RAIMON PANIKKAR
Πλησιάζοντας την θεότητα
Αυτή η μελέτη δεν αφορά την έννοια του θεού η οποία ισχύει
γενικώς στον Δυτικό κόσμο και επομένως δεν είναι αναγκαίο να μιλήσουμε για τον
αθεϊσμό ή για την Φύση του θεού. Επιπλέον η συγκρητική και πολυπολιτισμική
προοπτική αυτού του δοκιμίου απαιτεί την συμπερίληψη των άλλων απόψεων που
ισχύουν στις άλλες κουλτούρες (τρόπους ζωής) με την δική μας και δεν αρκείται
στην απλή αναφορά τους. Έχουμε να κάνουμε με μια εκλογή μεθόδου που όμως είναι
κυρίως Δυτική: να υιοθετήσουμε μια προοπτική ξεκινώντας από μια παράδοση, για
να την ανοίξουμε στην συνέχεια ώστε να προσλάβει μια οπτική γωνία πιο καθολική.
Γλωσσικές παρατηρήσεις
Ο Φίχτε (1762-1814) μας συμβουλεύει: «Η θεότης εμφανίζεται
μόνον στις πιο υψηλές εκφάνσεις της σκέψης». Πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψη από
την αρχή πως η συζήτηση για την θεότητα είναι μια εντελώς ιδιαίτερη συζήτηση,
διότι η θεότης τοποθετείται πέραν των αισθητών όπως και των διανοητικών
πραγμάτων. Όπως επίσης πως η πορεία προς την θεότητα ανήκει στην δυναμική της
νοήσεώς μας. Είναι αυτό που εκφράζει το πρώτο απόφθεγμα του Brahma Sutra: Να λοιπόν η επιθυμία
να γνωρίσουμε το brahman.
Το κείμενο υπονοεί μια επιθυμητή γνώση ή την επιθυμία της γνώσεως, η οποία
ξεπηδά από μια υπαρξιακή κατάσταση. Η οποία μας ελευθερώνει από το βάρος της
ατομικότητος, επιτρέποντάς μας να υψωθούμε στην έρευνα της θεότητος. Η πρόοδος
αυτή προωθείται σύμφωνα με ένα σχήμα που είναι ταυτοχρόνως υπαρξιακό και
νοητικό, χωρίς διαχωρισμό ανάμεσα στην καθαρή νόηση και την πρακτική νόηση. Η
θεότης τοποθετείται τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος της ανθρώπινης έρευνας,
όπως και στο μέσον. Η έρευνα απαιτεί καθαρότητα πνεύματος, δύναμη θελήσεως και
μια ριζική αλλαγή ζωής.
Μιλώντας για την θεότητα είχαμε ήδη την ευκαιρία να αναφερθούμε
στον θεό. Εισάγουμε το brahman.
Αυτοί οι όροι δείχνουν το ίδιο πράγμα; Ή τουλάχιστον διαθέτουν την ίδια
σημασία;
Το brahman δεν είναι οπωσδήποτε ο μοναδικός θεός, ο ζωντανός και
αληθινός, της παραδόσεως του Αβραάμ. Ούτε μπορούμε να δηλώσουμε πως Shang-ti ή το Kami είναι
το ίδιο πράγμα με το brahman.
Παρ’ όλα αυτά ανάμεσα σε αυτά τα αντικείμενα δεν λείπουν στοιχεία αμοιβαίας
σχέσεως. Μπορούμε επομένως να συμπεράνουμε πως όλα αυτά τα ονόματα αναφέρονται
στην θεότητα σαν σε μια γενική κατηγορία; Μήπως θεότης είναι το κοινό όνομα του
θεού, του θείου, του brahman,
του mana κ.τ.λ.;
Πρέπει κατ’ αρχάς να υπογραμμίσουμε πως το brahman και ο θεός, για παράδειγμα, δεν
είναι το ίδιο πράγμα. Το ένα είναι παθητικό και δεν νοιάζεται για τίποτε,
τίθεται σαν θεμέλιο του παντός και συνιστά την συνθήκη της υπάρξεως όλου του
υπαρκτού. Το άλλο όμως είναι ενεργητικό και προνοητικό. Είναι πάνω από το παν,
είναι προσωπικό, είναι ο δημιουργός όλου του υπαρκτού. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ
τους έτσι ώστε να καθιστά την μετάφραση του ενός όρου με τον άλλον εντελώς
αταίριαστη. Η χριστιανική παράδοση, παρότι δήλωνε πως τα θεία ονόματα
αναφέρονται σε κάτι άφατο και απερίγραπτο, αναγνώριζε επίσης πως μερικά ονόματα
εφαρμόζουν περισσότερο από άλλα. Εμείς θα πούμε πως brahman και ο θεός είναι ισοσθενή
ομοιόμορφα, καθότι πραγματεύονται αντίστοιχες λειτουργίες, αν και διαφορετικές,
καθένα στο εσωτερικό του ιδίου χαρακτηριστικού συστήματος.
Θα ήταν δελεαστικό να χρησιμοποιήσουμε τον όρο θεότης σαν
ένα αφηρημένο όνομα, για να δείξουμε όλα τα ομοιόμορφα ισοσθενή αυτού του
είδους. Ο όρος θεότης θα έδειχνε τότε τον θεό, το Kami, το Brahman, τον Δία, τον Rudra, T’ien, το Τάο, El,
Baal, Urdr, Ra/Re, Kali και
ούτω καθεξής. Αυτή η πράξη φαίνεται σχετικά εύκολη, εάν παραμείνουμε στο
πλαίσιο ομόλογων πολιτισμών. Με αυτόν τον τρόπο είναι πιο εύκολο να βρούμε
κοινές ιδιότητες, όπως απειρία, αγαθότητα, παντοδυναμία, απλότητα, ενότητα, το
αμετάβλητο ή τον παντογνώστη θεό. Αλλά όταν προσπαθούμε να συμπεριλάβουμε
ιδιότητες όπως, η μέλλουσα ζωή, το τίποτα ή την ψευδαίσθηση, ανακαλύπτουμε πως
αυτές οι ιδιότητες δεν είναι καθόλου κοινές και μάλιστα πως είναι ασυμβίβαστες
με τις προηγούμενες.
Στην πραγματικότητα η μόνη κοινή δομή είναι καθαρά τυπική
και δείχνει κάτι το αόριστο, κάτι διαφορετικό από τα ανθρώπινα όντα και ίσως
ανώτερο από αυτά, αλλά μόνον με έναν φαινομενικό τρόπο. Η θεότης είναι τότε μια
έννοια καθαρά τυπική, χωρίς κανένα περιεχόμενο με κάποια σημασία.
Μπορούμε να σημειώσουμε την τάση, που είναι κοινή ιδιαιτέρως
στην Δύση, να γενικεύουμε αυτό που μας είναι οικείο, όπως για παράδειγμα τις
φράσεις: Ο χριστιανικός θεός είναι για όλους μια απόλυτη αξία, η μοντέρνα
τεχνολογία ταιριάζει σε ολόκληρον τον κόσμο, οι φυσικές επιστήμες είναι
παγκοσμίως ισχύουσες, η αλήθεια είναι καθολική. Μια τέτοια απαίτηση όμως πρέπει
να αποφεύγεται, εάν θέλουμε να υπολογίσουμε σοβαρά και τις υπόλοιπες
κουλτούρες, εκτός των Δυτικών. Ο όρος θεότης δεν καλύπτει όλα όσα έχουν πει οι
διαφορετικές κουλτούρες πάνω στο θέμα που υποτίθεται πως εκφράζει ο όρος αυτός.
Εάν στην θέση της θεότητος χρησιμοποιούμε τον όρο brahman ή kami, η σημασία μας θα
άλλαζε. Διότι καθώς οι συνδέσεις που δημιουργούν το πλαίσιο είναι διαφορετικές,
θα είναι διαφορετικά και τα συμπεράσματα. Γι’ αυτό πρέπει να προσέξουμε
ιδιαιτέρως και να μην βιάσουμε παραδόσεις, όπως και να αποφύγουμε γενικεύσεις
που δεν καλύπτονται από την αυτοκατανόηση των τόσο διαφορετικών εκφάνσεων της
κουλτούρας του κόσμου.
Με αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να εξετάσουμε τώρα την
διάκριση ανάμεσα στον θεό και στην θεότητα. Αυτή η διάκριση ήταν ήδη γνωστή τον
Μεσαίωνα και εκφράστηκε με διαύγεια από τον Meister Eckhart. Η θεότης απέχει από τον θεό
τόσο, όσο ο Ουρανός απέχει από την Γη.
Αντιπροσωπεύει την εσωτερική και
παθητική πλευρά του θείου μυστηρίου και συνδέεται με τον άγνωστο θεό, πάνω στον
οποίο δοκιμάστηκε για πολύ ο στοχασμός των πατέρων. Ο θεός αντιθέτως, είναι η
εξωτερική, ενεργητική πλευρά του ιδίου μυστηρίου. Εμείς πάντως θα χρησιμοποιήσουμε
τον όρο θεότης για να δείξουμε όχι μόνον την Ουσία του θεού (όπως ο Ακινάτης) ή
τον θεό πέραν του θεού ή το θεμέλιο του θεού (όπως στον Έκαρτ), αλλά απλά
εκείνη την άπιαστη διάσταση, παρότι πανταχού παρούσα, που μόνον η δική μας
υψηλότερη στοχαστική δραστηριότης μπορεί να ακουμπήσει και η οποία αποτελεί την
κορυφή της ανθρώπινης έρευνας.
Ο όρος θεότης, τότε λοιπόν, δεν δείχνει μόνον τον θεό και
τους θεούς σαν ουσιώδη όντα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ένα γενικό όνομα
που εκφράζει όλες εκείνες τις δυνάμεις, τις ενέργειες, τις οντότητες, τις ιδέες
και τα όμοια που προέρχονται από μια πραγματικότητα «πάνω» και «πέραν» του
ανθρώπινου κόσμου. Με αυτή την έννοια, η θεότης αντιπροσωπεύει εκείνο το
στοιχείο της πραγματικότητος που δεν ανήκει ούτε στον υλικό κόσμο ούτε στον
καθαρά ανθρώπινο κόσμο. Αλλά είναι τοποθετημένη πάνω και πέραν της τάξεως του
αισθητού και του νοητού. Η θεότης δείχνει μία από τις τρεις διαστάσεις της
πραγματικότητος που πρακτικά έχουν συλληφθεί εννοιολογικά από όλες τις
ανθρώπινες παραδόσεις. Υπάρχει κατ’ αρχάς ο Ουράνιος κόσμος: οι θεοί, οι
υπεράνθρωπες δυνάμεις, το υπερνοητό. Στην συνέχεια υπάρχει ο ανθρώπινος κόσμος:
η συνείδηση, η ηθική, η ζωή, η διάνοια, το νοητό κ.τ.λ. Και τέλος ο γήινος
κόσμος: ο κόσμος, η ύλη, ο χωροχρόνος, το αισθητό κ.τ.λ.
Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε πέραν της μελέτης της
ανθρώπινης προσβάσεως στην θεότητα μέχρις ότου εξετάσουμε την Φύση του
"αντικειμένου" το οποίο προσπαθούμε να μελετήσουμε. Για την ώρα δεν
είναι σημαντικό να καθορίσουμε εάν ο κόσμος της θεότητος είναι το παράδειγμα
του ανθρώπινου κόσμου, σύμφωνα με το οποίο ο δεύτερος είναι μόνον η σκιά του
πραγματικού. Ή επίσης εάν ο θείος κόσμος είναι απλά και μόνο μια προβολή των
απραγματοποίητων επιθυμιών των ανθρώπων. Παραμένει το γεγονός πως η ανθρώπινη
εμπειρία που φανερώνεται μέσω της γλώσσας μαρτυρεί την ύπαρξη ενός τέτοιου
θείου κόσμου, είτε αυτός κατοικείται από δαίμονες ή από θεούς, από ντέβα, από
ελοχίμ, είτε από πνεύματα κάθε είδους, από τον αληθινό θεό ή από κανέναν και
από τίποτα. Διαθέτουμε λοιπόν κάποιο κοινό όνομα για να δείξουμε αυτό το
σύμπαν; Μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για τον κόσμο της θεότητος; Για να
απαντήσουμε χρειαζόμαστε σε αυτό το σημείο μερικές ιστορικές αναφορές.
Ιστορικές παρατηρήσεις
Με ποιον τρόπο οι άνθρωποι έφτασαν στην έννοια της θεότητος;
Σύμφωνα με μερικούς μελετητές αυτή η έννοια υπήρξε η συνέπεια ενός
συμπεράσματος κάποιου τύπου αιτιώδους συλλογισμού. Η θεότης σε αυτή την
περίπτωση είναι ένα υπέρτατο ον (ή περισσότερα), ουράνιο ή άλλου τύπου. Η
ερώτηση του ανθρώπου γύρω από την καταγωγή της ζωής και του κόσμου δημιουργεί
την έρευνα μιας αιτίας, η οποία στην συνέχεια θα τοποθετηθεί στον κατάλληλο
χώρο, που θα γίνει ο τόπος ενός υπέρτατου όντος, στον ουρανό ή στην γη. Άλλοι
μελετητές βλέπουν την καταγωγή της θεότητος όχι τόσο σε μια διανοητική έρευνα,
όσο στην υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου που αντιμετωπίζει τα θεμελιώδη μυστήρια
της ζωής και της φύσεως. Άλλοι πάλι, ισχυρίζονται πως η έρευνα της θεότητος δεν
στηρίζεται ούτε στην αιτιώδη σκέψη ούτε στο συναίσθημα της αγωνίας, αλλά στην
απλή συνειδητοποίηση.
Σύμφωνα με μερικούς άλλους μελετητές, ο άνθρωπος έφτασε στην
ιδέα της θεότητος λόγω της αποκαλύψεως ενός υπέρτατου όντος, που φανερώθηκε από
μια δική του αυτόνομη πρωτοβουλία. Εάν ένα τέτοιο υπέρτατο ον υπάρχει, ακόμη
και αν η αποκάλυψή του είναι μόνον προοδευτική και συνδέεται με την διανοητική
εξέλιξη των ενδιαφερομένων ατόμων, ο πρώτος σταθμός της προόδου τίθεται σε
κίνηση από την ισχύ του και μόνον.
Οι σύγχρονες συζητήσεις είναι η συνέπεια των μεγάλων
διαπληκτισμών του παρελθόντος γύρω από την καταγωγή της ιδέας του θεού,
διαπληκτισμοί που προέκυψαν από την διαμάχη που αντιπαρέταξε τις πιο μοντέρνες
εξελικτικές θεωρίες στην παραδοσιακή πίστη στον θεό.
Ο Wilhelm Schmidt (1868-1954), για παράδειγμα, απορρίπτοντας το εξελικτικό
σχήμα, έψαξε ανάμεσα στους πρωτόγονους λαούς τα ίχνη της πρωτογενούς
αποκαλύψεως ενός αρχέγονου μονοθεϊσμού.
Ο Σμιτ αυτός ανέπτυσσε τις εμπνεύσεις του Andrew Lang (1844-1912), ο οποίος
είχε ισχυρισθεί την ύπαρξη, ανάμεσα στους αρχαϊκούς λαούς, της πίστης σε
υπέρτατα όντα, σε αντιπαράθεση με την θεωρία της πρωτόγονης πίστεως στα
πνεύματα, η οποία κυριαρχούσε την εποχή εκείνη και στηριζόταν από τον Ε.Β. Tylor (1832-1917).
Τέλος τα διάφορα άθεα κινήματα -επιστημονικά, διαλεκτικά ή
ιστορικά- θα καταστήσουν την θεότητα μια περιττή υπόθεση, ένα τεχνητό εργαλείο
κυριαρχίας πάνω στους ανθρώπους, μια άδικη πρόταση της άγνοιάς μας, ή μια
καθαρή ψευδαίσθηση για να καθησυχάσει η αδυναμία μας.
Φαίνεται λοιπόν σωστό να επιβεβαιώσουμε πως η ανθρώπινη
εμπειρία, η πιο καθολική και πρωτογενής, δεν είναι η μονοθεϊστική, αλλά ούτε η
άθεη ή η πολυθεϊστική. Είναι μια πίστη ριζωμένη σταθερά σε έναν θείο κόσμο, ο
οποίος κατοικείται από όντα ή υπεράνθρωπες δυνάμεις διαφορετικού τύπου. Αυτή η
πίστη εκφράζει μια ανθρώπινη εμπειρία σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος δεν είναι
μόνος στο σύμπαν και ο αισθητός κόσμος δεν αντιπροσωπεύει το όλον της υπαρκτής
πραγματικότητος. Όλες οι ανθρώπινες γλώσσες, διαθέτουν μια τεράστια ποσότητα
ονομάτων και λέξεων για να δείξουν αυτό το υπερανθρώπινο βασίλειο.
Ανήκει σε μια δεύτερη στιγμή ανθρώπινου στοχασμού η
προσπάθεια να τεθεί τάξη σε αυτόν τον σύνθετο κόσμο, προσδίδοντάς του τους
αναβαθμούς της πραγματικότητός του, αποφασίζοντας δηλαδή ποιος τύπος ιεραρχίας
βασιλεύει και ξεκαθαρίζοντας την υπάρχουσα σχέση ανάμεσα σε κείνον τον κόσμο,
τον ανθρώπινο κόσμο και το υπόλοιπο του σύμπαντος. Σε μια αρχέγονη κουλτούρα
δεν υπάρχει ενδιαφέρον αποδείξεως της υπάρξεως της θεότητος: οι θεοί είναι
απλώς παρόντες.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος