Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025

Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνθέωση τοῦ Ἀνθρώπου

Δημήτρης Μαυρόπουλος

1. Τὰ τῆς ἑορτῆς

Μέχρι τὸ 400 μ.X. ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν γιορταζόταν ἀπὸ μόνη της σὲ μία ἰδιαίτερη μέρα τοῦ ἔτους, ἀλλὰ μνημονευόταν ὡς ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου κατὰ τὴν ἡμέρα τὴν ἀφιερωμένη στὰ Θεοφάνεια, στὶς 6 Ἰανουαρίου. Κι αὐτὸ γιατὶ τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων μνημονευόταν ἡ ἀποκαλυπτικὴ ἀναγγελία ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ κεχρισμένος ὡς Σωτήρας, κι αὐτὴ τὴν ἐξαγγελία τὴν ἐνεργεῖ ὁ Πατὴρ κατὰ τὴ Βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως περιγράφεται στὰ εὐαγγέλια, α) στὸ κατὰ Ματθαῖον (3,16-17): «Καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδεν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ’ αὐτόν· καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα», β) στὸ κατὰ Μάρκον (1,10-11): «Καὶ ἐγένετο ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθη ὑπὸ Ἰωάννου εἰς τὸν Ἰορδάνην. Καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον ἐπ’ αὐτόν· καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῶν οὐρανῶν· Σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα», γ) στὸ κατὰ Λουκᾶν (3,21-22): «Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ βαπτισθῆναι ἅπαντα τὸν λαὸν καὶ Ἰησοῦ βαπτισθέντος καὶ προσευχομένου ἀνεῳχθῆναι τὸν οὐρανὸν καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον σωματικῷ εἴδει ὡσεὶ περιστερὰν ἐπ’ αὐτόν, καὶ φωνὴν ἐξ οὐρανοῦ γενέσθαι λέγουσαν· Σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα». Σ᾽ αὐτὲς τὶς περιγραφὲς ἔχουμε παρουσία τῶν τριῶν προσώπων τῆς θεότητας: ὁ Πατὴρ βεβαιώνει περὶ τοῦ Υἱοῦ του (διὰ τῆς φωνῆς), ὁ Υἱὸς βαπτιζόμενος δηλώνει τὴν ἀναμαρτησία του (διὰ τῆς ἐξόδου του ἀμέσως ἀπὸ τοῦ ὕδατος χωρὶς νὰ καταθέσει ἢ νὰ ὁμολογήσει ἁμαρτίες), καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀποστολὴ τοῦ Υἱοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου (διὰ τοῦ ἀκτίστου φωτὸς ποὺ ἐπιχέεται ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ). Σ’ αὐτὸ τὸ γεγονός, ποὺ ἀποκαλύπτει τὸν Ἰησοῦ ὡς Υἱὸ τοῦ οὐρανίου Πατρὸς καὶ συγχρόνως ἀνάγει τὸ ἔργο του στὰ τρία πρόσωπα τῆς θεότητας, δεδομένης τῆς παρουσίας τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Ἐκκλησία ἀφιέρωσε τὴ γιορτὴ τῶν Θεοφανείων καὶ θεολόγησε μὲ τὴ γιορτὴ αὐτὴ τὴ σημασία τῆς παρεμβολῆς τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Φαίνεται ὅτι οἱ χριστολογικὲς αἱρέσεις τοῦ 4ου αἰώνα, αἱρέσεις ποὺ ἀμφισβητοῦσαν τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἢ μίλαγαν γιὰ φαινομενικὴ (κατὰ φαντασίαν) ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁδήγησαν τοὺς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας στὰ ἐγκαίνια μιᾶς ἰδιαίτερης γιορτῆς ἀφιερωμένης στὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία μάλιστα συνέδεσαν μὲ τὸ φυσικὸ φαινόμενο τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου, ὁπότε ἄρχιζε νὰ μικραίνει ἡ νύχτα καὶ νὰ μεγαλώνει ἡ ἡμέρα, νὰ «ξαναγεννιέται» δηλαδὴ ὁ αἰσθητὸς ἥλιος, συνδέοντας αὐτὸ τὸ φυσικὸ γεγονὸς μὲ τὴν ἀνατολὴ ἑνὸς νοητοῦ ἡλίου ποὺ φωτίζει τὴ θεία δημιουργία καὶ ποὺ ὀνομάζεται «Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης», ὅπως ψαλμωδεῖται στὸ Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «Ἡ γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοὶς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοί». Ἡ εἰσαγωγὴ τῆς γιορτῆς πρωτοέγινε στὴ Ρώμη, περὶ τὸ 350, καὶ ἀκολούθησε ὁ ἐγκαινιασμός της ὑπὸ τοῦ Μ. Βασιλείου στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου Φλαβιανοῦ στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Στὴν Κωνσταντινούπολη εἰσήχθη ἡ ἑορτὴ ἐπὶ πατριαρχείας Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου περὶ τὸ 380, ἀλλὰ γενικεύθηκε περὶ τὸ 400 ἐπὶ πατριαρχείας τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ παράδοση.

Κατ’ ἀκολουθίαν, ἐγκαινιάσθηκαν οἱ ἑορτὲς ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ: ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ ἡ Περιτομή, σαράντα ἡμέρες μετὰ ἡ Ὑπαπαντή, ἐννέα μῆνες πρὶν ὁ Εὐαγγελισμός· ἀλλὰ καὶ ἡ γέννηση τοῦ τιμίου Προδρόμου ἕξι μῆνες πρίν. Ἦταν ἐπάναγκες νὰ τονιστεῖ ἡ κεφαλαιώδης σημασία τῆς πραγματικῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ διαφυλαχθεῖ ἡ ἀλήθεια τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων, «εἰ φάντασμα ἦν ἡ ἐνανθρώπησις, φάντασμα καὶ ἡ σωτηρία» (Κατηχήσεις 4, 9).

2. Ἡ σημασία τῆς ἐνανθρώπησης

Πέραν βέβαια ὅλων αὐτῶν τῶν «ἑορτολογικῶν», παραμένει κρίσιμο τὸ ἐρώτημα καὶ οἱ συνέπειες ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς. Θὰ παραδοθοῦμε στὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου καὶ θὰ ὁδεύσουμε μία πορεία πνευματικῆς ἄσκησης, ὥστε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐνεργήσει ἐντός μας καὶ νὰ μᾶς συνδέσει πραγματικὰ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ γίνουμε ἔτσι ὅμαιμοι μὲ αὐτόν, υἱοὶ τοῦ ἴδιου Πατέρα; Θὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἡ φύση τοῦ καθενός μας, εἶναι ἐνθρονισμένη δίπλα στὸν οὐράνιο Πατέρα, χάρη ἀκριβῶς στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ του, καὶ ὅτι ὁ δρόμος ἔχει ἀνοιχτεῖ γιὰ καθένα μας ὥστε νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Υἱό, νὰ ἐγχριστωθεῖ στὴν κυριολεξία; Ἢ θὰ μείνουμε σὲ συναισθηματικὲς προσεγγίσεις, σὲ ἰδεοληπτικὲς παγιδεύσεις, σὲ εὐσεβιστικοὺς στοχασμοὺς καὶ σὲ ἱεραποστολικές, δηλαδὴ ἐγωιστικές, ἀκροβασίες καὶ ἀκτιβισμούς; Ἡ ἀπόφαση εἶναι καίρια. Μιλᾶμε γιὰ θεραπεία τῆς φύσης καὶ ὄχι ἁπλῶς γιὰ βελτίωση τοῦ χαρακτήρα. Μιλᾶμε γιὰ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου καὶ ὄχι γιὰ ψυχολογικὸ ἐφησυχασμό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπάντηση εἶναι πρόκληση. Μᾶς προκαλοῦν ἄλλωστε ―καὶ μᾶς προσκαλοῦν― στὴν ὁδὸ θεώσεως οἱ Ἅγιοί μας. Ἂς δοῦμε ὅμως, ποιὸ εἶναι τὸ περιεχόμενο τῆς σχέσης ὡς πρὸς τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ δυνατότητα θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἀρχαία ἐπισήμανση ὅτι δημιουργηθήκααμε «κατ᾽ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ.

Ἡ σχέση θεότητας καὶ ἀνθρωπότητας ὑπῆρχε στὴ βούληση τοῦ Θεοῦ πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Αὐτὴ ἡ θεία βούληση χαρακτηρίζεται ὡς κεκρυμμένο μυστήριο, τὸ ὁποῖο τελικὰ ἀποκαλύφθηκε μὲ τὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (ἐνανθρώπηση, διδασκαλία, ἐνέργειες, Πάθος, Ἀνάσταση καὶ Ἀνάληψη), ἤ, ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ἑνὸς μυστηρίου «προεγνωσμένου μὲν πρὸ καταβολῆς κόσμου, φανερωθέντος δὲ ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων» (Α´ Πέτρ. 1,20).

Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης δὲν περιγράφει τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μᾶς τὴν παραδίδουν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, θεολογεῖ ὅμως μὲ μοναδικὸ τρόπο γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ στὸ Προοίμιο τοῦ εὐαγγελίου του. Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ὑπογραμμίζει τὰ ἑξῆς: «Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι᾽ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. Εἰς τὰ ἴδια ἦλθεν, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾽ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰωάν. 1,9-14). [= Ὁ Λόγος [καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ] ἦταν τὸ ἀληθινὸ φῶς, ἐκεῖνο ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο. Μέσα στὸν κόσμο ἦταν κι ὁ κόσμος δι᾽ αὐτοῦ δημιουργήθηκε, μὰ ὁ κόσμος δὲν τὸν ἀναγνώρισε. Ἦρθε στὸν τόπο τὸν δικό του, καὶ οἱ δικοί του δὲν τὸν δέχτηκαν. Σὲ ὅσους ὅμως τὸν δέχτηκαν καὶ πίστεψαν σ᾽ αὐτόν, ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ γεννήθηκαν ἀπ᾽ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι ἀπὸ γυναίκας αἷμα, οὔτε ἀπὸ ἐπιθυμία ἀνθρώπινη ἢ ἐπιθυμία ἄνδρα. Ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔστησε τὴ σκηνή του ἀνάμεσά μας καὶ εἴδαμε τὴ θεϊκή του δόξα, τὴ δόξα ποὺ τὴν ἔχει ὁ μοναχογιὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα,γεμάτος χάρη κι ἀλήθεια.] Ὅσοι λοιπὸν τὸν δέχτηκαν αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ὡς Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου, ὅσοι δέχτηκαν αὐτὸ τὸ φῶς, ὅσοι ἀναγνώρισαν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, χαριτώθηκαν νὰ γίνουν υἱοὶ τοῦ ἴδιου Πατέρα, τοῦ Πατέρα τοῦ Χριστοῦ. Μιλᾶμε γιὰ τὸ μυστήριο τῆς θείας υἱο­θεσίας. Ὅποιος συνδέεται μὲ τὸν Χριστό, συνδέεται καὶ μὲ τὸν Πατέρα τοῦ Υἱοῦ. Πρόκειται ὄχι γιὰ υἱότητα σαρκὸς καὶ αἵματος, ἀλλὰ γιὰ υἱότητα χάριτος. Ὁ Θεὸς γεννάει τοὺς πιστούς!

Ὁ εὐαγγελιστὴς χρησιμοποιεῖ τὸ ρῆμα «γίγνομαι» (γενέσθαι) γιὰ νὰ ὑπογραμμίσει ὅτι πρόκειται γιὰ πραγματικὴ συνθήκη καὶ ὄχι γιὰ συμβολικὴ ἢ φαντασιακὴ ἀναφορά. Ὄχι νὰ νομισθοῦν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ κατὰ ἕναν συμβολικὸ τρόπο, ὅπως ἀναπτύσσεται σὲ ἄλλες θρησκεῖες, ἢ στὴν ἀρχαιοελληνικὴ φιλοσοφία. Δὲν εἶναι τὰ τέκνα Θεοῦ ὅπως ἦταν τέκνα Θεοῦ ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακώβ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία ἔκφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ εἶναι τέκνα Θεοῦ ὡς ὅμαιμοι καὶ ὁμόσαρκοι τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὡς κοινωνοῦντες μὲ τὸ θεωμένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ υἱοθεσία ὀνομάζεται «μυστήριο» στὴν παράδοσή μας γιατὶ πρῶτον εἶναι ἀκατανόητη καὶ δεύτερον ἡ ἀντίληψή της γίνεται μὲ ἕναν μυστικό, ἐσωτερικὸ τρόπο. Πρόκειται γιὰ τὴν οὐσία τῆς σωτηρίας, ποὺ σημαίνει ὅτι ὅσοι λαμβάνουν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, λαμβάνουν συγχρόνως καὶ τὴ δυνατότητα νὰ εἶναι υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, λαμβάνουν τὴ δυνατότητα νὰ γίνουν ὅ,τι εἶναι καὶ ὁ Υἱός.

Αὐτὸς ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ οὐρανίου Πατρὸς ναὶ μὲν ὑπάρχει προαιωνίως στὸν Θεό, ἀλλὰ κάποια στιγμὴ ἐμφανίζεται μέσα στὴν ἱστορία, γίνεται πρόσωπο τῆς ἱστορίας. Δηλαδὴ ἡ πρὸ καταβολῆς κόσμου βουλὴ τοῦ Θεοῦ φανεροῦται στὴν ἱστορία. Καὶ φανεροῦται ὡς δόξα, γιὰ πρώτη φορὰ ἀντιλαμβανόμαστε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Υἱός.

Τὴ λέξη «δόξα», γιὰ νὰ τὴν κατανοήσουμε καλύτερα μὲ τὴ λειτουργική της σημασία, πρέπει νὰ τὴν συνδέσουμε μὲ τὸ ἐπεισόδιο τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Σωτῆρος στὸ ὄρος Θαβώρ. Ἐκεῖ ἔχουμε ἕνα περιστατικό, ὀλίγον παράξενο, ποὺ συμβαίνει πρὸ τοῦ Πάθους. Ὁ Ἰησοῦς παίρνει τρεῖς ἀπὸ τοὺς μαθητές του, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ ἀνεβαίνουν σὲ ἕναν μικρὸ λοφίσκο. Ἀνεβαίνουν σ’ αὐτὸν τὸν λοφίσκο, συνομιλώντας βέβαια, ὅπως ὑποδηλώνει ἡ διήγηση, καὶ ἐνῶ συνομιλοῦν ἀλλάζει ὁ Χριστός. Δὲν ἀλλάζει ἡ φύση του, ἀλλάζει ἡ θέα του. Ξαφνικὰ ἕνα φῶς περιλούει ὅλον τὸν Χριστό· ὄχι μόνο τὸ πρόσωπό του, ἀλλὰ καὶ τὰ ἱμάτιά του («καὶ ἔλαμψεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς» – Ματθ. 17,2). Ἑπομένως, καὶ τὴν κτίση περιλούει αὐτὸ τὸ φῶς. Αὐτὸ τὸ φῶς εἶναι δυνατό, αὐτὸ τὸ φῶς κάνει τοὺς μαθητὲς νὰ μὴν μποροῦν νὰ δοῦν, γι᾽ αὐτὸ σκύβουν κάτω, καὶ αὐτὸ τὸ φῶς τὸ ἀντιλαμβάνονται ὡς αἴσθηση, δηλαδὴ ἀντιλαμβάνονται μία πραγματικότητα ὡς αἴσθηση, τὴν ὁποίαν θέλουν νὰ τὴν αἰωνίσουν, νὰ τὴν βγάλουν ἀπὸ τὸν χρόνο. Καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ἀπουσία τοῦ χρόνου νὰ ὑπάρχουν οἱ τρεῖς μορφές, ὁ Χριστός, ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Μωυσῆς, καὶ οἱ τρεῖς μαθητές. Αὐτὸ ζητᾶνε, αὐτὸ ζητάει ὁ Πέτρος.

Γιὰ τοὺς μαθητὲς δὲν εἶναι κάτι ἐξωπραγματικὸ ἡ θέα ἑνὸς φωτός. Τὴν ἔχουν διδαχθεῖ αὐτὴ τὴ θέα, ἐπειδὴ οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, σχεδὸν ὅλοι, ἔχουν βγεῖ ἀπὸ ἱερὰ σπουδαστήρια, ἔχουν σπουδάσει τὸν Νόμο (Μωυσής) καὶ τοὺς Προφῆτες Ἠλίας), ὅπως λέμε, οἱ περισσότεροι μάλιστα εἶναι μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, ἔχουν μάθει γι’ αὐτὴ τὴ θεοφάνεια, ὅπως αὐτὴ περιγράφεται ἀπὸ ἄλλους ἔμπειρους τῆς ἰουδαϊκῆς παράδοσης, μὲ ἀποκορύφωμα τὴ θεοφάνεια ποὺ ἔχουμε στὴν περίπτωση τοῦ Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος βλέπει αὐτὸ τὸ φῶς, εἴτε ὡς φλόγα στὸν βάτο (ποὺ φλέγεται ἀλλὰ δὲν καίεται) , εἴτε ὡς ἀστράπτον φῶς στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Σινᾶ – καὶ πάντως αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ βλέπει ὁ Μωυσῆς ὡς παρουσία τοῦ Θεοῦ τὸ βλέπει καὶ ὁ λαὸς στὸ πρόσωπο τοῦ Μωυσῆ.

Τὸ εὐαγγέλιο μᾶς μιλάει γι᾽ αὐτὴ τὴ δόξα τοῦ Ἰησοῦ καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις. Ὁ ἴδιος μάλιστα ὁ Χριστὸς θὰ ὑπογραμμίσει στοὺς μαθητές του ὅτι δὲν καταλαβαίνουν ἐντελῶς τὰ σημεῖα ποὺ ἐπιτελεῖ, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶδαν τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου νὰ δοξάζεται: «οὔπω ἐδοξάσθη ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», τοὺς λέει. Τὸ περιστατικὸ τοῦ Θαβὼρ εἶναι ἕνα ἔμμεσο καὶ παρενθετικὸ περιστατικό, ἕνα μυστικὸ περιστατικό, γι᾽ αὐτὸ καὶ κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὄρος τοὺς λέει ἀκριβῶς αὐτό: σὲ κανέναν δὲν θὰ πεῖτε μέχρι νὰ δοξασθεῖ ὁ Υἱός. Τώρα εἴδατε αὐτὸ ποὺ θὰ συμβεῖ, ἀλλὰ ἂν δὲν συμβεῖ δὲν μπορεῖτε νὰ τὸ κηρύξετε.

Στὸ χωρίο τοῦ Ἰωάννη ποὺ παραθέσαμε παραπάνω ὑπάρχει καὶ ἡ ἔκφραση «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», ποὺ σημαίνει ἔστησε τὴ σκηνή του ἀνάμεσά μας, δηλαδὴ τὸν οἶκο του, θεμελίωσε οἶκο μέσα στὴν ἱστορία ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου καὶ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ μιᾶς νέας πραγματικότητας. Ἱδρύεται ὁ οἶκος τοῦ νέου Ἰσραήλ, τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνάμεσά μας, ἀνάμεσα στὸν νέο αὐτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐπικεφαλῆς, βρίσκεται ὁ Χριστὸς ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὡς θεάνθρωπος, «πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας». Καὶ ἡ «χάρις» καὶ ἡ «ἀλήθεια» εἶναι δυνάμεις τῆς θεότητας. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι πηγὴ χάριτος καὶ ἀληθείας. Μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του ὁ Υἱὸς τὶς προσφέρει, τὶς κάνει οἰκεῖες σὲ καθέναν ποὺ συνδέεται μαζί του. Ὁ ἴδιος ὁ Xριστὸς θὰ ἐπισημάνει στοὺς μαθητές του ὅτι ἡ ἀλήθεια ταυτίζεται μὲ τὸ πρόσωπό του: «ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (βλ. Ἰωάν. 14,6).

3. Ἡ θεανθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ

Στὴν ὑπόσταση ἢ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μετὰ τὴν ἐνανθρώπησή του, συντρέχουν δύο φύσεις, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται Θεάνθρωπος. Ἡ σχέση μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο φύσεων ἀποτέλεσε πεδίο ἔντονων συζητήσεων ἀνάμεσα σὲ ὁμάδες ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὶς ὁποῖες προέκυψαν αἱρέσεις καὶ σχίσματα. Καὶ ναὶ μὲν ἔχει παγιωθεῖ ἡ πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεανθρώπου, τουλάχιστον στὶς μεγάλες χριστιανικὲς παραδόσεις (Ὀρθόδοξη, Ρωμαιοκαθολική, Λουθηρανική, Ἀγγλικανική), δὲν ἔλειψε ὅμως μέχρι σήμερα νὰ ἕρπει αὐτὴ ἡ διαμάχη, κυρίως ὡς πίστη διάφορων προτεσταντικῶν ὁμάδων (ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς σέκτας), ἢ μεταξὺ ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων, καὶ πάλι κυρίως στὸν προτεσταντικὸ χῶρο.

Σημειώνω ὅτι ἡ ὁλοκληρωμένη διατύπωση γιὰ τὴ θεανδρικότητα τοῦ Χριστοῦ περιέχεται στὸν ὅρο τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451), ὅπου μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρεται ὅτι: «… ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν ὁμολογεῖν Υἱὸν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν θεότητι καὶ τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεὸν ἀληθῶς καὶ ἄνθρωπον ἀληθῶς τὸν αὐτὸν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος, […] ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διὰ τὴν ἕνωσιν, σῳζομένης δὲ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καὶ εἰς ἓν πρόσωπον καὶ μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης». Ἰδιαίτερα ὑπογραμμίζω τὴν ἐπισήμανση: «οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διὰ τὴν ἕνωσιν, σῳζομένης δὲ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καὶ εἰς ἓν πρόσωπον καὶ μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἢ διαιρούμενον» [= καμία διαφορὰ τῶν φύσεων δὲν καταργήθηκε ἐξαιτίας τῆς ἑνώσεως, ἀλλὰ μᾶλλον διασώθηκε ἡ ἰδιότητα καθεμιᾶς φύσεως, καὶ καθεμιὰ ἀπὸ αὐτὲς συναντᾶ τὴν ἄλλη σὲ ἕνα πρόσωπο καὶ μία ὑπόσταση, χωρὶς νὰ χωρίζονται σὲ δύο πρόσωπα ἢ νὰ διαιροῦνται].

Εἶναι λοιπὸν κοινὸς τόπος ἡ πίστη μας στὴ θεανδρικότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Συνειδοτοποιοῦμε ὅμως τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς συνθήκης, ἢ τὴν ἀποδεχόμαστε χωρὶς νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὴ σημασία της, κυρίως γιὰ τὴν ἀνθρωπολογία ποὺ θεμελιώνει, δηλαδὴ γιὰ τὴ δυνατότητα ἡ κτιστὴ ἀνθρώπινη φύση μας νὰ σχετιστεῖ, σὲ ὑπαρξιακὸ ἐπίπεδο, μὲ τὴν ἄκτιστη φύση τῆς θεότητας;

Γνωρίζουμε ὅτι ἡ θεολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπέφυγε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴ φύση τῆς θεότητας, ὅπως περιττῶς καὶ ἐσφαλμένως ἔκανε ἡ σχολαστικὴ δυτικὴ παράδοση ἀπὸ τὸ 9ο αἰ. καὶ μετά, ἐπηρεάζοντας δυστυχῶς καὶ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία τουλάχιστον μέχρι τὰ μέσα τοῦ 20οῦ αἰ. Γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἴσχυε ἡ ἀρχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὅτι «[Θεὸν] φράσαι μὲν ἀδύνατον, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον» (Λόγος Θεολογικὸς Β´, 4,5), ἢ ἡ ἀρχὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὅτι «Ἄπειρον τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον, καὶ τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία» (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 4,2). Ἤδη στὴν ἀποκάλυψη τῆς ἰουδαϊκῆς παράδοσης εἶχε ἐπισημανθεῖ ὅτι τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ φύση του, δὲν ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο, παρὰ μόνον ὁ βηματισμός του ἐντὸς τῆς Δημιουργίας, δηλαδὴ οἱ ἐνέργειές του — καὶ ἀναφέρομαι στὸ περιστατικὸ τῆς θεοφάνειας πρὸς τὸν Μωυσῆ ἐπὶ τοῦ ὄρους Σινᾶ (βλ. Ἔξοδ. 33,18-23: «Καὶ λέγει [Μωυσῆς]· ἐμφάνισόν μοι σεαυτόν, καὶ εἶπεν [ὁ Θεός]· ἐγὼ παρελεύσομαι πρότερός σου τῇ δόξῃ μου καὶ καλέσω τῷ ὀνόματί μου, Κύριος ἐναντίον σου· καὶ ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω ὃν ἂν οἰκτείρω. καὶ εἶπεν· οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται. Καὶ εἶπε Κύριος· ἰδοὺ τόπος παρ᾿ ἐμοί, στήσῃ ἐπὶ τῆς πέτρας· ἡνίκα δ᾿ ἂν παρέλθῃ ἡ δόξα μου, καὶ θήσω σε εἰς ὀπὴν τῆς πέτρας καὶ σκεπάσω τῇ χειρί μου ἐπὶ σέ, ἕως ἂν παρέλθω· καὶ ἀφελῶ τὴν χεῖρα, καὶ τότε ὄψει τὰ ὀπίσω μου, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ὀφθήσεταί σοι»).

Αὐτὴ ἡ στάση τῶν Ἑλλήνων Πατέρων μᾶς ἐπιτρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ σκέψη τους καὶ ἡ διδασκαλία τους ἦταν πάντοτε ἐπικεντρωμένη στὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι στὸν Θεό, ὅσο κι ἂν αὐτὸς ὁ λόγος μοιάζει παράξενος. Οἱ ἀγῶνες τους καὶ ἡ διδασκαλία τους, κυρίως ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἀπέβλεπε στὴ διαφύλαξη τῆς ὁδοῦ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε, οἱ ἐνέργειες τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὶς γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς βιβλικὲς ἀποκαλύψεις, εἶναι ἐπικεντρωμένες στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ στὴν ὁλοκλήρωση τοῦ δημιουργικοῦ του ἔργου διὰ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ τέλειου ἀνθρώπου, ὅπως τελικὰ συνέβη στὸ πρόσωπο τοῦ Νέου Ἀδάμ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιὰ τὸ «προεπινοούμενο τέλος» τῆς θείας βουλῆς, κατὰ τὴ διατύπωση τοῦ ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ («Τοῦτό ἐστιν ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοούμενος θεῖος σκοπός, ὃν ὁρίζοντες εἶναί φαμεν, προεπινοούμενον τέλος, οὗ ἕνεκα μὲν πάντα, αὐτὸ δὲ οὐδενὸς ἕνεκα», Πρὸς Θαλάσσιον, ξ΄).

Γνωρίζουμε ὅτι τέσσερα εἶναι τὰ κορυφαῖα γεγονότα μέσῳ τῶν ὁποίων ὁλοκληρώθηκε τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου: ἡ Γέννηση, τὸ Πάθος, ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ἀνάληψη. Τὸ τελευταῖο περιέχει ἐν συμπεράσματι ὅλο τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, δεδομένου ὅτι εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς βρέθηκε πλέον ὁ Χριστὸς ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μάλιστα μὲ ἔμφαση στὴ δικαίωση τῆς ἀνθρωπότητάς του, δεδομένου ὅτι ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ οὐδέποτε ἀπέστη τῆς σχέσης του μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ἑπομένως αὐτὸ ποὺ ἀποκαλύφθηκε μὲ τὴν Ἀνάληψη εἶναι ὅτι ἄνοιξε ὁ δρόμος γιὰ νὰ ἀνέλθει ἕκαστος ἄνθρωπος στὸν τόπο τῆς θεότητας, ἐφ᾽ ὅσον συνδεθεῖ μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, νὰ πραγματοποιηθεῖ δηλαδὴ τὸ μυστήριο τῆς θείας υἱοθεσίας, ὥστε ὁ Πατὴρ τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι καὶ Πατέρας ἑκάστου χριστοποιημένου πιστοῦ.

Ὑπάρχει καὶ ἕνα πέμπτο γεγονὸς ποὺ συνέβαλε στὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας, ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ ὁποῖο παραμένει ἐντὸς τῆς ἱστορίας καὶ ὁδηγεῖ τοὺς πιστοὺς σὲ κοινωνία μὲ τὸν Χριστό, ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε λειτουργικὴ ὁρολογία, «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» (βλ. Στιχηρὸν Ἑσπερινοῦ Πεντηκοστῆς). Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κάνει τὸ ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας, ποὺ ἐπιτελέσθηκε μὲ τὴ δράση τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐπηρεάζει τελεσίδικα τὸ ὑπαρξιακὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, συνδέοντας τὴν κτιστότητά του μὲ τὶς ἐνέργειες τῆς ἄκτιστης θεότητας.

Αὐτὴ ἡ σύνδεση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, ποὺ ὀφείλεται στὴ θεανδρικότητα τοῦ Χριστοῦ, εἰσάγει τὴν προοπτικὴ τῆς αἰωνιότητας ὡς κατάργησης τοῦ θανάτου, τῆς δυνατότητας νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος κοινωνὸς τῆς θείας φύσεως, κατὰ τὴ διατύπωση τοῦ ἀποστόλου Πέτρου: «δι’ ὧν τὰ τίμια ἡμῖν καὶ μέγιστα ἐπαγγέλματα δεδώρηται, ἵνα διὰ τούτων γένησθε θείας κοινωνοὶ φύσεως ἀποφυγόντες τῆς ἐν κόσμῳ ἐν ἐπιθυμίᾳ φθορᾶς» (Β´ Πέτρ. 1,4).

4. Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου

Εἶναι σημαντικὸ νὰ ἔχουμε πάντοτε ἐνώπιόν μας τὴν προοπτικὴ τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου, κατάσταση ποὺ θεωρεῖται ὡς ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, καὶ ποὺ ἐνεργεῖται μὲ τὴ συνεργασία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Αὐτὴ τὴν προοπτικὴ ἀνέδειξε (καὶ ἀναδεικνύει) σχεδὸν ὡς μονοσήμαντη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διατυπώνεται ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο («αὐτὸς [ὁ Υἱὸς] υἱοποίησεν ἡμᾶς τῷ Πατρί, καὶ ἐθεοποίησε τοὺς ἀνθρώπους γενόμενος αὐτὸς ἄνθρωπος. […] γέγονεν ἄνθρωπος, ἵνα μᾶλλον ἡμᾶς θεοποιήσῃ», Κατά Ἀρειανῶν 1, 38 καὶ 39, PG 26, 92B καὶ C), καὶ ὅπως ἐπίσης τονίζουμε στὴ λατρευτική μας παράδοση («Σωματοῦται ὁ Λόγος ἐν μήτρᾳ σου, καὶ δι᾿ εὐσπλαγχνίαν γνωρίζεται ἄνθρωπος, ἵνα Θεὸν τὸν ἄνθρωπον ἀπεργάσηται, Κόρη πανάμωμε», σύμφωνα μὲ τὸ Θεοτοκίο τῆς ³΄ ὠδῆς τῆς 22ας Νοεμβρίου· ἢ: «ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται», σύμφωνα μὲ τὸ Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ).

Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ Θεὸς μᾶς δημιούργησε γιὰ νὰ κοινωνήσουμε μαζί του καὶ νὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς αἰώνιας ζωῆς του, ὥστε νὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ αὐτὸν κατὰ τὴ θέωση ποὺ μᾶς χαρίζει, τονίζοντας ὅτι γι᾽ αὐτὸ τὸν λόγο δημιουργήθηκαν τὰ ὄντα καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῶν ἐνεργειῶν τους («Εἰς τοῦτο γὰρ ἡμᾶς καὶ πεποίηκεν, ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοὶ φύσεως, καὶ τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι· καὶ φανῶμεν αὐτῷ ὅμοιοι κατὰ τὴν ἐκ χάριτος θέωσιν· δι᾿ ἣν πᾶσά τε τῶν ὄντων ἡ σύστασίς ἐστι καὶ ἡ διαμονή, καὶ ἡ τῶν μὴ ὄντων παραγωγὴ καὶ γένεσις», Ἐπιστολὴ δ΄, Πρὸς Κωνσταντῖνον σακελλάριον, PG 91, 609C). [= Γι᾽ αὐτὸ μᾶς δημιούργησε [ὁ Θεός], γιὰ νὰ γίνουμε κοινωνοὶ τῆς θείας φύσεως καὶ μέτοχοι τῆς αἰωνιότητάς του, καὶ νὰ φανοῦμε ὅμοιοι μ᾽ αὐτὸν μὲ τὴν κατὰ χάρη θέωση, γιὰ τὴν ὁποία ἔλαβαν τὰ ὄντα τὴ σύστασή τους καὶ τὴ διατήρηση, ὅπως καὶ γενικῶς ἡ δημιουργία τῶν ὄντων ἀπὸ τὸ μηδέν.]

Ἡ πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς προοπτικῆς ἀναδεικνύει τὸ περιεχόμενο τῆς μέριμνας καὶ τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν ἐνδυνάμωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μᾶς παιδαγωγεῖ καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Καὶ ναὶ μὲν τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ἐνεργεῖ τὴ σωτηρία ἑκάστου πιστοῦ, ὑπόκειται ὅμως ἡ καθολικὴ μέριμνά της γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ὅλης δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἀπὸ καταβολῆς κόσμου θεία ἐπαγγελία τῆς ἀποκατάστασης καὶ τῆς ἐγχρίστωσης ὅλης τῆς κτίσεως, μιᾶς κατάστασης ποὺ ἐγκαινιάσθηκε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ποὺ κατευθύνεται στὴν τελικὴ ἐγκαθίδρυση τῆς θείας Βασιλείας, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ εἶναι «τὰ πάντα ἐν πᾶσι», κατὰ τὴν εὔστοχη διατύπωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσι» (Α´ Κορ. 15,28).

5. Ἡ συμβολὴ τῆς Παναγίας στὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου

Στὴν αὐγὴ τῆς ἱστορίας ὁ Θεὸς ζήτησε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴ συνεργασία γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὴ δημιουργία του, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἀνυψώσει τὸν ἄνθρωπο στὸν τόπο τῆς θεότητας, στὴ θεία ὁμοίωση. Τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπάκουσε στὴ θεία ὑπόδειξη, προτιμώντας νὰ ἀντλήσει ζωὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ἀντὶ νὰ παραμείνει συνδεδεμένος μὲ τὴν πηγὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τὸ λάθος του, διορθώθηκε μὲ τὴν ἐμφάνιση στὴν ὕπαρξη τῆς Παρθένου Μαρίας, ἡ ὁποία ὑπάκουσε στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ νὰ συνεργαστεῖ γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ ἀνθρώπου σὲ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση Θεοῦ. Ὁ ἐρχομὸς στὴν ὕπαρξη τῆς Θεοτόκου ἐντάσσεται στὸ προαιώνιο σχέδιο τῆς θείας βούλησης γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ ὁμόλογο τρόπο μὲ τὸ σχέδιο τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴ συνθήκη καταγράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς σὲ ἕνα ἐγκώμιό του γιὰ τὴν Παναγία, λέγοντας ὅτι: «Σὲ [τὴν Μαριὰμ] προγνοὺς ὁ τῶν ὅλων Θεὸς ἀξίαν, ἠγάπησε, καὶ ἀγαπήσας προώρισε, καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν χρόνων εἰς τὸ εἶναι παρήγαγε» (Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, PG 96, 672D). Καὶ συμπληρώνει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας ὅτι ἡ συμπερασματικὴ ἁγιογραφικὴ διατύπωση ὅτι ὅσα «ἐποίησε» ὁ Δημιουργὸς ἦταν «καλὰ λίαν» (βλ. Γέν. 1,31: «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν»), ἀναφερόταν στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας («Ὥστε ἐξεῖναι εἰπεῖν ὡς ἣν ὁ Θεὸς περὶ αὐτῶν ἐξήνεγκε ψῆφον καλὰ προσειπὼν καὶ καλὰ διαφερόντως εὐφημία τῆς Παρθένου» [= Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ κρίση ποὺ διατύπωσε ὁ Θεὸς λέγοντας ὅτι τὰ δημιουργήματά του εἶναι καλὰ καὶ καλὰ λίαν, ἀποτελοῦσε ἐγκώμιο τῆς Παρθένου] (βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Ἡ Θεομήτωρ, Γ´, Εἰς τὴν πάνδοξον Κοίμησιν τῆς […] Θεοτόκου, Ἔκδοσις […] Εὐαγγελιστρίας Τήνου, Ἀθῆναι 1968, σελ. 168-171).

Ἡ συμφωνία τῆς Θεοτόκου νὰ δεχθεῖ τὴν «ἄνευ σπορᾶς» σάρκωση τοῦ Λόγου, καὶ νὰ τὸν κυοφορήσει, μὲ τὸ «γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου», θεωρεῖται «τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον». Ἡ ἴδια μάλιστα ἔχει πλήρη συνείδηση τοῦ κορυφαίου γεγονότος, ὅπως ἐκφράζεται στὸν χαιρετισμό της πρὸς τὴν Ἐλισάβετ: «Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λουκ. 1,48).

Γνωρίζοντας ὅτι ἡ Παναγία κατὰ τὴ φύση της εἶναι ἀληθὴς ἄνθρωπος, κατὰ πάντα ὅμοια μὲ κάθε ἄνθρωπο, μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ὅτι δι᾽ αὐτῆς μετέχει ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος στὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ἄλλωστε ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος: «Ἀδελφὴ ἡμῶν ἡ Μαρία, ἐπεὶ καὶ πάντες ἐκ τοῦ Ἀδάμ ἐσμεν» (Ἐπιστολὴ πρὸς Ἐπίκτητον Κορίνθου, PG 26, 1061B), καὶ τὸ ἴδιο ἐπιβεβαιώνει ἡ λειτουργική μας παράδοση: α) «Μακαρία σὺ εἶ (εἶσαι) ἄ­χραντε κόρη, Ἀδὰμ τοῦ γηγενοῦς θυγάτηρ», κατὰ τὸ δογματικὸ Θεοτοκίο τοῦ γ´ ἤχου, ἤ: β) «Δεῦτε […] τὴν Παναγίαν Παρθένον καὶ Θεοτόκον ἀνευφημήσωμεν, τῆς ἀνθρωπίνης οὐσίας τὸ χωνευτήριον», κατὰ τὸ ἀνάλογο Θεοτοκίο τοῦ πλ. β´ ἤχου.

Ὀνομάζουμε λοιπὸν τὸν Χριστὸ Νέο Ἀδάμ, γιατὶ ὁ ἴδιος ἐγκαινιάζει μιὰ νέα ἀνθρωπολογία. Εἶναι ἕνας νέος ἄνθρωπος, κατὰ πάντα βέ­βαια ὅμοιος μὲ τὸν παλαιό, χοϊκὸς καὶ αὐτὸς ὅπως ὁ παλαιός, ἀλλὰ ἐγχριστωμένος, ἐνθεωμένος λόγῳ τῆς ὑποστατικῆς ἕνωσης θείας καὶ ἀνθρώπινης φύσης. Καὶ αὐτὸς ὁ Νέος Ἀδὰμ ἀποκαθιστᾶ τὸ ἔργο τοῦ Πατέρα.

Καὶ ὀνομάζουμε τὴν Παναγία Νέα Εὔα, γιατὶ προσήγαγε διὰ τοῦ ἑαυτοῦ της τὸ ἀνθρώπινο γένος γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ ἀπ᾽ ἀρχῆς σκοποῦ τῆς θείας δημιουργίας, τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι δικαιώνεται ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου στὰ πρόσωπα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς Παναγίας.

Μένει νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ὑποθετικὸ ἐρώτημα, ἂν θὰ ἐνσαρκωνόταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀποτύγχανε. Οἱ Πατέρες ἀπαντοῦν, ναί, συμπληρώνοντας ὅτι τότε δὲν θὰ μιλούσαμε γιὰ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου μὲ πρωτοβουλία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γιὰ ἐνθέωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ δικές του ἐνέργειες (ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα καὶ παραμονὴ στὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό). Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις θὰ εἴχαμε ἕνωση τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸ ἄκτιστο στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ. Δὲν εἶ­ναι ἑπομένως αἰτία τῆς ἐνανθρωπήσεως ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου – ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ (ἢ ἡ ἐνθέωση τοῦ ἀνθρώπου) θὰ γινόταν οὕτως ἢ ἄλλως. Αὐτὸ ποὺ διαφέρει εἶναι ὁ τρόπος τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ὑπῆρξε αὐτὸς ὁ τρόπος, ἐπειδὴ ὑπῆρξε ἡ ἀποτυχία.

(Ὁμιλία στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγίου Γεωργίου Κορυδαλλοῦ, 21 Δεκ. 2025)

Δεν υπάρχουν σχόλια: