Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025

Τι είναι η αμαρτία;

 

Τι είναι η αμαρτία;


π. Νικόλαος Λουδοβίκος


Λοιπόν, να αρχίσει ο πατέρας Νικόλαος. Λοιπόν, να αρχίσουμε. Είναι ο Απόστολος· ελάτε λίγο· είναι ο Απόστολος της 4ης Κυριακής από την προς Ρωμαίους Επιστολή, κεφάλαιο 6:
«Αδελφοί, ελευθερωθέντες από της αμαρτίας, εδουλώθητε τη δικαιοσύνη».

Αυτή η φράση θέλει μια εξήγηση. «Ελευθερωθέντες», λέει, «από της αμαρτίας» — αφού ελευθερωθήκατε από την αμαρτία, έχετε υποδουλωθεί στη δικαιοσύνη. Καταρχήν να πούμε για τις δύο έννοιες, ελευθερία και υποδούλωση, εδώ που τις συναντούμε.

Η αμαρτία είναι σκλαβιά. Η αμαρτία είναι σκλαβιά γιατί, όταν είμαι μέσα στην αμαρτία, λόγω των συνεπειών της, αισθάνομαι παγιδευμένος. Αισθάνομαι παγιδευμένος.

Και η αμαρτία δεν είναι μια κατάσταση —και εδώ είναι μια ευκαιρία να αναλύσουμε μερικά πράγματα— μια κατάσταση νομικής παράβασης. Στην κατάσταση νομικής παράβασης δεν αισθάνομαι παγιδευμένος. Θα την ξανάκανα, πιθανώς, αν μου δινόταν η ευκαιρία, αλλά βέβαια υπάρχει ένα αντίτιμο. Έτσι, αν δεν έχω οικονομικό πρόβλημα, πληρώνω.
Δεν ξαναπερνάω με κόκκινο. Καταλάβατε. Εδώ υπάρχει ένα άλλο πρόβλημα, το οποίο είναι οντολογικό, υπαρξιακό πρόβλημα — προσέξτε.


Η αμαρτία είναι μια κατάσταση η οποία διαφέρει από τη νομική παράβαση. Είναι μια υπαρξιακή έκπτωση, είναι ένα πέσιμο των πνευματικών, των υπαρξιακών δυνάμεων της ψυχής. Δηλαδή, με την αμαρτία ο άνθρωπος δεν αυτοεκπληρώνεται όμορφα, σωστά, για να το πω με ψυχολογική ορολογία.

Είναι έξω από το manual λειτουργίας του, όπως ξέρετε με τα αυτοκίνητα. Έτσι δεν είναι; Όσο και αν κάνετε καιρό τώρα να πάρετε αυτοκίνητο —παλιά παίρναμε κάθε δύο χρόνια— λοιπόν τώρα, όποτε και να πάρουμε αυτοκίνητο, έχει ένα manual που σου λέει: κοίταξε, θα το κυκλοφορείς έτσι.

Έτσι θα το οδηγείς το αυτοκίνητο. Καλύτερα να αποφύγεις να το βάλεις να επιπλεύσει στη λίμνη. Μην το πας 250 στην πρώτη κυκλοφορία. Και άλλα πολλά.

Αυτό το manual σημαίνει ότι, αν το παραβείς, θα «αμαρτήσεις», έτσι, και θα υποδουλωθείς. Θα αμαρτήσεις αν πας το αυτοκίνητο 250 και θα υποδουλωθείς στο γεγονός της καταστροφής σου. Δεν θα έχεις αυτοκίνητο πια.

Δεν είναι ηθικό το πρόβλημα, προσέξτε λίγο· είναι πολύ λεπτά τα πράγματα. Είναι λογικό: το αυτοκίνητο δεν αντέχει 250, και μάλιστα στην πρώτη βόλτα που θα κάνεις. Καταλαβαίνετε ότι δεν είναι νομικό πρόβλημα. Η αμαρτία δεν είναι νομικό ζήτημα.
Και αυτό το πράγμα πολύ λίγοι άνθρωποι το καταλαβαίνουν. Γι’ αυτό και η αμαρτία είναι σκλαβιά. Σκλαβιά σε τι; Σε μια νομική —πώς το λένε— ερμηνεία; Όχι, βέβαια.

Εγώ διαφωνώ. Έχω ένα πρόβλημα που θα προσθέσω πολλά ελαφρυντικά σε οποιονδήποτε αμαρτάνει σε αυτή την περίπτωση. Εκεί που δεν μπορώ να τον βοηθήσω είναι όταν καταρρέει.

Έχω σήμερα πολλά παιδιά. Εγώ συναναστρέφομαι συνεχώς, λόγω της ιδιότητάς μου, με νέα παιδιά — φοιτητές— και έχω αυτή την εμπειρία σε καθημερινή βάση.

Ποια εμπειρία; Το ότι τα παιδιά ζουν με έναν τρόπο που δεν επαληθεύει την ύπαρξή τους, δεν την αληθοποιεί. Δεν εκπληρώνει την ύπαρξή τους. Και αυτό το αισθάνονται τα ίδια. Το λένε τα ίδια.
Κανένας δεν έρχεται να μου πει όμως: «Κοίταξε, πάτερ, εγώ έχω παραβεί τον νόμο του Θεού». Κολοκύθια. Τι νόμος; Ποιος Θεός;


Ξέρουν όμως όλοι ότι βασανίζονται μέχρι θανάτου με τον τρόπο που ζουν. Και κάπου μέσα τους έχουν απορίες. Και κάπου μέσα τους γεννιούνται απορίες, οι οποίες απορρέουν από το γεγονός της ζωής που κάνουν.
Μια ζωή η οποία δεν έχει απαγορεύσεις πια, η οποία δεν έχει πλέον «μη» και «πρέπει» και τίποτα από όλα αυτά. Έτσι. Είναι ένα χάος.
Και ακριβώς μέσα σε αυτό το χάος, όπου κάνω ό,τι μου κατέβει και στρέφω το κεφάλι μου προς όποια κατεύθυνση φυσά ο εκάστοτε άνεμος της επιθυμίας, στην κυριολεξία, διαπιστώνω εκεί μέσα ότι δεν εκπληρώνομαι. Αυτή την ευτυχία που μου επαγγέλλονται.


Κοιτάξτε: όταν ήμουν εγώ 18 χρονών, στη δική μου εποχή —και βέβαια εδώ υπάρχουν πολύ μεγαλύτεροι από εμένα— το να πιάσεις το χέρι ενός κοριτσιού το θεωρούσαμε μεγάλη απελευθέρωση, γιατί καραδοκούσαν και ο μπαμπάς και η γειτονιά και τα πάντα.
Σήμερα, οφείλουν τα παιδιά να έχουν εμπειρίες που κάποτε είχαν άνθρωποι που έφταναν τα 80 — δεν ξέρω κι εγώ αν τις είχαν ποτέ.
Λοιπόν, στην πρώτη περίπτωση λέγαμε: επιτέλους να ελευθερωθούμε από αυτό το πράγμα. Όταν όμως τα παιδιά μας ελευθερώθηκαν από αυτά και έπεσαν στο άλλο άκρο, τα βλέπουμε και λυπόμαστε και λέμε: καλύτερα ήμασταν εμείς τότε.
Σε αυτά που λέω τώρα δεν βάζω καθόλου ούτε ηθική ούτε θεολογία. Μιλάω καθαρά, αν θέλετε, ψυχολογικά. Στο επίπεδο της ψυχολογίας καθαρά.
Αυτή η τρομερή σύγχυση σήμερα, που μπορεί να πηγάζει από μια βαθύτερη σύγχυση, υπαρξιακή, και εκδηλώνεται με κατάθλιψη, με καταφυγή στις ουσίες, με καταστροφική συμπεριφορά, με επιθετική συμπεριφορά.
Είχαμε χθες εκλογή στο τμήμα, για κάποιο αντικείμενο, και ήρθαν καθηγητές από όλη την Ελλάδα, όπως γίνεται συνήθως σε μια εκλογή. Και μου έλεγε μια καθηγήτρια από το Πολυτεχνείο των Αθηνών ότι μπήκαν μέσα και κατέστρεψαν 300 γραφεία καθηγητών — τριακόσια.
Και κατέστρεψαν και έναν τεράστιο αριθμό εργαστηρίων. Και λέει: αυτά τώρα πλέον δεν μπορούμε να τα αντικαταστήσουμε.
Παλιά το κράτος έδινε και τα φτιάχναμε. Τώρα δεν έχουμε. Δεν ξέρουμε αν θα λειτουργήσουμε του χρόνου.
Δεν ξέρουμε αν το τμήμα αυτό, το συγκεκριμένο τμήμα, θα μπορέσει να λειτουργήσει. Καταλάβατε;

Και αν όλα αυτά τα παιδιά κάνουν έτσι αυτό το πράγμα… Και τα παιδιά πριν από πέντε χρόνια δηλαδή. Είναι σκοτισμός αυτό το πράγμα. Ό,τι και δικαιολογία να έχει.
Βλέπετε, το παιδί δεν έχει σωστό στόχο.
Ήμουν σε ένα συνέδριο στη Ρουμανία πριν από μερικά χρόνια και είδαμε ότι είχαν και αρκετούς Ρουμάνους φοιτητές στο ακροατήριο. Και όταν έμαθαν ότι οι συνάδελφοί τους της Θεσσαλονίκης είχαν κατάληψη, έβαλαν τα γέλια.
«Εναντίον ποιου είναι αυτό που αυτοί ενεργούν; Των καθηγητών; Μα πάντα πληρώνονται. Του κράτους; Μα δικό τους είναι το κράτος. Αυτοί είναι το κράτος. Εναντίον του εαυτού τους».
Τι σημαίνει αυτό; Και γελούσαν. Το θυμάμαι, τους φαινόταν τόσο πολύ αστείο. Αυτοί δεν κάνουν ούτε μία μέρα κατάληψη. Και πουθενά δεν γίνονται καταλήψεις στην Ευρώπη.
Θα μου πείτε, δεν υπάρχουν αντιδράσεις; Υπάρχουν αντιδράσεις, σε άλλο επίπεδο. Σε ιδιωτικό επίπεδο εκδηλώνονται καταστροφικές συμπεριφορές. Καταστροφικές συμπεριφορές στο ιδιωτικό επίπεδο.

Εμείς έχουμε και το εξής: επειδή είμαστε πιο κοινωνικός λαός, τα σπάμε και έξω μας. Δεν αρκεί που τα σπάμε μέσα μας, τα σπάμε και έξω μας.
Αυτά σας τα λέω για έναν λόγο: για να σας πω ότι η αμαρτία είναι μια περίπλοκη κατάσταση.
Αμαρτία είναι να κάνεις κάτι έξω από το manual. Να το πω με τρόπο θεολογικό: έξω από τον λόγο του όντως, το οποίο είσαι. Τον λόγο του είναι σου, όπως λέει ο Μάξιμος.

Κάποιος μιλάει και έχω ένα πρόβλημα. Κάποιοι συζητούν και έχω ένα πρόβλημα. Κανείς εδώ μέσα δεν είναι δέσμιος. Μπορεί να βγει έξω. Λοιπόν, τι έλεγα;

Η αμαρτία είναι «παρά τον λόγο του είναι του». Κάθε ον, κάθε ύπαρξη, έχει έναν λόγο που βρίσκεται στον Θεό. Μια σκέψη του Θεού. Η σκέψη του Θεού γι’ αυτόν. Η σκέψη του Θεού που τον δημιούργησε.
Όταν έφτιαξε ο Θεός τον άνθρωπο, είπε ότι δεν θα είναι βάτραχος, δεν θα είναι καρχαρίας, δεν θα είναι τροκτικό, ας πούμε. Όταν εσύ πας και γίνεσαι καρχαρίας ή τροκτικό ή βάτραχος, είσαι παρά τον λόγο του είναι σου.
Και τότε έχεις δυσκολία. Διότι, ως βάτραχος, δεν τα πας καλά. Η βατραχίσια ζωή δεν οικοδομεί, δεν σε βοηθάει.


Αφού βγαίνεις από το manual, η φύση σε σπρώχνει στη σκλαβιά. Να σας εξηγήσω γιατί μιλάει για σκλαβιά εδώ ο Απόστολος. Είσαι σε μια κατάσταση πλέον που δεν την ελέγχεις. Αυτό σημαίνει σκλαβιά. Έχει αρχίσει να δρα η φύση σου, ο οργανισμός σου ολόκληρος. Δεν το αντέχεις αυτό που ζεις. Αυτό το πράγμα χρειάζεται ελευθερία. Γι’ αυτό από την αμαρτία ελευθερωνόμαστε. Βγαίνουμε έξω από αυτό το υπαρξιακό λάθος που κάνουμε, επειδή δεν το αντέχουμε.
Δεν είναι ότι είναι πρόβλημα ηθικής. Σας το ξαναλέω: δεν είναι πρόβλημα ηθικής.
Έχει βλαφτεί πολύ η θεολογία, η ορθόδοξη θεολογία, από μια έννοια της αμαρτίας που έρχεται από τη Δύση. Είναι δικανική έννοια: έχει ο Θεός έναν νόμο και εγώ τον παραβαίνω.
Εντάξει, και τι έγινε; Εγώ δεν είμαι Θεός. Γιατί πρέπει να ακούω τους νόμους του Θεού; Ακούω τους δικούς μου νόμους. Δεν μπορώ να τους τηρήσω, κύριε.

Το θέμα λοιπόν δεν είναι αυτό. Εδώ θα υπήρχε συγγνώμη, δεν θα υπήρχε εξομολόγηση.

Το θέμα είναι ότι όσο μένω στην αμαρτία, όσο μένω σε αυτό το λάθος προγραμματισμό της ύπαρξής μου, συναντώ πρόβλημα στην καθημερινή μου ζωή. Πρόβλημα στην καθημερινή μου ύπαρξη. Και αυτό είναι πολύ σοβαρό. Γι’ αυτό λέει εδώ και χρησιμοποιεί μια πολύ σκληρή λέξη: «ελευθερωθέντες από της αμαρτίας». Υπάρχει ελευθερία από την αμαρτία.
Και μετά χρησιμοποιεί μια εξίσου ισχυρή έκφραση: «εδουλώθητε τη δικαιοσύνη».

Γιατί να δουλωθώ στη δικαιοσύνη; Η δικαιοσύνη είναι το αντίθετο της αμαρτίας, βλέπετε.

Τι είναι η δικαιοσύνη; Και εδώ είναι μια λέξη που θέλει εξήγηση. Η δικαιοσύνη είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός δικαιώνει τον άνθρωπο.
Προσέξτε: δεν είναι δικαιοσύνη με την έννοια ότι είμαι άδικος ή δίκαιος. Εναντίον ποιανού είμαι άδικος ή δίκαιος εγώ; Η δικαιοσύνη εδώ είναι η άκτιστη ενέργεια της δικαίωσης. Είναι το πώς ο Θεός με δικαιώνει. Και υποδουλώνομαι σε αυτό, διότι είναι υπέροχο.
Ο Θεός μου δίνει δίκιο. Μου βρίσκει τον δρόμο μου. Μου βρίσκει την αληθινή ύπαρξή μου.
Όταν ακολουθώ τον δρόμο του Θεού, προγραμματίζομαι σωστά. Αυτό είναι το φοβερό. Και στο τέλος βρίσκω κάτι βαθύτερο. Τι βρίσκω; Βρίσκω ότι αυτό το οποίο ζω και κάνω είναι πολύ καλύτερο για μένα από οτιδήποτε άλλο.
Και, παρά το ότι φαίνεται δύσκολο —ειδικά στην αρχή— είναι το ωραιότερο απ’ όλα. Είναι το ωραιότερο απ’ όλα.
Γι’ αυτό και βλέπετε να παίρνουμε τη ζωή των μοναχών ως παράδειγμα. Ένας μοναχός είναι ένας άνθρωπος που, αν τον δεις απ’ έξω, φρίττεις. Στερείται τα πάντα, λες.
Ποια είναι η ελευθερία του; Πού είναι η οικογένειά του; Πού είναι τα λεφτά του; Πού είναι να πηγαίνει στην παραλία ό,τι ώρα θέλει; Να τα σπάει ως το πρωί; Να κάνει όλα αυτά τα πράγματα;

Δηλαδή λες: «Θεέ μου, αυτό το ανθρώπινο πλάσμα πώς ζει έτσι;» Καταλάβατε; Αυτή είναι η εξωτερική όψη του πράγματος.

Η βαθύτερη όψη του πράγματος σημαίνει μια «δουλεία» στην άκτιστη ενέργεια της δικαιώσεως. Και μια χαρά ανεκλάλητη. Και μια πνευματική ευτυχία. Και μια ισορροπία που δεν τη συναντάς στους άλλους, που τα έχουν όλα.
Πώς γίνεται αυτό; Γίνεται γιατί ακριβώς έρχεται η ενέργεια του Θεού, διά της δικαιώσεως, και αποκαθιστά τον άνθρωπο σιγά σιγά, καθώς αυτός είναι δοσμένος σε αυτό που κάνει.

Νιώθουμε ότι ο Θεός μας αναζωογονεί. Μας κάνει να υπάρξουμε. Ενώ η αμαρτία, όπως λέει ο γέροντας Σωφρόνιος, «με φονεύει». Το νιώθω ότι με φονεύει. Καταλάβατε;
Δεν είναι λοιπόν ζήτημα ηθικής παράβασης. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.

Γι’ αυτό βλέπετε στα αρχαία πατερικά κείμενα να λένε: δύο είναι οι οδοί· η οδός της ζωής και η οδός του θανάτου. Κάτι που με θανατώνει και κάτι που με ζωοποιεί.

Και αυτό είναι συγκλονιστικό, διότι με τέτοιους όρους έχει χτιστεί ο Χριστιανισμός.

Τώρα, το ότι έχουν μπει —ιδίως προερχόμενοι από τη Δύση— μια σειρά από δικανικούς όρους, είμαι ο πρώτος που το ξέρει. Έχω γράψει πολλά γι’ αυτά και έχω δημοσιεύσει επίσης πολλά.

Δηλαδή, πώς ακριβώς ακόμη και η ίδια η κόλαση κατανοήθηκε ως τιμωρία, ενώ οι Πατέρες λένε ότι ο Θεός δεν κολάζει. Δεν κολάζει ο Θεός. Δεν υπάρχει κόλαση από την πλευρά Του. Η κόλαση τι είναι και πώς γίνεται; «Τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ». Και εδώ το «διαβόλῳ» —και είμαι ο πρώτος που το τονίζω αυτό— δεν σημαίνει ότι η κόλαση είναι ετοιμασμένη για τον διάβολο, αλλά ότι είναι από τον διάβολο. Είναι δοτική του ποιητικού αιτίου. Ο διάβολος ετοιμάζει την κόλαση —και τη ετοιμάζει με τη βοήθειά μας.
Παράδεισος είναι η αιώνια εκπλήρωση των δυνατοτήτων μας. Αιώνια γνώση, αιώνια αγάπη, αιώνια ζωή. Οι ενέργειες του ανθρώπου γίνονται αιώνιες, κατά Θεόν. Αυτός είναι ο παράδεισος. Και αρχίζει από τώρα.
Κόλαση είναι να σταματούν όλα αυτά. Μη αιώνια ανάπτυξη. Μη αιώνια ζωή. Τι απομένει τότε; Αιώνια αίσθηση ολιγότητας, αιώνια αίσθηση καταστροφής.
Και αυτή η τεράστια παραπλάνηση φαίνεται εξωτερικά ως εξής: «Κοίταξε, η γειτόνισσα είναι πιο ωραία από τη γυναίκα σου». Έτσι δεν είναι;
Σου λέει ο διάβολος: «Κοίταξε, εσύ είσαι βλάκας τώρα που αυτό το πράγμα δεν το αξιοποιείς». Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που νομίζεις ότι κερδίζεις, αν το κάνεις, είναι καταστροφικό, γιατί χάνεις την πρόοδο της αγάπης και της σχέσης.
Βαθύτερα, αυτό το πράγμα σε κάνει πιο αποσυντονισμένο, πιο ασύνδετο. Δεν το ξέρεις εκείνη τη στιγμή. Καταλάβατε τι λέω;
Δεν είναι λοιπόν ότι το έκανες σαν ένα «κακό» και μην το πεις στον παπά, που ήδη ο παπάς είναι διαστραμμένος και δεν καταλαβαίνει ότι ο άνθρωπος πρέπει να αμαρτάνει για να ζήσει ωραία.
Αυτό που ξέρει ο παπάς —αν ξέρει κάτι— είναι ότι υπάρχουν οδοί ζωής και θανάτου. Και υπάρχει ένας θάνατος που είναι γλυκός θάνατος. Όπως όταν σε πιάνει πολύ κρύο και γλυκαίνεσαι να κοιμηθείς.
Αν κοιμηθείς μέσα στην παγωνιά, τελείωσε, πέθανες. Αλλά είναι τόσο γλυκός αυτός ο θάνατος, που σιγά σιγά, από την υποθερμία, ο άνθρωπος θέλει να κοιμηθεί. Κι όμως, ξέρει ότι δεν πρέπει να κοιμηθεί. Πετάγεται πάνω και αρχίζει να χτυπιέται, γιατί αν κοιμηθεί, πέθανε.
Έτσι είναι και αυτό το πράγμα.
Αλλά σας το επαναλαμβάνω: δεν είναι ηθικό πρόβλημα. Το ηθικό πρόβλημα υπάρχει σε μια άλλη φάση, σε ένα άλλο επίπεδο, και δεν μας ενδιαφέρει τόσο.
Το πρώτο που μας ενδιαφέρει είναι ότι εγώ, με αυτόν τον τρόπο ζωής —αν ζω δηλαδή κατά αμαρτία— διαψεύδω τις βαθιές μου υπαρξιακές λειτουργίες. Και με αυτόν τον τρόπο, σιγά σιγά, εγώ καταστρέφομαι.
Εγώ ο ίδιος. Δεν με καταστρέφει ο Θεός. Δεν με καταστρέφει ο διπλανός. Δεν με καταστρέφει καν ο διάβολος. Η ελευθερία του ανθρώπου είναι τέτοια που εγώ πρέπει να το επιλέξω αυτό, για να το κάνω.
Το λένε πολλοί σήμερα: «Το κάνουν όλοι». Ωραία, κάν’ το κι εσύ. Τι σημαίνει αυτό; Ότι αν πεθάνουν οι πολλοί, θα πεθάνεις κι εσύ;
Έτσι δεν είναι; Αν πέσει μια επιδημία, θα πεις: «Θα πάθω κι εγώ την επιδημία επειδή την έπαθαν όλοι»;

Βλέπετε τι υπαρξιακή γλώσσα χρησιμοποιεί η Εκκλησία; Αυτή είναι η γλώσσα της. Και με αυτή τη γλώσσα δεν κοιμάται κανένας, όταν μιλάει κανείς.

Όπως τώρα, βλέπετε. Παπ! Κοιτάτε όλοι έτσι. Γιατί; Γιατί αυτή είναι η γλώσσα της Εκκλησίας.
Η άλλη γλώσσα, αν σας έλεγα τώρα: «Έκανα ένα δεκάλογο περί αμαρτίας και ντροπή σας που αμαρτάνετε και παραβαίνετε τον νόμο του Θεού», θα φεύγατε όλοι από εδώ και θα λέγατε: «Πω πω, έχασα μία ώρα από τη ζωή μου».
Θα λέγατε: «Άσε να πάω να δω κανένα αξιοθέατο, να διασκεδάσω». Έτσι είναι ο άνθρωπος. Έτσι είναι.
Και το Ευαγγέλιο το ξέρει φοβερά αυτό το πράγμα. Γι’ αυτό δεν μιλάει με τέτοια γλώσσα. Και αυτό είναι το επαναστατικό ακριβώς εδώ.
«Ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δούλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δούλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν».
Αυτό είναι επεξήγηση. Όπως κάνατε το ένα, τώρα δοκιμάστε και το άλλο.
Δοκιμάσατε μία δουλεία και είδατε ότι έχετε πρόβλημα. Δοκιμάστε τώρα και μια άλλη αφοσίωση. Να δούμε: θα έχετε το ίδιο πρόβλημα ή θα πάτε παραπέρα;

«Ὅτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ». Τι μας ένοιαζε τότε τι λέει ο Θεός; Εκεί την είχαμε βρει. Εκεί κάναμε ό,τι κάναμε. Ελευθερία από το ένα, σκλαβιά στο άλλο.

«Τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε ἐφ’ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε;» Αυτό που σας λέω: τι καρπό είχατε τότε, από αυτά που τώρα ντρέπεστε;

Ποιος είναι ο καρπός; Τι απομένει στο τέλος; Τι έχεις τώρα στα χέρια σου;

Όταν έχεις το Πνεύμα το Άγιο, το έχεις πάντοτε. Όταν έχεις τραύματα, τραύματα μόνο έχεις. Τι σου μένει;
Γι’ αυτό σας λέω: σήμερα, που είναι εποχή τόσης ελευθερίας και τόσης ασυδοσίας, το βλέπω στα νέα παιδιά πάρα πολύ. Πολύ θλίψη. Πάρα πολλή θλίψη.

Μια φορά πήγα στην τάξη και, έτσι όπως τους είδα, τους λυπήθηκα. Και τους λέω: «Θα σας αρχίσω στις φωνές εδώ μέσα, παρόλο που είμαι πολύ μικρότερός σας και θα έπρεπε να σας σέβομαι». «Τι λέτε;» μου λένε. «Εγώ είμαι είκοσι», τους λέω. «Εσείς είστε εβδομήντα εδώ μέσα». Και με κοιτάγανε και δεν είπε κανένας τίποτα. «Δεν μπορείτε να κουνηθείτε εδώ μέσα», τους λέω. «Δεν μπορείτε να κουνηθείτε». Και στο τέλος, στο διάλειμμα, ερχόντουσαν από πίσω μου. Καταλάβατε; Γιατί πραγματικά υπάρχει αυτό το πράγμα εδώ. Δεν είναι το “τι έκανες”. Είναι το “ποιος είναι ο καρπός”. Ο καρπός μετράει.
Ακούς ένα νέο παιδί να σου διηγείται τη ζωή του και θες να φύγεις. Απέτυχε η πρώτη σχέση. Μετά η δεύτερη. Μετά η τρίτη. Μετά η τέταρτη. Παιδάκι μου, τι σου έχει απομείνει τώρα; Πώς ζεις; Πώς υφίστασαι; Πώς σηκώνεις τόση θλίψη;
Κατά τα άλλα, να αποκτήσουμε «εμπειρία». Εμπειρία, έλεγα κάποια φορά στην τάξη, δεν είναι να φας ένα ξύλο και δεύτερο και τρίτο. Εμπειρία είναι να αποφύγεις το ξύλο μετά το πρώτο που έφαγες.
Εμπειρίες… Τα ίδια τα λακκάκια. Κι όμως, σήμερα αυτό γίνεται.
Και αν φαίνονται ξεχαρβαλωμένοι γύρω στα 25 —όχι στα 30— πάνε τα παιδιά από εδώ και από εκεί. Και μετά καίνε τα γραφεία και κάνουν τα φταίει το σύστημα.
Ποιο σύστημα; Ποιο σύστημα;

Δίπλα, στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία, οι φοιτητές δεν έχουν ούτε να φάνε, ούτε να πιουν, ούτε παπούτσια να βάλουν. Σας το λέω γιατί, λόγω της ιδιότητάς μου, γυρίζω συνέχεια σε αυτά τα μέρη. Τα ξέρω από πολύ προσωπικό χέρι. Τα ζω, τα βλέπω συνεχώς.
Κι όμως, έχουν πόθο και ελπίδα να προχωρήσουν και να δημιουργήσουν. Γι’ αυτό αυτές οι χώρες θα έχουν μέλλον. Και κανένας δεν βγαίνει έξω εύκολα.
Μην νομίζετε. Εκεί σου λέει: «Γιατί να φύγω;» Έχουν και τσαγανό. Λένε: «Να κάτσω εδώ. Γιατί να φύγω;»
Εδώ, εμείς, λιγάκι άμα στραβώσει το παντεσπάνι, τρόμος.

Έτσι, ήταν ένα ζευγάρι νεαροί φοιτητές μου και μου έλεγαν: «Θα πάμε στο Παρίσι, στο Πανεπιστήμιο». Τους λέω: «Κοιτάξτε, έχω ζήσει στο Παρίσι. Έχω σπουδάσει στο Παρίσι».
«Μείνετε στην Ελλάδα. Τουλάχιστον θα έχετε οποιαδήποτε βοήθεια. Οι ενορίες προσφέρουν φαγητό. Διαλέγετε και μενού». Εκεί, τους λέω, «θα πεθάνετε της πείνας. Δεν σας δίνει κανείς σημασία».
Και όπως τους έλεγα, στη δική μου εποχή υπήρχε χώρος στις ράγες του μετρό, στο δικτυωτό, να κοιμούνται άνθρωποι επάνω τον χειμώνα. Τώρα θα έχουν πιάσει τα πάντα, γιατί έχουν έρθει πολλοί.
Θυμάμαι, πριν από κανένα-δυο χρόνια, ήθελα να ξαναπάω στο Παρίσι, να θυμηθώ τα παλιά. Πήρα το GPS, πήγαινα πρωί, μήνας Φεβρουάριος, 7 βαθμοί υπό το μηδέν, και ήταν γεμάτο το Παρίσι από ανθρώπους που τουρτούριζαν, έχοντας περάσει τη νύχτα έξω, συνήθως σε χαρτόκουτα. Τους λέω λοιπόν: «Μην πάτε, εκτός αν θέλετε να χάσετε κιλά».
Δεν με άκουσαν. Στο τέταρτο έτος πήγαν στο Παρίσι και γύρισαν μετά από δύο μήνες δέκα κιλά πιο αδύνατοι. Και ο ένας και η άλλη. Γύρισαν πίσω έντρομοι. Καταλάβατε; Αλλά το όνειρο το είχαμε: «Να βγούμε έξω, να βγούμε έξω, να βγούμε έξω».

Όμως είναι σημαντικό να μείνεις και στον τόπο σου. Να απαιτείς, να ζητάς, να ψάχνεις.
Λέω εγώ τώρα —μπορεί να έχουμε ξεπεραστεί στη λογική μας— αλλά μου κάνει εντύπωση ότι τα παιδιά δεν είναι έτοιμα για τίποτα. Και εμείς δεν τα ετοιμάσαμε.
Όταν το τραπέζι είχε επτά είδη τυριών και τρία είδη γλυκάκι, τι να αντιμετωπίσει αυτός ο άνθρωπος; Φοβάται και στην ιδέα ότι θα στερηθεί κάτι. Στην ιδέα της στέρησης τρομοκρατείται. Ενώ κάποιες άλλες γενιές —οι παλιότεροι εδώ τα θυμούνται— ήταν συνηθισμένοι στις δυσκολίες. Και δεν ήταν ντροπή να είσαι φτωχός. Σήμερα καταλήξαμε να θεωρούμε ντροπή να είναι φτωχός κανείς. Έτσι δεν είναι; Το 1960 δεν ντρεπόταν κανείς να πει ότι είναι φτωχός. Καθόλου δεν ντρεπόταν. Ήταν εντάξει. Ποιος είναι λοιπόν ο καρπός; Αυτό είναι το ερώτημα.
Αν κάποιος κάνει καρπό, θα προχωρήσει. Τον καρπό τον βλέπεις. Καλλιεργείται. Πού είναι όλα αυτά σήμερα;
«Τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος». Το τέλος αυτών των πραγμάτων που κάνατε ήταν θάνατος. Και εννοεί πρωτίστως τον πνευματικό θάνατο — αλλά και τον φυσικό.
«Νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ, ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον».

Έχετε την αντίθετη εμπειρία. Την εμπειρία του αγιασμού.
Τι είναι η εμπειρία του αγιασμού; Είναι μια πολύ όμορφη εμπειρία. Είναι η εμπειρία ότι ο Θεός παρίσταται και ευλογεί τα έργα σου. Παρίσταται και ευλογεί τη ζωή σου.
Παρίσταται και σου λέει ένα μεγάλο εσωτερικό «ναι». Και αυτό σου δημιουργεί παρρησία. Σου δημιουργεί παρρησία να μιλήσεις μετά ως αδελφός, ως φίλος, ως άνθρωπος.
Έχεις δικαίωμα να μιλήσεις. Και ό,τι πεις γίνεται.
Μια τέτοια αγία ψυχή που γνώρισα πρόσφατα, σε μια πόλη της Ελλάδας, μου έλεγε: «Ο Χριστός υπάρχει για να μας κάνει τα θελήματα. Τόσο καλός είναι».


Είχε προσωπική εμπειρία του Χριστού. Και θεοπτία. Και θαύμασα και τρόμαξα μαζί.
Υπάρχει για να μας κάνει τα θελήματα. Μας περιποιείται ο Θεός. Μας περιποιείται.
Δεν μας ντρέπεται ο Θεός. Πάμε κουρελιασμένοι κοντά Του και Αυτός μας βγάζει βόλτα.

Θα σας πω πώς το λέω αυτό. Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι μια φοβερή ιστορία. Στη γειτονιά μας υπήρχε ένα παιδί που έπασχε από βαριά νοητική αναπηρία. Ήταν και εξαιρετικά εξωτερικά δυσμορφικό: είχε ένα τεράστιο κεφάλι και έτρεχαν σάλια από το στόμα του. Το παιδί αυτό ήταν σε κατάσταση απόλυτης ανημπόριας. Θυμάμαι όμως κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Είχε μια μάνα που τον έβγαζε κάθε απόγευμα βόλτα.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τι γινόταν. Εμείς τα παιδιά, πιτσιρικάδες τότε, πηγαίναμε και τον κοροϊδεύαμε. Εμένα με τρόμαζε το θέαμα, το θυμάμαι ακόμα, αλλά τα άλλα παιδιά τον πείραζαν. Και η μάνα του ποτέ δεν γύρισε να βρίσει κανένα παιδί. Δεν μιλούσε ποτέ. Δεν έλεγε τίποτα. Με μια τεράστια αξιοπρέπεια και με ένα πρόσωπο πονεμένο, απλώς συνέχιζε να περιφέρει αυτό το παιδί στη γειτονιά, μέχρι να τελειώσει η βόλτα.
Όποτε θυμάμαι αυτή τη σκηνή, συγκινούμαι βαθύτατα και σκέφτομαι ότι έτσι ακριβώς μας περιφέρει και ο Θεός. Δεν μας καμαρώνει. Δεν μπορεί να μας καμαρώσει. Μας περιφέρει σαν ερείπια. Κι όμως, μας βγάζει έξω και αδιαμαρτύρητα υπομένει την εσχύνση —αυτό που λέει ο διάβολος: «Αυτό βρήκες να κουβαλήσεις; Αυτή είναι η εκλεκτή σου;». Καταλάβατε τι λέω; Αυτό είναι το μεγαλείο. Όποιος καταλάβει αυτά τα πράγματα, αλλάζει ο εσωτερικός του κόσμος και αρχίζει να βλέπει αλλιώς τα πάντα.
Το τέλος, λοιπόν, η κατάληξη, είναι ζωή αιώνια. «Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» — η γνωστή έκφραση. Αυτό που “αγοράζεις” με την αμαρτία είναι θάνατος. «Τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν». Και το χάρισμα του Θεού είναι ζωή αιώνια. Και αυτή η ζωή αιώνια είναι κάτι που αρχίζει να το καταλαβαίνει κανείς από τώρα.
Ιδίως όταν κάποιος έχει γευτεί έστω και λίγο αυτή την εμπειρία της αιώνιας ζωής και, εκείνη τη στιγμή, πέσει στην αμαρτία, τότε καταλαβαίνει τι τεράστιο χάσμα χωρίζει τον Θεό από την αμαρτία. Τι τρομακτική πτώση είναι αυτή: από τη ζωή στον θάνατο. Όχι ηθικά, αλλά υπαρξιακά. Με τον τρόπο που το βιώνουν οι Άγιοι.
Μην νομίζετε ότι γίνεται κανείς Άγιος, ή πάει σε μοναστήρι, ή γίνεται πιστός για λόγους ηθικής. Τέτοια ανοησία δεν έχω συναντήσει. Υπάρχουν βέβαια κάποιοι που έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και νομίζουν ότι η εξωτερική ηθική τελειότητα που προβάλλουν σημαίνει κάτι. Στην πραγματικότητα, μέσα τους είναι ερημωμένοι.
Και επειδή τελείωσε αυτό το κείμενο και έχουμε λίγο χρόνο ακόμη, θα ήθελα να συνεχίσω λέγοντας μερικά λόγια για ένα Ευαγγέλιο που διαβάζουμε μία–δύο φορές τον χρόνο. Το διαβάσαμε και την περασμένη Τρίτη, των Αγίων Αναργύρων. Είναι το Ευαγγέλιο της 1ης Νοεμβρίου, των Αγίων και Θαυματουργών Κοσμά και Δαμιανού, από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφάλαιο 10.
Για να δείτε τι σημαίνει εσωτερική ερημιά και τι σημαίνει εσωτερική πληρότητα. «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν κατὰ πνευμάτων ἀκαθάρτων, ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν…».
Τους στέλνει και τους λέει να μην πάνε στους ισχυρούς, να μην πάνε στις πόλεις, αλλά να πάνε στα απολωλότα πρόβατα του οίκου Ισραήλ. Να πάνε στον απλό λαό. Και να κηρύσσουν ότι «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Και πώς φαίνεται αυτή η βασιλεία; «Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε». Σαν να είναι το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Σηκώστε έναν νεκρό. Καθαρίστε έναν λεπρό. Διώξτε δαιμόνια. «Δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε».
Και εδώ γεννιέται το μεγάλο ερώτημα: αν αυτό είναι τόσο απλό, γιατί εμείς σήμερα δεν έχουμε αυτά τα χαρίσματα; Γιατί δεν στέκεσαι εσύ κι εγώ μπροστά σε έναν νεκρό και του λέμε «σήκω» και σηκώνεται; Τι είναι αυτό που άλλαξε ανάμεσα σε εμάς και στους Αποστόλους;
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το σημείο που προσπαθούμε να περιγράψουμε με όλα όσα λέμε σήμερα: τι είχαν εκείνοι οι άνθρωποι και τι δεν έχουμε εμείς· και τι ήταν αυτό που τους έκανε δεκτικούς να λάβουν αυτό το χάρισμα.

Γιατί πρέπει να είσαι δεκτικός για να λάβεις το χάρισμα; Αυτό ήταν ακριβώς το θέμα: ότι μέσα τους αισθάνονταν αυτή την άγια και ευλογημένη ανεπάρκεια, αυτή την ανικανοποίηση που φέρνει η κατάσταση της μετανοίας. Όταν κανείς νιώθει επάρκεια και μια εξωτερική πληρότητα, δεν ζητάει τίποτα να λάβει. Λέει: «Τι να τρέχω τώρα να διαγγέλλω τη Βασιλεία του Θεού, να σηκώνω νεκρούς και να κάνω αυτά τα τρελά; Καλά είμαι. Καλά τρώω, καλά κοιμάμαι. Τα παιδιά μου τα πάντρεψα, τη δουλειά μου την έχω. Και μη χειρότερα». Πού είναι τα δαιμόνια; Πού είναι η Βασιλεία του Θεού; Δεν τον απασχολεί τίποτα.

Κι όμως, όταν βλέπεις τον άγιο —κι επειδή γνωρίσαμε αγίους— ακούς πράγματα που σε ανατρέπουν. Σου λένε, ας πούμε: «Αν ο άγιος που έλαβε τη χάρη και ξέρει τη χάρη είναι να κάνει εκατό θαύματα και κάνει δέκα, είναι χειρότερος, κατά κάποιον τρόπο, από έναν άνθρωπο τραυματισμένο, που λόγω των πληγών και του ξύλου που έφαγε είναι έτοιμος να κάνει πενήντα εγκλήματα και κάνει μόνο δύο». Και βλέπεις τον άγιο να νιώθει τριβή και μετάνοια, επειδή «δεν έκανε τα εκατό θαύματα». Πώς εξηγείται αυτό; Σας είπα: έχει να κάνει με το πώς βλέπει κανείς τη σχέση του με τον Θεό.
Έχουμε πάθει πολύ μεγάλη ζημιά στα νεότερα χρόνια από την ηθικολογία και τον νομικισμό. Αν είμαι νομικά εντάξει, κύριε, αν δεν πέρασα ποτέ με κόκκινο, αν δεν διπλοπάρκαρα, «είμαι εντάξει». Δεν έχει σημασία που είμαι χειρότερος οδηγός, χειρότερος άνθρωπος, χειρότερος σε όλα. Σημασία έχει ότι «δεν παραβίασα». Προσέξτε: αυτός είναι ο φαρισαϊσμός. Και γι’ αυτό, σε συζητήσεις όπως αυτές που κάναμε τελευταία φορά —για θέματα σεξουαλικότητας— είχα τον πειρασμό να πω: «Τα εγκλήματα μέσα στην ετεροφυλοφιλία τα γνωρίζετε; Τα εγκλήματα που γίνονται;». Καταλάβατε τι λέω; Δεν μπορείς να στηρίξεις την “αθωότητά” σου σε μια ετικέτα, την ώρα που το ερώτημα είναι αν είσαι ικανός να υποδεχθείς τον άλλον όπως είναι, ή αν μία γυναίκα μπορεί να υποδεχθεί έναν άντρα όπως είναι. Υπάρχουν διαβαθμίσεις στην πτώση, αυτό είναι δεδομένο. Αλλά δεν μπορείς να πεις: «Εγώ δεν είμαι σαν εκείνον, άρα είμαι ο καλός, ο υγιής, η “υγιής δύναμη” της κοινωνίας».
Ποιες είναι οι υγιείς δυνάμεις; Οι υγιείς δυνάμεις είναι αυτοί που σηκώνουν τους νεκρούς. Αλλά αυτοί δεν αισθάνονται «υγιείς δυνάμεις». Αισθάνονται τεθραυσμένοι. Αισθάνονται απορία, ένδεια, σκοτάδι μέσα τους. Και γι’ αυτό ζητούν το έλεος του Θεού. Βλέπεις ανθρώπους με αρετή να λένε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Και λες: «Τι ελέησόν με, παιδάκι μου, αφού κάνεις θαύματα;». Κι όμως, μετανοούν και μετανοούν και μετανοούν. Γιατί; Διότι όσο γνωρίζει κανείς τον Θεό, τόσο πιο πολύ αισθάνεται ότι είναι μηδαμινός. Αν ποτέ δεν έχεις δει Θεό, εύκολα λες: «Εγώ μια χαρά άνθρωπος είμαι. Κανέναν δεν σκότωσα». Αν όμως δει λίγο το πρόσωπο του Θεού, θα αρχίσει να καταλαβαίνει πόσους «φόνους» έχει κάνει με άλλους τρόπους: με λόγια, με αδιαφορία, με απόρριψη, σε διάφορα επίπεδα. Λεπταίνει ο άνθρωπος εσωτερικά και αντιλαμβάνεται ότι έχει μέσα του πολύ κακό, δεν είναι τόσο αθώος όσο θα ήθελε να νομίζει.
Επειδή το κακό είναι βαρύ μέσα μας, το μεταθέτουμε στον άλλον και νομίζουμε ότι «ο άλλος είναι ο κακός». Έλεγε κάποτε ο πατήρ Παΐσιος: «Οι φυλακές είναι γεμάτες από αγίους». Και λες: «Τι λέει;». Και σου απαντά: «Ε, βέβαια. Αυτοί οι άνθρωποι αποκτούν συνείδηση του κακού που έκαναν και μετανοούν εκεί μέσα πολύ. Ενώ εσείς απ’ έξω, που τους δείχνετε με το χέρι, μπορεί να είστε χειρότεροι». Πώς τα βλέπει ο Θεός τα πράγματα και όχι πώς τα βλέπουμε εμείς… Μου έλεγε ένας παπάς για έναν πολύ μεγάλο εγκληματία στη Ρουμανία —νομίζω τον λέγανε Παστάλη— ότι ζει σαν μοναχός μέσα στη φυλακή, με κανόνα, με ακολουθίες, με μετάνοια, και έχει γίνει γνωστός σε όλη τη Ρουμανία γι’ αυτό. Αυτή η αλλαγή δείχνει ότι ο Θεός θέλει αυτό: να μετανοεί ο άνθρωπος. Και αυτή η μετάνοια είναι που τον κάνει δεκτικό να λάβει μεγαλύτερα χαρίσματα.

Ενώ το να αισθάνεσαι «εντάξει», όπως το λέει ειρωνικά κάπου ο Απόστολος Παύλος —«εσείς πλουτίσατε, γίνατε τέλειοι, γίνατε σπουδαίοι… μακάρι να πλουτίζατε για να δώσετε και σε μας κάτι που δεν έχουμε τίποτα»— είναι κατάσταση αυτάρκειας που κλείνει τον άνθρωπο. Εμείς μόλις κερδίσουμε κάτι, μόλις σταθούμε λίγο, εγκαθιστούμε τα “σαββατοπράγματα”, νομίζουμε ότι τα έχουμε όλα, κι αμέσως αρχίζει η κατάκριση: «ο ένας χριστιανός είναι έτσι, ο άλλος αλλιώς». Τους δικάζουμε όλους, τους καταδικάζουμε, άλλους τους “σώζουμε”, άλλους τους “αγιοποιούμε”, και τελειώνει η υπόθεση. Και στο τέλος ούτε νεκρούς σηκώνουμε, ούτε δαιμόνια εκβάλλουμε, ούτε ασθενείς θεραπεύουμε. Τίποτα δεν κάνουμε. Και μετά απορούμε: «Γιατί δεν μας ακούει ο Θεός;».

Δεν μας ακούει, γιατί δεν Τον ακούμε. Δεν ασχολούμαστε σοβαρά μαζί Του. Πολλοί χριστιανοί —για να μην πω ότι φοβούνται— δεν θέλουν να μπουν σε αληθινή σχέση με τον Θεό, γιατί τους χαλάει το “στάτους”. Και το βλέπεις αυτό φοβερά στους πολύ πλούσιους ανθρώπους. Στην ώρα της κρίσης, καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά και θέλουν να δώσουν. Αλλά φοβούνται να δώσουν. Διότι ο πλούτος, αν δεν είσαι άγιος, είναι βαριά νόσος της ψυχής. Είναι φοβερό το πώς διαπραγματεύονται τι θα δώσουν: «Αν κανένας πεθαίνει της πείνας, δείξ’ τον μου, να του δώσω ένα δεκάρικο». Και λες: «Το τραπέζι σου πόσο κοστίζει; Τα καύσιμα που βάζεις πόσο κάνουν;». Θέλουν να βοηθήσουν, αλλά η βοήθεια να είναι έτσι: «να τα ’χω καλά και με τον μαμωνά, μην τον χάσουμε… και να ανάψουμε και ένα κεράκι στον Θεό, ποιος ξέρει». Και ανοίγουν και το Ευαγγέλιο με λογική “επένδυσης”: «Κατά τα πολλαπλάσιον λήψεσθε, θα πάρω εκατό φορές περισσότερα, άρα να δώσω και κάτι». Γελοιότητες.
Και την ίδια στιγμή απορούν: «Γιατί τα παιδιά μου δεν με ακούν; Γιατί η οικογένειά μου διαλύεται; Γιατί πεθαίνει ο τάδε; Γιατί αρρωσταίνει ο δείνα;». Και σε έναν από αυτούς είπα μια φορά: «Με τόση φτήνια πλησιάζεις τον Θεό; Πώς θα αντέξεις να σε δει; Πλησιάζεις τον Θεό σαν να λες “μη με δείρει, μη με ακουμπήσει”. Και αυτά που έχεις, ποιος σου τα έδωσε; Θα μπορούσες να είσαι στο κρεβάτι δεκαετίες και να ζεις από ελεημοσύνη». Δεν το καταλαβαίνουν. Δεν το καταλαβαίνουμε.
Αυτή όμως η άλλη κατάσταση —η κατάσταση της εσωτερικής αναγέννησης— είναι εκείνη στην οποία ο Θεός εμπιστεύεται μείζονα χαρίσματα. Και τότε βλέπεις το παράδοξο: μπορεί ένας πλούσιος να μην έχει τίποτα ουσιαστικό, να είναι άδειος, και να μην έχει χαρίσματα· και πας στον απλό καλόγερο, πάνω στο βουνό, στα λαγκάδια και στα βράχια, που “κανονικά” θα έπρεπε να τον λυπάσαι, επειδή δεν έχει τίποτα. Κι όμως, πας για να σε βοηθήσει αυτός. Δεν έχει τίποτα να σου δώσει υλικά —και δεν σε χρειάζεται. Κι όμως σε σηκώνει.
Τίποτα δεν χρειάζεται από αυτά που έχεις. Τι φοβερό πράγμα. Εσύ όμως τα χρειάζεσαι πολύ, αυτά που έχει αυτός. Και στην αιωνιότητα τα δικά σου όλα χάνονται, ενώ τα δικά του μένουν. Κοιτάξτε πόση σημασία έχει αυτή η προσέγγιση.
Είναι μια προσέγγιση που μας μαλακώνει και ανοίγει την καρδιά μας στον θείο έρωτα. Γιατί έρως είναι ο Θεός. Και αν χάσουμε αυτή τη διάσταση, μπορεί να γίνουμε «καλοί δικηγόροι», σαν τον διάβολο: να τα λέμε όλα σωστά, να τα τακτοποιούμε όλα… αλλά με εμάς ο Θεός να μη ασχολείται στα σοβαρά. Και γιατί να ασχοληθεί, αφού ούτε κι εμείς ασχολούμαστε με τίποτα στα σοβαρά;

(«Ρε, γέροντα, παραδέκα είπατε». — «Μα, βρε παιδί μου, είναι ακριβώς… Έχω ένα εσωτερικό βιολογικό ρολόι, σας το έχω πει. Και σταματάει μόνο του την ώρα που πρέπει. Παπ! Μόνο του».)

Για να καταλάβουμε τι είναι «αμαρτία», συχνά την προσεγγίζουμε σαν οδηγό, σαν μέτρο σύγκρισης: χρειαζόμαστε ένα μέτρο. Και το μέτρο σύγκρισης που ζητάμε είναι: «Τι λέει ο Δεκάλογος; Τι λέει ο νόμος του Μωυσή;». Για να συγκριθώ και να δω αν είμαι «σωστός». Αλλά ο Απόστολος Παύλος το λέει καθαρά: αν κρίνω τον εαυτό μου με τον νόμο, είμαι χαμένος. Ο νόμος δεν είναι κακός, όμως, ουσιαστικά, φανερώνει την αμαρτία. Όταν μου λέει ο νόμος «μην κλέψεις», εμένα τα χέρια μου… γαργαλούνται. Και αρχίζω τα «ζυγίσματα»: «Ε, να πάρω λίγο… μια δεκαρίτσα…».

Ο Απόστολος Παύλος λέει εκείνο το φοβερό: «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος». Βρίσκομαι σε αυτά που μισώ. Αυτό που δεν θέλω, αυτό κάνω. «Τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» Ποιος θα με γλιτώσει; Επομένως, αν πας με τον νόμο, η κατάσταση είναι —ως ένα σημείο— «φυσιολογική»: θα συντρίβεσαι. Αλλά εγώ δεν πάω στην Εκκλησία για να πάω με τον νόμο. Στην Εκκλησία πάω με τη χάρη.
Αυτό που με ενδιαφέρει στην Εκκλησία είναι ότι πάω στην εξομολόγηση και όλα αυτά εξαλείφονται. Και κοινωνώ Σώματος και Αίματος Χριστού. Και ξανά γίνεται ένα ξεκίνημα. Και σιγά σιγά αρχίζω να αντιλαμβάνομαι ότι η αγάπη του Θεού τα ξεπερνάει και τα λύνει όλα, και προχωρώ προς την αγάπη του Θεού, παρότι μέσα μου δεν είμαι τέλειος. Και βλέπω ότι μου δίνει σταθερότητα απέναντι στα πάθη, μου δίνει δυνατότητες να βλέπω πράγματα που πριν δεν έβλεπα. Και σιγά σιγά μου δίνει και μείζονα χαρίσματα. Και, τελικά, ελεύθερα πείθομαι ότι δεν έχω ανάγκη την αμαρτία.
Γιατί η αμαρτία γίνεται «ανάγκη» όταν δεν υπάρχει το άλλο. Δεν μπορείς να πεις σε ένα παιδί «μην ακούς ροκ» ή punk ή heavy, αν δεν έχει μάθει να ακούει μια άλλη «μουσική» μέσα του. Και μπορεί για χρόνια να τα ακούει και τα δύο. Ο άνθρωπος ζει μέσα σε αντιφάσεις. Ο Θεός το ξέρει ότι δεν έχουμε τη δυνατότητα να σταθούμε «παπ!» σαν χερουβείμ. Αυτό όμως μεθοδεύεται και προχωρεί σιγά σιγά μέσα στα χρόνια: καθώς κανείς βλέπει το καλύτερο, ένας μεγαλύτερος έρως σβήνει τον άλλο.
Κι έτσι ο άνθρωπος δεν αρρωσταίνει. Ενώ πολλοί χριστιανοί —που δεν το καταλαβαίνουν αυτό— αρρωσταίνουν και βγάζουν εκείνη τη χαρακτηριστική εικόνα του χριστιανού που θέλεις να την αποφύγεις: «Παναγία μου, αυτός δεν είναι στα καλά του». Και αντί να σου δώσει εναλλακτική, σου πετάει μόνο «μη, μη, μη». Εγώ δεν θέλω μόνο «μη». Θέλω να μου δώσεις μια άλλη δυνατότητα, μια άλλη γεύση.
Αυτή η εναλλακτική είναι που σε κάνει να πεις «όχι» σε ό,τι σε φονεύει — γιατί πλέον το βλέπεις ότι σε φονεύει, έχεις εμπειρία αυτού του φόνου. Βλέπεις ότι δεν σε οικοδομεί. Και τότε καταλαβαίνεις ότι η Εκκλησία έχει μέθοδο και είναι οργανωμένη. Αν η Εκκλησία ήταν ηθικολογία, δεν θα υπήρχε εξομολόγηση. Η εξομολόγηση είναι άρνηση της ηθικολογίας και του δικανισμού.
Γιατί πας στο πνευματικό και λες το ίδιο πράγμα ξανά. Και θα μπορούσε να σου πει: «Τέρμα οι γελοίες εξομολογήσεις. Είσαι υπεύθυνος. Δεν κοινωνάς σαράντα χρόνια μέχρι να συνέλθεις». Αν το έκανε αυτό, θα σε συνέτριβε. Κι όμως κάνει το αντίθετο. Γιατί; Γιατί η εξομολόγηση έχει αυτό το φοβερό: όπως λέει ένας από τους Πατέρες, αυτό που έκανες με τη θέλησή σου, ο Θεός το θεωρεί ως αθέλητο, επειδή πας και το λες. Δηλαδή, δείχνεις ότι μέσα σου υπάρχει και μια θέληση να μην το κάνεις. Και έτσι αυτό εξαλείφεται. Σβήνει. Πάει. Δεν υπάρχει πια.
Αν ήταν ηθικολογία, τι θα έλεγε ο Θεός; «Το έκανες δύο φορές. Την τρίτη, καημένε, κόλαση». Όμως βλέπετε ξανά και ξανά, ο Θεός ανοίγει δρόμο. Κι όταν κανείς το αντιληφθεί έτσι, έρχεται αυτό που λέγαμε παλιά «φιλότιμο». Το φιλότιμο δεν είναι νομική ανταπόδοση. Φιλότιμο είναι να μου χαρίζεις, να μου χαρίζεις, να μου χαρίζεις… και ξαφνικά να λέω: «Στάσου. Τι γλυκός που είσαι εσύ». Και να σε πάρω αγκαλιά. Αυτό είναι το φιλότιμο.

(«Σας συγχαίρω κατ’ αρχήν για την ομολογία σας. Θέλω να ρωτήσω: υπάρχει μέτρο στην αμαρτία; Μικρή ή μεγάλη; Και πώς συνδέεται αυτό με το πόση αγάπη έχουμε μέσα μας;».)

Υπάρχει αμαρτία που γίνεται και μέσα σου υπάρχει μια αίσθηση ότι «κάτι δεν πήγε καλά». Αυτή η αίσθηση είναι ήδη ένα σημάδι αγάπης, μια λεπτή συνείδηση. Και υπάρχει και αμαρτία που γίνεται με την αίσθηση «καλά το έκανα, το χάρηκα κιόλας». Εκεί μπαίνει ο διάβολος καλά-καλά: εκεί που λες «το χάρηκα» και φεύγεις ικανοποιημένος, σου στήνει και το επόμενο και τρως με το κεφάλι, και δεν συνέρχεσαι. Μπαίνεις στον φαύλο κύκλο.
Η διαφορά είναι ότι στην πρώτη περίπτωση η αμαρτία γίνεται «με πόνο», στη δεύτερη γίνεται «με αναίδεια» και με θράσος. Και η δεύτερη συχνά δεν την αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος αμέσως. Μπορεί να περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να καταλάβει τι έκανε, μέχρι να δει το σκοτάδι της αμαρτίας.
Αν κάνουμε κακό σε έναν άνθρωπο και δεν το καταλαβαίνουμε, δεν έχουμε τον ίδιο καταλογισμό. Όχι ότι είναι καλό αυτό που κάνουμε, αλλά δεν είναι το ίδιο με το να το κάνουμε επίτηδες. Το φοβερό όμως είναι ότι, αν κάνει κανείς πολλά και δεν τα καταλαβαίνει, σκληραίνει σιγά σιγά και στο τέλος φτάνει να τα κάνει και επίτηδες. Και τότε το «λίγο» που κάνεις δεν σου φέρνει ούτε τύψη — κι αυτό είναι η αρχή της πραγματικής πτώσης.
Αν την αγνοήσεις, θα πέσεις σε βαρύτερο. Κατάλαβες τι λέω; Αν αγνοήσεις και τη βαρύτερη τύψη, θα πέσεις σε μεγαλύτερο και σε μεγαλύτερο. Και στο τέλος δεν θα έχεις τύψη καθόλου. Και θα λες: «Εγώ; Εγώ έχω δίκιο σε όλα».
Δεν υπάρχει τέλος σε αυτό. Δεν υπάρχει τέλος, γιατί ο άνθρωπος είναι ένα χαώδες πλάσμα — κατοικία του Θεού, χαώδες. Είναι άπειρος και προς τα πάνω και προς τα κάτω. Δεν έχει τέλος ούτε το κακό που μπορεί να κάνει ούτε το καλό που μπορεί να κάνει.
Σκεφτείτε τον Χίτλερ. Αν δεν σταματούσε η πρόνοια του Θεού και αυτός ο άνθρωπος ζούσε ακόμη, θα ματοκυλούσε την ανθρωπότητα για να πάρει το Στάλινγκραντ, και μετά θα πήγαινε να πάρει και τη Σελήνη και την Αφροδίτη και το φεγγάρι και τον ήλιο και ό,τι άλλο μπορούσε να πάρει. Η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι αυτή η απειρία που έχει, αυτό το τεράστιο πράγμα προς τα πάνω και προς τα κάτω.

(Ερώτηση:) «Πατέρα Νικόλαε, ο Κύριος όταν έδινε τις δυνάμεις στους μαθητές, τι ακριβώς ήθελε να τους διδάξει; Σε ποιο σημείο είχαν φτάσει και τους έδωσε αυτές τις δυνάμεις; Σίγουρα κάτι ήθελε να τους πει».

Ήθελε να τους πει δύο πράγματα. Πρώτον: ότι όλα είναι δωρεάν, και όταν θα είναι άξιοι, πάλι δωρεάν θα τα παίρνουν — γιατί και τώρα δωρεάν τα παίρνουν. Και δεύτερον: ήθελε να ανταμείψει το γεγονός ότι αισθάνονται πως δεν είναι ίδιοι με Αυτόν, ότι είναι μαθητές Του. Αυτό είναι μια ταπείνωση.
Δεν είναι μια κατάσταση όπου ο άνθρωπος λέει «εγώ δεν είμαι τίποτα» με τρόπο ψεύτικο ή θεατρικό. Είναι το «Αυτός είναι ο Δάσκαλος». «Ραββί» Τον φώναζαν. Είναι ένα είδος εσωτερικής αδειάσματος: κανένας από τους δώδεκα δεν είπε «κοίταξε, μπορεί να ξέρεις πέντε πράγματα, αλλά εγώ ξέρω πέντε καλύτερα, κάτσε κάτω να σου πω κι εγώ». Έτσι δεν είναι;
Και αυτό το «δουλεία» το βλέπεις και στη γλώσσα της Εκκλησίας. Την ημέρα του γάμου ο παπάς διαβάζει: «Εὐλογεῖται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ… καὶ ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ…». Και εδώ πάλι μιλάει για δουλεία. Ακόμα και για τον καλό χριστιανό λέει ότι είσαι «δούλος του Θεού», δηλαδή αφιερωμένος.
Αλλά από την άλλη, όταν μιλάει για τον αμαρτωλό λέει «ελευθερωθήκατε από τη δουλεία του θανάτου». Εδώ λοιπόν δουλεία και εκεί δουλεία. Γιατί ονομάζει «δουλεία» και την πίστη στον Θεό; Γιατί εκεί δεν είναι εξάρτηση. Είναι αφοσίωση. Εσύ μόνος σου «δουλώνεις» τον εαυτό σου. Δεν σε δουλώνει ο Θεός.
Ενώ η αμαρτία σε δουλώνει αυτή. Και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά: ότι φτάνεις σε ένα σημείο που, ακόμη κι αν θέλεις να ξεφύγεις, δεν μπορείς χωρίς εξωτερική βοήθεια. Είσαι παγιδευμένος. Είναι μια παγίδευση.
Από τη «δουλεία» του Θεού μπορείς να φύγεις. Πώς δεν μπορείς; Είσαι ελεύθερος ανά πάσα στιγμή. Θες να φύγεις; Φεύγεις. Αλλά δεν σε συμφέρει. Δεν θες. Ούτε καν το σκέφτεσαι. Είναι σαν να βρήκες στην έρημο μια πηγή και να λες: «Θα φύγω τώρα από την πηγή και θα πάω πάλι να ψάχνω». Μπορείς, αν θες. Δεν δημιουργεί εξάρτηση. Η πίστη δεν δημιουργεί εξάρτηση — να το ξέρετε.

Ο διάβολος, αντίθετα, σου φτιάχνει «έξη», σου φτιάχνει εξάρτηση. Η αληθινή πίστη δεν δημιουργεί έξη. Είναι σχέση ελευθερίας.

Ο διάβολος είναι θρασύς. Τον διώχνεις και δεν φεύγει. «Το έκανα την αμαρτία, τελείωσε τώρα». Όχι, δεν τελειώνει. Κλοτσάς, δεν φεύγει. Ενώ ο Θεός, πριν το σκεφτείς ότι θα φύγει, έχει ήδη φύγει. Γι’ αυτό λέμε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», για να έρθει. Είναι πολύ λεπτός, ευγενής, άρχοντας και ελεύθερος. Του διαβόλου μία φορά του πεις «έλα» και έρχεται αμέσως — τακ — και δεν φεύγει εύκολα.

(Ερώτηση:) «Να μας διευκρινίσετε λίγο για την έννοια της συνείδησης σχετικά με την αμαρτία. Η συνείδηση είναι εργαλείο που έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο; Είναι αξιόπιστη;»
Η συνείδηση είναι ένα εργαλείο που έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο. Όταν την ακούμε, είναι αξιόπιστη. Όταν δεν την ακούμε, σε λίγο σταματάει. Ο Παύλος μιλάει γι’ αυτό ως κάτι που υπάρχει μέσα μας σαν πληροφορία.
Και το βλέπεις αυτό και σε ανθρώπους άσχετους, τελείως. Αυτό υπήρξε, για μεγάλους φιλοσόφους, μία από τις μεγαλύτερες αποδείξεις της υπάρξεως του Θεού: ότι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, οποιασδήποτε θρησκείας —είτε άθεος είτε ένθεος— έχει μέσα του αυτή την αίσθηση του αγαθού, αυτή την έλξη προς τη δικαιοσύνη, αυτή τη συνείδηση.


Δεν θα βρείτε άνθρωπο να σας πει: «Εγώ λατρεύω το κακό. Δώσ’ μου όπλα να σκοτώνω, μου αρέσει». Όλοι θα πουν «το καλό», «το αγαθό», «το δίκαιο». Είναι παγκόσμιο, είναι πανανθρώπινο.
Πάρτε έναν άνθρωπο από μια φυλή του Ειρηνικού, πάρτε κάποιον από τη Μογγολία που δεν έχει ακούσει λόγο Θεού, φέρτε τον σε ένα δίλημμα: θα σας πει «το δίκιο να κάνουμε». Σαν να το έβαλε κάποιος αυτό μέσα στην ανθρώπινη «συσκευή».
Και ό,τι λογοτεχνία ξέρουμε, ό,τι φιλολογία υπάρχει, δεν θα δείτε πουθενά να λατρεύεται το κακό. Το κακό πάντα απωθείται. Το άδικο απωθείται παντού.
Κι ακόμη κι όταν κάποιος κάνει άδικο, θα το κάνει «για το δίκιο» — δηλαδή για κάτι που νομίζει πως είναι δίκιο. Έχει έναν «δίκαιο σκοπό» στο νου του. Και αυτό, σας είπα, είναι μια από τις ενδείξεις —για πολλούς— της υπάρξεως του Θεού: πώς γίνεται ο άνθρωπος παντού και πάντα να έχει αυτή τη βαθιά ερωτική σχέση με το δίκαιο, με τη δικαιοσύνη.

(Παρέμβαση:) «Ναι, αλλά οι “δικαιοσύνες” που φτιάχνουν οι άνθρωποι…»

Ναι, βέβαια. Άλλο ο πόθος για το δίκαιο και άλλο το πώς το “κατασκευάζουμε” εμείς. Άλλο η επιθυμία και άλλο το επίτευγμα. Άλλο η δίψα και άλλο η πράξη.
Και, λοιπόν, μια τελευταία ερώτηση — να κάνουμε και του νοσοκύρη — και θα τελειώσουμε.
Υπάρχει ένα πάρα πολύ ωραίο παράδειγμα που λέει ο Θεσσαλονίκης. Είναι το παράδειγμα όπου κάποιος δεν κάνει κάποια πράξη κακή, αλλά ποτίζει, ας πούμε, έναν «νοσοκύρη»· έναν άνθρωπο δηλαδή δύσκολο, σκληρό, κακό. Και αναρωτιέται κανείς: τι πρέπει να κάνει όταν είναι αναγκασμένος να συναναστρέφεται τέτοιους ανθρώπους; Είναι αναγκασμένος να είναι κακός κι αυτός; Λίγος; Σκληρός;
Μήπως είναι θέμα ευαισθησίας; Υπάρχουν πράγματα που, για να τα αποφύγει κανείς, πρέπει να «υπομείνει». Αν όμως ο ίδιος έχει μέσα του μια εσωτερική εργασία, μια εσωτερική προσευχή, μια εμπειρία της χάριτος, τότε δεν θα βλαφτεί πολύ. Αν μπει όμως στη διαδικασία να τους μισήσει, μπορεί να γίνει σαν κι αυτούς — και χειρότερος από αυτούς.
Δεν ξέρω αν έχετε δει μια ταινία που είχα δει πριν από καιρό, λέγεται στα αγγλικά Machine Gun Preacher («Ο ιεροκήρυκας του πολυβόλου»). Είναι αληθινή ιστορία. Ήταν ένας άνθρωπος δοσμένος σε κάθε είδους κακία, έγινε χριστιανός, άλλαξε ζωή, έκανε και δική του εκκλησία στην Αμερική. Κάποια στιγμή πήγε στην Αφρική για ιεραποστολή και εκεί, σε μια περιοχή του Σουδάν, συνάντησε φρικτό κακό — όχι απλώς «κακό», αλλά απερίγραπτα πράγματα.
Θέλησε να το αντιμετωπίσει. Δεν μπορούσε όμως να το αντιμετωπίσει πνευματικά. Και τελικά πήρε τα όπλα — τα οποία τα ήξερε καλά — και έφτασε να γίνει σχεδόν σαν κι αυτούς που πολεμούσε. Και μάλιστα έμαθε ότι και ο αντίπαλός του ήταν κι αυτός «ιεροκήρυκας», που είχε ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Δηλαδή, όταν πας να πολεμήσεις το κακό με τα όπλα του κακού, κινδυνεύεις να γίνεις ίδιος και χειρότερος.

Όχι με αυτά τα όπλα, λοιπόν. Αλλά με τα όπλα που λέει ο Παύλος: το θυρεό της πίστεως, τη μάχαιρα του Λόγου του Θεού, την προσευχή. Δηλαδή, να μην γίνεις ίδιος με τον άλλον. Αν συμβεί αυτό, μπορεί και ο άλλος να μεταβληθεί μέσα σε μια στιγμή. Να αλλάξει. Γιατί και ο ίδιος βασανίζεται από αυτό που είναι.

Και βλέποντας τη δική μας σταθερή στάση — ότι αρνούμαστε να τον μισήσουμε, αρνούμαστε να τον απορρίψουμε, αρνούμαστε να τον μηδενίσουμε — χωρίς καν να το θέλει, δεν μπορεί πια να μείνει όπως ήταν. Και σιγά σιγά μπορείς να τον κερδίσεις έτσι.

Αν όμως κάνεις το ίδιο με αυτόν, αν πεις μέσα σου ότι «αξίζει να τον μισώ, να τον φτύνω», τότε δικαιώνεις αυτό που κάνει. Εκείνος γίνεται χειρότερος και εσύ γίνεσαι σιγά σιγά σαν κι αυτόν.

Αυτά.

ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ ΜΕ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΕΥΘΥΝΗ. ΑΠΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Ο ΘΕΟΣ. ΤΑ ΠΑΓΜΑΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ. ΑΣ ΒΑΛΟΥΜΕ ΣΑΝ ΟΔΟΔΕΙΚΤΗ ΕΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ. ΕΛΑΦΡΟΜΥΑΛΟΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: