Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΑΘΕΟΥΣ (2)

 Συνέχεια απο : Σάββατο, 15 Ιουνίου 2013

Η ΑΙΩΝΙΑ, ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΟΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑ.

ΤΟΥ Franco Ferrarotti.
Μετα-Χριστιανικοί στοχασμοί. 


3. Η ΕΠΑΝΑ-ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ.

Δέν πρόκειται για την επανάληψη των αρχαίων προβληματισμών γύρω απο τις σχέσεις ανάμεσα στον εγκέφαλο και στην ψυχή, δηλαδή ανάμεσα στην σκέψη και τα όργανα της σκέψης, με σκοπό τον ορισμό και ίσως και την θεραπεία της τρέλλας. Το θέμα επανήλθε τελευταίως με μεγάλη αναλυτική λεπτότητα, ακολουθώντας την γραμμή ανάγνωσης, πονηρής παρά προσεκτικής, του θέματος, όπως το έθεσε ο Λόκ και ο αισθησιασμός του Βολταίρου. «Απο τον εγκέφαλο στην ψυχή, η σχέση είναι ίδια όπως απο το μάτι στην όραση. Και απο την ψυχή στον εγκέφαλο, το ίδιο όπως απο την πρόθεση βαδίσματος στις γάμπες που λυγίζουν. Στο σώμα ή ψυχή δέν κάνει τίποτε άλλο απο το να δένει σχέσεις ανάλογες πρός εκείνες που το ίδιο το σώμα σταθεροποίησε. Αυτή είναι η αίσθηση της αισθήσεως, η ενέργεια και πράξη της πράξεως. Και ακριβώς όπως το βάδισμα εμποδίζεται απο την παράλυση της γάμπας, και η όραση θαμπώνει απο την ασθένεια του ματιού, έτσι και η ψυχή θα χτυπηθεί απο τις πληγές του σώματος και πάνω απ’όλα απο τις πληγές εκείνου του προνομιούχου οργάνου που είναι ο εγκέφαλος, που είναι το όργανο όλων των οργάνων: ταυτόχρονα όλων των αισθήσεων και όλων των ενεργειών και πράξεων. Η ψυχή είναι λοιπόν τόσο απασχολημένη με το σώμα, όσο η όραση με το μάτι, ή η πράξη με τους μύες. Ακόμη και εάν σ’αυτό το σημείο χαθεί το μάτι...μ’αυτό δέ δείχνεται πώς η ψυχή μου είναι τρελλή καθ’εαυτή, στην ουσία της, σ’αυτό που είναι ουσιώδες, στην Φύση της και πώς εγώ δέν έχω άλλη ψυχή εκτός απο εκείνη που καθορίζεται απο την άσκηση των οργάνων του σώματος μου». Μ Φουκώ «Ιστορία της τρέλλας στην κλασσική εποχή».

Αυτό που έχει σημασία είναι η άμυνα της επανανακαλύψεως του σώματος στην ιδιαίτερη μοναδικότητα του, η απελευθέρωση απο κάθε μεταφυσική υπερτελειότητα. Στα προηγούμενα, σχετικά με την έννοια του «ανθρωπίνου προσώπου» και γενικώς των φιλοσοφικών και πολιτικών ρευμάτων που αναφέρονται στον περσοναλισμό, αναφερθήκαμε στην προσπάθεια, ίσως χωρίς μεγάλη επιτυχία, να θεμελιωθεί η προσωπικότης του προσώπου, αγκυροβολώντας την σε μία μεταϊστορική υποστήριξη, που θα διαθέτει δηλαδή μία πλήρη οντολογική κατάσταση. Ο κίνδυνος αυτού του εγχειρήματος είναι να χαθεί γι’άλλη μια φορά απο την όρασή μας ο αληθινός άνθρωπος, που ζεί ιστορικά και είναι χρονικά προσδιορισμένος. Η ίδια η έννοια του προσώπου, μ’αυτή την έννοια, είναι διφορούμενη. Το σχίσμα ανάμεσα στο άτομο και στο πρόσωπο, μπορεί να κρύβει μία θανατηφόρο αδιαφορία για το άτομο, να κρύβει την τελική εννοιολόγησή του, την μείωσή τής ιδιαιτερότητος του που είναι μοναδική και ανεπανάλυπτη. Γι’αυτόν τον λόγο εξάλλου κλαίμε στην διάρκεια της κηδείας ενός ανθρώπου. Διότι ένα πρωτότυπο απολύτως πηγαίο και αναντικατάστατο έσπασε και χάθηκε για πάντα-σε κάτι αφηρημένο. «Υπάρχει σε κάθε άνθρωπο κάτι ιερό. Αλλά δέν είναι το πρόσωπό του. Όπως δέν είναι και το ανθρώπινο πρόσωπό του. Είναι αυτός, αυτός ο άνθρωπος, απλά. Να ένας διαβάτης στον δρόμο που έχει μακρυά χέρια, μπλέ μάτια, μια σκέψη στην οποία υπάρχουν σκέψεις που αγνοώ, που είναι ίσως και μέτριες. Δέν είναι ούτε το πρόσωπο του ούτε η ανθρωπότητά του σ’αυτόν που είναι για μένα ιερά. Είναι αυτός. Αυτός ολόκληρος. Τα χέρια του, τα μάτια, οι σκέψεις, όλα. Δέν θα’βαζα χέρι πάνω σε τίποτε απο όλα αυτά χωρίς άπειρους ενδοιασμούς». Σιμόν Βείλ «Κείμενα του Λονδίνου και τελευταία γράμματα».
Τα μάτια, το στόμα, τα χέρια, οι σκέψεις: είναι η επανανακάλυψη του σώματος. Καλύτερα, είναι ο επαναπροσδιορισμός της θεμελιώδους ενότητος του ανθρωπίνου όντος, αυτής της εκπληκτικής μίξεως, του συνόλου. Είναι η ανακάλυψη των υλικών βάσεων, σωματικών, του νοήματος. Αλλά εάν το σώμα είναι η βάση, η ενότης του μέτρου των αναγκών και ταυτόχρονα ας πούμε, το φανάρι τους που ρυθμίζει την κυκλοφορία τους, μπορούμε να συνεχίσουμε να λέμε πώς έχει ιστορία ή μήπως πρέπει να το εννοήσουμε σαν ένα υπερουράνιο αρχέτυπο, μία πονηριά της εννοίας, μία σωματική μεταμφίεση μεταϊστορικών ουσιών; Ομιλούμε για το σώμα σαν δεδομένο, σαν μία δομική πραγματικότητα, ουσιωδώς άχρονη.;
Πώς μπορεί όμως ένας λόγος αυτού του είδους, όπως κάθε λόγος που συνδυάζεται με την «λίμπιντο», με τις βασικές ορμές, τον δεσμό των ενστίκτων,και ούτω καθεξής, να ενωθεί με κάποια συνέπεια με την ιδέα μίας ριζικής πολιτισμικής αλλαγής; Δηλαδή με μία υπόθεση ιστορικό-εξελικτική της κοινωνικής προόδου που συνειδητοποιεί την είσοδο σε μία νέα φάση, μετανοησιαρχική αλλά επίσης και μεταχριστιανική και μεταμαρξιστική; Η θεωρητική δυσκολία είναι προφανής. Απο το άλλο μέρος, υποθέτοντας πώς το σώμα διαθέτει ιστορία δέν θα διακινδυνεύσει να μειωθεί σαν μία απλή λειτουργία, σ ένα στενογραφημένο σημείο, μία γλωσσική διατύπωση, ένας συγκεντρωτικός όρος αλλά και αόριστος ταυτόχρονα, για να σημάνει μία συνάφεια αναγκών πρακτικο-υλικού τύπου, που συστήνουν την δομική βάση της ιστορικής προόδου, και ταυτόχρονα τήν μοναδική έξοδο, αλλά περισσότερο χαλαρή παρά θεωρητικά εγγυημένη, για να μήν εισέλθει στις απορίες ενός απαγορευτικού ψυχολογισμού ή επίσης, εναλλακτικώς, στην άχρωμη μετριότητα του μεταφυσικού υλισμού;
Και όμως είναι δυνατή και μία άλλη ερμηνεία της επανανακαλύψεως του σώματος: Η πραγματικά κριτική του θέση και η πιό βαθειά επίσης, δέν απευθύνεται στην οργανωμένη κοινωνία τόσο, όσο είναι εναντίον της επιστημονικής κοινωνίας. Και βλέπουμε να υπάρχει και εδώ ακόμη μία αντανάκλαση της κρίσεως του ατόμου του διαφωτισμού. Ο άνθρωπος διαμαρτύρεται ενάντια στον επιστήμονα. Ξεχωρίζει απο αυτόν. Όχι μόνον υποκειμενοποιεί τον κανόνα, αλλά αμφισβητεί καθολικά την κοινωνία ή οποία κυριαρχείται απο την επιστήμη, απο τους ρυθμούς της, απο τις πρακτικές της απαιτήσεις απο τις επιδρομές που πραγματοποιεί, δυνατή και κυκλωτική, στα ήθη, στις αντιδράσεις, στα υπολογισμένα αντανακλαστικά, τα αυτόματα, που στο σύνολό τους αποτελούν την ουσία της καθημερινότητος.
Το σώμα με άλλα λόγια δέν είναι το κάτω μόνον. Είναι πάνω απ’όλα  η δραματική προσπάθεια να πραγματοποιηθεί ένα αναποδογύρισμα προοπτικής, να επαναπροσληφθούν νοήματα και δυνατότητες ανθρώπινες οι οποίες στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες διακινδυνεύουν απλώς να ατροφήσουν και να εξαφανιστούν. Η κραυγή του Νίτσε-Μείνετε πιστοί στη γή- έχει αυτή την σημασία. Ο Χριστιανικός δυαλισμός και η άσαρκη νοησιαρχία, Καρτεσιανή και αστική, βρίσκουν εδώ την ριζική τους πρόκληση. «Πρέπει να επιμείνουμε στο γεγονός-παρατηρήθηκε-πώς δέν υπάρχει αμέσως άλλη λύση απο την εσωτερική ταραχή  η οποία δημιουργείται σ’ένα άτομο απο την αδυναμία του περιορισμού του στο αστικό ιδεώδες.
Ο Νίτσε φανέρωσε αυτό το πρωτογενές γεγονός, πώς με τον θάνατο του Θεού που πραγματοποίησε η αστική τάξη, θα προέκυπτε αμέσως σαν συνέπεια μία καταστροφική αταξία, το κενό, ακόμη δέ και μία επικίνδυνη πνευματική φτώχεια. Επομένως ήταν αναγκαίο, όχι μόνον να δημιουργηθούν καινούργιες αξίες, αλλά αξίες που θα μπορούσαν να γεμίσουν το κενό που άφησε ο Θεός.
Όχι πώς ο Νίτσε δέν χρησιμοποίησε την λάσπη για να κυλιστεί. Απ’αρχής των αντιδράσεων για τις νοητικές αστικές μορφές, για την αστική νοοτροπία, η τάση να επανέλθουν υποβαθμισμένες αξίες σαν κατώτερες κυριάρχησε, αλλά μόνον σ’ένα δεύτερο επίπεδο. Το «νόημα της γής» με τον Ζαρατούστρα, το δείχνει ξεκάθαρα. Δέν πρέπει να ξεχνούμε ούτε το γεγονός πώς ο Νίτσε μιλούσε ήδη με έμφαση για το σεξουαλικό θεμέλιο των ανώτερων φυσικών αντιδράσεων. Έφτανε μέχρι του σημείου να αποδίδει στο ξέσπασμα του γέλιου, την πιό μεγάλη αξία απο της απόψεως τής φιλοσοφικής αλήθειας: Κάθε αλήθεια που δέν σας έκανε να ξεσπάσετε στο γέλιο, τουλάχιστον μια φορά, πρέπει να γεννά την υποψία του ψεύδους.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: