Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2025

Η επινόηση της αναλογίας 1


Η επινόηση της αναλογίας 1

Μεταφυσική και οντοθεολογία

του
Jean-François Courtine


Εκδόσεις> Φιλοσοφικό Βιβλιοπωλείο J. Vrin 6, Place de la Sorbonne, Paris V

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Οι σκέψεις που ακολουθούν, και των οποίων το πρώτο σημείο εκκίνησης ανάγεται στα χρόνια έρευνας που διεξήχθησαν στο πλαίσιο του Centre Léon Robin (CNRS–Université Paris-Sorbonne, Paris-IV), το οποίο διηύθυνε τότε ο Pierre Aubenque (Εμπλακέντες στη συνέχεια σε άλλα έργα, αναβάλαμε για μεγάλο χρονικό διάστημα την αναδιατύπωση και τη δημοσίευση αυτών των πρώτων αποτελεσμάτων, είτε παρά είτε εξαιτίας της αυξανόμενης επικαιρότητας των μελετών και των μεταφράσεων που είναι αφιερωμένες στους Έλληνες σχολιαστές του Αριστοτέλη – αρκεί να σκεφθεί κανείς τα ερευνητικά εγχειρήματα που άνοιξαν η Ilsetraut Hadot, ο Philippe Hoffmann ή ο Richard Sorabji (βλ. ιδίως τον συλλογικό τόμο Aristotle Transformed. The Ancient Commentators and Their Influence, Λονδίνο, Duckworth, 1990, καθώς και τη σειρά Ancient Commentators on Aristotle, που εκδίδεται υπό την επιμέλειά του από το 1989 – σαράντα τέσσερις τόμοι έχουν ήδη κυκλοφορήσει), καθώς και πολύ πρόσφατα τους τρεις τόμους The Philosophy of the Commentators, 200–600 AD. A Sourcebook, Cornell University Press, 2005). Όμως αυτό οφείλεται επίσης στο ότι αυτή η έρευνα αποτελούσε, στα μάτια μας, μόνον ένα στοιχείο ενός ευρύτερου συνόλου, το οποίο περιλάμβανε τόσο τη μελέτη της μετάβασης της αραβο-μουσουλμανικής μεταφυσικής στον λατινικό Μεσαίωνα του 13ου αιώνα – στο σημείο αυτό οφείλουμε στον Alain de Libera πολλές ουσιώδεις υποδείξεις – όσο και τη μελέτη των πρώτων αντιπαραθέσεων στη θωμιστική σχολή, που έχουν καλλιεργηθεί ιδιαιτέρως από τους Stephen F. Brown και Franco Riva.), δεν αποσκοπούν ούτε στο να προτείνουν μια δήθεν εξαντλητική ιστορία ενός δόγματος σταθεροποιημένου και άμεσα αναγνωρίσιμου ως τέτοιου, ούτε στην συστηματική έκθεση μιας δομής ή μιας αρχής σκέψης υπεριστορικού χαρακτήρα. Ο Hampus Lyttkens έχει, κατά μία έννοια, προσφέρει τη μέχρι σήμερα πληρέστερη ιστορική μελέτη, ακόμη κι αν το έργο του δεν επικεντρώνεται ποτέ άμεσα στη στενά οντολογική όψη αυτού του δόγματος (Hampus Lyttkens, The Analogy between God and the World. An Investigation of its Background and Interpretation of its Use by Thomas of Aquino, Uppsala 1952.). Ο Erich Przywara (E. Przywara, Analogia entis. Metaphysik. Ur-Struktur und All-Rhythmus, Schriften, τόμος III, Einsiedeln, Johannes-Verlag, 1962. Ο Ph. Secrétan πρότεινε μια ηρωική – πλην δυστυχώς μερική – γαλλική μετάφραση στις Presses universitaires de France το 1990. Η ομοιόμορφα κυριολεκτική επιλογή του μεταφραστή καθιστά την πρόσβαση στο κείμενο εξαιρετικά δύσκολη για κάθε αναγνώστη που θα το προσέγγιζε άμεσα… μέσω της γαλλικής έκδοσης. Ας επισημάνουμε, παρεμπιπτόντως, ότι δεν μας φαίνεται καθόλου τυχαίο το γεγονός πως δύο μεγάλα σύγχρονα κείμενα, η πρώτη εκδοχή (1932) της Analogia entis και το Einführung in die Metaphysik (μάθημα που δόθηκε στο Fribourg το 1935), βρήκαν μεταφραστές παθιασμένα ενδιαφερόμενους, σε σημείο να προτείνουν εκδοχές κυριολεκτικά… δυσανάγνωστες.) μπορεί ασφαλώς να θεωρηθεί ο πλέον εμπνευσμένος εκπρόσωπος αυτής της δεύτερης παράδοσης, της οποίας το αξεπέραστο επίτευγμα υπήρξε το ότι διέλυσε την απατηλή εξίσωση που ταυτίζει τον θωμισμό με την κατάφαση της αναλογίας του είναι (Ως υποδειγματικό εκπρόσωπο μιας τέτοιας θέσης, αρκεί να αναφέρουμε τον P. Gallius M. Manser, Das Wesen des Thomismus, Fribourg, F. Rütschi Verlag, 1935².), και κυρίως το ότι αποσύνδεσε τις σχολαστικές διατυπώσεις της αναλογίας, στα διάφορα ιστορικώς συγκροτημένα συστήματα, από την αρχή ή τον ρυθμό της εσωτερικής τους κίνησης. Από τη στιγμή αυτή ήταν, στα μάτια μας, θεμιτό και αναγκαίο να αναρωτηθούμε για το θεμέλιο της analogia entis και να επιχειρήσουμε να γράψουμε την ιστορία της, ή μάλλον την αρχαιολογία της, στο μέτρο που αυτή διαπλέκεται, συχνά μάλιστα μέχρι συγχύσεως, με την ιστορία της μεταφυσικής.

Είναι αναμφίβολα «με και εναντίον» του Przywara που ο Heidegger, όπως θα δούμε στο πρώτο μέρος της παρούσας μελέτης, επιδόθηκε στο να σκεφθεί από κοινού, με κριτικό τρόπο, αυτό που λίγο αργότερα θα ονομάσει οντοθεολογική συγκρότηση της μεταφυσικής και αναλογικότητα του Είναι. Το ότι αυτή η σύζευξη, την οποία ο Heidegger ανάγει κλασικά στον Αριστοτέλης, οδήγησε στο να εγκλωβιστεί το ερώτημα περί του νοήματος του Είναι στο πιο αμετάκλητο από τα αδιέξοδα (Βλ. σχετικά τη καλά τεκμηριωμένη μελέτη του Antonello d’Angelo, «La critica heideggeriana dell’analogia», La Cultura, 1989 (27), σ. 276–343.), αυτό ακριβώς προγραμματίζει πολύ νωρίς το σχέδιο — το οποίο, σε έναν καιρό γενικευμένης αποκατάστασης, είναι ίσως αναγκαίο να επαναφέρουμε στην ύψιστη αξίωσή του και στους κινδύνους που αναλαμβάνει — της υπέρβασης της μεταφυσικής, με οδηγό μια destruction που δεν θα παραιτηθούμε από το να χαρακτηρίσουμε φαινομενολογική, και η οποία αποσκοπεί πρωτίστως στο να ανακτήσει, μέσα στην πλούσια αφθονία της, την αμετάκλητη πολλαπλότητα των σημασιών του Είναι (Από εδώ μπορούμε να υιοθετήσουμε τη δηλωμένη πρόθεση του Frédéric Nef, στη μνημειώδη σύνθεσή του Qu’est-ce que la métaphysique?, Paris, Gallimard, 2004, σ. 16: «Το βιβλίο αυτό δείχνει ότι το ερώτημα της μεταφυσικής, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η οντολογία, δεν είναι το Είναι, όπως θα ήθελε μια πρόχειρη ετυμολογία, αλλά ένα δίκτυο εννοιών: το δυνατό, η ουσία, το αντικείμενο, το συμβάν…». Για να το πράξουμε αυτό, μας φάνηκε ωστόσο χρήσιμο να επιστρέψουμε στην «ανεύρετη οντοθεολογία», της οποίας είχαμε άλλοτε επιχειρήσει μια πρώτη αρχαιολογία («φασματική ανατομία»;), και κυρίως να ανιχνεύσουμε εκ νέου την ιστορία ή την αρχαιολογία της, στο μέτρο μιας σκέψης για τις σημασίες του είναι και την δυνατή/αδύνατη αναλογική ενοποίησή τους. Από την Ιωνία στην Iéna, έλεγε ο άλλος. Από το Sydney ή την Canberra προς…;).

Είναι όμως εντελώς διαφορετικό ζήτημα το αν ο ίδιος ο Heidegger παρέμεινε έως τέλους πιστός στην αναμφίβολα δαπανηρή απαίτηση να σκεφθεί μια τέτοια αμετάκλητη πολυσημία, ή αν, αντίθετα, χρειάστηκε να αλλάξει πεδίο…

Όποια κι αν είναι η απάντηση στο τελευταίο αυτό σημείο, ο παρών μας σκοπός —ο οποίος, με τον τρόπο αυτό, προσφέρει μια ματιά σε μιαν άλλη όψη μιας προηγούμενης εργασίας αφιερωμένης στην ιστορικοποίηση του συστήματος της μεταφυσικής, πριν ακόμη, θα μπορούσε να πει κανείς, από την υποτιθέμενη οντοθεολογική της δομή (Suárez et le système de la métaphysique, Épiméthée, Paris, PUF, 1990. Βλ. επίσης, στο θεματικό τεύχος της Revue Thomiste, Saint Thomas et l’onto-théologie (τ. XCI, 1, 1995), τις εξαιρετικές συμβολές του Olivier Boulnois, Quand commence l’ontothéologie? Aristote, Thomas d’Aquin et Duns Scot, και του Jean-Luc Marion, Saint Thomas d’Aquin et l’onto-théologie· να συμπληρωθούν από τον Olivier Boulnois, Heidegger, l’ontothéologie et les structures médiévales de la métaphysique, στο Quaestio, Annuario di storia della metafisica (C. Esposito και P. Porro (εκδ.)), 1, 2001, Heidegger e i medievali, Brepols, σ. 379–406.), προκειμένου να προσδιορισθούν όσο το δυνατόν ακριβέστερα ο τόπος γένεσής της και οι συνθήκες δυνατότητάς της— δεν αποβλέπει εδώ παρά στο να φωτίσει τη συναρθρωμένη επεξεργασία μιας σειράς ενεργών ερμηνειών, μέσα σε πλατωνίζον και νεοπλατωνικό κλίμα, τόσο του αριστοτελικού μεταφυσικού εγχειρήματος όσο και της αναλογίζουσας, δηλαδή πάντοτε ενοποιητικής, έως και ενιαίας, ερμηνείας του είναι που αυτό συνεπάγεται.

Η inventio analogiae, στο μέτρο που επηρεάζει άμεσα το Είναι, τις πολλαπλές σημασίες του και το καθεστώς του, αναδύεται έτσι μέσα από μια ιδιότυπη ιστορία μακράς διάρκειας, στην οποία λαμβάνονται δογματικές αποφάσεις βαρύνουσας σημασίας, τις περισσότερες φορές με εντελώς αφανή τρόπο, στο πλαίσιο του πιο σχολαστικού σχολιασμού, ή ακόμη μέσω συμβάντων —στην πραγματικότητα ποτέ απολύτως τυχαίων— της μετάφρασης, όπου συμπλέκονται φιλοσοφικά διακυβεύματα και ετερόκλητες θεολογικές παραδόσεις. Πρόκειται λοιπόν για μια αργή, ακόμη και υπόγεια ιστορία, την οποία είναι ίσως προτιμότερο να ονομάσουμε προϊστορία ή, καλύτερα, αρχαιολογία (Αυτός είναι ο τίτλος που επέλεξε πολύ εύστοχα ο Joël Lonfat στην εξαιρετική συνθετική του μελέτη, Archéologie de la notion d’analogie, d’Aristote à saint Thomas d’Aquin, στο Archives d’Histoire Littéraire et Doctrinale du Moyen Âge (AHDLMA, 171, 2004, σ. 35–107). Θα υιοθετούσαμε πρόθυμα εδώ τις καταληκτικές παρατηρήσεις του Alain de Libera: «Είναι μέσω ενός ορισμένου τύπου λεπτής αρχαιολογίας, απελευθερωμένης από τον ορίζοντα της οντο-θεολογίας, που θεωρώ, σε κάθε περίπτωση, δυνατό να προσεγγισθεί με τρόπο αληθινά ιστορικό η πολλαπλότητα των μεσαιωνικών μεταφυσικών, ενώ ταυτόχρονα ρίχνεται μια γέφυρα ανάμεσα στις μεταφυσικές του χθες και του σήμερα», στο La métaphysique, son histoire, sa critique, ses enjeux, J.-M. Narbonne και L. Langlois (εκδ.), «Zétésis», Paris–Laval, Vrin–PUL, 1999, σ. 181.): από εκείνες, σε κάθε περίπτωση, που αναγνωρίζονται ως τέτοιες μόνον εκ των υστέρων.

Η ιστορία της αναλογίας του Είναι —και αυτό αποτελεί επίσης ένα σχεδόν αδιαμφισβήτητο σημάδι της βαθιάς της ρίζωσης, ή μάλλον του ρυθμού της, στο ίδιο το θεμέλιο της μεταφυσικής— παρουσιάζει το παράδοξο πρόσωπο μιας διδασκαλίας που διαμορφώνεται ανώνυμα, βρίσκει πιθανότατα το αξεπέραστο σημείο ισορροπίας της στο ασταθές και μη κλειστό πλαίσιο της λεγόμενης θωμιστικής σύνθεσης, προτού εκραγεί στο φως της δημοσιότητας, καταλαμβάνοντας το προσκήνιο μέσα από ατέρμονες και συχνά κοπιώδεις διαμάχες, πρώτα στο εσωτερικό της θωμιστικής σχολής και κατόπιν απέναντι στους σκοτιστές, με τον καθένα να προσπαθεί να δώσει την ισχυρότερη διατύπωση της θέσης περί της ενότητας της έννοιας του είναι. Παρά —ή εξαιτίας— του πολλαπλασιασμού των συζητήσεων, από τις αρχές του 14ου έως το τέλος του 15ου αιώνα, αυτή είναι αναμφίβολα και η περίοδος κατά την οποία η analogia entis παύει να εμφανίζεται ως ζωντανό διακύβευμα, στο κατώφλι της κλασικής εποχής, να σημαδεύει τον ρυθμό της εσωτερικής κίνησης των συστημάτων, έως ότου εξαφανισθεί με την οριστική επικράτηση της σκοτιστικής destructio, την οποία έχει αναδείξει με σαφήνεια ο Olivier Boulnois (Olivier Boulnois, «La destruction de l’analogie et l’instauration de la métaphysique», στο Duns Scot, Sur la connaissance de Dieu et l’univocité de l’étant, Εισαγωγή, μετάφραση και σχολιασμός, «Épiméthée», Paris, PUF, 1988, σ. 11–81. Βλ. επίσης, του ίδιου συγγραφέα, «Analogie et univocité selon Duns Scot: la double destruction», στο Les Études Philosophiques, 1989 (3–4), σ. 347–369.).

Η γενική προοπτική και οι προϋποθέσεις αυτής της εργασίας υπαγόρευσαν και τη μέθοδό της: να επιχειρηθεί το άνοιγμα της μακράς διάρκειας μέσω μιας σειράς δογματικών τομών μάλλον παρά μέσω μιας ιστορίας των ιδεών, να προτιμηθεί η ιστοριακότητα έναντι της ιστορικότητας, να πραγματοποιηθούν τομές-διερευνητικές βολές, και να δοθεί προτεραιότητα —με τον κίνδυνο μικρολογικών αναλύσεων— στα κείμενα εκείνα που είναι ικανά να αποκαλύψουν τις ερμηνευτικές αποφάσεις ή τις δογματικές καμπές μεγάλης εμβέλειας.

ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΘΛΙΒΕΡΗ ΚΑΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΔΙΑ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ ΚΑΘΟΤΙ ΟΛΕΣ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΠΕΡΙΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ ΘΕΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΡΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΠΤΥΣΤΗ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΚΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: