Συνέχεια από Σάββατο 20. Δεκεμβρίου 2025
Μεταφυσική και οντοθεολογία
Του Jean-François Courtine
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η υπόθεση, εκ πρώτης όψεως αναμφίβολα αρκετά παράδοξη, την οποία θα θέλαμε να αναπτύξουμε εδώ, αφορά την τελικά σχετικά πρόσφατη επανανακάλυψη του προβλήματος της analogia entis και των διακυβευμάτων του στο αριστοτελοθωμιστικό ρεύμα.
Είναι γνωστό ότι οι διαφορετικές διατυπώσεις της αναλογίας έδωσαν αφορμή, ήδη από τις αρχές του 14ου αιώνα, σε έντονες συζητήσεις, οι οποίες παρατάθηκαν έως τον 16ο αιώνα – τεράστιες αντιπαραθέσεις ακόμη και στους κόλπους των θωμιστών ή νεοθωμιστών και των σουαρεζιανών. Σκοπός μας εδώ δεν είναι, ωστόσο, να ανασυνθέσουμε υπομονετικά την ιστορία αυτών των αντιπαραθέσεων· θα θέλαμε να προσεγγίσουμε τα πράγματα από πιο μακριά ή από ψηλότερα, μέσα σε μια «εγκάρσια» προοπτική, λιγότερο ιστορικιστική και περισσότερο «ιστορική», ώστε να διερωτηθούμε για τη συγκεκριμένη, αργή και μακρά διαμόρφωση της διδασκαλίας της analogia entis ή, πιο μετριοπαθώς, για ορισμένα δογματικά στοιχεία που βρίσκονται στην απαρχή των διαφορετικών και όψιμων διατυπώσεων της analogia entis. Η κατευθυντήρια προοπτική είναι, συνεπώς, ιστορική ή, ίσως καλύτερα, «αρχαιολογική»: προγραμματίζει πράγματι μια έρευνα για τις κατ’ αρχήν συνθήκες δυνατότητας/μη δυνατότητας ενός ορισμένου καθεστώτος λόγου, το οποίο όμως άφησε εποχή, αναφορικά με το Είναι, τα όντα ή τα υπάρχοντα, θεωρούμενα στις διαφορές τους και στην ενδεχόμενη ενότητά τους.
Γιατί η «αρχαιολογική» ερώτηση μπορεί σήμερα να διατυπωθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, μετά το τέλος της «λήξης» της μεταφυσικής; Η προσπάθεια απάντησης στο ερώτημα αυτό προϋποθέτει την τόλμη διατύπωσης ορισμένων «βαρέων» υποθέσεων, τις οποίες προτείνουμε να υποβληθούν σε κριτική συζήτηση: η αρχαιολογική ερώτηση, ως ερώτηση, προϋποθέτει πάντοτε κάτι σαν έναν μετα-καντιανό, μετα-νιτσεϊκό και κυρίως μετά-χαϊντεγκεριανό ορίζοντα, εντός του οποίου μόνον καθίσταται δυνατός ένας εκ νέου προσδιορισμός του καθεστώτος της μεταφυσικής και του θεμελιώδους σχεδίου της. Με άλλα λόγια, η αρχαιολογική προσέγγιση προϋποθέτει τη δυνατότητα και, αναμφίβολα, την αναγκαιότητα μιας επανάληψης της Μεταφυσικής, της οντολογίας, του ερωτήματος περί του Είναι, του ερωτήματος περί του νοήματος του Είναι, του νοήματος του «είναι»· αλλά και την αμφισβήτηση της «ανάγνωσης» του νοήματος – των πολλαπλών νοημάτων του Είναι – με αφετηρία ένα υποδειγματικό ον ή έναν τρόπο ύπαρξης που θεωρείται προνομιακός (Βλ. Heidegger, Sein und Zeit, § 2, σ. 6–7 (Niemeyer, 1963, 10η έκδ.). Για μια πρώτη επεξεργασία του ζητήματος του νοήματος του «είναι», παραπέμπουμε στο σχεδίασμά μας: «Το ερώτημα του Είναι: νόημα του ερωτήματος και ερώτημα του νοήματος», στο Heidegger, το αίνιγμα του Είναι, επιμ. J.-F. Mattéi, «Débats Philosophiques», Παρίσι, PUF, 2004, σ. 71–103.).
Μόνον μια τέτοια προσέγγιση – της οποίας ο ακόμη υπερβολικά γενικός προσδιορισμός παραμένει αναγκαστικά προσωρινός στο πλαίσιο μιας εισαγωγής – αποκαλύπτει τη δυνατότητα να εντοπιστεί κάτι όπως μια αναλογίζουσα μορφή ή ένα αναλογικό σχήμα, ως συστατικό στοιχείο, αλλά μη ρητά θεματοποιημένο, του σχεδίου της «μεταφυσικής». Τα εισαγωγικά, τοποθετημένα προσεκτικά και σχεδόν ανεπαίσθητα γύρω από το άρθρο: «η» μεταφυσική, αποσκοπούν πρωτίστως στο να αφήσουν απολύτως ανοικτό, κατ’ αρχήν, το ερώτημα της δυνατότητας όχι μόνον άλλων, διαφορετικών και θεμελιωδών χαρακτηριστικών του μεταφυσικού ως τέτοιου, αλλά και – κυρίως – άλλων μορφών της μεταφυσικής, ικανών να διαφύγουν από την κυριαρχία της οντοθεολογικής συγκρότησης ή της τοπικής της αναλογικότητας (Στο σημείο αυτό μπορούμε να περιοριστούμε στην παραπομπή στις διαυγείς σελίδες του Alain de Libera, La philosophie médiévale, «Que sais-je?», Παρίσι, PUF, 1989, σ. 70 κ.ε., καθώς και –εξίσου κριτικά απέναντι στη «χαϊντεγγεριανή» ανακατασκευή– στα έργα του Werner Beierwaltes: Identität und Differenz, Philosophische Abhandlungen, 49, Φρανκφούρτη, Klostermann, 1980, σ. 131–143· «Heideggers Gelassenheit», στο Amicus Plato, magis amica veritas, Festschrift για τα 65α γενέθλια του Wolfgang Wieland, επιμ. Rainer Enskat, Βερολίνο, Walter de Gruyter, 1998, σ. 1–34· και του ίδιου συγγραφέα, «ΕΠΕΚΕΙΝΑ. Μια παρατήρηση για τη χαϊντεγκεριανή πρόσληψη του Πλάτωνα», στο Ludger Honnefelder και W. Schüßler (επιμ.), Transzendenz. Προς έναν θεμελιώδη όρο της κλασικής μεταφυσικής, Paderborn, 1992, σ. 39–55· καθώς και «Heideggers Rückgang zu den Griechen» (Η επιστροφή του Heidegger στους Έλληνες), στα Sitzungsberichte der Bayerischen Akademie der Wissenschaften, φιλοσοφικο-ιστορική τάξη, 1995, Τεύχος 1, Μόναχο, 1995.). Αντί, λοιπόν, να μιλούμε γενικά για τη μεταφυσική, θα ήταν ασφαλώς πιο συνετό να αναφερόμαστε μόνο σε ορισμένες διαμορφώσεις, σε ορισμένες συστηματοποιήσεις, ιστορικά και δογματικά προσδιορισμένες, της πλατωνικο-αριστοτελικής έρευνας που αρθρώνεται γύρω από το ερώτημα: τί τὸ ὄν; ή, καλύτερα και ακριβέστερα, τί τὸ ὂν ᾗ ὄν; Για λόγους ευκολίας και συντομίας, ωστόσο, στο εξής θα μιλούμε για τη μεταφυσική στον ενικό· με αυτό, όμως, δεν πρέπει να νοηθεί κάποια πρόθεση να περιοριστούν άλλες πρακτικές του υπερβατικού ή υπερβατολογικού ερωτήματος σε μία ενιαία, αριστοτελοποιημένη μορφή, αποκλείοντας εκ των προτέρων άλλες δυνατότητες που ανοίγονται από τη διάσταση του μετά.
Ως πρώτη εικονογράφηση ενός λόγου που παραμένει ακόμη υπερβολικά γενικός ή αφηρημένος, μπορούμε να επικαλεστούμε, ως μαρτυρία αυτής της προσοχής σε μια «αναλογίζουσα» μορφή ή σε ένα «αναλογικό» σχήμα, πέρα από τις σχολαστικές διατυπώσεις της analogia entis, τις σημειώσεις που βρίσκονται στο τέλος του Σέλλινγκ του Heidegger (Schellings Abhandlung Über das Wesen der menschlichen Freiheit, H. Feick (επιμ.), Τύμπινγκεν, Niemeyer, 1971, Παράρτημα. Βλ. γαλλ. μτφρ. J.-F. Courtine, Παρίσι, Gallimard, 1977. Το παράρτημα αυτό δεν ενσωματώθηκε στον αντίστοιχο τόμο της Gesamtausgabe, 42, Schelling: Vom Wesen der menschlichen Freiheit, I. Schüßler (επιμ.), Φρανκφούρτη, Klostermann, 1988. Η ουσία του απαντά στο δεύτερο μάθημα που αφιέρωσε ο Heidegger στις Έρευνες του Schelling, Die Metaphysik des deutschen Idealismus (Schelling), 1ο τρίμηνο 1941 και θερινό εξάμηνο 1941, Gesamtausgabe (στο εξής Ga.), τ. 49, G. Seubold (επιμ.), Φρανκφούρτη, Klostermann, 1991.) ή τα προσχέδια του Νίτσε ΙΙ (Nietzsche, II, Neske, Pfullingen, 1961, σ. 458 κ.ε. Προσχέδιο για την ιστορία του Είναι, νοούμενη ως «μεταφυσική». — Βλ. επίσης τον τόμο 66 της Gesamtausgabe: Besinnung, F.-W. von Herrmann (επιμ.), Φρανκφούρτη, Klostermann, 1998.). Θα μπορούσε κανείς, κατά μία έννοια, να προσεγγίσει, σαν σε ανεστραμμένο κάτοπτρο, σε σχέση με αυτή τη χαϊντεγγεριανή προοπτική, την προσπάθεια του Przywara να αναδείξει μια «αρχι-δομή» της μεταφυσικής, στο μνημειώδες (και τόσο απαιτητικό) έργο του του 1932: Analogia entis. Metaphysik. Ur-Struktur und All-Rhythmus (Analogia Entis. Metaphysik. Ur-Struktur und All-Rhythmus, αναδημοσιευμένο στο Schriften III, Einsiedeln, Johannes-Verlag, 1962. Η γαλλική μετάφραση που παρείχε με ηρωική προσπάθεια ο Ph. Secrétan (Théologiques, Παρίσι, PUF, 1990) είναι δυστυχώς, όπως έχουμε ήδη επισημάνει στον Πρόλογό μας, δύσχρηστη: επιβάλλει πράγματι στη γλώσσα του Przywara, η οποία είναι ήδη έντονα ιδιότυπη, ένα εντελώς περιττό ετυμολογίζον ιδίωμα. Αντιθέτως, παραπέμπουμε στη θαυμάσια συνολική μελέτη του Jean Greisch, «Analogia entis και analogia fidei: μια θεολογική διαμάχη και τα φιλοσοφικά της διακυβεύματα, K. Barth και E. Przywara», Les Études philosophiques, 1989, 3, σ. 475–496.).
Από αυτή την προοπτική, την οποία θα ήταν λάθος να χαρακτηρίσει κανείς πολύ βιαστικά ως «χαϊντεγκεριανή», αφού δεν σκοπεύει να συλλάβει τη μεταφυσική στο σύνολο της ιστορίας της, θεωρούμενης ως ολοκληρωμένης (Θα έπρεπε προφανώς εδώ να διακρίνει κανείς διαφορετικές μορφές της «ολοκλήρωσης», αναλόγως αν πρόκειται για τον Hegel, τον Nietzsche ή τον Husserl. Μπορούμε όμως να αφήσουμε αυτό το σημείο σε παρένθεση στο πλαίσιο του παρόντος προβληματισμού.), προκύπτει ότι το ερώτημα της αναλογίας του είναι — νοούμενο ως μια ιδιαιτέρως δεσμευτική εκδοχή του ερωτήματος περί του είναι ή, ακριβέστερα, περί του νοήματος του «είναι» — δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως το αδιανόητο της μεταφυσικής (ή ορισμένων από τις μορφές της). Αυτό σημαίνει πιο συγκεκριμένα, και επιστρέφοντας στο έδαφος μιας καλύτερα χαρτογραφημένης ιστορίας, ότι είναι δυνατόν να εγκαταλείψει κανείς το κλειστό —αναμφίβολα γοητευτικό αλλά περιορισμένο— πεδίο των διαμαχών γύρω από τις «διατυπώσεις» της αναλογίας (εγγενής/εξωγενής απόδοση, κυριολεκτική/ακατάλληλη αναλογικότητα, μεταφορά, μικτή μορφή κ.ο.κ.), διαμαχών των οποίων τα κύρια τεκμήρια συναντά κανείς στις συζητήσεις γύρω από τις κανονικές ερμηνείες του Cajetan ή του Suarez, προς χάριν μιας πιο αποφασιστικά ιστορικής ή «ιστορικής» έρευνας, που αφορά τις «προϋποθέσεις» των διαφορετικών διατυπώσεων ή των πολλαπλών επεξεργασιών του προβλήματος του νοήματος του είναι, της πολλαπλότητας των ετερογενών σημασιών του και της ενδεχόμενης ενοποίησής τους με βάση μια σημασία που θεωρείται θεμελιώδης και κατευθυντήρια. Για να γίνουμε εδώ σαφέστεροι, ας μας επιτραπεί να παραπέμψουμε σε δύο ήδη κλασικές αλλά πολύ διαφορετικές ιστοριογραφικές προσεγγίσεις: την περισσότερο ιστορική του Étienne Gilson και την περισσότερο «συστηματική» του Jacques Maritain. Ο τελευταίος, ως γνωστόν, ασχολήθηκε εκτενώς με τις ακριβείς και αυστηρές διατυπώσεις της αναλογίας του είναι, στο μέτρο που αυτές θα απέδιδαν πιστά τη θέση του Θωμά του Ακινάτη, η οποία αναγνωρίζεται άλλωστε ως η καλύτερη και η πλέον στέρεα θεμελιωμένη (Αρκεί εδώ να παραπέμψουμε στο κεφάλαιο V, «Η μεταφυσική γνώση», καθώς και στο Παράρτημα II, «Περί αναλογίας», του κλασικού έργου: Distinguer pour unir ou les degrés du savoir, Desclée de Brouwer, Παρίσι, 1963 (επανεκδόθηκε στα Œuvres complètes, Φράιμπουργκ–Παρίσι, τ. LIV, 1983). Θα μπορούσε όμως να μνημονευθούν επίσης τα Les sept leçons sur l’être και το Court traité de l’existence et de l’existant, Hartmann, 1947 (επανεκδόθηκαν στα Œuvres complètes, τ. V, 1982).). Σε αυτό αντιπαρατίθεται η προσέγγιση του Étienne Gilson, όπως εξετάζεται εδώ περιοριζόμενη στις διάφορες εκδόσεις του Θωμισμού και στο Πνεύμα της μεσαιωνικής φιλοσοφίας. Κανείς δεν θα υποψιαζόταν τον Étienne Gilson ότι αγνοεί την οξύτητα των συζητήσεων γύρω από τον προσδιορισμό μιας διδασκαλίας της analogia entis στον Θωμά τον Ακινάτη και στη Σχολή. Κι όμως, μια τέτοια διδασκαλία, στις κανονικές της διατυπώσεις, αναφέρεται ρητώς μόνο παρεμπιπτόντως (σε λίγες σελίδες) στο μνημειώδες έργο που είναι αφιερωμένο στον Θωμά:
«Βλέποντας πόσα άρθρα, μελέτες και τόμοι έχουν αφιερωθεί στη διαλεύκανση αυτής της έννοιας, θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι ο ίδιος ο άγιος Θωμάς εξηγήθηκε εκτενώς επί του ζητήματος. Δεν συμβαίνει αυτό. Τα κείμενα του αγίου Θωμά για την έννοια της αναλογίας είναι σχετικά λίγα και το καθένα από αυτά είναι τόσο λιτό, ώστε δεν μπορεί κανείς να μη διερωτηθεί γιατί αυτή η έννοια απέκτησε τόσο μεγάλη σημασία στα μάτια των σχολιαστών» (Le Thomisme. Études de philosophie médiévale, Παρίσι, Vrin, 1983, 6η έκδοση, σ. 123–124· L’esprit de la philosophie médiévale, Παρίσι, Vrin, 1948², κεφ. V: «Αναλογία, αιτιότητα και τελικότητα».).
Η στάση του Gilson φαίνεται εδώ θεμελιωδώς ορθή, όχι μόνο από ιστορική άποψη, αλλά και γενικότερα σε σχέση με αυτό που πρέπει να ονομάσουμε δογματική ιστορία ή δογματικές έριδες (Ο Étienne Gilson φρόντιζε πάντοτε να διακρίνει τις γνήσιες δογματικές αντιθέσεις ή τις αποφασιστικές θεωρητικές επιλογές από τις δευτερεύουσες διαμάχες ή συζητήσεις, στις οποίες οι αντίπαλοι μοιράζονται, κατά βάθος, τις ίδιες προϋποθέσεις. Βλ. Duns Scot. Introduction à ses positions fondamentales, Études de philosophie médiévale, Παρίσι, Vrin, 1952, σ. 77 κ.ε.). Αυτή ακριβώς η στάση, κατά τη γνώμη μας, καθοδηγούσε και το αξιοσημείωτο έργο —καθόλου ξεπερασμένο— του Bernard Montagnes, La doctrine de l’analogie de l’être d’après saint Thomas d’Aquin (Λουβέν–Παρίσι, 1963). Όπως έγραφε εύστοχα ο ίδιος ο συγγραφέας: «Κάθε διδασκαλία της αναλογίας μεταφράζει μια ορισμένη σύλληψη του είναι, της αιτιότητας, της μετοχής, της ενότητας των όντων μέσα στο είναι»( Όπ. παρ., σ. 12.). Είναι λοιπόν αυτές οι συλλήψεις και οι έσχατες προϋποθέσεις τους που πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστούν και να συζητηθούν, χωρίς να αποκλείεται ο ενδεχόμενος ανεπανόρθωτος ανταγωνισμός τους, εφόσον τουλάχιστον θέλει κανείς να πραγματευθεί την αναλογία χωρίς να εμπλακεί αμέσως σε τοπικές διαμάχες, συνδεδεμένες με τεχνικές διατυπώσεις. Διότι, στην πραγματικότητα, στις αντιπαραθέσεις που τους έφεραν αντιμέτωπους, οι περισσότεροι από τους συγγραφείς που θα μελετήσουμε συγκεντρώνουν σχεδόν όλη την προσοχή τους στις δυσχέρειες που σχετίζονται με τη λογικο-γλωσσική διατύπωση της διδασκαλίας, αφήνοντας συνήθως στο σκοτάδι τις θεμελιώδεις οντολογικές θέσεις που συγκροτούν σύστημα και υποστηρίζουν τη θεματοποίηση της αναλογικότητας. Με άλλα λόγια: αν υπήρξαν πολλές διαμάχες γύρω από τις διατυπώσεις της αναλογίας —διαμάχες απολύτως θεμιτές και μάλιστα αναγκαίες να εξεταστούν καθαυτές— οι επίμαχες διατυπώσεις προκάλεσαν ωστόσο ελάχιστες εις βάθος σκέψεις σχετικά με τις προϋποθέσεις αυτού που θα ονομάσουμε την ίδια την αναλογικότητα του είναι.
Έτσι, έχει κανείς πιθανότατα το δικαίωμα να αναδείξει —ή τουλάχιστον να επιχειρήσει να αναδείξει— κάτι σαν ένα α-σκέπαστο (impensé) της διδασκαλίας της αναλογίας του είναι. Για παράδειγμα, στη χαρακτηριστική περίπτωση του Suárez, η θέση περί της ενότητας της έννοιας (τυπικής-αντικειμενικής) του είναι και της praecisio αυτής της έννοιας συνιστά ένα a priori που δεν θεματοποιείται ως τέτοιο, αλλά που έχει ήδη αποφασίσει την επεξεργασία της αναλογίας, τόσο της κατηγοριακής όσο και της υπερβατολογικής. Με αυτή τη θέση, διατυπωμένη εξαρχής στο κατώφλι των Disputationes Metaphysicae, κατά μία έννοια όλα έχουν ήδη ειπωθεί, πριν ακόμη ο Suárez προσεγγίσει ρητώς (και μάλιστα αργά στη δομή του ογκώδους πραγματείου του) το ζήτημα της φύσεως της κατηγοριακής και της υπερβατολογικής αναλογίας.
Η «σουαρεζιανή προ-καθοριστικότητα» έχει πράγματι ως εξής:
Dico [...] primo conceptui formali entis respondere unum conceptum objectivum adaequatum et immediatum, qui expresse non dicit sub-stantiam, neque accidens, neque Deum, nec creaturam, sed haec omnia per modum unius, scilicet quatenus sunt inter se aliquo modo similia, et conveniunt in essendo... <souligné par nous>. ... nos autem, audito nomine entis, et concipiendo praecise id quod hac voce significari intelligimus, non percipimus mente substantiam ut sic, nec accidens ut sic, ut quilibet in sese experiri potest
«Λέγω […] πρώτον ότι στην τυπική έννοια του είναι αντιστοιχεί μία ενιαία, επαρκής και άμεση αντικειμενική έννοια, η οποία δεν δηλώνει ρητώς ούτε την ουσία ούτε το συμβεβηκός ούτε τον Θεό ούτε το κτιστό, αλλά όλα αυτά κατά τον τρόπο του ενός, δηλαδή καθόσον είναι μεταξύ τους κατά κάποιον τρόπο όμοια και συμφωνούν στο είναι…» (η έμφαση δική μας) (Disputationes Metaphysicae (στο εξής: DM), II, 2, 8, στο Opera omnia, επιμ. C. Berton, Παρίσι, Vivès, 1856–1861, τ. 25–26 (ανατύπωση G. Olms, Hildesheim, 1965): «Δηλώνω καταρχάς ότι στην τυπική έννοια του όντος αντιστοιχεί μία αντικειμενική έννοια, επαρκής και άμεση, η οποία δεν σημαίνει ρητώς ούτε την ουσία ούτε το συμβεβηκός ούτε τον Θεό ούτε το κτιστό, αλλά όλες αυτές τις πραγματικότητες κατά τρόπο ενότητας, δηλαδή καθόσον είναι κατά κάποιον τρόπο όμοιες μεταξύ τους και συμφωνούν στο είναι».
— Βλ. επίσης Suárez, Disputationi Metafisiche I–III, λατινικό κείμενο με αντικριστή μετάφραση, επιμ. Costantino Esposito, Μιλάνο, Rusconi, 1996· F. Suárez, Disputes métaphysiques, σχολιασμένη μετάφραση από τον J.-P. Coujou, Παρίσι, Vrin, 1998. Σημειώνεται επίσης η υπό εξέλιξη ηλεκτρονική έκδοση: http://www.salvadorcastellote.com).
«…εμείς όμως, όταν ακούμε το όνομα “είναι” και συλλαμβάνουμε ακριβώς αυτό που κατανοούμε ότι σημαίνεται με αυτή τη λέξη, δεν αντιλαμβανόμαστε με τον νου ούτε την ουσία ως τέτοια ούτε το συμβεβηκός ως τέτοιο, όπως μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει στον ίδιο του τον εαυτό» (DM, II, 2, 9: «Πράγματι, όταν ακούμε αυτή τη λέξη “ον” και συλλαμβάνουμε ακριβώς εκείνο που κατανοούμε ότι σημαίνεται με τον όρο αυτόν, δεν συλλαμβάνουμε με τον νου ούτε την ουσία ως τέτοια ούτε το συμβεβηκός ως τέτοιο, όπως μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει με την ίδια του την εμπειρία».).
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου