Συνέχεια από: Σάββατο 26 Ιουλίου 2025
Goodbye Heidegger! βΗ λογοκριμένη μου Εισαγωγή στις Beiträge zur Philosophie (Συμβολές στη Φιλοσοφία)
Franco Volpi
Πανεπιστήμιο της Πάδοβας
Δημοσιεύθηκε στα πρακτικά:
Fenomenología y Hermenéutica, ACTAS DEL I CONGRESO INTERNACIONAL DE FENOMENOLOGÍA Y HERMENÉUTICA, 2008
Πανεπιστήμιο της Πάδοβας
Δημοσιεύθηκε στα πρακτικά:
Fenomenología y Hermenéutica, ACTAS DEL I CONGRESO INTERNACIONAL DE FENOMENOLOGÍA Y HERMENÉUTICA, 2008
3. «Δεν γράφω το ‘Είναι και Χρόνος II’»
Με απλά λόγια, οι Συμβολές τοποθετούνται σε μια κρίσιμη φάση μετάβασης. Πιο ενδεικτική των προγραμμάτων του Χάιντεγκερ αυτής της περιόδου είναι κυρίως η ιδιωτική του αλληλογραφία. Από τη μοναξιά της καλύβας του στο Τοντνάουμπεργκ έγραψε στην φίλη του Ελισάβετ Μπλοχμαν, στις 18 Σεπτεμβρίου 1932, ότι είχε «την αίσθηση πως ξαναμεγαλώνει» και πως είχε ξαναβρεί το νήμα της δικής του δουλειάς:
«Αυτή τη στιγμή μελετώ τα χειρόγραφά μου, δηλαδή διαβάζω τον εαυτό μου, και πρέπει να πω πως αυτό, θετικά και αρνητικά, είναι πολύ πιο γόνιμο από άλλες αναγνώσεις».
Ένας σκύλος που κυνηγά την ουρά του; Όχι. Ο Χάιντεγκερ ξαναβρίσκει τον εαυτό του, προστατευμένος από τη φήμη που απέκτησε με το Είναι και Χρόνος. Στη συνέχεια προσθέτει μια πληροφορία ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για εμάς:
«Ήδη γίνονται εικασίες και εκφωνούνται λόγοι για το γεγονός ότι γράφω το Είναι και Χρόνος II. Πολύ καλά. Ωστόσο, εφόσον το Είναι και Χρόνος I υπήρξε για μένα ένας δρόμος που με οδήγησε κάπου, αλλά τώρα δεν τον διασχίζω πια και έχει κιόλας καλυφθεί με βλάστηση, δεν μπορώ επ’ ουδενί να γράψω το Είναι και Χρόνος II. Ούτε γράφω κάποιο άλλο βιβλίο».
Ένα πρώτο στρώμα των Συμβολών στη φιλοσοφία –σύμφωνα με μια αυτοβιογραφική σημείωση του 1937/38 με τίτλο Περί της διατήρησης του εγχειρημένου (Über die Bewahrung des Versuchten), που περιλαμβάνεται στη διαθήκη Επιθυμία και Θέληση (Wunsch und Wille: Δημοσιεύτηκε με τον τίτλο Παράρτημα στην Επιθυμία και Θέληση (Περί της διατήρησης του εγχειρημένου), ως προσθήκη στο M. Heidegger. Ενατένιση (Besinnung), στα Απάνθισμα Έργων (GA), τόμος 47, 1997, σελ. 419–428, εδώ σελ. 424.
Το γεγονός ότι ο Χάιντεγκερ συνέταξε τότε μια διαθήκη αποτελεί, για τον Πέγκελερ, μια έμμεση ένδειξη της πρόθεσής του να αυτοκτονήσει.
«Στο βιβλίο μου για την Αντιγόνη», μου έγραφε ο Πέγκελερ σε επιστολή της 27ης Δεκεμβρίου 2004, «αναφέρθηκα στον πειρασμό του Χάιντεγκερ, το 1937/38, να αυτοκτονήσει. Τώρα μου ζητούν αποδείξεις. Θα ήταν καθοριστικό να δημοσιοποιηθεί η διαθήκη που ο Χάιντεγκερ συνέταξε εκείνη την εποχή, σε σχέση με την οποία οι παρατηρήσεις περί ‘παρακαταθήκης’ (Legat) αποτελούν απλώς ένα παράρτημα (Beilage)».
Προηγουμένως (9 Νοεμβρίου 2004) μού είχε δώσει περισσότερες διευκρινίσεις:
«Έπειτα από διαμαρτυρία του Χέρμαν Χάιντεγκερ, του έγραψα τα εξής –που ασφαλώς θα σας ενδιαφέρουν:
‘Στη σελ. 144 του βιβλίου μου για την Αντιγόνη αναφέρω ότι το 1937/38 ο πατέρας σας έβλεπε το ίδιο του το έργο ως μια “παρακαταθήκη” με την οποία θα έπρεπε να ασχοληθούν άλλοι. Κανείς δεν μιλά για τη δική του “παρακαταθήκη” αν δεν σκέφτεται τον θάνατο.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 […] μου είπαν ότι το 1937 υπήρχαν φόβοι πως ο πατέρας σας είχε αυτοκτονήσει. […]
Όταν, το 1959, τον επισκέφθηκα για πρώτη φορά, ετοίμαζε την έκδοση των ανέκδοτων κειμένων για τον Νίτσε. Η μητέρα σας διαφωνούσε εντελώς: θα επανεμφανιζόταν η προηγούμενη κατάθλιψη. Αλλά ο πατέρας σας επέμεινε, επειδή με τα έργα του για τον Νίτσε ήθελε να καταστήσει ορατό ένα τμήμα της στοχαστικής του πορείας […].
Κατάλαβα τότε ότι η προσέγγιση του μηδενισμού υπό το πρίσμα της ιστορίας του Είναι έχει έναν εντελώς διαφορετικό τόνο ("μυστικιστικό") σε σύγκριση, για παράδειγμα, με τις πρώτες παραδόσεις. Το μάθημα για τον μηδενισμό σηματοδοτεί τη στιγμή της κρίσης. Είπα στον πατέρα σας ότι έπρεπε να εξηγήσει αυτήν την κρίση. Υποσχέθηκε να το κάνει σε έναν πρόλογο ή έναν επίλογο.
Αργότερα έμαθα (ίσως από τη Μάριον Χάιντς) ότι πράγματι υπάρχουν σημειώσεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Στη συνέχεια, έγινε λόγος για την περίφημη φράση του: “Ο Νίτσε με κατέστρεψε” […].
Εσείς είστε εκείνος που έχετε τη δυνατότητα να διαβάσετε τη “διαθήκη” του εκείνης της εποχής’».)– ανάγεται στις αρχές του 1932. Όμως οι υποχρεώσεις του πρυτανικού αξιώματος τον απομάκρυναν από το φιλοσοφικό έργο. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι δεν ήταν σε θέση να αναπτύξει ούτε το πανεπιστημιακό μάθημα του θερινού εξαμήνου του 1933, καθώς ήταν απορροφημένος, όπως λέει, από τη διοίκηση.
Μόνο αφότου άφησε πίσω του το μοιραίο βάρος της πρυτανείας κατάφερε ο Χάιντεγκερ να ξαναβρεί τη συγκέντρωση που απαιτούσε η φιλοσοφική έρευνα. Την 1η Ιουλίου 1935, όταν ήδη ολοκλήρωνε το μάθημα Εισαγωγή στη Μεταφυσική, εξομολογήθηκε στον φίλο του Καρλ Γιάσπερς ότι «προχωρούσε κοπιαστικά και στα τυφλά», και του έγραψε:
«Μόνο τους τελευταίους μήνες έχω ξαναβρεί το νήμα της δουλειάς που είχε διακοπεί τον χειμώνα του 1932/33 (σαββατικό εξάμηνο), αλλά δεν είναι παρά ένα αδύναμο ψέλλισμα».
Λίγους μήνες αργότερα, η ανανεωμένη αυτή συγκέντρωση άρχισε να αποδίδει τους πρώτους της καρπούς. Στις 20 Δεκεμβρίου 1935, ενημέρωσε την Ελισάβετ Μπλοχμαν –η οποία στο μεταξύ είχε μεταναστεύσει στην Οξφόρδη– ότι επιθυμούσε να της χαρίσει μερικές σελίδες του που προέρχονταν «από την ευτυχή περίοδο εργασίας των ετών 1931 και 1932, με την οποία έχω τώρα ξαναβρεί έναν πλήρη και αρκετά ώριμο δεσμό». Και της συνέστησε:
«Από πολλές πλευρές μου ζητούν να δημοσιεύσω, αλλά ακόμη δεν έχω αποφασίσει, και γι' αυτό θα σας παρακαλούσα προς το παρόν να μην παραδώσετε αυτά τα φύλλα σε άλλα χέρια».
Κατόπιν της εκμυστηρεύεται:
«Πολλαπλασιάζονται οι σελίδες σε έναν φάκελο με επικεφαλίδα: “Κριτική στο Είναι και Χρόνος”. Σιγά σιγά κατανοώ αυτό το βιβλίο, του οποίου το πρόβλημα τώρα το συλλαμβάνω με μεγαλύτερη διαύγεια· βλέπω τη μεγάλη απερισκεψία που κρύβεται μέσα του, αλλά ίσως είναι αναγκαίο να γίνονται τέτοια "άλματα" για να φτάσει κανείς στο μεγάλο άλμα. Τώρα πρόκειται απλώς να τεθεί ξανά το ίδιο ερώτημα με τρόπο πολύ πιο γνήσιο και πολύ πιο απελευθερωμένο από οτιδήποτε σύγχρονο, ακαδημαϊκό ή λόγιο».
Με απλά λόγια, ο Χάιντεγκερ ομολογεί εδώ τις προθέσεις του και τη γραμμή της έρευνάς του: έχοντας εγκαταλείψει τη θεώρηση του Είναι και Χρόνος, επιχειρεί να επαναλάβει το πρόβλημα που έμεινε σε εκκρεμότητα στο έργο εκείνο, αλλά τώρα με πιο ριζικούς όρους. Για ένα-δύο χρόνια θα ασχοληθεί με τη συγγραφή των Συμβολών, οι οποίες μπορούν επομένως να θεωρηθούν ως μια νέα οργανική και συστηματική απόπειρα να φέρει εις πέρας την αναδιατύπωση του ερωτήματος για το Είναι, όπως αυτό είχε ξεκινήσει με το Είναι και Χρόνος.
Αυτή είναι μια υπόθεση που ενισχύεται και από την προαναφερθείσα αυτοβιογραφική σημείωση, στην οποία ο Χάιντεγκερ δηλώνει:
«Αυτές οι ‘σημειώσεις’ δεν αποσκοπούν στο να ‘ολοκληρώσουν’ το Είναι και Χρόνος, αλλά στο να καθορίσουν ολόκληρη την προβληματική με πιο γνήσιο τρόπο και να την εγγράψουν στον αντίστοιχο ορίζοντα».
Χρόνια αργότερα, όταν μετά τον πόλεμο επανέλαβε την επαφή με την Χάννα Άρεντ και της διηγήθηκε την πορεία που είχε ακολουθήσει στο μεταξύ, της έγραψε σχετικά με μια διευκρίνιση που εδώ έχει ιδιαίτερη αξία:
«Είδα ότι η αναλυτική του “εκεί-Είναι” (Dasein) είναι ακόμη ένα μονοπάτι που διασχίζεται συνεχώς στις κορυφές και εκτίθεται στη διπλή απειλή μιας αβύσσου: είτε από την πλευρά ενός υποκειμενισμού απλώς τροποποιημένου, είτε από την πλευρά της λήθης (ἀλήθεια) που δεν έχει ακόμη στοχαστεί – και που παραμένει εντελώς απρόσιτη από τη σκοπιά της μεταφυσικής σκέψης.
Αυτό το κατάλαβα μόνο το 1935, αφού τον προηγούμενο χρόνο είχα απελευθερωθεί εσωτερικά από το πρυτανικό αξίωμα και είχα ανακτήσει σταδιακά τις δυνάμεις μου.
Έπειτα, το 1937/38, έλαβα μια νέα ώθηση, όταν μου έγινε σαφής η καταστροφή της Γερμανίας, και από αυτό το βάρος ανέκυψε μια πίεση που με έκανε πιο επίμονο και πιο ελεύθερο στο να σκέφτομαι ξεκινώντας από το ίδιο το πράγμα».
4. Η συγγραφή των «Συμβολών στη φιλοσοφία»
Βρισκόμαστε, λοιπόν, στην κρίσιμη στιγμή.
«Αυτό το εξάμηνο έχω άδεια», γράφει στην Ελισάβετ Μπλοχμαν στις 12 Απριλίου 1938, «και θα ήθελα, αν το καταφέρω, να δώσω μια πιο ολοκληρωμένη μορφή σε κάποιες προκαταρκτικές εργασίες [...]. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού θα ήθελα να παραμείνω περισσότερο στην καλύβα, όπου όλα είναι ακόμη όπως παλιά».
Ο Χάιντεγκερ αναφέρεται στη συγγραφή των Συμβολών στη φιλοσοφία, στις οποίες είχε αφοσιωθεί κατά την περίοδο 1936/37 και τις οποίες ξαναπιάνει και επεξεργάζεται το 1938, σε ένα σχεδόν μυστικό έργο, παράλληλο προς το «δημόσιο» έργο του, δηλαδή τα πανεπιστημιακά του μαθήματα. Σε αυτά εκμυστηρεύεται στον Γιάσπερς:
«Κινούμαι μόνο μέσα σε ερμηνείες», μέσα σε μια καθημερινή εργασία που είναι «πάντα και αποκλειστικά εξήγηση (ερμηνεία)».
Τα μαθήματα είναι, ωστόσο, «μια νέα ευκαιρία για να βιώσω πόσο μεγάλη είναι η απόσταση από τις δυνατότητες μιας ουσιαστικής σκέψης»· δηλαδή, από την πρωτότυπη και καινοτόμα στοχαστική σύλληψη, ανεξάρτητη από την ιστορικο-φιλοσοφική ερμηνεία — σκέψη την οποία ο Χάιντεγκερ καταθέτει στο έργο που γράφει εν κρυπτώ και για το οποίο θα τηρήσει αυστηρή μυστικότητα.
Η ήδη αναφερθείσα αυτοβιογραφική σημείωση του 1937/38, Περί της διατήρησης του εγχειρημένου (Über die Bewahrung des Versuchten), φωτίζει τους λόγους αυτής της μυστικότητας.
Ίσως έχοντας κατά νου όλα όσα έκανε η παράδοση με το Αριστοτελικό Σώμα (corpus Aristotelicum), ο Χάιντεγκερ φαίνεται να θέλει να εφαρμόσει στο δικό του έργο τη διάκριση ανάμεσα σε εξωτερικά συγγράμματα, προορισμένα για το ευρύ κοινό, και εσωτερικά συγγράμματα, που προορίζονται για όποιον είναι πρόθυμος να προετοιμαστεί καταλλήλως γι' αυτά.
Και καθώς τα ομαδοποιεί, φαίνεται να προνοεί ένα είδος μυητικής πορείας, για να φτάσει κανείς σταδιακά στην καρδιά της δικής του σκέψης:
τα πανεπιστημιακά μαθήματα,
οι διαλέξεις,
οι σημειώσεις για τις ασκήσεις των σεμιναρίων,
προκαταρκτικές εργασίες για το κύριο έργο,
στοχασμοί και ενδείξεις,
το μάθημα για τον Χέλντερλιν (χειμερινό εξάμηνο 1934/35) και οι σημειώσεις για τον Εμπεδοκλή.
5. Περί του συμβάντος (Συμβολές στη φιλοσοφία)
Όπως μπορεί να διαπιστωθεί, η πορεία ξεκινά με κείμενα προτρεπτικού και εισαγωγικού χαρακτήρα και στη συνέχεια περνά σε πιο απαιτητικό υλικό εμβάθυνσης και μελέτης, για να καταλήξει τελικά σε αυτό που ο Χάιντεγκερ θεωρεί (μυστικά, καθώς βρισκόμαστε στα 1938/39) το δικό του πραγματικό και αυθεντικό έργο: Περί του Συμβάντος (Συμβολές στη φιλοσοφία).
Αν και ο ίδιος εκτιμά ότι «δεν έχω ακόμη επιτύχει τη μορφή που θεωρώ αναγκαία σε αυτή την περίπτωση για τη δημοσίευσή του ως “έργου”», οι Συμβολές βρίσκονται σε μέγιστη εγγύτητα με την ιδεώδη επεξεργασία που έχει φανταστεί για να συλλάβει και να εκθέσει με κατάλληλους όρους το συμβάν–ιδιοποίηση (Ereignis) του Είναι.
Τώρα γίνεται σαφής ο λόγος για τον διπλό τίτλο του έργου: να υπογραμμίσει τον εσωτερικό (εσωτεριστικό) χαρακτήρα του και την αναγκαιότητα μιας προπαρασκευαστικής πορείας που να εισάγει στα απόκρυφά του.
Συμβολές στη φιλοσοφία είναι ένας ασήμαντος τίτλος λόγω της γενικότητάς του, του οποίου η μοναδική λειτουργία είναι να διατηρεί την επιφάνεια, τη δημόσια πρόσοψη, χωρίς να συγχέεται με εκείνο που κρύβεται πίσω της, έτσι ώστε να αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο ο εσωτερικός χαρακτήρας του περιεχομένου.
Ο πραγματικός και γνήσιος τίτλος είναι, κατά συνέπεια, Vom Ereignis (Περί του Συμβάντος), που επιπλέον πρέπει να διαβαστεί όχι όπως θα γινόταν αυθόρμητα, ως συμπλήρωμα αντικειμένου (δηλαδή Περί του συμβάντος), αλλά όπως συνιστά ο Χάιντεγκερ, με μια lectio difficilior (δυσκολότερη ανάγνωση), ως συμπλήρωμα προέλευσης. Δηλαδή όχι Περί του συμβάντος, αλλά Από το συμβάν, για να τονιστεί ο «εμπνευσμένος» χαρακτήρας του κειμένου.
Σύμφωνα με αυτό, σε δύο περιθωριακές σημειώσεις στο προσωπικό του αντίτυπο της Επιστολής περί του “ανθρωπισμού”, ο Χάιντεγκερ σημειώνει ότι από το 1936, δηλαδή από την αρχή της συγγραφής των Συμβολών, η λέξη Ereignis (συμβάν – ιδιοποίηση) αποτελεί τον κύριο οδηγό της σκέψης του.
Στις Συμβολές παίρνει μορφή, λοιπόν, ένα νέο και εκπληκτικό στοχαστικό σύμπαν, εάν συγκριθεί με εκείνο του Είναι και Χρόνος.
Αφού έχει εγκαταλειφθεί η σχεδόν υπερβατολογική κατανόηση του εκεί-Είναι, επικεντρωμένη στην αυτοκαθοριζόμενη και αυτοπροβαλλόμενη ύπαρξη στις δυνατότητές της, η προσοχή στρέφεται πλέον προς την ανεπανάληπτη προέλευση της ύπαρξης.
Ωστόσο, για να μπορέσει κανείς να φτάσει στην καταγωγή της θνητότητας και της χαρακτηριζόμενης από τα γεγονότα (Ereignishaft) πραγματικότητας, είναι απαραίτητο να στραφεί στην ιστορία του Είναι· δηλαδή, προς εκείνον τον ορίζοντα που στο εκεί-Είναι εμφανίζεται ως άπειρος, αλλά τον οποίο ο Χάιντεγκερ επιχειρεί να συλλάβει ως τέτοιον μέσα στη διάσπασή του ως ιστορικο-συμβαντικού, χωρίς να τον περιορίσει σε μια «κακή θνητότητα».
Η πορεία που επιχειρεί ο Χάιντεγκερ είναι να σκεφτεί το Είναι ως Ereignis — ως συμβάν–ιδιοποίηση· δηλαδή ως συνανήκειν (Mitgehörigkeit) του Είναι και του εκεί-Είναι μέσα στην αμοιβαία τους κάλυψη, σε μια εναλλαγή δωρεών και στερήσεων, παραχωρήσεων και απορρίψεων, φανερώσεων και αποκρύψεων, που υιοθετούν τον ρυθμό των «εποχών» της ιστορίας — ανάμεσα σε μια πρώτη αρχή (την ελληνική), την έλευση της μεταφυσικής, και το «άλλο ξεκίνημα» που προαναγγέλλεται από τον θάνατο του «τελευταίου Θεού» και προετοιμάζεται από τους «επερχόμενους».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, βασισμένος στη βαθιά του ερμηνεία της αρχαιοελληνικής σκέψης, ο Χάιντεγκερ διατυπώνει μια διάγνωση της νεωτερικότητας ως εποχής τής «προελαύνοντος ερήμου», της αρνητικότητας και του μηδενισμού — δηλαδή της λήθης του Είναι και της υπερτροφίας του όντος.
Αναφέρεται, συνεπώς, στη χρονικά-ιστορική σημασία δύο μορφών που μελετά σε βάθος στα πανεπιστημιακά του μαθήματα εκείνων των ετών: του Νίτσε, που ολοκληρώνει τη μεταφυσική, και του Χέλντερλιν, που προφητεύει την επερχόμενη εποχή.
Το έργο οργανώνει, συνεπώς, το σύνολο των μοτίβων που συνθέτουν τη σκέψη του Είναι ως Ereignis, ξετυλίγοντας την πολύπλοκη στοχαστική δομή που υποβόσκει κάτω από τις φαινομενικά αποσπασματικές σκέψεις του ύστερου Χάιντεγκερ — οι οποίες εδώ αποκρυσταλλώνονται σε μια καθαρή και τολμηρή συνολική σύλληψη.
6. Ύφος και δομή
Από τυπικής άποψης, ο Χάιντεγκερ δοκιμάζει ένα ύφος και μια αρχιτεκτονική που επιδιώκουν να ανταποκριθούν στη νεωτερικότητα και στη δυσκολία του εγχειρήματος: να σκεφτεί το Είναι ως συμβάν–ιδιοποίηση, στο πέρασμα από την εποχή της μεταφυσικής σε μια νέα αρχή της ιστορίας.
Δεδομένου ότι η επεξεργασία του θέματος δεν δομείται ως συστηματική επιχειρηματολογία ούτε ως συνεχής πρόζα, αλλά συντίθεται από αποσπάσματα και σχετικά σύντοχους στοχασμούς, έχει γίνει λόγος για αποφθεγματικό ή και αφοριστικό ύφος.
Έχει επίσης επισημανθεί η συγγένεια με το ύφος των προσωκρατικών, τους οποίους στις αρχές της δεκαετίας του ’30 ο Χάιντεγκερ είχε αρχίσει να αναδεικνύει ως πρότυπα ποιητικο-στοχαστικής σκέψης, αλλά και με τα αποσπάσματα της Θέλησης για δύναμη του Νίτσε, τα οποία ο Χάιντεγκερ προσπαθούσε με επιμονή να ερμηνεύσει με συνεκτικό τρόπο στις παραδόσεις του και για τα οποία εκείνη την εποχή προετοίμαζε μια νέα έκδοση, κατ’ εντολήν του Αρχείου της Βαϊμάρης.
Στην πραγματικότητα, το ύφος των Συμβολών δεν είναι αποφθεγματικό ούτε αφοριστικό, αλλά κάτι διαφορετικό.
Εκμεταλλευόμενος το ύφος της συντομίας, της επιμονής και της επαναληπτικότητας —στοιχεία που παραδοσιακά απαντώνται περισσότερο στα μαντρα, στην προσευχή και στις λιτανείες, παρά στη φιλοσοφική επιχειρηματολογία— ο Χάιντεγκερ επιδιώκει να σταθεροποιήσει για τον εαυτό του και να εντυπώσει στον αναγνώστη τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της δικής του θεώρησης του Είναι ως Ereignis (συμβάν–ιδιοποίηση).
Όσον αφορά τη δομή, μετά από μια εκτενή «Προκαταρκτική Ματιά» (Vorblick), η οποία παρουσιάζει το σύνολο του έργου και φωτίζει τον χαρακτήρα και τα μοτίβα του, το κείμενο αρθρώνεται σε έξι «Φυγές» (Fugen) ή «Συνάψεις» (Fügungen) — δηλαδή αρμολογήσεις ή αρθρώσεις, που δομούν τη συμβαντικότητα του Ereignis και προσφέρουν την οπτική για να το διαπεράσει και να το κατανοήσει κανείς:
Η Αντήχηση (Der Anklang),
Το Παιχνίδι της Πάσας (Das Zuspiel),
Το Άλμα (Der Sprung),
Η Θεμελίωση (Die Gründung),
Οι Επερχόμενοι (Die Zukünftigen),
Ο Τελευταίος Θεός (Der letzte Gott).
Η "Αντήχηση" επιχειρεί να δείξει ότι ακόμη και μέσα στην πλήρη εγκατάλειψη του ανθρώπου από το Είναι και στην αντίστοιχη λήθη του Είναι από τον άνθρωπο —δηλαδή μέσα στον τέλειο μηδενισμό— αντηχεί ακόμη ένας απόηχος του Είναι.
Αυτή η αντήχηση μπορεί να ακουστεί από τους «λίγους και σπάνιους» που αντιλαμβάνονται την κατάσταση της «ανάγκης» (Not) μαζί με τη «να-στραφεί-κάτι» αναγκαιότητα (Not-wendigkeit) μιας επιστροφής, και οι οποίοι βρίσκονται διατεθειμένοι σε μια διάθεση (Stimmung) εγκράτειας (Verhaltenheit) που περιλαμβάνει ταραχή (Erschrecken) και σεμνότητα (Scheu), και τους καθιστά ικανούς για ένα είδος προαίσθησης (erahnen), ανάλογο με εκείνο που είχαν οι πρώτοι Έλληνες στοχαστές, οι οποίοι ήταν ικανοί να εκπλήσσονται (erstaunen).
Για όποιον μπορεί να συλλάβει τα σημάδια (Winke) του, το Είναι εκδηλώνεται επίσης και με τη μορφή του άρνησής του (Versagen), ακόμη και με την εντατικοποίηση της άρνησης (Versagung, Versagnis), που φτάνει μέχρι την αποστέρηση / απόρριψη (Verweigerung). Είναι μέσα στο πλαίσιο της Αντήχησης που ο Χάιντεγκερ σκιαγραφεί την κριτική θεωρία της νεωτερικότητας στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί, και η οποία χαρακτηρίζεται από ουσιώδη φαινόμενα όπως:
η πλανητική τεχνική,
η ανάδυση του γιγαντιαίου,
η τυραννία του υπολογισμού και του χρηστικού,
και η μείωση του ανθρώπου σε υποκείμενο —
φαινόμενα που εδώ αναλύονται για πρώτη φορά με θεματικό τρόπο.
Η δεύτερη φυγή φέρει τον τίτλο «το παιχνίδι της πάσας» (Das Zuspiel), ένας όρος που παραπέμπει σε αυτό που συμβαίνει στο ποδόσφαιρο όταν η μπάλα περνά από έναν παίκτη σε έναν άλλο, πραγματοποιώντας αυτό που, μεταφορικά, αποκαλείται «υπόδειξη» ή «υπαινιγμός».
Υπό αυτή τη μορφή αντιλαμβάνεται ο Χάιντεγκερ τη σχέση του στοχασμού για το Είναι με την ιστορία της φιλοσοφίας. Αυτή εμφανίζεται, στην αντήχηση του Είναι, ως μια πρώτη αρχή της σκέψης που «υποδεικνύει» μια άλλη αρχή, πραγματοποιώντας μια «πάσα» ως κληρονομιά και ως αποστολή ενός ολόκληρου συνόλου προβλημάτων που πρέπει να ξαναστοχαστούν, με πρώτο και κύριο το πρόβλημα του όντος ως τέτοιου, στην ενότητά του και στην πολυσημία του.
Αλλά για αυτόν τον επαναστοχασμό, που λαμβάνει την «πάσα» και ανοίγει την εναλλακτική έναντι της μεταφυσικής —και στον οποίο συνεισφέρουν οι ερμηνείες που αναπτύσσονται στις σύγχρονές του ιστορικο-φιλοσοφικές παραδόσεις— δεν υπάρχουν γεφυρώσεις ούτε ερμηνευτικές διαμεσολαβήσεις που να μπορούν να εφαρμοστούν.
Η μόνη δυνατότητα για να πραγματοποιηθεί αυτό, είναι να γίνει «Το Άλμα» (Der Sprung), η τρίτη φυγή, με την οποία η σκέψη αφήνει πίσω της την ιστορία της φιλοσοφίας και «πηδά» από το ον κατευθείαν στο Είναι.
Ο πλούτος του Είναι δεν είναι πλέον η μεταφυσική πολυσημία των κατηγοριών, αλλά εμφανίζεται τώρα ως αποτέλεσμα μιας εσωτερικής δυναμικής του συμβάντος–ιδιοποίησης (Ereignis):
Το Είναι, μέσα στη «ουσιώδη του παραμονή» (Wesung), αρχίζει να τρέμει (erzittern) και να ταλαντώνεται (erschwingen), να διαστέλλεται ή να συμπυκνώνεται ανάλογα με τον «χρόνο-χώρο» (Zeit-Raum), και έτσι σχίζεται (Zerklüftung) σε μορφές — και κατά συνέπεια σε πολλαπλές όψεις και προσδιορισμούς.
Με τη «Θεμελίωση» (Die Gründung), την πιο σύνθετη και πολυεπίπεδη από τις φυγές, εισερχόμαστε στην καρδιά του συμβάντος–ιδιοποίησης, της Wesung του. Αυτή καθορίζεται από την πολική ένταση μεταξύ του Είναι και του εκεί-Είναι, που θεμελιώνει και αφήνει να υπάρξει εκείνο το «ανάμεσα», δηλαδή το εκεί-Είναι, στο οποίο ο άνθρωπος —που δεν ταυτίζεται απλώς με το εκεί-Είναι— ρίχνεται και στο οποίο πρέπει να σταθεί με αντίσταση και υπευθυνότητα (Beständnis).
Μέσα στο «εκεί» (Da) ανοίγεται, σαν ένα ξέφωτο (Lichtung), η αλήθεια — νοούμενη ως συμβάν αποκάλυψης και απόκρυψης της συσχετισμένης σχέσης του Είναι και του εκεί-Είναι.
Οι δύο τελευταίες φυγές, σύντομες αλλά ιδιαιτέρως πυκνές, τιτλοφορούνται «Οι Επερχόμενοι» (Die Zukünftigen) και «Ο Τελευταίος Θεός» (Der letzte Gott), και αποτελούν, τρόπον τινά, την εσχατολογική κορύφωση του έργου.
Ο Χάιντεγκερ, πράγματι, δεν αντιλαμβάνεται τη σκέψη του Είναι ως ουδέτερη θεωρία, αδιάφορη προς την πράξη, αλλά της προσδίδει σωτηριολογική σημασία και προφητικό τόνο.
Το να ανταποκριθεί κανείς στο Είναι συνεπάγεται καθοριστικές συνέπειες για την πράξη· η «οντολογία» μετασχηματίζεται σε πρωταρχική ηθική:
operari sequitur esse – η πράξη ακολουθεί το Είναι.
Το γεγονός ότι στο χειρόγραφο το έργο τελειώνει ακριβώς με αυτές τις δύο φυγές, τους προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα.
Στην δημοσιευμένη έκδοση, την οποία ακολουθεί η παρούσα μετάφραση, το έργο τελειώνει αντιθέτως με την ενότητα «Το Είναι» (Das Seyn), ένα είδος συνοπτικής σύνοψης του όλου, που στο χειρόγραφο τοποθετείται στην αρχή, αμέσως μετά τη «Προκαταρκτική Ματιά», αλλά ο Γερμανός επιμελητής αποφάσισε να το τοποθετήσει στο τέλος.
Συνεχίζεται
ΙΣΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ ΔΥΣΝΟΗΤΗ Η ΤΙΤΑΝΕΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΝΑ ΘΕΣΕΙ ΣΑΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ, Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΝΤΟΣ, ΤΟΥ ΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΤΑΙΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΝΑ ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΕΙ ΤΟ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ. ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΚΑΘΕ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΜΕΝΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ. ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΗΔΕΝ. ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΤ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΤΟΝ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ. ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΣΙΝΑ ΜΙΛΗΣΕ ΓΙΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ.ΟΙ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΜΟΙΡΑΖΟΥΝ ΑΚΟΜΗ ΕΦΙΑΛΤΕΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου