MICHAEL HAGNER – HOMO CEREBRALIS – Ο ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ο ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ, ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟ ΚΑΙ ΑΙΘΕΡΙΟ ΠΡΟΪΟΝ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ»
Συγκρίνοντας τον πίθηκο με τον άνθρωπο, αναφέρεται ο Herder στον Tyson, εντοπίζοντας μια σειρά κοινών «σημείων», τα οποία εκτείνονται ωστόσο μέχρι το να θεωρηθή πως «η δύναμη σκέψης ενός ουρακοτάγκου αγγίζει τα όρια της (ανθρώπινης...) λογικής, παρέχοντας μάλιστα την εντύπωση, πως θέλει ακριβώς να τελειοποιηθή! Κάτι που ωστόσο δεν δύναται˙ η θύρα είναι κεκλεισμένη, και ο συνδυασμός ξένων ιδεών προς τις δικές του, καθώς και η απόκτηση δυνατότητας προς μίμηση είναι αδύνατη για τον δικό του εγκέφαλο». Η ανθρωπομορφική αυτή θέαση του Herder ως προς τους πιθήκους είναι τυπική, απ’ τη μια, για την εξέλιξη (της σκέψης...) απ’ τον πρώιμο στον όψιμο 18ον αιώνα. Η αποδοχή μιας βασικής συνάρτησης μεταξύ ανατομικής ανάπτυξης και της εκδήλωσης ικανοτήτων και ταλέντων, με την οποία και φτάνει σχεδόν ο Herder στο «κατώφλι» προς μια “histoire naturelle de l’ ame” (μια «φυσική ιστορία τής ψυχής»), υποστηρίζεται εδώ από συνεχόμενες καινούργιες «πληροφορίες» για τους τρόπους ζωής και συμπεριφοράς τών πιθήκων, που προσομοιάζουν όλο και περισσότερο στους ανθρώπινους (( Μπορεί βέβαια να συμβαίνη και το ακριβώς – αλίμονο – αντίστροφο... )) . Χωρίς να φτάνη τόσο μακριά όσο ο Rousseau, που θεωρούσε διάφορα είδη πιθήκων ως ανθρώπους σε μιαν αρχέγονη, φυσική κατάσταση, αποδέχεται ωστόσο και ο Herder την παρουσία διαφόρων, παρόμοιων με τους ανθρώπινους, τρόπους συμπεριφοράς τών πιθήκων.
Καθίσταται ωστόσο, απ’ την άλλη πλευρά, σαφές το αδύνατον ενός άλματος απ’ τον πίθηκο στον άνθρωπο ως προς τον εγκέφαλο. Πού μπορεί να βρίσκονται όμως οι αιτίες αυτής τής ασυνέχειας, τη στιγμή που η εν γένει εγκεφαλική δομή δεν φανερώνει κάποιες αξιόλογες διαφορές ανάμεσα στα δύο είδη; Ο Herder επαναφέρει εδώ τη «λεπτότητα», την «απαλότητα» και τον βαθμό υγρασίας τού εγκεφάλου ως διακριτικά στοιχεία. Κάτι που ωστόσο δεν επαρκεί. Για να κατανοήση λοιπόν ο Herder τη δομή τού εγκεφάλου, δεν τον παρατηρεί πια με τα μάτια ενός ανατόμου, αλλά τον περιγράφει σαν να επρόκειτο για κάποιο αρχαίο άγαλμα. Η τελειότητα της μορφής και η προοπτική διάρθρωση εντυπωσιάζουν και υπεισέρχονται στην ανατομία τού εγκεφάλου: «η τελειότατη διαμόρφωση των μερών και των χυμών του», «η ωραιότερη θέση και αναλογία τους προς αντίληψη πνευματικών αισθήσεων και ιδεών», «οι πιο εξαιρετικές σελίδες που έγραψε ποτέ η φύση, και οι ίδιοι οι εγκεφαλικοί πίνακες», «η οργάνωση του κτίσματος [...] τελειοποιημένη με τον πιο τεχνητό τρόπο», «η εκτενής διαμόρφωση των πτερύγων του στα πιο ευγενή μέρη με περισσότερους από έναν τρόπους», «η ωραιότατη αναλογία τών αισθητικών δυνάμεων του εγκεφάλου», «ο εγκέφαλος, αυτό το ευαίσθητο, αιθέριο προϊόν τού ουρανού» - με τέτοια λόγια περιγράφει ο Herder την τελειότητα του ανθρωπίνου εγκεφάλου, ο οποίος και προβιβάζεται μέσα στην πορεία τής σύνολης οργανικής διαμόρφωσης «στο πιο ωραίο διάδημα ενός εκλεκτότατου σχηματισμού σκέψεων». Αυτή η «συνολική» ματιά τού Herder δεν αποτελεί ένα τυπικό απλώς χαρακτηριστικό τής όλης του «φυσικής» αντιλήψεως, αλλά φαίνεται να χαράζη, όσον αφορά στον εγκέφαλο, τη δυνατότητα μιας τρίτης πρόσβασης, ανάμεσα σε μια καθαρή ποσοτικοποίηση και του (εγκεφάλου ως...) «ψυχικού (ακόμα...) οργάνου», που θα μπορούσε ίσως να λειτουργήση και ως ένας ενδιάμεσος συνδετικός κρίκος ανάμεσα σ’ αυτά τα δυό.
Αυτό το άνοιγμα καινούργιων προοπτικών δεν δηλώνει ωστόσο και μιαν παρέκκλιση αρχής απ’ τη σύνολη σκέψη τού 18ου αιώνα. Το αμέριστο της ψυχής οριοθετείται απ’ τον Herder στο ότι η λογική, η μνήμη και η φαντασία δεν αποτελούν παρά διαφορετικές μορφές έκφρασης της μιας και ενιαίας (ανθρώπινης...) ψυχής. Τέτοιες διαπιστώσεις υπάρχουν σε διάφορα κείμενα, υπάρχει ωστόσο και ένα σημείο στο οποίο ο Herder διαφοροποιείται απ’ την τρέχουσα επιχειρηματολογία ιατρών και ανθρωπολόγων. Διαπιστώνει μεν με βεβαιότητα, ότι και όλες ακόμα οι εμπειρίες, συναθροισμένες απ’ τον Haller, τον «πολυμαθέστερο φυσιολόγο όλων τών εθνών» (( ! )) , δεν θα είχαν αποφέρει επ’ ουδενί οποιαδήποτε συνάρτηση μεταξύ τής αδιαίρετης σκέψης και συγκεκριμένων περιοχών στον εγκέφαλο, για να προσθέση ωστόσο με απόλυτη επίγνωση, ότι ακόμα και χωρίς αυτήν την επιστημονική «εξασφάλιση», η «ίδια η φυσική δυνατότητα διαμόρφωσης ιδεών» θα απαγόρευε μια διαφοροποίηση ή έναν «διασκορπισμό» τής σκέψης. Το αδιαίρετο της ψυχής, και η ενότητα του υλικού της αντιστοίχου στον εγκέφαλο, παραμένουν ανεξάρτητα απ’ τα όποια ευρήματα της ανατομίας και της φυσιολογίας. Αυτό δεν συνιστά κάποιαν οντολογική ωστόσο, αλλά μιαν αυστηρά μεθοδολογική διαπίστωση για τον Herder, την οποία και χρησιμοποιεί – όπως ήδη ο Bonnet – ως σημείο αναφοράς για να επικεντρωθή όσο γίνεται πιο αποφασιστικά στην ύλη.
Απ’ τη στιγμή που γίνεται μάλιστα αποδεκτό αυτό το σημείο αναφοράς, μπορεί και ο Herder να «λύση», τουλάχιστον τυπικά, σε λιγοστές παραγράφους όλα τα ασυμβίβαστα και όλες τις δυσκολίες που είχαν ανακύψει ανάμεσα στην ποσοτικά προσδιοριζόμενη φύση και την αυτοτέλεια της ψυχής, ανάμεσα στη φυσική ανθρωπολογία και τη «θεολογία», υποστηρίζοντας μιαν «εκλέπτυνση» των πεδίων παρατήρησης. Ως προς τη γενικώτερη διαίρεση, επαρκούν τα ποσοτικά χαρακτηριστικά, όπως το μέγεθος και το βάρος, ενώ ως προς την πιο εκλεπτυσμένη, είναι απαραίτητα κάποια «αισθητικά» ιδιώματα, όπως η δομή, η θέση, η αναλογία και η «αβρότητα κι όταν πρόκειται τελικά για «το ιερό εργαστήριο των ιδεών», την «κοινή λογική» (“Sensorium commune”), δεν παύουν μεν να ισχύουν οι ανατομικές, φυσιολογικές, ακόμα και αισθητικές κατηγορίες, η βεβαιότητα ωστόσο για το ενιαίο και αδιαίρετο της σκέψης παρέχει στο αυτοστοχαζόμενο άτομο και μιαν ανεξάρτησία απ’ αυτές.
Με την έννοια της αυτογνωσίας επανέρχεται ο Herder σ’ ένα θέμα, με το οποίο είχε ήδη ασχοληθή σ’ ένα πρώιμο κείμενό του «Για τη γνώση και την αίσθηση της ανθρώπινης ψυχής». Στο κείμενο αυτό έθετε τη δυνατότητα του ανθρώπου «να περιγράφη τον εαυτό του όπως ακριβώς τον γνωρίζει και τον αισθάνεται» - συμπεριλαμβάνοντας «την αγάπη και το μίσος, την αηδία και την αποστροφή, τον θυμό και την ηδονή» - στο επίκεντρο μιας εμπειρικής ψυχολογίας, η οποία καλείτο να συνεισφέρη περισσότερα απ’ τις ελλειπέστατες «μεταφυσικές έννοιες και λόγους» τής σύγχρονης φιλοσοφίας. Αποδεικνύεται μάλιστα ο ίδιος ως ένας «πρωταθλητής» τής συνθετικής ικανότητας, να συνενώνη αταίριαστα, φαινομενικά, πράγματα, γράφοντας ότι «το υλικό για μιαν αληθινή διδασκαλία περί ψυχής» υπάρχει «σε βιογραφίες: παρατηρήσεις γιατρών και φίλων και προφητείες ποιητών», θέτοντας ταυτόχρονα και μεθοδικές αξιώσεις στην επιστήμη τής ψυχής, προτείνοντάς της ως μέτρο και κριτήριο τη φυσιολογία: «το φυσιολογικό έργο τού Haller, προβιβασμένο σε ψυχολογία, και ζωοποιημένο, όπως το άγαλμα του Πυγμαλίωνα, με πνεύμα – τότε και μόνο τότε μπορούμε να πούμε κι εμείς κάτι για τη σκέψη και την αίσθηση». Με την αξίωσή του μάλιστα, να καταστή εμπειρική η ψυχολογία, συναριθμείται ο Herder στη σημαντική οπωσδήποτε ομάδα τών Γερμανών όψιμων διαφωτιστών, απ’ τον Sulzer και τον Platner, μέχρι τον Tiedemann και τον Abel, οι οποίοι και προσέγγιζαν την ψυχική ζωή τού ανθρώπου απ’ την πλευρά τού σώματος (την ανατομία, τη φυσιολογία και την παθολογία) και την παρατήρηση (την ενδοσκόπηση και την ιατρική παρατήρηση).
Η «εκτίμηση» αυτή απέβη δεσμευτική αφετηρία και σημείο εκκίνησης για την εμπειρική επιστήμη τής ψυχής τού όψιμου 18ου αιώνα, και κυρίως για τον βερολινέζικο κύκλο γύρω απ’ τους Karl Philipp Moritz, Markus Herz και Salomon Maimon, καθώς και το αντίστοιχό τους «Περιοδικό για την εμπειρική επιστήμη τής ψυχής», αποτελώντας μάλιστα τη βασική συνισταμένη μιας αστικής αυτο-εμπειρίας, επικεντρωμένης στον ίδιον ψυχικό κίνδυνο και τη νοσηρή ψυχική απόκλιση. Αποφασιστικό είναι εδώ το ότι το αυτοβιογραφικό υλικό και η ιδιαίτερη του καθενός εμπειρία απέκτησαν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα του όψιμου 18ου αιώνα την ίδια σχεδόν σημασία με τις ανατομικές και φυσιολογικές έρευνες. Και τα δύο αυτά γνωστικά πεδία θεωρούνταν εξίσου σημαντικά, κάτι που δήλωνε επίσης, ότι η ιστορικο-βιογραφική παρουσία τού ανθρώπου και η βιολογική του φύση δεν θεωρούνταν αντιπαρατιθέμενα. Γι’ αυτόν άλλωστε ακριβώς τον λόγο μπορούσε να αναγνωρίζη και ο Herder, χωρίς καμμιά δυσκολία, πως οδηγούσε και η «αυτοκριτική» και η «αυτογνωσία» στη γνώση τού «ιερού εργαστηρίου τών ιδεών». Αναπτύχθηκε κατά συνέπεια και ένα ενιαίο και κοινό ανάμεσα στους διάφορους επιστημονικούς κλάδους ενδιαφέρον για την εσωτερική φύση τού ανθρώπου, στο οποίο και προσμετρούσαν εξίσου οι διάφορες ανατομικές και ανθρωπολογικές έρευνες του ανθρωπίνου σώματος, και ιδιαιτέρως τού ανθρωπίνου εγκεφάλου, με τις διάφορες ιατρικές παρατηρήσεις, τις εξιστορήσεις διαφόρων προσωπικών εμπειριών, τις αυτοβιογραφίες, ακόμα και τα μυθιστορήματα.
Η δύναμη και η ισχύς τού «βαθμιαίου» ή «κλιμακωτού» μοντέλλου τού Herder συνίστατο στο ότι απέδιδε μεν μια σαφώς προσδιορισμένη, προσανατολισμένη πάντως στη φυσιολογία αρμοδιότητα στα διάφορα πεδία γνώσης, συνενώνοντάς τα ταυτόχρονα σε ένα ενιαίο σύνολο. Και το μόνο ερώτημα πλέον εδώ ήταν το αν και με ποιον τρόπο θα επηρέαζε με τη σειρά της αυτή η πεποίθηση τις ειδικές κάθε φορά επιστημονικές έρευνες και επιχειρήσεις, καθώς και το αν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθή και στην έρευνα π.χ. του εγκεφάλου. Ο ίδιος ο Herder υπέστη βέβαια σαφή κριτική για τη «συνενωτική» και «ενοποιητική» αυτή σκέψη του, κατά κύριον δε λόγο επειδή δεν ήταν πάντοτε και συνεχώς έτοιμος να υποστηρίξη κριτικά τις διάφορες πηγές του. Ανέδειξε ωστόσο άλλη μια φορά, από μιαν εντελώς διαφορετική πλευρά, τη σημασία τού ανθρωπίνου εγκεφάλου, κι ακόμα κι αν η ολιστική του προοπτική δεν έφτασε να καθορίση, υπό την πιο στενήν έννοια, τις σύγχρονές του ανατομικές έρευνες, το προγραμματικό του ωστόσο εγχείρημα, να θεωρήση ολόκληρο τον άνθρωπο στην ηθική και φυσιολογική διπλή του ύπαρξη, εξάσκησε μεγάλη γοητεία σε όλους σχεδόν τούς συγχρόνους του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου