Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

Υποκείμενο και νεωτερικότητα - Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου (19)

Συνέχεια από:Tετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025

Υποκείμενο και νεωτερικότητα 19

Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου


Του Roberto Morani

3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου

3.3. Ο Καρτέσιος στη δεύτερη φάση της χαϊντεγκεριανής 
σκέψης

3.3.2. Το υποκείμενο, η σκιά και η καλυμμένη πεδιάδα: Ο Καρτέσιος στην τελευταία φάση της εννοιολογικής πορείας του Χάιντεγκερ

Το rappresentare (αναπαριστάν) ωθεί τα πάντα στην ενότητα του αντικειμενοποιημένου. Ο rappresentante είναι coagitatio. Κάθε σχέση προς κάτι, το θέλειν, η λήψη θέσης, το αισθάνεσθαι, όλα νοούνται ως αναπαραστατικά, ως cogitans, που μεταφράζεται ως «σκεπτόμενο». Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Cartesio μπορεί πλέον να συγκεντρώσει όλους τους τρόπους της voluntas και του affectum, όλες τις actiones και τις passiones υπό τον τίτλο, εκ πρώτης όψεως εκπληκτικό, της cogitatio. Στο ego cogito sum το cogitare νοείται υπό αυτή τη νέα και ουσιώδη έννοια. Το subjectum, η θεμελιώδης βεβαιότητα, είναι το πάντοτε ασφαλές συν-είναι-αναπαριστώμενο του ανθρώπου που αναπαριστά και του όντος (ανθρώπινου ή μη) που αναπαριστάται, δηλαδή αντικειμενοποιείται. Η θεμελιώδης βεβαιότητα είναι το me cogitare me esse (το ότι εγώ σκέφτομαι εμένα να είμαι), αδιαμφισβήτητο, πάντοτε αναπαραστάσιμο και αναπαριστώμενο. Αυτή συγκροτεί τη θεμελιώδη εξίσωση κάθε υπολογισμού του αναπαριστάν που αυτο-διασφαλίζεται. Μέσα σε αυτή τη θεμελιώδη βεβαιότητα ο άνθρωπος είναι ασφαλής ότι, καθόσον είναι αναπαριστών κάθε αναπαράστασης, και επομένως καθόσον είναι η διάσταση κάθε είναι-αναπαριστάν και είναι-αναπαριστώμενου και, κατά συνέπεια, κάθε βεβαιότητας και αλήθειας, είναι διασφαλισμένος στο να είναι τέτοιος, δηλαδή, τώρα, είναι (GA 5, 108–109/95).

Η οραματική δύναμη και η προληπτική ισχύς του Cartesio συνίστανται στο ότι έχει διχάσει τη σκηνή της οντολογίας στους δύο αντίθετους πόλους του υποκειμένου και του αντικειμένου, έχει ενοποιήσει όλες τις διαφορετικές λειτουργίες του io υπό το rappresentare, έχει ταυτίσει στο ego το subjectum άμεσα βέβαιο της Vorstellung (αναπαράστασης), έχει μετασχηματίσει το αντικειμενικό πεδίο στο αδιαφοροποίητο και ομοιογενές υπόβαθρο των cogitata. Η νεωτερικότητα του υποκειμένου προκύπτει λοιπόν από τη θέση του ως βέβαιου θεμελίου της αναπαράστασης, συγχορηγημένου ταυτοχρόνως με τις πράξεις του και όχι συγκροτούντος μια ουσία χωριστή από αυτές: όπως στο Sein und Zeit, ο Heidegger παραχωρεί στο καρτεσιανό ego μία μορφή απο-ουσιοποίησης, αν και τώρα δεν ενδιαφέρεται πλέον να συλλάβει σε αυτό την αυγή της αποκεντρωμένης υποκειμενικότητας του Dasein, αλλά να διαβάσει σε αυτό την προεικόνιση της θέλησης για δύναμη, δηλαδή το άνοιγμα του ιστορικού και εννοιολογικού χώρου μέσα στον οποίο ωρίμασε η επακόλουθη έλευση του Wille zur Macht (Βούληση για Δύναμη). Και ο Nietzsche εμφανίζεται ως η λογική κατάληξη και η συνεκτικοποίηση της καρτεσιανής θέσης ακόμη και ως προς τον αντικειμενικό πόλο. Αν είναι αληθές ότι μόνο το νιτσεϊκό χάος προβάλλει ως το ιδεώδες υπόβαθρο ώστε η θέληση να επιτελέσει πλήρως τη λειτουργία της ως θεμέλιο, ένα τέτοιο αποτέλεσμα προκύπτει από την ακραία συνέπεια της καρτεσιανής απόφασης να ομογενοποιήσει το ον και να ισοπεδώσει τις διαφορές του, αναθέτοντάς του τον αντικειμενοποιητικό ρόλο του Gegenstand τοποθετημένου απέναντι στο αναπαριστών υποκείμενο:

Τίποτε δεν μπορεί να διαφύγει από αυτή την αναπαραστατική αντικειμενοποίηση, η οποία είναι επίσης μία απόφαση σχετικά με το τι μπορεί να ισχύει ως αντικείμενο. Στο είναι της υποκειμενικότητας του subjectum, και στο είναι του ανθρώπου ως υποκειμένου, ανήκει η απεριόριστη και άνευ όρων κυριαρχία των δυνατών αναπαραστατικών αντικειμενοποιήσεων και το δικαίωμα να αποφασίζει πάνω σε αυτές. Όλα αυτά καθιστούν επίσης σαφές με ποια έννοια ο άνθρωπος, ως υποκείμενο, αξιώνει και οφείλει να είναι μέτρο και κέντρο του όντος, δηλαδή, τώρα, κάθε είδους αντικειμένων (GA 5, 109–110/96).

Η ενοποίηση της πολλαπλότητας του όντος υπό την άδεια και γενική καθολικότητα του είναι-αντικείμενό του το καθιστά πλήρως εξορθολογίσιμο, σχεδιάσιμο, (ανα-)παραγώγιμο και διαπερατό από τις πολλαπλές απαιτήσεις του υποκειμένου, το οποίο, κατέχοντας το μυστικό κάθε δυνατής συμβάντωσής του, μπορεί να το χρησιμοποιήσει και να το υποδουλώσει κατά βούληση (Είναι η καρτεσιανή conscientia που θέτει σε αρχή αυτή τη διαδικασία, επειδή περιέχει σε ενότητα τα περιγραφόμενα στιγμιότυπα της παράστασης:
«Στην co-agitatio η αναπαράσταση συγκεντρώνει όλο το αντικειμενικό στη συνάφεια της ταυτόχρονης παρουσίας-ως-αναπαριστώμενου.
Το ego του cogitare βρίσκει τώρα την ουσία του στην αυτοδιασφαλιζόμενη ταυτόχρονη παρουσία του είναι-αναπαριστώμενου, στη con-scientia. Αυτή είναι η αναπαραστατική συνένωση του αντικειμενικού και του ανθρώπου που αναπαριστά, μέσα στο πεδίο του είναι-αναπαριστώμενου, του οποίου ο ίδιος ο άνθρωπος είναι εγγυητής. Κάθε παρόν-οόν λαμβάνει από αυτήν τον τρόπο του είναι-παρόντος, δηλαδή το νόημα και τον τρόπο της παρουσίας του στη re-praesentatio. Η con-scientia του ego, καθόσον subjectum της coagitatio, καθορίζει —καθόσον υποκειμενικότητα του subjectum έτσι χαρακτηρισμένου— το είναι του όντος» (GA 5, 110/96).)· με την Gleichförmigkeit (ομογένεια) όλων όσων βρίσκονται απέναντί του, η υποκειμενικότητα εγκαινιάζει τη διαδικασία της ακατάπαυστης αυτοεπιβεβαίωσής της, μέσα στην οποία αρνείται την ετερότητα και τη διαφορά του κόσμου, προβάλλοντας πάνω του το εκτυφλωτικό φως της δικής της ταυτότητας. Αν ο Nietzsche αναγάγει σε αναστοχαστική συνείδηση τη στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος αναλαμβάνει το έργο να γίνει ο κύριος της γης και να δικαιώσει το ον δυνάμει του ίδιου του όντος, στη βαθύτερη λήθη του Είναι, ο Cartesio έχει ανοίξει τον δρόμο προς αυτό το μελλοντικό δραματικό και μηδενιστικό συμβάν. Με αυτή την έννοια η Überwindung der Metaphysik (Υπέρβαση της Μεταφυσικής) πρέπει να προτείνει το υπερπέρασμα όχι μόνο του Nietzsche αλλά και του Cartesio, διότι από το cogito, ως ego volo (εγώ θέλω) και θέληση της θέλησης εν σπέρματι, εκτυλίχθηκε η επακόλουθη ανάπτυξη της νεότερης εποχής: «Ο Cartesio είναι υπερβατός μόνο μέσω του υπερβατισμού εκείνου που ο ίδιος θεμελίωσε, μέσω του υπερβατισμού της νεότερης μεταφυσικής και συνεπώς και της δυτικής μεταφυσικής» (GA 5, 100/85). Εφόσον η neuzeitliche Metaphysik χαρακτηρίζεται από το ολοένα και πιο κυρίαρχο βάρος που αναλαμβάνει η θέληση, το σχέδιο υπέρβασης του Cartesio δεν μπορεί πλέον αφελώς να εμπιστευθεί σε μια ύψιστη απόφαση, δηλαδή σε μια πράξη του Wille, αλλιώς θα κατέρρεε και το ίδιο στη μεταφυσική της υποκειμενικότητας:

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποδεσμευθεί από αυτή τη μοίρα της νεότερης ουσίας του, ούτε μπορεί να την αναστείλει με μια κυρίαρχη απόφαση. Αλλά ο άνθρωπος μπορεί, στον προπαρασκευαστικό του στοχασμό, να κατανοήσει ότι το είναι-υποκείμενο από πλευράς της ανθρωπότητας δεν υπήρξε ούτε θα είναι η μόνη μελλοντική ουσία του ιστορικού ανθρώπου. Μια φευγαλέα σκιά νεφών πάνω σε μια καλυμμένη πεδιάδα· αυτό είναι το σκοτείνιασμα που η αλήθεια ως βεβαιότητα της υποκειμενικότητας, προετοιμασμένη από τη βεβαιότητα της σωτηρίας του χριστιανισμού, απλώνει πάνω σε ένα συμβάν που η ίδια δεν είναι σε θέση να κατανοήσει (GA 5, 111/97).

Η σκέψη συμβάλλει έμμεσα στη μεταβολή της εποχής και στην υπέρβαση της μεταφυσικής überhaupt (εν γένει), αναδεικνύοντας την πλήρη ασυμβατότητα ανάμεσα στη σύλληψη του ανθρώπου ως υποκειμενικότητας και ως πεπερασμένης ύπαρξης, η οποία είναι εκ φύσεως ανοιχτή και εκτεθειμένη στη Wahrheit des Seins (Αλήθεια του Είναι), δηλαδή στην ετερότητα που, διαφοροποιούμενη από το ον, του επιτρέπει να είναι. Το νεωτερικό υποκείμενο, του οποίου η θέληση για βεβαιότητα κληρονομεί και εκκοσμικεύει τη χριστιανική βεβαιότητα της σωτηρίας, δεν είναι παρά η σκιά που συσκοτίζει και καλύπτει την αληθινή ουσία του ανθρώπου· μία μεταφορά με την οποία ο Heidegger παραπέμπει προφανώς στην πλατωνική εικόνα της Repubblica.

Αν στο Die Zeit des Weltbildes ο αδιάσπαστος δεσμός ανάμεσα στην αρχή και το τέλος της νεωτερικότητας παρουσιάζεται με τρόπο υπερβολικά ταχύ και συνοπτικό, είναι με πολύ ισχυρότερη επιχειρηματολογία που, στο δοκίμιο για τον ευρωπαϊκό μηδενισμό, ο Heidegger εστιάζει τα στοιχεία του cogito τα οποία προεικονίζουν τη θέληση για δύναμη, δείχνοντας επίσης πώς οι επιθέσεις που εξαπολύει ο Nietzsche κατά του Cartesio —χαρακτηρισμένες από πολλαπλές παρανοήσεις και συγχύσεις— απορρέουν από την ίδια τη μεταφυσική θέση του Γάλλου στοχαστή («Ο Nietzsche υπάγεται στον νόμο αυτής της θέσης [του cogito], δηλαδή της μεταφυσικής του Descartes, τόσο αναπόδραστα όσο κανένας άλλος νεότερος στοχαστής. Μπορεί κανείς να παραπλανηθεί από τη στρεοριογραφία, η οποία μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι ανάμεσα στον Descartes και τον Nietzsche μεσολαβούν δυόμισι αιώνες. Η στρεοριογραφία μπορεί να επισημάνει ότι ο Nietzsche υποστηρίζει φανερά “δοξασίες” διαφορετικές και ότι μάλιστα αντιτίθεται με τη μέγιστη σαφήνεια στον Descartes. […] Η θέση αντιπαράθεσης του Nietzsche προς τον Descartes έχει τη μεταφυσική της θεμελίωση στο γεγονός ότι μόνο στο έδαφος της θεμελιώδους θέσης του Descartes μπορεί ο Nietzsche να λάβει απολύτως στα σοβαρά την ουσιώδη ολοκλήρωσή της και πρέπει συνεπώς να τη βιώσει ως υπό όρους και ανολοκλήρωτη, αν όχι ακόμη και ως αδύνατη.» (GA 6.2, 131–132/657–658).). Εξετάζοντας τη διατύπωση ego cogito ergo sum, ο Heidegger εντοπίζει στο ego και στο ich bin τον κύριο λόγο της παραδοσιακής παρερμηνείας του, διότι με το «εγώ σκέπτομαι» φαίνεται σαν να διαπιστώνεται ένα γεγονός, από το οποίο προκύπτει και πάνω στο οποίο στηρίζεται το συμπέρασμα ότι «εγώ είμαι». Για να κατανοήσει κανείς την αρχή του cogito στην αυθεντικά μεταφυσική της ισχύ και στον ιστορικά θριαμβευτικό χαρακτήρα της, ο Heidegger ξεκινά να εξετάζει τη σύλληψη του cogitare, φωτίζοντας αμέσως δύο σημαντικές πλευρές: πρώτον, διάφορα καρτεσιανά χωρία υποδεικνύουν την ισοδυναμία και επικάλυψη των όρων cogitare και percipere, αλλά επειδή το percipere περιέχει εντός του τη σημασία του θέτειν ενώπιον, και το cogitare παραπέμπει στο αναπαριστάν. Είναι ακόμη ένα προκαταρκτικό συμπέρασμα, το οποίο ωστόσο, στην ερμηνεία Heidegger του Cartesio, λαμβάνει διπλή σημασία: το perceptio δηλώνει τόσο την πράξη του percipere, δηλαδή την ενέργεια του φέρνειν-μπροστά-στον-εαυτό, όσο και το αντικείμενό της, το perceptum, δηλαδή εκείνο που τίθεται μπροστά στον εαυτό. Ως ενότητα του Vor-sich-bringen και του Vor-sich-Gebrachte, το cogitare προβάλλει ως ένα αναπαριστάν, νοούμενο ως το παρέχειν στον εαυτό ( Sich-zu-stellen ) το αναπαραστάσιμο, το οποίο έτσι εμφανίζεται πάντοτε διαθέσιμο και προσβάσιμο, εγγυημένο και οικειοποιημένο. Το cogito (ergo) sum, το οποίο ο Heidegger εντοπίζει στη γραμματική του μετάφραση ich denke, αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται όλη η καρτεσιανή κατασκευή του cogito.

Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι οι δύο προαναφερθέντες όψεις, όσο αξιόλογες κι αν είναι, δεν επιτρέπουν ακόμη την πλήρη κατανόηση της επιθετικής φύσης και της κτητικής στοχεύσεως της cogitatio, διότι μέχρι τώρα δεν έχει διερευνηθεί η θεμελιώδης της καθοριστικότητα: «κάθε ego cogito είναι cogito me cogitare (σκέπτομαι ότι σκέπτομαι τον εαυτό μου) · κάθε “εγώ αναπαριστώ κάτι” αναπαριστά ταυτόχρονα “εμένα”, δηλαδή εκείνον που αναπαριστά (έμπροσθεν εμού, μέσα στο ανα-παριστάν μου)» (GA 6.2, 135/661).

Για να εμβαθύνει στον αινιγματικό χαρακτήρα της καρτεσιανής θέσης ότι κάθε Vorstellung περιλαμβάνει κατ’ ανάγκην το υποκείμενο που αναπαριστά, ο Heidegger εκθέτει και αντικρούει μια πιθανή αντίρρηση, διατυπωμένη από μια αφελή και ανεπαρκώς ριζική οπτική: αν τώρα αναπαριστάται κανείς έναν καθεδρικό ναό —δηλώνει ο υποτιθέμενος αρνητής της καρτεσιανής αρχής— είτε αυτός βρίσκεται παρών είτε απουσιάζει από τον αντιληπτικό ορίζοντα, αυτό που αναπαρίσταται είναι αποκλειστικά ο καθεδρικός ναός, όχι το εγώ· διαφορετικά δεν θα μπορούσε κανείς να παραδοθεί και να βυθιστεί στο αντικείμενο της Vorstellung, αλλά θα ταλαντευόταν σαν εκκρεμές ανάμεσα σε δύο αντικείμενα: το αντικείμενο-που-αναπαρίσταται και το αντικείμενο-εγώ. Το σοβαρό μειονέκτημα αυτής της σύλληψης του cogito me cogitare είναι ότι αντιμετωπίζει το υποκείμενο ως προϊόν μιας αντικειμενοποίησης που προστίθεται, ενδεχομένως αναγκαία αλλά πάντοτε εκ των υστέρων και εν πάση περιπτώσει εξωτερικά, στο πραγματικό αντικείμενο της αναπαράστασης. Η υιοθέτηση μιας τέτοιας ιδέας συμπαρασύρει την κατάρριψη κάθε προνομίου ή πρωτείου του ego μέσα στον κύκλο του αναπαριστάν.

Στην πραγματικότητα, διευκρινίζει ο Heidegger,

«σε κάθε “εγώ αναπαριστώ”, το εγώ που αναπαριστά αναπαρίσταται επίσης κατά τρόπο πολύ πιο ουσιώδη και αναγκαίο, δηλαδή ως εκείνο προς το οποίο, καθώς επιστρέφει κανείς και έναντι του οποίου, κάθε ανα-παριστώμενο τίθεται. Για τον σκοπό αυτό δεν χρειάζεται να στραφώ και να απευθυνθώ ρητά σε εμένα, σε εκείνον που αναπαριστά. Στην άμεση παρατήρηση κάποιου πράγματος, σε κάθε ανάκληση στη μνήμη, σε κάθε ενθύμηση, σε κάθε προσδοκία, εκείνο που κατά αυτόν τον τρόπο ανα-παριστάται μου αναπαρίσταται, τίθεται μπροστά μου μέσω του αναπαριστάν, και κατά τρόπο τέτοιο ώστε εγώ ο ίδιος να μη γίνομαι ρητώς αντικείμενο μιας αναπαράστασης, αλλά παρ’ όλα αυτά παρέχομαι σε “εμένα” μέσα στο αναπαριστάν που είναι στραμμένο προς τα αντικείμενα, και μόνο διά του μεσολαβητικού του. Εφόσον κάθε ανα-παριστάν παρέχει ( zu-stellt ) στον άνθρωπο που αναπαριστά το αντικείμενο προς ανα-παράσταση και ανα-παριστώμενο, ο άνθρωπος που αναπαριστά “αναπαρίσταται και αυτός” κατά αυτόν τον ιδιόμορφα αφανή τρόπο» (GA 6.2, 136/661–662).

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: