρξει, είναι αναγκαίο το ίδιο το Αγαθό να μην είναι πολλαπλό και, συνεπώς, η βούληση και η ουσία να αποτελούν ένα και το αυτό. Τώρα, αν το θέλειν προέρχεται από το Αγαθό, είναι αναγκαίο και το είναι να προέρχεται από Αυτό, ώστε ο συλλογισμός να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Αγαθό δημιούργησε τον εαυτό του. Διότι, εφόσον γίνει δεκτό ότι η βούληση προέρχεται από Αυτό, σχεδόν ως προϊόν του, και ότι ταυτίζεται με την ύπαρξή του, τότε Αυτό το ίδιο έθεσε τον εαυτό του στο είναι έτσι όπως είναι. Δεν μπορεί, λοιπόν, να λεχθεί ότι είναι αυτό που “κάποιος άλλος” επέλεξε, αλλά αυτό που ο ίδιος θέλησε.»
Λίγο πριν από αυτή τη σελίδα, ο Πλωτίνος είχε επισημάνει ρητά:
«Ωστόσο, δεν είναι έτσι επειδή δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αλλά επειδή είναι το άριστο δυνατό.»
3. Το Ένα ως αγάπη του εαυτού του
Ως συνέπεια προκύπτει ότι η ύψιστη αρχή δεν είναι μόνον «αξιαγάπητη», αλλά και η ίδια «αγάπη», και μάλιστα με την ακριβή έννοια «αγάπη του εαυτού της»:
«Το Αγαθό είναι εκείνο που είναι αξιαγάπητο· μάλιστα, είναι αγάπη, αγάπη του εαυτού του. Διότι δεν αντλεί την ομορφιά του από κάτι άλλο, παρά μόνον από τον εαυτό του και μέσα στον εαυτό του. Και, από την άλλη πλευρά, το να συνυπάρχει με τον εαυτό του δεν μπορεί να συμβεί με άλλον τρόπο, παρά μόνον όταν εκείνο που συνυπάρχει και εκείνο με το οποίο συνυπάρχει αποτελούν την ίδια, μία και μοναδική πραγματικότητα.»
Το Αγαθό (το Ένα) βρίσκεται στο ύψιστο άκρο· ή, μάλλον, δεν «βρίσκεται» στο άκρο, αλλά είναι το άκρο. Υπό αυτή την έννοια, έχει όλα τα πράγματα υποταγμένα σε αυτό· όχι επειδή το ίδιο στρέφεται προς αυτά, αλλά επειδή αυτά στρέφονται προς Αυτό· ή, καλύτερα, τα άλλα όντα διατάσσονται γύρω του, χωρίς Εκείνο να τα καταδέχεται με το βλέμμα του, διότι σε εκείνα ανήκει να στραφούν προς Αυτό. Το Αγαθό (το Ένα), κατά κάποιον τρόπο, στρέφεται προς το εσωτερικό του, σαν να έλκεται από την αγάπη του εαυτού του, από την ίδια του την «καθαρή λάμψη», εφόσον είναι ακριβώς το ίδιο εκείνο που αγαπά.
Συνεπώς, το Ένα είναι αυτο-παραγωγική δραστηριότητα, απόλυτη δημιουργική ελευθερία· είναι αιτία του εαυτού του, εκείνο που υπάρχει από μόνο του και για τον εαυτό του. Είναι ο αυτο-υπερβατικός εαυτός του.
Συνεχίζεται με:
IV. Η «πρόοδος» όλων των όντων από το Ένα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου