Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Άγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος - Βίβλος των ηθικών (9)

  Συνέχεια από: Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

Ηθικός Λόγος Α'

θ. Στο ρητό του Ευαγγελίου: "είναι όμοια η βασιλεία των ουρανών με ένα βασιλιά". Και ποιος είναι ο μυστικός γάμος του Θεού.

1. «Ομοιώθηκε», λέγει, «η βασιλεία των ουρανών με βασιλέα, ο οποίος επραγματοποίησε γάμους για τον υιό του και εκάλεσε πολλούς»· για ποιον άλλον έκαμε τους γάμους, εάν όχι γι’ αυτόν τον μονογενή του Υιό και Θεό, τον Κύριό μας Ιησού τον Χριστό;

Με ποιον άραγε ή ποιου βασιλέως καταδέχθηκε ο Δεσπότης και Κύριος των πάντων να κάνει το συνάλλαγμα της μνηστείας; Πράγματι, ο καθένας από εμάς τους ανθρώπους, επιθυμώντας να οδηγήσει νύμφη στον υιό του, σπεύδει να λάβει νύμφη την θυγατέρα του περιφανεστέρου και ενδοξοτέρου και πλουσιωτέρου.

Ο Θεός λοιπόν ποιον θα εύρει έστω και ίσον ακόμη με τον εαυτό του, ώστε από αυτόν να οδηγήσει την νύμφη στον εαυτό του; Περί αυτού λέγει ο προφήτης: «αυτός κατέχει στο χέρι του τον γύρο της γης και τους κατοίκους της ως ακρίδες». Και άλλος· «είναι ο Θεός ο αιώνιος που κατασκεύασε τα άκρα της γης»· και που δεν εθεμελίωσε σε τίποτε τους στύλους της».

Και ο Δαβίδ λέγει, «είναι αυτός που επιβλέπει επάνω στην γη και την κάνει να τρέμει». Αυτός λοιπόν που είναι τόσο μεγάλος, ας σκεφθούμε τίνος άραγε θυγατέρα επήρε νύμφη και έκαμε γάμους με τον υιό του.

Θέλετε να μάθετε τινος;

Αλλά εκπλήσσει τον λογισμό μου το μέγεθος της συγκαταβάσεως και θέλω βέβαια να το ειπώ, αλλά φρίττω· παίρνοντας όμως θάρρος από την αγαθότητά του θα ειπούμε αυτά εδώ. Την θυγατέρα κάποιου που συγκρούσθηκε μαζί του και διέπραξε μοιχεία και φόνο, δηλαδή ενός μοιχού και φονέως, αυτήν οδήγησε ως νύμφη για τον εαυτό του.

2. Είδες τι ασύγκριτη και ανέκφραστη αγαθότητα και συγκατάβαση; Είδες τι υπερβολική φιλανθρωπία; Είδες τι μέγεθος αγάπης και χρηστότητας; Μάθε λοιπόν, παρακαλώ, από εδώ, ο καθένας που υπερηφανεύεται για τον εαυτό του, να ταπεινώνεσαι και να μετριοφρονείς και ποτέ να μη υπερηφανεύεσαι σε κάποιον, κι αν ακόμη είσαι ο βασιλικώτατος όλων των βασιλέων ή ο περιφανέστερος των αρχόντων, ή ο πλουσιώτερος όλων των πλουσίων, βλέποντας τον Δεσπότη και Κύριο των πάντων, τον άγιο των αγίων, τον μακάριο Θεό και μόνον δυνάστη, ο οποίος κατοικεί σε απρόσιτο και ανεκλάλητο φως, που έδειξε τέτοια συγκατάβαση και που οδήγησε νύμφη στον μονογενή του Υιό από κάποιον που συγκρούσθηκε μαζί του, τον αόρατο, τον ακατάληπτο, τον ανεξιχνίαστο, τον ποιητή, τον δημιουργό των πάντων, για σένα και την δική σου σωτηρία.

Ποιος είναι λοιπόν αυτός που διέπραξε τον φόνο και την μοιχεία, του οποίου την θυγατέρα επέλεξε ο Θεός ως νύμφη για τον εαυτό του; Ο Δαβίδ του Ιεσσαί, ο οποίος και τον Ουρία εφόνευσε και εμοίχευσε την γυναίκα του.

Αυτού λοιπόν την θυγατέρα, την Μαρία την υπεράμωμη, την υπέραγνη και αγνή παρθένο, οδήγησε ως νύμφη. Και την λέγω αυτήν υπέραγνη και υπεράμωμη σε σχέση μ’ εμάς και τους τότε ανθρώπους, συγκρίνοντας αυτήν μ’ εκείνους και μ’ εμάς τους δούλους της· ως προς τον νυμφίο της όμως και τον Πατέρα εκείνου, είναι άνθρωπος βέβαια, αγία όμως και υπεραγία, καθαρώτατη και άχραντη περισσότερο από όλους τους ανθρώπους όλων των γενεών.

Αυτήν λοιπόν οδήγησε νύμφη κι έκαμε γάμους για τον υιό του. Με ποιον τρόπο; Άκουσε προσεκτικά.

3. Ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μας Ιησού Χριστού έστειλε από το άγιο ύψος του έναν από τους δούλους του, τον Γαβριήλ, δηλαδή τον αρχάγγελο, και μηνύει στην Παρθένο το Χαίρε· αυτός, αφού κατήλθε, διακονεί το μυστήριο στην Παρθένο και της λέγει, «χαίρε, χαριτωμένη, ο Κύριος μαζί σου».

Και μαζί με τον λόγο ο ενυπόστατος και ομοούσιος και συναΐδιος Λόγος του Θεού και Πατρός εισήλθε όλος στην γαστέρα της κόρης· με την έλευση και συνεργία του ομοουσίου του Πνεύματος ανέλαβε λογική και έμψυχη σάρκα (σάρκα με νου και ψυχή) από τα αγνά αίματα αυτής κι έγινε άνθρωπος.

Αυτή λοιπόν είναι η ανέκφραστη συνουσία κι αυτός είναι ο μυστικός γάμος του Θεού, κι έτσι έγινε η συναλλαγή του Θεού προς τους ανθρώπους· ενώθηκε δηλαδή ασυγχύτως με την φθαρτή και πτωχή ουσία και φύση μας αυτός που είναι υπέρ φύσιν και υπερούσιος.

Συνέλαβε λοιπόν η Παρθένος κι εγέννησε παραδόξως από δύο φύσεις, την θεότητα και την ανθρωπότητα, έναν υιό, τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, χωρίς να διαφθείρει την παρθενία της και χωρίς να χωρισθεί ο κόλπος από τον  πατρικό.

4. Αλλ’ όμως από αυτό εδώ το ευαγγελικό χωρίο η χάρις μου δίδει να κατανοήσω και κάτι άλλο να το ειπώ, αυτό δηλαδή που πάντοτε γίνεται μυστικώς και σ’ όλους τους υιούς του φωτός. Γιατί δηλαδή δεν είπε, ‘επραγματοποίησε γάμο με τον υιό του’ αλλά «γάμους»;

Εδώ, παρακαλώ, ευρίσκεται το καινό νόημα. Γιατί; Επειδή στον καθένα από τους πιστούς και υιούς της ημέρας τελείται πάντοτε παραπλησίως και απαραλλάκτως ο ίδιος γάμος. Πως και με ποιόν τρόπο;

Ο Θεός ενώνεται μαζί μας σε υπεράμωμο και υπέραγνο γάμο, και τελεί κάτι ανώτερο της δυνάμεώς μας.

Τι είναι λοιπόν αυτό; Άκουε με σύνεση.

Απόσπασμα από τον λόγο του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου «Βίβλος των ηθικών», Λόγοι Α-Στ’, σε εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση της Θεολόγου Αικατερίνας Γκόλτσου. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο, το «Βυζάντιον», «Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1988.

Το πρωτότυπο κείμενο

θ΄. Εἰς τό ῥητόν τοῦ Εὐαγγελίου· “Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βασιλεῖ”. Καί τίς ἐστιν ὁ γάμος ὁ μυστικός τοῦ Θεοῦ.

Εἰς τιμήν καί μνήμην τοῦ ἀξιομακαρίστου Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος κυροῦ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

                                                     Ὁ πρώην μακαριστὸς Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων κ. Κωνσταντίνος

Σεβασμιωτάτου  Μητροπολίτου Κυθήρων & Ἀντικυθήρων κ.ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Εἰς τιμήν καί μνήμην τοῦ ἀξιομακαρίστου Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος κυροῦ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

                                   [Ἐπιμνημόσυνος λόγος εἰς τόν Ἱερόν Μητροπολιτικόν Ναόν
                                            Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου Λεβαδείας (16-3-2025)]
                              «Τό σῶμα αὐτοῦ ἐν εἰρήνῃ ἐτάφη, τό δέ ὄνομα αὐτοῦ ζῆ εἰς γενεάς,
                                 σοφίαν αὐτοῦ διηγήσονται λαοί καί τόν ἔπαινον ἐξαγγέλει                                                                                            Ἐκκλησία»
                                                            (Σοφία Σειράχ, μθ ́ 14-15)
                              Σεβασμιώτατε καί σεπτέ Ποιμενάρχα τῆς Θεοσώστου ταύτης
                                                             Ἐπαρχίας κ. Γεώργιε,
                                       Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Γουϊνέας κ. Γεώργιε,

Ἅγιοι Πατέρες καί Ἀδελφοί,

Εὐλαβεῖς Χριστιανοί,

Κατά τήν δεύτερη σημερινή Κυριακή τῶν Νηστειῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁπότε ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία τιμᾶ καί γεραίρει «τόν θεμελιωτή τοῦ θεολογικοῦ ἡσυχασμοῦ, τήν μεγαλύτερη θεολογική προσωπικότητα τῆς ὑστεροβυζαντινῆς περιόδου», τόν μέγαν ἀσκητήν καί ἡσυχαστήν Ἅγιον Γρηγόριον Ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τόν Παλαμᾶν, ὁ ὁποῖος «δι’ ἄκρας ἡσυχίας ἐχρημάτισε θεοειδέστατον ἔσοπτρον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀνελθών εἰς τό ἀκρότατον ὕψος τῆς κατά Θεόν ἀσκητικῆς πράξεως καί θεωρίας», κατ' αὐτήν, λοιπόν, τήν εὔσημον ἑορτήν τοῦ θεοπτικοῦ αὐτοῦ καί νηπτικοῦ Ἱεράρχου ἐπιτελοῦμε, συνήθως, κατ' ἔτος τό ἱερόν μνημόσυνον τοῦ πρό 18ετίας ἐκδημήσαντος πρός Κύριον φιλαρέτου, φιλαγίου καί μαρτυρικοῦ Ἐπισκόπου Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων κυροῦ Κωνσταντίνου.

Καί δέν εἶναι αὐτό συμπτωματικό, ἀλλά οἰκονομία τῆς Θείας Προνοίας. Γιατί ὁ ἀείμνηστος Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος μέ τήν ἀφιερωμένη κατά πάντα στόν Θεό ἐνάρετη ζωή καί πολιτεία του, μέ τό ἀγωνιστικό καί ἐκκλησιαστικό του φρόνημα, μέ τήν θυσιαστική του ἀγάπη στόν Χριστό καί τήν Ἁγία Του Ἐκκλησία καί μέ τούς κραταιούς καί ἰσόβιους ἀγῶνες του γιά τήν ἐκλεκτή Νύμφη τοῦ Χριστοῦ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τήν Πατρίδα, καθώς σέ ὅλη του τήν ζωή ὑπῆρξε μιμητής τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων μας, ἔχει κοινά σημεῖα μέ τόν τιμώμενο σήμερα Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, παρ’ ὅτι ἦταν γόνος εὐγενοῦς καί εὐσεβοῦς οἰκογενείας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀνετράφη κατά τά πρῶτα του ἔτη στά αὐτοκρατορικά ἀνάκτορα ἐπί Ἀνδρόνικου Β ́ τοῦ Παλαιολόγου, περιφρόνησε τά ὑψηλά ἀξιώματα, γιά τά ὁποῖα τόν προόριζαν οἱ ἀγαπῶντες αὐτόν καί μετανάστευσε ἀπό τήν πατρίδα του στό Ἅγιον Ὄρος. Ἀργότερα ἐμόνασε στή Σκήτη τῆς Βεροίας καί ἀνεδείχθηκε μέγας ἀσκητικός καί νηπτικός Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας μέ πλούσια ἀσκητικά συγγράμματα.

Διακρίθηκε ὁ θεῖος Γρηγόριος στόν ἀγώνα τῶν Ὀρθοδόξων κατά τοῦ αἱρεσιάρχου Καλαβροῦ Μοναχοῦ Βαρλαάμ, διακηρύξας ὅτι τούς Ὀρθοδόξους χωρίζουν ἀπό τούς Λατίνους οὐσιώδεις διαφορές καί ὄχι ἀσήμαντα πράγματα ἤ ὀνόματα. Τίς θεολογικές ἀντιθέσεις καί διαφορές ἐνέτεινε ἀργότερα ἡ διαφωνία τῶν ἡσυχαστῶν μέ τούς ἀντιησυχαστάς γιά τήν ἀσκητική μέθοδο. Τότε ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἐκπροσωπώντας τούς ἡσυχαστάς, μετέβη στή Θεσσαλονίκη καί στήν Κωνσταντινούπολι γιά τήν ὑποστήριξι τῶν νηπτικῶν καί ἀσκητικῶν θέσεών του, οἱ ὁποῖες ἐπικυρώθηκαν ἀπό τήν διπλή στήν Κωνσταντινούπολι Σύνοδο τοῦ 1341.

Στή δεύτερη φάσι τῆς ἡσυχαστικῆς ἔριδος βρίσκονταν στή φυλακή τόν περισσότερο καιρό καί πολεμοῦσε θεολογικά τούς ἀντιησυχαστάς, ἐνῶ στήν τρίτη φάσι ἐξελέγη Θείᾳ Προνοίᾳ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, χωρίς νά σταματήση καί τότε τόν θεολογικό ἀντιαιρετικό του ἀγώνα. Ἡ μεγάλη δραστηριότητα του στούς ὑπέρ τῆς ἀληθείας καί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀγῶνας ἐστοίχισε στόν ἅγιο αὐτό ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας μεταξύ ἄλλων καί μιά αἰχμαλωσία ἀπό Τούρκους πειρατάς.

Ἐρχόμενοι τώρα στή μορφή, τήν ζωή καί τήν διακονία, τοῦ ἀξιομακαρίστου Ἐπισκόπου Θεσσαλιώτιδος κυροῦ Κωνσταντίνου καί κάνοντας συσχετισμό μέ τά προλεχθέντα γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, παρατηροῦμε τά ἑξῆς:

Ἀπό πτωχή πολύτεκνη οἰκογένεια τῶν Δουμενῶν τῶν Καλαβρύτων κατάγονταν ὁ ἀείμνηστος Ἱεράρχης. Στήν Πάτρα συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν πρόσφατα ἀνακηρυχθέντα ἅγιο Γερβάσιο (Παρασκευόπουλο) καί μέ τό πνευματικό του περιβάλλον. Ἐφοίτησε ἐργαζόμενος σέ Νυκτερινό Γυμνάσιο τῶν Πατρῶν καί ἀργότερα στή Θεολογική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν, διαμένοντας σέ ἕνα ἄτυπο φοιτητικό οἰκοτροφείου ἑνός εὐσεβοῦς Χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε Ἁγιορείτης Μοναχός καί ἐκοιμήθη ὁσιακά στό Ἅγιον Ὄρος.

Αὐτό τό Οἰκοτροφεῖο ἀνέδειξε καί ἄλλους Ἀρχιερεῖς. Μετά τήν στρατιωτική του θητεία ὑπηρέτησε ἐνζήλως σέ διάφορες Ἱερές Μητροπόλεις, καί τελευταῖα στή Θεόσωστη αὐτή Ἐπαρχία Θηβῶν καί Λεβαδείας, ὡς λαϊκός ἀρχικά καί κατόπιν ὡς Κληρικός Ἱεροκήρυξ.

Ἁπλοῦς, ταπεινός, ἀνεπιτήδευτος, ἀσκητικός, ἀφοσιωμένος ὁλοκληρωτικά στό πνευματικό, ποιμαντικό καί ἱεραποστολικό ἔργο τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας «ἀπό φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός» καί ἀπό νυκτός ἕως πρωΐας συνήθως, ἐπετέλεσε ἀθόρυβα, δημιουργικά καί ἀποδοτικά σέ πνευματική καρποφορία καί ἔργα Χριστιανικῆς Πίστεως καί ἀγάπης τήν Ἱεροκηρυκτική του διακονία.

Ἀναδειχθείς δέ παρ’ ἐλπίδα, ἐν ἀγνοίᾳ του καί χωρίς νά τό ἐπιδιώξει, Ἀρχιερεύς τοῦ Χριστοῦ καί Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων, παρέδωκε καί ἐδῶ ὁλοκληρωτικά, ἄνευ ὅρων καί ὁρίων, τόν ἑαυτό του στήν διακονία καί διαποίμανσι τῆς λαχούσης αὐτῷ Θεοσώστου Ἐπισκοπῆς. Κυριολεκτικά «οὐκ ἔδωκε ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ καί ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις αὐτοῦ». Ἄγρυπνος, ἄοκνος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάβλητος, ἀεικίνητος, ὁλοπρόθυμος, ἀνυποχώρητος καί χαλκέντερος εἶναι οἱ χαρακτηρισμοί, πού τοῦ ταιριάζουν. Καί ὄχι μόνον αὐτοί. Καί, κατά τό Εὐαγγελικόν λόγιον, «ὁ ἑωρακώς μεμαρτύρηκε καί ἀληθινή ἐστίν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ».

Πέρα τούτων, θά ἀρκεσθῶ διά τό περιορισμένο τοῦ χρόνου τοῦ Θείου Κηρύγματος, στή μαρτυρία ἑνός ἐφήβου τότε καί νῦν καταξιωμένου Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Γεωργίου Κρουσταλάκη, πνευματικοῦ τέκνου τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου, τοῦ ὁποίου τό ἄριστο σύγγραμμα θά παρουσιασθῆ σήμερα σέ εἰδική τελετή στό φιλανθρωπικό Ἵδρυμα τῆς Ἁγίας Ταβιθᾶ τῆς πόλεως αὐτῆς.

Γράφει ὁ προσφιλέστατος ἐλλογιμώτατος κ. Καθηγητής στό περισπούδαστο ἔργο του «Ὁ Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντῖνος, Πνευματικός Πατέρας καί Παιδαγωγός»: «Σ’ ἕνα δεύτερο ἐπίπεδο προσπαθοῦμε νά ὁρίσουμε ἐννοιολογικά καί νά κατανοήσουμε πληρέστερα τήν ἱεραποστολική λειτουργία τοῦ πατρός Κωνσταντίνου, ὅπως αὐτή διαγράφεται μέσα στή θυσιαστική ἀφιέρωσή του στή ζωή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Μέ ἰδιαίτερη συγκίνηση μελετᾶμε τήν παιδαγωγοῦσα διακονία τοῦ σεβάσμιου Γέροντα μας ὡς Πνευματικοῦ Πατέρα τῶν νέων κυρίως ἀνθρώπων, στήν κεφαλαιώδους σημασίας περίοδο τοῦ Ἐπισκοπικοῦ του Γολγοθᾶ.

»Ὁ π. Κωνσταντῖνος ἦταν ἕνας Ἀποστολικός Μοναχός. Ἦταν Ἐπίσκοπος ἐπιφανής, ἀλλά εἶχε συνείδηση Μοναχοῦ καί ἔζησε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του ὡς ἀφανής καί ἁπλός Μοναχός. Ὁ Χριστοκεντρικός του στοχασμός τόν ὁδήγησε στίς πηγές τῆς ἀσκητικῆς παράδοσης καί στή Θεολογία τῶν Νηπτικῶν Πατέρων...»

Καί σέ ἄλλο σημεῖο γράφει ὁ σεβαστός καθηγητής: «τέτοιο πρότυπο συμβούλου, κυρίως τῶν νέων ἀνθρώπων, ὑπῆρξε ὁ πατήρ Κωνσταντῖνος.

Ἦταν μιά ἱερή φυσιογνωμία, πού λειτουργοῦσε τή θεία πατρική σχέση μέ τά πνευματικά του παιδιά, μέ λεπτότητα καί διάκριση, κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Κοινότητας. Μέ τήν πνευματική καθοδήγηση, δηλαδή μέ τρόπο μυστικό καί πνευματικό, συνέβαλε σύμφωνα μέ τήν πατερική ἐμπειρία στή «γέννηση» καί «ἀναγέννηση» τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν διά τοῦ Εὐαγγελίου».

Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα κ. Γεώργιε,
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Ὅσοι ἔχουμε μελετήσει τά τοῦ βίου καί τῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί ἱερά του συγγράμματα βλέπουμε νά ὑπάρχουν ὁμοιότητες ὡς πρός τήν διακονία τῆς Πνευματικῆς Πατρότητος καί τῆς παιδαγωγικῆς μεθόδου τοῦ Ἁγίου Πατρός μέ τόν ἀλησμόνητο Ἱεράρχη Κωνσταντῖνο.

Ἐκεῖνο, ὅμως, πού ἰδιαίτερα τούς συνδέει εἶναι ὁ ὑπέρ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί τῆς Ἁγιωτάτης Αὐτοῦ Ἐκκλησίας διωγμός καί ἡ κακοπάθεια ὑπέρ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Εἴδαμε προηγουμένως ὅτι ὁ θεῖος Γρηγόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, φυλακίστηκε γιά τήν Ὀρθόδοξη Πίστι καί Παράδοσι καί αἰχμαλωτίστηκε ἀπό Τούρκους πειρατές.

Καί ὁ ἀξιομακάριστος καί ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος κατέστη ὑπερόριος, δηλαδή ἐξόριστος, ὄχι δύο καί τρία, ἀλλά 33 ὁλόκληρα χρόνια, μακριά ἀπό τό προσφιλέστατο ποίμνιό του «ἕνεκεν ἀληθείας καί δικαιοσύνης», δυνάμει νόμων -συντακτικῶν πράξεων τοῦ δικτατορικοῦ καθεστῶτος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Καί ὅμως δέν ἐκάμφθη, δέν ἐλύγισε, δέν ὀπισθοχώρησε καί δέν παρεσπόνδησε. Τόν τόπο τῆς ἐξορίας του, τόν μετέβαλε σέ παραδεισένιο τόπο, τόπο εἰρήνης καί εὐλογίας. Μέ τήν φιλάδελφη ἀγάπη τοῦ τότε Ποιμενάρχου μακαριστοῦ Νικοδήμου καί μέ τόν σεβασμό καί τήν εἰλικρινῆ ἀγάπη τοῦ τότε Πρωτοσυγκέλλου καί μετέπειτα Μητροπολίτου Θηβῶν καί Λεβαδείας καί νῦν Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου οἱ Νεανικές Κατασκηνώσεις Ἀράχωβας τῆς «Ἁγίας Ταβιθᾶ», ὅπου τώρα ἀναπαύεται τό ἱερό σκήνωμά του, ὑπῆρξαν τό εὐλογημένο Ἡσυχαστήριό του, ἀλλά καί τό ἱερό ὁρμητήριό του γιά πνευματικούς ἀγῶνας μέχρι τήν ἔσχατη ἀναπνοή του.

Ἦταν συγκινητική ἡ στιγμή, ὅταν ὁ μακαριστός Ἐπίσκοπος Κωνσταντῖνος, εὑρισκόμενος στήν ἐπιθανάτιο κλίνη τοῦ Εὐγενίδειου Νοσοκομείου Ἀθηνῶν, ζήτησε νά ἀσπασθῆ τό χέρι τοῦ νῦν Μακαριωτάτου κ. Ἱερωνύμου, εὐχαριστώντας τον ἀπό καρδιᾶς γιά τήν 33χρονη ἐγκάρδια φιλοξενία του στή Μητρόπολί του καί μέ τό προορατικό του ὄμμα προεῖδε τήν ἀνάρρησι τοῦ τότε Μητροπολίτου Θηβῶν καί Λεβαδείας κ. Ἱερωνύμου στόν Ἀρχιεπισκοπικό Θρόνο.

Περαίνων τήν ὁμιλία μου αὐτή, αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσω θερμά τόν προσφιλέστατο Ἀδελφό Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θηβῶν, Λεβαδείας καί Αὐλίδος κ. Γεώργιο γιά τήν ὁλοπρόθυμη παροχή τῆς εὐλογίας του γιά τήν τέλεσι τοῦ κατ' ἔτος ἱεροῦ μνημοσύνου αὐτοῦ στόν Καθεδρικό Ἱερό Ναό τῆς Λιβαδειᾶς καί τήν ἐν συνεχείᾳ παρουσίασι τοῦ Τιμητικοῦ Τόμου, πού εὐσεβάστως καί φιλοπόνως συνέγραψε ὁ Καθηγητής κ. Κρουσταλάκης, ἀλλά καί γιά τόν σεβασμό καί τήν τιμή του πρός τόν ἀξέχαστο καί μαρτυρικό Ἐπίσκοπο Κωνσταντῖνο, τόν ὁποῖο ἐγνώριζε ἐκ τοῦ σύνεγγυς.

Κωνσταντίνου τοῦ Σεβασμιωτάτου καί Θεοπροβλήτου Μητροπολίτου,
τῆς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων 
αἰωνία ἡ   μνήμη!

Ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ: «Η Ιταλία θα πρέπει να αναγνωρίσει την Παλαιστίνη. Υπάρχει ένα κενό ηγεσίας στην Ευρώπη».

Chas W. Freeman - 31/07/2025

Ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ: «Η Ιταλία θα πρέπει να αναγνωρίσει την Παλαιστίνη. Υπάρχει ένα κενό ηγεσίας στην Ευρώπη».

Πηγή: InsInsideOver

«Αν η Ιταλία πιστεύει στην αυτοδιάθεση για τους Ευρωπαίους (Ισραηλινούς) Εβραίους, θα πρέπει λογικά να υποστηρίζει και την αυτοδιάθεση για τους Παλαιστίνιους», δήλωσε ο Αμερικανός διπλωμάτης Chas W. Freeman σε αποκλειστική συνέντευξη στο InsideOver. Ο Freeman διετέλεσε Αναπληρωτής Υπουργός Άμυνας για Υποθέσεις Διεθνούς Ασφάλειας από το 1993 έως το 1994 και Πρέσβης των ΗΠΑ στη Σαουδική Αραβία κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων Desert Shield και Desert Storm . Ο Freeman είναι γνωστός στους διπλωματικούς κύκλους για τη θητεία του ως Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών για Αφρικανικές Υποθέσεις κατά τη διάρκεια της ιστορικής μεσολάβησης των ΗΠΑ για την ανεξαρτησία της Ναμίμπια από τη Νότια Αφρική και την απόσυρση των κουβανικών στρατευμάτων από την Αγκόλα. Διετέλεσε επίσης Αναπληρωτής Αρχηγός Αποστολής και Επιτετραμμένος στις αμερικανικές πρεσβείες τόσο στην Μπανγκόκ (1984–1986) όσο και στο Πεκίνο (1981–1984). Από το 1979 έως το 1981, διετέλεσε Διευθυντής Κινεζικών Υποθέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ και ήταν ο επικεφαλής Αμερικανός διερμηνέας κατά τη διάρκεια της ιστορικής επίσκεψης του Προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον στην Κίνα το 1972. Επικοινωνήσαμε μαζί του για να του κάνουμε μερικές ερωτήσεις σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη γενοκτονία στη Γάζα.

επεξεργασία από τον Roberto Vivaldelli

Ποια είναι η άποψή σας για τις πρόσφατες διαμαρτυρίες στην Ουκρανία κατά του Προέδρου Ζελένσκι; Υπάρχει κίνδυνος ο Ουκρανός ηγέτης να χάσει την εξουσία;

Ο Πρόεδρος Ζελένσκι παρέμεινε στο αξίωμα πολύ πέρα από τη θητεία που προβλέπεται από το Σύνταγμα της Ουκρανίας. Τώρα αντιμετωπίζει ισχυρή εσωτερική αντίθεση για τις πρόσφατες ενέργειές του για την εξάλειψη των ελέγχων της διαφθοράς, με βάση την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι ο ίδιος είναι διεφθαρμένος. Ορισμένα μέλη του ουκρανικού στρατού και των υπηρεσιών ασφαλείας αναγνωρίζουν ότι η Ουκρανία χάνει τον πόλεμο και διακινδυνεύει περαιτέρω εδαφικές απώλειες. Ως εκ τούτου, αντιτίθενται στις πολεμικές πολιτικές του Ζελένσκι. Αλλά η μεγαλύτερη απειλή για τον Ζελένσκι μπορεί να είναι ο Πρόεδρος Τραμπ και η κυβέρνησή του, οι οποίοι φαίνεται να έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αποτελεί εμπόδιο για την ειρήνη και πρέπει να αντικατασταθεί για να ανοίξει ο δρόμος για μια διαπραγματευμένη λύση στον πόλεμο.

Στο στρατιωτικό μέτωπο, η Ρωσία φαίνεται να σημειώνει πρόοδο, ενώ η Ουκρανία φαίνεται να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Πώς φαντάζεστε ότι θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος; Είναι πιθανή μια διπλωματική συμφωνία ή είναι πιθανά και άλλα σενάρια;

Όλοι οι πόλεμοι πρέπει να τελειώνουν με μια διαπραγματευμένη αποδοχή των αποτελεσμάτων στο πεδίο της μάχης ή, λιγότερο συχνά, με την ολοκληρωτική ήττα της μίας πλευράς. Δεδομένου ότι οι ρωσικές φιλοδοξίες φαίνεται να περιορίζονται στην ενσωμάτωση των ρωσόφωνων περιοχών της Ουκρανίας, στην ουκρανική ουδετερότητα και στην εγκατάλειψη της εθνογλωσσικής εχθρότητας προς τους Ρώσους και τη Ρωσία, μια διπλωματική λύση είναι εφικτή, όπως αποδείχθηκε από τις διαπραγματεύσεις της Κωνσταντινούπολης τον Μάρτιο του 2022. Αλλά για να τερματιστεί ο πόλεμος, η Δύση και η Ουκρανία πρέπει να είναι προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν τα ρωσικά συμφέροντα και τις απαιτήσεις. Δεδομένων των αποτελεσμάτων στο πεδίο της μάχης, αυτό σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Ουκρανία πρέπει να είναι πρόθυμες να κάνουν επώδυνους συμβιβασμούς. Μέχρι στιγμής, όχι μόνο δεν υπάρχει κοινή θέση εντός του ΝΑΤΟ, αλλά δεν υπάρχει ούτε ευρωπαϊκό ειρηνευτικό σχέδιο. Έτσι, δεν υπάρχει βάση για διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία. Δεν βοηθάει το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν μη ρεαλιστικά επικεντρωμένες στην επίτευξη εκεχειρίας που η Ρωσία δεν έχει κανένα κίνητρο να αποδεχτεί.

Ποιες είναι οι σκέψεις σας για την πολιτική επανεξοπλισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ύψους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ; Πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται να την τοποθετούν στο πλαίσιο μιας πιθανής σύγκρουσης με τη Ρωσία.

Οι ευρωπαϊκές πολιτικές είναι αντιφατικές και αναποτελεσματικές. Αφενός, είναι σαφώς προς το συμφέρον της Ευρώπης να αναπτύξει την ικανότητα να διεξάγει πολιτικές εξωτερικής και εθνικής ασφάλειας πιο ανεξάρτητα από τις Ηνωμένες Πολιτείες από ό,τι τα τελευταία ογδόντα χρόνια. Ο ευρωπαϊκός επανεξοπλισμός αποτελεί προϋπόθεση για αυτό. Είναι επίσης αντίδοτο στη δημοσιονομική λιτότητα και ένα πιθανό κίνητρο για την ευρωπαϊκή απασχόληση μέσω του λεγόμενου «στρατιωτικού κεϋνσιανισμού». Από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη έχει δηλώσει τη δέσμευσή της να αγοράσει αμερικανικά όπλα για την Ουκρανία. Αυτό είναι ασυμβίβαστο με τον στόχο της ευρωπαϊκής στρατιωτικοβιομηχανικής αυτάρκειας. Είναι επίσης προβληματικό επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν διαθέτουν στρατιωτική βιομηχανική βάση ικανή να παράγει επαρκή όπλα για να καλύψει τόσο την εγχώρια όσο και την εξωτερική ζήτηση.

Σε κάθε περίπτωση, τα πρόσθετα όπλα δεν θα σώσουν την Ουκρανία. Η στρατιωτική της αδυναμία έγκειται στην έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού και διπλωματικής στρατηγικής για μακροπρόθεσμη συνύπαρξη με τον Ρώσο γείτονά της, όχι σε όπλα. Τέλος, η πολιτική επανεξοπλισμού βασίζεται σε παρανοϊκές υποθέσεις σχετικά με μια ρωσική στρατιωτική απειλή για την υπόλοιπη Ευρώπη. Άλλωστε, οι ρωσικές δυνάμεις δεν έχουν σημειώσει μεγάλη πρόοδο στην Ουκρανία. Ποιες αποδείξεις υπάρχουν ότι έχουν τη φιλοδοξία ή την ικανότητα να επιτεθούν στην Κεντρική ή Δυτική Ευρώπη; Σε κάθε περίπτωση, μια καθαρά στρατιωτική απάντηση στην υποτιθέμενη ρωσική απειλή έχει πολύ λιγότερο νόημα από μια που επιδιώκει να μειώσει αυτήν την απειλή μέσω διπλωματικών αλλά και στρατιωτικών μέσων. Οι μεγάλες δυνάμεις στην Ευρώπη έχουν την πολιτική και οικονομική δύναμη να ακολουθήσουν μια πιο ισορροπημένη πολιτική. Αυτό που τους λείπει είναι η φαντασία, η ενότητα και η αποφασιστικότητα. Υπάρχει ένα κενό ηγεσίας στην Ευρώπη.

Όσον αφορά τη Γάζα, πιστεύετε ότι το Ισραήλ έχει πετύχει τους στόχους του;

«Όχι. Το Ισραήλ επιδιώκει την εξάλειψη της παλαιστινιακής παρουσίας στην ιστορική Παλαιστίνη, περαιτέρω εδαφική επέκταση και απόλυτη ασφάλεια από απειλές από γειτονικά κράτη μέσω της υποταγής ή της υποταγής τους στην ισραηλινή ηγεμονία στη Δυτική Ασία. Αυτοί είναι όλοι οι συνεχιζόμενοι στόχοι που το Ισραήλ δεν έχει ακόμη επιτύχει, παρά την κατάφωρη de facto υποστήριξη της Δύσης».

Στην Ιταλία, περίπου τριάντα πρεσβευτές έχουν παροτρύνει την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι να αναγνωρίσει την Παλαιστίνη. Πιστεύετε ότι η Μελόνι θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα της Γαλλίας;

Αν η Ιταλία πιστεύει στην αυτοδιάθεση των Ευρωπαίων (Ισραηλινών) Εβραίων, θα πρέπει λογικά να υποστηρίζει και την αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων. Η αναγνώριση ενός παλαιστινιακού κράτους θα ευθυγράμμιζε την Ιταλία με τις παραδοσιακές δυτικές αξίες, τις οποίες η τρέχουσα δυτική ανοχή στη γενοκτονία αρνείται. Επομένως, ναι, η Ιταλία θα πρέπει να ενταχθεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες στη λήψη μέτρων για την ανάπτυξη μιας λύσης δύο κρατών στην Παλαιστίνη, αντί να την υποστηρίζει απλώς με λόγια.

Πώς αξιολογείτε την απόδοση της κυβέρνησης Τραμπ στη Μέση Ανατολή μέχρι στιγμής;

Η κυβέρνηση Τραμπ κληρονόμησε από την κυβέρνηση Μπάιντεν σκληρά υποκριτικές και αντιπαραγωγικές αμερικανικές πολιτικές απέναντι στη Δυτική Ασία. Συνέχισε αυτές τις πολιτικές, αλλά μείωσε το επίπεδο υποκρισίας. Το αποτέλεσμα ήταν οι συνεχιζόμενες κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο και μια ολοένα και βαθύτερη παγκόσμια υποτίμηση της ηθικής θέσης και επιρροής της Αμερικής.

Οι δασμοί και ο σκύλος που κυνηγάει την ουρά του

Alessandro Volpi - 31 Ιουλίου 2025

Οι δασμοί και ο σκύλος που κυνηγάει την ουρά του

Πηγή: Αλεσάντρο Βόλπι

Θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τι θα μπορούσε να κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση και γιατί δεν το κάνει, προσθέτοντας μια πιο γενική παρατήρηση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το πλεόνασμα υπηρεσιών των Ηνωμένων Πολιτειών με την Ευρωπαϊκή Ένωση ανήλθε σε 148 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024. Σε αυτό το ποσό, πρέπει να προστεθεί μια περαιτέρω διευκρίνιση: η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η μεγαλύτερη αγορά υπηρεσιών για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έχουν παγκόσμιο πλεόνασμα υπηρεσιών περίπου 250 δισεκατομμυρίων ευρώ. Επομένως, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ζωτικής σημασίας για τη σταθερότητα του τομέα υπηρεσιών των ΗΠΑ, ο οποίος αντιπροσωπεύει περίπου τα δύο τρίτα του αμερικανικού ΑΕΠ. Για την αντιμετώπιση της επιθετικότητας του Τραμπ, η απλούστερη οδός θα ήταν η εισαγωγή περιορισμών ή μορφών φορολογίας σε αυτόν τον τομέα. Αλλά μια τέτοια οδός είναι εξαιρετικά δύσκολο να ακολουθηθεί επί του παρόντος. Εκτός από τους ολοένα και πιο εμφανείς κινδύνους παγώματος της νομοθεσίας που θεσπίζεται από την Ένωση (ο Νόμος για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες και ο Νόμος για τις Ψηφιακές Αγορές), η ιδέα ενός πραγματικού φόρου στις αμερικανικές μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες είναι, ακριβώς, αδύνατη λόγω της ίδιας της δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιτρέψτε μου να γίνω πιο σαφής εξετάζοντας την ιταλική περίπτωση. Οι ιταλικές θυγατρικές των Amazon, Meta, Microsoft και Alphabet κατέγραψαν ετήσια έσοδα περίπου 6 δισεκατομμυρίων ευρώ, αλλά ανέφεραν κέρδη μόλις 133 εκατομμυρίων ευρώ. Πώς είναι δυνατόν ένα τέτοιο παράδοξο χαμηλών κερδών; Η απάντηση είναι απλή. Οι ιταλικές θυγατρικές αυτών των γιγάντων αντιπροσωπεύουν τεράστιο κόστος που πρέπει να πληρώσουν στην ευρωπαϊκή μητρική εταιρεία, με έδρα την Ιρλανδία ή το Λουξεμβούργο, όπου ουσιαστικά μεταφέρουν τα κέρδη τους, αφήνοντας μόνο λίγα ψίχουλα στην Ιταλία και έτσι πληρώνουν φόρους στην Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο, όπου οι συντελεστές είναι εξαιρετικά χαμηλοί. Επομένως, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αυτούς τους φορολογικούς παραδείσους εντός των συνόρων της, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την επιβολή φορολογίας στους αμερικανικούς γίγαντες και, κατά συνέπεια, την εφαρμογή πολιτικών για την αντιμετώπιση των απαιτήσεων του Τραμπ. Άλλωστε, η αλλαγή των φορολογικών κανονισμών απαιτεί ομοφωνία και, υπό το πρίσμα αυτό, ο Τραμπ και οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας μπορούν να είναι ήσυχοι. Το σημείο που ήθελα να προσθέσω, ωστόσο, είναι πολύ πιο γενικό. Σχεδόν το 60% των διαχειριζόμενων αποταμιεύσεων των Ευρωπαίων επενδύεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσω της μεσολάβησης μεγάλων κεφαλαίων. Η τύχη των Ευρωπαίων αποταμιευτών εξαρτάται επομένως από το να μην καταρρεύσουν οι χρηματιστηριακές αγορές και το χρέος των ΗΠΑ. Έτσι, αν ο αμερικανικός χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός δείξει σημάδια σοβαρής κρίσης, είναι αναπόφευκτο οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης, υπεύθυνες για την οικοδόμηση της χρηματιστικοποίησης υπό την αμερικανική κυριαρχία, να σπεύσουν να βοηθήσουν την Αυτοκρατορία.

Πρακτική Φιλοσοφία-Μάθημα 9

 Συνέχεια από :Tετάρτη 30 Ιουλίου 2025


Πρακτική Φιλοσοφία-Μάθημα 9

https://www.youtube.com/watch?v=PpFXMW9Lt-g&list=PLu7RPKIoKODdSp0mgbl8NYmPeguurN4DT&index=9

Lezioni tenute dal Prof. Enrico Berti il 5 -6 marzo 2008 e registrate all’Istituto di Studi Filosofici di Lugano


Είπα ότι θα μιλήσω για τον Καντ και θα το κάνω, αλλά πρώτα πρέπει να πω ακόμα κάτι που αφορά την περίοδο πριν από τον Καντ, γιατί ο Καντ δεν είναι ο πρώτος που ασκεί κριτική στη νεότερη, στην αρχαία και σε όλη την προηγούμενη φιλοσοφία, όσον αφορά την προσπάθεια να οικοδομηθεί μια πρακτική φιλοσοφία ως αυστηρή επιστήμη, δηλαδή με μαθηματική μέθοδο, μια προσπάθεια που, όπως είδαμε, επιδιώχθηκε κυρίως από τον Σπινόζα, τον Χομπς, τον Πέττυ. Λοιπόν, η πρώτη αυστηρή κριτική σε αυτή την προσπάθεια προέρχεται από έναν Άγγλο φιλόσοφο —μάλλον, έναν Σκοτσέζο— του 18ου αιώνα, δηλαδή τον Ντέιβιντ Χιουμ.
Ο Χιουμ γράφει το κύριο έργο του, Η Πραγματεία για την Ανθρώπινη Φύση, στο οποίο δηλώνει ότι θέλει να οικοδομήσει μια επιστήμη της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή μια επιστήμη του ανθρώπου, όπως είχε ήδη οικοδομηθεί από τους μεγάλους επιστήμονες του 17ου αιώνα — έχει κυρίως στο μυαλό του τον Νεύτωνα — μια επιστήμη της φύσης.

Άρα, η ιδέα του Χιουμ είναι να οικοδομήσει μια επιστήμη του ανθρώπου. Και πράγματι, Η Πραγματεία για την Ανθρώπινη Φύση περιγράφει όλη τη διαδικασία της γνώσης — πώς συμβαίνει, τις ιδέες, τις εντυπώσεις, τις ενώσεις των ιδεών — προσπαθεί να διατυπώσει έναν αυστηρό λόγο, έναν επιστημονικό λόγο για το πώς λειτουργεί η ανθρώπινη νοημοσύνη, η ανθρώπινη γνώση, και επίσης για τα πάθη, τις επιθυμίες, τα συναισθήματα. Πρόκειται για μια πραγματικά ευρεία πραγματεία για τον άνθρωπο, αν και με σκεπτικιστική τάση, όπως είναι γνωστό. Ωστόσο, μέσα σε αυτή την πραγματεία υπάρχει μια παρατήρηση που θα αποβεί μοιραία για τη νεότερη πρακτική φιλοσοφία, εννοούμενη ως επιστήμη — δηλαδή η περίφημη παρατήρηση που τον 20ό αιώνα ονομάστηκε «νόμος του Χιουμ».
Στην πραγματικότητα, ο Χιουμ δεν είχε πρόθεση να διατυπώσει κανέναν νόμο· ο ίδιος δεν την ονόμασε ποτέ «νόμο του Χιουμ». Είναι οι αναλυτικοί φιλόσοφοι που ήρθαν δύο αιώνες αργότερα και την ονόμασαν έτσι. Ο Χιουμ κάνει απλώς μια λογικού τύπου παρατήρηση, που στην ουσία εμπνέεται από την αριστοτελική λογική.
Ο Χιουμ δεν ήταν αριστοτελικός, αλλά σε αυτή την παρατήρηση είναι απολύτως αριστοτελικός. Δηλαδή, ο Χιουμ παρατηρεί ότι σε μια απόδειξη πρέπει να υπάρχει ομοιογένεια μεταξύ των προκείμενων και των συμπερασμάτων, δηλαδή οι προκείμενες και τα συμπεράσματα πρέπει να ανήκουν στο ίδιο γένος. Αυτό ήταν ένας κανόνας της αριστοτελικής λογικής. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι όταν ασχολούμαστε με ένα γένος όντων —για παράδειγμα, με αριθμούς ή με γεωμετρικά σχήματα— δεν πρέπει να μεταβαίνουμε από το ένα γένος στο άλλο. Δεν πρέπει να γίνεται αυτό που ο Αριστοτέλης αποκαλούσε μετάβασις εἰς ἄλλο γένος, δηλαδή μετάβαση σε άλλο γένος.
Αυτό είναι λάθος — αυτός είναι ο λόγος, για παράδειγμα, που ο Αριστοτέλης δεν εφάρμοσε ποτέ τα μαθηματικά στη φυσική, γιατί για αυτόν επρόκειτο για διαφορετικά γένη πραγμάτων, και επομένως δεν ήταν δυνατή η μετάβαση από τον έναν λόγο στον άλλο. Από την άποψη της αριστοτελικής λογικής, αυτός ο συλλογισμός είναι αδιαμφισβήτητος. Ο Χιουμ τον εφαρμόζει με τον εξής τρόπο: παρατηρεί ότι από προκείμενες διατυπωμένες με το ρήμα «είναι» δεν μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα διατυπωμένα με το ρήμα «πρέπει».
Δεν μπορώ να πω: «αφού αυτό είναι έτσι κι εκείνο είναι έτσι, τότε κάτι πρέπει να είναι ή πρέπει να γίνει». Με άλλα λόγια, από απλές περιγραφές —οι περιγραφές εκφράζονται μέσω του ρήματος «είναι», λέω π.χ. «το τάδε πράγμα είναι έτσι κι έτσι», δηλαδή υπάρχει ένα υποκείμενο, το ρήμα «είναι» λειτουργεί ως συνδετικό, και στη συνέχεια υπάρχει ένα κατηγόρημα— αυτές είναι προτάσεις περιγραφικού τύπου. Αν θέλετε, μπορούμε να τις αποκαλέσουμε κρίσεις γεγονότος, δηλαδή κρίσεις που περιγράφουν το πώς έχουν τα πράγματα.
Λοιπόν, από τέτοιου είδους προκείμενες, παρατηρεί ο Χιουμ, δεν μπορώ να συναγάγω, να εξαγάγω συμπεράσματα που να περιέχουν το ρήμα «πρέπει», δηλαδή που να είναι προσταγές· από απλές περιγραφές δεν μπορούν να συναχθούν προσταγές. Έχει απόλυτο δίκιο· είναι ένας αδιαμφισβήτητος λογικός κανόνας, αλλά είναι ένας κανόνας που πλήττει στην καρδιά όλες τις προσπάθειες να οικοδομηθεί μια ηθική βασισμένη στην επιστήμη της φύσης, γιατί επισημαίνει εκείνο το σφάλμα που αργότερα, όπως θυμόμουν χθες το πρωί, θα ονομάσει ο Μουρ «φυσιοκρατικό σφάλμα» (naturalistic fallacy), δηλαδή στην ουσία ο Μουρ δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να επαναδιατυπώσει την παρατήρηση του Χιουμ. Από τον Μουρ και έπειτα, αυτή η παρατήρηση ονομάζεται «νόμος του Χιουμ» — ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο από τη γνώση, από την απλή γνώση των γεγονότων, δεν μπορώ να αντλήσω κανόνες, αρχές ή προσταγές που αφορούν την πράξη. Είναι ο μεγάλος διαχωρισμός που έκανε η αναλυτική φιλοσοφία ανάμεσα στη γνώση και στη δράση.
Κατά τον Χιουμ, επομένως, η λογική δεν μπορεί να κατευθύνει την πράξη· η λογική, λέει ο Χιουμ, είναι εντελώς ανίσχυρη, δεν έχει τη δύναμη να καθοδηγεί ή να προσδιορίζει τις πράξεις μας. Οι πράξεις μας καθορίζονται, προκαλούνται μόνο από τα συναισθήματα, από τα πάθη, όχι από τη λογική. Άρα, αν θέλουμε να οικοδομήσουμε μια ηθική, αντί να προσπαθούμε να την οικοδομήσουμε μέσω της λογικής, ας προσπαθήσουμε να διαπαιδαγωγήσουμε ορισμένα συναισθήματα, για παράδειγμα το ηθικό συναίσθημα, το moral sense.

Τι είναι το ηθικό συναίσθημα; Είναι εκείνο το συναίσθημα που μας κάνει να νιώθουμε αποστροφή προς ορισμένες πράξεις και έγκριση, έπαινο, θαυμασμό προς κάποιες άλλες. Υπάρχουν πράξεις που προκαλούν την αποστροφή μας, αλλά είναι μια αποστροφή σε επίπεδο συναισθήματος — για παράδειγμα, αν δούμε κάποιον να κάνει κακό, να βασανίζει ένα παιδί, αυτό προκαλεί μέσα μας μια αντίδραση αηδίας, αποδοκιμασίας, ψόγου, καταδίκης. Αν αντίθετα δούμε κάποιον, ας πούμε, να θυσιάζεται για έναν άλλον, να προσφέρεται, να κάνει ένα μεγάλο δώρο, αυτό μας προκαλεί έπαινο, θαυμασμό, επιδοκιμασία.
Αυτό, για οποιονδήποτε, είναι το μόνο ηθικό κριτήριο: το συναίσθημα της επιδοκιμασίας, το συναίσθημα της αποδοκιμασίας. Σε όλο αυτό, η λογική δεν έχει καμία σχέση, δεν παίζει κανέναν ρόλο, καμία λειτουργία· είναι απολύτως ανίσχυρη. Ένα μεγάλο μέρος της ηθικής του 20ού αιώνα θα επιστρέψει σε αυτή τη θέση· είναι η ηθική που ο ΜακΙντάιρ θα αποκαλέσει συναισθηματιστική (emotivism), θεμελιωμένη σε καθαρά συναισθήματα.
Τώρα, εγώ δεν θέλω να κρίνω, δεν θέλω να αξιολογήσω αυτό το είδος της ηθικής· περιορίζομαι απλώς στο να πω ότι η παρατήρηση πως από το ρήμα «είναι» δεν μπορεί να συναχθεί το ρήμα «πρέπει», από λογική άποψη, είναι άψογη· και είναι μια κριτική που πλήττει καίρια όλες τις προσπάθειες που επιχείρησαν οι νεότεροι φιλόσοφοι, από τον Ντεκάρτ και έπειτα —ή καλύτερα, από τον Σπινόζα και έπειτα— να θεμελιώσουν την ηθική πάνω στη μαθηματική, επιστημονική λογική, σε μια αυστηρά αποδεικτική λογική. Αυτό έπρεπε να ειπωθεί, γιατί αν δεν το έχουμε κατά νου, δεν κατανοούμε ούτε τον Καντ.
Ο Καντ —και έτσι φτάνουμε να μιλήσουμε για αυτόν— όπως ξέρετε, στην αρχική φάση της καριέρας του, βρισκόταν ακόμη στις θέσεις της σχολαστικής παράδοσης.

Ο Καντ ήταν καθηγητής λογικής και μεταφυσικής στο Πανεπιστήμιο του Κένιξμπεργκ, στην Ανατολική Πρωσία. Σήμερα δεν ανήκει πια στη Γερμανία, ανήκει στη Ρωσία και έχει μετονομαστεί σε Καλίνινγκραντ· αλλά ο Καντ ήταν Γερμανός, βρισκόταν στο Κένιξμπεργκ, ήταν καθηγητής λογικής και μεταφυσικής, και η λογική και μεταφυσική που δίδασκε στους φοιτητές του ήταν η λογική του Αριστοτέλη και η μεταφυσική του Αριστοτέλη, κάπως επεξεργασμένη, κάπως προσαρμοσμένη από τη σχολαστική. Το εγχειρίδιο μεταφυσικής που χρησιμοποιούσε ο Καντ ήταν το εγχειρίδιο του Μπάουμγκαρτεν, ο οποίος ήταν μαθητής του Βολφ· και έτσι ακολουθούσε τη γραμμή της σχολαστικής παράδοσης που κυριαρχούσε στα γερμανικά και γενικά στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.

Αυτή είναι η περίοδος που αποκαλείται, εκ των υστέρων, προκριτική περίοδος, δηλαδή αυτή που προηγείται της κριτικής, που προηγείται του κριτικισμού, της κριτικής φάσης της φιλοσοφίας του Καντ. Αυτό που καθόρισε τη μετάβαση του Καντ από την επονομαζόμενη προκριτική περίοδο —δεν την ονόμασε ο ίδιος έτσι, εμείς τη λέμε έτσι— στην κριτική περίοδο, δηλαδή στη μεγάλη του φιλοσοφία, η οποία εκτίθεται πρώτα στην Κριτική του καθαρού λόγου, έπειτα στην Κριτική του πρακτικού λόγου και τέλος στην Κριτική της κριτικής δύναμης, αυτό που καθόρισε αυτή τη μετάβαση, όπως ο ίδιος ο Καντ ομολογεί, ήταν η ανάγνωση του Χιουμ. Ο Καντ δηλώνει ότι η ανάγνωση, το διάβασμα των έργων του Χιουμ, ουσιαστικά της Πραγματείας για την ανθρώπινη φύση, τον ξύπνησε από τον δογματικό του ύπνο.
Έτσι λοιπόν, ο Καντ εκτιμά εκ των υστέρων ότι στην πρώτη περίοδο της δραστηριότητάς του ήταν σαν να κοιμόταν έναν ύπνο που ο ίδιος ονομάζει δογματικό — ο αντίθετος, δηλαδή, του κριτικού. Είναι η στάση εκείνου που αποδέχεται ορισμένα δόγματα, ορισμένες αλήθειες, χωρίς να τα αμφισβητεί, χωρίς να τα υποβάλλει σε κριτική. Ο Χιουμ τον ξύπνησε από τον δογματικό ύπνο.
Τώρα, φυσικά, αυτή η δήλωση του Καντ δεν αφορά μόνο την ηθική, αφορά ολόκληρη τη φιλοσοφία. Ο Χιουμ είχε αρνηθεί την εγκυρότητα της αρχής της αιτιότητας, είχε αρνηθεί την ιδέα της ουσίας, είχε κλονίσει όλη τη φιλοσοφία — όχι μόνο την παραδοσιακή φιλοσοφία της σχολαστικής, αλλά και τη νεότερη φιλοσοφία του Ντεκάρτ, του Σπινόζα, του Λάιμπνιτς, γιατί ξέχασα να πω ότι ο Βολφ, ο Κρίστιαν Βολφ, ήταν με τη σειρά του μαθητής του Λάιμπνιτς. Ο Λάιμπνιτς ήταν εκείνος που συστηματοποίησε τη σχολαστική φιλοσοφία στη Γερμανία, στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα.
Άρα, ο Χιουμ ξύπνησε τον Καντ από τον δογματικό ύπνο σε όλους τους τομείς — κι εμείς τώρα δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με ολόκληρη τη φιλοσοφία του Καντ, ούτε να μιλήσουμε για την Κριτική του καθαρού λόγου, που όμως είναι το πιο σημαντικό μέρος της φιλοσοφίας του.
Είναι φανερό πάντως ότι η ανάγνωση του Χιουμ αφύπνισε τον Καντ και στο πεδίο της ηθικής. Ο Καντ λαμβάνει υπόψη του αυτά που λέει ο Χιουμ, αλλά ανησυχεί για τις συνέπειες που αυτά μπορεί να έχουν. Όσον αφορά την επιστήμη —δεν θα ασχοληθούμε εδώ με αυτό— και εκεί ο Καντ θα προσπαθήσει να ανακτήσει την έννοια της αιτιότητας, να ανακτήσει την έννοια της ουσίας. Χωρίς την ιδέα της αιτίας δεν στέκονται οι νόμοι της φυσικής.
Και αφού η φυσική είναι επιστήμη —και ο Καντ ήταν πεπεισμένος ότι η φυσική είναι επιστήμη—, η φυσική για εκείνον ήταν η φυσική του Νεύτωνα, και για τον Καντ η φυσική του Νεύτωνα ήταν αναμφισβήτητη, ήταν επιστήμη τέλεια, όπως τα μαθηματικά. Γι’ αυτό και ο στόχος που θέτει με την Κριτική του καθαρού λόγου είναι να δείξει πώς τα μαθηματικά και η φυσική είναι επιστήμες, και έπειτα να εξετάσει αν και η μεταφυσική μπορεί να είναι επιστήμη.
Και θα το κάνει αυτό λαμβάνοντας ως μέτρο, ως κριτήριο, ως πρότυπο το μεθοδολογικό μοντέλο των μαθηματικών και της φυσικής, που είναι επιστήμες, και διαπιστώνοντας ότι η μεταφυσική δεν διαθέτει αυτό το μοντέλο, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μεταφυσική είναι μια ευγενής επιδίωξη, είναι μια αναγκαία απαίτηση του λόγου — κάτι από το οποίο ο λόγος δεν μπορεί να απαλλαγεί — αλλά δεν είναι επιστήμη. Αυτή είναι η Κριτική του καθαρού λόγου.
Για την Κριτική του πρακτικού λόγου, για τον πρακτικό λόγο, ο Καντ έχει την ίδια ανησυχία: θέλει να σώσει την ηθική από την κριτική του Χιουμ. Διότι, αν η ηθική εγκαταλειφθεί στα συναισθήματα, στα πάθη, αυτό για τον Καντ ισοδυναμεί με το τέλος της ηθικής. Να θεμελιώσει κανείς την ηθική στα συναισθήματα σημαίνει ότι ο καθένας θα πρέπει να πράττει όπως αισθάνεται, όπως του έρχεται. Και τότε κάθε συναίσθημα θα ήταν έγκυρο. Αλλά για τον Καντ, τα συναισθήματα είναι απλώς εκφράσεις των φυσικών μας ροπών, των κλίσεων μας· και κανείς δεν έχει καμία ηθική αξία, κανένα ηθικό έπαινο, αν απλώς ακολουθεί τα συναισθήματά του, γιατί κάνει απλώς αυτό που του έρχεται φυσικά. Τι αξία μπορεί να έχει αυτό ηθικά;

Μάλιστα, εδώ η κριτική του Καντ δεν απευθύνεται μόνο στον Χιουμ, αλλά και στην αρχαία ηθική, στην ηθική του Αριστοτέλη. Θυμηθείτε ότι ο Αριστοτέλης έλεγε ότι πρέπει να επιδιώκουμε το ύψιστο αγαθό· και όλοι συμφωνούν ότι το ύψιστο αγαθό είναι η ευδαιμονία, η ευτυχία, οπότε πρέπει να επιδιώκουμε την ευτυχία. Στη συνέχεια η ηθική θα εξηγήσει σε τι συνίσταται η ευτυχία, ποια είναι η αληθινή ευτυχία. Αλλά ο Αριστοτέλης δεν έχει καμία αμφιβολία: πρέπει να επιδιώκουμε την ευτυχία.

Ο Καντ λέει: η ευτυχία δεν έχει καμία αξία από ηθική σκοπιά. Το να επιδιώκει κανείς την ευτυχία είναι απλώς το να ακολουθεί μια φυσική ροπή. Ακόμα και τα ζώα κατά κάποιο τρόπο επιδιώκουν την ευτυχία. Όλα τα όντα επιδιώκουν την ευτυχία — αυτό είναι νόμος της φύσης, όχι ηθικός νόμος. Άρα δεν υπάρχει κανένα ηθικό αξίωμα, καμία ηθική αξία στην επιδίωξη της ευτυχίας.

Η ευτυχία δεν είναι κάτι κακό, ο Καντ δεν λέει ότι είναι κακή· απλώς δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό — είναι κάτι σαν τους φυσικούς νόμους. Η βαρύτητα, για παράδειγμα — είναι καλό ή κακό; Ούτε καλό ούτε κακό. Είναι απλώς ένα γεγονός: τα σώματα πέφτουν προς τα κάτω. Έτσι κι οι ζωντανοί οργανισμοί αναζητούν αυτό που τους προσφέρει ευχαρίστηση, αυτό που τους κάνει ευτυχισμένους. Αυτό δεν είναι ηθική, αυτό ανήκει στη φύση, στις φυσικές ροπές. Η ηθική είναι κάτι άλλο. Η ηθική είναι το βασίλειο της ελευθερίας.
Και ελευθερία δεν σημαίνει να ακολουθώ τις ροπές μου, να κάνω αυτό που μου έρχεται αυθόρμητα, γιατί αυτό δεν το αποφασίζω εγώ. Αυτό έρχεται από μόνο του, δεν είμαι εγώ ο αυτουργός. Όταν ακολουθώ μια φυσική ροπή, αφήνω τη φύση να με καθοδηγεί — δεν αποφασίζω με βάση την ελευθερία μου. Άρα για τον Καντ, η ηθική δεν μπορεί να θεμελιώνεται στα συναισθήματα ή στα πάθη.
Επίσης, λέει ο Καντ, ο καθένας μπορεί να έχει διαφορετικά συναισθήματα. Κάποιος μπορεί να αισθάνεται αγάπη για τον πλησίον και να κάνει το καλό σε όλους. Αλλά κάποιος άλλος μπορεί να αισθάνεται μίσος — για παράδειγμα, όσοι καλλιεργούσαν τον αντισημιτισμό, ένιωθαν μίσος προς τους Εβραίους. Μα αυτό είναι επίσης ένα συναίσθημα! Αν αρκεί να ακολουθούμε τα συναισθήματά μας, τότε όλα επιτρέπονται. Δεν υπάρχει πλέον ηθική — και κυρίως δεν υπάρχει πια καθολικός κανόνας, έγκυρος για όλους, ίσος για όλους.
Γι’ αυτό λέει ο Καντ: πρέπει να επιστρέψουμε στη λογική. Μόνο η λογική είναι καθολική. Τα συναισθήματα διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, από εποχή σε εποχή, από τόπο σε τόπο — ανάλογα με την παιδεία, τον πολιτισμό, το κλίμα, τις κοινωνικές συνθήκες· υπάρχουν άπειροι παράγοντες που επηρεάζουν τα συναισθήματα.
Η λογική, όμως, είναι ίδια για όλους. Από την άποψη της λογικής δεν υπάρχουν διαφορές. Οι άνθρωποι, λέει ο Καντ, αν ακολουθούν τη λογική, λογίζονται όλοι με τον ίδιο τρόπο. Ξέρετε ότι για τον Καντ η λογική αποτελείται από κατηγορίες, από α priori έννοιες, που είναι ίδιες για όλους, σε κάθε εποχή, σε κάθε τόπο. Αυτό είναι το καθολικό στοιχείο μέσα στον άνθρωπο — όχι τα συναισθήματα.
Άρα, λέει ο Καντ, η μόνη σταθερή βάση για την ηθική είναι η λογική. Η ηθική πρέπει να είναι ορθολογική. Αλλά ποια λογική; Η ίδια λογική που χρησιμοποιούμε στα μαθηματικά, στη φυσική — που είναι επιστήμες — και στη μεταφυσική, που θέλει να είναι επιστήμη αλλά δεν τα καταφέρνει. Αυτή είναι η λογική που πρέπει να ακολουθούμε στην ηθική: αυτή είναι η πρακτική λογική.
Έτσι, ο Καντ ανακτά την έννοια του πρακτικού λόγου. Υπάρχει ο καθαρός λόγος (θεωρητικός), που χρησιμοποιούμε στα μαθηματικά, στη φυσική, στη μεταφυσική· αλλά αυτός δεν είναι ο λόγος που κατευθύνει τις πράξεις μας. Ο πρακτικός λόγος είναι αυτός που διέπει τη δράση μας.
Κάποιος θα έλεγε: Άρα, εδώ ο Καντ επαναφέρει την πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη; Επαναφέρει την έννοια του πρακτικού λόγου; Και πράγματι — όπως σας έλεγα χθες το πρωί — η σημερινή αναβίωση της πρακτικής φιλοσοφίας εμπνέεται αφενός από τον Αριστοτέλη, αφετέρου από τον Καντ. Ο Τζον Ρολς, για παράδειγμα, και άλλοι στη Γερμανία — ο Φόλρατ, η Χάννα Άρεντ, η ύστερη Άρεντ — επιστρέφουν στον Καντ. Έτσι, ο Καντ προβάλλει ξανά στη φιλοσοφία του 20ού αιώνα ως μορφή στην οποία πρέπει να επιστρέψουμε για να ανακτήσουμε μια πρακτική φιλοσοφία — δηλαδή μια μορφή λογικής διαφορετική από τη μαθηματική και επιστημονική.
Φαίνεται λοιπόν ότι υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για να ανακαλύψουμε ξανά την αρχαία πρακτική φιλοσοφία.

Αλλά δεν είναι έτσι. Γιατί; Διότι αυτή η πρακτική λογική, αν πάμε να δούμε τι γράφει ο Καντ στην Κριτική του πρακτικού λόγου, δεν κάνει κανέναν συλλογισμό απλώς διατάζει. Διατάζει. Δίνει προσταγές που ονομάζονται κατηγορηματικές προσταγές (imperativi categorici). Και είναι προσταγές ανεξαρτήτως όρων — όχι υποθετικές.

Θυμάστε το πρακτικό συλλογισμό του Αριστοτέλη;

Τα ελαφριά φαγητά κάνουν καλό στην υγεία, το κοτόπουλο είναι ελαφρύ, λοιπόν φάε, αν θέλεις να έχεις υγεία — να λοιπόν η προκείμενη: φάε κοτόπουλο αν θέλεις να έχεις υγεία· ή: αν θέλεις να είσαι ευτυχισμένος, άσκησε τις διάφορες αρετές. Αν θέλεις να είσαι ευτυχισμένος. Αλλά για τον Αριστοτέλη ήταν αυτονόητο ότι κάποιος θέλει να είναι ευτυχισμένος. Η ευτυχία είναι το υπέρτατο αγαθό. Άρα το πρώτο πράγμα που πρέπει να φροντίσει κανείς είναι η ευτυχία.
Τότε, αν θέλεις να είσαι ευτυχισμένος, να η φρόνηση: εφόσον ο σκοπός δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, η φρόνηση μας υποδεικνύει τα μέσα — τι να κάνουμε και τι να μην κάνουμε για να γίνουμε ευτυχισμένοι.

Ο Καντ λέει ότι αυτά είναι υποθετικοί προστακτικοί (imperativi ipotetici), δηλαδή όροι που καθιστούν την αξία μιάς πράξης εξαρτημένη από την υπόθεση ότι θέλουμε να επιτύχουμε αυτόν τον σκοπό. Αλλά αυτό δεν είναι απόλυτη προσταγή — κατηγορικός προστακτικός (imperativo categorico). Και το να ακολουθεί κανείς έναν υποθετικό προστακτικό δεν ανήκει στην ηθική, σύμφωνα με τον Καντ.
Και πάλι λοιπόν επιστρέφουμε σε μια ηθική της ευτυχίας, όπως ήταν η αρχαία ηθική, όπως είναι ο ωφελιμισμός, όπως είναι ο ηδονισμός: «Θέλεις να ευχαριστηθείς; Κάνε αυτό κι αυτό». «Θέλεις να βγάλεις πολλά λεφτά; Κάνε αυτό κι αυτό». Όλα αυτά, για τον Καντ, δεν έχουν καμία σχέση με τη ηθική.
Η ηθική συνίσταται στο να πράττεις αυτό που σου προστάζει η λογική με απόλυτο τρόπο, δηλαδή μέσω του κατηγορικού προστακτικού. Αυτό είναι το καθήκον σου. Πρέπει να εκτελείς το καθήκον σου όποιες κι αν είναι οι συνέπειες, γιατί είναι το καθήκον σου — όχι για κανέναν άλλον λόγο, παρά μόνο επειδή είναι το καθήκον σου.
Και αυτό που είναι το καθήκον σου στο προστάζει η λογική, και το προστάζει με τον ίδιο τρόπο σε όλους. Δεν είναι ότι σε κάποιον δίνει μία εντολή και σε κάποιον άλλον διαφορετική — δίνει σε όλους την ίδια εντολή, γιατί είναι καθολική, γιατί η λογική είναι καθολική.
Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι ναι, είναι λογική επειδή είναι καθολική — αλλά είναι μια λογική, επιτρέψτε μου να πω, που δεν σκέφτεται, δηλαδή δεν κάνει καμία συλλογιστική. Απλώς διατυπώνει προσταγές με κατηγορηματικό τρόπο, δηλαδή απόλυτο, ανεξάρτητο από κάθε όρο.
Και αν δούμε προσεκτικά, πρόκειται για καθαρά τυπικές προσταγές, γιατί δεν μπορούν να προσδιορίσουν μια συγκεκριμένη πράξη. Θυμάστε τις μεγάλες ρητές αρχές (maxime): «Να ενεργείς έτσι ώστε η αρχή της πράξης σου να μπορεί να γίνει καθολικός νόμος» — δηλαδή κάνε κάτι που, αν το έκαναν όλοι, θα ήταν σωστό.
Αλλά αυτό δεν μας λέει ποια συγκεκριμένη πράξη να κάνουμε. Άρα είναι μεν λογική επειδή είναι καθολική, αλλά δεν είναι λογική που επιχειρηματολογεί, έστω και με ευέλικτη, ήπια επιχειρηματολογία, όπως στην αρχαία πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Αντιθέτως, είναι πολύ άκαμπτη, πολύ αυστηρή — έχει μέγιστη αυστηρότητα, αλλά όχι επιχειρηματολογική αυστηρότητα. Είναι απλώς αυστηρότητα εντολής.
Και από αυτή την άποψη, ο Καντ δεν αντιτίθεται στον Χιουμ, γιατί δεν αντλεί προσταγές από περιγραφές — δεν υπάρχει καμία περιγραφή. Υπάρχει μόνο η προσταγή. Δηλαδή, η προσταγή δεν προκύπτει από γνώση. Από αυτή την άποψη, είναι απολύτως σύμφωνος με τον Χιουμ. Διαφέρει από τον Χιουμ στο ότι τοποθετεί τη λογική — κι όχι το συναίσθημα — στη βάση της ηθικής· αλλά είναι μια λογική που μπορεί μόνο να προστάζει, όχι να λογίζεται.

Αυτό λέει κάτι; Θέλετε να ρωτήσετε; Όχι; Λοιπόν, ας περάσουμε τώρα αμέσως — ας περάσουμε στη φρόνηση, ας περάσουμε στη σοφία.

Αυτή είναι προς το παρόν η ηθική, δηλαδή ο πρακτικός λόγος, η πρακτική λογική.

Ο Καντ μιλάει επίσης για τη σοφία (Klugheit στα γερμανικά). Όσοι γνωρίζουν καλύτερα τα γερμανικά από εμένα μου λένε ότι Klugheit στα γερμανικά σημαίνει επίσης πονηριά, επιδεξιότητα, εξυπνάδα, ακόμα και πονηρή εξυπνάδα — είναι αλήθεια; Λοιπόν, αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Καντ για να αποδώσει στα γερμανικά αυτό που ο Αριστοτέλης ονόμαζε φρόνησις και ο Θωμάς Ακινάτης προνόηση (prudenzia).
Για τον Καντ, αυτό είναι η Klugheit, δηλαδή — όπως λέει — μια δεξιότητα βασισμένη σε αρχές, σε κανόνες, όχι ηθικοπρακτικούς αλλά τεχνοπρακτικούς. Για παράδειγμα, η τέχνη του να διοικείς σωστά το σπίτι. Στην παραδοσιακή κοινωνία, το «σπίτι» σήμαινε το κυριολεκτικό νοικοκυριό, αλλά και το κτήμα, η γη, η περιουσία, τα ζώα, η επιχείρηση — σκεφτείτε την κοινωνία πριν τη βιομηχανική επανάσταση, που ήταν θεμελιωδώς αγροτική.
Η τέχνη του να κυβερνάς σωστά το νοικοκυριό, να το διαχειρίζεσαι καλά, απαιτούσε γνώσεις γεωργίας, εμπορίου, τεχνικών. Σύμφωνα με την αρχαία αντίληψη, αυτές οι γνώσεις ανήκαν στην οικονομική, δηλαδή εκείνο το μέρος της πρακτικής φιλοσοφίας που ήταν η σοφία εφαρμοσμένη στη διαχείριση του οίκου.

Ο Καντ λέει: όλα αυτά μπορεί να είναι χρήσιμα, μπορεί να είναι σημαντικά, είναι σημαντικά από τεχνική άποψη — αλλά δεν έχουν καμία σχέση με την ηθική. Αυτό είναι απλώς δεξιότητα, αλλά η ηθική δεν αφορά τη δεξιότητα. Αν είναι έτσι, τότε και ο επιδέξιος διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων που ληστεύει μια τράπεζα διαθέτει δεξιότητα — κι αυτή είναι δεξιότητα.
Δηλαδή, αυτό που συμβαίνει με τον Καντ — ο οποίος ήταν ένας σπουδαίος φιλόσοφος — είναι ότι είχε πολύ περιορισμένη γνώση της ιστορίας της φιλοσοφίας. Ο Καντ δεν διάβαζε· πιστεύω ότι ποτέ δεν είχε διαβάσει τον Αριστοτέλη στα πρωτότυπα έργα του. Ίσως είχε διαβάσει κάποια έργα λογικής και μεταφυσικής· πιστεύω πως τα έργα της πρακτικής φιλοσοφίας δεν τα γνώριζε. Και αυτό δεν είναι απλώς δική μου γνώμη — οι μελετητές συμφωνούν σε αυτό.
Εξάλλου, στα πανεπιστήμια της εποχής διδάσκονταν κυρίως μέσα από εγχειρίδια: υπήρχαν εγχειρίδια φυσικής, μεταφυσικής, λογικής, ηθικής, πολιτικής κ.λπ. — δεν καταφεύγανε πια στα κλασικά έργα. Αρκούνταν στα εγχειρίδια. Και ο Καντ, στη διδασκαλία του, χρησιμοποιούσε εγχειρίδια. Άρα, πιθανότατα, δεν είχε υπόψη του τις σελίδες της Ηθικής Νικομάχειας όπου ο Αριστοτέλης, μιλώντας για τη φρόνησιν, τη διακρίνει από αυτό που αποκαλεί δεινότητα (deinotes), δηλαδή εξυπνάδα, πονηριά, επιδεξιότητα.
Ποια είναι η πραγματική διαφορά; Και τα δύο — και η φρόνηση και η δεινότητα — γνωρίζουν πώς να βρουν τα καταλληλότερα μέσα για την επίτευξη κάποιου σκοπού. Αλλά η ουσιαστική διαφορά είναι ότι η σοφία (φρόνησις) έχει ως σκοπό το αγαθόν, δηλαδή έναν σκοπό που είναι πάντοτε καλός. Αν δεν είναι καλός ο σκοπός, δεν είναι σοφία.
Αντίθετα, η δεινότητα, η απλή ικανότητα, η πονηριά, είναι η ικανότητα να βρίσκεις τα αποτελεσματικότερα μέσα για την επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού — όχι απαραίτητα αγαθού. Μπορεί να είναι το χρήσιμο, το συμφέρον, το προσωπικό όφελος.

Ο Αριστοτέλης το λέει αυτό με απόλυτη σαφήνεια: η αληθινή σοφία είναι η πρώτη — η φρόνησις — αυτή που αργότερα ο Θωμάς Ακινάτης θα αποκαλέσει prudenzia, όχι η δεξιοτεχνία.
Ο Καντ, όμως, συγχέει τη σοφία με τη δεξιοτεχνία. Τόσο που ο όρος Klugheit στα γερμανικά χρησιμοποιείται και για την πονηριά, την εξυπνάδα, την ικανότητα.

Αυτό έχει ενδιαφέρον, διότι — όπως και στην περίπτωση της λογικής — ο Καντ δίνει την εντύπωση ότι επιστρέφει στην αρχαία έννοια της πρακτικής λογικής και της πρακτικής φιλοσοφίας, αλλά στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το ίδιο ισχύει και με τη σοφία: ο Καντ την επαναφέρει ως θέμα, της αφιερώνει κάποιες σελίδες — ιδίως στη Θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών — μιλάει για τη σοφία, αλλά για να την επικρίνει.
Σε αυτό το βιβλιαράκι (σημ.: ο ομιλητής αναφέρεται πιθανώς στο δικό του έργο), παρέθεσα τις σελίδες όπου ο Καντ μιλά για τη σοφία και λέει ότι η σοφία είναι ένα σύνολο κανόνων, αρχών τεχνοπρακτικού χαρακτήρα — όπως οι κανόνες για τη γεωργία, για το κυνήγι, για το ψάρεμα, για όλες εκείνες τις δραστηριότητες που είναι βέβαια θετικές, έτσι δεν είναι; Ο καλός οικογενειάρχης, ο καλός διαχειριστής, ο καλός οικονομολόγος πρέπει να γνωρίζει αυτά τα πράγματα — αλλά αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την ηθική.
Υπάρχει ένα σημείο όπου, αντίθετα, ο Καντ καταφέρνει να δώσει περιεχόμενο στην ηθική του — αλλά πριν από αυτό, πρέπει να σας πω κάτι ακόμα.
Μια χαρακτηριστική έκφραση της καντιανής στάσης είναι ότι οι προσταγές της λογικής είναι ανεπιφύλακτες, ανεξαρτήτως όρων — δηλαδή, ο άνθρωπος οφείλει να υπακούει, χωρίς να νοιάζεται για τις συνέπειες που μπορεί να έχουν οι πράξεις του. Αν κάτι είναι δίκαιο, αν κάτι πρέπει να γίνει, πρέπει να γίνει οπωσδήποτε, όποιες κι αν είναι οι περιστάσεις, όποιες κι αν είναι οι συνέπειες.
Παράδειγμα: μην ψεύδεσαι. Ο Καντ δίνει αυτό το παράδειγμα: δεν πρέπει ποτέ να ψεύδεσαι, το ψεύδος είναι ανήθικο. Ένας άνθρωπος έχει ηθικό καθήκον να λέει πάντα την αλήθεια, να μη λέει ποτέ ψέματα, όποιες κι αν είναι οι συνέπειες.

Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι εδώ ανοίγει ολόκληρη συζήτηση περιπτωσιολογίας. Γιατί κάποιος θα πει: Αν, ας πούμε, στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής στη Γερμανία, ερχόταν η Γκεστάπο να συλλάβει τον γιο μου, κι ο γιος μου ήταν κρυμμένος στη σοφίτα, πρέπει να πω ότι είναι εκεί, για να μη πω ψέματα ή επιτρέπεται να πω ψέματα για να του σώσω τη ζωή;Σύμφωνα με τον Καντ, οφείλω να πω πού είναι, δεν πρέπει να ψευδολογήσω. Φτάνει να λέει:Dum fiat iustitia, pereat mundus — στα λατινικά: Ας γίνει δικαιοσύνη, κι ας χαθεί ο κόσμος.Δηλαδή, αρκεί να ενεργώ με δικαιοσύνη, με ηθικό τρόπο, σύμφωνα με τη δεοντολογία, κι ας έρθουν ακόμα και οι πιο καταστροφικές συνέπειες. Το σημαντικό είναι να ενεργώ ηθικά.

Αυτή είναι η περίφημη στάση που ο Μαξ Βέμπερ θα αποκαλέσει ηθική της πεποίθησης (Ethik der Gesinnung), δηλαδή η ηθική σύμφωνα με την οποία πρέπει να ακολουθώ τη συνείδησή μου, να ακολουθώ τις αρχές μου, ανεξάρτητα από τις συνέπειες των πράξεών μου.
Σε αυτό, ένας σπουδαίος φιλόσοφος του 20ού αιώνα, ο Hans Jonas, θα αντιπαραθέσει την ηθική της ευθύνης. Στο υπέροχο βιβλίο του, Η αρχή της ευθύνης (Das Prinzip Verantwortung).
Διότι, βεβαίως, η καθολικότητα (universalità) παίζει ρόλο: αν όλοι έλεγαν ψέματα, δεν θα μπορούσε κανείς να εμπιστευτεί κανέναν. Όμως — κι εδώ ήθελα να πω — παρά τα όσα είπαμε, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Καντ μπορούσε να λέει αυτά τα πράγματα επειδή ζούσε σε μια εποχή όπου οι συνέπειες των ανθρώπινων πράξεων, των πράξεων ενός και μόνο ατόμου, μπορεί να ήταν σοβαρές, αλλά πάντα μέσα σε κάποια όρια. Η τεχνική δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί. Ο άνθρωπος δεν διέθετε ακόμη τη φοβερή δύναμη που του έδωσε η σύγχρονη τεχνολογία.
Δηλαδή, τι μπορούσε να κάνει ένας μόνο άνθρωπος στην εποχή του Καντ; Να σκοτώσει κάποιον — αλλά όχι πολλούς. Ενώ σήμερα, όποιος κρατάει το χαρτοφύλακα με τα κουμπιά της ατομικής βόμβας, μπορεί μόνος του να φέρει το τέλος του ανθρώπινου είδους. Άρα, στην εποχή του Καντ, μια ηθική της ευθύνης δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί, διότι δεν υπήρχε ακόμη η αντίληψη των τεράστιων εξουσιών που η τεχνική έχει δώσει στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε τότε να προκαλέσει τόσο μεγάλα κακά, όπως μπορεί τώρα που έχει τέτοια ισχύ.
Υπάρχει όμως, κατά τη γνώμη μου, ένα υψηλό σημείο στην ηθική του Καντ που αξίζει τον απόλυτο σεβασμό μας. Όταν λέει, σε μία από τις ηθικές του αρχές:
«Να θεωρείς πάντοτε την ανθρωπότητα, τόσο στο πρόσωπό σου όσο και στο πρόσωπο των άλλων, όχι απλώς ως μέσο, αλλά πάντοτε και ως σκοπό».
Δεν λέει μόνο ως σκοπό — λέει όχι μόνο ως μέσο. Γιατί είναι γεγονός ότι συχνά χρησιμοποιούμε τους άλλους ως μέσα: π.χ. αν θέλω να πάω στον σταθμό και καλώ ταξί, τότε ο ταξιτζής είναι για μένα μέσο για να πάω στον προορισμό μου. Αλλά — λέει ο Καντ — ο άνθρωπος αυτός αξίζει τον πλήρη μου σεβασμό, διότι ως πρόσωπο είναι σκοπός καθ’ εαυτόν. Δεν είναι απλώς ένα εργαλείο στα χέρια μου· έχει δικό του σκοπό, που οφείλω να σέβομαι.

Εδώ ο Καντ είναι απόλυτα σαφής όταν κάνει τη διάκριση μεταξύ μέσων και σκοπών, μεταξύ πραγμάτων και προσώπων.

Τα πράγματα έχουν τιμή, γιατί μπορούν να ανταλλαχθούν με κάτι άλλο — π.χ. με χρήματα, μπορούν να αγοραστούν και να πουληθούν.
Οι άνθρωποι δεν έχουν τιμή — γιατί δεν είναι ανταλλάξιμοι με τίποτα.
Οι άνθρωποι έχουν αξιοπρέπεια. Και η αξιοπρέπεια είναι το χαρακτηριστικό εκείνου που είναι σκοπός, όχι εκείνου που είναι μέσο.

Αυτό δεν είναι απλός φορμαλισμός, όπως οι άλλοι καντιανοί κανόνες. Εδώ υπάρχει ουσιαστικό νόημα: η αξία και αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όταν ο Καντ έγραφε αυτά, η δουλεία υπήρχε ακόμη στον πολιτισμένο και χριστιανικό κόσμο.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, συγκεκριμένα — η δουλεία καταργήθηκε μόνο με τον εμφύλιο πόλεμο, στα μέσα του 19ου αιώνα.

Η δουλεία σημαίνει ότι εξισώνεις τα πρόσωπα με τα πράγματα, ότι τα θεωρείς απλώς ως μέσα. Ο Καντ είχε καταλάβει πως αυτό είναι ηθικά απαράδεκτο, ανεπίτρεπτο.

ΕΠΟΧΗ, ΚΑΙΡΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ (1)

  ΕΠΟΧΗ, ΚΑΙΡΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ  ΣΤΟΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ.            

Του Karl Lwith (Aπό «δοκίμια στον Χάιντεγκερ»).

Σε μια ομιλία τού 1924, για τον Χρόνο, ο Χάιντεγκερ δήλωσε πως ο φιλόσοφος δεν γνωρίζει τίποτε για τον Θεό και επομένως ούτε για την αιωνιότητα. [Παρότι δεν ταυτίζονται και παρότι ο αρχαίος φιλόσοφος γνώριζε ακριβώς την αιωνιότητα]. Ο φιλόσοφος δεν πιστεύει, και όταν θέτει το πρόβλημα του Χρόνου είναι «αποφασισμένος να κατανοήσει τον Χρόνο, ξεκινώντας από τον Χρόνο». Ακόμη και το αεί-όν της Ελληνικής σκέψης, που διαθέτει την εικόνα της αιωνιότητος, είναι στην πραγματικότητα ένα απλό παράγωγο του Χρονικού – Είναι. Σ’ αυτήν την πρώτη στοιχειοθέτηση του προβλήματος του Χρόνου ο Χάιντεγκερ παρέμεινε πιστός μέχρι τέλους, παρότι σήμερα, ίσως, δεν θα διατύπωνε πια τόσο καθαρά την αντίθεση χρονικότητος και αιωνιότητος, εάν είναι αλήθεια ότι ακόμη και η ξαφνική (εξαίφνης) κάθε φορά ανεπανάληπτη περιπέτεια του Είναι, φανερώνει ομοιότητα και παραμονή στην ταυτότητα με τον εαυτό του. Η «στροφή» δεν είναι, στο θέμα του Χρόνου, απομάκρυνση από το «Είναι και Χρόνος», ούτε από την «ενθαδικότητα» και τον «καιρό», αλλά αλλαγή της ιδανικής κατεύθυνσης της δυνατότητος θεμελίωσης του Χρόνου. Στο «Είναι και Χρόνος» ο Χρόνος της ιστορικής εποχής θεμελιώνεται αρχής γενομένης από τον καιρό, το απροσδόκητο του ενθαδικού περασμένου όντος. Μετά όμως το «Είναι και Χρόνος», θεμελιώνεται στο ίδιο το Είναι σαν η εποχή του Είναι. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό που «είναι» είναι εποχή ιστορικο-χρονική, κάτι που βρίσκει γλωσσική έκφραση στους αναρίθμητους βερμπαλισμούς  (κενολογίες) των γραπτών του Χάιντεγκερ. Στην πραγματικότητα, ο Χάιντεγκερ σκέπτεται το Είναι ξεκινώντας από τον Χρόνο ο οποίος το σκεπάζει και το κρύβει, σαν ένας στοχαστής ιστορικός της εποχής, του πνεύματος της εποχής, σε μια «εποχή λήθης, ελλείψεως» του νοήματος του Είναι. Και η λήθη της εποχής συνίσταται στον πόνο της από μια διπλή έλλειψη, η οποία οφείλεται στο ότι «δεν υπάρχουν πλέον οι καταδιωγμένοι Θεοί, ούτε αυτοί που θα έρθουν στην θέση τους». [Σήμερα εμφανίζονται σαν αναδυόμενοι Θεοί από τις ίδιες τις θρησκείες, σαν κρυμμένοι Χριστοί που ωρίμασαν μέσα στην μεγάλη μήτρα των θρησκειών που θα συναντήσουν στην ιστορία τον συντονιστή τους, τον ΠΑΠΑ].
Απέναντι σ’ αυτή την αναποφασιστικότητα γύρω από τον Θεό και τους θεούς ο Χάιντεγκερ αναρωτήθηκε εάν το Είναι θα είναι ακόμη ικανό να δεχθεί τον Θεό. Και η εποχή της πενίας φαίνεται να ασχολείται ακόμη με τον Θεό και τους θεούς, παρότι χωρίς μια αιωνιότητα, χωρίς χρόνο. Έτσι ο Χάιντεγκερ σκέφτεται προς την κατεύθυνση ενός Ερχόμενου [η εσχατολογία του προτεσταντισμού και του Ζηζιούλα], στην προσμονή της παρουσίας τού Είναι, που θα διανοίξει το πλήρες και το Άγιο και σ’ αυτό θα καταστήσει εφικτό κάτι παρόμοιο μ’ έναν Θεό.
Η σύγχρονη χρήση μάς συνήθισε να ονομάζουμε «ιστορική» μια σκέψη, η οποία σαν αυτή, είναι στραμμένη στο μέλλον με μια προοπτική αποκαλυπτική και εσχατολογική, παρότι από καταγωγής το φυσικό νόημα της ιστορίας, σημαίνει ακριβώς το αντίθετο από αυτόν τον Φουτουρισμό (μελλοντολογία). Οι Έλληνες ιστορικοί εννοούσαν με ιστοριογραφία την επιβεβαίωση αυτού που υπήρξε, προϋποθέτοντας σ’ αυτό την ουσιαστική ταυτότητα με τον εαυτό της, της ανθρώπινης φύσεως, μέσω των μεταστροφών της φύσης, οι οποίες μοιραίως συμβαίνουν. Αυτό που υπάρχει και είναι, είναι το ίδιο που υπήρξε και θα υπάρχει ακόμη. Όταν όμως ο Χάιντεγκερ, σαν μοντέρνος στοχαστής, μεταχριστιανός, μιλά για την ανθρώπινη ύπαρξη σαν μια ιστορική ύπαρξη, αναμένει μια μετάλλαξη στην ουσία του ανθρώπου [όπως την μεταλλάσει ο αλκοολισμός, αλλά κυρίως ακολουθώντας την κακοδοξία του παπισμού περί μετουσιώσεως των θείων δώρων], σαν συνέπεια μιας στροφής στην περιπέτεια του Είναι, προϋπόθεση που έχει την Ιδέα πως δεν υπάρχει μια φύση του ανθρώπου πάντοτε ίση με τον εαυτό της. Ο άνθρωπος καθώς βρίσκεται σε πορεία προς κάτι είναι    εκ-στατικός.  Η κίνηση δεν επιτρέπει την ουσία, η οποία ερμηνεύεται στατικά, μέσω του σχολαστικισμού. Σύμφωνα μ’ αυτή την ιδέα λοιπόν [κοντά στο «τα πάντα ρει» του Ηρακλείτου], η σκέψη του Χάιντεγκερ δεν είναι ανατολικός διαλογισμός ή Ελληνική θεωρία του Είναι πάντοτε ταυτού (με τον εαυτό του), αλλά είναι και θέλει να είναι ένα ον, μια σκέψη, ένα είναι, πάντοτε σε πορεία, ένα ον μοντέρνο και ιστορικά προσδιοριζόμενο. [Γι’ αυτό και επέλεξε την γλώσσα σαν την εμφάνεια αυτού του Είναι σε συνεχή πορεία].
Η κίνηση της σκέψης του τρέχει ανάμεσα σ’ ένα σημείο εκκινήσεως και ένα τέρμα, καθορίζεται κυρίως από αυτά και πάνω απ’ όλα από έναν εχθρικό στόχο ενάντια στον οποίο κινείται το παν. Σημείο εκκινήσεως της παλιάς σκέψη και μελλοντικής μαζί τού Χάιντεγκερ είναι η Ελληνική πηγή της Δυτικής παραδόσεως. Τέρμα της, ο εσχατολογικός ορίζοντας μιας ερχόμενης στροφής του κόσμου. Και ο στόχος τον οποίο σημαδεύει ο Χάιντεγκερ, η παρακμή του πρωτογενούς «ιστορικού» στον σημερινό κόσμο.
Αρχή και τέλος, πρώτο και τελευταίο είναι ένα μόνον και διφορούμενο «μια φορά», καθότι το πρότερο που υπήρξε στην αρχή αποφασίζει και υπερβαίνει a priori το τελευταίο που είναι στο τέλος. Η ιστορία του Καιρού τού Είναι , διαβάζουμε στο δοκίμιο για τον Αναξίμανδρο, συγκεντρώνεται σ’ αυτή την απουσία, την αποχώρηση του ουσιώδους και κεκρυμμένου τα οποία ήταν μέχρι τώρα δικά του, σε μια ιστορική «εσχατολογία του Είναι» της εποχής. Αλλά το σημείο εκκίνησης αυτής της προνοητικής και αναδρομικής σκέψης είναι η εμπειρία του σήμερα. Και είναι ακριβώς ο χαρακτήρας της παρακμής της εποχής μας που κατευθύνει προς το μέλλον την σκέψη της ουσιαστικότητος και της εποχικότητος και δικαιολογεί την καταστροφική στάση και την κατάβαση πέραν της Εγελιανής κορυφής της δυτικής μεταφυσικής. Παρ’ όλα αυτά η εποικοδομητική πρόοδος του Χέγκελ και η ανυψωτική του κίνηση, και η καταστροφική οπισθοδρόμηση και η καθοδική κίνηση του Χάιντεγκερ δεν είναι διαφορετικές σύμφωνα με την κοινή του αρχή και την μοντέρνα ύβρη τού ιστορικισμού, είτε του πνεύματος είτε του Είναι, η οποία ιστορικοποιεί το απόλυτο τού Είναι όπως και του πνεύματος. Σ’ αυτόν τον ορίζοντα εκινείτο και ο σύγχρονος τού Ναπολέοντος (ο Χέγκελ), ο οποίος σκεπτόταν την δική του ολοκλήρωση τής Ευρωπαϊκής Ιστορίας της «έννοιας», σαν μια πληρότητα μιας αρχής, ενός ξεκινήματος , που καθ’ αυτό δεν ξεδιπλώθηκε! Ο σύγχρονος του Χίτλερ, με την σειρά του, σκέπτεται την ίδια ιστορία του Δυτικού Πνεύματος σαν την ανάδυση του μηδενισμού που φθάνει πλέον στην ολοκλήρωσή του.
Συνεχίζεται 
Αμέθυστος

ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ (1)

 ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ 

ΤΟΥ MARTIN HEIDEGGER.

Σάν Εισαγωγή.

                                               

Είχαν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια από το Είναι και Χρόνος το κύριο έργο του, τού 1927, όταν ο Χάιντεγκερ αποφάσισε να εκδώσει αυτό το βιβλίο, χωρίς αμφιβολία το πιο σημαντικό κείμενο τής τελευταίας φάσης τής σκέψης του! Εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1969 με τον τίτλο “Για το «κάτι», το πράγμα τής σκέψης”. Ο τόμος συγκεντρώνει τέσσερα βασικά κείμενα, τα οποία γεννήθηκαν το πρώτο μισό τών 60. Την διάσημη διάλεξη “Χρόνος και Είναι”, το πρωτόκολλο, αδημοσίευτο κείμενο ενός σεμιναρίου αφιερωμένου στη διάλεξη αυτή, την διάλεξη “Το τέλος της φιλοσοφίας και το χρέος της σκέψης”, η οποία εμφανίσθηκε μόνον στα Γαλλικά κατ’αρχάς και τέλος το αυτοβιογραφικό δοκίμιο, “Η πορεία μου στην φαινομενολογία”.

          Μετά το Είναι και Χρόνος ο Χάιντεγκερ δεν δημοσίευσε κανένα έργο που να θυμίζει πραγματεία. Όμως γνωρίζουμε ότι από την άνοιξη του 1932 αφού είχε εγκαταλείψει το σχέδιο του Είναι και Xρόνος, είχε αρχίσει να εργάζεται σε μία δεύτερη μεγάλη εργασία την οποία έγραψε ανάμεσα στο 1936 και το 1938 με τον τίτλο "Συμβολή στην φιλοσοφία (του συμβάντος)". Στην βάση αυτής τής πραγματείας, η οποία παρέπεμπε στο στυλ του Νίτσε, με σύντομους αφορισμούς, ο Χάιντεγκερ ανέπτυσσε για πρώτη φορά την λέξη κλειδί τής ύστερης σκέψης του : Ereignis, “συμβάν”! Μετά το σκάνδαλο τού Ναζισμού το οποίο κόστισε πολύ στον Χάιντεγκερ, αποφάσισε να αναβάλλει την έκδοση των πραγματειών του, για να προετοιμάσει την παρουσίασή του ώστε να γίνει γνωστό το βάθος από το οποίο γεννήθηκαν. Έτσι πέρασε μία δεκατετία μαθημάτων τα οποία χαρακτηρίστηκαν από την διαμάχη του με την ιστορία τής μεταφυσικής. Η συλλογή Χρόνος και Είναι εκδόθηκε με την ευκαιρία τού εορτασμού των ογδοηκοστών γενεθλίων του και είναι η τελευταία και η μοναδική η οποία μοιάζει να τολμά κάτι νέο στην φιλοσοφία: Ακόμη μέχρι σήμερα όμως οι ποιο κατάλληλες λέξεις για τον εορτασμό τής φιλοσοφικής φιγούρας τού Χάιντεγκερ είναι αυτές που του αφιέρωσε η Hannah Arendt στον ραδιοφωνικό της λόγο : “O Mάρτιν Χάιντεγκερ είναι ογδόντα ετών”"Η καταιγίδα που φυσά ορμητικά στην σκέψη τού Χάιντεγκερ-παρόμοια με εκείνη που ακόμη μετά από χιλιετίες μάς έρχεται σε συνάντηση από το έργο του Πλάτωνος-δεν προέρχεται από τούτον τον αιώνα. Προέρχεται από τις πρωταρχές, είναι αρχέγονη και αυτό που αφήνει πίσω της είναι κάτι πλήρες, και όπως κάθε πλήρες πράγμα, ολοκληρωμένο, επιστρέφει στις πρώτες αρχές”.

          Βαδίζοντας προς το “Είναι και Χρόνος”.

          Η διάλεξη Χρόνος και Είναι δεν μπορούσε πλέον να επανασυνδεθεί άμεσα με όσα άφησε σε εκκρεμότητα τριανταπέντε χρόνια πριν. Ας περιοριστούμε όμως να θυμηθούμε ότι η ιδέα του Είναι και Χρόνος ανάγεται από το 1922, όταν ο Χάιντεγκερ αντιμετωπίζοντας για πρώτη φορά την ελληνική κατανόηση του Είναι, εννοημένου σαν “Είναι παρόν” (ουσία) ανακάλυψε στον Αριστοτέλη έναν πρώιμο φαινομενολόγο. Για πέντε χρόνια όταν έμενε για λίγο ελεύθερος από τις ακαδημαϊκές του υποχρεώσεις εργαζόταν στο εν λόγω χειρόγραφο. Από την αντιπαράθεση με τον Αριστοτέλη ανακάλυψε τον δεσμό ανάμεσα στο Είναι και τον Χρόνο, όπως αντιμετωπίστηκε στην παράδοση σαν χρόνος και αιωνιότης ή φύσις και πνεύμα. [Μόνο που η αιωνιότης των αρχαίων ήταν ο Νους, το Θεϊκό στοιχείο, το φως στον άνθρωπο, κάτι απαράδεκτο για τον Γερμανικό αθεϊσμό ο οποίος είχε ήδη, με τον Χέγκελ εκκοσμικεύσει τον Χριστιανισμό]. Αλλά ο Αριστοτέλης κατέληξε να είναι όλο και πιο ακατάλληλος να ικανοποιήσει τις φιλοσοφικές διαισθήσεις του νεαρού Χάιντεγκερ, για τον οποίο δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί η “χρονικότης” τού ανθρώπου σαν ένα πράγμα τής φύσεως! Το παρόν, καθότι προέρχεται από τα “υπήρξε” και είναι εκτεθειμένο στο “μέλλον” δεν είναι το “τώρα” ίσο με κάθε άλλο τώρα της απείρου ροής τού χρόνου, αλλά ούτε η αιωνιότης αντιτιθέμενη στην χρονική διάσταση όπως θα ήθελε η θεολογικό-μεταφυσική παράδοση! Τον Δεκέμβριο τού 1923 ο Χάιντεγκερ διαβάζει την αλληλογραφία ανάμεσα στον Wilhelm Dilthey και τον κόμη York Von Waltenburg, χάρις στην οποία κατάλαβε ότι η χρονικότης τού ανθρώπου είναι ακριβώς “ιστορικότης”. Έτσι λοιπόν στην συνέχεια ανακαλύπτει ότι η χρονικότης η ατομική κατανοείται στο βάθος τής πιο γενικής χρονικότητος του Είναι. Επομένως και στην σχέση με τους άλλους ανθρώπους η οποία ερμηνεύεται πλέον βάσει του χρόνου, όχι μέσω της εντροπάθειας, αλλά αφαιρώντας από την έννοια του γένους τους απλούς βιολογικούς χαρακτήρες, και σκεπτόμενοι επομένως τον κόσμο του (ο άνθρωπος, il Man) όχι σε αρνητικούς όρους όπως έκανε η νόηση απέναντι στην κοινή γνώμη, αλλά σαν τον κόσμο τής παραδόσεως στην οποία βρίσκεται να ζεί.

          Τον Ιούλιο του 1924 με την διάλεξη, “Η έννοια του χρόνου”, έδειχνε τα όρια των παραδοσιακών εννοιολογήσεων του χρόνου όπως μαρτυρούνται στον Αυγουστίνο και τον Αριστοτέλη, και όπως συμπεριλήφθηκαν στο Είναι και χρόνος.

          3. “Είναι και Χρόνος” ένα μονοπάτι σταματημένο.

          Όπως είπαμε ο Χάιντεγκερ εργαζόταν από χρόνια σε ένα συστηματικό έργο, αλλά η απόφαση πάρθηκε και εκδόθηκε προκειμένου να καταλάβει την θέση του Nicolai Hartmann, στο Μαρβούργο, ο οποίος είχε μετακινηθεί στην Κολωνία!

          Αλλά να εξακριβωθούν οι λόγοι που τον οδήγησαν να το αφήσει ατελείωτο, παραμένει ακόμη ένα άλυτο μυστήριο. Δεν είναι εξ’άλλου εύκολο να παρακολουθήσουμε ούτε την εντύπωση που προκάλεσε στην εποχή του η έκδοση τού Είναι και Χρόνος. Σταμάτησε πολλές σύγχρονες συζητήσεις στο εσωτερικό της φαινομενολογίας, αλλά και τις προσπάθειες ανανέωσης της οντολογίας από μέρους του Νεοθωμισμού του Nicolai Hartmann. Αφού ερμήνευσε στα δύο πρώτα μέρη την σημασία τής ανθρώπινης υπάρξεως σαν χρονικότητος, στο τρίτο μέρος το έργο έπρεπε να αντιμετωπίσει το ερώτημα της σημασίας τού Είναι γενικώς. Αλλά η ύπαρξη, σημαδεμένη από το πεπερασμένο, δεν μπορεί να γνωρίζει τίποτε από την καταγωγή της και για το τέλος της. Η σημασία του Είναι αποτραβιέται από την ανθρώπινη κατανόηση, εμφανιζόμενη μόνον σαν ο ίδιος ο Χρόνος, σαν η σκοτεινή και αβυσσαλέα χρονικότης τού Είναι που θεμελιώνει την ύπαρξη. Αλλά μία αληθινά “θεμελιώδης” σκέψη θα έπρεπε να αναρωτηθεί για την προέλευση της υπάρξεως, για το “ρίξιμο” που βρίσκεται στο θεμέλιο της ανθρώπινης υπάρξεως εννοημένης σαν ένα “ριγμένο σχέδιο”, προσφέροντας τοιουτοτρόπως μία ερμηνεία χρονική του ιδίου του Είναι!

          Επειδή όμως το εκδοθέν μέρος του Είναι και Χρόνος περιοριζόταν στην ύπαρξιακή χρονικότητα, πολύ γρήγορα ξεχάστηκε ότι το έργο στόχευε στην γενική σημασία τού Είναι, συμπεριλαμβάνοντας την ανάμεσα στις αναγγελίες της Υπαρκτικής φιλοσοφίας και στην συνέχεια του Υπαρξισμού.  Ξεχάστηκε επίσης και η προσπάθεια εγκατάλειψης του “υποκειμενισμού”. Ο κόσμος που ακολουθεί την φιλοσοφία άκουσε να γίνεται για μία “στροφή” μόνον στο “Γράμμα στον ανθρωπισμό”, όπου ο Χάιντεγκερ δηλώνει ότι στο “Χρόνος και Είναι” όλα έπρεπε να ανατραπούν.

          Μόνον η διάλεξη “περί της ουσίας της αλήθειας” (1930 αλλά εκδοθείσα το 1943) επέτρεπε να φανερωθεί μία ιδέα αυτής της στροφής, η οποία δεν ήταν απλώς η αλλαγή οπτικής του Είναι και χρόνος, αλλά σ’αυτή η σκέψη έβρισκε για πρώτη φορά “τον τόπο από την διάσταση του οποίου ξεκινώντας είχε βιωθεί η εμπειρία του Είναι και Χρόνος σαν θεμελιώδης εμπειρία της λήθης του Είναι”.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος.