Συνέχεια από Σάββατο 13. Δεκεμβρίου 2025
Mundus Imaginalis ή το Φανταστικό και το Εικονικό γ
Henry Corbin
II. Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ
.........Γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν να πούμε πού βρίσκεται ο πνευματικός τόπος· δεν βρίσκεται, μάλλον είναι εκείνο που θέτει τον τόπο, εκείνο που καθιστά δυνατόν τον προσανατολισμό. Το ubi του είναι ένα ubique (δεν έχει συγκεκριμένο “πού”). Βεβαίως, μπορεί να υπάρχουν τοπογραφικές αντιστοιχίες ανάμεσα στον αισθητό κόσμο και τον mundus imaginalis, σύμβολα του ενός μέσα στον άλλο. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία μετάβαση από τον έναν στον άλλο χωρίς ρήξη. Πολλές αφηγήσεις μάς το δείχνουν αυτό. Ξεκινά κανείς· και σε μια δεδομένη στιγμή, υπάρχει μια διακοπή, ένα σπάσιμο των γεωγραφικών συντεταγμένων που μπορούν να εντοπιστούν στους χάρτες μας. Αλλά ο «ταξιδιώτης» δεν έχει επίγνωση της ακριβούς στιγμής· δεν το αντιλαμβάνεται, ούτε με ανησυχία ούτε με θαυμασμό, παρά μόνο αργότερα. Αν το αντιλαμβανόταν, θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία του κατά βούληση ή θα μπορούσε να την υποδείξει σε άλλους. Αλλά μπορεί μόνο να περιγράψει το πού βρέθηκε· δεν μπορεί να δείξει τον δρόμο σε κανέναν.........
Θα θίξουμε εδώ το καίριο σημείο για το οποίο όλα τα προηγούμενα μάς προετοίμασαν, δηλαδή το όργανο που επιτρέπει τη διείσδυση στον mundus imaginalis, τη μετανάστευση προς το «όγδοο κλίμα». Ποιο είναι το όργανο μέσω του οποίου πραγματοποιείται αυτή η μετανάστευση — η μετανάστευση που είναι η επιστροφή ab extra ad intra (από το έξω προς το μέσα), η τοπογραφική αναστροφή (η «εσωέλκυση» – intussusception); Δεν είναι ούτε οι αισθήσεις ούτε οι λειτουργίες του φυσικού οργανισμού, ούτε ο καθαρός νους, αλλά η ενδιάμεση εκείνη δύναμη της οποίας η λειτουργία εμφανίζεται ως η υπέρτατη μεσολαβητική αρχή: η ενεργός Φαντασία.
Ας είμαστε απόλυτα σαφείς όταν μιλούμε γι’ αυτό. Είναι το όργανο που επιτρέπει τη μεταστοιχείωση των εσωτερικών πνευματικών καταστάσεων σε εξωτερικές καταστάσεις, σε οραματικά γεγονότα που συμβολίζουν με εκείνες τις εσωτερικές καταστάσεις. Είναι μέσω αυτής της μεταστοιχείωσης που πραγματοποιείται κάθε πρόοδος στον πνευματικό χώρο· ή, μάλλον, αυτή η μεταστοιχείωση είναι η ίδια που «χωροποιεί» αυτόν τον χώρο, που καθιστά δυνατή εκεί την ύπαρξη χώρου, εγγύτητας, απόστασης και απομακρύνσεως.
Ένα πρώτο αξίωμα είναι ότι αυτή η Φαντασία είναι καθαρά πνευματική ικανότητα, ανεξάρτητη από τον φυσικό οργανισμό, και κατά συνέπεια ικανή να εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την εξαφάνιση του τελευταίου. Ο Σάντρα Σιράζι (Ṣadrā Shīrāzī, ο Mullā Ṣadrā), μεταξύ άλλων, έχει εκφραστεί επανειλημμένα για το θέμα αυτό με ιδιαίτερη έμφαση.¹⁵ Λέγει ότι, όπως η ψυχή είναι ανεξάρτητη από το φυσικό υλικό σώμα ως προς τη λήψη των νοητών πραγμάτων εν ενεργεία, σύμφωνα με τη νοητική της δύναμη, έτσι(αναλόγως) είναι το ίδιο ανεξάρτητη και ως προς τη φαντασιακή της δύναμη και τις φαντασιακές της πράξεις. Επιπλέον, όταν χωρίζεται από αυτόν τον κόσμο, καθώς εξακολουθεί να έχει στη διάθεσή της την ενεργό Φαντασία, μπορεί να αντιλαμβάνεται η ίδια, από την ίδια της την ουσία και με αυτήν τη δύναμη, συγκεκριμένα πράγματα, η ύπαρξη των οποίων, εφόσον πραγματώνεται μέσα στη γνώση και στη φαντασία της, συνιστά ipso facto την ίδια τη μορφή της συγκεκριμένης ύπαρξής τους (με άλλα λόγια: η συνείδηση και το αντικείμενό της είναι εδώ οντολογικά αχώριστα).[Η ΠΟΛΛΑΠΛΟΤΗΣ. ΤΑ ΠΟΛΛΑ. Η ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΕΝ, ΤΟ ΦΩΣ, ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΡΠΑΓΕΙ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ, ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ, ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ, ΣΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΤΗΣ ΤΟΥ ΝΟΥ.] Όλες αυτές οι δυνάμεις συγκεντρώνονται και ενοποιούνται σε μία και μοναδική ικανότητα: την ενεργό Φαντασία. Επειδή έχει παύσει να διαχέεται στα διάφορα κατώφλια που είναι οι πέντε αισθήσεις του φυσικού σώματος και δεν αποσπάται πλέον από τις μέριμνες του φυσικού σώματος, το οποίο είναι έρμαιο των μεταβολών του εξωτερικού κόσμου, η φαντασιακή αντίληψη μπορεί τελικά να αποκαλύψει την ουσιώδη υπεροχή της έναντι της αισθητηριακής αντίληψης.
«Όλες οι δυνάμεις της ψυχής», γράφει ο Σάντρα Σιράζι, «έχουν γίνει σαν μια και μόνη δύναμη, η οποία είναι η δύναμη να μορφοποιεί και να τυποποιεί (taṣwīr και tamthīl)· η φαντασία της έχει γίνει η ίδια σαν αισθητηριακή αντίληψη του υπεραισθητού: η φαντασιακή της όραση είναι η ίδια όπως η αισθητηριακή της όραση. Ομοίως, οι αισθήσεις της ακοής, της οσμής, της γεύσης και της αφής — όλες αυτές οι φαντασιακές αισθήσεις — είναι οι ίδιες σαν αισθητηριακές λειτουργίες, αλλά ρυθμισμένες προς το υπεραισθητό. Διότι, ενώ εξωτερικά οι αισθήσεις είναι πέντε και η καθεμία έχει το δικό της όργανο εντοπισμένο στο σώμα, εσωτερικά, στην πραγματικότητα, όλες αποτελούν μία ενιαία συναισθησία (ḥiss mushtarak).»
Εφόσον η Φαντασία είναι, επομένως, σαν το currus subtilis (στα ελληνικά «ὄχημα», το okhēma των Νεοπλατωνικών, ή, κατά τον Πρόκλο και τον Ιάμβλιχο, «πνευματικό σώμα») της ψυχής, αναπτύσσεται ολόκληρη μία φυσιολογία του «λεπτοφυούς σώματος» και συνεπώς του «σώματος της αναστάσεως», την οποία συζητεί ο Σάντρα Σιράζι σε αυτά τα συμφραζόμενα.[ΤΟ ΨΥΧΙΚΟ ΣΩΜΑ, ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΤΟΥ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΥ] Γι’ αυτό επιπλήττει ακόμη και τον Αβικέννα για το ότι ταύτισε αυτές τις μεταθανάτιες φαντασιακές πράξεις με ό,τι συμβαίνει στη ζωή κατά τη διάρκεια του ύπνου· διότι εδώ, κατά τον ύπνο, η φαντασιακή δύναμη ταράσσεται από τις οργανικές λειτουργίες του φυσικού σώματος. Χρειάζεται πολύ ώστε να φθάσει στην πλήρη τελειότητά της και δραστικότητά της, στην ελευθερία και καθαρότητά της. Διαφορετικά, ο ύπνος θα ήταν απλώς ένα ξύπνημα στον άλλο κόσμο. Αυτό όμως δεν ισχύει, όπως υπονοείται στη ρήση που αποδίδεται άλλοτε στον Προφήτη και άλλοτε στον Πρώτο Ιμάμη των Σιιτών: «Οι άνθρωποι κοιμούνται· όταν πεθαίνουν, τότε ξυπνούν.»
Ένα δεύτερο αξίωμα, η ίδια η εμπειρία του οποίου επιβάλλει την αναγνώριση, είναι ότι η πνευματική Φαντασία είναι γνωστική δύναμη, όργανο αληθινής γνώσης. Η φαντασιακή αντίληψη και η φαντασιακή συνείδηση έχουν τη δική τους νοητική (γνωστική) λειτουργία και αξία ως προς τον κόσμο που τους αντιστοιχεί — τον κόσμο, όπως είπαμε, που είναι ο ‘ālam al-mithāl, ο mundus imaginalis, ο κόσμος των μυστικών πόλεων όπως η Χουρκάλια, όπου ο χρόνος γίνεται αναστρέψιμος και όπου ο χώρος είναι λειτουργία της επιθυμίας, επειδή αποτελεί μόνο την εξωτερική όψη μιας εσωτερικής κατάστασης.[Η ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ, ΤΟ ΦΙΔΙ ΠΟΥ ΔΑΓΚΩΝΕΙ ΤΗΝ ΟΥΡΑ ΤΟΥ, Ο ΟΥΡΟΒΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ. ΥΠΑΡΧΕΙ ΩΡΙΜΗ ΕΦΗΒΕΙΑ; Ο ΓΕΡΟ-ΣΟΦΟΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΑ ΤΗΝ ΚΟΡΗ, ΤΟ ΑΩΝΙΟ ΘΥΛΗ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ. Η ΕΥΚΟΛΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΕΤΥΠΩΝ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΥ]
Έτσι, η Φαντασία είναι σταθερά ισορροπημένη ανάμεσα σε δύο άλλες γνωστικές λειτουργίες: ο δικός της κόσμος συμβολίζει με τον κόσμο στον οποίο αντιστοιχούν οι δύο άλλες λειτουργίες (η αισθητηριακή και η νοητική γνώση). Συνεπώς, υπάρχει κάτι σαν έλεγχος που εμποδίζει τη Φαντασία να περιπέσει σε περιπλάνηση και εκτροπή και που της επιτρέπει να αναλάβει πλήρως τη λειτουργία της: να προκαλεί, για παράδειγμα, την εμφάνιση των γεγονότων που αφηγούνται τα οραματικά διηγήματα του Σουχραβαρντί και όλα όσα της ίδιας τάξεως, επειδή κάθε προσέγγιση προς το όγδοο κλίμα πραγματοποιείται μέσω της φαντασιακής οδού. Μπορεί κανείς να πει ότι αυτός είναι ο λόγος για τη βαθιά σοβαρότητα των μυστικών επικών ποιημάτων που γράφτηκαν στα περσικά (από τον ‘Αττάρ έως τον Τζαμί και τον Νουρ ‘Αλί-Σαχ), που συνεχώς επεκτείνουν τα ίδια αρχέτυπα σε νέα σύμβολα.
Για να περιπέσει η Φαντασία σε περιπλάνηση και εκτροπή — ώστε να παύσει να εκπληρώνει τη λειτουργία της, που είναι να αντιλαμβάνεται ή να παράγει σύμβολα οδηγούντα στο εσωτερικό νόημα — είναι αναγκαίο να έχει εξαφανισθεί ο mundus imaginalis, ο κατεξοχήν χώρος του Malakut, ο κόσμος της Ψυχής. Ίσως χρειάζεται, στη Δύση, να τοποθετήσουμε την αρχή αυτής της παρακμής στην εποχή κατά την οποία ο Αβερροϊσμός απέρριψε την αβικεννική κοσμολογία, με την ενδιάμεση αγγελική ιεραρχία των Animae ή Angeli caelestes (ουράνιοι άγγελοι). Αυτοί οι Angeli caelestes (μια ιεραρχία κατώτερη από τους Angeli intellectuales) είχαν το προνόμιο της φαντασιακής δύναμης στην καθαρή της μορφή. Όταν εξαφανίστηκε το σύμπαν αυτών των Ψυχών, ήταν η ίδια η φαντασιακή λειτουργία που αποδιοργανώθηκε και υποτιμήθηκε. Είναι τότε εύκολο να κατανοήσει κανείς τη συμβουλή που έδωσε αργότερα ο Παράκελσος, προειδοποιώντας ενάντια σε κάθε σύγχυση της Imaginatio vera, όπως έλεγαν οι αλχημιστές, με τη φαντασιοπληξία, «εκείνο το θεμέλιο της τρέλας».¹⁶
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε πλέον να αποφύγουμε το πρόβλημα της ορολογίας. Πώς συμβαίνει να μην έχουμε στα γαλλικά [ή στα αγγλικά] έναν κοινό και πλήρως ικανοποιητικό όρο για να εκφράσουμε την ιδέα του ʿālam al-mithāl (ο κόσμος των Εικόνων); Έχω προτείνει γι’ αυτόν τον λατινικό όρο mundus imaginalis, επειδή είμαστε υποχρεωμένοι να αποφύγουμε οποιαδήποτε σύγχυση ανάμεσα σε αυτό που εδώ αποτελεί αντικείμενο φαντασιακής ή φαντασιοποιητικής αντίληψης και σε αυτό που συνήθως αποκαλούμε το «φανταστικό». Αυτό συμβαίνει διότι η σημερινή στάση είναι να αντιπαραθέτει το πραγματικό προς το φανταστικό σαν να ήταν ίσο με το μη-πραγματικό, το ουτοπικό· όπως επίσης να συγχέεται το σύμβολο με την αλληγορία, να συγχέεται η ερμηνεία του πνευματικού νοήματος με την αλληγορική ερμηνεία. Τώρα, κάθε αλληγορική ερμηνεία είναι ακίνδυνη· η αλληγορία είναι μια επένδυση ή, μάλλον, ένας μανδύας κάποιου πράγματος ήδη γνωστού ή γνωρίσιμου με άλλον τρόπο, ενώ η εμφάνιση μιας Εικόνας που έχει την ποιότητα συμβόλου είναι ένα πρωταρχικό φαινόμενο (Urphänomen), άνευ όρων και μη αναγώγιμο, η εμφάνιση ενός πράγματος που δεν μπορεί αλλιώς να φανερωθεί στον κόσμο όπου βρισκόμαστε.
Ούτε τα διηγήματα του Σουχραβαρντί ούτε τα διηγήματα που, στην σιιτική παράδοση, μας μιλούν για την προσέγγιση της «χώρας του Κρυμμένου Ιμάμη», είναι φανταστικά, μη πραγματικά ή αλληγορικά — ακριβώς διότι το όγδοο κλίμα ή η «χώρα του Πουθενά» δεν είναι αυτό που συνήθως αποκαλούμε ουτοπία. Είναι βεβαίως ένας κόσμος που παραμένει πέρα από την εμπειρική επαλήθευση των επιστημών μας· διαφορετικά, ο καθένας θα μπορούσε να βρει πρόσβαση σε αυτόν και αποδείξεις γι’ αυτόν. Είναι ένας υπεραισθητός κόσμος, καθόσον δεν γίνεται αντιληπτός παρά μόνο από τη φαντασιακή αντίληψη και καθόσον τα γεγονότα που συμβαίνουν σ’ αυτόν δεν μπορούν να βιωθούν παρά μόνο από τη φαντασιακή ή φαντασιοποιητική συνείδηση. Ας είμαστε βέβαιοι ότι κατανοούμε, και εδώ ξανά, ότι δεν πρόκειται απλώς για αυτό που η γλώσσα της εποχής μας αποκαλεί «φαντασία», αλλά για μια θέαση που είναι Imaginatio vera. Και σε αυτήν την Imaginatio vera οφείλουμε να αποδίδουμε γνωστική, δηλαδή πλήρη, νοητική αξία. Εάν δεν είμαστε πλέον ικανοί να μιλήσουμε για τη φαντασία παρά μόνο ως «φαντασιοπληξία», εάν δεν μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε ή να την ανεχθούμε παρά μόνο ως τέτοια, ίσως αυτό οφείλεται στο ότι έχουμε λησμονήσει τους κανόνες, τους νόμους και την «αξονική τάξη» που θεμελιώνουν τη γνωστική λειτουργία της φαντασιακής δύναμης (της λειτουργίας που έχω άλλοτε αποκαλέσει «φαντασιακή», imaginatory).
Διότι ο κόσμος στον οποίο διείσδυσαν οι μάρτυρές μας — και θα συναντήσουμε δύο ή τρεις από αυτούς στο τελευταίο μέρος αυτής της μελέτης — είναι ένας απολύτως πραγματικός κόσμος, ακόμη πιο προφανής και συνεκτικός, στη δική του πραγματικότητα, από τον πραγματικό εμπειρικό κόσμο που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις. Οι μάρτυρες αυτοί ήταν στη συνέχεια πλήρως συνειδητοί ότι είχαν βρεθεί «αλλού»· δεν είναι σχιζοφρενείς. Πρόκειται για έναν κόσμο που είναι κρυμμένος μέσα στην ίδια την πράξη της αισθητηριακής αντίληψης, έναν κόσμο τον οποίο πρέπει να βρούμε κάτω από την επιφανειακή αντικειμενική βεβαιότητα αυτού του είδους αντίληψης. Γι’ αυτό δεν μπορούμε καθόλου να τον χαρακτηρίσουμε ως φανταστικό, με τη σημερινή έννοια του όρου που σημαίνει μη πραγματικό, ανύπαρκτο.
Όπως η λατινική λέξη origo μας έδωσε το παράγωγο original, πιστεύω ότι η λέξη imago μπορεί να μας δώσει, μαζί με το imaginary, και με κανονική παραγωγή, τον όρο imaginal. Θα έχουμε έτσι τον imaginal κόσμο ως ενδιάμεσο ανάμεσα στον αισθητό κόσμο και τον νοητό κόσμο. Όταν συναντούμε τον αραβικό όρο jism mithālī για να δηλώσει το «λεπτοφυές σώμα» που διεισδύει στο «όγδοο κλίμα» ή το «σώμα της αναστάσεως», θα μπορούμε να τον μεταφράζουμε κατά λέξη ως φαντασιακό (imaginal) σώμα, και ασφαλώς όχι ως «φανταστικό» σώμα.
Ίσως τότε θα έχουμε λιγότερη δυσκολία να τοποθετήσουμε τις μορφές που δεν ανήκουν ούτε στον «μύθο» ούτε στην «ιστορία», κι ίσως αποκτήσουμε ένα είδος συνθηματικού που θα μας ανοίγει τον δρόμο προς την «χαμένη ήπειρο».
Για να ενισχυθούμε σε αυτόν τον δρόμο, οφείλουμε να αναρωτηθούμε τι συνιστά το πραγματικό για εμάς, το πραγματικό όπως το εννοούμε εμείς, έτσι ώστε αν το εγκαταλείψουμε να μη μας μένει παρά μόνο το φανταστικό ή η ουτοπία. Και τι είναι το πραγματικό για τους παραδοσιακούς Ανατολίτες στοχαστές, ώστε να μπορούν να προσεγγίσουν το «όγδοο κλίμα», το Na-koja-Abad, εγκαταλείποντας τον αισθητό τόπο χωρίς όμως να εγκαταλείπουν το πραγματικό — ή, μάλλον, έχοντας πρόσβαση ακριβώς στο πραγματικό. Αυτό προϋποθέτει μια κλίμακα του είναι με πολύ περισσότερους βαθμούς από τη δική μας.
Διότι ας μη γελιόμαστε: δεν αρκεί να παραδεχθούμε ότι οι προκάτοχοί μας στη Δύση είχαν μια σύλληψη της Φαντασίας υπερβολικά ορθολογική και υπερβολικά διανοουμενίστικη. Εάν δεν έχουμε στη διάθεσή μας μια κοσμολογία της οποίας το σχήμα μπορεί να συμπεριλάβει, όπως εκείνη που ανήκει στους παραδοσιακούς φιλοσόφους μας, την πληθικότητα των συμπάντων σε αναβαθμισμένη ιεραρχική τάξη, η Φαντασία μας θα παραμείνει ανολοκλήρωτη· οι επαναλαμβανόμενες ενώσεις της με τη βούληση για δύναμη θα είναι ανεξάντλητη πηγή φρικαλεοτήτων. Θα αναζητούμε συνεχώς μια νέα πειθαρχία της Φαντασίας και θα έχουμε μεγάλη δυσκολία να τη βρούμε, όσο επιμένουμε να βλέπουμε σ’ αυτήν μόνο έναν τρόπο να κρατούμε απόσταση από αυτό που αποκαλούμε «πραγματικό», και να ασκούμε επιρροή πάνω σ’ αυτό.
Τώρα, εκείνο το «πραγματικό» μας φαίνεται αυθαίρετα περιορισμένο μόλις το συγκρίνουμε με το πραγματικό που διέκριναν οι παραδοσιακοί θεόσοφοι· και αυτός ο περιορισμός υποβαθμίζει την πραγματικότητα την ίδια. Επιπλέον, πάντοτε εμφανίζεται η λέξη «φαντασία» ως δικαιολογία: λογοτεχνική φαντασία, για παράδειγμα, ή, σύμφωνα με τα γούστα και το ύφος της εποχής, «κοινωνική φαντασία».
Αλλά είναι αδύνατο να μην αναρωτηθούμε μήπως ο mundus imaginalis, με την αυθεντική σημασία του όρου, θα έπρεπε κατ’ ανάγκην να χαθεί και να αφήσει χώρο μόνο για το φανταστικό, εάν δεν υπήρχε μια διαδικασία εκκοσμίκευσης του imaginal στο imaginary, ώστε να θριαμβεύσουν το φαντασιακό, το φρικτό, το τερατώδες, το μακάβριο, το αξιοθρήνητο και το παράλογο. Αντιθέτως, η τέχνη και η φαντασία του ισλαμικού πολιτισμού στην παραδοσιακή του μορφή χαρακτηρίζονται από ιερατικότητα και σοβαρότητα, από βαρύτητα, στιλιζάρισμα και νόημα. Ούτε οι ουτοπίες μας, ούτε η επιστημονική μας φαντασία, ούτε το ζοφερό «σημείο Ωμέγα» — τίποτε από αυτά δεν κατορθώνει να εξέλθει από αυτόν τον κόσμο ή να φτάσει στο Na-koja-Abad. Εκείνοι που γνώρισαν το «όγδοο κλίμα» δεν επινόησαν ουτοπίες· ούτε είναι η ύστατη σκέψη του Σιιτισμού μια κοινωνική ή πολιτική φαντασιοπληξία, αλλά μια εσχατολογία, διότι είναι μια προσδοκία που αποτελεί, ως τέτοια, μια πραγματική Παρουσία εδώ και τώρα σε έναν άλλον κόσμο, και συγχρόνως μια μαρτυρία αυτού του άλλου κόσμου.
Σημειώσεις
15. Βλ. το άρθρο μας «La place de Molla Sadrâ Shirazi (ob. 1050/1640) dans la philosophie iranienne», Studia Islamica (1963), καθώς και το έργο που αναφέρθηκε παραπάνω, στη σημείωση 5.
16. Βλ. το έργο μας L'Imagination créatrice dans le soufisme d'Ibn ‘Arabî, 2η έκδ. (Paris: Flammarion, 1977), σ. 139. (Πρώτη έκδοση μεταφρασμένη στα αγγλικά ως Creative Imagination in the Sufism of Ibn ‘Arabî [Princeton: Princeton University Press, 1969].) Σχετικά με τη θεωρία των Angeli caelestes, βλ. το βιβλίο μας Avicenne et le Récit visionnaire, τόμ. 1, Bibliothèque Iranienne, τόμ. 4 (Paris: Adrien-Maisonneuve, 1954· 2η έκδ., Paris: Berg International, 1982). Αγγλική μετάφραση της πρώτης έκδοσης: Avicenna and the Visionary Recital (Princeton: Princeton University Press, 1960).
Συνεχίζεται με
III. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ «ΟΓΔΟΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ»
Ας είμαστε απόλυτα σαφείς όταν μιλούμε γι’ αυτό. Είναι το όργανο που επιτρέπει τη μεταστοιχείωση των εσωτερικών πνευματικών καταστάσεων σε εξωτερικές καταστάσεις, σε οραματικά γεγονότα που συμβολίζουν με εκείνες τις εσωτερικές καταστάσεις. Είναι μέσω αυτής της μεταστοιχείωσης που πραγματοποιείται κάθε πρόοδος στον πνευματικό χώρο· ή, μάλλον, αυτή η μεταστοιχείωση είναι η ίδια που «χωροποιεί» αυτόν τον χώρο, που καθιστά δυνατή εκεί την ύπαρξη χώρου, εγγύτητας, απόστασης και απομακρύνσεως.
Ένα πρώτο αξίωμα είναι ότι αυτή η Φαντασία είναι καθαρά πνευματική ικανότητα, ανεξάρτητη από τον φυσικό οργανισμό, και κατά συνέπεια ικανή να εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την εξαφάνιση του τελευταίου. Ο Σάντρα Σιράζι (Ṣadrā Shīrāzī, ο Mullā Ṣadrā), μεταξύ άλλων, έχει εκφραστεί επανειλημμένα για το θέμα αυτό με ιδιαίτερη έμφαση.¹⁵ Λέγει ότι, όπως η ψυχή είναι ανεξάρτητη από το φυσικό υλικό σώμα ως προς τη λήψη των νοητών πραγμάτων εν ενεργεία, σύμφωνα με τη νοητική της δύναμη, έτσι(αναλόγως) είναι το ίδιο ανεξάρτητη και ως προς τη φαντασιακή της δύναμη και τις φαντασιακές της πράξεις. Επιπλέον, όταν χωρίζεται από αυτόν τον κόσμο, καθώς εξακολουθεί να έχει στη διάθεσή της την ενεργό Φαντασία, μπορεί να αντιλαμβάνεται η ίδια, από την ίδια της την ουσία και με αυτήν τη δύναμη, συγκεκριμένα πράγματα, η ύπαρξη των οποίων, εφόσον πραγματώνεται μέσα στη γνώση και στη φαντασία της, συνιστά ipso facto την ίδια τη μορφή της συγκεκριμένης ύπαρξής τους (με άλλα λόγια: η συνείδηση και το αντικείμενό της είναι εδώ οντολογικά αχώριστα).[Η ΠΟΛΛΑΠΛΟΤΗΣ. ΤΑ ΠΟΛΛΑ. Η ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΕΝ, ΤΟ ΦΩΣ, ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΡΠΑΓΕΙ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ, ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ, ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ, ΣΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΤΗΣ ΤΟΥ ΝΟΥ.] Όλες αυτές οι δυνάμεις συγκεντρώνονται και ενοποιούνται σε μία και μοναδική ικανότητα: την ενεργό Φαντασία. Επειδή έχει παύσει να διαχέεται στα διάφορα κατώφλια που είναι οι πέντε αισθήσεις του φυσικού σώματος και δεν αποσπάται πλέον από τις μέριμνες του φυσικού σώματος, το οποίο είναι έρμαιο των μεταβολών του εξωτερικού κόσμου, η φαντασιακή αντίληψη μπορεί τελικά να αποκαλύψει την ουσιώδη υπεροχή της έναντι της αισθητηριακής αντίληψης.
«Όλες οι δυνάμεις της ψυχής», γράφει ο Σάντρα Σιράζι, «έχουν γίνει σαν μια και μόνη δύναμη, η οποία είναι η δύναμη να μορφοποιεί και να τυποποιεί (taṣwīr και tamthīl)· η φαντασία της έχει γίνει η ίδια σαν αισθητηριακή αντίληψη του υπεραισθητού: η φαντασιακή της όραση είναι η ίδια όπως η αισθητηριακή της όραση. Ομοίως, οι αισθήσεις της ακοής, της οσμής, της γεύσης και της αφής — όλες αυτές οι φαντασιακές αισθήσεις — είναι οι ίδιες σαν αισθητηριακές λειτουργίες, αλλά ρυθμισμένες προς το υπεραισθητό. Διότι, ενώ εξωτερικά οι αισθήσεις είναι πέντε και η καθεμία έχει το δικό της όργανο εντοπισμένο στο σώμα, εσωτερικά, στην πραγματικότητα, όλες αποτελούν μία ενιαία συναισθησία (ḥiss mushtarak).»
Εφόσον η Φαντασία είναι, επομένως, σαν το currus subtilis (στα ελληνικά «ὄχημα», το okhēma των Νεοπλατωνικών, ή, κατά τον Πρόκλο και τον Ιάμβλιχο, «πνευματικό σώμα») της ψυχής, αναπτύσσεται ολόκληρη μία φυσιολογία του «λεπτοφυούς σώματος» και συνεπώς του «σώματος της αναστάσεως», την οποία συζητεί ο Σάντρα Σιράζι σε αυτά τα συμφραζόμενα.[ΤΟ ΨΥΧΙΚΟ ΣΩΜΑ, ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΤΟΥ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΥ] Γι’ αυτό επιπλήττει ακόμη και τον Αβικέννα για το ότι ταύτισε αυτές τις μεταθανάτιες φαντασιακές πράξεις με ό,τι συμβαίνει στη ζωή κατά τη διάρκεια του ύπνου· διότι εδώ, κατά τον ύπνο, η φαντασιακή δύναμη ταράσσεται από τις οργανικές λειτουργίες του φυσικού σώματος. Χρειάζεται πολύ ώστε να φθάσει στην πλήρη τελειότητά της και δραστικότητά της, στην ελευθερία και καθαρότητά της. Διαφορετικά, ο ύπνος θα ήταν απλώς ένα ξύπνημα στον άλλο κόσμο. Αυτό όμως δεν ισχύει, όπως υπονοείται στη ρήση που αποδίδεται άλλοτε στον Προφήτη και άλλοτε στον Πρώτο Ιμάμη των Σιιτών: «Οι άνθρωποι κοιμούνται· όταν πεθαίνουν, τότε ξυπνούν.»
Ένα δεύτερο αξίωμα, η ίδια η εμπειρία του οποίου επιβάλλει την αναγνώριση, είναι ότι η πνευματική Φαντασία είναι γνωστική δύναμη, όργανο αληθινής γνώσης. Η φαντασιακή αντίληψη και η φαντασιακή συνείδηση έχουν τη δική τους νοητική (γνωστική) λειτουργία και αξία ως προς τον κόσμο που τους αντιστοιχεί — τον κόσμο, όπως είπαμε, που είναι ο ‘ālam al-mithāl, ο mundus imaginalis, ο κόσμος των μυστικών πόλεων όπως η Χουρκάλια, όπου ο χρόνος γίνεται αναστρέψιμος και όπου ο χώρος είναι λειτουργία της επιθυμίας, επειδή αποτελεί μόνο την εξωτερική όψη μιας εσωτερικής κατάστασης.[Η ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ, ΤΟ ΦΙΔΙ ΠΟΥ ΔΑΓΚΩΝΕΙ ΤΗΝ ΟΥΡΑ ΤΟΥ, Ο ΟΥΡΟΒΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ. ΥΠΑΡΧΕΙ ΩΡΙΜΗ ΕΦΗΒΕΙΑ; Ο ΓΕΡΟ-ΣΟΦΟΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΑ ΤΗΝ ΚΟΡΗ, ΤΟ ΑΩΝΙΟ ΘΥΛΗ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ. Η ΕΥΚΟΛΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΕΤΥΠΩΝ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΥ]
Έτσι, η Φαντασία είναι σταθερά ισορροπημένη ανάμεσα σε δύο άλλες γνωστικές λειτουργίες: ο δικός της κόσμος συμβολίζει με τον κόσμο στον οποίο αντιστοιχούν οι δύο άλλες λειτουργίες (η αισθητηριακή και η νοητική γνώση). Συνεπώς, υπάρχει κάτι σαν έλεγχος που εμποδίζει τη Φαντασία να περιπέσει σε περιπλάνηση και εκτροπή και που της επιτρέπει να αναλάβει πλήρως τη λειτουργία της: να προκαλεί, για παράδειγμα, την εμφάνιση των γεγονότων που αφηγούνται τα οραματικά διηγήματα του Σουχραβαρντί και όλα όσα της ίδιας τάξεως, επειδή κάθε προσέγγιση προς το όγδοο κλίμα πραγματοποιείται μέσω της φαντασιακής οδού. Μπορεί κανείς να πει ότι αυτός είναι ο λόγος για τη βαθιά σοβαρότητα των μυστικών επικών ποιημάτων που γράφτηκαν στα περσικά (από τον ‘Αττάρ έως τον Τζαμί και τον Νουρ ‘Αλί-Σαχ), που συνεχώς επεκτείνουν τα ίδια αρχέτυπα σε νέα σύμβολα.
Για να περιπέσει η Φαντασία σε περιπλάνηση και εκτροπή — ώστε να παύσει να εκπληρώνει τη λειτουργία της, που είναι να αντιλαμβάνεται ή να παράγει σύμβολα οδηγούντα στο εσωτερικό νόημα — είναι αναγκαίο να έχει εξαφανισθεί ο mundus imaginalis, ο κατεξοχήν χώρος του Malakut, ο κόσμος της Ψυχής. Ίσως χρειάζεται, στη Δύση, να τοποθετήσουμε την αρχή αυτής της παρακμής στην εποχή κατά την οποία ο Αβερροϊσμός απέρριψε την αβικεννική κοσμολογία, με την ενδιάμεση αγγελική ιεραρχία των Animae ή Angeli caelestes (ουράνιοι άγγελοι). Αυτοί οι Angeli caelestes (μια ιεραρχία κατώτερη από τους Angeli intellectuales) είχαν το προνόμιο της φαντασιακής δύναμης στην καθαρή της μορφή. Όταν εξαφανίστηκε το σύμπαν αυτών των Ψυχών, ήταν η ίδια η φαντασιακή λειτουργία που αποδιοργανώθηκε και υποτιμήθηκε. Είναι τότε εύκολο να κατανοήσει κανείς τη συμβουλή που έδωσε αργότερα ο Παράκελσος, προειδοποιώντας ενάντια σε κάθε σύγχυση της Imaginatio vera, όπως έλεγαν οι αλχημιστές, με τη φαντασιοπληξία, «εκείνο το θεμέλιο της τρέλας».¹⁶
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε πλέον να αποφύγουμε το πρόβλημα της ορολογίας. Πώς συμβαίνει να μην έχουμε στα γαλλικά [ή στα αγγλικά] έναν κοινό και πλήρως ικανοποιητικό όρο για να εκφράσουμε την ιδέα του ʿālam al-mithāl (ο κόσμος των Εικόνων); Έχω προτείνει γι’ αυτόν τον λατινικό όρο mundus imaginalis, επειδή είμαστε υποχρεωμένοι να αποφύγουμε οποιαδήποτε σύγχυση ανάμεσα σε αυτό που εδώ αποτελεί αντικείμενο φαντασιακής ή φαντασιοποιητικής αντίληψης και σε αυτό που συνήθως αποκαλούμε το «φανταστικό». Αυτό συμβαίνει διότι η σημερινή στάση είναι να αντιπαραθέτει το πραγματικό προς το φανταστικό σαν να ήταν ίσο με το μη-πραγματικό, το ουτοπικό· όπως επίσης να συγχέεται το σύμβολο με την αλληγορία, να συγχέεται η ερμηνεία του πνευματικού νοήματος με την αλληγορική ερμηνεία. Τώρα, κάθε αλληγορική ερμηνεία είναι ακίνδυνη· η αλληγορία είναι μια επένδυση ή, μάλλον, ένας μανδύας κάποιου πράγματος ήδη γνωστού ή γνωρίσιμου με άλλον τρόπο, ενώ η εμφάνιση μιας Εικόνας που έχει την ποιότητα συμβόλου είναι ένα πρωταρχικό φαινόμενο (Urphänomen), άνευ όρων και μη αναγώγιμο, η εμφάνιση ενός πράγματος που δεν μπορεί αλλιώς να φανερωθεί στον κόσμο όπου βρισκόμαστε.
Ούτε τα διηγήματα του Σουχραβαρντί ούτε τα διηγήματα που, στην σιιτική παράδοση, μας μιλούν για την προσέγγιση της «χώρας του Κρυμμένου Ιμάμη», είναι φανταστικά, μη πραγματικά ή αλληγορικά — ακριβώς διότι το όγδοο κλίμα ή η «χώρα του Πουθενά» δεν είναι αυτό που συνήθως αποκαλούμε ουτοπία. Είναι βεβαίως ένας κόσμος που παραμένει πέρα από την εμπειρική επαλήθευση των επιστημών μας· διαφορετικά, ο καθένας θα μπορούσε να βρει πρόσβαση σε αυτόν και αποδείξεις γι’ αυτόν. Είναι ένας υπεραισθητός κόσμος, καθόσον δεν γίνεται αντιληπτός παρά μόνο από τη φαντασιακή αντίληψη και καθόσον τα γεγονότα που συμβαίνουν σ’ αυτόν δεν μπορούν να βιωθούν παρά μόνο από τη φαντασιακή ή φαντασιοποιητική συνείδηση. Ας είμαστε βέβαιοι ότι κατανοούμε, και εδώ ξανά, ότι δεν πρόκειται απλώς για αυτό που η γλώσσα της εποχής μας αποκαλεί «φαντασία», αλλά για μια θέαση που είναι Imaginatio vera. Και σε αυτήν την Imaginatio vera οφείλουμε να αποδίδουμε γνωστική, δηλαδή πλήρη, νοητική αξία. Εάν δεν είμαστε πλέον ικανοί να μιλήσουμε για τη φαντασία παρά μόνο ως «φαντασιοπληξία», εάν δεν μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε ή να την ανεχθούμε παρά μόνο ως τέτοια, ίσως αυτό οφείλεται στο ότι έχουμε λησμονήσει τους κανόνες, τους νόμους και την «αξονική τάξη» που θεμελιώνουν τη γνωστική λειτουργία της φαντασιακής δύναμης (της λειτουργίας που έχω άλλοτε αποκαλέσει «φαντασιακή», imaginatory).
Διότι ο κόσμος στον οποίο διείσδυσαν οι μάρτυρές μας — και θα συναντήσουμε δύο ή τρεις από αυτούς στο τελευταίο μέρος αυτής της μελέτης — είναι ένας απολύτως πραγματικός κόσμος, ακόμη πιο προφανής και συνεκτικός, στη δική του πραγματικότητα, από τον πραγματικό εμπειρικό κόσμο που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις. Οι μάρτυρες αυτοί ήταν στη συνέχεια πλήρως συνειδητοί ότι είχαν βρεθεί «αλλού»· δεν είναι σχιζοφρενείς. Πρόκειται για έναν κόσμο που είναι κρυμμένος μέσα στην ίδια την πράξη της αισθητηριακής αντίληψης, έναν κόσμο τον οποίο πρέπει να βρούμε κάτω από την επιφανειακή αντικειμενική βεβαιότητα αυτού του είδους αντίληψης. Γι’ αυτό δεν μπορούμε καθόλου να τον χαρακτηρίσουμε ως φανταστικό, με τη σημερινή έννοια του όρου που σημαίνει μη πραγματικό, ανύπαρκτο.
Όπως η λατινική λέξη origo μας έδωσε το παράγωγο original, πιστεύω ότι η λέξη imago μπορεί να μας δώσει, μαζί με το imaginary, και με κανονική παραγωγή, τον όρο imaginal. Θα έχουμε έτσι τον imaginal κόσμο ως ενδιάμεσο ανάμεσα στον αισθητό κόσμο και τον νοητό κόσμο. Όταν συναντούμε τον αραβικό όρο jism mithālī για να δηλώσει το «λεπτοφυές σώμα» που διεισδύει στο «όγδοο κλίμα» ή το «σώμα της αναστάσεως», θα μπορούμε να τον μεταφράζουμε κατά λέξη ως φαντασιακό (imaginal) σώμα, και ασφαλώς όχι ως «φανταστικό» σώμα.
Ίσως τότε θα έχουμε λιγότερη δυσκολία να τοποθετήσουμε τις μορφές που δεν ανήκουν ούτε στον «μύθο» ούτε στην «ιστορία», κι ίσως αποκτήσουμε ένα είδος συνθηματικού που θα μας ανοίγει τον δρόμο προς την «χαμένη ήπειρο».
Για να ενισχυθούμε σε αυτόν τον δρόμο, οφείλουμε να αναρωτηθούμε τι συνιστά το πραγματικό για εμάς, το πραγματικό όπως το εννοούμε εμείς, έτσι ώστε αν το εγκαταλείψουμε να μη μας μένει παρά μόνο το φανταστικό ή η ουτοπία. Και τι είναι το πραγματικό για τους παραδοσιακούς Ανατολίτες στοχαστές, ώστε να μπορούν να προσεγγίσουν το «όγδοο κλίμα», το Na-koja-Abad, εγκαταλείποντας τον αισθητό τόπο χωρίς όμως να εγκαταλείπουν το πραγματικό — ή, μάλλον, έχοντας πρόσβαση ακριβώς στο πραγματικό. Αυτό προϋποθέτει μια κλίμακα του είναι με πολύ περισσότερους βαθμούς από τη δική μας.
Διότι ας μη γελιόμαστε: δεν αρκεί να παραδεχθούμε ότι οι προκάτοχοί μας στη Δύση είχαν μια σύλληψη της Φαντασίας υπερβολικά ορθολογική και υπερβολικά διανοουμενίστικη. Εάν δεν έχουμε στη διάθεσή μας μια κοσμολογία της οποίας το σχήμα μπορεί να συμπεριλάβει, όπως εκείνη που ανήκει στους παραδοσιακούς φιλοσόφους μας, την πληθικότητα των συμπάντων σε αναβαθμισμένη ιεραρχική τάξη, η Φαντασία μας θα παραμείνει ανολοκλήρωτη· οι επαναλαμβανόμενες ενώσεις της με τη βούληση για δύναμη θα είναι ανεξάντλητη πηγή φρικαλεοτήτων. Θα αναζητούμε συνεχώς μια νέα πειθαρχία της Φαντασίας και θα έχουμε μεγάλη δυσκολία να τη βρούμε, όσο επιμένουμε να βλέπουμε σ’ αυτήν μόνο έναν τρόπο να κρατούμε απόσταση από αυτό που αποκαλούμε «πραγματικό», και να ασκούμε επιρροή πάνω σ’ αυτό.
Τώρα, εκείνο το «πραγματικό» μας φαίνεται αυθαίρετα περιορισμένο μόλις το συγκρίνουμε με το πραγματικό που διέκριναν οι παραδοσιακοί θεόσοφοι· και αυτός ο περιορισμός υποβαθμίζει την πραγματικότητα την ίδια. Επιπλέον, πάντοτε εμφανίζεται η λέξη «φαντασία» ως δικαιολογία: λογοτεχνική φαντασία, για παράδειγμα, ή, σύμφωνα με τα γούστα και το ύφος της εποχής, «κοινωνική φαντασία».
Αλλά είναι αδύνατο να μην αναρωτηθούμε μήπως ο mundus imaginalis, με την αυθεντική σημασία του όρου, θα έπρεπε κατ’ ανάγκην να χαθεί και να αφήσει χώρο μόνο για το φανταστικό, εάν δεν υπήρχε μια διαδικασία εκκοσμίκευσης του imaginal στο imaginary, ώστε να θριαμβεύσουν το φαντασιακό, το φρικτό, το τερατώδες, το μακάβριο, το αξιοθρήνητο και το παράλογο. Αντιθέτως, η τέχνη και η φαντασία του ισλαμικού πολιτισμού στην παραδοσιακή του μορφή χαρακτηρίζονται από ιερατικότητα και σοβαρότητα, από βαρύτητα, στιλιζάρισμα και νόημα. Ούτε οι ουτοπίες μας, ούτε η επιστημονική μας φαντασία, ούτε το ζοφερό «σημείο Ωμέγα» — τίποτε από αυτά δεν κατορθώνει να εξέλθει από αυτόν τον κόσμο ή να φτάσει στο Na-koja-Abad. Εκείνοι που γνώρισαν το «όγδοο κλίμα» δεν επινόησαν ουτοπίες· ούτε είναι η ύστατη σκέψη του Σιιτισμού μια κοινωνική ή πολιτική φαντασιοπληξία, αλλά μια εσχατολογία, διότι είναι μια προσδοκία που αποτελεί, ως τέτοια, μια πραγματική Παρουσία εδώ και τώρα σε έναν άλλον κόσμο, και συγχρόνως μια μαρτυρία αυτού του άλλου κόσμου.
Σημειώσεις
15. Βλ. το άρθρο μας «La place de Molla Sadrâ Shirazi (ob. 1050/1640) dans la philosophie iranienne», Studia Islamica (1963), καθώς και το έργο που αναφέρθηκε παραπάνω, στη σημείωση 5.
16. Βλ. το έργο μας L'Imagination créatrice dans le soufisme d'Ibn ‘Arabî, 2η έκδ. (Paris: Flammarion, 1977), σ. 139. (Πρώτη έκδοση μεταφρασμένη στα αγγλικά ως Creative Imagination in the Sufism of Ibn ‘Arabî [Princeton: Princeton University Press, 1969].) Σχετικά με τη θεωρία των Angeli caelestes, βλ. το βιβλίο μας Avicenne et le Récit visionnaire, τόμ. 1, Bibliothèque Iranienne, τόμ. 4 (Paris: Adrien-Maisonneuve, 1954· 2η έκδ., Paris: Berg International, 1982). Αγγλική μετάφραση της πρώτης έκδοσης: Avicenna and the Visionary Recital (Princeton: Princeton University Press, 1960).
Συνεχίζεται με
III. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ «ΟΓΔΟΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου