Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

Η επινόηση της αναλογίας 3

Συνέχεια από 22. Δεκεμβρίου 2025


Η επινόηση της αναλογίας 3
Μεταφυσική και οντοθεολογία
Του Jean-François Courtine

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Για άλλη μία φορά, λοιπόν, δεν προσεγγίζουμε αυτή τη μελέτη πρωτίστως ούτε αποκλειστικά μέσα στον ορίζοντα των συζητήσεων γύρω από τον Thomas d’Aquin ή γύρω από τις διατυπώσεις της θωμιστικής αναλογίας· η μελέτη αυτή κατέστη δυνατή χάρη στη βαθιά ανανέωση της κλασικής προβληματικής, εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων που εμφανίστηκαν κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα —παράγοντες τους οποίους θα υποδείξουμε πολύ συνοπτικά:  η εκ νέου ανάδειξη αριστοτελικών ζητημάτων, η οποία διέλυσε την ενότητα μιας κατά πλειονότητα αριστοτελικής σχολαστικής και, κυρίως, την υποτιθέμενη ενότητα ενός αριστοτελικο-θωμιστικού ή καθαρά θωμιστικού σχήματος (Πρέπει να υπενθυμιστεί ο πρωτοποριακός ρόλος που διαδραμάτισε ο R. G. Muskens με το έργο De vocis analogiae significatione ac usu apud Aristotelem, Groningen, 1943. Επίσης, του ίδιου συγγραφέα:
– Aristoteles en het probleem der analogia entis, στο Studia Catholica, 21, 1946, σσ. 72–86.)
- Τον R. G. Muskens ακολούθησαν —με πολύ διαφορετικούς τρόπους, βεβαίως— οι Pierre Aubenque, Enrico Berti, G. E. L. Owen, Walter Leszl και, πιο πρόσφατα, οι Terence Irwin και Christopher Shields, για να περιοριστούμε σε ορισμένα μόνο γνωστά ονόματα· (Ο Enrico Berti προσφέρει μια πολύτιμη σύνθεση αφιερωμένη στις κυριότερες ερμηνείες του Αριστοτέλη στα δύο πρώτα τρίτα του περασμένου αιώνα, στο έργο του Aristotele nel Novecento, Laterza, 1992)

-το νέο ενδιαφέρον που στράφηκε συστηματικά προς τους Έλληνες Σχολιαστές, στον απόηχο των έργων των Pierre και Ilsetraut Hadot για τη Γαλλία και του Richard Sorabji για τον αγγλόφωνο κόσμο (Πρβλ. ιδίως τον ήδη μνημονευθέντα συλλογικό τόμο υπό τη διεύθυνση του Richard Sorabji, Aristotle transformed. The Ancient Commentators and Their Influence, London, Duckworth, 1990, καθώς και την αξιόλογη σειρά Ancient Commentators on Aristotle, που εκδίδεται από τον ίδιο εκδοτικό οίκο υπό την αιγίδα του R. Sorabji από το 1989 και εξής. Βλ. επίσης R. Sorabji, The Philosophy of the Commentators, 200–600 AD. A Sourcebook, 3 τόμοι (Psychology, Physics, Logic and Metaphysics), Cornell University Press, Ithaca–London, 2004).

η επανεκτίμηση του «νεοπλατωνισμού» και της θέσης του σε σχέση με την κλασική ελληνική οντολογία, η οποία συνοδεύτηκε από ένα αξιοσημείωτο εκδοτικό έργο (Plotinus, Proclus, Damascius)·( Σε ερμηνευτικό επίπεδο, ας υπενθυμιστεί η σημασία —τουλάχιστον σε προγραμματικό επίπεδο— των συμβολών του Pierre Aubenque:
«Plotin et le dépassement de l’ontologie grecque», στο Le Néoplatonisme. Colloque international du CNRS, Paris, Éditions du CNRS, 1971, σσ. 101–109·

«Ο Plotίνος είναι […] ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος που επανατοποθετεί στην αληθινή της θέση —τη δεύτερη— μια οντολογία η οποία, για να απαντήσει στο ερώτημα περί του Είναι του όντος, αρκούνταν στο να προβάλλει ένα ιδιαίτερο, έστω και προνομιούχο, ον: το Μόνιμο, το Πάντοτε-Ον, του οποίου η ανώτατη μορφή ήταν το Θείο. Περιορίζοντας με μία και την αυτή κίνηση το ον στο νοητό και τη νόηση του όντος σε μια υπόσταση που δεν είναι πλέον η πρώτη, ο Plotίνος καθιστά ταυτόχρονα εμφανές —αν και αυτό έχει ελάχιστα επισημανθεί μέχρι σήμερα— το ιδιαίτερο και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τον περιορισμένο χαρακτήρα αυτού που ονομάστηκε “οντοθεολογική δομή της μεταφυσικής”, καρπός μιας εν μέρει αυθαίρετης απόφασης της σκέψης. Η μεταφυσική καθίσταται μια ειδική περίπτωση της σκέψης, όπως γνωρίζουμε σήμερα ότι και η ευκλείδεια γεωμετρία αποτελεί μια ειδική περίπτωση —έστω προνομιούχο από πολλές απόψεις— μιας παν-γεωμετρίας» (σ. 104).

Βλ. επίσης:
«Néoplatonisme et analogie de l’être», στο Néoplatonisme. Mélanges offerts à Jean Trouillard, Les Cahiers de Fontenay (17–22), 1981, σσ. 63–76·
πρβλ. ακόμη R. Schürmann, «L’hénologie comme dépassement de la métaphysique», Études Philosophiques, 1982 (3), σσ. 331–350, και J.-M. Narbonne, Hénologie, ontologie et Ereignis (Plotin–Proclus–Heidegger), «L’âne d’or», Paris, Les Belles Lettres, 2001.

Ας υπενθυμιστεί επίσης το ερώτημα που διατύπωσε πολύ νωρίς ο Jacques Derrida στο Ousia et Grammè (1968):
«Ποια είναι η θέση του Plotίνου στην ιστορία της μεταφυσικής και στην “πλατωνική” εποχή της μεταφυσικής, σύμφωνα με την ανάγνωση του Heidegger;»,

αναδημοσιευμένο στο Marges de la philosophie, Paris, Les Éditions de Minuit, 1972, σ. 77.
Και, για την ιστορία, P. Hadot, Heidegger et Plotin, Critique, 145 (1959), σσ. 539–556)

– η επανεκτίμηση της σημασίας του νεοπλατωνικού ρεύματος στον Μεσαίωνα, αρχικά χάρη στις μελέτες του Klaus Kremer (Die neuplatonische Seinsphilosophie und ihre Wirkung auf Thomas von Aquin. Studien zur Problemgeschichte der antiken und mittelalterlichen Philosophie, I, Leiden, Brill, 1971) αφιερωμένες στον Thomas d’Aquin, και στη συνέχεια μέσω των ερευνών που εγκαινίασαν οι Werner Beierwaltes και Kurt Flasch, και οι οποίες στη Γαλλία εκπροσωπούνται ιδίως από τα έργα του Alain de Libera για τον Albert le Grand και τη Σχολή της Κολωνίας (Introduction à la mystique rhénane, d’Albert le Grand à Maître Eckhart, «Sagesse chrétienne», Paris, O.E.I.L., 1984· πρβλ. επίσης Albert der Große und die deutsche Dominikanerschule, Philosophische Perspektiven, ειδικό τεύχος της Freiburger Zeitschrift für Philosophie und Theologie, 32 (1985), τχ. 1/2, επιμ. R. Imbach και C. Flüeler· καθώς και Albert le Grand et sa réception au moyen âge. Hommage à Zénon Kaluza, απόσπασμα από τη Freiburger Zeitschrift für Philosophie und Theologie, 45 (1998), τχ. 1/2, επιμ. F. Chenaval, R. Imbach, T. Ricklin.)·

– τέλος —και από εδώ θα εκκινήσουμε— η επανεκκίνηση, από τον Heidegger, του ερωτήματος περί του Είναι, ή μάλλον περί του νοήματος του «Είναι», και της ενδεχόμενης ενότητας της πολυσημίας του.

Ακόμη κι αν ένα τέτοιο σημείο εκκίνησης εμφανίζεται εκ πρώτης όψεως ως παράδοξο, θεωρούμε πράγματι ότι είναι σημαντικό να επιστρέψουμε στη διατριβή του Franz Brentano, Von der mannigfachen Bedeutung des Seienden nach Aristoteles (1862). Όπως είναι γνωστό, αυτή φέρει ως μότο το «αριστοτελικό leitmotiv», το οποίο εδώ παραπέμπει στη Μεταφυσική Ζ 1: τὸ ὂν λέγεται πολλαχῶς (Η παραπομπή αυτή (1028 a 10–15), ας το επισημάνουμε εξαρχής, δεν είναι άνευ συνεπειών, δεδομένου ότι στο συγκεκριμένο χωρίο ο Αριστοτέλης εξετάζει αποκλειστικά και μόνο την πολλαπλότητα των κατηγοριακών σημασιών του Είναι.).

Βεβαίως, μπορεί κανείς να θεωρήσει το έργο του Brentano ως ένα απλό εγχειρίδιο ή ως ένα εισαγωγικό βοήθημα για τη μελέτη της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη· και αναμφίβολα αυτή ήταν η λειτουργία που επιτέλεσε για τον νεαρό Heidegger, ο οποίος το γνώρισε όταν ήταν ακόμη μαθητής στο λύκειο της Κωνσταντίας. Πράγματι, αυτή ακριβώς η διατριβή, ακόμη και μέσω του επιγράμματός της, του παρείχε το πρώτο νήμα καθοδήγησης για το ερώτημά του περί του Είναι. Ο ίδιος ο Heidegger θα το αναγνωρίσει πολύ αργότερα, όταν ανασυγκροτεί —με τρόπο αναμφίβολα σχηματοποιημένο— την πρώτη του ανάγνωση:
«Μέσα σε αυτή τη φράση κρύβεται το ερώτημα που καθόρισε την πορεία της σκέψης μου: ποιος είναι ο απλός και ενιαίος προσδιορισμός του είναι που διέπει όλες αυτές τις πολλαπλές σημασίες; […] Τι σημαίνει, λοιπόν, το είναι; […] Σε ποιον βαθμό το είναι του όντος εκδιπλώνεται σύμφωνα με αυτούς τους τέσσερις τρόπους, τους οποίους ο Αριστοτέλης απλώς διαπίστωσε, αφήνοντάς τους ωστόσο απροσδιόριστους ως προς την κοινή τους προέλευση; […] Ποιο νόημα του είναι μιλά μέσα σε αυτές τις τέσσερις αποδοχές; (οὐσία – συμβεβηκός, κατὰ τὰ σχήματα τῆς κατηγορίας, δύναμις – ἐνέργεια, ὡς ἀληθές ἢ ψεῦδος). Πώς μπορούν να συναρθρωθούν σε μια κατανοητή αρμονία;» (Lettre à Richardson, στο Questions IV, Paris, Gallimard, 1976, σ. 180 κ.ε. Πρβλ. επίσης Theodor Kisiel, The Genesis of Heidegger’s Being and Time, University of California Press, Berkeley–Los Angeles, 1993, β΄ μέρος. Για τη σχέση του Heidegger με τον Brentano, βλ. την εξαιρετική σύνθεση του Franco Volpi, «Brentanos Interpretation der aristotelischen Seinslehre und ihr Einfluss auf Heidegger», στο Heidegger-Jahrbuch 1, Heidegger und die Anfänge seines Denkens, Karl Alber, Freiburg–Munich, 2004, σσ. 226–242.)

Εκείνο που είναι αξιοσημείωτο σε αυτή την ύστερη και αναδρομική μαρτυρία είναι ότι, κατά μία έννοια, τα ερωτήματα αυτά συνεχίζουν ακριβώς εκείνα που έθετε ο Brentano στη Διατριβή του. Πρέπει πράγματι να υπογραμμιστεί η αποφασιστικά συστηματοποιητική προοπτική του Brentano, ο οποίος είχε ρητά ως στόχο να υπερασπιστεί τον Αριστοτέλη απέναντι στις κατηγορίες καντιανής προέλευσης —τις οποίες είχε ήδη αντιμετωπίσει ο Trendelenburg— ότι δηλαδή δεν είχε καταφέρει να προσφέρει παρά έναν ραψωδικό, και όχι πλήρη, κατάλογο των κατηγοριών του είναι (Η πραγματεία του Brentano, αφιερωμένη στον δάσκαλό του Trendelenburg, περιέχει ωστόσο μια αυστηρή κριτική της Geschichte der Kategorienlehre (1846, ανατύπωση G. Olms, Hildesheim 1979):

«Όταν ο Trendelenburg διατύπωσε την —έκτοτε περίφημη— υπόθεσή του περί της γραμματικής προέλευσης των αριστοτελικών κατηγοριών, έπρεπε κατ’ αρχάς να εντοπίσει κάτι που να μπορεί να λειτουργήσει ως καθοδηγητικό νήμα για τον Αριστοτέλη στη διαμόρφωση των ανώτατων γενών· έπρεπε επίσης να αποκρούσει την κατηγορία που του είχαν απευθύνει ο Kant και ο Hegel, ότι δηλαδή είχε συγκεντρώσει βεβιασμένα έναν στρογγυλό αριθμό θεμελιωδών εννοιών, ενεργώντας κατά τύχη. Εμείς, από την πλευρά μας, ελπίζουμε ότι έχουμε απομακρύνει αυτή την κατηγορία με άλλες οδούς· ωστόσο παραμένει το γεγονός ότι μια προσέγγιση η οποία, ελλείψει οντολογικής αρχής, θα θεωρούσε την απλή συμφωνία με γραμματικές σχέσεις ως επαρκή εγγύηση της εγκυρότητας αυτής της σημαντικής συμβολής, δεν θα απέφευγε και πάλι την κατηγορία μιας μεγάλης επιφανειακότητας» (§ 15, γαλλ. μτφρ. P. David, Aristote, les significations multiples, Bibliothèque des Textes Philosophiques, Paris, Vrin, 2005, σ. 172).

Επιτρέπουμε στον εαυτό μας να παραπέμψουμε εδώ στη μελέτη μας La question des catégories: le débat entre Trendelenburg et Bonitz, στο Aristote au XIXᵉ siècle, επιμ. D. Thouard, Lille, Presses Universitaires du Septentrion, 2004, σσ. 63–79.). Αυτό που χαρακτηρίζει, λοιπόν, την προσπάθεια του Brentano είναι πρωτίστως η αναζήτηση ενός συστήματος ή, στη γλώσσα του Heidegger, η αναζήτηση μιας κατανοητής αρμονίας των πολλαπλών σημασιών του είναι: ενός συστήματος του οποίου ο Brentano προϋποθέτει την ολοκλήρωση και την ακλόνητη ενότητά του.

Προς τον σκοπό αυτό, ο Brentano προκρίνει πολύ γρήγορα, στη μελέτη του των πολλαπλών σημασιών του είναι, το καθοδηγητικό νήμα της κατηγόρησης/πρότασης (ὁ λόγος):
«οι διάφορες κατηγορίες αντιστοιχούν στους διάφορους τρόπους κατηγόρησης, χωρίς κενά και χωρίς επικαλύψεις».

Η φιλοδοξία της πραγματείας είναι να ανακαλύψει την αρχή της υποδιαίρεσης των κατηγοριών, ανασυγκροτώντας αυτό που ο ίδιος ο συγγραφέας αποκαλεί, εύστοχα, το γενεαλογικό τους δέντρο. Αυτό οδηγεί, στην πράξη, στο να προκρίνεται, μέσα στην αρχική τετραμερή διάκριση του πολλαχῶς, μία θεμελιώδης σημασία: κατὰ τὰ σχήματα τῆς κατηγορίας [εκείνη που συγκροτείται σύμφωνα με τις μορφές ή τα σχήματα της κατηγόρησης]. Τα τρία τέταρτα του έργου αφιερώνονται έτσι στην κατηγοριακή σημασία, η οποία θεωρείται το σημαντικότερο από όλα τα κεφάλαια της αριστοτελικής οντολογίας. Ακόμη κι αν ο Brentano εκκινεί πράγματι από την αριστοτελική τετραπλή διάκριση των σημασιών του είναι, το κατηγοριακό ζήτημα παραμένει στο επίκεντρο της προβληματικής.

Αφού διακρίνει τις πολλαπλές σημασίες, ο Brentano προτείνει μια πρώτη συστηματοποίησή τους. Ονομάζεται ομώνυμα ὄν, δηλαδή ον:
– ένα ον στο οποίο δεν μπορεί να αποδοθεί καμία ύπαρξη εκτός του νου (στέρησις, ἀπόφασις)·
– το είναι της κίνησης, καθώς και της γένεσης και της φθοράς (ὁδὸς εἰς οὐσίαν, φθορά) — «διότι αυτά βρίσκονται μεν εκτός του νου, δεν έχουν όμως μια ολοκληρωμένη και τετελεσμένη ύπαρξη»·
– ένα ον που διαθέτει ολοκληρωμένη ύπαρξη, αλλά όχι αυτοτελή (πάθη οὐσίας, ποιότητες, ποιητικά, γεννητικά)·
– τέλος, το είναι της ουσίας (ἡ οὐσία).


Όλη η προσπάθεια του Brentano αποσκοπεί στη μείωση αυτής της ομωνυμίας (Πρβλ. F. Volpi, Brentano e Heidegger, Padova, 1976, σ. 59. Βλ. επίσης, του ίδιου συγγραφέα, «La doctrine aristotélicienne de l’être chez Brentano et son influence sur Heidegger», στο Aristote au XIXᵉ siècle, επιμ. D. Thouard, Lille, Presses Universitaires du Septentrion, 2004, σσ. 277–293), ρυθμιζόμενη από το περίφημο χωρίο της Μεταφυσικής Γ 2, 1003 b 6–12: οὐ γὰρ μόνον περὶ τῶν καθ’ ἓν λεγομένων ἐπιστήμης ἔστι θεωρῆσαι μιᾶς,
ἀλλὰ καὶ τῶν πρὸς μίαν λεγομένων φύσιν·
καὶ γὰρ ταῦτα τρόπον τινὰ λέγεται καθ’ ἕν·
δῆλον οὖν ὅτι καὶ τὰ ὄντα μιᾶς θεωρῆσαι ᾗ ὄντα.
(La décision du sens. Le livre Gamma de la Métaphysique d’Aristote, εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση και σχόλιο από τους B. Cassin και M. Narcy, Histoire des Doctrines de l’Antiquité Classique, Paris, Vrin, 1989, σ. 117)

Διότι όχι μόνο σε μία επιστήμη ανήκει το θεωρείν όσα λέγονται κατ’ ἕν, αλλά και όσα λέγονται σε σχέση με μία και μόνη φύση· αφού και αυτά, κατά κάποιον τρόπο, λέγονται κατ’ ἕν· είναι λοιπόν φανερό ότι και τα όντα, καθ’ όσον είναι όντα, ανήκουν σε μία και μόνη θεωρία.

Αυτό που καθοδηγεί εξαρχής την μπρεντανιανή ανάλυση είναι, επομένως, η αναζήτηση μιας ενότητας μέσα στην πολλαπλότητα, η αναζήτηση μιας υπερβατικής αρχής, της οποίας πρέπει να τονιστεί ο αποφασιστικά μη αριστοτελικός χαρακτήρας. Έτσι, για τον Brentano, το αληθινό ή κυρίως νόημα του είναι, το πρωταρχικό νόημα (πρώτως καὶ κυρίως), είναι το τέταρτο.

Αφού μελετήσει και, κατά μία έννοια, αποκλείσει ή αποβάλει τις σημασίες του είναι που λέγονται κατὰ συμβεβηκός, ὡς ἀληθὲς ἢ ψεῦδος (ens tanquam verum), καθώς και δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ, ο Brentano προχωρεί στην ανάλυση των σημασιών του είναι σύμφωνα με τις μορφές ή τα σχήματα της κατηγορίας (κατὰ τὰ σχήματα τῆς κατηγορίας), διότι αυτές παρέχουν τους θεμελιώδεις σημασιολογικούς προσδιορισμούς, τις κύριες σημασίες. Αυτές δεν είναι απλώς «κατηγορίες του είναι», οι οποίες δεν υπάγονται σε ανώτερο έννοιακό γένος, αλλά είναι ταυτόχρονα και οι διάφορες σημασίες του ὄντος, όπως αυτό εκφέρεται μέσω αυτών κατ’ ἀναλογίαν.

Έτσι, για τον Brentano, το ζήτημα του είναι και των πολλαπλών σημασιών του συγκεντρώνεται και, κατά μία έννοια, εξαντλείται στην κατηγοριακή ανάλυση. Στο κρίσιμο αυτό σημείο της μπρεντανιανής ερμηνείας —όπως είναι γνωστό— η χαϊντεγγεριανή ανάγνωση θα αποδειχθεί υπερκριτική, περνώντας από διάφορα στάδια: την αποδόμηση της παραδοσιακής θεωρίας της κρίσης (ως τόπου της αλήθειας)· τη χρονική ερμηνεία της οὐσίας (νοούμενης ως Anwesen, Anwesenheit), η οποία βρίσκεται στη βάση της ερμηνείας του είναι μέσα στον ορίζοντα του χρόνου· την ανάδειξη της αληθευτικής σημασίας του είναι (ιδίως ενάντια στον Jaeger): τὸ κυριώτατον ὂν ὡς ἀληθές (Θ 10) (Πρβλ. στο σημείο αυτό την εξαιρετική κριτική μελέτη του Enrico Berti, «Heideggers Auseinandersetzung mit dem platonisch-aristotelischen Wahrheitsverständnis», στο Die Frage nach der Wahrheit, Martin-Heidegger-Gesellschaft. Schriftenreihe, Bd. 4, Frankfurt, Klostermann, 1997, σσ. 90–105. ).

Τέλος, φαίνεται ότι η σημασία του είναι κατὰ τὸ ἔργον, δηλαδή σύμφωνα με το ζεύγος δύναμις – ἐνέργεια, καταλαμβάνει την πρώτη θέση από τη δεκαετία του τριάντα και εξής, την εποχή κατά την οποία ανοίγεται για τον Heidegger μια νέα πρόσβαση στους Προσωκρατικούς (Πρβλ. κυρίως το μάθημα του 1931, GA 33, Aristoteles, Metaphysik 1–3. Vom Wesen und Wirklichkeit der Kraft, επιμ. H. Hüni, Frankfurt, Klostermann, 1981· γαλλ. μτφρ. B. Stevens και P. Vandevelde, Paris, Gallimard, 1991. Για το ίδιο ζήτημα, βλ. Pierre Rodrigo, Aristote, l’eidétique et la phénoménologie, Grenoble, J. Millon, 1995, σσ. 167–184. Πρβλ. επίσης E. Berti, «Der Begriff der Wirklichkeit in der Metaphysik des Aristoteles (Θ 6–9)», στο Aristoteles, Metaphysik. Die Substanzbücher (Ζ, Η, Θ 6), Akademie Verlag, Berlin, 1997, σσ. 289–311. Την ίδια αυτή έμφαση, σύμφωνα με το καθοδηγητικό νήμα του έργου, συναντά κανείς και στο κείμενο που δημοσίευσε ο Heidegger σε ύστερο χρόνο (1958), Ce qu’est et comment se détermine ἡ φύσις, GA 9, Wegmarken, σσ. 239–301· γαλλ. μτφρ. στο Questions II, Paris, Gallimard, 1968. Βλ. ακόμη F. Volpi, «La “riabilitazione” della δύναμις e dell’ἐνέργεια in Heidegger», Aquinas, XXXII (1990), σσ. 3–28.). Παρά αυτή την ριζικά κριτική οικείωση, παραμένει ωστόσο ένα σημείο ως προς το οποίο μπορεί κανείς να διερωτηθεί.

Αν η μπρεντανιανή συστηματοποίηση των πολλαπλών σημασιών λειτουργεί με τρόπο απολύτως κλασικό (θα επανέλθουμε σε αυτό), ακολουθώντας το καθοδηγητικό νήμα μιας διδασκαλίας περί της αναλογίας του είναι —μιας διπλής και σύνθετης διδασκαλίας που επιδιώκει να συνδυάσει την αναλογία της αναλογικότητας με την αναλογία της απόδοσης—, με κύριο μέλημα του Brentano πάντοτε τη δυνατότητα να συναχθούν όλες οι διαφοροποιημένες σημασίες από μία σημασία που θεωρείται ενιαία και κεντρική, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν ο Heidegger άσκησε ποτέ κριτική στο ίδιο το αρχικό αξίωμα αυτής της συστηματοποίησης (Πρβλ. κεφ. V, §3: Οι κατηγορίες είναι διάφορες σημασίες του ὄντος που εκφέρεται σε σχέση με αυτές κατ’ ἀναλογίαν, και μάλιστα με διττό τρόπο: σύμφωνα με την αναλογία της αναλογικότητας και σύμφωνα με την αναλογία μέσω αναφοράς σε έναν και τον αυτό όρο.).

Προτού επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, χρειάζεται να αναλύσουμε συνοπτικά το κεφάλαιο V της Διατριβής, υπενθυμίζοντας καταρχάς τα «συμπεράσματά» του, όπως αυτά διατυπώνονται στους τίτλους τεσσάρων καθοδηγητικών παραγράφων:
§4: Οι κατηγορίες είναι οι ανώτατες κοινές συνώνυμες έννοιες, τα ύψιστα γένη του είναι.
§5: Οι κατηγορίες είναι τα ανώτατα κατηγορήματα της πρώτης ουσίας.
§6: Οι κατηγορίες διακρίνονται σύμφωνα με τη διαφορά της σχέσης τους προς την πρώτη ουσία.
§7: Οι κατηγορίες διακρίνονται σύμφωνα με τους διάφορους τρόπους κατηγόρησης.


Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: