Σάββατο 26 Ιουλίου 2025

Πρακτική φιλοσοφία-Μάθημα 1


2 Αυγ 2019
Πρακτική φιλοσοφία-Μάθημα 1

Αυτά τα μαθήματά μου θα είναι κυρίως ένα σχόλιο σε ορισμένα αποσπάσματα συγγραφέων που εκτείνονται από τον Πλάτωνα μέχρι σήμερα, μέχρι τον Γκάνταμερ και άλλους σύγχρονους, και αυτά τα αποσπάσματα περιέχονται σε αυτό τον μικρό τόμο που επιμελήθηκα εγώ, ο οποίος τιτλοφορείται Πρακτική Φιλοσοφία, και εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Guida της Νάπολης. Μόλις όμως μου είπαν ότι δυστυχώς αυτές τις μέρες δεν είναι διαθέσιμο στο Λουγκάνο, θα πρέπει να ζητηθεί, να φτάσει εδώ, και συνεπώς πιστεύω ότι κανείς από τους παρόντες δεν το έχει μπροστά του. Αυτό δημιουργεί κάποια δυσκολία, υπό την έννοια ότι εγώ θα διαβάζω αυτά τα αποσπάσματα, αλλά θα ήταν πιο βολικό αν όλοι μπορούσαν να τα παρακολουθούν απευθείας στο κείμενο. Θα προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα αυτή την ενόχληση.

Γιατί είναι επίκαιρο το θέμα της πρακτικής φιλοσοφίας; Εξαιτίας μιας σειράς γεγονότων που χαρακτήρισαν την κουλτούρα, τη δυτική και ιδιαίτερα την ευρωπαϊκή κουλτούρα, κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Μπορούμε να πούμε ότι ο αιώνας, ο εικοστός, ξεκίνησε υπό το πρίσμα των θριάμβων των επιστημών, όχι μόνο των φυσικών επιστημών, οι οποίες ήδη από τους προηγούμενους αιώνες είχαν δείξει την ικανότητά τους για αδιάκοπη πρόοδο, αλλά και των λεγόμενων ανθρωπιστικών επιστημών, δηλαδή της ανθρωπολογίας, της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, που σημείωσαν κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα σημαντικές προόδους, τέτοιες που δημιούργησαν στον πνευματικό κόσμο την εντύπωση ότι αυτές οι επιστήμες θα μπορούσαν να επιτελέσουν το έργο που παραδοσιακά είχε ανατεθεί στη φιλοσοφία: δηλαδή να επιλύσουν τα προβλήματα του ανθρώπου. Εφόσον πρόκειται για ανθρωπιστικές επιστήμες, επιστήμες του ανθρώπου, γεννήθηκε αυτή η εμπιστοσύνη, αυτή η ελπίδα ότι οι ανθρωπιστικές επιστήμες θα έλυναν τα προβλήματα του ανθρώπου και έτσι θα καθιστούσαν περιττή τη φιλοσοφία.
Εκείνοι όμως που είχαν αυτή την πίστη δεν έλαβαν υπόψη ορισμένες προειδοποιήσεις, ορισμένες επισημάνσεις που είχαν δοθεί τόσο από φιλοσόφους όσο και από μελετητές των ανθρωπιστικών επιστημών ήδη από την αρχή του αιώνα. Για παράδειγμα, ένας μεγάλος Άγγλος αναλυτικός φιλόσοφος, ο Τζορτζ Έντουαρντ Μουρ –ο Μουρ θεωρείται, μαζί με τον Μπέρτραντ Ράσελ, ένας από τους θεμελιωτές της αναλυτικής φιλοσοφίας– έγραψε το 1903 ένα έργο με τίτλο Principia Ethica στο οποίο υποστήριξε ότι όποιος επιχειρεί να θεμελιώσει την ηθική πάνω στην επιστήμη διαπράττει ένα σφάλμα.
Το σφάλμα αυτό ο Μουρ το βάφτισε με την έκφραση "νατουραλιστική πλάνη" (fallacia naturalistica). Πλάνη σημαίνει σφάλμα και νατουραλιστική επειδή πρόκειται για ένα σφάλμα που συνίσταται στην πεποίθηση ότι από τις φυσικές επιστήμες μπορούν να αντληθούν κανόνες, οδηγίες, ηθικές προσταγές ή πρακτικοί προσανατολισμοί. Αυτή η θέση του Μουρ έμεινε στη βάση σχεδόν όλης της αναλυτικής φιλοσοφίας του 20ού αιώνα και έδωσε ζωή σε αυτό που οι μελετητές ονομάζουν "η μεγάλη διαίρεση", δηλαδή τη διαίρεση ανάμεσα στη γνώση και στη δράση.
Η γνώση παραμένει έργο των επιστημών, οι επιστήμες έχουν το καθήκον να γνωρίζουν την πραγματικότητα, να μας κάνουν να γνωρίζουμε την πραγματικότητα, αλλά ο κόσμος της δράσης, ο κόσμος της πράξης, είναι πλήρως διαχωρισμένος, πλήρως ξεκομμένος από τη γνώση και συνεπώς οι προσανατολισμοί που πρέπει να ακολουθηθούν στη δράση, στην πράξη, δεν βασίζονται σε γνώσεις· βασίζονται σε διαίσθηση, σε συναισθήματα, σε πράξεις πίστης – για παράδειγμα θρησκευτικής πίστης – αλλά όχι σε πραγματικές γνώσεις. Αυτή η διδασκαλία, που έμεινε στη βάση μεγάλου μέρους της αναλυτικής φιλοσοφίας του 20ού αιώνα, δεν ελήφθη επαρκώς υπόψη από όσους πίστευαν ότι οι επιστήμες θα μπορούσαν να επιλύσουν όλα τα προβλήματα του ανθρώπου.[ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΑΝΕΛΑΒΑΝ ΟΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΟΥΣ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΣΗΜΟΥ 15ου ΚΑΝΟΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ]
Υπήρξε επίσης ένας μεγάλος μελετητής των ανθρωπιστικών επιστημών, ο κοινωνιολόγος
Μαξ Βέμπερ –ο Βέμπερ είναι ουσιαστικά ο θεμελιωτής της επιστημονικής κοινωνιολογίας – ο οποίος το 1918, δεν χρειάζεται να σας το γράψω όλο γιατί το λέω ξεκάθαρα, έδωσε μία διάσημη διάλεξη στο Μόναχο, προσκεκλημένος από μια φοιτητική ένωση, με τίτλο Η επιστήμη ως επάγγελμα, Wissenschaft als Beruf.
Ξέρετε ότι Beruf στα γερμανικά σημαίνει επάγγελμα, αλλά σημαίνει επίσης και κλήση, και σε αυτή τη διάλεξη ο Βέμπερ υποστήριξε – ήταν μια ιδιαίτερη συγκυρία, το 1918 είχε μόλις τελειώσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος – ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου η γερμανική κυβέρνηση είχε ασκήσει διακρίσεις εις βάρος πανεπιστημιακών καθηγητών που έτειναν προς τις σοσιαλιστικές ιδέες. Ο Βέμπερ, παρότι δεν ήταν σοσιαλιστής, βρισκόταν σε επαφή με κάποιους από αυτούς τους συναδέλφους και ήθελε με κάποιον τρόπο να τους υπερασπιστεί, και για να τους υπερασπιστεί υποστήριξε τη θέση – που έχει κατά τ’ άλλα εξαιρετική βάση – ότι η επιστήμη είναι καθ’ εαυτήν ελεύθερη από αξίες, Wertfrei, έλεγε ο Βέμπερ. Wertfrei σημαίνει ακριβώς "ελεύθερη", δηλαδή ότι η επιστήμη δεν εμπλέκεται, δεν δεσμεύεται σε αξιολογικές κρίσεις. Η επιστήμη λέει πώς έχουν τα πράγματα, περιγράφει πώς έχουν τα πράγματα χωρίς να κρίνει αν αυτό είναι καλό ή κακό, αν αυτό είναι δίκαιο ή άδικο. Δηλαδή, η επιστήμη δίνει πραγματικές κρίσεις, όχι αξιολογικές κρίσεις· είναι μη αξιολογική. Συνήθως στα ελληνικά η έκφραση Wertfrei μεταφράζεται ως "αξιολογικά ουδέτερη" ή "μη αξιολογική", δηλαδή ελεύθερη από αξιολογικές κρίσεις.
Η πρόθεση του Βέμπερ ήταν ακριβώς να προστατέψει αυτούς τους καθηγητές από διακρίσεις, από πράξεις αντιποίνων, από εχθρικές ενέργειες εναντίον τους που θα μπορούσαν να διαπραχθούν από την κρατική ή πολιτική εξουσία. Αλλά ταυτόχρονα επισήμανε μια σημαντική πραγματικότητα: ότι δηλαδή η επιστήμη – ούτε καν οι ανθρωπιστικές επιστήμες, ούτε καν η κοινωνιολογία, της οποίας ήταν ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους – δεν είναι σε θέση να εκφέρει αξιολογικές κρίσεις. Δηλαδή, μας λέει πώς λειτουργεί η κοινωνία, αλλά δεν είναι αρμοδιότητα του κοινωνιολόγου να κρίνει αν αυτή η λειτουργία της κοινωνίας είναι καλή ή κακή, ορθολογική ή ανορθολογική, και ούτω καθεξής.
Όπως βλέπετε, λοιπόν, ακόμη και από πλευράς των ανθρωπιστικών επιστημών, η πορεία ακολουθούσε την ίδια κατεύθυνση που είχε ήδη υποδειχθεί από τους φιλοσόφους, από την αναλυτική φιλοσοφία: δηλαδή διαπιστωνόταν ότι η επιστήμη δεν είναι ικανή, δεν έχει το καθήκον να προσανατολίσει την ανθρώπινη δράση, να επιλύσει τα προβλήματα, να επιλύσει τα λεγόμενα υπαρξιακά προβλήματα, δηλαδή εκείνα που μας λένε τι πρέπει να κάνουμε, τι είναι σωστό να κάνουμε, τι αξίζει να κάνουμε.
Και όταν, κατόπιν, τα ιστορικά γεγονότα του εικοστού αιώνα έθεσαν την ανθρωπότητα ενώπιον τραγικών περιστατικών όπως οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι – ήδη ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο πόλεμο είχαμε την άνοδο των ολοκληρωτισμών: τον κομμουνισμό στη Ρωσία, τον φασισμό στην Ιταλία, τον ναζισμό στη Γερμανία, που οδήγησαν τελικά στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο· κατά τη διάρκεια του οποίου ανακαλύφθηκε η ατομική ενέργεια, με όλες τις δυνατές εφαρμογές της, είτε στρατιωτικού είτε πολιτικού χαρακτήρα· και μετά το τέλος του πολέμου, στις δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ’60, υπήρξαν μια σειρά από επιστημονικές προόδους και τεχνολογικές ανακαλύψεις που έθεσαν προβλήματα τα οποία ποτέ άλλοτε δεν είχαν τεθεί στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Για παράδειγμα, το πρόβλημα του περιβάλλοντος, το πρόβλημα της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Στους προηγούμενους αιώνες αυτό το πρόβλημα δεν υπήρχε γιατί πριν από τη γέννηση της βιομηχανίας δεν υπήρχε ρύπανση· και όταν γεννήθηκε η βιομηχανία, για τους πρώτους αιώνες δεν είχε πάρει τις διαστάσεις που οδήγησαν, προς το τέλος του εικοστού αιώνα, στην ανάδειξη του περιβαλλοντικού ζητήματος: τόσο ως προς τον κίνδυνο εξάντλησης των φυσικών πόρων (οι διάφορες πηγές ενέργειας, κ.λπ.) όσο και ως προς τον κίνδυνο ρύπανσης των βασικών στοιχείων που είναι απαραίτητα για τη ζωή – του αέρα, του νερού, της γης και ούτω καθεξής.
Όλα αυτά τα προβλήματα, που τέθηκαν στην προσοχή των ανθρώπων και ειδικότερα της διανόησης, θα έλεγα κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κατά τη δεκαετία του ’60 ξέσπασε η λεγόμενη αμφισβήτηση του προηγμένου βιομηχανικού συστήματος, της προηγμένης βιομηχανικής κοινωνίας. Μια αμφισβήτηση που ξέσπασε κυρίως στη Δύση, στην Ευρώπη και στην Αμερική. Θυμάμαι ακόμη ότι το 1964-65 υπήρξαν οι πρώτες μορφές φοιτητικής εξέγερσης στην Αμερική, στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ στην Καλιφόρνια· έπειτα στην Ευρώπη, το 1967 στο Βερολίνο, και σε κάποια ιταλικά πανεπιστήμια, στη Ρώμη, στο Τορίνο· το 1968 ξέσπασε ο περίφημος Μάης του Παρισιού, κατά τον οποίο εξεγέρθηκαν οι φοιτητές στο Παρίσι.
Ήταν όλες μορφές αμφισβήτησης που, με τον τρόπο τους, ήθελαν να δείξουν ότι η ανάπτυξη της επιστήμης, της βιομηχανίας, της τεχνολογίας έθετε μια σειρά προβλημάτων τα οποία αυτό το ίδιο το σύστημα δεν ήταν σε θέση να επιλύσει.
Όλοι όσοι ήλπιζαν να βρουν μια λύση σε αυτά τα προβλήματα στο πλαίσιο των επιστημών, ιδιαίτερα των ανθρωπιστικών επιστημών, της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας, συνειδητοποίησαν ότι αυτό δεν ήταν δυνατό. Έτσι γεννήθηκε η ανάγκη για μια γνώση, δηλαδή για μια μορφή λογικής – προσέξτε, μιλάμε επομένως για μια γνώση, δηλαδή για έναν ορθολογικό λόγο, όχι για μια θρησκευτική πίστη, ούτε για ένα συναίσθημα, ούτε για μια πολιτική ιδεολογία· πρόκειται για την αναζήτηση μιας αυθεντικής γνώσης. Μιας γνώσης, ωστόσο, η οποία – σε αντίθεση με τις φυσικές επιστήμες και τις επιστήμες του ανθρώπου – να είναι ικανή να εκφέρει αξιολογικές κρίσεις, να διατυπώνει κρίσεις αξίας, δηλαδή να προσανατολίζει την πράξη, να λέει τι είναι σωστό να πράξει κανείς και τι δεν είναι σωστό, τι είναι θεμιτό και τι είναι αθέμιτο.
Έτσι παρουσιάστηκε εκείνο το φαινόμενο που πολλοί αποκάλεσαν αναγέννηση της πρακτικής φιλοσοφίας, ενώ άλλοι το ονόμασαν αποκατάσταση της πρακτικής φιλοσοφίας. Καταλαβαίνετε ότι στη λέξη «αποκατάσταση» εμπεριέχεται κάποια δόση κριτικής, αλλά επί της ουσίας του φαινομένου υπήρξε σημαντική συμφωνία. Τον τίτλο «αποκατάσταση της πρακτικής φιλοσοφίας» έδωσε ένας Γερμανός φιλόσοφος, ο Μάνφρεντ Ρίντελ, σε μια συλλογή δοκιμίων με τίτλο Rehabilitierung der praktischen Philosophie (Αποκατάσταση της Πρακτικής Φιλοσοφίας), στην οποία ο Ρίντελ δημοσίευσε άρθρα διαφόρων φιλοσόφων – κυρίως Γερμανών – που, κατά τη δεκαετία του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, συνέβαλαν στη διαμόρφωση αυτού του φαινομένου. Ένα φαινόμενο που γεννήθηκε στη Γερμανία, αλλά στη συνέχεια εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, καθώς και στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά, δηλαδή στη Βόρεια Αμερική, σε όλο τον χώρο της δυτικής κουλτούρας.
Διαπιστώθηκε, λοιπόν, ότι είχε έρθει η ώρα να επιστρέψουμε στη φιλοσοφία. Διαπιστώθηκε ότι οι επιστήμες δεν ήταν σε θέση να επιλύσουν τα προβλήματα του ανθρώπου όπως αυτά προέκυπταν από την ανάπτυξη της τεχνολογίας και της βιομηχανίας, και ότι ίσως μια λύση σε αυτά τα προβλήματα μπορούσε να αναζητηθεί ξανά σε μια μορφή γνώσης που να είναι μεν ορθολογική – όπως είναι και η επιστήμη – αλλά ταυτόχρονα να στηρίζεται σε μια πρακτική λογική.
Τι σημαίνει «πρακτική»; Σημαίνει εφαρμόσιμη στην πράξη, στη δράση· και επομένως ικανή να καθοδηγεί, να προσανατολίζει, να δίνει αξιολογικές κρίσεις. Και τότε συνειδητοποιήθηκε ότι η ίδια η έκφραση «πρακτική φιλοσοφία» δεν ήταν καινούργια· ήταν μια έκφραση που είχε εισαγάγει ο Αριστοτέλης, τέσσερις αιώνες πριν από τον Χριστό, και που είχε γνωρίσει μια δισχίλίαση παράδοση. Διότι η μελέτη και η διδασκαλία της πρακτικής φιλοσοφίας διήρκεσε από την αρχαιότητα, σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα – όπως θα δούμε σε αυτά τα μαθήματα, ανασυνθέτοντας την ιστορία αυτής της ιδέας – μέχρι τη νεότερη εποχή, φτάνοντας ουσιαστικά έως τα τέλη του 18ου αιώνα με τον Εμμάνουελ Καντ.
Ο Καντ ήταν ο φιλόσοφος που έθεσε τέλος σε εκείνη την παράδοση, δηλαδή στην παράδοση της πρακτικής φιλοσοφίας που είχε εγκαινιάσει ο Αριστοτέλης· και ο Καντ εγκαινίασε μια νέα μορφή ορθολογικότητας, που μπορούσε κι εκείνη να θεωρηθεί πρακτική ορθολογικότητα, παρόλο που ήταν διαφορετική – βαθιά διαφορετική – από την αριστοτελική παράδοση. Έτσι, αυτή η αναγέννηση ή αποκατάσταση της πρακτικής φιλοσοφίας κινήθηκε ουσιαστικά σε δύο κατευθύνσεις: κάποιοι επέστρεψαν στον Αριστοτέλη, επανέλαβαν τη μελέτη του· άλλοι στράφηκαν στον Καντ, επανήλθαν στις θέσεις του Καντ. Έτσι, ο Καντ και ο Αριστοτέλης αποτέλεσαν τις δύο μορφές, τα δύο σύμβολα, τα δύο εμβλήματα – θα λέγαμε – αυτής της αναγέννησης της πρακτικής φιλοσοφίας.
Αυτό το φαινόμενο διήρκεσε μερικές δεκαετίες, εξαπλώθηκε – όπως σας έλεγα προηγουμένως – από την Ευρώπη, ιδίως προς τη Βόρεια Αμερική. Σήμερα εξακολουθεί να εκπροσωπείται· η πλειονότητα των εκπροσώπων του είναι ακόμη εν ζωή, ορισμένοι εξακολουθούν να είναι ενεργοί. Ο μεγαλύτερος απ’ όλους, δηλαδή ο Γκάνταμερ, Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ, πέθανε πριν μερικά χρόνια – πέθανε το 2002, σε βαθύ γήρας, στα 102 του χρόνια, αφού είχε γεννηθεί το 1900. Αλλά άλλοι, κυρίως στην Αμερική, είναι ακόμη ζωντανοί και δραστήριοι. Θα αναφέρω, για παράδειγμα, τα ονόματα του Άλασντερ Μακιντάιρ, της Μάρθα Νούσμπαουμ και άλλων, για τους οποίους θα πούμε κάποια πράγματα στα επόμενα μαθήματα.
Δεν ξέρω αν μπορούμε να πούμε ότι αυτό το κίνημα είναι ακόμη ενεργό, ακόμη ζωντανό. Το να εκφέρεις κρίσεις για την απολύτως σύγχρονη κατάσταση είναι πάντοτε πολύ δύσκολο, γιατί πρέπει να έχεις μια πλήρη εικόνα της κατάστασης· πρέπει επίσης να περιμένεις κάπως να «κατασταλάξει» ώστε να δεις τι τελικά παραμένει και τι εξαφανίζεται. Αυτό είναι κάτι στο οποίο πρέπει πάντα να δίνεται προσοχή όταν κανείς ασχολείται με την ιστορία: να μη θεωρεί δεδομένο οτιδήποτε συμβαίνει, αλλά να μπορεί να διακρίνει τι είναι πράγματι ουσιώδες και τι είναι τυχαίο ή παροδικό. Και για να γίνει αυτό, συνήθως χρειάζεται και λίγος χρόνος· πρέπει να περιμένει κανείς, οπότε είναι δύσκολο να δοθεί μια κρίση για το απολύτως παρόν.
Η δική μου εντύπωση είναι ότι, στον χώρο της φιλοσοφίας, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό ενδιαφέρον για την πρακτική φιλοσοφία. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα που σχετίζεται λίγο με το περιβάλλον, με τη ζωή των ιταλικών πανεπιστημίων· δεν ξέρω αν είναι συγκρίσιμο με άλλες χώρες, αλλά στα ιταλικά πανεπιστήμια – όπως ίσως γνωρίζετε – η διδασκαλία της φιλοσοφίας παραδοσιακά γινόταν και εξακολουθεί να γίνεται μέσα από τρεις έδρες: την έδρα της ιστορίας της φιλοσοφίας, που στην Ιταλία έχει τεράστια παράδοση, φτάνοντας μέχρι τον Μπενεντέτο Κρότσε, τον Τζοβάνι Τζεντίλε κ.ά., την έδρα της θεωρητικής φιλοσοφίας και την έδρα της ηθικής φιλοσοφίας.
Πέρα από τις σπουδές ιστορίας της φιλοσοφίας, που αποτελούν ξεχωριστό πεδίο, οι σπουδές θεωρητικής φιλοσοφίας – όχι ιστορικής, αλλά γνήσιας φιλοσοφικής σκέψης – στην Ιταλία ήταν πάντοτε διαιρεμένες ανάμεσα στη θεωρητική φιλοσοφία και στην ηθική φιλοσοφία, και η θεωρητική φιλοσοφία πάντοτε απολάμβανε μεγαλύτερο κύρος από την ηθική φιλοσοφία. Δηλαδή, λεγόταν ότι ο αληθινός φιλόσοφος, ο σημαντικότερος καθηγητής μιας φιλοσοφικής σχολής, είναι ο καθηγητής θεωρητικής φιλοσοφίας. Αυτό ίσχυε μέχρι τη δεκαετία του ’50–’60 του εικοστού αιώνα.
Από τότε όμως, χάρη στο φαινόμενο της αναγέννησης της πρακτικής φιλοσοφίας, η διδασκαλία της ηθικής φιλοσοφίας απέκτησε πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι είχε στο παρελθόν. Έτσι σήμερα στα πανεπιστήμια γίνεται σοβαρή δουλειά, μελέτη, και ενεργός ενασχόληση στον τομέα της πρακτικής φιλοσοφίας, για παράδειγμα στον τομέα της ηθικής, τόσο της γενικής όσο και της εφαρμοσμένης ηθικής. Θυμάμαι ότι όταν ήμουν φοιτητής – δηλαδή στη δεκαετία του ’50 του εικοστού αιώνα – κανείς δεν μιλούσε για ηθική. Τα πολιτικά ζητήματα ήταν ασφαλώς σημαντικά· υπήρχε και κάποια ευαισθησία για τα θρησκευτικά ζητήματα, αλλά τα ηθικά προβλήματα δεν ενδιέφεραν τους φοιτητές, τους νέους.
Κάναμε το μάθημα της ηθικής φιλοσοφίας απλώς και μόνο γιατί ήταν υποχρεωτικό, αλλά κανείς δεν ενθουσιαζόταν για την ηθική φιλοσοφία. Σήμερα η κατάσταση έχει αντιστραφεί ριζικά· σήμερα η σημαντικότερη φιλοσοφική συζήτηση γίνεται ακριβώς στον χώρο της ηθικής, της ηθικής φιλοσοφίας, της πρακτικής φιλοσοφίας. Σε αυτό συνέβαλε, φυσικά, και η εμφάνιση της λεγόμενης βιοηθικής: δηλαδή αυτού του κλάδου της ηθικής φιλοσοφίας, της ηθικής, που εφαρμόζεται σε προβλήματα που σχετίζονται με τη ζωή, με την ανθρώπινη ζωή – επομένως με τη γέννηση, τον θάνατο, αλλά και με τις μεταμοσχεύσεις, και με ό,τι σχετίζεται με την ιατρική διάσταση της ύπαρξης.
Ένας Άγγλος φιλόσοφος, ο Στίβεν Τουλμιν, όταν κατέγραψε τη γέννηση της βιοηθικής, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, έγραψε ένα άρθρο με τίτλο Πώς η ιατρική έσωσε τη ζωή της ηθικής, λέγοντας ότι τα προβλήματα που έθεσε η ανάπτυξη της ιατρικής αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον για την ηθική. Εγώ θα μπορούσα να παραφράσω τη φράση του Τουλμιν προσθέτοντας: πώς η ηθική έσωσε τη ζωή της φιλοσοφίας, διότι οι φιλόσοφοι που μέχρι το 1950–60 ήταν αγνοημένοι, παραμελημένοι, περιφρονημένοι από όλους, ξαφνικά απέκτησαν πάλι σημασία· καλούνται από δω κι από κει, σε ηθικές επιτροπές νοσοκομείων, δημόσιων οργανισμών κ.λπ. Πάντα υπάρχει το αίτημα να μάθουμε ποια είναι η άποψη του φιλοσόφου, τι έχει να πει η φιλοσοφική του επάρκεια.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, λοιπόν, για ποια φιλοσοφία πρόκειται; Πρόκειται για την πρακτική φιλοσοφία· είναι αυτό το σκέλος της φιλοσοφίας που σήμερα ενδιαφέρει περισσότερο τους μη φιλοσόφους. Δηλαδή, ο λόγος για τον οποίο οι μη φιλόσοφοι – είτε είναι επιστήμονες, είτε πολιτικοί, είτε διοικητικοί – απευθύνονται στους φιλοσόφους, είναι ακριβώς για να πάρουν φώτιση, γνώμες, συμβουλές σε ζητήματα πρακτικής φιλοσοφίας. Γι’ αυτόν τον λόγο μου φάνηκε ενδιαφέρον να δώσω ορισμένα μαθήματα με αυτό το θέμα. Εγώ, όπως κάποιοι ξέρουν, κατά κύριο λόγο είμαι ιστορικός της φιλοσοφίας· μου αρέσει λοιπόν να ανασυνθέτω και την ιστορία των ιδεών, και αυτό γιατί η ιστορία συχνά επιτρέπει να διευκρινιστούν πράγματα που αλλιώς παραμένουν συγκεχυμένα και οδηγούν σε παρανοήσεις.
Ακόμα και στον τομέα της πρακτικής φιλοσοφίας – όπως θα προσπαθήσω να δείξω – έχουν προκύψει παρανοήσεις, έχουν εμφανιστεί συγχύσεις, που μπορούν να διαλυθούν μέσα από μια σωστή κατανόηση του τι είναι η πρακτική φιλοσοφία, πώς γεννήθηκε, πώς αναπτύχθηκε στην ιστορία και πώς σήμερα εμφανίζεται ενώπιόν μας. Σας έλεγα ότι στο πλαίσιο αυτής της αναγέννησης της πρακτικής φιλοσοφίας, τα σημεία αναφοράς υπήρξαν κυρίως δύο: από τη μία ο Αριστοτέλης και από την άλλη ο Καντ.
Για να αναφέρω μερικά ονόματα σύγχρονων φιλοσόφων από εκείνους που αναφέρονται στον Αριστοτέλη, σας θυμίζω τον Γκάνταμερ – που τον ανέφερα ήδη – και τους μαθητές του, όπως ο Μπούμπνερ· έπειτα μια άλλη σχολή της γερμανικής φιλοσοφίας, εκείνη του Γιοάχιμ Ρίττερ, καθώς και μαθητές του, όπως ο Γκύντερ Μπιν.
Ενώ από την άλλη πλευρά, ανάμεσα σε εκείνους που αναφέρονται στον Καντ, υπάρχει κατ’ αρχάς μία γυναικεία μορφή σημαντική για τη σύγχρονη φιλοσοφία: η Χάνα Άρεντ. Ειδικά στο τελευταίο στάδιο της ζωής της, όταν έζησε στις Ηνωμένες Πολιτείες, έγραψε το τελευταίο της έργο με τίτλο Η ζωή του νου (The Life of the Mind), που αποτελεί μια επιστροφή στον Καντ σε θέματα πρακτικής φιλοσοφίας. Στη Γερμανία επίσης υπήρξαν φιλόσοφοι όπως ο Φόλρατ, ο Χέφε, ακόμη και ο ίδιος ο Ρίντελ. Με αυτά τα δύο σημεία αναφοράς καλύπτουμε ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης πρακτικής φιλοσοφίας.
Πρέπει να πω επίσης – κι αυτό είναι μια προσωπική μου εντύπωση που μπορεί να είναι λανθασμένη, γιατί, όπως κάποιοι ξέρουν, τρέφω κάποια συμπάθεια για τον Αριστοτέλη και έτσι είμαι πιο προσεκτικός απέναντι σε όσους αναφέρονται σ’ εκείνον – αλλά η εντύπωσή μου, επαναλαμβάνω, που μπορεί και να είναι λανθασμένη, είναι ότι η αναφορά στον Αριστοτέλη εξακολουθεί να είναι ισχυρή. Σκέφτομαι κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες και πρόσωπα όπως ο Μακιντάιρ, που ανέφερα πριν, ή η Μάρθα Νούσμπαουμ. Ενώ η αναφορά στον Καντ φαίνεται κάπως εξασθενημένη. Τώρα, δεν μπορώ να πω ότι έχει εκλείψει εντελώς.
Υπάρχει έντονη παρουσία του Καντ στη σκέψη ενός σπουδαίου Αμερικανού φιλοσόφου, του Τζον Ρολς, συγγραφέα της Θεωρίας της Δικαιοσύνης που δημοσιεύτηκε ακόμα στο… – ο Ρολς, αν δεν κάνω λάθος, έχει πεθάνει· ίσως υπάρχουν μαθητές του, μια σχολή που συνεχίζει· άρα συνεχίζεται και η αναφορά στον Καντ. Όμως η εντύπωσή μου είναι ότι σήμερα η αναφορά στον Αριστοτέλη είναι μαζικότερη. Και, από την άλλη πλευρά, πρέπει να θυμόμαστε ότι η ίδια η έκφραση "πρακτική φιλοσοφία" έχει επινοηθεί για πρώτη φορά από τον Αριστοτέλη.
Για την αλήθεια, δεν είναι ότι ο Αριστοτέλης τη χρησιμοποιεί πολύ συχνά. Αντιθέτως, για να είμαστε ακριβείς, τη συναντάμε μόνο μία φορά, και συγκεκριμένα στο δεύτερο βιβλίο των Μεταφυσικών. Έχω συμπεριλάβει αυτό το απόσπασμα στην ανθολογία μου.
Στο δεύτερο βιβλίο των Μεταφυσικών, ο Αριστοτέλης γράφει: «Είναι σωστό να ονομάζεται η φιλοσοφία επιστήμη της αλήθειας, επειδή σκοπός της θεωρητικής [φιλοσοφίας] είναι η αλήθεια, ενώ της πρακτικής είναι το έργο». Να λοιπόν· εδώ ο Αριστοτέλης διαιρεί τη φιλοσοφία σε δύο μέρη. Η φιλοσοφία μπορεί να είναι θεωρητική – και τότε έχει ως σκοπό την αλήθεια, τη γνώση της αλήθειας – ή μπορεί να είναι πρακτική· και εδώ χρησιμοποιεί ακριβώς τη λέξη «πρακτική», filosofia pratica, και αυτή έχει ως σκοπό το έργο, δηλαδή την πράξη.
Κατόπιν, ο Αριστοτέλης συνεχίζει στο ίδιο απόσπασμα λέγοντας: «Ακόμη κι αν οι πρακτικοί φιλόσοφοι ερευνούν πώς έχουν τα πράγματα, δεν εξετάζουν την αιτία καθ’ εαυτήν, αλλά σε σχέση με κάτι άλλο, και τώρα». Βλέπετε, εδώ έχουμε έναν πρώτο χαρακτηρισμό – ακόμα κάπως συγκεχυμένο, για να είμαστε ειλικρινείς – αυτής της πρακτικής φιλοσοφίας. Διότι λέει: «ακόμα κι αν οι πρακτικοί φιλόσοφοι ερευνούν πώς έχουν τα πράγματα» – άρα και η πρακτική φιλοσοφία, όπως και η θεωρητική, θέλει να μάθει πώς είναι τα πράγματα, δηλαδή επιδιώκει την αλήθεια. Όμως συνεχίζει: «δεν εξετάζουν την αιτία καθ’ εαυτήν», και «να εξετάζει κανείς την αιτία» σημαίνει να αναζητά την εξήγηση του πώς έχουν τα πράγματα. Αλλά αυτούς δεν τους ενδιαφέρει η αιτία ως τέτοια· τους ενδιαφέρει «σε σχέση με κάτι» και «τώρα».
Με αυτές τις εκφράσεις – «σε σχέση με κάτι» – εννοεί: σε σχέση με την πράξη. Δηλαδή ενδιαφέρονται να γνωρίζουν πώς έχουν τα πράγματα, αλλά όχι για την καθαρή χαρά της γνώσης, αλλά επειδή αυτό πρέπει να εξυπηρετήσει κάτι, να σχετίζεται με κάτι και να χρησιμεύσει στο «τώρα». Τι σημαίνει «τώρα»; Σημαίνει στη συγκεκριμένη παρούσα κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε· άρα για να δράσουμε, για να πράξουμε.
Να, λοιπόν, ένας πρώτος χαρακτηρισμός της πρακτικής φιλοσοφίας. Βλέπετε εδώ ότι βρίσκουμε και πάλι τη διάκριση της φιλοσοφίας σε δύο μέρη, σε δύο κλάδους: τη θεωρητική και την πρακτική. Θεωρητική προέρχεται από το ρήμα θεωρεῖν, που σημαίνει γνωρίζω, εξετάζω, κάνω θεωρία· ενώ πρακτική σημαίνει σχετική με αυτό που οι Έλληνες ονόμαζαν πρᾶξις, δηλαδή αυτό που εμείς μεταφράζουμε ως πράξη.
Αυτό, όπως έλεγα, είναι ένα πρώτο ίχνος, μια πρώτη διαίρεση της φιλοσοφίας σε δύο κλάδους, που θα παραμείνει για πάντα. Ανέφερα προηγουμένως το πανεπιστημιακό σύστημα, όπου υπάρχουν οι έδρες της θεωρητικής φιλοσοφίας και της ηθικής φιλοσοφίας· και αυτές αντιστοιχούν ακριβώς σε αυτά τα δύο μέρη της φιλοσοφίας που υποδεικνύει ο Αριστοτέλης.
Ηθική ή πρακτική είναι το ίδιο, γιατί «ηθική» σημαίνει αυτό που αφορά τα ήθη, τους τρόπους συμπεριφοράς· και ήταν ακριβώς ο Αριστοτέλης εκείνος που είπε ότι στον τομέα της πρᾶξις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ήθη.
Όμως στον Αριστοτέλη βρίσκουμε και μια άλλη διαίρεση της φιλοσοφίας – όχι πλέον σε δύο, αλλά σε τρία μέρη. Λέει ότι η φιλοσοφία ή οι επιστήμες – γιατί για τους Έλληνες, ή τουλάχιστον για τον Αριστοτέλη, δεν υπήρχε η διάκριση που υπάρχει σήμερα ανάμεσα στη φιλοσοφία και την επιστήμη – η φιλοσοφία ήταν επιστήμη· η λέξη «φιλοσοφία» σήμαινε επίσης «επιστήμη», δηλαδή όλες οι μορφές γνώσης.
Ο Αριστοτέλης λέει, σε ένα άλλο απόσπασμα των Μεταφυσικών, στο έκτο βιβλίο, ότι υπάρχουν τρία είδη φιλοσοφίας – ή και τρία είδη επιστήμης: η θεωρητική φιλοσοφία ή θεωρητικές επιστήμες, η πρακτική φιλοσοφία ή πρακτικές επιστήμες – και σε αυτό το σημείο επαναλαμβάνει όσα είχε πει στο δεύτερο βιβλίο· αλλά προσθέτει και ένα τρίτο είδος φιλοσοφίας, ένα τρίτο είδος επιστήμης, που το αποκαλεί ποιητικές επιστήμες (poietikai epistêmai).
Θα έπρεπε να μεταφραστεί στα ελληνικά ως «ποιητικές», αλλά για εμάς η λέξη «ποιητικό» φέρνει στο νου την ποίηση· ενώ εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την ποίηση, αλλά με έναν τύπο επιστημών ή φιλοσοφίας που δεν σχετίζεται πλέον με την πρᾶξις, δηλαδή την πράξη, αλλά με την ποίησις. Η ποίησις στα αρχαία ελληνικά σημαίνει παραγωγή – παραγωγή αντικειμένων.
Να λοιπόν: το γεγονός ότι εδώ υπάρχει αυτή η τριμερής διάκριση – όχι πια διμερής, όπως η πρώτη που είδαμε, αλλά τριμερής – αντιπροσωπεύει αναμφισβήτητα, θα έλεγα, μια πρόοδο· με την έννοια μιας περαιτέρω διευκρίνισης, μιας περαιτέρω άρθρωσης του αριστοτελικού λόγου, ο οποίος λαμβάνει υπόψη μια διάκριση που προηγουμένως δεν είχε τεθεί· δηλαδή τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ πρᾶξις (praxis), δηλαδή πράξης, και ποίησις (poiesis), δηλαδή παραγωγής. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην πράξη και την παραγωγή; Είναι και πάλι ο Αριστοτέλης που εισάγει αυτή τη διάκριση, στο έκτο βιβλίο της Ηθικής Νικομαχείας. Σας διαβάζω το απόσπασμα:
«Το γένος της πράξης», λέει ο Αριστοτέλης, «είναι άλλο, δηλαδή διαφορετικό από εκείνο της παραγωγής (ποίησις), επειδή ο σκοπός της παραγωγής είναι διαφορετικός από την ίδια την παραγωγή, ενώ στην πράξη δεν είναι έτσι. Ο σκοπός της πράξης, στην πραγματικότητα, είναι η ίδια η καλή πράξη».
Ορίστε λοιπόν: πρᾶξις και ποίησις, πράξη και παραγωγή, διακρίνονται ως προς τον σκοπό. Η ποίησις, δηλαδή η παραγωγή, έχει έναν σκοπό που είναι διαφορετικός από την ίδια. Σκεφτείτε τον αρχιτέκτονα που φτιάχνει ένα σπίτι, ή τον γλύπτη που σμιλεύει ένα άγαλμα. Ο σκοπός του αρχιτέκτονα είναι το σπίτι – όχι η κατασκευή αυτή καθαυτή. Ο σκοπός του γλύπτη είναι το άγαλμα – όχι η διαδικασία του σμιλέματος καθαυτή.
Επομένως, το «χτίζειν» και το «σμιλεύειν» είναι δραστηριότητες, είναι πράξεις που έχουν ως σκοπό ένα αντικείμενο: αυτό που ονομάζουμε προϊόν· το έργο. Στα αρχαία ελληνικά λεγόταν ἔργον, από όπου προέρχεται το γερμανικό Werk και το αγγλικό work, δηλαδή το έργο. Η παραγωγή έχει ως σκοπό το έργο, το προϊόν.
Η πράξη, αντιθέτως – λέει ο Αριστοτέλης – δεν έχει έναν σκοπό διαφορετικό από τον εαυτό της. Ο σκοπός της πράξης είναι, λέει, η ίδια η καλή πράξη· δηλαδή το να εκτελεί κανείς καλά αυτό που κάνει – όχι ένα προϊόν ξεχωριστό. Πολλές από τις δραστηριότητές μας είναι πράξεις που τις εκτελούμε για την αξία που αποδίδουμε στην ίδια την πράξη, όχι επειδή από αυτήν προκύπτει ένα προϊόν, κάτι διαφορετικό.
Κι επομένως, αν αποδίδουμε αξία σε αυτή την πράξη, μπορούμε να πούμε ότι ο σκοπός της είναι η ίδια η πράξη – φυσικά εκτελεσμένη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αν κάποιος, για παράδειγμα, αγαπά τη μουσική, παίζει μουσική ακόμη και αν δεν προκύπτει τίποτα χειροπιαστό απ’ αυτό. Φυσικά, μπορεί στη συνέχεια να δίνει και συναυλίες για να βγάλει τα προς το ζην· αλλά αν του αρέσει πραγματικά να παίζει μουσική, τότε παίζει ακόμη και όταν δεν αποκομίζει τίποτα – μόνο και μόνο από την αγάπη για τη μουσική.
Και προσπαθεί να παίζει όσο το δυνατόν καλύτερα, να παίζει καλά. Να λοιπόν η πρᾶξις, αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει εὐπραξία, δηλαδή η καλή πράξη, η άριστη πράξη, η πράξη με αξία. Όταν λοιπόν ο Αριστοτέλης εισάγει αυτή τη διάκριση, καταλαβαίνει ότι υπάρχουν όχι δύο αλλά τρεις τύποι φιλοσοφίας:
Εκείνη που ασχολείται με τη γνώση, που είναι η θεωρητική φιλοσοφία.
Έπειτα, ένα πεδίο της φιλοσοφίας που ασχολείται με την πράξη· και αυτή είναι η πρακτική φιλοσοφία με την αυστηρή έννοια.
Τέλος, υπάρχει κι ένα πεδίο της φιλοσοφίας – ή της γνώσης, ή των επιστημών – που ασχολείται με την παραγωγή. Αυτό το πεδίο δεν πρέπει να συγχέεται με την πρακτική φιλοσοφία· είναι κάτι άλλο, διαφορετικό.
Τώρα θα κάνουμε ένα διάλειμμα· αλλά θα δούμε πώς αυτή η διάκριση επανεμφανίζεται στη σύγχρονη φιλοσοφία, σε έναν μεγάλο φιλόσοφο του εικοστού αιώνα – στον Μάρτιν Χάιντεγκερ.[ΣΑΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ, ΜΕΤΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ]

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: