Συνέχεια από
: Σάββατο, 21 Φεβρουαρίου 2015
IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
ΤΟΜΟΣ 1ος
Ο Χριστός και η αλήθεια
Το Πνεύμα και η αλήθεια
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
2ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο : ΜΑΡΤΥΡΕΙΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
Γ. Η μαρτυρία του Ιησού (Ιωάν. 18, 37)
1. Η μαρτυρία του Ιησού και η βασιλεία του.
2.1. Η δήλωση του Ιησού στο Ιωαν. 18, 37 αποτελεί απάντηση στην ερώτηση του Πιλάτου: «Οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ;», και δείχνει το πραγματικό νόημα της βασιλείας του. Πως αντιλαμβανόμαστε όμως το γεγονός ότι η αλήθεια περί της οποίας μαρτυρεί ο Ιησούς αποτελεί το θεμέλιο της βασιλείας του;
Ας θυμηθούμε αυτό που διαπιστώσαμε στην αρχή του κεφαλαίου: η επίσημη ερμηνεία περί της βασιλείας του Ιησού βρίσκεται στο τέλος του εδαφίου: «πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς». Όταν το ρήμα ακούειν συντάσσεται με την γενική αφορά στους ανθρώπους και σημαίνει είτε «ακούω με προσήλωση, ακούω και κατανοώ» (1, 37/ 7, 32.40/ 10, 3/ 19, 13), είτε με μια θεολογικότερη έννοια «ακούω, υπακούω» (3, 29/ 6, 60)· στην παροιμία του καλού Ποιμένα περιγράφεται η ευπειθής υπακοή των προβάτων στον Ποιμένα: «τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι» (10, 16). Όταν όμως το περιεχόμενο του αποσπάσματος έχει άμεσα σωτηριολογικό χαρακτήρα η έννοια της υπακοής τονίζεται περισσότερο: «ακούγοντας την φωνή» του Υιού του Θεού, λέει ο Ιησούς, οι (πνευματικά) νεκροί θα ζήσουν (5, 25.28). Στον διάλογο με τον Πιλάτο το πνεύμα είναι το ίδιο: ο Ιησούς υπονοεί ότι η βασιλεία του δεν είναι εκ του κόσμου τούτου: συνίσταται στην υπακοή στους λόγους του και στην αλήθεια του· δεν επιβάλλεται δια της βίας και της εξουσίας, αλλά δια της αληθείας που αυτός μαρτυρεί, και την οποία όλοι όσοι είναι εκ της αληθείας υποδέχονται με πίστη.
2. 2. Εδώ εμφανίζεται ένα πρόβλημα: Η βασιλεία του Ιησού είναι το αγαπημένο θέμα του Ιωάννη. Εάν όμως δε είναι πάντοτε βασισμένη στην «αλήθεια» όπως εδώ; Εάν στο 4ο Ευαγγέλιο συναντήσουμε διαφορετικές ερμηνείες μπορούμε άραγε να τις συνοψίσουμε σε μία θεμελιακή ενότητα;
Στο 4ο Ευαγγέλιο υπάρχει ιδιαίτερη μνεία στον τίτλο του βασιλέως: εκτός από τα αποσπάσματα των συνοπτικών, ο όρος αναφέρεται μόνον στον Ιωάννη, σε οκτώ κείμενα. Ο τίτλος «βασιλεύς» αναδεικνύει την μεγαλοπρέπεια του Βασιλιά-Μεσσία (1, 59). Πώς την αντιλαμβάνεται ο Ιωάννης; Η φυγή του στο όρος, όταν αντιλήφθηκε ότι «μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα» (6, 15), δείχνει ότι κατά κανένα τρόπο δεν επιδίωκε μια πολιτική εξουσία. Ο τρόπος που το 4ο Ευαγγέλιο αντιλαμβάνεται την «βασιλική ιδιότητα» του Ιησού φαίνεται στην σκηνή της εισόδου στα Ιεροσόλυμα, την Κυριακή των Βαΐων. Στο τέλος της περιγραφής της ο Ιωάννης είναι ο μόνος ευαγγελιστής που αναφέρει αυτόν τον πικρό λόγο των Φαρισαίων: « ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν» (12, 19)· για τον Ιωάννη αποτελεί ένα είδος υποσυνείδητης προφητείας, διότι ακολουθεί αμέσως η άφιξη των Ελλήνων. Η έκφραση (απ)έρχεσθαι οπίσω τινός σημαίνει συχνά: ακολουθώ κάποιον για να γίνω μαθητής του (Μαρκ. 1, 17. 20/ 8, 34). Φαίνεται ότι ο Ιωάννης εδώ υπονοεί το πραγματικό νόημα της βασιλείας του Χριστού: όχι φυσικά την παροδική εξουσία του βασιλιά αυτού του κόσμου, αλλά την εξουσία του διδασκάλου που υποδέχεται τους μαθητές του και επιθυμεί να τον ακολουθήσουν όλοι οι άνθρωποι. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά επανέρχονται και στην συνέχεια: ο Βασιλεύς-Μεσσίας συγκεντρώνει γύρω του μαθητές, όχι υπηκόους· και επιθυμεί να δώσει στην βασιλική του εξουσία συμπαντική εμβέλεια.
Στην περιγραφή των Παθών ο τίτλος του «βασιλέως» επανέρχεται με ακόμη μεγαλύτερη συχνότητα (12 φορές) και θεολογική απήχηση· εδώ ακριβώς ανήκει και το εδάφιο 8, 37 στο οποίο η βασιλεία του Ιησού συνδέεται με την μαρτυρία περί της αληθείας. Ακολουθούν αποσπάσματα στα οποία ορισμένες περιγραφές έχουν ακριβώς συμβολική σημασία και υπογραμμίσουν το μεγαλείο της βασιλείας του Ιησού. Δεν είναι τυχαίο ότι το ακάνθινο στεφάνι επί της κεφαλής του Ιησού (19, 1-3) αποτελεί το κέντρο αυτή της περιγραφής που διαδραματίζεται στο πραιτόριο. Στο εδάφιο «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» ο Ιησούς παρουσιάζεται στους Ιουδαίους με τα διακριτικά του βασιλέως, το στέμμα και την πορφύρα (19, 5), τα οποία αντίθετα με τους συνοπτικούς (Ματ. 27, 31 και Μαρκ. 15, 20) δεν αναφέρει ότι του αφαιρέθηκαν. Στο Λιθόστρωτο ο Πιλάτος λέει στους Ιουδαίους: «Ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν» (19, 14). Όλες οι λεπτομέρειες που απαρτίζουν αυτή την σκηνή δίνουν στην δήλωση του Ρωμαίου δικαστή ιδιαίτερη βαρύτητα: το γεγονός ότι αυτή την δεδομένη στιγμή ο Ιησούς βρίσκεται στο δικαστήριο ενώπιον των Ιουδαίων· ο προσδιορισμός της τοποθεσίας (Γαββαθά), και της ώρας (η 6η ώρα της προετοιμασίας του Πάσχα), μετατρέπουν αυτή την σκηνή σε πραγματική βασιλική ενθρόνιση του Ιησού. Όσον αφορά την σταύρωση, για τον Ιωάννη αποτελεί την εξύψωση του Ιησού (3, 14/ 8, 28/ 12, 32)· του χρειάζονται τέσσερις στίχοι για να περιγράψει την επιγραφή στον Σταυρό (19, 19-22) όπου αναφέρεται ότι ο Ιησούς από την Ναζαρέτ είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων· και είναι επίσης ο μόνος που αναφέρει ότι η επιγραφή στον Σταυρό ανεγράφη σε τρεις γλώσσες, λεπτομέρεια που προσδίδει παγκοσμιότητα στην βασιλεία του Ιησού. Καταλήγουμε λοιπόν στο ότι για τον Ιωάννη η βασιλεία του Χριστού είναι άμεσα συνδεδεμένη με το Πάθος και τον Σταυρό του: στον Γολγοθά, ο Υιός του Ανθρώπου αναδεικνύεται βασιλεύς.
Πώς αντιλαμβανόμαστε αυτή την βασιλεία του Εσταυρωμένου Χριστού; Θεωρείται ο Ιησούς βασιλεύς διότι θριαμβεύει επί των αντιπάλων του, ή ίσως λόγω της επιρροής του στους μαθητές του; Οδηγούμενος στο Πάθος, ο Ιησούς, δύο φορές αναφέρθηκε στην νίκη του επί του κόσμου ή επί του άρχοντος του κόσμου τούτου (12, 31 και 16, 33)· στο 12, 31-32 το θέμα αυτό προσεγγίζει την εξύψωση του Ιησού· αλλά πουθενά στο 4ο Ευαγγέλιο η βασιλεία του Ιησού δεν ερμηνεύεται ρητά και άμεσα ως θρίαμβος επί των δυνάμεων του κακού. Συντελείται αποκλειστικά στην προοπτική της σωτηρίας των πιστών: την στιγμή του θανάτου του ο Ιησούς «παραδίδει το Πνεύμα» (19, 30)· για τον Ιωάννη ο Εσταυρωμένος είναι ο πραγματικός πασχάλιος Αμνός (19, 33. 36)· το ύδωρ και το αίμα που εξήλθε από την πλευρά του είναι σημείο της σωτηρίας που συντελείται εκείνη την ώρα· και η περιγραφή τελειώνει με ένα κείμενο (19, 37) που λέει ότι οι άνθρωποι ατένιζαν με πίστη τον Χριστό στο Σταυρό. Χωρίς αμφιβολία λοιπόν, για τον Ιωάννη ο Ιησούς στον Σταυρό είναι πράγματι βασιλεύς ως Σωτήρας του κόσμου· από του ύψους του Σταυρού του ο Ιησούς καλεί τους ανθρώπους προς αυτόν.
2. 3. Το πρόβλημα που αναφέραμε προηγουμένως εμφανίζεται εδώ με οξύτητα: αφ’ ενός ο Ιησούς δηλώνει ότι είναι βασιλεύς διά της αληθείας και αφ’ ετέρου καθίσταται βασιλεύς καθ’ ολοκληρίαν δια του Σταυρού. Πρόκειται για δύο θεολογίες, δύο ασυμβίβαστε απόψεις; Μοιάζει εντελώς απίθανο για ένα κείμενο όπως το 4ο Ευαγγέλιο που το χαρακτηρίζει η ενότητα θεμελιακών ιδεών. Αν υπάρχει σύνθεση των δύο απόψεων θα πρέπει να αναζητηθεί στην στενή οργανική σύνδεση της αλήθειας με τον Σταυρό, διαπίστωση στην οποία και θα καταλήξουμε.
Ας ξεκινήσουμε από την ερμηνεία που μας προσφέρει ο Ιησούς στο 18, 37: εάν βασιλεύει επί των δικών του ανθρώπων είναι επειδή «ακούν την φωνή του» με υπακοή και πίστη. Αλλά αυτή η πίστη βρίσκεται σε διαρκή πρόοδο, είναι μια συνεχής αποκάλυψη. Μια ενθουσιώδης προσχώρηση, όπως των Ιουδαίων που κερδίζονται με τα θαύματα (2,32) ή τους λόγους (8,30) του Ιησού, δεν αρκεί για να τους μετατρέψει σε πραγματικούς μαθητές του: θα πρέπει να «μείνουν εις τους λόγους» του Ιησού προκειμένου να ανακαλύψουν σταδιακά την πλήρη αλήθεια (8, 31-32). Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο ο Σταυρός αποτελεί την κορύφωση: «μια διαρκής πορεία, διά μέσου του 4ου Ευαγγελίου, οδηγεί τους πιστούς στην αποκάλυψη» του εξυψωθέντος εκ της γης Υιού του ανθρώπου. Ο Ιησούς το είχε ήδη δηλώσει στον Νικόδημο (3,15) και το επανέλαβε πριν από το Πάθος: «κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν» (12,32). Έτσι αντιλαμβανόμαστε γιατί η σκηνή του Γολγοθά τελειώνει με ένα στίχο που εκφράζει την αφοσίωση των πιστών: « Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν» 19,37).
Ο «υψωθείς εκ της γης» Χριστός είναι η κατάληξη της χριστιανικής πίστης διότι αποτελεί την αποκορύφωση της αποκαλύψεως: ο θανατωθείς επί του Σταυρού Χριστός, ως εξιλαστήριο θύμα, εκφράζει με τον θάνατό του την μεγαλειώδη εκδήλωση αγάπης του Θεού για τους ανθρώπους (1η Επ. Ιωάν. 4, 9-10 και Ιωάν. 3,16).
Η λύση του προβλήματος είναι επομένως η εξής: ο Ιησούς γίνεται βασιλεύς δια της αληθείας αλλά και δια του σταυρού διότι η αλήθεια του Χριστού ολοκληρώνεται στον σταυρό. Ο Ιησούς είναι ο κατ’ εξοχήν μάρτυρας της αποκαλύψεως· όχι μόνον χάρη στην διδασκαλία του αλλά επίσης και χάρη στα έργα που τελεί στο όνομα του Πατρός του (5,36 και 10,25), και κυρίως χάρη στο μέγα έργο της σωτηρίας για το οποίο ήρθε στον κόσμο· και επομένως η ανύψωσή του στον σταυρό και ο θάνατός του καθιστούν την αποκάλυψη της αγάπης του Πατρός την κορύφωση του έργου του. Πιθανότατα γι’ αυτόν τον λόγο η ανύψωση στον σταυρό αποτελεί για τον Ιωάννη την κορύφωση, την ολοκλήρωση της βασιλείας του Ιησού.
Αλλά η αποκάλυψη για να ολοκληρωθεί απαιτεί ένα τελευταίο στάδιο. Συναντάμε εδώ ένα θεμελιακό σημείο της θεολογίας του Ιωάννη, την αποκάλυψη σε δύο χρόνους: η μαρτυρία του Ιησού υπέρ της αληθείας θα πρέπει να συμπληρωθεί, στην Εκκλησία, με την μαρτυρία του Πνεύματος της αληθείας (15,26)· παρότι, σύμφωνα με τον 18,37 ο Ιησούς είναι ο μέγας μάρτυρας της αλήθειας, η μαρτυρία του Πνεύματος παραμένει απαραίτητη για να οδηγήσει τους πιστούς «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (16,13)· γι’ αυτό στην 1η Επιστολή του Ιωάννη (5,6-8) μαζί με την μαρτυρία του ύδατος και του αίματος αναφέρεται και η μαρτυρία του Πνεύματος. Αλλά από ιστορική σκοπιά, και σε σχέση με την επίγεια παρουσία του Χριστού η κορύφωση της αποκάλυψης θα πρέπει αναμφισβήτητα να αναζητηθεί στον Σταυρό, στην Ώρα του Ιησού.
2. 4. Συνοψίζοντας εν συντομία τα αποτελέσματα των αναλύσεών μας θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι εάν, εκ πρώτης όψεως ο Ιωάννης φαίνεται να ασπάζεται δύο θεολογίες της βασιλείας του Ιησού – την δια του σταυρού και την δια της αληθείας – η έννοια της αλήθειας επιτρέπει τελικά την ενότητα και την σύνθεση των δύο απόψεων.
Σύμφωνα με τον στίχο 18,37 του Ευαγγελίου του Ιωάννη, ο Ιησούς είναι μάρτυρας της αλήθειας και βασιλεύει επί των πιστών χάρη στην αποδοχή της. Η βασιλεία του Ιησού ολοκληρώνεται εξ άλλου δια του Σταυρού· και η πραγματική χριστιανική πίστη δεν είναι μόνον η αποδοχή των λόγων του Ιησού, αλλά είναι η πίστη στον Υιό του ανθρώπου που υψώθη εκ της γης και απέθανε στον Σταυρό για την σωτηρία του κόσμου. Αλλά αυτός ο σωτηριώδης θάνατος δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της πίστης μας πάρα μόνο εάν μας αποκαλυφθεί και αν γνωρίσουμε το μυστήριο που τον περιβάλει· ο θάνατος αυτός από μόνος του, σαν υλικό γεγονός στην απόλυτη αντικειμενικότητά του, δεν σώζει τον κόσμο· χρειάζεται να αντιληφθούμε το νόημά του και να αφεθούμε στην πίστη. Με άλλα λόγια, το Πάθος και ο η θανάτωση του Ιησού γίνονται πράξεις σωτηρίας διότι ο Θεός αποκαλύπτεται στον Υιό του και οι άνθρωποι πιστεύουν σ’ αυτόν (3,16). Ο θάνατος του Ιησού μπορεί να μας σώσει και να αποτελέσει όντως το επιστέγασμα της βασιλείας του, στο βαθμό που μας αποκαλύπτεται με αυτή την μορφή, στο βαθμό που συνιστά για μας λόγο και αλήθεια. Τότε η πίστη υποδέχεται αυτή την λυτρωτική πράξη και δι’ αυτής ο Χριστός μπορεί να βασιλεύσει στους ανθρώπους.
Έτσι λοιπόν, όπως προηγουμένως αναφέραμε, μόνον η αλήθεια την οποία μαρτυρεί ο Ιησούς, αποτελεί σε τελική ανάλυση, το θεμέλιο της βασιλείας του, όπως και ο ίδιος δηλώνει στον Πιλάτο. Και αυτή η αλήθεια του Ιησού δεν αντιτίθεται, αλλά οδηγεί στον Σταυρό· διότι η κορύφωση της αποκαλύψεως επιτυγχάνεται την στιγμή της Ώρας της σωτηρίας. Η αλήθεια του Ιησού δεν είναι μόνο η αλήθεια των λόγων του· είναι επίσης «η αλήθεια του Σταυρού».
Περιγράφοντας αυτή την σύνθεση, δεν ξεπεράσαμε, πιστεύουμε, τα δεδομένα του 4ου Ευαγγελίου, καταλήγοντας σε μια αφηρημένη θεολογία. Τα ίδια τα κείμενα του Ιωάννη μας ανάγκασαν να διακρίνουμε στην αλήθεια την οποία μαρτυρεί ο Ιησούς, τόσο την αποκάλυψη την οποία φέρνει στον κόσμο όσο και το ίδιο του το πρόσωπο, ή ακριβέστερα, την αποκάλυψη που φέρνει δια και μέσω του προσώπου του. Και επειδή αυτή η αποκάλυψη κορυφώνεται με τον εξιλεωτικό του θάνατο (1η Επ. Ιωαν. 4, 9-10), η αλήθεια δια της οποίας ο Ιησούς γίνεται βασιλεύς κορυφώνεται στον Σταυρό. Εδώ βρίσκεται και η ιδιαιτερότητα της θεολογίας του Ιωάννη σχετικά με τον θάνατο του Χριστού: για τον άγιο Ιωάννη ο σταυρωθείς Χριστός βασιλεύει επί των ανθρώπων καλώντας τους πλησίον του χάρη στην ακτινοβολία της αλήθειας του.
2. Μαρτυρία και κρίση.
Θα πρέπει να εξετάσουμε τώρα μια άλλη παράμετρο του θέματος. Όπως είδαμε προηγουμένως, στην εβραϊκή αποκαλυπτική και τα κείμενα του Κουμράν το θέμα της αποκάλυψης συνδέεται στενά με την εσχατολογική κρίση. Σε ότι αφορά όμως την μαρτυρία του Ιωάννη Βαπτιστή περί της αληθείας, αναδύεται μια σημαντική διαφορά: η μαρτυρία από εσχατολογική – στα προχριστιανικά κείμενα – μετατρέπεται σε μεσσιανική· ο Ιωάννης δεν είναι ένας αυτόπτης μάρτυρας: μαρτυρεί «περί» του Μεσσία (3, 26), έρχεται για να φανερωθεί και να υποδεχτεί ο Ισραήλ τον Μεσσία (1, 31). Η σχέση ανάμεσα στην μαρτυρία και την κρίση αλλάζει: η κρίση στον αγ. Ιωάννη συνδέεται με την άρνηση του φωτός· δεν μπορούμε πλέον να ισχυρισθούμε ότι ο Βαπτιστής εντέλλεται σ’ αυτήν την κρίση εφ’ όσον μαρτυρεί «περί» της αληθείας. Οι δύο όροι, μαρτυρία και κρίση διατηρούν μια πιο χαλαρή σχέση: η καταδικαστική κρίση γίνεται μια απλή συνέπεια της άρνησης της αλήθειας.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα τί ισχύει για τον Ιησού θα εξετάσουμε σε άλλα σημεία του 4ου Ευαγγελίου την φύση της σχέσης των εννοιών μαρτυρία, αλήθεια και κρίση.
Στις συνομιλίες του με τους Ιουδαίους η έννοια της μαρτυρίας του Ιησού συνδυάζεται συχνά με την έννοια της κρίσης. Στον 3, 11-19 γίνεται φανερό: ο Ιησούς μαρτυρεί αυτό που είδε, και οι Ιουδαίοi αρνούνται να δεχθούν την μαρτυρία του (στ.11), δηλαδή να πιστέψουν· αμέσως μετά προσθέτει «ὁ δὲ μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται» (στ.18)· η καταδικαστική κρίση είναι λοιπόν συνέπεια της αρνητικής στάσης των Ιουδαίων απέναντι στην μαρτυρία του Ιησού. Στο απόσπασμα 5, 22-40 η σειρά αντιστρέφεται: ο Ιησούς αναφέρεται πρώτα στην κρίση (στ. 22-30) και μετά στην μαρτυρία (στ. 31-40)· παρά τον έμμεσο τρόπο και εδώ η σχέση των δύο εννοιών παραμένει εμφανής: αυτός που ακούει τον λόγο του Ιησού δεν υπόκειται στην κρίση (στ. 24), αλλά οι Ιουδαίοι αρνούνται να πιστέψουν στον Ιησού και στις μαρτυρίες που αποδεικνύουν την αποστολή του (στ. 37-40). Στο εδάφιο 8, 13-19 ακολουθείται εκ νέου η σειρά του Κεφαλαίου 3: προηγείται η έννοια της μαρτυρίας. Ο Ιησούς αυτοαποκαλείται φως του κόσμου: αυτοί που τον ακολουθούν δεν περπατούν στο σκοτάδι (8, 12)· ο Ιησούς ομολογεί στους Φαρισαίους ότι μαρτυρεί περί του εαυτού του (στ. 14)· και η δήλωση αυτή επισύρει αμέσως την κρίση (στ.15-16).
Κατά τον ίδιο τρόπο μπορούμε να πούμε ότι η έννοια της αλήθειας συνδέεται και αυτή με την κρίση. Διότι αντικείμενο της διάκρισης μεταξύ των ανθρώπων είναι το φως του Ιησού: «αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις: ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς» (3, 19)· επειδή οι Φαρισαίοι αρνήθηκαν το φως ο Χριστός τους απευθύνει τον τρομερό λόγο « ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (9, 41). Αλλά στο 3, 19-21 το θέμα του φωτός επικαλείται άμεσα την έννοια της αλήθειας που ακολουθεί: «ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς» (στ. 21)· η άρνηση του φωτός ισοδυναμεί με την άρνηση της αλήθειας. Σε άλλο σημείο η άρνηση αναφέρεται στην κρίση: «ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ῥήματά μου, ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (12, 48 και 5, 24). Κρίση για τον Ιωάννη σημαίνει την άρνηση του φωτός, την άρνηση του λόγου αληθείας, την άρνηση της πίστεως. Η κρίση προϋποθέτει την καταδίκη, η κρίσις γίνεται κατάκρισις· ο άνθρωπος όμως είναι αυτός που με την άρνησή του απαγγέλει αυτή την καταδίκη.
Ας επανέλθουμε τώρα στο κείμενο 18, 37 και την μαρτυρία του Ιησού περί της αληθείας. Υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σε αυτήν την μαρτυρία και την κρίση; Στο σημείο αυτό του κειμένου δεν εμφανίζονται οι λέξεις κρίνειν ή κρίσις. Η έννοια όμως είναι έμμεσα παρούσα, και θα γίνει εμφανέστερη κατά την περιγραφή του Πάθους, όπως θα δούμε. Ήδη στο 18, 37 ο Ιησούς περιγράφει μία από τις δύο ενδεχόμενες στάσεις απέναντι στην αλήθεια· αυτήν όσων «είναι εκ της αληθείας»: αυτοί πιστεύουν και ακούν τον λόγο του Ιησού. Αλλά η κρίση συνίσταται ακριβώς στην αντίθετη τοποθέτηση: την άρνηση της αλήθειας, την απόρριψη του Χριστού. Οι περιγραφές που ακολουθούν αναδεικνύουν ακριβώς αυτή την συμπεριφορά των Ιουδαίων. Ο Ιησούς είχε ήδη αναγγείλει μερικές ημέρες νωρίτερα: « νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου» (12, 31)· «ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται» (16, 11). Σ’ αυτά τα δύο κείμενα προαναγγέλλεται η «Ώρα» του Ιησού, η ώρα του Πάθους του και της ανύψωσής του: είναι επίσης η ώρα της κρίσεως του κόσμου.
Και πού συντελείται συγκεκριμένα αυτή η κρίση; Στην πραγματικότητα, στον Σταυρό. Σε συμβολικό επίπεδο έχει ήδη συντελεστεί στην σκηνή στο Λιθόστρωτο ή Γαββαθά· διότι ο Ιωάννης, εσκεμμένα παραλληλίζει τον Γαββαθά με τον Γολγοθά. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε ακριβώς τους ίδιους θεολογικούς όρους: την αναγνώριση της βασιλείας του Ιησού και την άρνηση των Ιουδαίων που τους παραδίδει στην κρίση. Στο Πραιτόριο ο Πιλάτος «εκάθισεν τον Ιησού επί του βήματος» και διακήρυξε επισήμως: «Ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν» (19, 14)· με την προσθήκη του Ιωάννη που αναδεικνύει την μοναδική σημασία της στιγμής: «ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα, ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη». Και οι Ιουδαίοι απαντούν: «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (στ. 15). Αυτή είναι η επιλογή που τους κρίνει. Το σημαντικό σ’ αυτή την σκηνή είναι το εξής: Ο Ιησούς έχει οδηγηθεί από τον Πιλάτο επί βήματος, «pro tribunal», και την στιγμή που οι Ιουδαίοι απορρίπτουν τον Βασιλιά-Μεσσία, ο Ιησούς βρίσκεται εκεί μπροστά τους, σιωπηλός, σε θέση κριτή. Είναι ο κριτής τους, διότι δεν θέλουν να είναι ο βασιλεύς τους.
Η σκηνή του Γολγοθά έχει ακριβώς το ίδιο νόημα: η επιγραφή στον Σταυρό αναγγέλλει σε τρείς γλώσσες ότι ο Ιησούς από την Ναζαρέτ είναι βασιλεύς των Ιουδαίων (19, 19-22)· και ο Ιωάννης προσθέτει ότι πολλοί Ιουδαίοι ανέγνωσαν την επιγραφή· επαναλαμβάνεται όμως η ίδια άρνηση· διαμαρτύρονται στον Ρωμαίο δικαστή ζητώντας του να αλλάξει την επιγραφή στον Σταυρό.
Βλέπουμε λοιπόν ότι σ’ αυτές τις δύο παράλληλες σκηνές οι έννοιες της βασιλείας του Ιησού και της ιδιότητας του κριτή συνδέονται άμεσα. Άρα, στο εδάφιο 18, 37 ο Ιησούς με την μαρτυρία του «περί» της αληθείας εξηγεί στον Πιλάτο το πραγματικό νόημα της βασιλείας του. Γίνεται τώρα κατανοητό με ποια έννοια η μαρτυρία του Ιησού συνδέεται με την κρίση. ‘Ο,τι αναφέραμε προηγουμένως ισχύει και για τον Βαπτιστή: ο Ιησούς εμφανίζεται ως μάρτυρας της αλήθειας, όχι πλέον για μία καταδικαστική κρίση όπως στην εβραϊκή αποκαλυπτική· μοναδική του επιθυμία είναι, αντίθετα, να υποδεχθούν οι άνθρωποι την μαρτυρία του και «όσοι είναι εκ της αληθείας να ακούσουν την φωνή του». Αλλά οι άνθρωποι απορρίπτουν την μαρτυρία του, αρνούνται να αναγνωρίσουν τον Μεσσία: αυτή είναι η καταδίκη τους. Η κρίση των ανθρώπων δεν αποτελεί λοιπόν σκοπό της μαρτυρίας του Ιησού· αποτελεί την συνέπεια: η καταδίκη τους πηγάζει από την άρνηση της μαρτυρίας και της αποδοχής της αλήθειας του Ιησού.
Δ. Συμπέρασμα.
Ανατρέχοντας στα δύο αποσπάσματα του Ιωάννη περί της μαρτυρίας της αλήθειας (5, 33 του Ιωάννη Βαπτιστή και 18, 34 του Ιησού) και συγκρίνοντάς τα με την αποκαλυπτική παράδοση, από όπου προέρχεται το θέμα, διακρίνουμε τον δρόμο που διανύθηκε έκτοτε.
Στα εβραϊκά κείμενα η μαρτυρία των δικαίων προοιωνίζει την καταδίκη των ασεβών κατά την ώρα της κρίσεως. Αντίθετα, στον Ιωάννη η μαρτυρία στοχεύει ένα θετικό σωτηριώδη σκοπό: την προσχώρηση των ανθρώπων στην μεσσιανική αλήθεια. Αν υπάρχει ακόμη η πιθανότητα «κρίσεως», αυτή επαφίεται στην επιλογή τους, και αποτελεί συνέπεια της άρνησης από μέρους τους της αλήθειας.
Αλλά και ανάμεσα στα δύο προαναφερθέντα αποσπάσματα (5, 33 και 8, 37)υπάρχει μεγάλη διαφορά. Όταν ο Ιωάννης Βαπτιστής μαρτυρεί περί της αληθείας, μαρτυρεί περί του Ιησού, περί του Μεσσία. Αλλά όταν ο ίδιος ο Ιησούς γίνεται μάρτυρας της αληθείας δεν υπηρετεί κάποιον τρίτο: μαρτυρεί περί της μεσσιανικής αποκαλύψεως, αναφερόμενος όμως στο πρόσωπό του· μαρτυρεί λοιπόν γι’ αυτόν τον ίδιο. Και η μαρτυρία αυτή γίνεται ταυτόχρονα θεμέλιο της βασιλείας του.
Στο κεφάλαιο αυτό, όπως και στο προηγούμενο, διαπιστώσαμε την τάση να ταυτισθεί η αλήθεια στο 4ο Ευαγγέλιο με το πρόσωπο του Ιησού· γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές ότι η κατά Ιωάννη αλήθεια είναι κατ’ ουσίαν χριστολογική. Μπορούμε τώρα να προσεγγίσουμε τα δύο κείμενα στα οποία κατ’ εξοχήν αναφέρεται ρητά ό,τι μέχρι τώρα εξυπακούετο: το εδ. 1, 14 «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο… πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας», και το εδ. 14, 6 «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».
(Τέλος 2ου Κεφαλαίου)
(συνεχίζεται)